Συνεχίζουμε
μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν Ἅγιο Σιλουανό.
Λέγαμε χθές γιά τήν βαθιά ἀλλαγή πού
ἔγινε στόν Ἅγιο μετά τήν ἀποκάλυψη
πού πῆρε ἀπό τόν Θεό καί τήν ὁδηγία
«κράτα τόν νοῦ στόν Ἅδη καί μήν
ἀπελπίζεσαι». Μιά ἀλλαγή πού τόν ἔκανε
πλέον νά ἀγωνίζεται γιά νά ἀποκτήσει
ταπείνωση καί νά ἔχει σταθερή τήν Χάρη.
Ὅταν ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο ταπεινό
φρόνημα, τότε παραμένει σταθερά κοινωνός
τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἀφήνει
τόν λογισμό του καί δέχεται ὑπερήφανες
σκέψεις, τότε χάνει ὁ ἄνθρωπος τήν
Χάρη, δηλαδή, ὅπως λέγαμε, χτίζει ἕνα
τεῖχος μονωτικό γύρω του καί ἡ Χάρις
τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήσει.
Ὅταν γεύτηκε αὐτή τήν Χάρη καί κοινώνησε
καί παρέμεινε στήν κοινωνία μέ τόν Θεό,
τότε ἄλλαξε καί ἡ προσευχή του καί
πλέον δέν προσευχότανε μόνο γιά τόν
ἑαυτό του, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο,
γιατί κατάλαβε ὅτι μέσα στόν Θεό εἶναι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί γι’ αὐτό
παρακαλοῦσε τόν Θεό νά γνωρίσει ὅλος
ὁ κόσμος τόν Ἴδιο, τόν Θεό.
Ἔλεγε
λοιπόν «ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας»
καί μέ τήν ἀγάπη πού εἶχε, πού ἄναψε
μέσα στήν καρδιά του, αἰσθανότανε ὅλους
τούς ἀνθρώπους σάν μέλος τῆς δικῆς
του ὑποστατικῆς αἰώνιας ὕπαρξης.
Κατάλαβε καί τήν ἐντολή «ἀγαπήσεις
τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν ὄχι σάν ἕναν
ἠθικό κανόνα, ἀλλά σάν κάτι πού εἶναι
ἀναγκαῖο λόγω τῆς κοινῆς φύσεως, τῆς
ὀντολογικῆς κοινότητας πού ὑπάρχει
μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
«Ὁ
πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τήν κρίσιν
πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ, … ὅτι υἱός
ἀνθρώπου ἐστί» (Ἰω. 5,22 και 27), λέει
στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Ὁ Πατέρας
δέν κρίνει κανέναν, ἀλλά ὅλη τήν κρίση
τήν ἔχει δώσει στόν Υἱό, πού εἶναι υἱός
ἀνθρώπου, εἶναι δηλαδή τέλειος ἄνθρωπος.
«Αὐτός ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὀ Μέγας
Κριτής τοῦ κόσμου, θά πεῖ κατά τήν Κρίση
ὅτι ὁ «εἴς τούτων τῶν ἐλαχίστων»
εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος». Θυμᾶστε
στό Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως πού ἔλεγε
πώς ἄν ἐλεήσετε τόν φτωχό, τόν ἄρρωστο,
τόν φυλακισμένο, ἕναν ἀπό αὐτούς ὅλους
τούς ἐλαχίστους, Ἐμένα ἐλεεῖτε.
Ἑπομένως, κλείνει στήν ὑπόστασή Του,
στήν ὕπαρξή Του ὁ Κύριος ὅλους τούς
ἀνθρώπους «περικλείει στή
δική Του ὑποστατική ὕπαρξη τήν ὕπαρξη
κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου
ἔχει στόν ἑαυτό Του ὅλη τήν ἀνθρωπότητα
καί ἔπαθε γιά «ὅλον τόν Ἀδάμ». Ὅποιος
λοιπόν βρίσκει τόν Χριστό, βρίσκει καί
ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί αὐτός εἶναι
καί ὁ ἀληθινά κοινωνικός ἄνθρωπος,
κοινωνεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. «Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος λέει πώς κι ἐμεῖς
πρέπει νά κάνουμε δικό μας τόν ἴδιο
τρόπο ζωῆς, τό ἴδιο φρόνημα, «ὅ καί ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιπ. 2,5)». Δηλαδή
νά συμπεριλάβουμε, ὅπως ὁ Χριστός, στήν
ὑποστατική μας ὕπαρξη ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα, ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Γι’ αὐτό, ἄν κανείς δέν ἀγαπάει, δέν
μπορεῖ νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Χριστό,
γιατί δέν μοιάζει μέ τόν Χριστό. Ὁ
Χριστός ἔχει μέσα Του, μέσα στήν ἀγάπη
Του, μέσα στήν ὑποστατική Του ὕπαρξη
ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ καθένας μας θά
πρέπει νά γίνει τό ἴδιο μέ τόν Χριστό,
νά ἔχει τό ἴδιο φρόνημα καί νά νιώθει
αὐτή τήν ὀντολογική κοινότητα, ὅτι
εἶναι ἕνα δηλαδή μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους,
γιατί ὅλοι ἔχουμε τήν κοινή φύση. Πολύ
περισσότερο νιώθουμε ἕνα μέ τούς
ἀδελφούς μας ἐν Χριστῷ, τούς βαφτισμένους
ὀρθόδοξους χριστιανούς, γιατί ἐκεῖ
δέν ἔχουμε μόνο τήν κοινή φύση ἀλλά
καί τό πνεῦμα πού λάβαμε κατά τό Ἅγιο
Βάφτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα.
«Τό
Ἅγιο Πνεῦμα πού δίδασκε στόν Σιλουανό
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἔδινε καί
τό χάρισμα νά ζεῖ ἀληθινά αὐτή τήν
ἀγάπη, πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν
ἀνθρωπότητα. Ἡ προσευχή μέ ὅλη τήν
ἔνταση, μέ βαθύ πένθος γιά ὅλο τόν
κόσμο, τόν ἐξοικείωσε καί τόν ἔδεσε μέ
ἰσχυρούς δεσμούς μέ «ὅλο τόν Ἀδάμ».
Ὅσο περισσότερο δηλαδή
προσευχόταν ὁ Ἅγιος γιά ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα, τόσο πιό πολύ οἰκειωνότανε,
γινότανε οἰκεῖος μέ ὅλους τούς
ἀνθρώπους. «Καί ἀφοῦ
ἐβίωσε τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς του
ἦταν φυσικό πιά γιά αὐτόν νά δέχεται
κάθε ἄνθρωπο σάν τόν αἰώνιο ἀδελφό
του». Γι’ αὐτό βλέπετε,
πηγαίνουμε σέ ἁγίους ἀσκητές καί μᾶς
δέχονται μέ τόσο μεγάλη ἀγάπη, ἐνῶ μᾶς
βλέπουνε πρώτη φορά. Εἶναι, ἀκριβῶς,
γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐξοικείωση λόγω
τῆς προσευχῆς πού κάνουνε αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι γιά ὅλους ἐμᾶς, γιά ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα. Κι αὐτό βέβαια εἶναι δῶρο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό Ὁποῖο αὐτοί
μετέχουν.
«Στήν
ἐπίγεια ζωή ὑπάρχει μιά διαδοχή καί
μιά σειρά, ἀλλά στήν αἰωνιότητα ὅλοι
εἴμαστε ἕνα, καί γι’ αὐτό πρέπει ὁ
καθένας μας νά φροντίζει ὄχι μόνο γιά
τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί γιά αὐτήν τήν
πανενότητα», πού εἴμαστε
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.
Καί θά πρέπει ἀπό τώρα νά ζοῦμε αὐτή
τήν πανενότητα καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος
ἔλεγε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς
Ἐκκλησίας. Τό μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι τό νά γίνουμε ὅλοι ἕνα, αὐτό πού
προσευχήθηκε ὁ Κύριος στή Γεθσημανή
«ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰω. 17,21). Καί αὐτό
γίνεται μόνο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί μόνο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνήσει
μ’ αὐτό τό Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα,
τότε ζεῖ αὐτή τήν ἑνότητα μέ ὅλους.
Καί ὅταν ὅλοι, βρισκόμενοι μέσα στήν
Ἐκκλησία, ζοῦμε αὐτή τήν ἑνότητα μέ
τόν Κύριο, ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας
καί χαιρόμαστε πραγματικά μιά κατάσταση
παραδείσια.
«Μετά
τήν ἐμπειρία τῶν βασάνων τοῦ ἅδου,
μετά τήν ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ «κράτα τόν
νοῦ σου στόν ἅδη», ἦταν ἰδιαίτερα
χαρακτηριστική γιά τόν Σιλουανό ἡ
προσευχή γιά τούς νεκρούς». Γιατί
ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νιώθει ἕνα ὄχι
μόνο μέ τούς ζῶντες, ἀλλά καί μέ τούς
κεκοιμημένους, ἀκόμα καί μ’ αὐτούς
πού δέν γεννήθηκαν ἀκόμα. «Προσεύχεται
γιά ὅσους ὑπάρχουν «ἐν βασάνοις», ὅπως
ἐπίσης ἡ προσευχή του γιά τούς ζωντανούς
γίνεται ἔντονη καί γιά τίς μέλλουσες
γενιές», γιά αὐτούς πού
θά ἔρθουν μετά. Βλέπετε πῶς ὁ Ἅγιος
εἶναι παγκόσμιος ἄνθρωπος, οἰκουμενικός
ἄνθρωπος, καί στόν χῶρο καί στόν χρόνο;
Καί πρίν καί μετά ἀπ’ αὐτόν καί αὐτούς
πού εἶναι σύγχρονοί του, ὅλους τούς
ἔχει μέσα στήν ἀγάπη του καί στήν
προσευχή του. «Στήν προσευχή
του πού ἔβγαινε ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου
δέν ὑπῆρχε πιά καμιά ἀναφορά στά
παροδικά φαινόμενα τῆς πρόσκαιρης
ζωῆς». Δέν ζητοῦσε αὐτά
πού ζητοῦν συνήθως οἱ πολλοί ἄνθρωποι,
τά ὑλικά πράγματα, τά τετριμμένα, τά
χαμερπή, ἀλλά ἐκεῖνο πού ζητοῦσε εἶναι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά γνωρίσουν τόν Θεό
ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, νά ζήσουν δηλαδή τήν
κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἑπομένως τήν
σωτηρία. Αὐτό πρέπει νά εἶναι καί ἡ
δική μας προσευχή, νά παρακαλοῦμε τόν
Θεό νά ἐλεήσει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα,
νά τήν ὁδηγήσει δηλαδή σέ μετάνοια καί
σωτηρία.
«Κοντά
στήν θλίψη του γιά τόν κόσμο πῆρε καί
τό χάρισμα νά διακρίνει τούς ἀνθρώπους,
σ’ αὐτούς πού γνώρισαν τόν Θεό καί σέ
ὅσους δέν Τόν γνώρισαν». Ἔτσι
διακρίνονται οἱ ἄνθρωποι, σέ δύο
κατηγορίες. Αὐτοί πού γνώρισαν ἐννοεῖ
ὄχι ἐγκεφαλικά, μέ τό μυαλό, γνωσιολογικά,
ἀλλά Τόν βίωσαν. Ἔζησαν δηλαδή τήν
κατάσταση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ
καί τῆς θέωσης. «Καί δέν
μποροῦσε νά ὑποφέρει τήν σκέψη ὅτι
ἄνθρωποι θά βασανίζονται αἰωνίως στό
«σκότος τό ἐξώτερο». Ἐπειδή
δέν θέλησαν νά γνωρίσουν τόν Θεό, ὄχι
ὅτι ὁ Θεός τούς ἔβαλε ἐκεῖ. Ὁ Θεός
δέν τοποθετεῖ κανέναν στήν κόλαση ἤ
στόν Παράδεισο, ἀλλά ὁ κάθε ἄνθρωπος
αὐτοτοποθετεῖται ἀνάλογα μέ τό ἄν
ἀγαπήσει τόν Θεό, ζητήσει τόν Θεό καί
βρεῖ τόν Θεό ἤ ἀντίθετα δέν βρεῖ τόν
Θεό, σταθεῖ ἀδιάφορος στήν προσφορά
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
«Θυμόμαστε
τήν συνομιλία του μέ ἕναν ἐρημίτη»,
συνομιλοῦσε ὁ Ἅγιος
Σιλουανός μέ ἕναν ἐρημίτη ὁ ὁποῖος
ἔλεγε τά ἑξῆς: «- Ὁ Θεός
θά τιμωρήσει ὅλους τούς ἄθεους, θά
καίγονται στό πῦρ τό αἰώνιο». Τότε
ἦταν ἀρχές τοῦ 20ου
αἰῶνα καί ἐκεῖνα τά χρόνια ἔγινε καί
ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων, τῶν
ἀθέων δηλαδή στήν Ρωσία καί ὁπωσδήποτε
ὑπῆρχαν τέτοια μηνύματα ἀθεΐας σ’
ὅλο τόν κόσμο, ὅπως καί σήμερα.
Ἔλεγε,
λοιπόν, αὐτός ὁ ἐρημίτης ὅτι οἱ ἄθεοι
θά καίγονται στήν αἰώνια κόλαση.
«Προφανῶς ἡ ἰδέα ὅτι οἱ
ἄθεοι θά τιμωροῦνται στό αἰώνιο πῦρ
τοῦ προκαλοῦσε εὐχαρίστηση, κατά τό
ψαλμικό: «εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν
ἴδῃ ἐκδίκησιν» (Ψαλμ. 57,11)». Τό
ἄκουσε αὐτό ὁ Ἅγιος Σιλουανός «καί
μέ ὁλοφάνερη συγκίνηση τοῦ ἀπάντησε:
- Πές μου, σέ παρακαλῶ, ἐάν σέ βάλουν
στόν παράδεισο καί δεῖς ἀπό ἐκεῖ ὅτι
κάποιος καίγεται στίς φλόγες τοῦ ἅδη,
θά μποροῦσες τάχα νά ἔχεις ἀνάπαυση;
- Μά τί νά κάνεις; Αὐτοί οἱ ἴδιοι φταῖνε,
λέει ἐκεῖνος. Καί τότε ὁ Γέροντας εἶπε
μέ θλιμμένο βλέμμα: - Ἡ ἀγάπη δέν μπορεῖ
νά τό ὑποφέρει … Πρέπει νά προσευχόμαστε
γιά ὅλους». Βλέπετε;
Ἀγκάλιαζε καί τούς κολασμένους ἡ ἀγάπη
του. «Καί πράγματι αὐτός
προσευχόταν γιά ὅλους. Ἦταν πλέον
παράξενο γιά αὐτόν νά προσεύχεται μόνο
γιά τόν ἑαυτό του· «πάντες γάρ ἥμαρτον
καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»
(Ρωμ. 3,23)», λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους. Ὅλοι ἔχουμε
ἁμαρτήσει καί στερούμαστε τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἦρθε ὁ
Χριστός στήν γῆ. Γι’ αὐτό πῆρε ὁ Λόγος
σάρκα, γιά νά μᾶς γλιτώσει ἀπ’ αὐτή
τήν καταδίκη στόν Ἅδη καί νά μᾶς χαρίσει
πάλι τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πάλι,
βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι δέν δέχονται αὐτή
τήν προσφορά. Λίγοι ἤ ἐλάχιστοι δέχονται
αὐτή τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
Ἅγιος Σιλουανός «εἶδε στό
μέτρο πού τοῦ δόθηκε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ
καί βίωσε τήν στέρησή της», γιατί
στήν ἀρχή εἶδε τόν Θεό, ἀλλά μετά ἔχασε
τήν Χάρη λόγω ὑπερηφάνειας. Ἔτσι γίνεται
πάντα. Χάνουμε τήν Χάρη, ὅταν
ὑπερηφανευόμαστε, ὅταν κλεινόμαστε
στόν ἑαυτό μας, ὅταν πεισματώνουμε
κ.λ.π. Ὅταν ἔχουμε, δηλαδή, τό δικό μας
θέλημα καί δέν δεχόμαστε τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μεγάλος ἐγωισμός κι
αὐτό μᾶς στερεῖ τήν Χάρη. «Ἀκόμα
καί ἡ σκέψη αὐτή τῆς στέρησης ἔγινε
ἀβάστακτη» γιά τόν Σιλουανό.
Ὅταν ξαναβρῆκε τήν Χάρη καί μόνο ἡ
σκέψη νά τήν ξαναχάσει τοῦ ἦταν
ἀβάστακτη. «Ἡ ψυχή του
ἔλιωνε στή σκέψη ὅτι πολλοί ἄνθρωποι
ζοῦν χωρίς νά ξέρουν τόν Θεό καί τήν
ἀγάπη Του καί προσευχόταν ἐκτενῶς νά
γνωρίσουν ὅλοι τόν Θεό μέ τήν βοήθεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γιατί
πλέον ἤξερε τί σημαίνει Θεός καί ἤξερε
καί τί σημαίνει νά μήν ἔχεις τόν Θεό.
«Μέχρι
τό τέλος τῆς ζωῆς του, παρά τήν ἐξάντληση
τῆς δυνάμεώς του καί τίς ἀσθένειές
του, διατήρησε τήν συνήθεια νά κοιμᾶται
μόνο κατά διαστήματα. Τοῦ ἔμενε πολύς
χρόνος γιά τήν προσευχή κατ’ ἰδίαν καί
προσευχόταν ἀδιαλείπτως, μεταβάλλοντας
κατά τήν περίσταση τόν τύπο τῆς προσευχῆς,
ἰδιαίτερα ὅμως προσευχόταν ἐκτενέστερα
τήν νύκτα. Τότε ἐδεόταν γιά ζωντανούς
καί πεθαμένους, γιά φίλους καί ἐχθρούς,
γιά ὅλους. Τί σκεφτόταν, τί αἰσθανόταν,
τί ἔλεγε στόν Θεό στίς μακρινές νύκτες
στήν προσευχή του γιά τόν κόσμο; Ἔχουμε
παραδείγματα ἀπό τέτοιες προσευχές σέ
σημειώσεις τοῦ Γέροντα. Μ’ αὐτά μποροῦμε
νά διεισδύσουμε μέχρι ἑνός σημείου στό
μυστήριο τῆς ψυχῆς τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου».
Ἄν δώσει ὁ Θεός καί φτάσουμε
στά κείμενα, ἐκεῖ θά δοῦμε ὅτι
συμπλέκεται τό κείμενο τοῦ ἁγίου, οἱ
σημειώσεις του, μέ προσευχές. Ἐκεῖ πού
γράφει ἕνα κείμενο, γράφει μιά προσευχή.
«Οἱ
λέξεις αὐτῶν τῶν προσευχῶν προφέρονται
ἀργά ἡ μία μετά τήν ἄλλη. Κάθε λέξη
συναρπάζει δυνατά ὅλο τό εἶναι τοῦ
ἀνθρώπου. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνεται
«ἐν ἑνί», συγκεντρώνεται ἀκόμα καί
σωματικά». Κλείνει ὁ
ἄνθρωπος τόν νοῦ του καί ὅλη του τήν
ὕπαρξη μέσα στήν προσευχή. «Ἡ
ἀναπνοή ἀλλάζει, ἀναχαιτίζεται ἤ,
καλύτερα, συστέλλεται, γιά νά μήν
ἐμποδίζει μέ τήν «τόλμη» της τήν ὁρμή
καί τήν συγκέντρωση τοῦ πνεύματος».
Ὅπως μᾶς ἔχουν διδάξει
οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν λέμε τήν νοερά
προσευχή βοηθάει πολύ ἕνα μικρό κράτημα
τῆς ἀναπνοῆς. Αὐτό λέει ἐδῶ καί ὁ π.
Σωφρόνιος. «Ὅλος ὁ νοῦς,
ὅλη ἡ καρδιά, ὅλο τό σῶμα μέχρι ὀστῶν
καί μυελῶν, τό πᾶν συνενώνεται στό ἴδιο
σημεῖο. Ὁ νοῦς σκέφτεται ἀοράτως τόν
κόσμο. Ἡ καρδιά ζεῖ ἀοράτως τό πάθος
τοῦ κόσμου, καί μέσα στήν ἴδια τήν
καρδιά τό πάθος φτάνει στό ἔσχατο ὅριο».
Τί θά πεῖ «Ὁ νοῦς σκέφτεται
ἀοράτως»; Δηλαδή χωρίς νά φτιάχνει
εἰκόνες, φαντασίες. Δέν ἐπιτρέπεται,
κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅταν
προσευχόμαστε νά ἔχουμε φαντασίες καί
πολύ περισσότερο φαντασίες κοσμικές.
Ὅμως μποροῦμε μέ τόν νοῦ νά σκεφτόμαστε
-χωρίς εἰκόνες ξαναλέω- καί μέ τήν καρδιά
νά ξαναζοῦμε αὐτόν τόν πόνο, τόν
παγκόσμιο πόνο πού ὑπάρχει στούς
ἀνθρώπους. «Ἡ καρδιά, ἤ
μᾶλλον ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη κατέρχεται
ἀπό δάκρυα, καταβυθίζεται στόν θρῆνο.
Δέν εἶχαν πολλά λόγια οἰ προσευχές τοῦ
Γέροντα, ἀλλά διαρκοῦσαν πολλές ὧρες.
Συχνά
ἡ προσευχή τελεῖται χωρίς λόγια· ὁ
νοῦς σέ μιά ἰδιαίτερη κατάσταση νοεῖ
τά πάντα συγχρόνως». Εἶναι
ἕνα μυστήριο καί ὁ ἄνθρωπος καί ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου, πῶς νοεῖ συγχρόνως τά
πάντα! «Ὁ νοῦς σέ μιά
ἰδιαίτερη κατάσταση νοεῖ τά πάντα
συγχρόνως. Ἡ ψυχή δύναται τότε νά χάσει
κάθε στιγμή τήν ἀντίληψη τοῦ κόσμου
καί τήν αἴσθηση τοῦ σώματος». Γίνεται
κάτι σάν ἔκσταση, ὅπως λέγανε οἱ ἀρχαῖοι
φιλόσοφοι, χωρίς ὅμως ὁ νοῦς νά βγαίνει
ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή νά ἀνεβαίνει
στόν Θεό. «Ὁ νοῦς παύει νά
νοεῖ μέ ξεχωριστές ἔννοιες. Τότε τό
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ ἤρεμη
ἔκπληξη νά βλέπει ἀοράτως μόνο τόν
Θεό», γιατί πλέον ὅταν
κανείς εἶναι μπροστά στόν Θεό δέν
ὑπάρχουν νοήματα καί ρήματα, λόγια. Γι’
αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν
εἶπε πώς ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ,
λέει «ἤκουσα ἄῤῥητα ῥήματα» (Β΄Κορ.
12,4), δέν μπορῶ νά πῶ τί ἄκουσα.
«Ὅταν
ὁ νοῦς εἶναι ὅλος στόν Θεό, τότε
ξεχνιέται τελείως ὁ κόσμος», ἔλεγε ὁ
Γέροντας. Κάθε φορά, ὅμως, πού γιά ἄγνωστη
αἰτία τερματίζεται αὐτή ἡ παραμονή
κοντά στόν Θεό, τότε ἡ ψυχή παύει νά
προσεύχεται· ἀλλά εἰρηνεύει, γεμάτη
ἀγάπη καί βαθιά ἀνάπαυση, ἐνῶ συνάμα
διακατέχεται ἀπό μιά λεπτή λύπη γιατί
ἀπομακρύνθηκε ὁ Κύριος, ἐνῶ ἡ ψυχή
ποθεῖ νά μένει αἰωνίως κοντά Του». Αὐτή
εἶναι ἡ κατάσταση τῆς θεώσεως. Δέν
μπορεῖ κανείς νά παραμείνει συνεχῶς
σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἀλλά ὅσο τοῦ
δώσει ὁ Θεός. Μετά ξαναγυρνάει στήν
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί λέει ὁ
Ἅγιος, ὅτι ἀμέσως μετά ζεῖ μία κατάσταση
ὅπου βιώνει τό ὑπόλειμμα τῆς θεωρίας
τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ψυχή ζεῖ τότε
τό ὑπόλειμμα τῆς θείας θεωρίας».
Ἄς
πᾶμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στό τρίτο
κεφάλαιο, πού λέει «Ἡ μορφή
τοῦ Γέροντα».
«Ἐμεῖς
γνωρίσαμε τόν Γέροντα σ’ αὐτή τήν
περίοδο τῆς ζωῆς του. Οἱ μακροί χρόνοι
τῆς τιτάνιας μάχης μέ τά πάθη εἶχαν
περάσει». Ὁ π. Σωφρόνιος
τόν γνώρισε, ὅταν πλέον εἶχε νικήσει
τά πάθη καί ἦταν σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
«Πνευματικά τότε ἦταν
ἀληθινά μεγάλος. Ἀφοῦ μαθήτευσε στά
μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί καθοδηγήθηκε
ἄνωθεν στόν πνευματικό ἀγῶνα, ἀνέβαινε
πλέον μέ σταθερό βῆμα στήν ἀπάθεια.
Ἐξωτερικά
ὁ Γέροντας ἦταν πολύ ἁπλός. Στό ἀνάστημα
ἦταν ψηλότερος ἀπό τοῦ μέσου ἀνδρός,
ἀλλά ὄχι καί γίγαντας. Τό σῶμα του δέν
ἦταν οὔτε ἴσχνό οὔτε παχύσαρκο.
Ρωμαλαῖος κορμός, ἰσχυρός λαιμός, πόδια
δυνατά, συμμετρικά πρός τόν κορμό μέ
μεγάλα πέλματα, χέρια ἐργάτη στιβαρά,
μέ μεγάλες παλάμες καί ἀνάλογα δάκτυλα·
τό πρόσωπο καί τό κεφάλι ἦταν πολύ
ἁρμονικά. Ὡραῖο, στρογγυλό μέτωπο,
μόλις μεγαλύτερο ἀπό τό μῆκος τῆς
μύτης. Τό κάτω σαγόνι ἔντονο, δυνατό
καί ἀποφασιστικό, ἀλλά χωρίς αἰσθησιασμό
καί σκληρότητα». Ὁ π.
Σωφρόνιος εἶναι ζωγράφος καί ἁγιογράφος,
γι’ αὐτό τόν περιγράφει τόσο ὡραῖα.
«Μάτια σκουρόχρωμα, ὄχι μεγάλα, βλέμμα
ἐπιεικές, προσεκτικό, διορατικό, πολλές
φορές κουρασμένο ἀπό τήν πολλή ἀγρυπνία
καί τά δάκρυα. Γένια μεγάλα, δασιά, τά
μισά σταχτόχρωμα. Φρύδια χαμηλά, εὐθυτενή.
Τά μαλλιά μαῦρα μέχρι τά γηρατειά,
μᾶλλον πυκνά. Τόν φωτογράφησαν μερικές
φορές, ἀλλά πάντα χωρίς ἐπιτυχία, γιατί
ἀποτυπώνονταν σκληρά τά ἰσχυρά, ἀνδρεῖα
χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, ἐνῶ
στήν πραγματικότητα εἶχε ὄψη πράη,
συμπαθητική, μέ γαλήνιο βλέμμα. Τό
πρόσωπο ὠχρό ἀπό τόν λίγο ὕπνο καί τήν
πολλή νηστεία, συχνά γεμάτο κατάνυξη,
ἀλλά ποτέ τραχύ.
Ἔτσι
ἦταν συνήθως. Καμιά φορά ὅμως
μεταμορφωνόταν καί γινόταν ἀγνώριστος.
Τό χλωμό, καθαρό πρόσωπό του μέ τήν
ἰδιαίτερη φωτισμένη ἐκείνη ἔκφραση,
γινόταν τόσο καταπληκτικό, πού δέν
μποροῦσες νά τόν ἀτενίσεις. Ἀκουσίως
ἐρχόταν στόν νοῦ σου ἡ Ἁγία Γραφή πού
λέγει πώς ἐξαιτίας τῆς λάμψης τοῦ
προσώπου τοῦ Μωϋσῆ ὁ λαός φοβόταν νά
τόν πλησιάσει», ὅταν
ἀνέβαινε σέ κατάσταση θεωρίας καί
θεώσεως.
«Ἡ
ζωή του ἦταν μετρίως αὐστηρή, μέ τέλεια
ἀδιαφορία γιά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση
καί μεγάλη ἀφροντισιά γιά τό σῶμα.
Ντυνόταν μέ χονδροφτιαγμένα ροῦχα σάν
τούς ἐργάτες μοναχούς καί φοροῦσε
πολλά ἐνδύματα, ἀκόμα καί τό καλοκαίρι,
γιατί τήν ἐποχή πού ἔδειχνε τέλεια
ἀδιαφορία γιά τό σῶμα ἀρρώσταινε συχνά
καί ὑπέφερε ἀπό ρευματισμούς. Κατά τήν
διαμονή του στό Παλαιό Ρωσικό», εἶναι
ἕνα μοναστήρι πιό πάνω ἀπό τό γνωστό
ρωσικό μοναστήρι στήν παραλία,
«ἔπαθε ψύξη στό κεφάλι καί μαρτυρικοί
κεφαλόπονοι τόν ἀνάγκαζαν νά μένει
πολλές φορές ξαπλωμένος στό κρεβάτι.
Ἐκείνη τήν ἐποχή, γιά νά ἔχει μεγαλύτερη
ἀπομόνωση, περνοῦσε τίς νύκτες ἔξω
ἀπό τά τείχη τῆς κυρίως Μονῆς, στή
γωνία μιᾶς μεγάλης ἀποθήκης τροφίμων,
τῆς ὁποίας εἶχε τήν διαχείριση.
Αὐτό
ἦταν τό ἁπλό καί ταπεινό ἐξωτερικό
αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά νά μιλήσουμε
γιά τόν χαρακτήρα καί τήν ἐσωτερική
του μορφή εἶναι «καί πρόβλημα γιά τήν
διήγηση».
Στά
χρόνια ἐκεῖνα, πού μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία
νά τόν παρακολουθήσουμε, παρουσίαζε
μιά ἐξαιρετική ἁρμονία τῶν ψυχικῶν
καί σωματικῶν δυνάμεων.
Ἦταν
ὀλιγογράμματος. Μικρός, πῆγε μόνο δύο
χειμῶνες στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του
ἀλλά μέ τήν συνεχή ἀνάγνωση καί ἀκρόαση
στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί
τῶν μεγάλων συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων
Πατέρων ἀναπτύχθηκε πολύ καί, σέ ὅ,τι
σχετιζόταν μέ τήν πνευματική ἀσκητική
ζωή, ἔδιδε τήν ἐντύπωση ἐγγραμμάτου
ἀνθρώπου. Εἶχε ἀπό φυσικοῦ ζωντανό
καί ἔξυπνο μυαλό καί ἡ μακρά ἐμπειρία
τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, τῆς ἐσωτερικῆς
νοερᾶς προσευχῆς, τῶν ἐξαιρετικῶν
δοκιμασιῶν ἀλλά καί τῶν ἐξαιρετικῶν
θείων ἐπισκέψεων τόν ἔκαναν σοφό καί
ὀξυδερκή περισσότερο ἀπό τό συνηθισμένο.
Ὁ
Γέροντας Σιλουανός εἶχε ἀληθινά τρυφερή
καρδιά, εὐαίσθητη στήν ἀγάπη, μέ σπάνια
λεπτότητα καί συμπόνοια στήν θλίψη καί
στόν πόνο, χωρίς ὅμως οὔτε ἴχνος
ἀρρωστημένης συναισθηματικότητας. Τό
ἀδιάκοπο βαθύ πνευματικό πένθος ποτέ
δέν μεταβαλλόταν σέ συναισθηματικά
κλαυθμηρίσματα καί ἡ ἀκοίμητη ἐσωτερική
ἔνταση δέν εἶχε οὔτε σκιά νευρικότητας.
Ἀξιοθαύμαστη
εἶναι καί ἡ μεγάλη σωφροσύνη αὐτοῦ
τοῦ μεγαλόσωμου καί δυνατοῦ ἄνδρα.
Φύλαγε τόσο πολύ τόν ἑαυτό του, ἀκόμα
καί ἀπό κάθε λογισμό πού θά δυσαρεστοῦσε
τόν Θεό. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως ἡ συμπεριφορά
καί οἱ σχέσεις του μέ ὅλους τούς
ἀνθρώπους ἦταν ἐντελῶς ἐλεύθερες
καί φυσικές, μέ ἀγάπη καί ἁπλότητα,
ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέση καί τήν διαγωγή
τους. Μέσα του δέν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος
ἀποστροφῆς, ἀκόμα καί γιά ἀνθρώπους
μέ ρυπαρή ζωή, στό βάθος τῆς ψυχῆς του
ὅμως θλιβόταν γιά τίς πτώσεις τους,
ὅπως λυπᾶται ἡ μητέρα καί ὁ πατέρας
γιά τίς ἀποτυχίες τῶν ἀγαπημένων τους
παιδιῶν.
Δεχόταν
καί ὑπέμενε τούς πειρασμούς μέ μεγάλη
ἀνδρεία. Ἦταν ἄνθρωπος τελείως ἄφοβος
καί ἐλεύθερος, χωρίς ὅμως καμία
θρασύτητα. Ἄφοβος, ἀλλά ζοῦσε μέ φόβο
Θεοῦ. Φοβόταν πραγματικά νά μήν Τόν
λυπήσει, ἔστω καί μ’ ἕναν κακό λογισμό.
Κοντά στή μεγάλη ἀνδρεία, εἶχε συγχρόνως
καί ἐξαιρετική πραότητα· συνδυασμός
σπάνιος μέ ἀσυνήθιστη ὀμορφιά.
Ὁ
Γέροντας εἶχε βαθιά, γνήσια ταπείνωση
καί ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί ἔναντι τῶν
ἀνθρώπων. Τοῦ ἄρεσε νά δίνει τό
προβάδισμα στούς ἄλλους», ἦταν
πραγματικά ταπεινός, «νά
εἶναι κατώτερος, νά χαιρετᾶ πρῶτος,
νά παίρνει εὐλογία ἀπό τούς κληρικούς,
κυρίως ἀπό τούς ἐπισκόπους καί τόν
ἡγούμενο, καί ὅλα αὐτά χωρίς καμία
ἀνθρωπαρέσκεια ἤ κολακεία. Τιμοῦσε
εἰλικρινῶς ὅσους εἶχαν ἀξίωμα ἤ θέση
καί τούς μορφωμένους, ποτέ ὅμως δέν
εἶχε μέσα του αἴσθημα φθόνου ἤ
κατωτερότητας, ἴσως γιατί ἤξερε
οὐσιαστικά πόσο ἐφήμερα εἶναι κάθε
κοσμική θέση, ἐξουσία, πλοῦτος, ἤ ἀκόμα
καί ἐπιστημονική γνώση. Ἤξερε πόσο
πολύ ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν λαό του καί ἡ
ἀγάπη του γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον
τόν ἔκανε νά τιμᾶ καί νά σέβεται κάθε
ἄνθρωπο».
Ταῖς
αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ
Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης