Νά
συνεχίσουμε σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ
τήν Προκατήχηση στούς Φωτιζομένους,
τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων καί
νά δοῦμε τό 6ο
μέρος. Λέει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Κύριλλος
ἀπευθυνόμενος στούς Φωτιζόμενους:
«Βλέπε μοι πηλίκην [σοι] ἀξίαν ὁ Ἰησοῦς
χαρίζεται». Πρόσεξε, λέει,
σέ παρακαλῶ, νά δεῖς, πόσο μεγάλη ἀξία
σοῦ χαρίζει ὁ Ἰησοῦς. «Κατηχούμενος
ἐλέγου, ἔξωθεν περιηχούμενος».
Ὁνομαζόσουν ἀπό πρίν
Κατηχούμενος καί ἄκουγες πράγματα ἀπ’
ἔξω, πού δέν τά καταλάβαινες, τί θά πεῖ
Κατηχούμενος, πράγματα γιά τήν πίστη
κ.λ.π.
Εἴπαμε
ὅτι Κατηχούμενοι ἦταν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν ἑλκυστεῖ ἀπό τό ἱεραποστολικό
κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν
ἐκδηλώσει τήν σαφή ἀπόφασή τους νά
γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν
ἀποφασίσει δηλαδή νά βαφτιστοῦν. Ἦταν
ἰδιαίτερη τάξη στήν Ἐκκλησία οἱ
Κατηχούμενοι καί παρακολουθοῦσαν,
ἐκτός ἀπό εἰδικές ἐξαιρέσεις, γιά
τρία χρόνια τήν διδασκαλία τῆς πίστεως
καί ἐν μέρει τίς λατρευτικές συνάξεις
τῶν πιστῶν. Ὄχι ὁλόκληρη, ἀλλά ἕνα
μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας μέχρι τοῦ
σημείου πρίν ἀπό τό Πιστεύω, μέχρι ἐκεῖ
πού λέμε «ὅσοι κατηχούμενοι, προέλθετε·
οἱ κατηχούμενοι, προέλθετε». Ἔφευγαν
λίγο πρίν ποῦμε τό Χερουβικό. Ὅποιος
ἐνδιαφερόταν νά μπεῖ σ’ αὐτές τίς
τάξεις τῶν Κατηχουμένων, ἀναζητοῦσε
πρῶτα ἕναν πιστό, ἕναν ἄνθρωπο δηλαδή
βαφτισμένο, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάμβανε
τήν εὐθύνη τῶν ἀπαιτούμενων σχετικῶν
διατυπώσεων. Τό πρόσωπο αὐτό
ἦταν ἐκεῖνο πού δίδασκε τή χριστιανική
πίστη στόν ὑποψήφιο, τοῦ μιλοῦσε δηλαδή
γιά τόν Χριστό. Συνήθως αὐτός ἀναλάμβανε
καί τήν εὐθύνη.
Στή
συνέχεια αὐτός ὁ Κατηχούμενος ὁδηγεῖτο
ἀπό τόν πιστό στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ
ἐξεταζόταν ἀπό τούς τεταγμένους
κληρικούς, δηλαδή αὐτούς πού εἶχαν
αὐτόν τόν ρόλο, πρῶτα-πρῶτα στό θέμα
τῆς ἐλευθερίας του. Τότε ὑπῆρχε ἡ
τάξη τῶν δούλων. Ἄν αὐτός πού ἤθελε
νά βαφτιστεῖ ἦταν δοῦλος, διευκρινιζόταν,
τόν ρωτοῦσαν δηλαδή, ἄν ὁ κύριός του
ἦταν πιστός καί κατά πόσο συμφωνοῦσε
νά κατηχηθεῖ. Ἄν ὁ κύριός του ἦταν
ἄπιστος, δέν ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συναίνεσή
του, γιατί, ἄν ἦταν ἄπιστος, πιθανῶς νά
μήν ἤθελε νά γίνει πιστός ὁ δοῦλος
του. Δέν τόν ρωτοῦσαν. Ἄν, ὅμως, ἦταν
πιστός ὁ κύριος διευκρινιζόταν γιά
ποιό λόγο ἤθελε ἤ δέν ἤθελε νά γίνει
καί ὁ δοῦλος του Κατηχούμενος.
Στή
συνέχεια ἐρευνοῦσαν τήν οἰκογενειακή
κατάσταση. Ἄν ἦταν ἔγγαμος, ἔπρεπε
ὁπωσδήποτε νά ἔχει μιά μόνο γυναίκα.
Δέν μποροῦσε νά ἔχει πολλές γυναῖκες
καί νά θέλει νά βαφτιστεῖ. Ἄν ἦταν
ἄγαμος, ἔπρεπε νά ζεῖ σώφρονα ζωή. Δέν
μποροῦσε νά ἔχει ἐλεύθερη σχέση, ὅπως
λένε σήμερα, νά συζεῖ μέ κάποια γυναίκα.
Νά μή ζεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά νά νυμφεύεται
κατά νόμο ἤ νά ἀκολουθεῖ τή ζωή τῆς
παρθενίας. Ἦταν ἀναγκαία προϋπόθεση
αὐτή, γιά νά γραφτεῖ στούς καταλόγους
τῶν Κατηχουμένων.
Ἀπό
τήν πρώτη στιγμή, λοιπόν, φαίνεται ἡ
μετάνοια. Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν θέλει
νά ἀφήσει τήν παράνομη σχέση, φυσικά
δέν μπορεῖ νά ἐνταχθεῖ στήν Ἐκκλησία,
γιατί ἀκριβῶς δέν μετανοεῖ. Καί σήμερα,
δυστυχῶς, πού αὐτά τά πράγματα τά ἔχουμε
περάσει στά πολύ «ψιλά» ἐνδεχομένως
στή ζωή μας, κάνουμε πράγματα ἄτοπα. Νά
σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα; Ἕνας ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἔχει κάνει πολιτικό γάμο,
γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τόν Θεό δέν
εἶναι ἔγγαμος, εἶναι ἄγαμος. Καί ὄχι
μόνο εἶναι ἄγαμος, εἶναι καί πόρνος.
Κάνει μία ἐπίσημη πορνεία μέ τή σφραγίδα
τῆς Πολιτείας. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν
μπορεῖ νά γίνει ἀνάδοχος, ὅταν ἡ ζωή
του εἶναι κραυγαλέα ἀντίθετη μέ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἐπιτρέπεται νά
γίνει ἀνάδοχος, νά γίνει νονός δηλαδή.
Γιατί τί θά διδάξει στόν ὑποψήφιο πιστό;
Βέβαια τότε εἶναι νήπιο, ἀλλά μετά θά
γίνει μεγάλος ἄνθρωπος. Οὔτε μπορεῖ
νά γίνει κουμπάρος σ’ ἕναν γάμο. Τί νά
παντρέψει;.. Πῶς νά ὁδηγήσει τούς δύο
αὐτούς ἀνθρώπους εἰς γάμου κοινωνία,
ὅπου θά πρέπει ἐκεῖ μέσα νά φυλάξουνε
πίστη ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί νά ἔχουνε
ζωή σώφρονα κ.λ.π. ὅταν ὁ ἴδιος δέν ζεῖ
ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ὁπότε, ἄν ἀκούσετε ὅτι ὁ τάδε παπάς
εἶναι πολύ αὐστηρός, γιατί δέν ἄφησε
τόν κύριο ἤ τήν κυρία τάδε νά παντρέψει
ἤ νά γίνει ἀνάδοχος, δέν εἶναι καθόλου
αὐστηρός. Βλέπετε στήν πρώτη Ἐκκλησία
πῶς λειτουργούσαμε; Καί εἶναι τό
αὐτονόητο. Πῶς μπορεῖς νά βάλεις τόν
λύκο νά φυλάξει τά πρόβατα;.. Δέν μπορεῖς,
λοιπόν, ὅταν ἔχεις κάνει πολιτικό γάμο
ἤ ἔχεις ἐλεύθερη σχέση - πορνεύεις, νά
γίνεις νονός οὔτε κουμπάρος, γιατί
διαψεύδεις μέ τή ζωή σου τόν Θεό,
βλασφημεῖς τόν Θεό. Ἔ, τί νά πᾶς νά
γίνεις μάρτυρας μετά μπροστά στόν Θεό
ὅτι θά κατηχήσεις τόν τάδε, τήν τάδε ἤ
θά τόν ὁδηγήσεις σωστά στόν γάμο; Ἀφοῦ
μέ τή ζωή σου δέν συμφωνεῖς μ’ αὐτά
πού λέει ὁ Θεός. Βλέπετε πῶς αὐτά πού
μελετᾶμε ἔχουν προεκτάσεις στήν
σημερινή πραγματικότητα καί μᾶς ὁδηγοῦνε
μέ πολύ ἀσφάλεια στήν ἀλήθεια.
Ἐρευνοῦσαν,
λοιπόν, τήν οἰκογενειακή του
κατάσταση. Κι ἄν μέν μέχρι τότε ζοῦσε
παρανόμως, ἤ θά ἔκανε κανονικό γάμο
σύμφωνα μέ τόν νόμο ἤ θά ζοῦσε παρθενικά,
θά σταματοῦσε νά ἔχει αὐτές τίς
παράνομες σχέσεις.
Ἄν
διακατεχόταν ἀπό πονηρό πνεῦμα, ἦταν
δαιμονισμένος δηλαδή, ἀπαγορευόταν νά
λαμβάνει μέρος στίς Κατηχήσεις, μέχρι
νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό τελείως. Νά
καί κάτι ἄλλο. Δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά
πηγαίνει στίς Κατηχήσεις. Γιατί; Εἶναι
αὐτονόητο, γιατί θά ἀναστάτωνε ὅλους
τούς ἄλλους.
Τέλος,
ἐξεταζόταν ὁ ὑποψήφιος ἀπό πλευρᾶς
ἐπαγγελματικῆς, μέ τί ἐπάγγελμα
ἀσχολεῖτο καί ποιό ἦταν τό ἦθος του.
Ἄν ἡ ἐργασία του συμπεριλαμβανόταν
στά ἐπαγγέλματα πού ἀπαγόρευε ἡ
Ἐκκλησία, π.χ. ἄν ἦταν γλύπτης καί
ἔφτιαχνε εἴδωλα.. τά πουλοῦσε καί
ἔβγαζε τό ψωμί του... Ἔ, δέν μπορεῖς
κύριε νά φτιάχνεις εἴδωλα καί νά θέλεις
νά γίνεις χριστιανός! Θά ἔπρεπε νά
σταματήσει νά φτιάχνει εἴδωλα, νά
ἐγκαταλείψει αὐτή τήν ἐργασία, γιά νά
μπορέσει νά γραφτεῖ στούς καταλόγους
τῶν Κατηχουμένων. Καί ἄλλα ἐπαγγέλματα
πού ὑπῆρχαν τότε, ὅπως τό ἐπάγγελμα
τοῦ μίμου, τοῦ ἠθοποιοῦ, τοῦ τραγουδιστή,
ὅλα αὐτά πού ἦταν συνδεδεμένα μέ τήν
ἀνηθικότητα κ.λ.π. Τό ἴδιο θά ἔπρεπε
νά ἰσχύει καί σήμερα. Τά περνᾶμε στά
ψιλά ὅλα αὐτά καί λέει ὁ ἄλλος, ἐγώ
τό ψωμί μου βγάζω, δέν μέ ἐνδιαφέρει…
Πῶς δέν σέ ἐνδιαφέρει; Ὅταν προάγεις
τήν ἀνηθικότητα, τό ψωμί σου βγάζεις
μόνο ἤ διαστρέφεις καί τούς ἄλλους καί
τούς ρίχνεις στήν κόλαση; Δέν ἔχεις
εὐθύνη γι’ αὐτό;
Βλέπουμε
λοιπόν πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφερόταν
γιά τή σύνολη ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι
ἁπλῶς γιά τό τυπικό μέρος. Ἔχουμε ἕναν
ἄνθρωπο νά τόν γράψουμε στούς καταλόγους
μας καί προχωρᾶμε… Ὄχι, νά κάνουμε τό
οὐσιαστικό. Καί τό οὐσιαστικό εἶναι
ἡ μετάνοια, ἡ ἀνακαίνιση, ἡ ὁλοκληρωτική
ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας καί ἡ ἔνταξη κάθε
ἐπιμέρους ἐνέργειάς μας μέσα στό ἐν
Χριστῷ εἶναι καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὅλη μας ἡ ζωή νά εἶναι σύμφωνη μέ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχουν, ἄς
ποῦμε, ὧρες τοῦ Θεοῦ καί ὧρες μή τοῦ
Θεοῦ… ὧρες πού εἴμαστε ὅπως πρέπει
μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στή Λειτουργία
καί ὧρες πού μπορεῖ νά εἴμαστε καί
κάπως ἀλλιῶς, ἐκτός Ἐκκλησίας. Ὧρες
πού θά φορέσουμε τά καλά καί σεμνά μας
ροῦχα καί ὧρες πού θά εἴμαστε ξετσίπωτοι.
Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Δυστυχῶς, αὐτή
ἡ ἀντίληψη ἔχει περάσει καί σέ μᾶς
πού λεγόμαστε χριστιανοί. Καί λέει ἡ
γυναίκα στήν ἐκκλησία ἐντάξει, ἀλλά
ἔξω μποροῦμε νά φορέσουμε παντελόνι.
Γιατί ἔξω δέν εἶναι ὁ Θεός; Ἔξω δέν
κάνουμε Θεία Λειτουργία; Ὅλη μας ἡ ζωή
δέν πρέπει νά εἶναι Θεία Λειτουργία;
Πρέπει. Ὅπως στέκεσαι μέσα στήν ἐκκλησία,
ὅπως εἶσαι ντυμένος μέσα στήν ἐκκλησία,
ὅπως φέρεσαι μέσα στήν ἐκκλησία, ἔτσι
πρέπει νά εἶσαι σ’ ὅλη σου τή ζωή.
Βρίζεις; Βλασφημεῖς μέσα στήν ἐκκλησία;
Δέν τολμᾶς. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνεις
καί ἔξω κ.λ.π.
Σέ
ἀξίωσε λοιπόν ὁ Θεός νά ὀνομαστεῖς
Κατηχούμενος καί νά ἀκοῦς πράγματα
πού πρίν δέν καταλάβαινες. «Ἀκούων
ἐλπίδα καί μή εἰδώς».
Ἄκουγες γιά ἐλπίδα καί δέν ἤξερες τί
εἶναι αὐτό τό πράγμα, γιά ποιά ἐλπίδα
μιλᾶνε αὐτοί οἱ χριστιανοί. «Οὐκ
ἔτι περιηχῇ, ἀλλ' ἐνηχῇ». Τώρα
δέν ἀκοῦς ἀπ’ ἔξω, ἀλλά ἔρχεται ἀπό
μέσα σου, ἔρχεται ἀπό τό ἐσωτερικό,
ἀπό τό βάθος, γνωρίζεις τά πράγματα ἀπό
μέσα, εἶσαι πλέον σχεδόν μέσα στήν
Ἐκκλησία. Πρῶτα ἄκουγες γιά ἅγιες
Γραφές «μή εἰδώς τό βάθος»
καί δέν ἤξερες τό βάθος
τῶν Γραφῶν. Τώρα δέν εἶναι ἔτσι. «Ὅταν
ἀκούσῃς τά περί τῶν μυστηρίων γεγραμμένα,
τότε νοήσεις ἅ μή ᾔδεις».
Ὅταν ἀκούσεις αὐτά πού εἶναι γραμμένα
σχετικά μέ τά Μυστήρια, τότε θά ἐννοήσεις
αὐτά πού μέχρι σήμερα δέν ἤξερες καί
δέν καταλάβαινες. «Καί μή
νομίσῃς ὅτι μικρόν πρᾶγμα λαμβάνεις».
Μή νομίσεις ὅτι εἶναι
μικρό αὐτό τό πράγμα πού παίρνεις τώρα.
Γιατί τί παίρνεις μέ τό νά εἶσαι
Κατηχούμενος; Προσέξτε, εἶναι πολύ
σημαντικό. «Ἄνθρωπος ὤν
οἰκτρός», ἐνῶ
εἶσαι ἕνας ἀσήμαντος ἄνθρωπος, αὐτό
θά πεῖ οἰκτρός, «Θεοῦ
λαμβάνεις προσηγορίαν».
Ὀνομάζεσαι μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
παίρνεις τήν προσηγορία τοῦ Θεοῦ, τό
θεϊκό ὄνομα. Καί ποιό εἶναι τό θεϊκό
ὄνομα; Τό ὄνομα χριστιανός. Ὀνομάζεσαι
χριστιανός.
Ἀκριβῶς
ἐδῶ ὑπογραμμίζεται ἕνας κίνδυνος πού
ὑπάρχει στή ζωή τῶν χριστιανῶν, νά
ξεχάσουμε αὐτό τό ὄνομα. Οἱ χριστιανοί,
οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε δύο
ὀνόματα. Ἔχουμε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἤ
τῆς Ἁγίας μας, ἀλλά ἔχουμε κυρίως τό
ὄνομα χριστιανός καί αὐτό εἶναι τό
σπουδαιότερο ὄνομα, τό κύριό μας ὄνομα,
αὐτό πού μᾶς χαρακτηρίζει, καί μετά
εἴμαστε ὅ,τι ἄλλο. Ἐπίσης, δέν εἴμαστε
«κύριοι». Αὐτό μᾶς ἦρθε ἀπ’ τή Δύση,
κύριος τάδε, κυρία τάδε. Κύριος εἶπε ὁ
Χριστός μας νά εἶναι μόνο Αὐτός, «νά
μήν καλέσετε κύριο ἐπί τῆς γῆς» (πρβλ.
Ματθ. 23,9-10). Τό κάνουμε κι αὐτό παρανόμως.
Ἰδιαίτερη
σημασία ἔχει ἡ ὑπόμνηση τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου γιά μᾶς τούς σημερινούς
χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουμε
βαφτιστεῖ σέ μεγάλη ἡλικία καί δέν
μποροῦμε πάντα νά κάνουμε τίς ἀπαιτούμενες
συσχετίσεις τοῦ ὀνόματός μας ὡς
χριστιανῶν καί τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας δέν εἶναι
χριστιανική, δέν ἐπαληθεύει δηλαδή τό
ὄνομά μας ἡ ζωή μας. Αὐτά πού κάνουμε
δέν ἐπαληθεύουν τό ὄνομα χριστιανός,
μᾶλλον τό ἀντίθετο ἐπαληθεύουν. Γι’
αὐτό εἶναι ἕνας μεγάλος κίνδυνος γιά
μᾶς σήμερα. Ἐνῶ, ὅταν βαφτιζόντουσαν
παλιά σέ μεγάλη ἡλικία, αὐτές οἱ
συσχετίσεις ἦταν πολύ ἔντονες μέσα
στούς ἀνθρώπους. Ἔλεγαν, εἶμαι χριστιανός
τώρα, πρέπει νά προσέχω, πᾶνε ὅλες οἱ
σαρκικές ἁμαρτίες, οἱ ζήλιες, οἱ φθόνοι,
οἱ ὑπερηφάνειες, τά ἀπομάκρυναν ἀπό
τή ζωή τους καί ἦταν σέ συνεχή κοινωνία
μέ τόν Χριστό. Αὐτό σημαίνει χριστιανός.
Ὁ νοῦς μου νά εἶναι καρφωμένος,
προσηλωμένος στόν Θεό, στόν Χριστό. Γι’
αὐτό καί εἶχαν τήν γλωσσολαλιά οἱ πρῶτοι
χριστιανοί. Ὅλοι οἱ χριστιανοί! Ποιά
ἦταν ἡ γλωσσολαλιά; Ἦταν ἡ ἀδιάλειπτη
νοερά προσευχή. Ἦταν τό κατώτερο χάρισμα
καί ὅλοι προσηύχοντο ἀδιάλειπτα μέ τό
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με. Τό
εἴχανε πάρει στά πολύ σοβαρά τό πράγμα
καί ἔτσι πρέπει. Σήμερα, ἐπειδή
βαφτιζόμαστε βρέφοι, δέν ἔχουμε κάνει
αὐτές τίς συσχετίσεις καί πολλές φορές
ζοῦμε μιά ζωή κατ’ ἐπίφαση χριστιανική.
Φορᾶμε μία μάσκα καί τό παίζουμε
χριστιανοί, ἐνῶ δέν εἴμαστε καί δέν
λειτουργοῦμε πλέον ὡς πρόσωπα, ἀλλά
σάν προσωπεῖα φορώντας μάσκες. Αὐτό
εἶναι πού καταδίκασε ὁ Χριστός μας,
τήν ὑποκρισία. Εἴμαστε οἱ χριστιανοί
τῆς Κυριακῆς πολλές φορές καί ἐξαντλοῦμε
ὅλη τήν χριστιανικότητά μας μέ τίς δύο
ὧρες ἐκκλησιασμοῦ τήν Κυριακή καί ὅλη
ἡ ὑπόλοιπη ζωή μας δέν εἶναι χριστιανική.
Ὅσοι
ἤδη ἀπό τή βρεφική ἡλικία φέρουμε «τή
σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος», θά ἦταν σκόπιμο νά
καθρεφτίζουμε συχνά τήν ἰδιότητά μας
αὐτή στό πρότυπο τῶν χριστιανῶν πού
μᾶς διέσωσε ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή.
Εἶναι μιά θαυμάσια ἐπιστολή ἀπ’ τούς
πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ
-δέν ξέρουμε ποιός τήν ἔχει γράψει- ἡ
ὁποία περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι
ὁ χριστιανός. Θά τήν διαβάσουμε, γιατί
ἀξίζει πράγματι, γιά νά δοῦμε τί σημαίνει
χριστιανός καί πῶς ἐμεῖς σήμερα
ἐπαληθεύουμε αὐτό τό ὄνομα.
«Χριστιανοί
γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι
διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν
ἀνθρώπων». Οἱ χριστιανοί, λέει, δέν
διαφέρουν ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους,
οὔτε ὡς πρός τήν φωνή, οὔτε ὡς πρός τά
ἔθη, τίς συνήθειες, οὔτε ὡς πρός τή γῆ
πού κατοικοῦν. Δέν κατοικοῦν σέ κάποιο
ἰδιαίτερο τόπο οὔτε ἔχουν κάποια
ἰδιαίτερα ἔθιμα οὔτε κάποια ἰδιαίτερη
φωνή, κάποια γλώσσα. «Οὔτε γάρ πόλεις
ἰδίας κατοικοῦσιν». Οὔτε κατοικοῦν
σέ κάποια ἰδιαίτερη πόλη, νά ἔχουν
φτιάξει ἕνα γκέτο ἄς ποῦμε. «Οὔτε
διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένη χρῶνται».
Οὔτε χρησιμοποιοῦν κάποια ἰδιαίτερη
διάλεκτο, «οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν».
Οὔτε ζοῦνε μιά ζωή ἡ ὁποία εἶναι
παράταιρη, περίεργη, ἀσυνήθιστη.
«Κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε
καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη»,
ἐνῶ λοιπόν κατοικοῦν πόλεις ἑλληνικές
ἤ εἰδωλολατρικές καί βάρβαρες, ὅπου
ὁ καθένας ἔχει κληρωθεῖ, «καί τοῖς
ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἕν
τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ
βίῳ», καί ἀκολουθοῦνε τά συνήθη ὡς
πρός τήν τροφή, τό ἔνδυμα καί τά λοιπά
τοῦ βίου, «θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως
παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν
τῆς ἑαυτῶν πολιτείας», ὅμως παρόλα
αὐτά, φανερώνουν μιά θαυμαστή καί
ὁμολογουμένως παράδοξη κατάσταση τοῦ
τρόπου ζωῆς τους. Ἔχουν ἕναν διαφορετικό
τρόπο ζωῆς, μιά διαφορετική πολιτεία
– μέ τήν λέξη πολιτεία ἐννοεῖ τόν τρόπο
ζωῆς.
Ἐνῶ
κατοικοῦν μέ τού ἄλλους, ὅμως ἔχουν
κάτι ἄλλο. «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας,
ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι», κατοικοῦν ὁ καθένας
τήν πατρίδα του ἀλλά ὡς πάροικοι, ὡς
προσωρινοί, ὄχι ὡς μόνιμοι κάτοικοι,
γιατί ἀκριβῶς ἔχουν τόν νοῦ τους στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ξέρουν ὅτι εἶναι
ἐδῶ πέρα, ἀλλά δέν θά εἶναι γιά πάντα.
Αὐτό σημαίνει χριστιανός, ὅτι εἶμαι
μέ τή βαλίτσα στό χέρι θά λέγαμε, ἕτοιμος
κάθε στιγμή νά φύγω καί νά πάω στήν
πατρίδα μου, νά γυρίσω στόν Πατέρα, στόν
Θεό. Ὁπότε δέν φοβᾶμαι τόν θάνατο, τόν
περιμένω τόν θάνατο.
«Μετέχουσι
πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ᾿ ὑπομένουσιν
ὡς ξένοι». Ἐνῶ εἶναι πολίτες, ὅπως
καί οἱ ἄλλοι καί μετέχουν σέ ὅλα, ὅμως
ὅλα τά ζοῦνε σάν νά εἶναι ξένοι, δέν
κολλᾶνε σ’ αὐτά. Δέν ἐγκλωβίζονται
στά πράγματα τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ
ἀπατεῶνος, δέν ἀπορροφῶνται ἀπό αὐτά,
ἀπό τά κοσμικά καί ἄς εἶναι πολίτες
αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
«Πᾶσα
ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν». Κάθε ξένος
τόπος εἶναι γι’ αὐτούς πατρίδα. «Καί
πᾶσα πατρίς ξένη». Πολύ ὡραῖο αὐτό,
ἔτσι; Καί κάθε πατρίδα εἶναι ξένη, γιατί
ἡ ἀληθινή πατρίδα εἶναι ὁ οὐρανός.
Ὁπότε κι αὐτή ἡ ψεύτικη πού ζοῦνε καί
κατοικοῦνε εἶναι -τό ξέρουνε- προσωρινή,
εἶναι ξένη. Δέν εἶναι δική τους. Ὁπότε
οὔτε μάχονται οὔτε ἔχουν κληρονομικές
διαφορές καί διεκδικήσεις καί χίλια
δυό τέτοια πράγματα πού μᾶς τρῶνε
σήμερα τούς χριστιανούς. Γιατί; Γιατί
νομίζουμε πώς εἶναι δικά μας, ἐνῶ εἶναι
ξένα. Ὅλα εἶναι ξένα καί ὅλα θά τά
ἀφήσουμε κάποια στιγμή.
«Γαμοῦσιν
ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν, ἀλλ᾿ οὐ
ῥίπτουσι τά γεννώμενα». Παντρεύονται
ὅπως ὅλοι, κάνουν παιδιά, ἀλλά δέν τά
ρίπτουν, δέν κάνουν ἔκτρωση, δέν τά
σκοτώνουν ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες. Τά
σώζουν τά παιδιά τους. «Τράπεζα κοινήν
παρατίθενται, ἀλλ᾿ οὐ κοινήν». Τρῶνε
μαζί ὅλοι, ἀλλά ἡ τράπεζά τους δέν
εἶναι κοινή, δέν εἶναι μολυσμένη, εἶναι
ἁγιασμένη.
«Ἐν
σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατά σάρκα
ζῶσιν». Κι αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο. Ἐνῶ
εἶναι μέσα στή σάρκα, δηλαδή φορᾶνε
σῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν ζοῦνε
κατά σάρκα, δέν ἔχουνε ὑποτάξει τόν
νοῦ στή σάρκα, δέν ἔχουνε ὑποτάξει τό
πνεῦμα στό σῶμα. Δέν ζοῦνε κατά σάρκα
ἀλλά ζοῦνε κατά πνεῦμα. Πολύ σημαντικό
κι αὐτό. Δέν εἶναι ἄνθρωποι σαρκικοί
δηλαδή, παρόλο πού ἔχουνε σῶμα. Ζοῦνε
σάν νά μήν ἔχουν.
«Ἐπί
γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾿ ἐν οὐρανῷ
πολιτεύονται». Διατρίβουν στή γῆ,
περνᾶνε τόν χρόνο τῆς ζωῆς τους, ὅσο
ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός νά περάσουν στή γῆ,
ἀλλά τό πολίτευμά τους εἶναι στόν
οὐρανό. Δέν κολλᾶνε στά γήινα, σκέφτονται
τόν οὐρανό καί ὅσο ζοῦνε στή γῆ, ὁπότε
δέν ἐγκλωβίζονται στά σχήματα αὐτοῦ
τοῦ κόσμου οὔτε πάσχουν καί παθαίνουν
ἀπό τίς ἀλλαγές πού γίνονται συνεχῶς
στόν κόσμο αὐτό οὔτε ἀγχώνονται οὔτε
στενοχωριοῦνται. Μπορεῖ νά θλίβονται
ἐξωτερικά ἀπό τίς διάφορες δύσκολες
καταστάσεις, ἀλλά δέν στενοχωριοῦνται.
Τό λέει ὁ Ἀπόστολος «θλιβόμενοι ἀλλ᾿
οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Ἔχει
διαφορά τό ἕνα μέ τό ἄλλο. Μπορεῖ νά
θλιβόμαστε, ὅλοι θλιβόμαστε ἀπό τίς
δύσκολες καταστάσεις πού μᾶς ἐπιβάλλουν
οἱ ἄρχοντες, ὅπως λέει καί τό Εὐαγγέλιο
«οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου
κατακυριεύουσιν ὑμᾶς» (Ματθ. 20,25). Τούς
καταδυναστεύουν τούς ἀνθρώπους. Πάντοτε,
ὄχι μόνο σήμερα. Θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν
αὐτή τήν ἠλεκτρονική διδακτορία, μέ
τήν Κάρτα τοῦ Πολίτη. Ὅλα αὐτά πού
προωθοῦν εἶναι μιά καταδυνάστευση τῶν
πολιτῶν. Πάντα ἦταν ἔτσι. Θλιβόμαστε
ἀπό αὐτό ἀλλά δέν στενοχωριόμαστε.
Γιατί, ἐπιτέλους, ὅλα αὐτά θά τά ἀφήσουμε
κάποια στιγμή καί τό πολίτευμά μας εἶναι
στόν οὐρανό καί πίσω ἀπό ὅλους αὐτούς
εἶναι ὁ Θεός καί ξέρουμε ὅτι Αὐτός
εἶναι πού θά πεῖ τόν τελικό λόγο καί
θά κανονίσει τελικά ὅλα τά πράγματα.
Γι’ αὐτό δέν στενοχωριόμαστε, δέν
ἀγχωνόμαστε, δέν βουλιάζουμε μέσα στά
προβλήματα καί στίς θλίψεις.
Ὁ
κοσμικός ἄνθρωπος βουλιάζει καί χάνεται.
Θυμηθεῖτε τόν Ἀπόστολο Πέτρο. Ὅσο
ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω
στά κύματα. Ἔτσι εἶναι ὁ χριστιανός.
Ἡ ζωή αὐτή εἶναι ὅλο κύματα. Δέν ὑπάρχει
περίπτωση νά φτιάξουμε τή ζωή μας, ὅσο
τέλεια κι ἄν τήν ὀργανώσουμε. Καί
Γερμανοί νά εἴμαστε καί νά τά φτιάξουμε
ὅλα τέλεια, πάλι θά ἔχουμε προβλήματα.
Τό θέμα εἶναι, μπορεῖς νά περπατᾶς
πάνω στά προβλήματα καί νά μή σέ ἀγγίζουν;
Μπορεῖς. Αὐτό εἶναι τό θέμα. Μόνο ὅταν
βλέπεις τόν Χριστό, ὅπως ἔκανε ὁ
Ἀπόστολος Πἐτρος. Ὅταν ὅμως εἶδε τά
κύματα καί τόν ἀέρα πόσο δυνατός εἶναι,
βούλιαξε. Αὐτό παθαίνουμε κι ἐμεῖς.
Τότε εἶναι πού παύουμε νά εἴμαστε
χριστιανοί. Γιατί χριστιανός αὐτό
σημαίνει, βλέπω τόν Χριστό συνεχῶς,
ἀδιάλειπτα.
Ἑπομένως,
«ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾿ ἐν οὐρανῷ
πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις
νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι
τούς νόμους». Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο.
Πείθονται στούς νόμους, δέν εἶναι
παράνομοι, δέν εἶναι ἀναρχικοί, δέν
εἶναι ἀντάρτες. Πείθονται στούς νόμους
τῆς Πολιτείας, γιατί αὐτή τήν ἐντολή
ἔχουμε καί ἀπό τόν Θεό καί αὐτό τό
παράδειγμα δίδαξε καί ὁ Χριστός μας,
«νά ἀποδίδουμε τά Καίσαρος Καίσαρι καί
τά τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ (Ματθ. 22,21). Γιατί
καί οἱ νόμοι χρειάζονται. Καί ὁ
ἀστυνομικός καί ὁ ὁποιοσδήποτε
ἐντεταλμένος «οὐ μάτην τήν μάχαιραν
φορεῖ» (Ρωμ. 13,4). Δηλαδή τήν ἐξουσία τήν
ἔχει δώσει ὁ Θεός σ’ αὐτόν, γιά νά
μποροῦμε ὅλοι νά ζοῦμε ἐν ἡσυχία καί
νά λατρεύουμε τόν Θεό μέ ἡσυχία. Σκεφτεῖτε
νά μήν ὑπῆρχαν οἱ ἀστυνομικοί, νά μή
λειτουργοῦσε τό Κράτος. Νά βγαίνεις
ἀπ’ τό σπίτι σου καί νά μήν ξέρεις, ἄν
θά μπορέσεις νά γυρίσεις πίσω. Νά
περιμένουν χίλιοι δολοφόνοι ἀπ’ ἔξω
καί νά μήν ὑπάρχει κανείς νά τούς
σταματήσει. Εἶναι ζωή αὐτή; Γι’ αὐτό
ὁ Θεός ὅρισε νά ὑπάρχουν κι αὐτοί οἱ
ἄρχοντες οἱ ἐπίγειοι καί οἱ νόμοι.
Οἱ
νόμοι ὅμως δέν εἶναι καί πάντοτε
νόμιμοι. Εἶναι ἄνομοι νόμοι. Ὁ Θεός
μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά κάνουμε ὑπακοή
στούς νόμους, αὐτούς πού δέν εἶναι
ἀντίθετοι μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί
κάνουμε, γιά χάρη τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ. Καί ἐπειδή, εἴπαμε, δέν εἶναι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σωστοί, χρειάζεται
νά ὑπάρχει κι αὐτή -ἄς τό ποῦμε- ἡ
ἔννομη τάξη. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἀνθρώπινος
νόμος εἶναι ἀντίθετος μέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, ἐκεῖ πρέπει νά ποῦμε ὄχι, γιατί
ἐκεῖ ἰσχύει τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ
μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5,29). Ἀκριβῶς
αὐτό ἔκαναν καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί
καί δέν πήγαιναν νά θυσιάσουν στά
ἀγάλματα τῶν αὐτοκρατόρων. Ἦταν νόμος
τοῦ Κράτους αὐτός, νά πᾶνε νά προσφέρουν
θυσία στό ἄγαλμα τοῦ Αὐτοκράτορα,
γιατί ἐθεωρεῖτο Θεός ὁ Αὐτοκράτορας.
Αὐτό δέν τό κάνανε, παρόλο πού ἦταν
νόμος τοῦ Κράτους. Γι’ αὐτό καταδιώκονταν
οἱ χριστιανοί, ὡς παραβάτες τοῦ νόμου
τοῦ Κράτους, γιατί δέν πήγαιναν νά
κάνουν εἰδωλολατρία. Γιατί αὐτό εἶναι
εἰδωλολατρία φυσικά.
Πείθονται
λοιπόν στούς ὁρισμένους νόμους ἀλλά
«τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους»,
ἀλλά μέ τή ζωή τους νικοῦν τούς νόμους.
Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτό εἶναι πολύ
ὡραῖο. Μέ τή ζωή μας οἱ χριστιανοί ὄχι
ἁπλῶς τηροῦμε τούς νόμους, κάνουμε
παραπάνω ἀπό αὐτά πού λέει ὁ νόμος. Ὁ
νόμος λέει νά μήν σκοτώσεις, νά μήν
κλέψεις. Ὁ χριστιανός δίνει καί τή ζωή
του γιά τόν ἄλλον, ὄχι ἁπλῶς δέν παίρνει
τή ζωή ἀπό τόν ἄλλον. Δίνει καί τήν
περιουσία του στόν ἄλλον, ὄχι ἁπλῶς
δέν στερεῖ τήν περιουσία ἀπό τόν ἄλλον.
Νικᾶμε τούς νόμους μέ τή ζωή μας, γιατί
καί οἱ νόμοι κατά βάση, οἱ περισσότεροι
τουλάχιστον, στό στοιχειῶδες καλό
ἀποβλέπουν, στό νά συγκρατηθεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά μή γίνει ζωώδης, νά μή γίνει
κτηνώδης, νά μή γίνει πρόβλημα γιά τή
ζωή τοῦ ἄλλου, γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου
καί γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἀλλά
ὁ χριστιανός δέν μένει σ’ αὐτό. Αὐτό
εἶναι πολύ λίγο. Ὁ χριστιανός ὑπερβαίνει
τόν νόμο καί ἀνοίγεται στόν ἄλλον καί
γίνεται κατά κάποιο τρόπο ἕνας μικρός
θεός γιά τόν ἄλλον, τοῦ δίνει τά πάντα
καί μοιράζεται τά πάντα, φυσικά ἐκτός
ἁμαρτίας πάντοτε.
«Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων
διώκονται». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό,
γιατί εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ
χριστιανοῦ. Ὁ χριστιανός ἀγαπάει τούς
πάντες. Προσέξτε, τούς πάντες! Δέν ἀγαπάει
αὐτούς πού τόν ἀγαπᾶνε μόνο. Ἀγαπάει
κι αὐτούς πού εἶναι ἀδιάφοροι πρός
αὐτόν καί αὐτούς πού εἶναι ἐχθροί
πρός αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός.
Καί διώκεται ὑπό πάντων, ἕνα ἄλλο
χαρακτηριστικό. Ἄν δέν ἔχεις διωγμούς,
ἐκεῖ μπαίνει ἔνα ἐρωτηματικό... κατά
πόσο εἶσαι χριστιανός. Ὁ κανόνας εἶναι
νά διώκεσαι. Γιατί, ἀκριβῶς, ὁ χριστιανός
εἶναι ἕνας μικρός Χριστός καί ὁ Χριστός
ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε μέχρι πού
κοιμήθηκε ἦταν σέ συνεχή διωγμό. Ὁ
Ἡρώδης, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ συμπατριῶτες
του, οἱ Ρωμαῖοι, οἱ πάντες Τόν καταδίωκαν.
Συνεχῶς Τόν καταδίωκαν. Καί ὁ χριστιανός
ἀκριβῶς ἀκολουθεῖ αὐτό τόν δρόμο, σέ
πολύ μικρότερο βαθμό βέβαια, τοῦ
μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἕνας
μικρός μάρτυρας ὁ χριστιανός σήμερα,
ὅταν εἶναι χριστιανός. Θά πεῖτε: Ἐμεῖς
δέν τό ἔχουμε αὐτό.. Ξέρετε γιατί δέν
τό ἔχουμε; Γιατί δέν εἴμαστε χριστιανοί.
Εἴμαστε μόνο κατ’ ὄνομα. Κατά τά ἄλλα
κάνουμε συμβιβασμούς κάθε στιγμή.
Κάνουμε αὐτό πού λέμε πολιτική καί
εἴμαστε σάν τούς χαμαιλέοντες, παίρνουμε
τό χρῶμα τοῦ περιβάλλοντος. Ὁπότε,
γιατί νά μᾶς καταδιώξουνε;! Δέν ἔχουμε
πρόβλημα. Ἀπό τή στιγμή, ὅμως, πού θά
πεῖς νά κάνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά
δεῖς πώς θά σέ καταδιώξουν οἱ πάντες
καί θά σέ μισήσουν οἱ πάντες. Τό ἔχει
πεῖ ὁ Χριστός. Καί πρῶτοι-πρῶτοι οἱ
δικοί σου, οἱ «οἰκιακοί» σου. Ἀλλά
ἔχουμε γίνει πολύ νερόβραστοι καί λέει
ὁ ἄλλος «τί νά χαλάσω τήν οἰκογένειά
μου τώρα;». Χάλασέ τα μέ τόν Χριστό! Καί
δέν διστάζει... τό κάνει! Γιατί ὁ Χριστός
εἶναι ἀόρατος βέβαια καί δέν Τόν
πιστεύει. Τόν πιστεύει πάρα πολύ λίγο.
Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶπε «ἄν μέ ἀρνηθεῖτε
μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά σᾶς ἀρνηθῶ
καί ἐγώ μπροστά στόν Θεό» (πρβλ.
Ματθ. 10,32). Ἀλλά ἐπειδή ἡ πίστη μας εἶναι
πάρα πολύ μικρή, πάρα πολύ λίγη, οὔτε
κἄν περνάει αὐτό ἀπ’ τόν νοῦ μας.
Εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στό ἐδῶ καί
στό τώρα. Καί σοῦ λέει, τώρα ἐντάξει,
ἄστα αὐτά... νά ἔχω νά φάω, νά ἔχω τήν
οἰκογένειά μου καί δέν πειράζει.. Καί
βάζουμε στήν ἄκρη τήν συνείδηση, βάζουμε
στήν ἄκρη τόν Χριστό.
Ὁ
κανόνας, ὅμως, γιά τόν χριστιανό εἶναι
νά διώκεται. Θά ἔρθει σέ σύγκρουση μέ
τούς πάντες. Γιατί, δυστυχῶς, οἱ πάντες,
ἤ σχεδόν οἱ πάντες, παραβαίνουν τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θά πρέπει νά ἔρθει
σέ σύγκρουση. Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες πού
γιορτάζουμε αὔριο, καί μέ ποιόν δέν
ἦρθαν σέ σύγκρουση! Καί μέ τή βασίλισσα
καί μέ τόν βασιλιά -ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος- καί μέ τούς ἐπισκόπους,
μέ τούς πάντες. Καί στό τέλος πέθανε ἀπό
τόν διωγμό. Τόν σκότωσαν ἔμμεσα. Τόν
ἔστειλαν μιά ἐξορία μέ τά πόδια καί
στόν δρόμο ὁ ἄνθρωπος δέν ἄντεξε.
Ὅλους
τούς ἀγαποῦν λοιπόν καί ὑπό πάντων
διώκονται. Ὁπότε, μή μᾶς κάνει ἐντύπωση,
ὅταν ἔχουμε διωγμούς. Ἴσα-ἴσα νά
χαιρόμαστε, γιατί φαίνεται ὅτι κάπως
κι ἐμεῖς εἴμαστε ἀντάξιοι τοῦ ὀνόματος,
φερόμαστε, ζοῦμε ἀντάξια τοῦ ὀνόματός
μας. Εἴμαστε κάπως χριστιανοί.
«Ἀγνοοῦνται
καί κατακρίνονται», ἄλλο χαρακτηριστικό.
Ὁ κόσμος δηλαδή οὔτε ξέρει τί θά πεῖ
χριστιανός, ἀλλά καί ἀγνοεῖ τούς
χριστιανούς, τούς περνάει ἀπαρατήρητους,
δέν τούς δίνει σημασία πολλές φορές.
Τούς θεωρεῖ περιθωριακούς, μεσαιωνικούς,
ὀπισθοδρομικούς, καθυστερημένους
κ.λ.π. Ἀγνοούμαστε, ἀλλά δέν μᾶς πειράζει.
Καί
συγχρόνως κατακρίνονται. Μᾶς βρίζουν
κιόλας. Οὔτε αὐτό μᾶς πειράζει. Ἐμεῖς
τούς ἀγαπᾶμε. «Θανατοῦνται καί
ζωοποιοῦνται». Καί ἐνῶ μᾶς θανατώνουν
κάθε μέρα, γιατί εἴμαστε «ὡς πρόβατα
ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16),
ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὅμως ἔχουμε ζωή.
Μᾶς ζωοποιεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Καί γίνεται αὐτό τό θαῦμα, νά ζοῦνε τά
πρόβατα μέσα στούς λύκους! Ἐνῶ κανονικά
δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουμε. Κι ὅμως ὁ
Χριστιανισμός ὑπάρχει 2000 χρόνια καί
θά ὑπάρχει πάντα ἡ Ὀρθοδοξία, γιατί
ζωοποιούμαστε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσοι
εἴμαστε ἀληθινά χριστιανοί. Ὅσοι δέν
εἶναι ἀληθινά χριστιανοί, χάνονται.
Γι’ αὐτό καί ἔχουμε τοπικές Ἐκκλησίες
πού χάθηκαν, γιατί τά μέλη αὐτῆς τῆς
Ἐκκλησίας βγῆκαν ἐκτός Ἐκκλησίας
πολύ ἁπλά, δέν ἐπαλήθευσαν τό ὄνομά
τους. Ἔπαψαν νά εἶναι χριστιανοί κατ’
οὐσίαν.
«Πτωχεύουσι,
καί πλουτίζουσι πολλούς». Ἐνῶ εἶναι
πτωχοί καί ἐπιδιώκουν τήν πτωχεία καί
ἐπιλέγουν τήν πτωχεία ἑκούσια οἱ
χριστιανοί καί τήν ὀλιγοκτημοσύνη, γιά
νά μήν ποῦμε τήν ἀκτημοσύνη, ὅμως
πλουτίζουν πολλούς. Μέ τήν ἐλεημοσύνη
πού κάνουν, καί κυρίως μέ τήν πνευματική
ἐλεημοσύνη πού κάνουν οἱ χριστιανοί,
πλουτίζουν ὅλο τόν κόσμο. Γιατί, ἄν
ὑπάρχει, ἄν στηρίζεται κι ἄν συνεχίζει
νά ὑπάρχει ὁ κόσμος, στούς χριστιανούς
ὀφείλεται αὐτό νά ξέρετε, οἱ ὁποῖοι
μέ τίς προσευχές τους στηρίζουν ὅλο
τόν κόσμο. Θυμηθεῖτε τόν Λώτ, θυμηθεῖτε
τόν Ἀβραάμ, θυμηθεῖτε καί τόν διάλογο
πού κάνει μέ τόν Θεό λίγο πρίν καταστραφοῦν
τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Τί τοῦ εἶπε
ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ; Ἄν ὑπῆρχαν δέκα
δίκαιοι θά στηριζόντουσαν τά Σόδομα
καί τά Γόμορρα, δέν θά καταστραφόντουσαν.
Γιατί ἔπεσε φωτιά καί τούς ἔκαψε; Ὄχι
γιατί ὁ Θεός εἶναι τιμωρός καί κακός.
Ὄχι! Διότι δέν ὑπῆρχαν δέκα δίκαιοι
νά στηρίξουν ὅλον αὐτό τόν κόσμο, αὐτές
τίς πέντε πόλεις.
«Πάντων
ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν».
Ἐνῶ στεροῦνται τά πάντα, περισσεύουνε
ὅλα τά ἀγαθά. Δέν τούς λείπει τίποτα.
Ἑκούσια στερούμαστε τά πάντα, ἐπιλέγουμε
μόνοι μας τήν στέρηση, τήν κακοπάθεια,
τήν αὐτάρκεια. «Ἔχοντες διατροφάς καί
σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»
(Α΄Τιμ. 6,8), λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά καί
δέν μᾶς λείπει τίποτα. Κι αὐτό, ἄν
θέλετε, εἶναι καί ἡ ἀπάντηση στήν
κρίση... πού μᾶς ἔχουν κατατρομοκρατήσει
σήμερα.. καί μᾶς ἀπειλοῦνε μέ τά μνημόνια
καί μέ ὅλα αὐτά. Ἡ ἀπάντηση ποιά εἶναι;
Αὐτό πού ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τῆς
ἀρτοκλασίας. Τί λέμε ἐκεῖ; «Οἱ
ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται
παντός ἀγαθοῦ». Πολύ ἁπλά! Ἐκζητεῖς
τόν Κύριο; Ἀναζητᾶς τόν Θεό; Προσπαθεῖς
νά ἐπαληθεύεις τό ὄνομά σου κάθε στιγμή
ὡς χριστιανοῦ; Δέν θά σοῦ λείψει κανένα
ἀγαθό καί ἄς σέ ἀπειλοῦνε ὅλες οἱ
τρόικες καί ὁποιοσδήποτε... Κανένας δέν
θά μᾶς κάνει τίποτε. Δέν ἐκζητεῖς τόν
Κύριο; Ὅλα θά ἔρθουν στό κεφάλι σου.
Ὅλα! Γιατί; Γιατί εἶσαι ἐγωιστής καί
ἐκζητεῖς τόν ἑαυτό σου καί στηρίζεσαι
στόν ἑαυτό σου. Ἔ, μετά θά δρέψεις τούς
καρπούς τῆς ἐπιλογῆς σου. Εἶσαι
ξεκρέμαστος. Φυσικά, ὁ ἄνθρωπος χωρίς
τόν Θεό εἶναι ἀνύπαρκτος. Γιατί ὁ Θεός
εἶναι ὁ Ὤν, Αὐτός πού ὑπάρχει. Γιά νά
ὑπάρξεις καί νά συνεχίσεις νά ὑπάρχεις,
πρέπει νά κρέμεσαι ἀπό τόν ὄντως Ὄντα,
πού εἶναι ὁ Θεός. Παύεις νά ἐκζητεῖς
Αὐτόν, μετά ὅλα τά κακά θά σοῦ ἔρθουν
καί δέν σέ σώζει τίποτα οὔτε οἱ τράπεζες
οὔτε τά διάφορα μέτρα.
Ἐνῶ
λοιπόν στεροῦνται τά πάντα, περισσεύουνε
κατά τά πάντα. Ἔχουνε τά πάντα καί
περισσεύματα ἀπ’ τά πάντα. Βλέπετε…
πέντε ψωμιά εἶχε ὁ Κύριος καί περίσσεψαν
δώδεκα κοφίνια! Μά πῶς γίνεται! Πέντε
ψωμιά καί περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια!
Ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ὁ Θεός! Τί εἶναι
γιά τόν Θεό μέ πέντε ψωμιά νά μᾶς θρέψει,
ὅλη τήν Ἑλλάδα; Δέν ἔχει πρόβλημα ὁ
Θεός. Καί νά περισσέψουν καί χιλιάδες
κοφίνια μέ ψωμιά… Γιατί; Γιατί, ὅπως
ἦταν τότε ὁ Θεός, ἔτσι εἶναι καί τώρα.
Πάντα ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἀλλά τό πρόβλημα
εἶναι μέ μᾶς. Ἐκζητοῦμε τόν Θεό; Ἐκεῖνοι
οἱ ἄνθρωποι, πού τούς ἔγινε αὐτό τό
θαῦμα, τρεῖς μέρες ἦταν νηστικοί καί
ἄκουγαν τόν Χριστό. Τρεῖς μέρες στό
ὕπαιθρο! Γιά σκεφτεῖτε! Γιατί εἶχαν
ζῆλο. Καί ὁ Θεός τούς ἄμειψε καί μ’
αὐτόν τόν τρόπο.
«Πάντων
ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν.
Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις
δοξάζονται». Ἄλλο πράγμα τώρα. Ἐνῶ
ἀτιμάζονται ἀπό ὅλους, δοξάζονται
μέσα στίς ἀτιμίες. Γιά τόν χριστιανό
δέν εἶναι πρόβλημα ἡ ἀτίμωση, ὁ
ἐξευτελισμός, νά χάσει λίγο τήν
ἀξιοπρέπειά του… Ὁ Χριστός μας εἶχε
ἀξιοπρέπεια πάνω στόν Σταυρό γυμνός;
Ἤ μιά ζωή χωρίς σπίτι, χωρίς χρήματα;
Ἀπό ἐλεημοσύνες ζοῦσε. Ἀνθρώπινη
ἀξιοπρέπεια, ὅπως τήν ἐννοοῦμε σήμερα
ἐμεῖς οἱ ἐγωιστές ἄνθρωποι, δέν εἶχε.
Ὅμως δοξάστηκε μέσα σ’ αὐτή τήν ἀτίμωση,
μέσα σ’ αὐτή τήν ἀτιμία. Ἐκεῖ πού ἦταν
ἡ ἔσχατη ταπείνωση, ἡ ἄκρα ταπείνωση,
ἐκεῖ ἦταν καί ἡ μεγαλύτερη δόξα, πάνω
στόν Σταυρό καί στόν Ἅδη. Ἐκεῖ εἶναι
ἡ ἀρχή τῆς δόξας. Γι’ αὐτό καί τήν
Μεγάλη Παρασκευή δέν θρηνοῦμε, χαιρόμαστε.
Καί τά ἄσματα πού ψάλλουν στήν ἐκκλησία
ἔχουν χαρούμενο τόνο, γιατί εἶναι ἡ
ἀρχή τῆς δόξας. Καί ὁ Κύριος εἶναι ὁ
Βασιλεύς τῆς δόξης. Ποῦ; Πάνω στόν
Σταυρό. Καί ὁ χριστιανός εἶναι αὐτός
πού δοξάζεται. Ποῦ; Πάνω στόν Σταυρό,
ὄχι πάνω στόν θρόνο. Ἡ ἀληθινη δόξα
τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μέσα στήν ἀτιμία,
μέσα στό μαρτύριο, μέσα στήν ἐγκατάλειψη
κάθε ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
«Βλασφημοῦνται
καί δικαιοῦνται». Ἐνῶ τούς βλασφημοῦνε
οἱ πάντες, δικαιώνονται. Πρῶτον ἀπό
τόν Θεό καί μετά ἀπό ὅλους τούς ἀγγέλους
καί τούς ἁγίους καί τούς ἀνθρώπους τοῦ
Θεοῦ. Στούς Ἁγίους Μάρτυρες, ἄς ποῦμε,
βλέπει κανείς τό μαρτύριό τους καί λέει
αὐτοί εἶναι ἀποτυχημένοι ἄνθρωποι,
πήγανε σάν τό σκυλί στό ἀμπέλι, ὅπως
λέμε λαϊκά, τούς ἔφαγαν τά λιοντάρια.
Κι ὅμως… αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι πού θά
τιμοῦνται διαχρονικά καί θά τιμοῦνται
εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων καί θά
τιμοῦνται ἀπό ἀγγέλους, ἀπό Ἁγίους,
ἀπό τόν Θεό καί ὅλους τούς ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ, τούς ἀληθινούς ἀνθρώπους,
γιατί οἱ ἄλλοι εἶναι ἀνύπαρκτοι,
εἴπαμε. Οἱ ἐκτός Θεοῦ ἄνθρωποι
οὐσιαστικά εἶναι ἀνύπαρκτοι. Αὐτοί
πού ἀληθινά ὑπάρχουν, αὐτοί θά τούς
δοξάσουν καί θά τούς δοξάζουν εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων, γι’ αὐτό λέει ὅτι
δικαιώνονται, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἀπέτυχαν,
μέ πρῶτο δικαιωμένο τόν ἴδιο τόν Χριστό
μας, στόν Ὁποῖο, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος
«ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί
ἐπί γῆς» (Ματθ. 28,18). Πότε; Μετά ἀπό αὐτή
τήν ἄκρα ταπείνωση καί τήν ἄκρα ἀτίμωση.
«Λοιδοροῦνται,
καί εὐλογοῦσιν». Ἐνῶ τούς ἐμπαίζουν,
αὐτό θά πεῖ λοιδορῶ, αὐτοί εὐλογοῦν.
Νά ποιός εἶναι ὁ χριστιανός. Ἐμεῖς,
ὅταν λοιδορηθοῦμε, τί κάνουμε; Θίγεται
ἡ ἀξιοπρέπειά μας καί πᾶμε νά
ἀνταποδώσουμε τά ἴδια; Νά βροῦμε τήν
χαμένη ἀξιοπρέπεια; Νά ἀποκαταστήσουμε
τήν ἀξιοπρέπειά μας;… κ.λ.π. Μᾶς πνίγει
τό δίκαιο μας;… Τίποτα ἀπό αὐτά δέν
πρέπει νά κάνουμε. Νά εὐλογοῦμε. Ἐνῶ
λοιδορεῖσαι, ἐνῶ ἐμπαίζεσαι, ἐσύ
πρέπει νά εὐλογεῖς.
«Ὑβρίζονται,
καί τιμῶσιν». Ἐνῶ ὑβρίζονται, αὐτοί
τιμοῦν. Κι αὐτούς πού τούς βρίζουν,
τούς τιμοῦν, τούς πάντες. Γιατί ὁ κάθε
ἄνθρωπος, ἀκόμα κι αὐτός πού σέ βρίζει
καί σέ ἐχθρεύεται καί σέ μισεῖ, δέν
παύει νά εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί νά
ἀξίζει τήν τιμή σου. Βλέπετε πόσο
διαφορετική εἶναι ἡ θέαση τῶν πάντων,
ὅταν νιώσεις τί θά πεῖ χριστιανός; Ὅταν
νιώσεις ὅτι πρέπει νά εἶσαι μιμητής
τοῦ Χριστοῦ; Ποῦ νά βρεθεῖ ἐκεῖ κανείς
νά πεῖ ὅτι πρέπει νά ἀνταποδώσω κι ἐγώ
τά ἴδια; «Μέ ἔβρισε; Νά τόν βρίσω κι
ἐγώ». Κι ὅμως σήμερα τό θεωροῦμε
αὐτονόητο οἱ χριστιανοί. Ὁ χριστιανός
βρίστηκε; Πρέπει νά εὐλογήσει αὐτόν
πού τόν ἔβρισε. Ποιός τό κάνει σήμερα;
«Ἀγαθοποιοῦντες
ὡς κακοί κολάζονται». Ἐνῶ κάνουν τό
καλό, ἀγαθοποιοῦν, τιμωροῦνται ὡς
κακοί. Βλέπετε; Ἀπό τότε… ἀδικία πάνω
στήν ἀδικία στούς χριστιανούς. Ἐνῶ οἱ
χριστιανοί εἶναι τό ὑγιές κομμάτι τῆς
κοινωνίας, εἶναι οἱ πιό ἀδικημένοι ἀπό
ὅλους καί τιμωροῦνται ὡς κακοί ἐνῶ
κάνουν τό καλό.
«Κολαζόμενοι
χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι». Ἐνῶ
κολάζονται, τιμωροῦνται, βασανίζονται,
φυλακίζονται, θανατώνονται, χαίρονται
διότι παίρνουν τήν αἰώνια ζωή. Βλέπετε
οἱ Ἅγιοι πόσο ὑπέφεραν ἀπό τόν
κόσμο! Στήν κυριολεξία σάν πρόβατα
πήγανε ἐπί σφαγή καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
μας πρῶτος ἀπό ὅλους. Λέγαμε κι ἄλλη
φορά, πρῶτοι μάρτυρες γιά τόν Χριστό
μας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι. Θά μποροῦσαν
μιά χαρά νά μείνουν στά Ἱεροσόλυμα, νά
κάνουν τή ζωούλα τους καί νά μή μιλήσουν
σέ κανέναν. Καί δέν θά εἶχαν κανένα
πρόβλημα, ἐφόσον δέν θά δημιουργοῦσαν
πρόβλημα στούς Ἑβραίους καί στούς
Ρωμαίους. Θά λάτρευαν τόν Χριστό μεταξύ
τους… Ὄχι! Πῆγαν καί μίλησαν. Εἶπαν
γιά τήν Ἀνάσταση, εἶπαν γιά τήν Σταύρωση,
εἶπαν γιά τόν Χριστό… καί ποιά ἦταν ἡ
μισθαποδοσία; Ὁ θάνατος. Καί τό ξέρανε
ὅτι θά εἶναι ὁ θάνατος. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Ἐνῶ κάνει τό μεγαλύτερο
καλό -γιατί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο καλό
ἀπό αὐτό, νά βοηθήσεις τόν ἄλλον νά
πάει στόν Παράδεισο, στή Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ- εἰσέπρατταν τήν πιό μεγάλη
τιμωρία, τόν θάνατο. Ἐνῶ λοιπόν
κολάζονται, χαίρονται ὡς ζωοποιούμενοι.
Τό ἔκαναν μέ χαρά. Πόσο ὡραῖα τό λέει
στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, μετά ἀπό
ἕναν ξυλοδαρμό πού ὑπέστησαν, πῆγαν
στούς ἄλλους μαθητές καί χαιρόντουσαν,
γιατί ἔφαγαν ξύλο γιά τόν Χριστό.
«Ὑπό
Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται,
καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν
αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες
οὐκ ἔχουσιν». Οἱ Ἰουδαῖοι τούς
καταδιώκουνε ὅτι εἶναι ἀλλόφυλοι, ἀπό
ἄλλη φυλή, οἱ εἰδωλολάτρες ἐπίσης
τούς καταδιώκουνε καί δέν ἔχουνε οὔτε
οἱ μέν οὔτε οἱ δέ νά ποῦνε τήν αἰτία,
γιατί τούς καταδιώκουνε καί γιατί τούς
μισοῦνε. Καί σήμερα οἱ χριστιανοί
καταδιώκονται καί δέν ὑπάρχει λόγος.
Γιατί τούς καταδιώκουμε τούς χριστιανούς;
Οἱ πάντες τούς χριστιανούς καταδιώκουν,
καί οἱ μουσουλμάνοι καί οἱ βουδιστές
καί οἱ πάντες. Γιατί; Δέν ὑπάρχει λόγος…
Ὑπάρχει δηλαδή, εἶναι ὁ πονηρός ἀπό
πίσω. Ἀλλά φανερός λόγος, λογικός λόγος
ἄν θέλετε, δέν ὑπάρχει. Γιατί οἱ
χριστιανοί εἶναι πρόβατα. Οἱ πιό ἤρεμοι
πολίτες, οἱ πιό σωστοί πολίτες εἶναι
οἱ χριστιανοί.
«Ἁπλῶς
δ᾿ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή,
τοῦτ᾿ εἰσίν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί».
Τελειώνει ἐδῶ. Μέ ἕναν λόγο, λέει, νά
τό ποῦμε ἁπλά, ὅ,τι εἶναι στό σῶμα ἡ
ψυχή, αὐτό εἶναι στόν κόσμο οἱ χριστιανοί.
Οἱ χριστιανοί εἶναι ἡ ψυχή τοῦ κόσμου
δηλαδή. Καί ξέρετε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι
αὐτή πού δίνει ζωή στό σῶμα. Ἄν λοιπόν
πάψουν οἱ χριστιανοί νά ζοῦνε, παύει
καί ὁ κόσμος νά ὑπάρχει, γιατί εἶναι
ἡ ψυχή τοῦ κόσμου. Αὐτά εἶναι πού
γράφει ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή καί
τά εἴπαμε ἔτσι σάν ἕναν καθρέφτη γιά
νά δοῦμε ποῦ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.
«Ἄκουε
ἄλλης γραφῆς λεγούσης· Θεός πιστός
καί δίκαιος», συνεχίζει
τώρα ὁ Ἅγιος Κύριλλος.
Ἄκουσε, λέει, καί τί ἄλλο
λέει ἡ ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεός εἶναι
ἀξιόπιστος σέ ὅ,τι ὑπόσχεται καί
δίκαιος» (Α΄Ἰω. 1,9). «Τοῦτο
προβλέπων ὁ Ψαλμῳδός ἔλεγεν ἐκ προσώπου
τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή μέλλουσιν ἄνθρωποι
Θεοῦ προσηγορίαν λαμβάνειν». Αὐτό
ἀκριβῶς προβλέποντας ὁ Ψαλμωδός καί
σάν νά ἐκπροσωποῦσε κατά κάποιον τρόπο
τόν Θεό - ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐπρόκειτο
νά λάβουν τή Θεία υἱοθεσία - ἔλεγε: «Ἐγώ
εἶπα, θεοί ἐστε, καί υἱοί Ὑψίστου
πάντες» Ἐγώ εἶπα ὅτι ὅλοι εἴσαστε
θεοί καί παιδιά τοῦ ὕψιστου Θεοῦ»
(Ψαλμ. 81,6). Σ’ αὐτό μᾶς ἔχει καλέσει ὁ
Θεός, νά γίνουμε τέκνα Θεοῦ, υἱοί Θεοῦ.
Καί βλέπετε ἀπ’ τήν Παλαιά Διαθήκη,
1.000 χρόνια πρό Χριστοῦ τό λέγει, τό
προλέγει ὁ Δαυίδ: Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε.
Στούς ἀνθρώπους τό λέει, σέ μᾶς, ὅτι
εἴμαστε θεοί καί υἱοί Ὑψίστου πάντες.
Καί αὐτό ἐκπληρώνεται μέ τό Βάπτισμα.
Ἀπό τή στιγμή πού βαπτιζόμαστε, γινόμαστε
υἱοί Θεοῦ, κατά χάρη βέβαια, καί ἀποκτοῦμε
τήν δυνατότητα νά γίνουμε τέκνα, νά
γίνουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί
κληρονόμοι, γιατί τό παιδί κληρονομεῖ
τόν πατέρα.
«Ἀλλά
βλέπε», πρόσεχε ὅμως, «μή
πιστοῦ μέν ἡ προσηγορία, ἀπίστου δέ ἡ
προαίρεσις». Πρόσεξε, ὅμως,
μήπως ἔχεις μέν τό ὄνομα
τοῦ πιστοῦ, τήν προαίρεση ὅμως τοῦ
ἀπίστου. Κατ’ ὄνομα εἶσαι χριστιανός,
ἀλλά ἡ βούλησή σου, ἡ θέλησή σου εἶναι
ἀντιχριστιανική. «Εἰσῆλθες
εἰς ἀγῶνα, κάμε τόν δρόμον». Μπῆκες
στό στάδιο. Ἀγωνίσου. «Ἄλλον
καιρόν τοιοῦτον οὐκ ἔχεις». Δέν
θά ξαναβρεῖς τέτοια εὐκαιρία. «Εἴ
σοι γάμων ἡμέραι προέκειντο, οὐκ ἄν
κατεφρόνησας πάντων, καί περί τήν
ἑτοιμασίαν τῆς ἑστιάσεως ἐγένου;».
Ἄν, λέει, ἐπρόκειτο νά τελέσεις τούς
γάμους σου, δέν θά τά ἄφηνες ὅλα καί θά
ἔτρεχες, γιά νά ἑτοιμάσεις τά φαγητά
καί τά ποτά τοῦ γαμήλιου τραπεζιοῦ; Τό
ξέρουμε πολύ καλά. Ὅταν ἑτοιμάζονται,
λένε, ἔχω γάμο καί ὅλα τά ἄλλα πᾶνε
στήν ἄκρη. Τρέχουμε γιά αὐτά. Τώρα πού
ἑτοιμάζεσαι γιά τούς γάμους μέ τόν
οὐράνιο Νυμφίο, τί θά κάνεις;
«Μέλλων δέ τήν ψυχήν καθοσιοῦν τῷ
ἐπουρανίῳ νυμφίῳ, οὐκ ἀργήσεις
σωματικῶν, ἵνα ἄρῃς πνευματικά;». Τώρα
πού πρόκειται νά καθιερώσεις,
νά ἀφιερώσεις τήν ψυχή σου στόν οὐράνιο
Νυμφίο, δέν θά ἐγκαταλείψεις ὅλες τίς
βιοτικές μέριμνες, γιά νά δεχτεῖς τά
πνευματικά χαρίσματα;
Κι
αὐτό εἶναι ἕνα πολύ σημαντικό, ὅτι ἡ
ψυχή μας εἶναι νύμφη Χριστοῦ καί
καλούμαστε ὡς χριστιανοί βεβαπτισμένοι
νά βιώσουμε αὐτό τόν γάμο μέ τόν Νυμφίο
Χριστό, ὁπότε θά λέγαμε, ὅτι εἴμαστε
ὅλοι παντρεμένοι, νυμφευμένοι μέ τόν
Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ κύριος γάμος πού
ἔχει γίνει σέ ὅλους μας, τούς βαπτισμένους
χριστιανούς. Κι ἕνας πού εἶναι ἀνύπαντρος
δέν πρέπει νά νιώθει μειονεκτικά, γιατί
εἶναι νυμφευμένος μέ τόν Χριστό, ἡ ψυχή
του εἶναι νύμφη Χριστοῦ. Ἀλλά πόσοι
βιώνουμε αὐτό τόν γάμο κι αὐτή τήν
σχέση μέ τόν Νυμφίο; Ἡ ὁποία, νά ξέρετε,
δίνει μιά ἄρρητη εὐφροσύνη ὅταν τή
βιώνει ὁ ἄνθρωπος, πολύ ἀνώτερη ἀπό
τήν χαρά πού ἔχει ὡς ἔγγαμος
οἰκογενειάρχης.
Μέ
τόν ὅρο «Νυμφίος» οἱ πιστοί θέλουν νά
δηλώσουν τή βαθειά ἀγαπητική σχέση τοῦ
Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία. Βλέπετε καί
στήν περικοπή πού διαβάζεται στόν γάμο,
γίνεται ἀκριβῶς αὐτή ἡ συσχέτιση.
Λέει «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν,
ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν
ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32). Ὁ νυμφίος καί ἡ
νύμφη εἰκονίζουν τόν Χριστό καί τήν
Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνάψει
ἕναν ἀδιάλυτο γάμο.
Ἡ
ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶναι ἀναλλοίωτη,
μακρόθυμη καί γεμάτη οἰκτιρμούς. Καί
σ’ αὐτή τήν ἀγάπη θά πρέπει νά
ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Προϋπόθεση
γιά τόν αἰώνιο αὐτό γάμο, στόν ὁποῖο
ὁ Χριστός, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἰσραήλ,
κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν εἶναι
μόνο ἡ θεωρητική συγκατάθεση στό
κάλεσμα, νά λέω θεωρητικά ἁπλῶς, ναί,
θέλω νά παντρευτῶ τόν Χριστό, νά μπῶ
μέσα στήν Ἐκκλησία… ὄχι μόνο θεωρητικά,
ἀλλά «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης
τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας»
νά ἀνταποκριθῶ σ’ αὐτό τό κάλεσμα τοῦ
Χριστοῦ. Ὅλη μου ἡ διάνοια, ὅλη μου ἡ
σκέψη, ὅλη μου ἡ δύναμη, ὅλη μου ἡ
καρδιά νά δοθεῖ στόν Χριστό. Τότε γίνεται
πραγματικά ἡ ψυχή μου νύμφη Χριστοῦ.
Ἀπαιτεῖται δηλαδή καί τό ἔνδυμα τοῦ
γάμου (Ματθ. 22,11) καί ἡ ἐπαγρύπνηση,
μήπως κοιμηθεῖ ὁ ζῆλος, σβήσει ἡ
λαμπάδα τῆς ἀγάπης καί ὁ Νυμφίος βρεῖ
τίς καρδιές τῶν ἐξαγορασμένων μέ τό
αἷμα Του «καθεύδουσες». Θυμηθεῖτε τίς
πέντε μωρές παρθένες. Ἤτανε παρθένες,
ἤτανε ὑποψήφιες δηλαδή γιά τόν γάμο
μέ τόν Νυμφίο, ἀλλά… κοιμήθηκαν! Γιατί;
Γιατί δέν εἶχαν αὐτή τήν ἐγρήγορση
καί δέν εἶχαν καί λάδι ἀρκετό. Θυμηθεῖτε
καί τήν ἄλλη παραβολή μέ ἐκεῖνον πού
μπῆκε στόν γάμο καί δέν εἶχε κατάλληλο
ἔνδυμα. Ὅλα αὐτά ὑπονοοῦν αὐτή τήν
συνεχή κοινωνία ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί
καρδίας καί τῆς διανοίας μέ τόν Χριστό
καί τήν μετοχή στή ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτά
ἤθελα νά πῶ γιά ἀπόψε. Οὐσιαστικά
εἴπαμε μόνο ἕνα κεφάλαιο ἀλλά πόσα
διδάγματα βγαίνουν ἀπό αὐτό... Ἄν θέλετε
νά συζητήσουμε κάτι πάνω σ’ αὐτά, πολύ
εὐχαρίστως.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Ἐμεῖς τό λέμε; Τώρα ἐγώ
σᾶς τό εἶπα. Θά τό πεῖτε; Κι ἐμεῖς μέσα
στήν Ἐκκλησία εἴμαστε! Εἶναι καιρός
νά ἀναλάβουμε ὅλοι τίς εὐθύνες μας.
Μπορεῖ κάποιοι νά μή λειτουργοῦν σωστά.
Ὅπως καί στά νοσοκομεῖα. Ὅλοι οἱ
γιατροί λειτουργοῦνε σωστά; Δέν θά
κατηγορήσουμε ὅλο τό νοσοκομεῖο. Ἄς
λειτουργήσουμε ὁ καθένας σωστά καί
τότε θά δεῖτε καί οἱ ἱερεῖς θά
λειτουργήσουν πιό σωστά. Γιατί ξέρετε
τί γίνεται; Θά σᾶς τό πῶ πολύ ἁπλά. Τό
λέει ἕνας παπάς. Ξέρετε τί θά πεῖ αὐτός
ἀπό κάτω; Θά πεῖ, τί εἶναι αὐτά πού
λές; Θά πάει στόν διπλανό παπά, ὁ ὁποῖος
θά τοῦ τήν κάνει τή χάρη. Καταλάβατε;
Δυσλειτουργοῦμε καί μέσα στήν Ἐκκλησία.
Δέν μοῦ τό κάνεις ἐσύ, θά πάω στόν
διπλανό πού θά μοῦ τό κάνει, γιατί
εἴμαστε κι ἐμεῖς ἄρρωστοι.
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Γιατί μπορεῖ νά πάει νά
αὐτοκτονήσει καί νά γίνει χειρότερο
κακό. Γίνονται καί κάποιες «οἰκονομίες».
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Σᾶς εἶπα, πολλά πράγματα
τά κάνουμε κατ’ ἀνοχή. Πολλά πράγματα…
Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Ἄς ἀρχίσουμε
ἐμεῖς νά λειτουργοῦμε σωστά καί νά
πάψουμε νά κατηγοροῦμε τούς ἄλλους.
Καί
ἐγώ σᾶς ρωτάω αὐτό πού λέμε στήν
Ἐκκλησία: «χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς
ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά»
εἶναι χριστιανικό; Δέν εἶναι. Ὁ Χριστός
εἶχε ἀνώδυνα τέλη; Εἶχε ἀνεπαίσχυντα;
Εἶχε εἰρηνικά τέλη; Ὄχι. Οὔτε ἀνώδυνα
ἤτανε, μέσα στόν πόνο πέθανε, οὔτε
ἀνεπαίσχυντα, μέσα στήν ντροπή ἤτανε,
Τόν καταξευτέλησαν, οὔτε εἰρηνικά
ἤτανε. Τότε γιατί τό λέμε; Γιατί εἴμαστε
ἀδύναμοι. Ἐμεῖς τό βάλαμε, καί ὁ Θεός,
ἐπειδή εἴμαστε μωρά, τό ἀνέχεται.
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Τά τηροῦσαν, γιατί τό εἶχαν
πάρει σοβαρά. Ἄν τό πάρουμε κι ἐμεῖς
σοβαρά, θά τήν βγάλουμε αὐτή τήν εὐχή.
Θά τή βγάλουμε, δέν τήν χρειαζόμαστε.
Θά θέλουμε νά πάσχουμε γιά τόν Χριστό
καί νά πονέσουμε γιά τόν Χριστό. Τώρα
ποιός τό θέλει; Ἐδῶ τρέμουμε… τώρα θά
μᾶς βγάλουνε τήν κάρτα τοῦ πολίτη καί
τί θά κάνουμε. Θά τήν πάρουμε, δέν θά τήν
πάρουμε… καί θά στερηθοῦμε τήν ὡραία
μας τήν κόκα-κόλα, μετά δέν θά μποροῦμε
νά πίνουμε.. ναί .. γιατί ἔχουμε γίνει
σαρκικοί τελείως. Καταλάβατε; Τί νά
δώσουμε τήν ζωή μας γιά τόν Χριστό; Γιά
νά πᾶς νά σοῦ βγάλουνε ἕνα δόντι χωρίς
ἀναισθησία νά δοῦμε τό ἀντέχεις; Ἔτσι
γινότανε τότε. Καί χαιρόντουσαν. Τό
κάνανε καί χαιρόντουσαν. Καί μεγάλωναν
τά παιδιά τους μέ αὐτό τό ἰδανικό.
Σήμερα μ’ αὐτό τό ἰδανικό μεγαλώνουμε
τά παιδιά μας; Τά μεγαλώνανε τά παιδιά
τους ἤ νά γίνουνε μάρτυρες ἤ νά γίνουνε
μοναχοί. Ποιός λέει σήμερα στό παιδί
του νά γίνει μοναχός; Πέστε μου. Εἶναι
ταμπού αὐτό τό πράγμα. Νά πεῖς στό παιδί
σου νά γίνει μοναχός; Τό ἀνάποδο. Μή
τυχόν καί γίνεις μοναχός… θά πάρω τό
δίκανο… θά τό κάψω τό μοναστήρι… Γιατί
δέν λειτουργοῦμε σωστά.
Τά λέμε
καί γελᾶμε. Ἀλλά ἔτσι εἶναι. Καί τά
λένε χριστιανοί παρακαλῶ, δέν τά λένε
ἄθεοι. Νά τά ἔλεγε ἕνας ἄθεος, ἐντάξει
νά πεῖς δικαιολογεῖται. Ἀλλά ἕνας
χριστιανός εἶναι ἀπαράδεκτο. Γιατί;
Γιατί εἶναι κατ’ ὄνομα χριστιανός. Ἄς
μάθουμε λοιπόν ἐμεῖς νά λειτουργοῦμε
σωστά καί ξέρετε αὐτό εἶναι πολύ
σημαντικό, γιατί εἴδατε; Δέκα ἄνθρωποι
νά ὑπῆρχαν, θά σωζόντουσαν πέντε πόλεις!
Καί σήμερα, ἄν σώζεται ἀκόμα ἡ Ἑλλάδα
εἶναι, γιατί ὑπάρχουν κάποιοι τέτοιοι
ἄνθρωποι. Ἀλλιῶς, μέ ὅλα αὐτά πού
κάνουμε, θά ἔπρεπε νά ἔχει διαλυθεῖ
χίλιες φορές ἡ Ἑλλάδα. Σχεδόν ὅλοι
κάνουν τό πᾶν γιά νά τήν διαλύσουν, ἀλλά
ἀκόμα κρατάει. Ἀλλά ὡς πότε;..
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Ἡ στάση μας ποιά πρέπει
νά ’ναι; Ὡς πολίτες τοῦ Κράτους, ὡς
χριστιανοί, ξέρουμε ποιά πρέπει νά εἶναι
ἡ στάση μας. Ὁ χριστιανός ἀγαπάει τούς
πάντες. Ὅπως εἴπαμε κι ἐδῶ, καταδιώκεται
ἀπό ὅλους καί τούς εὐλογεῖ ὅλους. Ἀπό
κεῖ καί μετά ὡς πολίτες τοῦ Κράτους
θά πρέπει νά κάνουμε κάτι γιά νά
προστατεύσουμε τούς ἀδελφούς μας, οἱ
ὁποῖοι εἶναι ἀδύναμοι. Ἄν ἔρθουν ἐδῶ
1.000.000 μουσουλμάνοι θά ἀλλοιωθεῖ πάρα
πολύ -ὅπως ἤδη ἔχει ἀλλοιωθεῖ- τό ἦθος
μας. Θά πεῖς: Ἄν λειτουργούσαμε σωστά,
δέν θά φοβόμασταν. Πράγματι.. Ἀλλά,
ἀκριβῶς, ἐπειδή δέν λειτουργοῦμε
σωστά, θά πρέπει νά νοιαστοῦμε ὅλους
αὐτούς τούς ἀδύναμους ἀδελφούς μας
καί νά διαμαρτυρηθοῦμε στό Κράτος: -
Κύριε, γιατί φτιάχνεις τζαμί; Ἐγώ σοῦ
δίνω τά χρήματά μου καί ὁ ἄλλος, ὀ
ἄλλος, ὁ ἄλλος… γιά νά φτιάξεις αὐτό
πού πιστεύω, τήν ἐκκλησία, ὄχι νά
ὑπηρετήσεις τόν Ἀντίχριστο καί νά
γίνουν ὅλα αὐτά μετά γκέτο τρομοκρατίας
καί ἄμβωνες κηρύγματος ἀντιχριστιανικοῦ
καί μίσους.
Πρέπει
νά διαμαρτυρηθοῦμε, φυσικά, μέ τρόπο
χριστιανικό. Γιατί εἴμαστε πολίτες
αὐτοῦ τοῦ Κράτους καί ἔχουμε εὐθύνη
γιά τήν πατρίδα πού θά παραδώσουμε στούς
ἑπόμενους. Πήραμε μιά πατρίδα χριστιανική
καί τί θά παραδώσουμε; Μιά πατρίδα ἀλλα
ἀντ’ ἄλλων… Ἄν ὑπάρχει κιόλας ἔτσι
ὅπως πᾶμε… Φυσικά πρέπει νά
διαμαρτυρηθοῦμε.
Κι ἀκόμα
περισσότερο βεβαίως θά πρέπει, ἄν
θέλετε, νά νοιαστοῦμε γιά αὐτούς τούς
ἀνθρώπους, ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά,
νά μήν τούς δοῦμε σάν ἐχθρούς. Ἀλλά
ποιός τολμάει νά μιλήσει στούς
μουσουλμάνους; Μέ συγχωρεῖτε δηλαδή,
πέστε μου. Σοῦ λέει, μήν πᾶς στούς
μουσουλμάνους, θά σέ σφάξουνε. Τό λέμε
ἐμεῖς… καί οἱ παπάδες καί οἱ δεσποτάδες
τό λένε αὐτό. Ἄσε μή μιλᾶς, λένε, θά σέ
σφάξουνε… Ἔ, ἔτσι ἄν λέγανε καί οἱ
Ἀπόστολοι, δέν θά ἔπρεπε νά εἴμαστε
χριστιανοί σήμερα! Δέν θά μιλοῦσε
κανένας! Τό ξέρω ὅτι θά μέ σφάξουνε,
ἀλλά τί θά γίνει; Μήπως δέν ὑπάρχουν
ἄνθρωποι πού θέλουν νά γίνουν χριστιανοί
μέσα σ’ ὅλους αὐτούς; Ὑπάρχουν, πάρα
πολλοί, καί ἄντρες καί γυναῖκες. Οἱ δέ
γυναῖκες εἶναι σέ οἰκτρή κατάσταση
στόν μουσουλμανισμό. Ἐχθές -δέν τόλμησα
νά τό δῶ- σ’ ἕνα ἱστολόγιο ὑπῆρχε ἕνα
βίντεο πού ἔδειχνε λιθοβολισμό. Δέν
ξέρω, ἄν τό εἶδε κανένας… Στό Ἀφγανιστάν.
Ἐπειδή εἶχαν κάνει μοιχεία, λιθοβόλησαν
πρῶτα τήν γυναίκα καί μετά τόν ἄντρα.
Αὐτός εἶναι ὁ μουσουλμανισμός. Λοιπόν,
θά πρέπει νά ἀφήσουμε αὐτούς τούς
ἀνθρώπους νά περάσουν στήν πατρίδα μας
ἔτσι, χωρίς νά ποῦμε ἕνα ὄχι, νά
διαμαρτυρηθοῦμε;
Ἐρ. :
…………………..
Ἀπ. :
Κανονικά θά πρέπει νά
ἀποταθεῖ στόν ἐπίσκοπο καί ὁ ἐπίσκοπος
θά τοῦ πεῖ τί νά κάνει, νά ἐνταχθεῖ σέ
μιά ὁμάδα κατηχήσεως.
Ἀλλά
βλέπετε ἔκανε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα ἡ
Παναγία μας στή Συρία, ἀπό τό μοναστήρι
τῆς Σεϊδανάγια, πού ἀνέστησε
κατακρεουργημένο Σαουδάραβα, πού τόν
ἔσφαξαν, τόν ἔκαναν κομμάτια καί τόν
ἔβαλαν σέ σακούλα καί ἡ Παναγία τόν
ἔραψε καί τόν ἀνέστησε καί τό θάψαμε..
ἐμεῖς τό θάψαμε οἱ ὀρθόδοξοι αὐτό τό
θαῦμα. Ἄν ψάξετε στό διαδίκτυο δέν θά
τό βρεῖτε πουθενά. Τά σκουπίσαν ὅλα οἱ
μουσουλμάνοι. Ξέρετε γιατί; Γιατί ἀμέσως
μετά τό θαῦμα ζητοῦσαν ἀπό αὐτούς νά
βαφτιστοῦν. Γιατί εἶναι φοβερό θαῦμα
αὐτό, εἶναι ἀνάσταση! Σέ μουσουλμάνο
ἔγινε αὐτό τό θαῦμα. Τόν ἔκαναν κομμάτια
καί ἡ Παναγία τόν ἔραψε καί τόν ἀνέστησε.
Καί τό θάψαμε ἐμεῖς, τά δικά μας τά
Πατριαρχεῖα… σοῦ λέει, μή μιλᾶς, θά
τά χαλάσουμε μέ τούς μουσουλμάνους..
γιά νά μήν ἔχουμε προβλήματα.
Μέ αὐτή
τήν λογική θά πρέπει νά καταργήσουμε
τήν ἱεραποστολή, δέν ἐπιτρέπεται νά
κάνεις ἱεραποστολή. Ἄρα ἀρνούμαστε
τόν Χριστό τελικά, γιατί ὁ Χριστός αὐτό
ἔδωσε σάν ἐντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε
πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19). Δέν εἶπε ἐκτός
μουσουλμάνων. Πάντα τά ἔθνη εἶπε νά
μαθητεύσετε, βαπτίζοντες καί κηρύσσοντες.
Μά θά μέ σφάξουνε. Ἄς σέ σφάξουνε! Ἀλλά
τό αἷμα σου μετά θά γίνει ζωογόνο καί
θά βλαστήσει ἐκεῖ ἡ ἀλήθεια. Γιατί,
ποῦ θεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία; Στά αἵματα
θεμελιώθηκε, στά αἵματα τῶν Ἀποστόλων
καί τῶν Μαρτύρων. Θά ἤμασταν ἐμεῖς
χριστιανοί σήμερα, ἄν δέν εἶχαν θυσιαστεῖ
αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ἄν κοίταγαν τό
βόλεμά τους; Καί λέγανε:- Τί
θά πάω νά θυσιαστῶ ἐγώ γιά τούς εἰδωλολάτρες; Χαζός εἶμαι; Ἄν
λειτουργοῦσαν ὅπως λειτουργοῦμε ἐμεῖς σήμερα, δέν θά πηγαίνανε… καί θά
ἤμασταν καί σήμερα εἰδωλολάτρες.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης