ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Ἔσχατες ἡμέρες-Χαλεποί καιροί

 ΕΣΧΑΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ –ΧΑΛΕΠΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΟ ΡΗΤΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΟΥ ΛΕΕΙ: «ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ: ΤΙΣ ΕΣΧΑΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΚΑΙΡΟΙ ΔΥΣΚΟΛΟΙ»
(Β’ Τιμ.γ 1)
Ή ομιλία αύτη του ιερού Χρυσοστόμου βρίσκεται στην Πατρολογία του ΜIGNE, τόμος 56, στήλες 271-280, και στο αρχαίο κείμενο φέρει τον τίτλο: «εις το αποστολικό ρητόν το λέγον Τούτο δε γινώσκετε, ότι εν έσχάταις ήμέραις έσονται καιροί χαλεποί». Αναφέρεται ή ομιλία στη δύναμη της πίστεως, ή οποία βλέπει και όσα δεν φαίνονται και οδηγεί την ψυχή από την πλάνη των λογισμών πού φέρνουν οι συμφορές σε ησυχία. Οι άγιοι, όπως ό Πέτρος και ό Παύλος, ενδιαφέρονται για τούς ανθρώπους, όχι μόνον της εποχής τους, άλλα και των επομένων γενεών, καθόσον μάλιστα οι πιστοί όλων των εποχών αποτελούν ένα σώμα και δεν χωρίζονται από τον τόπο και τον χρόνο, αφού τούς συνδέει ό Χριστός και ή αγάπη. Ό λόγος πού οι συμφορές συσσωρεύονται στο τέλος της παρούσης ζωής, είναι οι τιμωρίες των αμαρτιών και τα φάρμακα των ασθενειών των ανθρώπων. Το άγνωστο τού τέλους τού κόσμου, λέει, είναι για να μάς κρατά άγρυπνους στην πίστη και στην άσκηση των αρετών.
α’. Είμαι αδύναμος και φτωχός και δεν έχω πείρα σε διδασκαλικούς λόγους, όμως βλέποντας τη σύναξη σας ξεχνώ την αδυναμία μου, αγνοώ τη φτώχεια μου, δεν γνωρίζω την απειρία μου. Γιατί τέτοια είναι ή εξουσία της αγάπης σας.
 Γι’ αυτό και πιο πρόθυμα απ’ αυτούς πού τα έχουν πλούσια, σας παραθέτω το τραπέζι της φτώχειας μου. Και για τη μεγαλοψυχία μου αύτη αίτιοι είσαστε εσείς, πού με την προθυμία σας για ακρόαση διεγείρετε τους αποθαρρυμένους, αφοσιώνεστε στην ακρόαση και κρέμεστε από τη γλώσσα τού ομιλητή. Έτσι και τα χελιδονάκια, όταν δουν τη μητέρα τους να πετά κοντά τους, σκύβουν έξω από τη φωλιά και κρεμούν τον λαιμό τους και έτσι παίρνουν την τροφή από εκείνη. Με τον ίδιο τρόπο και εσείς, βλέποντας με πολλή προθυμία προς τον ομιλητή, δέχεστε την ομιλία, πού σάς φέρνει ή γλώσσα του, και πριν ακόμη να βγουν τα λόγια από το στόμα του, τα αρπάζει ή διάνοια σας.
Ποιος, λοιπόν, δεν θα μάς μακάριζε και εσάς και έμενα γι’ αυτά, επειδή ό λόγος μου απευθύνεται «σε αυτιά ανθρώπων πού ακούνε» (Σ. Σρ. κε’ 9). Κοινός ό κόπος μας και κοινό το στεφάνι μας, κοινό το κέρδος, κοινός και ό μισθός μας. Γι’ αυτό και ό Χριστός μακάρισε τους μαθητές Του λέγοντας, «είναι μακάρια τα μάτια σας γιατί βλέπουν, και τα αυτιά σας γιατί ακούνε» (Μτ. ιγ’ 16). Επιτρέψτε με αυτά τα λόγια να τα πω και για εσάς, επειδή δείχνετε και εσείς την ίδια προθυμία: «Είναι μακάρια τα μάτια σας, γιατί βλέπουν, και τα αυτιά σας, γιατί ακούνε». Και είναι φανερό ότι ακούνε τα αυτιά σας, το ότι όμως βλέπουν τα μάτια σας, όπως τότε έβλεπαν οι μαθητές, θα προσπαθήσω να το αποδείξω, για να μην είναι μισός ό μακαρισμός σας, αλλά ολόκληρος. Τί, λοιπόν, έβλεπαν τότε οι μαθητές; Νεκρούς να ανασταίνονται, τυφλούς να βλέπουν, λεπρούς να καθαρίζονται, δαιμόνια να διώχνονται, κουτσούς να βαδίζουν, κάθε σφάλμα της φύσης να διορθώνεται.
Τώρα αυτά βλέπετε και εσείς, αν και όχι με τα σωματικά μάτια, αλλά με τα μάτια της πίστης. Γιατί τα μάτια της πίστης βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται και κατανοούν εκείνα πού δεν έγιναν ακόμη. Από πού είναι αυτό φανερό, το ότι δηλαδή ή πίστη οδηγεί στη θέαση και βεβαίωση εκείνων πού δεν βλέπονται; Άκουσε γι’ αυτό τον Παύλο και λέει: «Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά πού ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά πού δεν βλέπουμε» (Έβρ. ια’ 3). Και το θαυμαστό μάλιστα είναι ότι τα σωματικά μάτια βλέπουν εκείνα πού φαίνονται, ενώ τα μάτια της πίστης κάνουν το εντελώς αντίθετο, δηλαδή δεν βλέπουν αυτά πού φαίνονται, αλλά βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται. Και το ότι δεν βλέπουν εκείνα πού φαίνονται και βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται μας το φανέρωσε ό Παύλος λέγοντας τα έξης: «Για ότι προσωρινά ασκεί μια ελαφριά πίεση επάνω μας, μάς προετοιμάζει για ολοένα και μεγαλύτερο πλούτο αιώνιας δόξας. Δεν στοχεύουμε σ’ αυτά πού φαίνονται, αλλά & αυτά πού δεν φαίνονται» (Β’ Κρ. δ’ 17-18).
Και πώς κανείς θα μπορούσε να δει αυτά πού δεν φαίνονται; Πώς αλλιώς, παρά μόνο με τα μάτια της πίστης; Έτσι κι’ άλλου λέει ό Παύλος: «Με την πίστη κατανοούμε πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν» (Έβρ. ια’ 3). Πώς; Γιατί δεν γνωρίζουμε. Λέει, «συνεπώς, καθετί πού βλέπουμε δημιουργήθηκε από κάτι πού δεν φαίνεται» (Έβρ. ια’ 4). Θέλετε να φέρω κι’ άλλη μαρτυρία, ότι τα μάτια της πίστης βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται; Γράφοντας ό Παύλος κάποτε στους Γαλάτες έλεγε: «’Εσείς πού είδατε με τα μάτια σας την εικόνα του σταυρωμένου Ιησού Χριστού» (Γαλ. γ’ 1).
β’. Τί λες, μακάριε Παύλε; Είδαν οι Γαλάτες να σταυρώνεται ό Χριστός στη Γαλατία;
Δεν ομολογούμε όλοι ότι το πάθος έγινε στην Παλαιστίνη, στη μέση της Ιουδαίας; Πώς, λοιπόν, Τον είδαν σταυρωμένον οι Γαλάτες; Με τα μάτια της πίστης και όχι με τα σαρκικά μάτια. Είδες πώς τα μάτια της πίστης βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται; Από τόσο, λοιπόν, μεγάλο διάστημα και μετά από τόσον χρόνο είδαν τον Χριστό σταυρωμένον. Έτσι κι’ εσείς βλέπετε τούς νεκρούς να ανασταίνονται, έτσι σήμερα είδατε τον λεπρό να καθαρίζεται, έτσι είδατε τον παράλυτο να σηκώνεται και τον είδατε καλύτερα από τούς Ιουδαίους πού ήταν τότε παρόντες. Γιατί εκείνοι, αν και ήταν παρόντες, δεν παραδέχτηκαν το θαύμα, εσείς, όμως, αν και απόντες, παραδεχτήκατε την πίστη. Γι’ αυτό δίκαια είπα προς εσάς ότι «είναι μακάρια τα μάτια σας, γιατί βλέπουν».
Κι αν πάλι και από άλλου θέλεις να μάθεις ότι βλέπουν εκείνα πού δεν φαίνονται τα μάτια της πίστης και παραβλέπουν αυτά πού φαίνονται – γιατί δεν θα μπορούσαν με άλλον τρόπο να δουν εκείνα πού δεν φαίνονται, παρά μόνον αν περιφρονούσαν αυτά πού ειπώθηκαν -, άκουσε τον Παύλο, πού μιλώντας για τον Αβραάμ λέει ότι με τα μάτια της πίστης είδε τον γιό του τον Ισαάκ να γεννιέται, και έτσι δέχτηκε την υπόσχεση. Τί λέει λοιπόν; «Και επειδή δεν λιγόστεψε ή πίστη του, δεν σκέφτηκε ότι το σώμα του ήταν νεκρό για τεκνοποίηση» (Ρμ. δ’ 19). Είναι μεγάλη ή δύναμη της πίστης. Διότι όπως «οι λογισμοί των ανθρώπων είναι δειλοί και αδύνατοι» (Σ. Σρ. θ’ 14), έτσι και ή πίστη είναι ισχυρή και δυνατή. «Δεν σκέφτηκε ότι το σώμα του ήταν νεκρό για τεκνοποίηση». Βλέπεις πώς άφησε αυτά πού φαίνονται, πώς δεν είδε τα γηρατειά; Αν και βέβαια το γεγονός αυτό βρισκόταν μπροστά στα μάτια του, όμως έβλεπε με τα μάτια της πίστης και όχι με τα σωματικά. Γι’ αυτό δεν είδε τα γηρατειά, ούτε τη νέκρωση της Σάρας. Δεν σκέφτηκε «τη νέκρωση της μήτρας της Σάρας» (Ρμ. δ’ 19). Εδώ υπαινίσσεται τη στείρωση.
Διπλή, λοιπόν, ήταν ή αδυναμία, ή μια από την ηλικία και ή άλλη από την αδυναμία της φύσης. Διότι, όχι μόνο το σώμα λόγω της ηλικίας ήταν άχρηστο για να τεκνογονήσει, αλλά και ή ίδια ή μήτρα είχε νεκρωθεί και το εργαστήριο της φύσης ήταν άχρηστο και πριν τα γηρατειά, εξαιτίας της στείρωσης. Είδες πόσα ήταν τα εμπόδια; Τα γηρατειά τού άνδρα, τα γηρατειά της γυναίκας, ή στείρωση πού ήταν πιο άχρηστη από τα γηρατειά, γιατί βέβαια αυτό ήταν το μεγάλο εμπόδιο για την τεκνοποίηση. Άλλ’ όμως όλα αυτά τα παρέβλεπε ό Αβραάμ και με τα μάτια της πίστης ανέβηκε στους ουρανούς, έχοντας για μέγιστη απόδειξη των υποσχέσεων τη δύναμη Εκείνου πού έδωσε τις υποσχέσεις. Γι’ αυτό «δεν απίστησε στην υπόσχεση τού Θεού, αλλά δυνάμωσε ή πίστη του» (Ρμ. δ’ 20). Ή πίστη του, λοιπόν είναι ισχυρή βακτηρία και ασφαλές λιμάνι, πού απαλλάσσει από την πλάνη των λογισμών και αναπαύει την ψυχή σε πολλή ησυχία.
«Είναι μακάρια τα μάτια σας, γιατί βλέπουν». Είναι ανάγκη να επιστρέψουμε σ’ αυτόν τον λόγο. Ασφαλώς τότε οι Ιουδαίοι έβλεπαν εκείνα πού γίνονταν, αλλά δεν μακαρίζει ό Κύριος αυτή την εξωτερική όραση, γιατί αυτή δεν βλέπει από μόνη της τα θαύματα, αλλά μακαρίζει την εσωτερική. Οι Ιουδαίοι είδαν έναν τυφλό και έλεγαν, «αυτός είναι, αυτός δεν είναι, ας καλέσουμε τούς γονείς του» (Ιώ. θ’ 8, 18). Ακούς αυτούς πού αμφιβάλλουν; Βλέπεις πώς δεν είναι αρκετή ή σωματική όραση για να δουν το θαύμα; Εκείνοι πού ήταν παρόντες και θεατές έλεγαν, «αυτός είναι, δεν είναι αυτός», ενώ εμείς πού δεν ήμασταν παρόντες δεν λέμε, «αυτός είναι, αυτός δεν είναι», αλλά λέμε «αυτός είναι». Έμαθες πώς δεν βλάπτει καθόλου ή απουσία, όταν υπάρχουν τα μάτια της πίστης, και ότι δεν ωφελεί καθόλου ή παρουσία, όταν δεν υπάρχουν τα μάτια της πίστης; Γιατί, τί τους ωφέλησε εκείνους για το ότι είδαν; Τίποτε. Εμείς είδαμε πιο καθαρά από εκείνους.
Επειδή, λοιπόν, βλέπουν τα μάτια σας θέαμα και ακούνε τα αυτιά σας λόγια πού τα μακάρισε ό Χριστός, εμπρός ας παραθέσω τα μαργαριτάρια των Γραφών. Και όπως ακριβώς ό Χριστός δεν έλυσε τα ζητήματα των Ιουδαίων, αλλά έκανε πιο έντονη την ασάφεια, επειδή δεν πρόσεχαν, έτσι ακριβώς και σ’ εσάς, επειδή προσέχετε, πρέπει να παρουσιάσω όσα είναι κρυμμένα. Διότι και οι μαθητές πλησίασαν τον Κύριο και με απορία τού έλεγαν: «Γιατί τούς μιλάς με παραβολές;» Κι’ εκείνος απάντησε: «Επειδή, ενώ βλέπουν δεν βλέπουν» (Μτ. ιγ’ 10,13). Λοιπόν, επειδή και εσείς είδατε χωρίς να δείτε, είναι ανάγκη να μη σάς μιλήσω με παραβολή. Και επειδή ό Ιησούς πρόσθεσε «αν και ακούνε όμως δεν ακούνε», επειδή εσείς, χωρίς να ακούσετε τότε, ακούτε τώρα όχι λιγότερο από το αν ακούγατε τότε, πρέπει να μη σάς στερήσω αυτό το τραπέζι.
Διότι και ό Χριστός τούς μακάρισε αυτούς όχι λιγότερο από εκείνους. Λέει, «πίστεψες επειδή με είδες με τα μάτια σου. Είναι μακάριοι εκείνοι πού πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει» (Ιώ. κ’ 29). Μη γίνεσθε, λοιπόν, οκνηροί στην άσκηση της αρετής, γιατί δεν ανήκετε σ’ εκείνους τούς χρόνους, αλλά στη σημερινή εποχή. Γιατί, αν θέλεις, δεν θα ζημιωθείς, όπως ακριβώς και πολλοί από τούς τότε, επειδή δεν το ήθελαν, δεν ωφελήθηκαν.
γ’. Τί λοιπόν αναγνώστηκε σήμερα; «Να ξέρετε ακόμη κι’ αυτό: Τις έσχατες ήμερες θα έρθουν δύσκολοι καιροί» (Β’ Τιμ. γ’ 1). Στον Τιμόθεο πάλι τα γράφει αυτά ό Παύλος.
Είναι φοβερή ή απειλή, αλλά ας προσέξουμε. Γιατί μάς υπαινίσσεται τούς σημερινούς καιρούς, και τούς μετά από αυτούς, και σ’ αυτούς πού αναφέρονται στη συντέλεια τού κόσμου. «Να ξέρετε ακόμη κι’ αυτό: Τις έσχατες ήμερες θα έρθουν δύσκολοι καιροί». Είναι σύντομη ή φράση και μεγάλη ή δύναμη της. Γιατί, όπως τα αρώματα φανερώνουν την ευωδία τους όχι με την ποσότητα τους αλλά με τη φύση τους, έτσι και οι θείες Γραφές μάς παρέχουν την ωφέλεια τους όχι με τα πολλά λόγια, αλλά με το περιεχόμενο τους. Έτσι είναι και ή φύση τού θυμιάματος, πού από μόνη της είναι ευωδιαστή, όταν όμως τη ρίξεις στη φωτιά, τότε φανερώνει όλη την ευχαρίστηση πού προσφέρει. Έτσι είναι και ή θεία Γραφή, πού από μόνη της είναι γλυκύτατη, όταν όμως γεμίσει την ψυχή σας, σαν να έπεσε σε θυμιατήριο, γεμίζει με την ευωδία της όλον τον οίκο.
«Να ξέρετε ακόμη κι’ αυτό: Τις έσχατες ημέρες θα έρθουν δύσκολοι καιροί». Λέει για τη συντέλεια τού κόσμου. Τί σε ενδιαφέρει, λοιπόν, μακάριε Παύλε; Επίσης, τί ενδιαφέρει και τον Τιμόθεο; Ακόμη, τί και εκείνους πού τότε το άκουγαν; Γιατί από λίγο πρόκειται να πεθάνουν, και να γλιτώσουν από τα κακά πού έρχονται κι’ από τούς πονηρούς ανθρώπους. Λέει ό Παύλος, δεν βλέπω μόνο τα παρόντα, αλλά προβλέπω και τα μελλοντικά. Δεν φροντίζω μόνο για το σημερινό ποίμνιο, αλλά αγωνιώ και φοβούμαι και για το μελλοντικό. Εμείς, βέβαια, μόλις και με δυσκολία φροντίζουμε για τούς ανθρώπους πού βρίσκονται κοντά μας, εκείνος, όμως, δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και γι’ αυτούς πού δεν γεννήθηκαν ακόμη. Έτσι κι’ ένας τσομπάνος άριστος δεν φωνάζει μόνον, όταν δει τούς λύκους να επιτίθενται στο ποίμνιο και να πλησιάζουν τα πρόβατα, αλλά κι’ όταν ακόμη είναι μακριά, ειδοποιεί τούς άλλους.
Έτσι και ό Παύλος, επειδή είναι άριστος ποιμένας, καθισμένος στον υψηλό τόπο τού προφητικού αξιώματος και προβλέποντας με τα προφητικά του μάτια από ψηλά να επιτίθενται τα θηρία, να ορμούν κατά τη συντέλεια τού κόσμου και να βαδίζουν εναντίον τού ποιμνίου, προλέγει και δίνει μαρτυρία για το γεγονός από πριν, ώστε κι’ εκείνους πού δεν γεννήθηκαν ακόμη να τούς προετοιμάσει για να αγρυπνούν και να προφυλάξει όλο το ποίμνιο με την προφητεία. Γιατί πολλές φορές και ένας φιλόστοργος πατέρας, κατασκευάζοντας σπίτι για τα παιδιά του, το κάνει τόσο λαμπρό και μεγάλο, ώστε να γίνει χρήσιμο, όχι μόνο σ’ εκείνα, αλλά και στα εγγόνια του, και στους επόμενους από αυτά. Το ίδιο και ένας βασιλιάς, όταν περιτειχίζει μια αγαπημένη πόλη, κάνει το τείχος της ασφαλές και ισχυρό και μόνιμο, για να εξυπηρετεί όχι μόνο τη γενιά του, αλλά και για να γίνει χρήσιμο σε όλους τούς μεταγενέστερους, κατάλληλο όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τις τότε πολιορκητικές μηχανές, αλλά και για τις μελλοντικές επιθέσεις.
Έτσι έκανε και ό Παύλος. Επειδή οι επιστολές του είναι τα αποστολικά τείχη των εκκλησιών, προφυλάγει μ’ αυτές όχι μόνο όσους ζούσαν τότε αλλά και τούς μεταγενέστερους. Και κατασκεύασε τόσο ισχυρό και ακλόνητο αυτόν τον περίβολο και τον περιέφερε με κάθε ασφάλεια σε ολόκληρη την οικουμένη, ώστε να απαλλάξει από τούς εχθρούς και τούς τότε και τούς μετά από εκείνους και τούς τώρα και τούς αμέσως επόμενους μέχρι την παρουσία τού Χριστού. Τέτοιες είναι οι ψυχές των αγίων, φιλόστοργες, κηδεμονικές, καλύπτοντας με την αγάπη την πατρική εύνοια, νικώντας τη φιλοστοργία της φύσης και ξεπερνώντας εκείνες τις ώδινες, γιατί είναι τού Πνεύματος και της θείας χάριτος.
δ’. Θέλετε να σας δείξω και από άλλου πάλι, ότι οι άγιοι δεν φροντίζουν για τα δικά τους αλλά και για τούς μεταγενέστερους;
 Λέει «όταν ό Ιησούς πήγε και κάθισε στο όρος, τον πλησίασαν οι μαθητές Του» (Μτ. κδ’ 3), άνθρωποι γερασμένοι πού μετά από λίγο χρόνο επρόκειτο να φύγουν από τη ζωή αυτή. Και τί Τον ρωτούν; Για ποιό πράγμα αγωνιούν; Για τί ενδιαφέρονται; Τί φοβούνται; Για ποιά πράγματα ρωτούν τον Διδάσκαλο; Μήπως για πράγματα της δικής τους ζωής ή για πράγματα ανθρώπων της εποχής εκείνης; Καθόλου. Αλλά προσπερνώντας όλα εκείνα, τί λένε; «Ποιό σημάδι θα δείξει πώς πλησιάζει ή Παρουσία Σου και ή συντέλεια τού κόσμου;» (Μτ. κδ’ 3). Είδες ότι κι’ εκείνοι ρωτούν για τη συντέλεια τού κόσμου και φροντίζουν για τούς ανθρώπους πού θα υπάρχουν αργότερα; Διότι οι απόστολοι δεν βλέπουν τα δικά τους, αλλά τα πράγματα των άλλων, και όλοι μαζί και ξεχωριστά ό καθένας.
Ό Πέτρος, λοιπόν, ήταν ό κορυφαίος τού ομίλου, το στόμα όλων των Αποστόλων, ή κεφαλή εκείνης της ομάδας, ό προστάτης όλης της οικουμένης, το θεμέλιο της Εκκλησίας, ό θερμός εραστής τού Χριστού. Γιατί λέει, «Πέτρε, με αγαπάς περισσότερο από όσο αυτοί εδώ;» (1ω. κα’ 15). Γι’ αυτό λέω τα εγκώμια, για να μάθετε ότι αγαπά πραγματικά τον Χριστό. Γιατί ή φροντίδα για τούς δούλους τού Κυρίου, είναι μέγιστη απόδειξη της αγάπης προς τον Κύριο. Κι’ αυτά δεν τα λέω εγώ, αλλά ό Ίδιος ό άγαπώμενος Κύριος. Λέει, «αν με αγαπάς, ποίμανε τα πρόβατα μου» (1ω. κα’ 16). Ας δούμε, λοιπόν, αν δείχνει πραγματικά την προστασία πού έχει ό ποιμένας, αν έχει πραγματικά τη φροντίδα, αν αγαπά πραγματικά τα πρόβατα, αν είναι πραγματικά φιλόστοργος για το ποίμνιο, για να μάθουμε ακριβώς πώς αγαπά και τον Ποιμένα.
Γιατί αυτό είπε, είναι απόδειξη εκείνου.
Αυτός, λοιπόν, ό Πέτρος, πέταξε όλα όσα είχε, το δίχτυ, όλα τα σκεύη τού πλοίου και εγκατέλειψε τη θάλασσα, την τέχνη του, το σπίτι του. Κι’ ας μη δούμε ότι αυτά είναι λίγα, αλλά ότι αυτά είναι όλα όσα είχε, και ας επαινέσουμε την προθυμία του. Γιατί και ή γυναίκα εκείνη, πού έριξε στο θησαυροφυλάκιο τού ναού τα δύο δηνάρια, δεν κατέθεσε πολλά χρήματα, αλλά έδειξε πολύν πλούτο προαιρέσεως (Λκ. κα’ 1-4), όπως ακριβώς και ό Πέτρος, παρ’ όλο πού βρισκόταν σε μεγάλη φτώχεια, παρουσίασε μεγάλο πλούτο προθυμίας. Όπως, δηλαδή, για κάποιον άλλον ήταν τα κτήματα, οι δούλοι, τα οικήματα και το χρυσάφι, έτσι και για εκείνον, τον Πέτρο, ήταν το δίχτυ, ή θάλασσα, ή τέχνη και το πλοίο. Ας μη δούμε, λοιπόν, αν άφησε λίγα, αλλά αν δεν τα άφησε όλα.
 Διότι αυτό είναι το ζητούμενο, όχι αν καταθέσει κανείς λίγα ή πολλά, αλλά το να μη προσφέρει λιγότερα από τις δυνάμεις του.
Τα άφησε, λοιπόν, όλα ό Πέτρος, και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια του την ασφάλεια, γιατί και τον ιουδαϊκό λαό έκανε εχθρό του με τον τρόπο αυτό.
Κι’ αυτό γιατί λέει «οι Ιουδαίοι είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πώς ό Ιησούς είναι ό Χριστός, ό Μεσσίας» (Ιώ. θ’ 22). Όποτε είναι φανερό πώς δεν είχε αμφιβολίες, ούτε δισταγμούς για τη Βασιλεία των ουρανών, αλλά είχε πεισθεί υπερβολικά, και από αυτήν την απόδειξη των πραγμάτων, και πριν από την απόδειξη των πραγμάτων από το στόμα τού Σωτήρα, πώς οπωσδήποτε θα την κληρονομήσει. Γιατί λέγοντας, «εμείς αφήσαμε τα πάντα και Σε ακολουθήσαμε. Τί θα γίνει με εμάς;», τού απάντησε ό Χριστός ότι «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές τού Ισραήλ» (Μτ. ιθ’ 27-28). Και αυτά τα συνέθεσα για να μην πεις ότι φοβάται για τον εαυτό του, όταν παρουσιάσω αυτόν να αγωνιά για τούς συνδούλους του. Γιατί πώς θα φοβόταν, όταν το ίδιο το μέλλον αποφάσισε να τον στεφανώσει για τη νίκη και τα βραβεία του;
Αυτός ό Πέτρος, λοιπόν, πού άφησε τα πάντα, πού είχε εξασφαλισμένη τη Βασιλεία των ουρανών, όταν κάποτε πλησίασε τον Χριστό ένας πλούσιος και Τού είπε, «τί να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» (Μτ. ιθ’ 16), και ό Χριστός του αποκρίθηκε, «εάν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντα σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και έλα να με ακολουθήσεις» (Μτ. ιθ’ 21), και επειδή εκείνος στη συνέχεια λυπήθηκε γι’ αυτό και ό Χριστός έλεγε στους μαθητές Του, «βλέπετε πόσο δύσκολα μπαίνουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών, αλήθεια σάς λέω ότι είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά να μπει πλούσιος στη Βασιλεία των ουρανών» (Μτ. ιθ’ 23-24), ό Πέτρος τότε, πού δεν είχε κτήματα, πού είχε ελπίδα στη Βασιλεία των ουρανών, πού δεν είχε φόβο για τη δική του σωτηρία, πού είχε πεισθεί πολύ καλά για την τιμή πού τον περίμενε εκεί, αφού τα άκουσε αυτά τα λόγια τού Χριστού, έλεγε, «ποιος μπορεί να σωθεί;». Τί φοβάσαι, μακάριε Πέτρε; τί αγωνιάς; τί τρέμεις; Τα απέρριψες όλα, τα εγκατέλειψες όλα.
 Ό λόγος αυτός τού Κυρίου είναι για τούς πλουσίους, εναντίον τους στρέφεται το λεγόμενο, ενώ εσύ ζεις σε φτώχεια κι’ ακτημοσύνη. Δεν ενδιαφέρομαι, λέει ό Πέτρος, για το δικό μου συμφέρον, αλλά επιζητώ το συμφέρον των άλλων. Γι’ αυτό έχοντας βεβαιότητα για τα δικά του, έκανε την ερώτηση για τούς άλλους, λέγοντας, «ποιος μπορεί να σωθεί;».
ε’. Είδες τη φροντίδα των Αποστόλων; Πώς είναι ένα σώμα; είδες πώς ενδιαφερόταν ό Πέτρος για τούς ανθρώπους της εποχής του και για τούς μεταγενεστέρους του;
έτσι κάνει και ό Παύλος. Γι’ αυτό έλεγε: «Να ξέρετε ακόμη κι’ αυτό: Τις έσχατες ημέρες θα έρθουν δύσκολοι καιροί». Και σε άλλο σημείο κάνει πάλι το ίδιο. «Όταν ήταν να φύγει από την Ασία και να πάει στη Ρώμη, και από εκεί να αναχωρήσει για τον ουρανό (γιατί ό θάνατος των αγίων δεν είναι θάνατος, αλλά μετάθεση από τη γη στον ουρανό, από τα υποδεέστερα στα καλύτερα, και από τούς συνδούλους στον Κύριο, και από τούς ανθρώπους στους Αγγέλους), όταν, λοιπόν ήταν να πάει προς τον Κύριο των όλων, τον Θεό, τακτοποίησε όλα τα δικά του πολύ καλά. Γιατί όσον καιρό ήταν με τούς μαθητές του, τούς παράθετε τη διδασκαλία με κάθε ακρίβεια, και λέει, «είμαι αθώος από το αίμα όλων σας» (Πρξ. κ’ 26), και δεν παρέλειψα τίποτε, λέει, από αυτά πού έπρεπε να προσφερθούν για τη σωτηρία σας.
Τί λοιπόν; Επειδή εξασφάλισε όσα ήταν για τον εαυτό του, επειδή δεν επρόκειτο να κατηγορηθεί από τον Κύριο για τούς συγχρόνους του, μήπως αμέλησε για τις μεταγενέστερες ψυχές; Καθόλου. Αλλά σαν να ήταν να αναλάβει την ευθύνη και για εκείνους, έτσι τούς λέει και εκείνα με κάθε ακρίβεια, τα όποια ας τα ξαναδιαβάσουμε. Λέει, «Προσέχετε τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 28), είδες πώς ήταν συνδεδεμένος μαζί τους με τη φροντίδα; Γιατί ό καθένας από εμάς φροντίζει για τον εαυτό του, ενώ ό επίσκοπος για όλους. Γι’ αυτό λέει για τους διδασκάλους: «αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία σας, επειδή θα δώσουν λόγο στον Θεό» (Έβρ. ιγ’ 17).
Πραγματικά είναι φοβερό το βάρος να έχει κανείς ευθύνες για τόσο πολύ λαό. Αλλά, όπως έλεγα, όταν τούς κάλεσε, λέει, «προσέχετε τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο όποιο το Άγιο Πνεύμα σάς έθεσε επισκόπους» (Πρξ. κ’ 28).
Τί έγινε, Παύλε; για ποιό λόγο συμβουλεύεις; μήπως προβλέπεις κάποιο κακό; μήπως προβλέπεις κάτι φοβερό; μήπως υπάρχει κάποιος κίνδυνος; μήπως κάποια συμφορά, μήπως κάποιος πόλεμος; Απάντησε μας, Παύλε, γιατί στέκεσαι πιο ψηλά από εμάς και δεν βλέπεις μόνο τα παρόντα, αλλά προβλέπεις και τα μελλοντικά. Πες μας, λοιπόν, για ποιό λόγο τα παραγγέλλεις αυτά και συμβουλεύεις; Λέει, «θα εισβάλουν λύκοι», και όχι απλώς λύκοι, αλλά «άγριοι λύκοι, πού δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 29). Είδες πώς ισχύει αυτό πού έλεγα, πώς δηλαδή, δεν αγωνιά μόνο για τούς ανθρώπους της εποχής του, αλλά και για εκείνους πού θα υπάρξουν μετά την αναχώρηση του; Λέει, «θα εισβάλουν λύκοι», και όχι απλώς λύκοι αλλά «άγριοι λύκοι, πού δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 29). Διπλός ό πόλεμος, και απουσία τού Παύλου και επίθεση των λύκων. Ούτε ό διδάσκαλος θα είναι παρών, και οι καταστροφείς θα επιτεθούν. Και πρόσεχε την κακουργία των θηρίων και την επινόηση των πονηρών ανθρώπων: Παρατήρησαν την απουσία τού διδασκάλου και τότε επιτέθηκαν στο ποίμνιο.
Τί, λοιπόν, Παύλε; Μάς αφήνεις απροστάτευτους και προφητεύεις μόνο τα δεινά και δεν επινοείς καμιά παρηγοριά; Αλλά κάνοντας αυτό αυξάνεις περισσότερο τη δειλία, καταβάλλεις το φρόνημα, χαλαρώνεις τα νεύρα και παραλύεις τα χέρια των ακροατών. Γι’ αυτό υπενθύμισε προηγουμένως το Άγιο Πνεύμα: «το ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σας έθεσε επισκόπους». Και αν, λέει, φύγει ό Παύλος, όμως είναι παρών ό από τον Κύριο για τούς συγχρόνους του, μήπως αμέλησε για τις μεταγενέστερες ψυχές;
 Καθόλου. Αλλά σαν να ήταν να αναλάβει την ευθύνη και για εκείνους, έτσι τούς λέει και εκείνα με κάθε ακρίβεια, τα όποια ας τα ξαναδιαβάσουμε. Λέει, «Προσέχετε τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 28), είδες πώς ήταν συνδεδεμένος μαζί τους με τη φροντίδα; Γιατί ό καθένας από εμάς φροντίζει για τον εαυτό του, ενώ ό επίσκοπος για όλους. Γι’ αυτό λέει για τους διδασκάλους: «αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία σας, επειδή θα δώσουν λόγο στον Θεό» (Έβρ. ιγ’ 17). Πραγματικά είναι φοβερό το βάρος να έχει κάνεις ευθύνες για τόσο πολύ λαό. Αλλά, όπως έλεγα, όταν τούς κάλεσε, λέει, «προσέχετε τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο όποιο το Άγιο Πνεύμα σάς έθεσε επισκόπους» (Πρξ. κ’ 28).
Τί έγινε, Παύλε; για ποιό λόγο συμβουλεύεις; μήπως προβλέπεις κάποιο κακό; μήπως προβλέπεις κάτι φοβερό; μήπως υπάρχει κάποιος κίνδυνος; μήπως κάποια συμφορά, μήπως κάποιος πόλεμος; Απάντησε μας, Παύλε, γιατί στέκεσαι πιο ψηλά από εμάς και δεν βλέπεις μόνο τα παρόντα, αλλά προβλέπεις και τα μελλοντικά. Πες μας, λοιπόν, για ποιό λόγο τα παραγγέλλεις αυτά και συμβουλεύεις; Λέει, «θα εισβάλουν λύκοι», και όχι απλώς λύκοι, αλλά «άγριοι λύκοι, πού δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 29). Είδες πώς ισχύει αυτό πού έλεγα, πώς δηλαδή, δεν αγωνιά μόνο για τούς ανθρώπους της εποχής του, αλλά και για εκείνους πού θα υπάρξουν μετά την αναχώρηση του; Λέει, «θα εισβάλουν λύκοι», και όχι απλώς λύκοι αλλά «άγριοι λύκοι, πού δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο» (Πρξ. κ’ 29).
 Διπλός ό πόλεμος, και απουσία τού Παύλου και επίθεση των λύκων. Ούτε ό διδάσκαλος θα είναι παρών, και οι καταστροφείς θα επιτεθούν. Και πρόσεχε την κακουργία των θηρίων και την επινόηση των πονηρών ανθρώπων: Παρατήρησαν την απουσία τού διδασκάλου και τότε επιτέθηκαν στο ποίμνιο.
Τί, λοιπόν, Παύλε; Μάς αφήνεις απροστάτευτους και προφητεύεις μόνο τα δεινά και δεν επινοείς καμιά παρηγοριά; Αλλά κάνοντας αυτό αυξάνεις περισσότερο τη δειλία, καταβάλλεις το φρόνημα, χαλαρώνεις τα νεύρα και παραλύεις τα χέρια των ακροατών.
Γι’ αυτό υπενθύμισε προηγουμένως το Άγιο Πνεύμα: «το ποίμνιο, στο όποιο το Άγιο Πνεύμα σάς έθεσε επισκόπους». Και αν, λέει, φύγει ό Παύλος, όμως είναι παρών ό Παράκλητος. Βλέπεις πώς έδωσε φτερά στην ψυχή τους, υπενθυμίζοντας τον Θείο Διδάσκαλο, από τον Όποιον κι’ αυτός έπαιρνε δύναμη; Για ποιό λόγο, λοιπόν, τούς έριξε μέσα στον φόβο; Για να διώξει και πάλι την αδιαφορία τους. Γιατί όποιος συμβουλεύει πρέπει να κάνει και τα δύο, ούτε να αφήνει τον ακροατή να παίρνει θάρρος, για να μη γίνει έτσι περισσότερο αδιάφορος, ούτε πάλι μόνο να τον φροντίζει για να μην καταντήσει δειλός. Υπενθυμίζοντας, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα, απομάκρυνε τη δειλία, και αναφέροντας τούς λύκους, έδιωξε την αδιαφορία. «Άγριοι λύκοι πού δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο. Προσέχετε τον εαυτό σας. Τίποτε δεν παρέλειψα», λέει, «να με θυμάστε». Διότι είναι αρκετό για να παίρνει κανείς θάρρος το να θυμάται τον Παύλο. Και δεν εννοεί απλώς να θυμάται τον ίδιο, αλλά να θυμάται τα κατορθώματα του.
Και δεν λέει απλώς να τον θυμούνται, αλλά καθώς τον θυμούνται να γίνουν μιμητές. Πρόσθεσε ακόμη γι’ αυτόν πού θα ακούσει: «να με θυμάστε, ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και ήμερα να νουθετώ με δάκρυα και οδυρμούς πολλούς τον καθένα σας» (Πρξ. κ’ 31). Δεν θέλω να θυμάστε μόνο εμένα, αλλά και τον χρόνο και τη νουθεσία και τη φροντίδα και τα δάκρυα και όλους εκείνους τούς οδυρμούς. Γιατί, όπως στους ασθενείς οι συγγενείς τους, όταν πουν πολλά και δεν τούς πείθουν να πάρουν τα κατάλληλα για άρρωστους φαγητά και φάρμακα, χύνουν δάκρυα για να τούς λυγίσουν περισσότερο, έτσι έκανε και ό Παύλος στους μαθητές του. Όταν έβλεπε να εξασθενεί ό λόγος της διδασκαλίας, τότε πρόσφερε τη θεραπεία με τα δάκρυα.
στ’. Ποιος δεν θα ντρεπόταν τον Παύλο, όταν δακρύζει και οδύρεται, έστω κι’ αν ήταν πιο αναίσθητος κι’ από τις πέτρες;
Είδες πώς και εκεί προείπε τα μελλοντικά; Και εδώ κάνει ακριβώς το ίδιο λέγοντας, «να ξέρετε ακόμη κι’ αυτό: Τις έσχατες ήμερες θα έρθουν δύσκολοι καιροί». Και για ποιό λόγο το λέει αυτό στον Τιμόθεο και δεν λέει, ας προσέξουν όσοι θα γεννηθούν αργότερα ότι θα έρθουν δύσκολοι καιροί; Αλλά γνώριζε εσύ για να μάθεις ότι και ό μαθητής φροντίζει όμοια με τον διδάσκαλο γι’ αυτούς πού θα γεννηθούν στο μέλλον. Γιατί αν δεν φρόντιζε, δεν θα ανέθετε με παρόμοιο τρόπο τη φροντίδα σ’ εκείνον.
Έτσι κάνει και ό Χριστός. Δηλαδή, όταν τον πλησίασαν οι μαθητές θέλοντας να μάθουν τα σχετικά με τη συντέλεια τού κόσμου τούς λέει:
«θα ακούσετε πώς γίνονται πόλεμοι» (Μτ. κδ’ 6). Κι’ όμως οι μαθητές δεν επρόκειτο να ακούσουν. Όμως το σώμα των πιστών είναι ένα. Και όπως όσοι ζούσαν τότε άκουγαν για τούς μεταγενεστέρους, έτσι κι’ εμείς μαθαίνουμε για όσα έγιναν τότε. Γιατί, όπως είπα, εμείς και εκείνοι είμαστε ένα σώμα, δεμένοι πολύ στενά μεταξύ μας, αν και κατέχουμε την τελευταία θέση των μελών. Κι’ αυτό το σώμα δεν το χωρίζει ούτε ό χρόνος ούτε ό τόπος, γιατί είμαστε δεμένοι μεταξύ μας όχι με την περίφραξη των νεύρων, αλλά περιβεβλημένοι από παντού με τούς δεσμούς της αγάπης. Γι’ αυτό και ό Παύλος σ’ εκείνους μιλά για εμάς, και εμείς ας ακούσουμε τα δικά τους.
Αξίζει ακόμη να εξετάσουμε και αυτό, το γιατί, δηλαδή, λέει παντού πώς τα στενάχωρα θα συσσωρευθούν στα τέλη της παρούσης ζωής. Γιατί και σε άλλο μέρος λέει, «στις έσχατες ήμερες θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη» (Α’ Τμ. δ’ 1). Και εδώ πάλι λέει, «τις έσχατες ήμερες θα έρθουν δύσκολοι καιροί». Και ό Χριστός προλέγοντας τα ίδια έλεγε, «κατά τη συντέλεια τού κόσμου θα ακούσετε πώς γίνονται πόλεμοι ή προετοιμάζονται πόλεμοι, για πείνα και αρρώστιες» (Μτ. κδ’ 6, 7). Για ποιό λόγο, λοιπόν, στη συντέλεια τού κόσμου θα συμβεί το μέγεθος και ή συσσώρευση των συμφορών; Μερικοί ισχυρίζονται ότι όπως ένα γηρασμένο σώμα αποκτά πολλές αρρώστιες, έτσι και ή κουρασμένη και άρρωστη φύση, καθώς γερνά, αποκτά πολλές συμφορές. Αλλά το σώμα βαδίζει προς τα γηρατειά σύμφωνα με την αδυναμία και τον νόμο της φύσης, ενώ οι επιδημίες και οι πόλεμοι και οι σεισμοί δεν συμβαίνουν γιατί γερνά ή φύση. Ούτε πάλι, επειδή γερνάνε τα ίδια τα κτίσματα, γι’ αυτό θα συμβούν «πείνα και επιδημίες και σεισμοί σε διάφορους τόπους, αλλά θα συμβούν επειδή ή γνώμη των ανθρώπων πρόκειται να διαφθαρεί. Γιατί όλα αυτά είναι τιμωρίες αμαρτιών και φάρμακα για τις ασθένειες τού άνθρωπου. Και πραγματικά οι ασθένειες των ανθρώπων τότε αυξάνονται ακόμη περισσότερο.
Και για ποιό, λέει, λόγο αυξάνονται τότε; Έμενα μου φαίνεται ότι γίνονται αδιάφοροι εκείνοι πού πρόκειται να δώσουν λόγο, επειδή αργεί το δικαστήριο και καθυστερούν οι ευθύνες και δεν ήρθε ακόμη ό Κριτής. Αυτό ακριβώς λέει και ό Χριστός για τον πονηρό δούλο, ότι από αυτή την αιτία έγινε πιο ράθυμος (Μτ. κδ’ 48-51). Λέει ό δούλος «αργεί ό κύριος μου» και γι’ αυτό χτυπούσε τούς συνδούλους του και σκόρπιζε την περιουσία τού κυρίου του. Γι’ αυτό και ό Χριστός στους μαθητές πού Τον πλησίασαν και ήθελαν να πληροφορηθούν, την ήμερα της συντέλειας τού κόσμου δεν την έλεγε θέλοντας να μάς κρατά σε συνεχή αγωνία με την αβεβαιότητα των μελλοντικών, για να γίνει ό καθένας πιο επιμελής, καθώς προσδοκά πάντοτε το μέλλον και ζει με την ελπίδα της παρουσίας τού Χριστού.
 Γι’ αυτό συμβουλεύει κάποιος λέγοντας: «Μην αναβάλλεις να επιστρέψεις στον Κύριο, ούτε να περιμένεις από τη μια ήμερα στην άλλη, σαν να πρόκειται να καταστραφείς κάποτε» (Σ. Σρ. ε’ 7).
Δεν είναι γνωστό το τέλος, λέει, και γι’ αυτό είναι άδηλο και το να φροντίζεις πάντοτε. Γι’ αυτό ή ημερα τού Κυρίου έρχεται σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα (Α’ Θσ. ε’ 2). Όχι για να κλέψει, αλλά για να μάς ασφαλίσει περισσότερο. Γιατί εκείνος, πού προβλέπει ότι θα έρθει ό κλέφτης, ζει αγρυπνώντας και ανάβοντας το λυχνάρι, είναι πάντοτε ξυπνητός. Έτσι, λοιπόν, και εσείς, ανάβοντας το φώς της πίστεως και τού ορθού τρόπου ζωής, να έχετε αναμμένες τις λαμπάδες και να αγρυπνείτε διαρκώς. Γιατί, αφού δεν ξέρουμε πότε έρχεται ό νυμφίος, πρέπει να είμαστε διαρκώς προετοιμασμένοι, ώστε, όταν έρθει, να μάς βρει ξυπνητούς.
ζ’. Θα ήθελα να πω κι’ άλλα, αλλά κι’ αυτά πού είπα, με επέτρεψε με δυσκολία να τα πω ή σωματική ασθένεια, εξ αιτίας της οποίας χωρίστηκα τόσον πολύ καιρό από εσάς.
Γιατί για έμενα ήταν πολύς ό χρόνος, όχι για τον αριθμό των ήμερων, αλλά από το μέτρο και τη διάθεση της ψυχής. Διότι σ’ αυτούς πού αγαπούν και ό λίγος ακόμη χρόνος φαίνεται πολύς και απερίγραπτος. Γι’ αυτό και ό Παύλος, όταν για λίγο αποχωρίσθηκε από τούς Θεσσαλονικείς, έλεγε: «Εμείς αδελφοί, όταν σάς αποστερηθήκαμε προσωρινά – με το σώμα βέβαια και όχι με την καρδιά – πολλές φορές προσπαθήσαμε με πολλή λαχτάρα να σάς ξαναδούμε» (Α’ Θσ. β’ 17). Αν όμως ό Παύλος, πού γνώριζε περισσότερο από όλους να ζει με αυταπάρνηση, δεν άντεξε για λίγο τον χωρισμό, πώς εγώ θα αντέξω για τόσο πολλές ήμερες;
Αλλά εκείνος βέβαια – έτσι ενήργησε – κι’ εγώ, όμως, μη αντέχοντας να περιμένω τον υπόλοιπο χρόνο της αρρώστιας έτρεξα σ’ εσάς, πιστεύοντας να πάρω, σαν το πιο δυνατό φάρμακο, τη συνάντηση της δικής σας αγάπης. Γιατί για έμενα πιο χρήσιμο και από τα χέρια των γιατρών και πιο ωφέλιμο από κάθε παρηγοριά πού προέρχεται από αυτούς είναι το να απολαμβάνω την αγάπη σας. Μακάρι αυτή την αγάπη να την απολαμβάνω συνεχώς, με τις ευχές και τις πρεσβείες όλων των αγίων, για τη δόξα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω τού Όποιου και μαζί με τον Όποιον στον Πατέρα και συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, ανήκει ή δόξα, ή τιμή και ή δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΣΧΑΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΧΑΛΕΠΟΙ ΚΑΙΡΟΙ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΡΤΙΟΣ. ΤΕΥΧΟΣ 13
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2013/02/blog-post_4381.html
http://www.hristospanagia.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...