Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
Ὅταν λέμε τήν Εὐχή, φροντίζουμε νά μήν ἔχουμε μετεωρισμούς. Νά μή φεύγη, δηλαδή, τό μυαλό μας ποτέ ἐδῶ καί πότε ἐκεῖ, νά μή χαζεύη σέ εἰκόνες, νά μή σκέπτεται τίποτε ἀπολύτως. Προσέχουμε μόνο στά λόγια τῆς Εὐχῆς, μέ ἀπόλυτη συναίσθησι ὅτι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»,τό λέμε μπροστά στόν Χριστό! Γιατί ὁ Χριστός εἶναι μπροστά μας καί ὄχι μακρυά στόν οὐρανό. Καί εἴμεθα πράγματι ἐνώπιόν Του! Ἄν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας δέν ἦσαν τυφλά, θά Τόν βλέπαμε, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια αὐτό ἦτο πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Μ᾿ αὐτήν λοιπόν τήν συναίσθησι Τόν παρακαλοῦμε θερμά, Τόν ἱκετεύουμε δυνατά γιά νά μᾶς ἐλεήση καί νά μᾶς σώση. «Χριστέ μου, ἐλέησόν με καί ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με».
Ἡ Χαναναία Τόν εἶχε μπροστά της καί φώναζε: «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».1 Ἔτσι κι ἐμεῖς, Τόν ἔχουμε μπροστά μας καί Τόν φωνάζουμε:
«Ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό, διότι ἐγώ ἔχω μέσα μου τούς δαίμονες τῶν παθῶν.
Ἐγώ ἔχω μέσα μου τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ἐγώ κυριαρχοῦμαι ἀπό τά πάθη καί ὑποφέρουν ὅλοι γύρω μου.
Ἐγώ φταίω γιά ὅλα. Χριστέ μου, ἐλέησόν με.
Ἄν ἐλεήσης ἐμένα, ἐλεεῖς καί τόν σύντροφό τῆς ζωῆς μου.
Ἐλεεῖς καί τά παιδιά μου.
Ἐλεεῖς τούς γονεῖς μου.
Ἐλεεῖς τά ἀδέλφια μου καί τόν κάθε μου πλησίον.
Ἐλέησόν με, Κύριε, γιατί ἐλεῶντας ἐμένα ἐλεεῖς καί τούς κληρικούς τῆς ἐκκλησίας Σου».
Ἐλέησόν με, Κύριε, διότι δέν ἔχω οὔτε ἀληθινή μετάνοια οὔτε καί συντριβή οὔτε δάκρυα παρακλητικά.
- Δέν ἔχω ταπείνωσι…., ἐλέησόν με.
- Δέν ἔχω πίστι…., ἐλέησόν με.
- Δέν ἔχω ὑπομονή…., ἐλέησόν με.
- Δέν πενθῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου…, ἐλέησόν με.
Κι ὅλο αὐτό τό ἔργο θά γίνεται μέ τόν νοῦ μας “γυμνό” ἀπό κάθε νόημα πού μπορεῖ νά σχηματισθῆ:
- εἴτε ἀπό τίς παλαιές μας συνήθειες
- εἴτε ἀπό τά “ψυχολογικά” μας
- εἴτε ἀπό τήν πολλή κούρασι
- εἴτε ἀπό τίς ἀπιδράσεις τῆς κληρονομικότητας, δηλαδή ἀπό τήν διεφθαρμένη φύσι μας
- εἴτε ἀπό τήν ἐνόχλησι τοῦ διαβόλου, ἀπό τά«πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, τά καθ᾿ ἡμῶν δολίως κινούμενα».
Γιατί ἀπό πολλές αἰτίες μᾶς ἔρχονται οἱ λογισμοί στό κεφάλι μας καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά κάνουμε προσευχή. Ἔτσι εὔκολα φεύγει ἡ προσοχή μας ἀπό τήν Εὐχή, ἀπό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί χάνεται ὁ πολύτιμος πνευματικός καρπός της, χάνεται ὁ οὐράνιος θησαυρός τῆς θείας Χάριτος!
………
Νά, λοιπόν, τί ἐργασία μπορεῖ νά προσφέρη σ᾿ ἐμᾶς, πού βρισκόμαστε μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ ἐργασία τῆς Νοερᾶς ἡσυχίας κατά τή διάρκεια τῆς νυκτός. Ἔτσι θά μποροῦμε νά ποῦμε, σάν τόν ὅσιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό2στόν κάθε λογισμό πού θά μᾶς ἔρχεται, τά ἑξῆς:
«Δέν σέ ξεύρω, λογισμέ, ποιός εἶσαι. Ὁ Θεός μόνο τό γνωρίζει. Πάντως εἴτε καλός εἴτε κακός, ἐγώ στά παντοδύναμά Χέρια Του ἐπέρριψα καί ἐπιρρίπτω τελείως τόν ἑαυτό μου καί“Αὐτῷ μέλει περί ἐμοῦ»3. Διότι ὅπως ἀπό τό μηδέν, ἀπό τήν ἀνυπαρξία, μέ ἔκανε ἄνθρωπο μέ λογική ψυχή, «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἔτσι καί κατά Χάριν θέλει νά μέ σώση, «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι»4. Καί ἐπειδή αὐτό ἐξαρτᾶται κατά ἕνα μέρος καί ἀπό τήν δική μας θέλησι, προαίρεσι καί ἀγῶνα, στό ἀσθενές θέλημά μας ἔρχεται ἀρωγός τό παντοδύναμο θέλημα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, πού ἔσκυψε ὡς Θεός Ἄναρχος καί ἔγινε ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά σηκώση τό πεσμένο πλάσμα Του.
Καί ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα κατά τό «ἀναστά πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»5, ἀνίστανται οἱ παραλελυμένοι ἐκ τῶν παθῶν πόδες ἡμῶν, καί πλέον διαθέτουμε τήν προαίρεσι, τόν χρόνο, τήν νῆψι, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν προσοχή, ὥστε νά μήν ξαναπέσουμε στήν ἁμαρτία καί ξαναβρεθοῦμε«βόσκοντες χοίρους καί ἐσθίοντες ἀπό τά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας».
Μόνοι μας δέ καί πολύ γρήγορα θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ πνευματική ἐργασία τῆς Εὐχῆς, καί ἰδιαιτέρως ἡ νυκτερινή, γίνεται συνήθεια καί δευτέρα φύσις. Καί ὅσο θά περνοῦν οἱ ἡμέρες καί ὁ χρόνος θά κυλᾶ (μέ τόν τρόπο πού ἀναφέραμε), θά ζητᾶμε νά μᾶς συντροφεύη διαρκῶς ὁ Χριστός μέ τήν μνήμη καί τήν ἐπίκλησι τοῦ παναγίου Ὀνόματός Του καί μέ τήν νῆψι θά παίρνουμε τό ἅγιο μαστίγιο, γιά νά μαστιγώνουμε διαρκῶς τόν δαίμονα, γιά νά στέκεται μακρυά μας, οὔτως ὥστε ἡ ἐνόχλησίς του νά εἶναι γιά μᾶς ἀβλαβής.
Ἀλλά καί πρίν ἀπό τόν βραδινό μας ὕπνο ὀφείλουμε νά φροντίζουμε νά προηγῆται ἡ Εὐχή μέ ἐπίπονα δάκρυα μετανοίας. Καί ὅταν πλαγιάζουμε, ἄς ἔχουμε πρό τῶν ὀφθαλμῶν μας τήν ὥραν τοῦ θανάτου, τῆς Κρίσεως, τῆς ἀπολαύσεως τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τῶν βασάνων τῆς κολάσεως, ἐνῶ ταυτόχρονα θά ἀναπέμπουμε καί δόξα στό πανάγιο Ὄνομά Του.
……
Ὅσο πάλι θά περνάη ὁ καιρός, θά διαπιστώνουμε ὅτι μαζί μέ τή νῆψι πρέπει νά ἔχουμε συγχρόνως καί ταπείνωσι, διότι ὁ ἀγῶνας εἶναι ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων δαιμόνων καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἔρχεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ταπεινό φρόνημα καί ἀπόλυτη ὑπακοή στόν Πνευματικό καί δι᾿ αὐτοῦ στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας στόν Χριστό.
Πρέπει λοιπόν νά διατηροῦμε ἀδιάλειπτη τήν προσοχή, ὥστε μόλις ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἔρχονται οἱ κακοί λογισμοί (πάντα μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ) νά φέρνουμε κι ἐμεῖς τήν δική μας ἀντίρρησι. Κι ἄν δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀντίλογο, νά τούς διώχνουμε μέ περιφρόνησι, λέγοντας «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», “σκάσε, διάβολε” καί“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».
συνεχίζεται……
Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων
ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ
τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ “
Ἐκδόσεις: “Γ. Γκέλμπεσης”
Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
1Ματθ. Ιε΄: 22.
2Ἁγίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Βιβλίο Πρῶτο, Φιλοκαλία…, τ. Γ΄, σελ. 131.
3Α΄ Πέτρ.ε΄ :7.
4Α΄ Τιμ. Β΄ : 4.
5Λουκ. Ιε΄ : 18.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Πρωτ. Στέφανο Ἀναγνωστόπουλο γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης