Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης
Στήν Ν. Σκήτην ἀκριβῶς πάνω ἀπό τόν πύργον, ὑπάρχει μιά καλύβα ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἐκεῖ ἐπρόλαβα δύο γεροντάκια. Τό τελευταῖο λεγόταν Πρόδρομος. Ἀφοῦ ὁ Γέρο-Πρόδρομος ἔφθασε σέ μεγάλην ἡλικίαν, ἑπόμενο ἦταν τό καλύβι του νά εἶναι ἐντελῶς ἀνεπιμέλητο. Μάλιστα στά τελευταῖα του, μαζεύτηκαν τόσα σκουπίδια καί ἀκαθαρσίες στό σπίτι, πού νόμιζες ὅτι εἶναι πραγματική κοπριά. Ἕνας ἄλλος, ὁ εὐλαβέστατος Μοναχός Χρυσόστομος, τόν ἐπεμελεῖτο γιά τ᾿ ἀπαραίτητα.
Μιά μέρα ἔρχεται στόν Γέροντα: «Ἅγιε πνευματικέ, ὁ π. Πρόδρομος δέν εἶναι καλά, τρέξε νά τόν κοινωνήσης».
Ἑτοιμάζει ὁ Γέροντας τά θεῖα Μυστήρια καί τρέχει ἀμέσως. Σέ λίγη ὥρα γύρισε. Ὅμως τόν βλέπω ἀλλοιωμένο, νά κλαίει μέ λυγμούς.
- Νά σοῦ πῶ παιδί μου· δέν θά σοῦ κρύψω. Μπῆκα στό σπίτι τοῦ Γερο-Προδρόμου κρατῶντας τόν Χριστόν. Μόλις εἶδα μέσα τόσην ἀκαθαρσίαν σκέφτηκα: «Ὦ, Χριστέ μου. Ἐσύ ὁ μόνος Καθαρός καί Ἀκήρατος, ποῦ καταδέχεσαι νά μπῆς!». Βλέπω τόν Πρόδρομον, ὁλόμαυρον ἀπό μουντζοῦρες καί ἀκαθαρσίες. Καί πάλιν ἄλλη συγκίνησις. Διακατεχόμενος ἀπ᾿ αὐτές τίς σκέψεις καί καθώς ἄνοιξε τό στόμα του νά μεταλάβη, εἶδα καθαρά παιδί μου, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς μου, νά μπαίνη μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό λερωμένο σῶμα ὁ Χριστός μας καί νά τό κάνη ὁλόλευκο.
Αὐτά εἶπε ὁ Γέροντας καί συγκινημένος ἀκόμα, κλείστηκε στό δωμάτιο. Ποιός ξέρει πόσο ἄλλο ἔκλαψε ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό τό συγκλονιστικό βίωμα.
Τήν ἐποχή πού ἐγκαταβίωσα στήν Ν. Σκήτην, ἐπρόλαβα πολλά γεροντάκια πού διακρίνονταν γιά τήν ἀρετή τους.
Ἕνας ἦταν καί ὁ προλεχθεῖς π. Χρυσόστομος, ὁ ἐπιλεγόμενος Βλάχος. Αὐτός ὁ Γέροντας εἶχε τυπικό νά ζυμώνη ἕνα φοῦρνο ψωμί. Τό ἔκαμνε δίπυρο (παξιμάδι), γιά νά διατηρηθῆ καί περνοῦσε μόνο μέ ψωμί-παξιμάδι, μέχρι νά τελειώση· καί πάλιν ξανά τό ἴδιο. Ἔλεγε δικαιολογούμενος:
«Ἐμένα μέ πειράζει ὁ σατανᾶς, ὅταν φάω ὅ,τι ἄλλο ἐκτός ἀπό ψωμί».
Ἄλλος ἕνας καθόταν ἐκεῖ πού εἶναι δίπλα τό ὑδραγωγεῖο τῆς Ν. Σκήτης. Αὐτός πάλι ζοῦσε στό σπίτι του, μέ συνεχῆ ξηροφαγία. Καί αὐτός γιά νά καλυφθῆ ἔλεγε:
«Ὅταν φάω λιπαρές τροφές, μέ πειράζει ὁ σατανᾶς».
Αὐτός ὀνομαζόταν Νεόφυτος καί στό ἐπίθετο Καψάλης. Μ᾿ αὐτό τό γεροντάκι συνδεόμασταν κατ᾿ ἐξαίρεσιν πολύ στενά. Ἀγρυπνοῦσε καί αὐτός παντοτεινά καί κάθε βράδυ κατέβαινε μεσάνυχτα στό καλύβι μας γιά νά λειτουργηθῆ καί νά μνημονεύση χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί τεθνεώτων.
Κατά κανόνα, ὅταν ὁ π. Νεόφυτος μᾶς ἐπλησίαζε γιά νά μᾶς μιλήση, ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του μιά εὐωδία σάν ἄρωμα. Ἄν καί ὅταν τόν γνώρισα ἦταν ἀκόμα μεσήλικας, ὅμως δέν εἶχε οὔτε μιά μαύρη τρίχα· ἦταν κατάλευκος. Αὐτό τοῦ συνέβη σέ μιά βραδυά μέσα ἀπό τό ἑξῆς περιστατικό: Ἀσκήτευε κάποτε σέ μιά σπηλιά. Τό βράδυ μπῆκε μέσα μέ μαῦρα γένεια. Τό πρωΐ βγῆκε ὁλόλευκος. Τήν νύχτα ἐκείνη, κατά θείαν παραχώρησιν, τοῦ παρουσιάστηκε φανερά πλῆθος δαιμόνων. Μέ τήν φρικτή καί ἀπαίσια μορφή τους, μέ ξυλοδαρμούς, μέ ἀπειλές κλπ., περιῆλθε σέ τόσον φόβον καί τρόμον, ὥστε βγαίνοντας τό πρωΐ ἀπό τή σπηλιά δέν τοῦ ἀπέμεινε οὔτε μιά μαύρη τρίχα. Ἦταν ὁλόλευκος καί ἀγνώριστος.
συνεχίζεται……
Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων
ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ
τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἰωσήφ Μ.Δ.
Ἀπό τό βιβλίο: “Ὁ ἁπλοϊκός ἡγούμενος καί
διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς”
Ἐκτύπωση, Βιβλιοδεσία: ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»
Κεντρική Διάθεση: Βιβλιοπωλεῖον «ΛΥΔΙΑ»
Καμβουνίων 1, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ τηλ. 2310237-412
Τά ἔσοδα θά διατίθενται γιά φιλανθωπικούς σκοπούς.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τό βιβλιοπωλεῖο «ΛΥΔΙΑ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης