Αὐτά τά μαθήματα
πού κάνουμε ἀπό τό βιβλίο Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου,
εἶναι πανεπιστημιακές παραδόσεις καί ἴσως μερικά φαίνονται λίγο δυσνόητα ἤ
λίγο ἐγκυκλοπαιδικά. Ἀλλά θά διαπιστώσουμε πόσο ἐνδιαφέρον ἔχουν καί
γιά μᾶς, γιατί πολλά πράγματα μᾶς τά ἔχουν περάσει μέσω τῆς παιδείας,
μέσω τοῦ σχολείου καί εἶναι ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὅμως θά
λέγαμε ὅτι πρέπει νά ἐκχριστιανισθεῖ. Διότι ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ στήν Δύση
τόσο πολιτισμικά, ὅσο καί ἐθνικά τώρα, ἡ παιδεία μας ἔχει γίνει δυτική,
ἀλλά ἀκόμα καί ἡ θεολογία μας ἔχει ἐπηρεασθεῖ πάρα πολύ ἀπό τήν Δύση.
Ὅταν λέμε Δύση, δέν
ἐννοοῦμε ἁπλῶς τά κράτη πού εἶναι στή Δύση, ἀλλά τόν πολιτισμό τῆς
Δύσης, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικά εἶναι πολιτισμός τῆς αἵρεσης, γιατί ἡ Δύση
ἔχει πέσει στήν αἵρεση. Ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἄς λέγονται
Ρωμαιοκαθολική ‘ἐκκλησία’ ἤ Προτεσταντικές ‘ἐκκλησίες’ ἤ Εὐαγγελική
‘ἐκκλησία’ καί ἄλλα τέτοια.
Δυστυχῶς καί οἱ
ἡγέτες μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποδουλωθεῖ στόν Οἰκουμενισμό, τά ὑψηλότατα
κλιμάκια τῆς Ὀρθοδοξίας, μιλοῦν γιά ἐκκλησίες, χωρίς νά βάζουν
εἰσαγωγικά… Δηλαδή τίς ἀναγνωρίζουν κι αὐτές ὡς ἐκκλησίες καί συνεπῶς μέ
ὀρθή διδασκαλία. Δέν μπορεῖ ὅμως νά εἶναι ὀρθό τό filioque πού ἔχουν οἱ
Παπικοί, γιατί εἶναι ἀντίθετο μέ αὐτό πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι.
Δέν μπορεῖ νά εἶναι καί τό ναί καί τό ὄχι σωστά! Ἤ τό ναί θά εἶναι σωστό
ἤ τό ὄχι. Παρ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχει αὐτή ἡ σχιζοφρένεια καί ὁ λαός μας ζεῖ
σέ ἕνα μπέρδεμα, ὁπότε χρειάζεται νά κάνουμε αὐτά τά μαθήματα, γιά νά
ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπόν νά γνωρίζουμε πώς
οἱ Φράγκοι, οἱ Δυτικοί, εἶναι οἱ Γερμανοί, εἶναι Γερμανικά φύλα, τά
ὁποῖα κατέλαβαν μέ τό ἔτσι θέλω, μέ τή βία καί τόν πόλεμο τήν Ὀρθόδοξη
Εὐρώπη, τήν ἐκλατίνισαν καί ἔγινε τό δημιούργημα πού ξέρουμε σήμερα, ὁ
Παπισμός. Πρός ἀντίδραση τοῦ Παπισμοῦ ἔγινε ὁ Προτεσταντισμός. Στήν
προσπάθειά του ὁ Λούθηρος νά διορθώσει δῆθεν τά λάθη τοῦ Παπισμοῦ, ἔκανε
περισσότερα λάθη, μέ ἀποτέλεσμα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπό
τήν Ὀρθοδοξία.
Οἱ Φράγκοι
ἀκολούθησαν τόν Πλάτωνα, ἀκολούθησαν τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία καί
μάλιστα στό θέμα περί ψυχῆς, λέει ὁ π. Ἰωάννης. Ἔτσι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
θά ποῦμε κάποια πράγματα, ὅσο γίνεται ἁπλά γιά νά τά καταλάβουμε καί θά
προσπαθοῦμε νά τά συσχετίζουμε μέ τήν σημερινή μας κατάσταση.
Οἱ Πατέρες ὅμως, προσέξτε, δέν ἀκολούθησαν τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, οὔτε τόν Πλάτωνα στά θέματα αὐτά. Ὁ
Πλάτωνας ἔλεγε γιά τήν ψυχή: ἡ ψυχή εἶναι δέσμια τοῦ σώματος, εἶναι
φυλακισμένη μέσα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί θά πρέπει νά σπάσει, νά
διαρρηχθεῖ, νά καταστραφεῖ αὐτό τό σῶμα, ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς, γιά νά
ἐλευθερωθεῖ ἡ ψυχή. Ἐνῶ αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία,
πού ἡ ψυχή δέν ἔχει ὡς δεσμωτήριο τό σῶμα, ὡς φυλακή τό σῶμα, ἀλλά ἡ
ψυχή περιβάλλει τό σῶμα, ζωογονεῖ τό σῶμα καί ἔχουν κοινό προορισμό νά
θεωθοῦν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Δέν εἶναι κακό τό σῶμα δηλαδή. Ὁ
Πλάτωνας τό θεωροῦσε κακό, γι’ αὐτό καί ἔλεγε ὅτι πρέπει νά καταστραφεῖ.
Ἡ Ὀρθοδόξη
διδασκαλία μᾶς λέει ὅτι τό σῶμα εἶναι συνεργάτης τῆς ψυχῆς καί ἐκφραστής
τῆς ψυχῆς. Πῶς θά ἐκφράσει ὁ ἄνθρωπος τή μετάνοιά του παρά διά τοῦ
σώματος; Κάνουμε μετάνοιες, κάνουμε κομποσκοίνι, κάνουμε νηστεία, ὅλα
αὐτά εἶναι σωματικά πράγματα, μέ τά ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ ψυχή. Ἄν
καταστραφεῖ τό σῶμα, τότε δέν ἔχει ἡ ψυχή μέσα ἔκφρασης. Ἕνας πού
καταστρέφει τό σῶμα του, θεωρεῖται ὡς αὐτοκτονών, εἴτε ἀμέσως, εἴτε
ἐμμέσως. Ἄν δέν τρώει κανείς καί δέν φροντίζει τήν ὑγεία του εἶναι
ἐμμέσως αὐτοκτονών. Ἄν ἀπό τήν ἄλλη αὐτοκτονήσει κανείς μέ ὅπλο κτλ
εἶναι ἄμεση αὐτοκτονία. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο καταδικάζεται ἀπό τήν
Ἐκκλησία.
Οἱ Φράγκοι λοιπόν
κοντά στίς ἄλλες αἱρέσεις καί στίς ἄλλες πλάνες ἔχουν κι αὐτή τήν πλάνη,
ὅτι ἀκολούθησαν τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία. Γι’ αὐτό ὅπως θά δοῦμε
ἀργότερα καί ἡ θεολογία τους εἶναι ἐγκεφαλική, εἶναι στοχαστική, εἶναι
οὐσιαστικά φιλοσοφία. Καί ὁ Βαρλαάμ πού εἶχε ἔλθει στή Θεσσαλονίκη, καί
τόν ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἦταν φιλόσοφος.
Προσπαθοῦσε μέ τήν φιλοσοφία νά βρεῖ τόν Θεό.
Ἐνῶ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες δέν κάνουν φιλοσοφία, δέν στοχάζονται, δέν προσπαθοῦν μέ τή
διάνοια, μέ τή λογική νά βροῦν τόν Θεό, ἀλλά καθαρίζουν τήν καρδιά τους
καί παθαίνουν τόν Θεό, παθαίνουν τήν θέωση. Δέν βρίσκουν τόν Θεό, ἀλλά ὁ
Θεός τούς βρίσκει. Τόν Θεό δέν τόν ἀνακαλύπτουμε, ἀλλά μᾶς
ἀποκαλύπτεται.
Οἱ Πατέρες λοιπόν δέν ἀκολούθησαν τόν Πλάτωνα. Βέβαια αὐτό οἱ Νεοέλληνες, λέει ὁ π. Ἰωάννης, δέν τό γνωρίζουν καί τόσο,
διότι ἔχουμε ποτιστεῖ μ’ αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀρχαιολατρίας ἀπό τό
σχολεῖο ἀκόμα. Ὅλοι θυμόμαστε ἀπό τό δημοτικό σχολεῖο πού μᾶς δίδασκαν
κατά κόρον μυθολογία, γιά τόν δωδεκάθεο κ.λ.π. Γιατί αὐτά; Ἦταν τυχαῖα;
Ὄχι. Μᾶς τά πέρασαν οἱ Δυτικοί. Ὅταν ὑποτίθεται ὅτι ἀπελευθερωθήκαμε,
οὐσιαστικά σκλαβωθήκαμε μετά τό ’21 στούς Φράγκους καί στήν Εὐρώπη, οἱ
ὁποῖοι μᾶς ἔφεραν καί τήν παιδεία τους, πού ἦταν προσανατολισμένη στήν
ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴχαμε τήν Ὀρθόδοξη Παιδεία, ἡ ὁποία εἶναι πολύ
ἀνώτερη ἀπό τήν παιδεία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας. Καί ὅμως ἦλθαν αὐτοί καί
μᾶς πέρασαν τό μήνυμα ὅτι ἡ ἐπιστροφή στήν ἀρχαία Ἑλλάδα εἶναι πρόοδος.
Δηλαδή βάλαμε ὄπισθεν καί λέγαμε ὅτι πηγαίναμε μπροστά καί ἐνῶ ἤμασταν
τόσα χρόνια μετά Χριστόν, μᾶς γύρισαν πίσω κι ἐμεῖς τό ἀποδεχθήκαμε.
Ἔχουμε τόν τέλειο
νόμο τοῦ Χριστοῦ μας, τήν τελειοτέρα διδασκαλία πού συνοψίζει τά πάντα,
πού λέει: «Νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας» (Ματθ. 5,44), ἤ «Αὐτό πού θέλετε
νά σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, νά τό κάνετε κι ἐσεῖς στούς ἄλλους» (Λουκ.
6,31). Κανένας ἀπό τούς ἀρχαίους, οὔτε οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι δέν
εἶχαν φθάσει ποτέ νά λένε κάτι τέτοιο.
Ὁ Σωκράτης, πού τόν
θαυμάζουμε τόσο πολύ, ἔχει δύο φανερώσεις στήν προχριστιανική
γραμματολογία. Ὑπάρχει ἕνας Σωκράτης πού λέει «στό κακό νά ἀνταποδίδεις
τό κακό καί στό καλό τό καλό». Μέχρι ἐκεῖ. Ὑπάρχει καί μία ἄλλη ἀνώτερη
θέση πού λέει «νά μήν ἀνταποδίδεις κακό στό κακό», ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Ὁ
Χριστός μᾶς λέει νά ἀνταποδίδουμε καλό στό κακό. Αὐτό εἶναι τό ὕψιστο.
Μᾶς εἶπαν λοιπόν οἱ
Φράγκοι, ἀφῆστε τα αὐτά θά γυρίσουμε πίσω στούς ἀρχαίους. Ἡ Ἀναγέννηση,
ὁ Διαφωτισμός -πού οὐσιαστικά εἶναι διασκοτισμός- σέ γυρνοῦν πίσω. Καί
μᾶς γύρισαν πίσω, ἐνῶ ἐμεῖς θεωρήσαμε ὅτι προοδεύουμε καί
ἐκσυγχρονιζόμαστε καί ὅτι ἀνεβαίνουμε πνευματικά καί πολιτιστικά μέ τή
συμβολή αὐτή τῶν Φράγκων.
Ἔτσι λοιπόν σήμερα, λέει ὁ π. Ἰωάννης, μέ
αὐτόν τόν μεγάλο θαυμασμό πού ἔχουν γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη,
πού διδάσκονται στά σχολεῖα, ἔγιναν οἱ Πατέρες γιά τούς Νεοέλληνες σάν
χορευτές στό θέατρο, ὥστε καί αὐτοί νά χορεύουν τόν χορό τοῦ Πλάτωνα καί
τοῦ Ἀριστοτέλη! Ὑπάρχει καί
σήμερα αὐτή ἡ πλάνη στή δυτική θεολογία, ἀλλά καί στή δική μας
θεολογία! Γιατί καί στή δική μας; Διότι οἱ δικοί μας θεολόγοι δυστυχῶς
γιά νά μορφωθοῦν -μᾶλλον γιά νά παράμορφωθοῦν- πηγαίνουν στή Δύση νά
σπουδάσουν, νά πάρουν τά μεταπτυχιακά καί τά διδακτορικά καί μάλιστα
στήν μήτρα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῆς αἱρέσεως στήν Τυβίγγη
πού εἶναι στή Γερμανία καί μετά ἔρχονται ἐδῶ καί γίνονται καθηγητές τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς καί μᾶς περνοῦν τά φῶτα τοῦ σκότους.. Σέ Ὀρθόδοξες
Σχολές νά διδάσκονται Προτεσταντικές Θεολογίες! Αὐτοί λοιπόν μᾶς λένε,
ὅτι καί οἱ Πατέρες ἦταν Πλατωνίζοντες ἤ Νεοπλατωνίζοντες, δηλαδή
Φιλόσοφοι πού εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τόν Πλάτωνα καί ἀπό τούς
Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.
Διότι πῶς ἀλλιῶς οἱ Πατέρες θά εἶναι μεγάλοι Πατέρες, γιά τούς Νεοέλληνες, -ἐδῶ ὑπάρχει μιά λεπτή εἰρωνεία τοῦ π. Ἰωάννου- ἄν δέν εἶναι ὀπαδοί τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; Ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ Πατέρες ἦταν πολύ ὀξεῖς στήν κριτική τους ἐναντίον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί τῆς Φιλοσοφίας.
Ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τό μόνο κριτήριο μεγαλειότητος εἶναι τό ἄν εἶναι κάτι ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα!
Ἄν εἶναι κάτι ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, εἶναι σπουδαῖο καί μεγάλο, ἐνῶ
δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ναί μέν, ὑπῆρχε ἕνας σπουδαῖος πολιτισμός
στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά δέν ἦταν ἡ κορυφή τοῦ πολισμοῦ ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα.
Βεβαίως γιά τήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν, γιατί οἱ ἄλλοι βρίσκονταν σέ
πολύ χειρότερη κατάσταση. Ὑπάρχει ὅμως ὁ πολύ ἀνώτερος πολιτισμός, ὁ
Ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ἀπαύγασμα καί τό δημιούργημα πού προκύπτει
ἀπό τήν ὀρθόδοξη ζωή.
Βέβαια προσέξτε,
γιατί κι ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα μπέρδεμα. Ὁ σκοπός τοῦ χριστιανοῦ δέν εἶναι νά
φτιάξει πολιτισμό, οὔτε ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὡς σκοπό νά μᾶς δώσει
ἕναν ὀρθόδοξο πολιτισμό, ἀλλά ἦλθε νά μᾶς δώσει τήν ζωή, τήν ὄντως Ζωή,
πού εἶναι Αὐτός ὁ ἴδιος. Ὄχι νά φτιάξουμε τήν παροῦσα ζωή ὄμορφη καί
καλή μέ ἀεροδρόμια, πολυκατοικίες καί οὐρανοξύστες καί νά κάνουμε ἕναν
τέτοιο πολιτισμό! Δέν ἦλθε γι ’αὐτό καί φυσικά ὁ σκοπός δέν εἶναι αὐτός.
Εἶναι γνωστό ὅτι
αὐτοί πού ξεκίνησαν ἕναν τέτοιο πολιτισμό ἦταν αὐτοί πού βρίσκονταν
μακριά ἀπό τόν Θεό. Καί ποιοί ἦταν αὐτοί; Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν. Αὐτοί
ἦταν οἱ πρῶτοι πού δημιούργησαν πολιτισμό. Τά παιδιά τοῦ Κάιν, μέ
ἀποκορύφωμα τῆς πλάνης τους τόν Πύργο τῆς Βαβέλ, πού ἦταν ἕνα μεγάλο,
ὕψιστο τεχνικό ἐπίτευγμα. Θέλησαν νά φτιάξουν ἕναν πύργο καί νά φθάσουν
στόν Οὐρανό! Παρενέβη τότε ὁ Θεός, γιατί ἦταν ὑπερηφάνεια αὐτό καί ἔγινε
ἡ σύγχυση τῶν γλωσσῶν.
Σήμερα ὅμως, ἐπειδή
ἔχουμε τέτοια μπερδέματα μέσα μας, καί τά περνᾶμε καί στά παιδιά μας,
ὀνομάζουμε πολιτισμό ἀκόμη καί τό ποδόσφαιρο ἤ τήν κοσμική μουσική
κ.λ.π. καί ὅλες αὐτες τίς ἀγριότητες πού βλέπουμε καί νομίζουμε ὅτι
εἶναι τό ἅπαν. Ἔτσι χάνουμε τήν Ὀρθόδοξη παιδεία αὐτή τήν ἀποκάλυψη, τήν
κάθαρση, τόν φωτισμό, τήν θέωση πού μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος καί
μένουμε σάν τίς κότες στά χαμηλά, ἐνῶ εἴμαστε ἀετοί καί μποροῦμε νά πᾶμε
στά αἰθέρια.
Ὅ,τι λοιπόν προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα θεωρεῖται πολύ σπουδαῖο στούς σύγχρονους Νεοέλληνες. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν -τώρα τήν κατήργησαν τελείως–
ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἔχει πάρει αὐτήν τήν μορφή πού ἔχει, ὅτι δηλαδή οἱ
Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι συνεχιστές τοῦ μεγάλου Ἑλληνικοῦ πνεύματος τῆς
ἀρχαίας Ἑλλάδας! Γι’ αὐτό τήν εἶχαν καθιερώσει τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἄν ὅμως διαβάσει κανείς τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τόν Μεγάλο Βασίλειο, τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο καί τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, καί πρό παντός τόν ἱερό Χρυσόστομο, θά δεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνέχεια ἐπικρίνει τούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Τούς κρίνει καί τούς ἐπικρίνει συνεχῶς.
Ὁ Χρυσόστομος
εἶναι μεγάλος «ὑβριστής» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Γιά τόν Χρυσόστομο δηλαδή
τό ὄνομα Ἕλληνας, πού εἶχε καταλήξει νά σημαίνει εἰδωλολάτρης –αὐτό σημαίνει Ἕλληνας-
εἶναι μία βρισιά καί τίποτε ἄλλο. Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως καί ὁ
Γρηγόριος ὁ Νύσσης δέν πᾶνε πολύ πίσω στό θέμα αὐτό. Αὐτοί, ὡς
Καππαδόκες πού ἦταν, εἶχαν ἄλλη παράδοση. Εἶχαν τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίσθηκε σέ μία ἐποχή πού κυβερνοῦσε ἡ εἰδωλολατρία καί μεταξύ τῶν ἑλληνοφώνων καί λατινοφώνων –αὐτές ἦταν τότε οἱ δύο κύριες γλῶσσες ἡ Ἑλληνική καί ἡ Λατινική– κυριαρχοῦσαν γύρω ἀπό τά θέματα περί ψυχῆς διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Ἀριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π.
Οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές τίς φιλοσοφίες, πού εἶχαν καί ὀπαδούς, ἦταν καί θρησκεῖες, δέν ἦταν ἁπλές φιλοσοφίες,
ὅπως ὁ Νεοπλατωνισμός, πού ἦταν καθαρή θρησκεία. Βέβαια, ὅσοι θέλουν νά
σώσουν τόν Πλάτωνα, γιά νά μήν χαρακτηρισθεῖ ἱδρυτής θρησκείας, λένε
ὅτι αὐτός δέν εἶχε θρησκευτικό σύστημα. Ἀλλά ἐγώ ὑποπτεύομαι, λέει ὁ π. Ἰωάννης,
ὅτι καί τό ἀρχαῖο Πλατωνικό σύστημα καί αὐτό θρησκεία ἦταν. Δέν ἦταν
δηλαδή, μόνο ὁ Πλατωνισμός θρησκεία, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἵδρυσε
θρησκεία, ἀφοῦ ἐνσωματώνει τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέσα στό
φιλοσοφικό του σύστημα. Ὁ Πλάτων δέν διαχωρίζει τήν θρησκεία του ἀπό τήν
φιλοσοφία.
Ὅταν
κανείς συγκρίνει τά Ἀρχαία Ἑλληνικά μέ τά Νέα Ἑλληνικά βλέπει ὅτι
ὑπάρχουν πάρα πολλές λέξεις πού διασώζονται στά Νέα Ἑλληνικά, ἴδιες μέ τίς λέξεις πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅμως ἔχουν ἀλλάξει ἔννοια καί δέν ἔχουν τήν ἴδια σημασία πού εἶχαν στήν ἀρχαιότητα.
Αὐτό ἔχει γίνει καί στήν Θεολογία. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι Πατέρες πῆραν τήν
φιλοσοφική ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους καί τῆς ἔδωσαν ἄλλη ἔννοια π.χ. ὁ
Λόγος, ὁ Θεός Λόγος. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν αὐτή τήν λέξη μέ ἄλλη
ἔννοια ἀπ’ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Γι’ αὐτό ὅταν
κανείς διαβάζει τούς Ἁγίους Πατέρες πρέπει νά γνωρίζει καί τήν ἔννοια
τῆς κάθε λέξης πού ἔδωσαν αὐτοί. Μπορεῖ νά εἶναι ἴδια ἡ λέξη, ἀλλά νά
ἔχει ἄλλη ἔννοια. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Δυτικοί τούς παρεξήγησαν -ἴσως
καί σκόπιμα- καί τούς εἶπαν ὅτι φιλοσοφοῦσαν καί ὅτι ἦταν ὀπαδοί τοῦ
Πλάτωνα. Ἁπλῶς πῆραν τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καί ἔδωσαν ἄλλη ἔννοια στήν
κάθε λέξη πού ἦταν σύμφωνη μέ τήν ἀποκαλυμμένη θεολογία. Μέ τήν
θεολογία πού μᾶς εἶχε ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τά ρητά ἤ οἱ ὅροι
εἶναι πολύ συνήθη στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς φορεῖς συγκεκριμένων
νοημάτων. Ἔτσι γιά νά κατανοήσουμε σωστά τούς πατέρες πρέπει ὄχι μόνο νά
γνωρίζουμε τά ρητά πού χρησιμοποιοῦν, δηλαδή αὐτά πού εἶπαν καί
δίδαξαν, ἀλλά καί τά ἀντίστοιχα νοήματά τους. Τί σημαίνει,ἄς
ποῦμε, ὑπόσταση ; Λέμε ὁ Θεός εἶναι Τρισυπόστατος. Τί σημαίνει
ὑπόσταση; Σημαίνει Πρόσωπο. Αὐτά πρέπει νά τά γνωρίζουμε, γιά νά
καταλάβουμε τούς Ἅγιους Πατέρες.
Καί ὅταν λέμε
Πατέρες δέν ἐννοοῦμε μόνο τούς Πατέρες τῆς Καινῆς, ἀλλά καί τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης. Οἱ Πατέρες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρονται στούς Προφῆτες τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπως εἰς τούς Πατέρες τῶν Πατέρων ἡμῶν καί γι’ αὐτό
ἑορτάζομε τήν Κυριακή τῶν Προπατόρων. Λοιπόν, σκοπός δέν εἶναι νά
γνωρίζουμε τά ρητά τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τά νοήματα πού ὑπάρχουν μέσα σέ
αὐτά τά ρητά. Ἀπό ὅλη τήν Πατερική Παράδοση, βλέπουμε οἱ Πατέρες νά
τονίζουν ὅτι, αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, τό νά ταυτίσει τά ρητά -δηλαδή τά νοήματα περί Θεοῦ- μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς εἰδωλολατρίας.
Λέμε, ὁ Θεός εἶναι
Φῶς. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἀλλοίμονο ἄν ταυτίσουμε τόν Θεό μέ τό Φῶς. Ποῦμε
δηλαδή ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι Φῶς. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς
εἰδωλολατρίας. Μά τί εἶναι ὁ Θεός; Δέν ξέρουμε. Στήν οὐσία του δέν
ξέρουμε τί εἶναι ὁ Θεός. Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε. Εἶναι ἄρρητα ρήματα.
Ἀλλά λέμε κάποια πράγματα, τά ὁποῖα ὅμως μετά τά παίρνουμε καί πίσω.
Γιατί τί λέμε; Ὁ Θεός εἶναι καί γνόφος. Γνόφος θά πεῖ σκοτάδι. Μά ἀφοῦ
εἶναι φῶς, πῶς εἶναι καί σκοτάδι; Τό πολύ φῶς εἶναι σκοτάδι. Γι’ αὐτό,
λέμε, ὁ Μωυσῆς ἦταν μέσα στόν γνόφο τοῦ Θεοῦ. Μέσα στό πάρα πολύ μεγάλο
φῶς. Δέν ἔχουμε λέξη καί τό λέμε γνόφο, σκοτάδι. Αὐτή εἶναι ἡ λεγόμενη
Ἀποφατική Θεολογία. Δηλαδή λέμε κάτι καί μετά λέμε δέν εἶναι αὐτό, γιατί
δέν ἔχουμε λέξεις γιά τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ταυτίζεται μέ κανένα ἀνθρώπινο νόημα, καί
μέ καμία λέξη. Δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι
ἀπερίγραπτος, εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, λέμε ὅλα αὐτά πού
δέν εἶναι ὁ Θεός, γιατί δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι. Εἶναι αὐτή ἡ
ἀποφατική Θεολογία.
Ἀπό τήν ἄλλη λέμε
ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς, εἶναι ἀγάπη, ἀλλά προσέξτε πάλι, δέν εἶναι ἡ οὐσία
τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη, ὅπως λένε κάποιοι, νεοορθόδοξοι κλπ. Δέν εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη. Δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι ἡ
ἀγάπη; Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη. Τί εἶναι τό Φῶς; Ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ εἶναι τό Φῶς. Εἶναι παντελῶς ἄγνωστο, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τό ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ – σημαίνει τό ἀδημιούργητο, γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι δημιουργημένος ἀπό κανέναν –
δέν ἐκφράζεται κυριολεκτικά μέ νοήματα, ἀλλά μόνο καταχρηστικῶς
ἀποδίδουμε ὀνόματα στόν Θεό (π.χ. ὅτι εἶναι καλός, εἶναι ἀγαθός, εἶναι
ἐλεήμων κ.λ.π.). Ἀλλά εἶναι καί ὑπέρ-καλός, πάνω ἀπό τό κάλλος. Δέν μποροῦμε πραγματικά νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός.
Καί αὐτό τό λέμε ὅτι εἶναι ἀγαθός, καλός, ἐλεήμων, διότι
ξέρουμε ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καί τῶν Πατέρων, ἀπό τήν ἐμπειρία
τοῦ δοξασμοῦ, δηλαδή τῆς θεώσεώς τους, ὅτι κατά τήν θέωση καταργοῦνται
τά νοήματα περί Θεοῦ. Ἔτσι
λέμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτα τελικά γιά τόν Θεό. Γιατί ὅταν
φθάσει τελικά ὁ ἄνθρωπος στήν θέωση, δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτα, σταματοῦν
τά νοήματα. Σ’ αὐτήν τήν
ἐμπειρία ἐξακριβώνεται αὐτό τό γεγονός ὅτι δηλαδή δέν ἀνταποκρίνεται
κανένα κτιστό νόημα στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Γι’
αὐτό εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «πῆγα μέχρι τρίτου Οὐρανοῦ», δηλαδή
μέχρι τόν Παράδεισο, αὐτός εἶναι ὁ τρίτος Οὐρανός, «καί ἤκουσα ἄρρητα
ρήματα (Β’ Κορινθ. 12,4). Δέν λέγονται γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος,
ἀκατάληπτος.
Δέν ὑπάρχει καμία
ἀπολύτως ταυτότης, οὔτε ὁμοιότης τῶν νοημάτων ἤ ὀνομάτων πού ἔχουμε
περί Θεοῦ, μέ τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Διότι τά νοήματα, τά ρήματα, οἱ λέξεις, τά λόγια εἶναι κτιστά. Εἶναι
δημιουργήματα δικά μας. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Δέν ὑπάρχει καμία σχέση
κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Καμία ἀπολύτως. Καί γι’ αὐτόν τόν λόγο κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, μᾶς εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι καταργοῦνται τά πάντα καί λέμε ὅτι δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τό Θεῖο.
Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, πού ἀναφέραμε καί προηγουμένως, ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν Πλάτωνα. Λάθος βέβαια. Δέν
ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει ὁμοιότης στήν ὁρολογία μεταξύ τῶν
Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι
οἱ Πατέρες ἦταν Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ὅπως λέγουν κάποιοι. Ἐδῶ
ὅμως ὑπάρχει μία οὐσιαστική διαφορά. Χαρακτηριστικό τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ
εἶναι ἡ ἔκστασις, ἡ ὁποία εἶναι μία ἐμπειρία ἡ ἔκστασις, πού γιά τούς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δαιμονική.
Εἶναι δαιμονική
ἐνέργεια ἡ ἔκστασις. Προσέξτε! Αὐτό ἔχει σημασία καί γιά μᾶς σήμερα,
γιατί καί σήμερα ὑπάρχει ἔκστασις. Δέν τήν λένε ἔκσταση, τήν λένε καί
ἔτσι, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί ἄλλες ὁρολογίες, ὅπως ἐξωσωμάτωση ἤ ἀστρικό
ταξίδι, ἀστρική προβολή κ.λ.π. Αὐτά τά λένε αὐτοί πού εἶναι μπερδεμένοι
μέ ἀνατολικές θρησκεῖες, γιόγκα, διαλογισμό καί τέτοια.
Οἱ Πατέρες τό εἶπαν
ἀπερίφραστα ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἐμπειρία Θεοῦ. Αὐτοί πού πηγαίνουν στίς
ἀνατολικές θρησκεῖες, γιόγκα, ἀκροπολις κτλ καί ἐσωτερικές φιλοσοφίες,
ὐπάρχουν πολλά τέτοια πού κυκλοφοροῦν, ὅλα αὐτά εἶναι δαιμονικά
συστήματα πού σοῦ ὑπόσχονται ἐμπειρίες. Δέν εἶναι ὅμως ὅλες οἱ ἐμπειρίες
θεϊκές. Ὑπάρχουν καί ἐμπειρίες δαιμονικές. Οἱ ἀφελεῖς μόνο ζητοῦν
ἐμπειρίες ἀσυλλόγιστα. ‘’Ὅτι νά ’ναι, ἀρκεῖ νά εἶναι ἐμπειρίες’’ λένε!
Αὐτά ὅμως δέν εἶναι ἀστεῖα! Ὅπως κάποια παιδιά πού πήγαιναν στά
νεκροταφεῖα καί ἔκαναν διάφορα γιά νά δοῦν ἐμπειρίες. Τί ἐμπειρίες θά
δοῦνε; Δαιμονικά πράγματα θά δοῦνε. Δέν μπορεῖς νά παίζεις μέ τόν
δαίμονα, θά πάθεις μεγάλη ζημιά.
Ἔτσι κι αὐτοί οἱ
Νεοπλατωνικοί, πού ἦταν θρησκεία καί ἄς ἐμφανίζεται ὡς φιλοσοφία, εἶχαν
τήν ἔκσταση πού ἦταν δαιμονική ἐμπειρία. Σ’ αὐτό τό σύστημα, πρίν γίνει
Χριστιανός, εἶχε παρασυρθεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Φιλόσοφος καί
Μάρτυς. Εἶχε ἕναν δάσκαλο σάν γκουρού καί περίμενε ἀπό ὥρα σέ ὥρα νά δεῖ
τόν Θεό, νά πάθει αὐτή τήν ἔκσταση. Εἶχαν τέτοιες διδασκαλίες.
Διδασκαλίες δαιμόνων, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν καί σήμερα μέ τίς ὀνομασίες πού
ἀναφέραμε.
Κατά τήν ἔκσταση ἐξέρχεται τό λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό χῶρο καί τόν χρόνο, καθώς καί ἀπό τήν διαδοχική σκέψη καί ἑνώνεται -ὑποτίθεται- κατ΄αὐτούς
μέ τό ἀμετάβλητο. Λένε δηλαδή οἱ Νεοπλατωνικοί ὅτι ὑπερβαίνει τόν χρόνο
καί τά μεταβλητά. Μέσα σ’ αὐτή τήν διαδικασία τό σῶμα γι’ αὐτούς εἶναι
κάτι τό κακό ἤ τό ἀρνητικό. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Πλάτωνας ὅτι πρέπει νά καταστραφεῖ τό σῶμα.
Πάντως τό σῶμα δέν συμμετέχει στήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τῶν Νεοπλατωνικῶν.
Ἐνῶ στήν θέωση, πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, πού εἶναι ἕνωση μέ τόν
Θεό καί ὄχι δαιμονική ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ἡ ἔκσταση, ἔχουμε συμμετοχή
καί τοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στό Θαβώρ ἔβλεπαν τό ἄκτιστο Φῶς καί
μέ τά σωματικά μάτια, ὄχι μόνο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Εἴτε τά μάτια
τους ἦταν κλειστά, εἴτε ἀνοιχτά, αὐτοί ἔβλεπαν τό ἄκτιστο Φῶς.
Μεταμορφώνονται καί τά σωματικά αἰσθητήρια ἔτσι, ὥστε νά μποροῦν νά δοῦν
τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού εἶχε τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, λόγω τοῦ
ὅτι δέν εἶχε τίς προϋποθέσεις νά δεῖ τόν Θεό, τυφλώθηκε. Τυφλώθηκε ἀπό
τό πολύ Φῶς πού εἶδε, τό ἄκτιστο Φῶς. Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ βασική
διαφορά. Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἔκσταση, μιλοῦν γιά φωτισμό καί γιά
θέωση. Δέν φεύγει ἡ διάνοια, τό λογιστικό ἀπό τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
κανονικότατος, λειτουργεῖ καί ἔχει συνείδηση τί τοῦ γίνεται.
Ὅταν λέμε θέωση, τί
ἐννοοῦμε; Πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ Πατέρες δέν φιλοσοφοῦν, δέν κάνουν
στοχασμό, δέν κάνουν μιά θεολογία τοῦ γραφείου, νά καθίσουν νά σκεφθοῦν,
νά γράψουν γιά τόν Θεό καί νά τό δώσουν στόν κόσμο ἤ νά τό διαβάσουν
καί νά κάνουν μία ὁμιλία. Δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα ἡ θεολογία. Οἱ
Πατέρες τί κάνουν; Καθαρίζουν τήν καρδιά τους καί ἔχουν ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ. Ἔχουν τόν φωτισμό, φθάνουν καί στή θέωση καί περιγράφουν αὐτά πού
ζοῦν. Εἶναι δηλαδή μιά ἐμπειρική ἐπιστήμη ἡ θεολογία. Τά δέ κείμενα πού
ἔχουμε εἶναι καταθέσεις ἐμπειρίας, δέν εἶναι προϊόντα φιλοσοφίας καί
στοχασμοῦ.
Γνωρίζουν οἱ Πατέρες ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως
ὅτι τά νοήματα, πού χρησιμοποιοῦμε γιά τόν Θεό, καταργοῦνται, ὅταν
ἀντικρύζουμε τόν ἴδιο τόν Θεό, ἐκείνην δηλαδή τήν πραγματικότητα πού
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτα.
Ὁπότε τά νοήματα
περί Θεοῦ, πού χρησιμοποιοῦμε εἶναι μόνο τά μέσα γιά νά βοηθήσουν
κάποιον νά δεῖ τόν Θεόν. Τότε, ὅταν κάποιος δεῖ τόν Θεόν, ἡ πίστις καί ἡ
ἐλπίς καταργοῦνται καί μένει μόνον ἡ αγάπη. Αὐτό τό λέγει ξεκάθαρα ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, «Νυνί δέ
μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα» (Α’Κορ. 13,13). Ὅταν φθάσει ὁ
ἄνθρωπος στήν ἀγάπη, τότε τά ἄλλα δύο δέν χρειάζονται πλέον. Γιατί ἡ
πίστις τί εἶναι; Εἶναι νά πιστεύεις αὐτό πού δέν βλέπεις. Ὅταν τό δεῖς,
δέν χρειάζεται ἡ πίστις. Καί ἡ ἐλπίς πάλι τί εἶναι; Ἐλπίζεις, περιμένεις
νά δεῖς αὐτό πού πιστεύεις. Ὅταν τό δεῖς, δέν χρειάζεται πλέον καί ἡ
ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη.
Ἡ πίστις δηλαδή
πρός τόν Θεόν μαζί μέ ὅλα τά συναφή νοήματά της, καθώς καί ἡ ἐλπίδα πρός
τόν Θεό μαζί μέ ὅλα τά συναφή νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανείς
βλέπει τόν Θεόν, πού εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τά νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπό
τήν ἴδια τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή
βλέπει τόν Χριστό ἐν δόξη, καί μετέχει στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται
μέθεξη Θεοῦ, τήν θέωση, δηλαδή ζεῖ πλέον τήν ἀγάπη. Ἀλλά τήν ἀγάπη ὅμως τήν ἀληθινή. Τήν ἕνωση μέ τόν Θεό πού εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Οἱ ἄνθρωποι
συνήθως ἀντιμετωπίζουν τούς συνανθρώπους των μέ βάση τίς ἤδη
διαμορφωμένες γι’ αὐτούς ἀντιλήψεις. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος πού ἀντικρύζει
τόν Χριστόν κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδή ἐκεῖνος στόν ὁποῖον
ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός μέ τήν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύση, ὅπως τήν εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ στήν Μεταμόρφωση,
δέν μπορεῖ νά κρατήσει τότε στόν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἤ
προηγούμενη γνώμη, πού ἐνδεχομένως εἶχε σχηματίσει γιά τόν Χριστό, διότι
δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στήν ὑλική ἤ ἄϋλη δημιουργία, τίποτε τό
κτιστό ἐκτός ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού νά μοιάζει μέ τήν
ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τόν ὁποῖον
τώρα ἀντικρύζει.
Εἶναι αὐτό πού
ἔλεγε πολύ ἁπλά ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι ἄλλο πράγμα ὁ Χριστός, δέν
μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, δέν μποροῦμε ἄν δέν τό ζήσουμε, γιατί τότε
βλέπουμε τί εἶναι ὁ Θεός καί ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν εἶναι τίποτα, δέν
ταιριάζει μέ τίποτα ἀπό αὐτά πού ξέρουμε, πού ἔχουμε μέχρι τώρα δεῖ,
ἀκούσει καί σκεφθεῖ περί Θεοῦ.
Ἁπλῶς δέχεται
τόν Χριστό ὅπως Τόν βλέπει. Οὔτε νά Τόν περιγράψει μπορεῖ οὔτε νά
μιλήσει γι’ Αὐτόν μέ ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δέν ὑπάρχουν
ἀνθρώπινες λέξεις, πού νά μποροῦν νά περιγράψουν τήν ἄκτιστη
πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο,
ἐπειδή δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου.
Ὁ θεωμένος δέν βλέπει ὅμως καί τήν φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ζεῖ μόνο τήν
ἐνέργεια. Στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχει καί τό Φῶς πού βλέπει εἶναι ἡ
ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη.
Ἐδῶ θά πρέπει νά
τονίσουμε τό ἑξῆς: Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως στήν Χριστιανική παράδοση δέν
ἔχει καμία σχέση μέ κανενός εἴδους ἔκσταση. Αὐτό πού εἴπαμε ὅτι παθαίνουν στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Δέν εἶναι ἔκστασις, οὔτε ἔχει νά κάνει μέ τό λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου -μέ τήν λογική δηλαδή- μόνο,
διότι κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως μετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος καί τό σῶμα
του δηλαδή, μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις του ἐν πλήρει λειτουργία.
Δέν χάνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, τήν συνείδησή του, δέν βγαίνει ἔξω
ἀπό τό σῶμα του, ὅπως τάχατες λένε ὅτι συμβαίνει στήν ἔκσταση, ἐκεῖ
εἴπαμε εἶναι δαιμονική ἐμπειρία, δαιμονική ἐνέργεια. Μπερδεμένα
πράγματα.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει τόν Χριστό ἐν δόξη, βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους ἐγρηγόρσεως. Ξέρει πολύ καλά τί τοῦ γίνεται. Ὁπότε δέν βλέπει μόνο ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά βλέπει καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν διαβάσετε τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, θά δεῖτε ἐκεῖ νά ἀναφέρεται ὅτι «ἡ σάρξ τοῦ Ἰώβ εἶδε τόν Θεόν» (Ἰωβ 42,5). Ὄχι μόνο τό σῶμα του ἀλλά καί ἡ ψυχή του. Θεώθηκε ὁ νοῦς του, ἀλλά καί τό σῶμα του. Δηλαδή
μετεῖχε καί τό σῶμα τοῦ Ἰώβ στήν ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Κατά τή
διάρκεια τοῦ δοξασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή κατά τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς
θεώσεως -δοξασμός εἶναι ἡ θέωση δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μετέχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ- ὁ ἄνθρωπος, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν χάνει τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του.
Αὐτό ὅμως ὑπό τήν
προϋπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό προηγούμενες παρόμοιες ἐμπειρίες εἶχε
συνηθίσει στό νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἀρχικά κατά τίς πρῶτες
ἐμπειρίες ἀποπροσανατολίζεται ὁ ἄνθρωπος, -ὅταν τοῦ συμβεῖ γιά πρώτη φορά τά χάνει–
καί μπορεῖ ἀκόμη καί προσωρινά νά τυφλωθεῖ ἀπό τήν ὑπερβολική
λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, χωρίς ὅμως νά χάνει τίς νοερές του
αἰσθήσεις.
Ὁ ἄνθρωπος νοερά
σκέφτεται κανονικά, ὅπως σκέπτεται ὁ καθένας. Οἱ σωματικές του
αἰσθήσεις ὅμως μποροῦν νά πάθουν μία ἀλλοίωση, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν
εἶναι ἀκόμη συνηθισμένος στό ἄκτιστο Φῶς καί νά τυφλωθεῖ προσωρινά, ὅπως
συνέβη στόν Ἀπόστολο Παῦλο –πού τότε ἦταν ἀκόμη Σαῦλος-,
ὅταν εἶδε γιά πρώτη φορά τόν δεδοξασμένο Χριστό στήν πορεία του πρός
τήν Δαμασκό. Τότε δέν τυφλώθηκε μέ τήν ἔννοια ὅτι καταστράφηκαν τά μάτια
του, ἀλλά τυφλώθηκε προσωρινά ἀπό τήν ὑπερβολή τῆς λαμπρότητας τοῦ
Φωτός, δηλαδή τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν ἐπανέκτησε τίς αἰσθήσεις
του, τότε ξαναεῖδε κανονικά. Δέν τοῦ συνέβη δηλαδή κανένα θαῦμα καί
ξαναεῖδε. Ἁπλῶς δέν ἔβλεπε γιά ἕνα διάστημα, ἐπειδή θαμπώθηκε.
Τό ἄκτιστο Φῶς,
ὅταν ὁρᾶται, εἶναι πολύ πιό φωτεινό σέ ἔνταση ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου καί
διαφορετικῆς φύσεως ἀπό αὐτό. Εἶναι τό ἴδιο τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως.
Τά λέμε αὐτά γιά νά καταλάβουμε ποῦ μᾶς καλεῖ ὁ Θεός! Σέ τί μεγαλεῖο
μᾶς καλεῖ. Εἶναι χρήσιμα καί αὐτά τά ἠθικολογικά, τά πρακτικά, τά
καθημερινά πού λέμε, ἀλλά νά ξέρουμε καί τά μεγάλα στά ὁποῖα μᾶς ἔχει
δώσει τήν δυνατότητα ὁ Θεός νά μετέχουμε. Γιατί ὅλοι ἔχουμε αὐτή τήν
δυνατότητα καί πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε νά φθάσουμε στό ὕψος πού μπορεῖ ὁ
καθένας. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος σέ μία τέτοια ἐμπειρία του ἔβλεπε τό φῶς τοῦ
μεσημεριανοῦ ἡλίου ὡς φῶς φεγγαριοῦ καί ἀναρωτιόταν πότε ἐπιτέλους θά
ξημερώσει. Τόσο θαμπωμένος ἦταν ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς!
Ἀλλά τό Φῶς αὐτό δέν εἶναι κἄν φῶς, ὅπως τό ἐννοοῦμε, ὅπως τό γνωρίζουμε ἐμεῖς τό φῶς. Γιατί; Διότι ὑπερβαίνει τό φῶς!
Γι’ αὐτό λέμε γιά τόν Θεό οὔτε Φῶς εἶναι, εἶναι γνόφος. Εἶναι πάρα πολύ
Φῶς, δηλαδή εἶναι σκοτάδι. Δέν ἔχουμε κατάλληλες λέξεις γιά τήν
περιγραφή τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἄνθρωπος πού βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή τοῦ δοξασμοῦ, ὅταν παρέλθει ἡ
ὅρασις τοῦ Φωτός, συνεχίζει νά συναναστρέφεται κανονικά μέ τούς ἄλλους
ἀνθρώπους, δέν χάνει τόν ἑαυτό του, οὔτε τήν αἴσθηση τοῦ περιβάλλοντός του, οὔτε τίποτα. Μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖ κανονικά, νά μιλάει κανονικά, γιά ὅσο διάστημα συνεχίζεται αὐτή ἡ θεωτική ἐνέργεια ἐπάνω του. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στούς βίους τῶν Ἁγίων.
Βλέπουμε δηλαδή
ὅτι, ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σέ ὑπέρ φύσιν κατάσταση, συνεχίζει νά
συναναστρέφεται τούς ἄλλους γύρω του μέ μόνη τή διαφορά ὅτι δέν τρώγει,
δέν πίνει, δέν κοιμᾶται, δέν πηγαίνει γιά φυσική του ἀνάγκη κατά τή
διάρκεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς, διότι βρίσκεται σέ ὑπέρ φύσιν κατάσταση
καί τόν συντηρεῖ στή ζωή μόνη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως συνέβη
στόν Μωυσῆ στό ὄρος Σινᾶ αὐτή ἡ κατάσταση καί διήρκεσε 40 ἡμέρες καί 40
νύχτες.
Τό λέει ἡ Παλαιά
Διαθήκη ὅτι ἔμεινε 40 ἡμέρες μέσα στόν γνόφο, στό πάρα πολύ Φῶς τοῦ
Θεοῦ, στήν θέωση. Τί ἔτρωγε, τί ἔπινε, ποῦ κοιμόταν; Τίποτα ἀπό ὅλα
αὐτά! Εἶχαν ἀνασταλεῖ ὅλα καί ἦταν σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ, σέ θέωση. Γι’
αὐτό ὅταν κατέβηκε ἀπό τό Σινᾶ, οἱ Ἰσραηλίτες δέν μποροῦσαν νά τόν
κοιτάξουν στό πρόσωπο, γιατί ἄστραφτε καί ἔλαμπε τό πρόσωπό του σάν τόν
ἥλιο καί ἀναγκάστηκε νά βάλει κάτι σάν πετσέτα στό πρόσωπό του γιά νά
μπορέσουν νά τόν ἀντικρύσουν. Τόση ἦταν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε τί
ἔζησε αὐτός ὁ ἄνθρωπος 40 ἡμέρες! Αὐτό δέν τό κάνει ὁ ἄνθρωπος, τό
παθαίνει, δέν τό προκαλεῖ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος -ὁ Μωυσῆς δηλαδή–
γιά τόσες ἡμέρες καί νύχτες δέν κοιμᾶται, δέν κουράζεται, δέν τρώει,
δέν πίνει κλπ. Εἶναι δηλαδή ἐλεύθερος ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη, τά φυσικά
πάθη τοῦ σώματος.
Ἀδιάβλητα πάθη λέμε
αὐτά πού πῆρε καί ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπιση, δηλαδή πείνα, δίψα,
κούραση, πόνος, τά ὁποῖα τά ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί δέν εἶναι φυσικά
ἁμαρτία. Ἁμαρτία εἶναι ὅταν τά ὑπέρ-ἱκανοποιεῖς. Πεινᾶς, ἀλλά δέν τρῶς
νά καλύψεις μόνο τήν πείνα, τρῶς καί παραπάνω καί παραπάνω. Τότε γίνεται
πάθος, γίνεται ἁμαρτία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στή θέωση αὐτά τά πάθη
ἀπομακρύνονται. Ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτά. Καί
τοῦτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία ἀναστολή τῆς λειτουργίας τοῦ
πεπτικοῦ συστήματος καθώς καί τοῦ ὕπνου καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίγειος
ἄγγελος. Αὐτός εἶναι ὁ
ἐπίγειος ἄγγελος. Δέν εἶναι σχῆμα λόγου, ὅταν λέμε στά τροπάρια γιά τούς
Ἁγίους ὅτι, ἔγινε ἐπίγειος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος. Δέν εἶναι
καλολογικό στοιχεῖο πού σκέφθηκε ἔτσι ὁ ὑμνογράφος καί τό ἔγραψε. Εἶναι
πραγματικότητα. Γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔζησαν τήν θέωση καί γίνεται
αὐτή ἡ ἀναστολή τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν.
Κατά τά ἄλλα ὅμως
συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται μέ
τούς ἄλλους, μπορεῖ νά διδάσκει κ.λ.π. καί ταυτόχρονα νά βρίσκεται καί
στήν κατάσταση αὐτή, ἡ ὁποία
βεβαίως εἶναι μία κατάσταση ἄρρητης μακαριότητας. Μία κατάσταση χαρᾶς
καί γλυκύτητας πού δέν περιγράφεται, ὅπως τήν περιγράφει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ὡς «καρπό τοῦ Πνεύματος, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη…» (Γαλ. 5,22). Κατ΄
ἐξοχήν βιώνει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ θεωμένος ἄνθρωπος.
Στήν λαϊκή παράδοση,
στήν παράδοσή μας τά ἔχουμε αὐτά τά πράγματα. Δέν ὑπῆρχαν μόνο κάποτε,
ἀλλά ὑπάρχουν καί σήμερα ἄνθρωποι πού τά ζοῦνε καί μοῦ τά λένε, προπαντός στά χωριά καί δή στά παλιά χρόνια κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας στά μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (σημειῶστε ὅτι καί ὁ π. Ἰωάννης ἦταν Καππαδόκης), ἔχουμε περιγραφές, πού ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ βρέθηκε σέ τέτοια κατάσταση θεώσεως κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅμως συνέχισε -δέν ἐπιτρέπεται νά διακόψει ὁ ἱερέας τή Θεία Λειτουργία- νά διαβάζει, νά ψάλλει, νά κάνει τίς ἐκφωνήσεις, νά λέγει τίς προσευχές καί νά τελειώνει τήν ἀκολουθία. Γιατί;
Διότι, ναί μέν κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως σταματάει ἡ νοερά εὐχή,
σταματάει ἡ προσευχή, γιατί στήν προσευχή λές ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ
ἐλέησόν με’. Ἡ νοερά προσευχή πού εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ ὅπως
εἴπαμε, ὅταν φθάσεις στή θέωση σταματάει γιατί πλέον σέ ἐλέησε ὁ Θεός,
ἑνώθηκε μαζί σου. Πέτυχες αὐτό πού ἤθελες. Ὁπότε σταματάει ἡ νοερά
προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτος
δηλαδή καρδιακή προσευχή, ὅμως αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑποχρεωτικά
σταματάει ἡ λογική λατρεία, δηλαδή ἡ λογική προσευχή, ἡ προσευχή πού
γίνεται μέ τό μυαλό, μέ τή διάνοια, αὐτό
πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία: ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα, ἀπάντηση τοῦ λαοῦ διά
τοῦ ψάλτου… Μερικές φορές μουρμουρίζουν καί μερικοί ἀπό κάτω – μᾶλλον
ἀπό ἐνθουσιασμό – ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ὁ ψάλτης πρέπει νά τά λέει.
Αὐτή εἶναι ἡ λογική
λατρεία. Αὐτό δέν σταματάει. Ἡ προσευχή μέσα στήν καρδιά σταματάει,
γιατί εἴπαμε πέτυχε ὁ ἄνθρωπος τό ζητούμενο. Ἡ Θεία Λειτουργία
συνεχίζεται ὅμως ἐφ’ ὅσον αὐτή γίνεται γιά τήν κατήχηση τῶν ἄλλων.
Ὁ παπάς ἔφθασε στή θέωση, οἱ ἄλλοι ὅμως δέν ἔχουν φθάσει στή θέωση καί
πρέπει νά τελειώσει τήν Λειτουργία καί φυσικά τήν τελειώνει. Βέβαια
γιά τόν ἴδιο τόν παπά, πού ἔρχεται σέ θέωση κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας
Λειτουργίας, δέν χρειάζεται πλέον ἡ λογική προσευχή, χρειάζεται ὅμως
γιά τούς ἄλλους πού παρακολουθοῦν τήν Λειτουργία. Διότι
πρέπει οἱ ἄνθρωποι νά κοινωνήσουν. Σκοπός τῆς Λειτουργίας αὐτός είναι.
Δέν εἶναι σωστό νά πηγαίνουμε στή Θεία Λειτουργία καί νά μήν κοινωνοῦμε,
ἐκτός ἄν ἔχουμε ἐπιτίμιο. Δεν εἶναι ἀκρόαμα καί θέαμα ἡ Θεία
Λειτουργία. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔχει σκοπό τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, νά
κοινωνήσουμε δηλαδή, ἐκτός ἄν ἔχουμε ἄλλη ὁδηγία ἀπό τόν Πνευματικό.
Σχετικά μέ τήν Θεία
Κοινωνία ὑπάρχει Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας πού λέει ὅτι «ἄν δέν
κοινωνήσεις, θά πρέπει νά πεῖς τόν λόγο γιατί δέν κοινώνησες». Γιατί
λέει «αὐτός πού δέν κοινωνεῖ, ποιεῖ ἀταξία». Εἶναι ἀταξία νά μήν
κοινωνήσεις. Θά πρέπει νά ἔχεις ἐτοιμαστεῖ μέ τόν Πνευματικό σου νά
μπορεῖς νά κοινωνήσεις. Ἴσως ρωτήσει κάποιος, πόσο συχνά; Οἱ πρῶτοι
χριστιανοί κοινωνοῦσαν σχεδόν καθημερινά. Δέν εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία
Κοινωνία, εἶναι φάρμακο. Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά κοινωνοῦμε ὅσο γίνεται
πιό συχνά. Νά μήν ἀμελοῦμε.
Σήμερα ἔχουμε τόσο
πολύ ἀλλοτριωθεῖ πού λένε τά ἀνάποδα ἐντελῶς καί θεωροῦν ἀρετή τό νά μήν
κοινωνήσεις. Ἄν δοῦν μάλιστα κάποιον πού κοινωνεῖ τακτικά τοῦ
ἐπιτίθενται κιόλας: ‘’σούπα τό πέρασες;’’ Κι ἐνῶ ἐμεῖς ντρεπόμαστε καί
νά τό ἀκοῦμε, αὐτοί δέν ντρέπονται νά τό λένε. Μπαίνει ἡ ζήλεια
ἐνδεχομένως κι ἄλλα πράγματα. Ἀκόμη καί σέ ἱερεῖς συναντοῦμε αὐτή τήν
πλάνη. Βλέπετε πόση ἀλλοτρίωση ἔχουμε!
Ὁ παπάς λοιπόν
πρέπει νά τελειώσει τήν Θεία Λειτουργία γιατί ὁ κόσμος θέλει νά
κοινωνήσει. Ἔτσι ὁ παπάς συνεχίζει νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία καί νά
τήν τελειώνει, παρόλο πού βρίσκεται σέ κατάταση θεώσεως.
Αὐτές τίς περιγραφές τῆς λαϊκῆς παραδόσεως, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας, μερικοί σημερινοί σνόμπ θεολόγοι – ὁ π. Ἰωάννης τά λέει μέ τό ὄνομά τους! – τοῦ Πανεπιστημίου τίς κοροϊδεύουν, ‘’λένε τί εἶναι αὐτά; Φαντασιοπληξίες’’, χωρίς
νά ξέρουν ὅτι σ’ αὐτά τά θέματα ἡ λαϊκή παράδοσις εἶναι μέσα στά
πλαίσια τῶν ἐμπειριῶν τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, γιά τίς ὁποῖες
ὑπάρχει ἀπό πίσω μία ὁλόκληρη Πατερική παράδοσις, πού μᾶς ἑρμηνεύει
θεολογικά αὐτά τά φαινόμενα.
Καί πάει κανείς ὡς ‘ἐξυπνάκιας’ νά τούς κάνει μάθημα καί ὁ ἄλλος ἀπό
κάτω βλέπει τό ἄκτιστο φῶς καί τόν σβήνει στήν κυριολεξία μέ τίς
ἐμπειρίες πού ἔχει. Λοιπόν βλέπουμε ὅτι σ’ αὐτά τά φαινόμενα δέν ἔχουμε καμία ταύτιση μέ τίς ἐκστάσεις τῶν Νεοπλατωνικῶν, γιατί εἴπαμε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος χάνεται, εἶναι δαιμονική ἐμπειρία καί μπερδεύεται μέσα σέ φαντασίες καί σέ δαιμονικά σχήματα.
Ἔτσι βλέπουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ -καί τούς ἡσυχαστές πού ἀναπτύσσουν ὅλα αὐτά τά θέματα- νά
κατηγορεῖ τίς ἐκστατικές ἐμπειρίες τῶν Πλατωνικῶν ὡς δαιμονικές.
Σήμερα, ἐπειδή αὐτή ἡ ὁρολογία, ἡ λέξις «δαιμονικές», δέν χτυπάει σέ
μερικούς καλά στ’ αὐτιά τους –κάνει καί χιοῦμορ- μποροῦν νά τήν ἀντικαταστήσουν μέ τήν λέξη παραισθητικές ἤ παραψυχολογικές.
Ἴσως ἔχετε ἀκούσει
γιά παραψυχολογία. Προσέξτε. Δέν εἶναι ἐπιστήμη, εἶναι δαιμονική
πρακτική. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔχει βρεῖ καί εὔηχα ὀνόματα καί μπερδεύει
ἀκόμη περισσότερο τούς ἀνθρώπους. Μέχρι καί τήν ἐπιστήμη μπερδεύουν καί
τήν ἀτομική πυρηνική φυσική οἱ ἀνατολικοί γκουροῦδες γιά νά ὑποστηρίξουν
τίς πλάνες τους. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ πολλά τέτοια τρίκ καί λέξεις
καί ὅρους κτλ γιά νά μπερδεύει τούς ἀνθρώπους καί συνεχῶς ἀλλάζει
ὀνόματα. Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό, ὅπως καί στά ὄνειρα. Ὅταν ἕνα ὄνειρο
ἀλλάζει συνεχῶς, νά ξέρετε εἶναι δαιμονικό. Ὁ διάβολος συνέχεια
μετασχηματίζεται, μεταλλάσσεται ἀκόμη καί σέ ἄγγελο φωτός.
Ἔτσι λοιπόν, ἄν δέν σ’ ἀρέσει αὐτός ὁ ὅρος δαιμονικές, πές παραισθητικές ἤ παραψυχολογικές ἐμπειρίες, σύμφωνα
μέ τήν σημερινή ὁρολογία τῆς Ψυχιατρικῆς ἤ τῆς Παραψυχολογίας, διότι
εἶναι πράγματι παραισθήσεις αὐτά τά πράγματα, πού παθαίνουν ὅσοι
ἐπιζητοῦν τήν ἔκσταση. Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως ὅλα αὐτά
εἶναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.
Τά εἴπαμε ὅλα αὐτά,
ἄν καί εἶναι κουραστικά, γιατί εἶναι πάνω ἀπό μᾶς, γιατί χρειάζεται νά
γνωρίζουμε κάποια πράγματα ὥστε νά μήν ἔχουμε σύγχυση καί ἄγνοια. Νά
ξέρετε ὅτι γιά τόν Χριστιανό ἡ ἄγνοια δέν εἶναι καλό πράγμα. Εἶναι
κορυφαῖο πάθος μαζί μέ τήν ραθυμία καί τήν λήθη. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε.
Ἄγνοια οὐσιαστικά σημαίνει ἔλλειψη ἐμπειρίας. Λοιπόν πρέπει νά τά
γνωρίζουμε τουλάχιστον ὡς γνώσεις, ἀλλά καί νά μποῦμε στή διαδικασία νά
τά φθάσουμε, γιατί γιά μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐπίσης πρέπει νά γνωρίζουμε
ὅτι δέν εἶναι δύσκολο νά τά φθάσουμε γιατί ἔχουμε μέσα μας τό Ἅγιο
Πνεῦμα, τήν Θεία Χάρη, τήν θέωση. Τήν ἔχουμε πάθει τήν θέωση ὅταν
βαπτιστήκαμε καί χριστήκαμε. Δέν εἶναι νά κατακτήσουμε κάτι πού εἶναι
ἔξω ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι ἁπλῶς νά ἀποκαλύψουμε καί νά φανερώσουμε αὐτό πού
μᾶς δώρισε ὁ Θεός.
Θά πεῖ κανείς
‘’γιατί δέν τό δείχνουμε, δέν τό ζοῦμε, δέν τό φανερώνουμε αὐτό πού τό
βιώνουν οἱ Ἅγιοι καί αὐτό πού διαβάζουμε;’’. Διότι ἀκριβῶς δέν ἔχουμε
μετανοήσει πραγματικά. ‘’Πῶς δέν ἔχω μετανοήσει’’, θά πεῖ, ‘’τόσες φορές
ἐξομολογήθηκα’’! Μπορεῖ νά ἐξομολογήθηκες, μετάνοια ὅμως ἔχεις; Δηλαδή
διόρθωσες τή ζωή σου; Αὐτό σημαίνει μετάνοια. Μετακίνησες τόν νοῦ σου
στόν Θεό μέ τή συνεχή προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός μας; Τί σημαίνει
μετάνοια; Μετά + νοῦς. Μετακινῶ τόν νοῦ μου ἀπό τά μάταια, τά γήινα καί
τά προσωρινά, στά αἰώνια, στόν Θεό, μέ τήν ἀδιάλειπτη συνεχή προσευχή, ἡ
ὁποία εἶναι ἡ μέθοδος -ἄν θέλετε- γιά τήν κάθαρση.
Πῶς θά καθαρισθεῖ ὁ
νοῦς, ὥστε νά μπορέσει νά φωτισθεῖ καί νά θεωθεῖ, ἄν εἶναι γεμάτος μέ
ἕνα σωρό σκέψεις καί νοήματα καί λογισμούς, παρά μέ τήν προσευχή; Ἡ
προσευχή ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Χάρις καθαρίζει τήν καρδιά
καί τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Ἡ
ψυχή εἴπατε γιά νά ἐκφραστεῖ ἔχει ἀνάγκη τό σῶμα. Θἀ μποροῦσε τό σῶμα
νά γίνει ἐμπόδιο, ὅπως γιά τήν ἐντολή «Οὐ μοιχεύσεις», ἤ «Οὐ φονεύσεις»
κ.λ.π.;
Ἀπ.: Τό
σῶμα καθεαυτό ὄχι. Ἀλλά τό φιλοσώματο φρόνημα. Δηλαδή τό νά γίνει ἡ
ψυχή σαρκική. Αὐτό πού λέει πάλι στή Γραφή: «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας»
(Γεν. 6,3) ὁ Θεός ἔκανε τόν κατακλυσμό. Γιατί, λέει, ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι
σάρκες. Τί σημαίνει; Ὅτι καί ἡ ψυχή τους ἔγινε σάρκα, σαρκική. Δηλαδή
ὑποδουλώθηκε στά σωματικά πάθη, στίς σωματικές ἁμαρτίες. Μ’ αὐτή τήν
ἔννοια μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό σῶμα, μέ μία εὐρεία διατύπωση. Ἀλλά
ἐννοοῦμε τό σωματικό, τό φιλοσώματο φρόνημα. Αὐτό εἶναι πού γίνεται
ἐμπόδιο. Ἐνῶ τό σῶμα τό καημένο δέν φταίει. Βλέπεις, φεύγει ἡ ψυχή, τό
σῶμα πέφτει κάτω σάν ἄδειο τσουβάλι. Ἡ ψυχή εἶναι πού δίνει ζωή, κίνηση
καί τά πάντα στό σῶμα. Τό σῶμα μας εἴπαμε εἶναι ὁ φίλος μας γιατί μ’
αὐτό ἐκφράζουμε τή μετάνοιά μας καί μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ ψυχή χρειάζεται
τό σῶμα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό
συναμφότερον, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ψυχή καί σῶμα. Σκέτη ἡ ψυχή
δέν εἶναι ἄνθρωπος, οὔτε σκέτο τό σῶμα εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι τό
συναμφότερον, ψυχή καί σῶμα. Καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως πλάστηκε ἀπό
τόν Θεό, εἶναι καί ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ψυχή, σῶμα
καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ λέει «καί ἐνεφύσησεν καί
ἐγένετο εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν.
2,8). Μερικοί το παρεξηγοῦν ὅτι τό φύσημα αὐτό τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ψυχή.
Ὄχι, δέν εἶναι ἡ ψυχή. Εἶχε ψυχή ὁ Ἀδάμ. Τό φύσημα αὐτό πού τοῦ ἔδωσε ὁ
Θεός εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρη, τήν ὁποία ἔχασαν ὁ Ἀδάμ
καί ἡ Εὔα ὅταν ἔκαναν τήν παρακοή. Μᾶς τήν ξαναδίνει αὐτή τήν Χάρη ἡ
Ἐκκλησία μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλοδωρεά τοῦ
Θεοῦ. Ἐνῶ θά μποροῦσε νά μᾶς ἀφήσει στήν ἀνταρσία πού ἐπιλέξαμε μόνοι
μας. Ὅμως δέν μᾶς ἐγκατέλειψε. Ἔστειλε Προφῆτες, Ἀγγέλους κ.λ.π. καί στό
τέλος ἦρθε ὁ Ἴδιος καί σταυρώθηκε γιά χάρη μας γιά νά μᾶς ξαναδώσει
αὐτή τή δυνατότητα τῆς θεώσεως γιατί χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν μπορεῖς νά
θεωθεῖς, νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό.
Τήν γεφύρωση
κτιστοῦ – ἀκτίστου, ἀνθρώπου – Θεοῦ τήν κάνει ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά πάει στόν Θεό. Χρειάζεται ὁ Θεός νά ἔρθει καί νά ἑνωθεῖ μέ
τόν ἄνθρωπο καί τό ἔκανε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε ἐμεῖς παίρνοντας
τόν Χριστό, παίρνουμε τήν γέφυρα γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατον
χωρίς τόν Χριστό νά φτάσεις στόν Θεό-Πατέρα. Ἀδύνατο. Γι’ αὐτό ὅλες οἱ
θρησκεῖες εἶναι πλάνες, γιατί ἀρνοῦνται τόν Χριστό. Καί οἱ Μουσουλμάνοι
τόν ἀρνοῦνται καί οἱ Ἑβραῖοι περιμένουν ἀκόμα τόν Μεσσία πού θά ἔρθει…
γιά τόν Χριστό δέν ξέρουν ποιός εἶναι! Καί μετά ἔρχονται οἱ
Οἰκουμενιστές καί λένε ‘’ὅλοι θά σωθοῦνε, ὅλες οἱ θρησκεῖες τό ἴδιο
εἶναι’’. Δέν εἶναι καθόλου τό ἴδιο. Εἶναι δαιμονικές κατασκευές ὅλα αὐτά
καί δέν σέ πᾶνε στόν Θεό γιατί ἁπλούστατα ἀρνοῦνται τόν δρόμο. Ὁ
δρόμος, ἡ ὁδός εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι τελείως ξεκάθαρα.
Ὁπότε τό σῶμα
καθεαυτό δέν εἶναι ἐμπόδιο, εἶναι βοηθητικό γιατί ἐκφράζεται μέσω τοῦ
σώματος ἡ ψυχή, ἀλλά μπορεῖ νά γίνει ἐμπόδιο ὅταν ἡ ψυχή ὑποταχθεῖ στό
σῶμα. Ἀντί ἡ ψυχή νά κυβερνάει τό σῶμα, κυβερνιέται ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα
εἶναι τό ἄλογο. Στή φυσιολογική κατάσταση ὁ ἀναβάτης κυβερνάει τό
ἄλογο. Ἀλλά ἅμα χαλάσει ἡ σχέση, γίνεται καί τό ἀνάποδο καί τό ἄλογο
μετά γκρεμίζει τόν ἀναβάτη, ὅταν δέν χαλιναγωγεῖται. Ὁ λόγος πού
χρησιμοποιοῦμε καί τή νηστεία εἶναι γιατί μέ τή νηστεία ταπεινώνονται τά
σωματικά πάθη, τά ὁποῖα πάλι βέβαια εἶναι στήν ψυχή, ἀλλά παίρνουν
ἀφορμή ἀπό τό σῶμα καί ξεσηκώνονται. Ὁπότε ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά
καταστρέψουμε τό σῶμα μας, ἀλλά νά καταστρέψουμε τά πάθη. Δέν εἴμαστε
σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι.
Ἐρ.:
Κάποιες διευκρινιστικές ἀπαντήσεις σχετικά μέ τή διαφορά ἔκστασης –
θέωσης εἶναι ὅτι στήν κατάσταση τῆς ἔκστασης δέν θυμᾶται τί συνέβη..
Ἀπ.: Ναί, ἔχει παραισθήσεις. Ἐνῶ στήν κατάσταση τῆς θέωσης ἔχει πλήρη συνείδηση τοῦ τί γίνεται.
Ἐρ.:
Μία ἄλλη διαφορά εἶναι, ἄν κατάλαβα καλά, ὅτι γιά νά φτάσει κάποιος
στήν κατάσταση τῆς ἔκστασης πρέπει νά τό ἐπιδιώξει, δηλαδή νά κάνει
κάποιες τεχνικές.
Ἀπ.: Τεχνικές καί οὐσιαστικά εἶναι δαιμονικές ἐπιρροές. Κάνει ἁμαρτία δηλαδή καί ἔχει ἀνοίξει πόρτα στόν διάβολο.
Ἐρ.: Ἐνῶ στή θέωση, εἴπατε, εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός χωρίς νά τό ἐπιδιώξει.
Ἀπ.: Ναί,
τήν θέωση δέν τήν προκαλεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τήν δίνει ὁ Θεός σ’ αὐτούς πού
θέλει. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει προσευχή. Κάνει τήν νοερά προσευχή,
καθαρίζεται καί φτάνει μέχρι τόν φωτισμό. Θά τά ποῦμε καί ἀργότερα αὐτά.
Ἀλλά τήν θέωση, τήν δίνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά εἶσαι στόν φωτισμό καί νά
μή σοῦ δώσει ποτέ τήν θέωση γιατί βλέπει ὅτι ἄν στή δώσει θά πάθεις
ζημιά. Μπορεῖ νά πέσεις λ.χ. σέ ὑπερηφάνεια καί καταστράφηκες
πνευματικά.
Ἐρ.:
Μᾶς εἴπατε ἕνα παράδειγμα θεώσεως μ’ ἕναν ἱερέα κατά τήν ὥρα τῆς Θείας
Λειτουργίας, δηλαδή αὐτή ἡ κατάσταση θέωσης μπορεῖ νά συμβεῖ ὅταν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι σέ τυπική στάση προσευχῆς;
Ἀπ.: Συνήθως
τότε γίνεται. Βλέπετε καί στό Θαβώρ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἔγινε ἡ
Μεταμόρφωση. Τό λέει σαφῶς τό κείμενο, ὅτι τήν ὥρα πού προσηύχοντο ἔγινε
ἡ Μεταμόρφωση. Τότε εἶναι θά λέγαμε δεκτική ἡ ψυχή.
Ἐρ.:
Κάποιες φορές σέ κάποιους ἀνθρώπους καί σέ μᾶς τούς ἴδιους τό
παρατηροῦμε ὅτι ἀλλάζει ὅλη ἡ ἔκφραση, ἀφοῦ εἴπαμε ὅτι ἡ ψυχή ἐκφράζεται
μέ τό σῶμα. Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε γιατί σέ κάποιους ἀνθρώπους δέν
φαίνεται τόσο πολύ, ἐνῶ ὑπάρχουν τά πάθη;
Ἀπ.: Εἶναι
καλοί ὑποκριτές! Ἐδῶ βλέπουμε οἱ ἠθοποιοί παίζουν ὅλους τούς ρόλους: τή
μιά στιγμή κλαῖνε, τήν ἄλλη γελᾶνε, τήν ἄλλη ἐνθουσιάζονται, τήν ἄλλη
καταθλίβονται… Ὑπάρχει ὑποκρισία στόν ἄνθρωπο, μεγάλη ὑποκρισία… Ἅμα
θέλει κρύβεται καί φαίνεται ἀπαθής ἐνῶ εἶναι γεμάτος πάθη. Ἐμεῖς τόν
βλέπουμε πολύ ἤρεμο καί εἶναι ὁ πλέον ἐμπαθής. Ἤ εἶναι τάχατες πρᾶος,
ἐνῶ εἶναι ὑπερβολικά ὑπερήφανος καί καταφρονεῖ τούς ἄλλους καί οἱ ἔξω
τόν θαυμάζουν γιά τήν ἀταραξία του καί τήν μεγάλη του ἀρετή. Ὅπως λέει
στόν ἀββᾶ Δωρόθεο: «ἀδελφέ σέ θαυμάζω πῶς τό καταφέρνεις;» καί ἀπαντάει
ἐκεῖνος: «τί ἐγώ θά ἀσχολοῦμαι μ’ αὐτά τά σκυλιά!», δηλαδή ἀπό
περιφρόνηση λόγω τῆς μεγάλης ὑπερηφάνειας πού εἶχε ἔμενε ἤρεμος. Δέν τό
ἔκανε ἀπό πραότητα καί ἀπό ἀρετή.
Ἐρ.: Θά μπορούσαμε νά πολεμήσουμε κάπως τά πάθη, μέ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ.: Πρέπει
νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Κατ’ ἐξοχήν τά πάθη τά παρακολουθοῦμε
μέ τούς λογισμούς. Ἀνάλογα μέ τούς λογισμούς μας καταλαβαίνουμε ποιά
πάθη ἔχουμε. Μιά ἄλλη ἐπίσης μέθοδος εἶναι μέ τά ὄνειρα. Συνήθως αὐτοί
πού ἔχουν κάποια πάθη, φαίνεται καί στά ὄνειρα. Γιά παράδειγμα, ἕνας πού
εἶναι γαστρίμαργος, καρβέλια ὀνειρεύεται! καί φαγητά κ.λ.π. Κυρίως ὅμως
ἀπό τούς λογισμούς. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς παροτρύνουν νά
παρακολουθοῦμε τούς λογισμούς μας. Στά μοναστήρια γίνεται συστηματική
ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καί ἔτσι φανερώνει ὁ κάθε μοναχός τόν ἑαυτό του.
Βέβαια δέν ἀρκεῖ μόνο νά παρακολουθοῦμε τούς λογισμούς καί νά τούς
ἀνακοινώνουμε στή συνέχεια στόν Πνευματικό -π.χ. ἔχω λογισμούς ἐναντίον
σου, θέλω νά σέ σκοτώσω- τό θέμα εἶναι καί νά μετανοήσεις. Γιατί πολλοί
πᾶνε στόν Πνευματικό γιά νά ἐκδικηθοῦν τόν Πνευματικό. Τούς βάζει ὁ
διάβολος καί βγάζουν τά ἀπωθημένα τους. Αὐτό δέν εἶναι μετάνοια, οὔτε
ἐξομολόγηση. Αὐτό εἶναι ἐκδίκηση πού γίνεται μέ τήν ὑποβολή τοῦ σατανᾶ.
Φοβερό πράγμα! Μετάνοια σημαίνει ὅτι ναί μέν τά εἶδα, ἀλλά μετανοῶ
κιόλας, τά παίρνω πίσω, τά πολεμάω, τά ἀποδοκιμάζω, ὄχι ἁπλῶς ἀνακοινώνω
τήν κατάστασή μου. Τό βασικό εἶναι νά ἀλλάξουμε, νά μετανοήσουμε, νά
μισήσουμε τά πάθη μας, ἀλλιῶς δέν φεύγουν.
Βέβαια μερικοί δέν
πιάνουν κἄν τούς λογισμούς καί φτάνουν στή σωματική ἔκφραση. Καί λέει
κανείς: «Μοῦ βγῆκε αὐθόρμητα καί τόν ἔβρισα». Ἀπό κεῖ μποροῦμε νά
καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι πολύ βαριά. Ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ
φτάνεις στή σωματική ἔκφραση τοῦ πάθους, ὁπότε βγάζεις διάγνωση ἀπό τό
γεγονός αὐτό.
Ἐρ.:
Στή θέωση πού ἀναφέρατε τοῦ Μωυσέως ὅπου ἀναστέλλονται ὅλες οἱ φυσικές
λειτουργίες, ἔχει σχέση μέ τό μετά θάνατον πού δέν θά ὑπάρχει καμιά
φυσική ἀνάγκη, ἐπιθυμία…
Ἀπ.: Ὁπωσδήποτε
μετά θάνατον δέν θά ἔχουμε σῶμα κατ’ ἀρχήν, θά εἶναι μόνο ἡ ψυχή μας.
Μέχρι πού νά ξαναπάρουμε τό σῶμα μας πνευματικό πλέον, ὅπως ἦταν τό σῶμα
τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάσταση πού δέν εἶχε πλέον ἀνάγκη νά φάει.
Μποροῦσε βέβαια νά φάει καί ἔφαγε, γιά νά ἀποδείξει ὅτι ἔχει σῶμα. Ὅμως
τό σῶμα Τοῦ δέν εἶχε πλέον ἀνάγκη τροφῆς. Τέτοιο σῶμα θά ἔχουμε κι ἐμεῖς
μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία θά εἴμαστε μόνο
ψυχή.
Ἐρ.: Εἴπατε πάτερ ὅτι στήν ἔκσταση δέν βγαίνουν ἐκτός σώματος…
Ἀπ.: Αὐτοί λένε ὅτι βγαίνουν ἐκτός σώματος, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι μιά παραίσθηση. Αὐτοί τό ὀνομάζουν ἀστρικό ταξίδι, ἐξωσωμάτωση,
ἀστρική προβολή, διάφορα τέτοια, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι
δαιμονική ἐμπειρία, δαιμονική ἐνέργεια καί τούς κάνει ὁ διάβολος νά
νομίζουν ὅτι βγαίνουν ἀπό τό σῶμα. Δέν συμβαίνει αὐτό, γιατί ἄν βγεῖ ἡ
ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει.
Ἐρ.: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως λέει ὅτι ὅταν ἀνέβηκε στόν τρίτο οὐρανό ἤμουν «ἐκτός σώματος δέν ξέρω».
Ἀπ.: «Εἴτε
ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος δέν ξέρω» (Β΄Κορ. 12,2). Ἐκεῖ ἦταν
ἐμπειρία θεώσεως. Δέν μποροῦσε νά πεῖ, δέν μποροῦσε νά τό περιγράψει μέ
ποιόν τρόπο πῆγε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/http://www.hristospanagia.gr/?p=60719#more-60719