Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:α. Περί οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό
Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη καί τό θέμα σήμερα εἶναι γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. Στόν Θεό πράγματι διακρίνουμε οὐσία καί ἐνέργεια. Ὁ Θεός δηλαδή ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Τά πράγματα αὐτά βέβαια δέν εἶναι κάτι ξεχωριστό. «Ὅταν μιλᾶμε, λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, «στήν Ὀρθόδοξη παράδοση γιά διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ἐννοοῦμε τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό διαφορετικό καί ξεχωριστό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ». Καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αὐτή Θεός. «Δέν εἶναι ἄλλο ἡ οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια τῆς οὐσίας». Ἡ ἐνέργεια, θά λέγαμε, ἐκπηγάζει ἐκ τῆς οὐσίας.
«Ὁρισμένοι δικοί μας θεολόγοι μιλᾶνε γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σάν νά εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Λένε δηλαδή ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς οὐσίας. Πράγματι αὐτήν τήν ἐντύπωση μπορεῖ νά ἀποκομίσει κάποιος, ὅταν διαβάζει τούς Πατέρες, ὅτι δηλαδή ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐκφράζονται ἔτσι οἱ Πατέρες μόνο γιά νά τονίσουν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού αὐτοί οἱ θεολόγοι»,πού συγχέουν τά πράγματα, «δέν παρατηροῦν εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὅτι εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔχει μία φυσική ἐνέργεια, ἡ ὁποία ὀφείλεται στήν ὕπαρξη τῆς οὐσίας. Γι’ αὐτήν τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας μιλᾶνε οἱ Πατέρες».
Ὅταν λοιπόν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, γιά νά τό ποῦμε μ’ ἕνα σχῆμα πού ἔχουμε ὑπόψη μας, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ Θεός εἶναι κατ’ ἐνέργεια πανταχοῦ παρών. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἀλλά -προσέξτε- δέν εἶναι μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς, ὁπότε εἶναι ὡσεί ἀποῦσα, σάν νά μήν ὑπάρχει. Ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτή, μποροῦμε νά μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα.
«Τό ἄλλο πού τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι αὐτή ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπολύτως ἁπλή. Αὐτή ὅμως ἡ μία ἁπλή ἐνέργεια μερίζεται – προσέξτε τήν ἔκφραση πού λένε οἱ Πατέρες – ἀμερίστως –χωρίς νά χωρίζεται– ἐν μεριστοῖς», σέ ξεχωριστά πάλι κομμάτια. «Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Στόν νόμο τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους αὐτό εἶναι μία ἀνοησία». Πῶς μπορεῖ καί νά χωρίζεται καί νά μή χωρίζεται…; Ἀλλά εἴπαμε στόν Θεό δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ Ἀριστοτέλη. Οὔτε ἔχουμε λέξεις γιά νά ἐκφράσουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε τέτοιες ἐκφράσεις: ‘γνωρίζεται ἀγνωρίστως’ ἤ ‘ὑπεραγνώστως’. Δηλαδή, Τόν ξέρουμε καί δέν Τόν ξέρουμε. Ἤ ‘μερίζεται ἀμερίστως’. Μοιράζεται καί δέν μοιράζεται. Ὅπως λέμε στήν Θεία Κοινωνία, «ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Ποιός; Ὁ Χριστός. Μοιράζεται ἀλλά δέν διαιρεῖται. Μετέχεται ἀπό ἐμᾶς καί πάλι δέν ἐλαττώνεται. Θά πεῖτε: εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό; Γιά τόν Θεό ὅλα εἶναι δυνατά! Κι ὅταν παίρνουμε στήν Θεία Κοινωνία ἕνα μικρό κομμάτι, αὐτό δέν εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι ὅλος ὁ Χριστός. Μέγα μυστήριο εἶναι κι αὐτό!
«Τί σημαίνει λογικά μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς; Δηλαδή τί σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια κομματιάζεται χωρίς νά κομματιάζεται; Πῶς δηλαδή κάτι μπορεῖ νά γίνεται πολλά καί ταυτόχρονα νά παραμένει ἕνα; Ὅμως ὄντως αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!», ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά κτιστά. Ὅταν ἔχουμε ἕνα κερί, δέν μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί ἄλλα κεριά; Πάλι ἡ φλόγα δέν μειώνεται, δέν ἐλαττώνεται. Μεταδίδεται τό φῶς καί στά ἄλλα κεριά, χωρίς νά ἐλαττώνεται ἀπό τό πρῶτο. Οὔτε κομματιάζεται νά πάρει κάθε κερί ἕνα κομμάτι τῆς ἀρχικῆς φλόγας.
Αὐτό λοιπόν «τό λένε οἱ Πατέρες. Τό λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος», ὅτι μερίζεταιἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. «Ἀλλά ἡ ἴδια ἔκφρασις ὑπάρχει καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, καθώς καί στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὅλοι τους λένε ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια –τοῦ Θεοῦ– πολλαπλασιάζεται. Πῶς; Ἀπολλαπλασιάστως». Πάλι λέμε κάτι καί τό ἀναιροῦμε. Τό παίρνουμε πίσω, γιατί δέν ἔχουμε λέξεις. «Ποῦ; Ἐν πολλοῖς». Ποῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως; Ἐν πολλοῖς. Σέ πολλούς. Σέ ποιούς; Σ΄ αὐτούς πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἔχει πολλές φανερώσεις. Ἔτσι ἔχουμε πολλές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τίς ὁποῖες χαρακτηρίζουμε μέ βάση τά ἀποτελέσματά τους. Ὑπάρχει μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται δημιουργική ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία δημιουργήθησαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν, τά ὄντα. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχουν ὅλα τά ὄντα, τά δημιουργήματα. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, δέν θά ὑπῆρχε τίποτε ἀπό αὐτά πού γνωρίζουμε. Κι ἐμεῖς δέν θά ὑπήρχαμε. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια μετέχουν ὅλοι.
Ὑπάρχει μία ἄλλη ἐνέργεια πού λέγεται προνοητική καί συνεκτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί σ’ αὐτή μετέχουν ὅλα τά ὄντα γιά τά ὁποῖα ὁ Θεός προνοεῖ, τά συγκροτεῖ, τά συνέχει καί τά διατηρεῖ στήν ὕπαρξη. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, ἡ Θεία Πρόνοια ὅπως τήν λέμε ἁπλούστερα, δέν θά συντηρεῖτο ἡ Δημιουργία, θά καταστρεφόταν. Αὐτό ἐπαληθεύεται καί ἐπιστημονικά. Ὑπάρχει κάποιος νόμος πού λέγεται δεύτερο ἀξίωμα τῆς θερμοδυναμικῆς, πού λέει ὅτι αὐξάνει ἡ ἀταξία σέ ἕνα σύστημα ὅσο περνάει ὁ χρόνος. Αὐτό δέν συμβαίνει στό σύμπαν. Τό σύμπαν μέσα στόν χρόνο ἔχει μία σταθερή τάξη, πράγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό μόνο του. Αὐτό γίνεται ἐξαιτίας τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὑπάρχει καί συντηρεῖται αὐτή ἡ τάξις τοῦ σύμπαντος. Ἀλλιῶς τό σύμπαν θά εἶχε διαλυθεῖ. Βλέπετε, ἄν μία νοικοκυρά δέν μπαίνει κάθε μέρα μέσα σέ ἕνα δωμάτιο σέ λίγο χρόνο αὐτό θά εἶναι ἀκατοίκητο. Αὐξάνεται ἡ ἀταξία τοῦ συστήματος. Ἔτσι γίνεται σ’ ὅλο τό σύμπαν. Ποιός εἶναι ὁ νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος ὅμως; Εἶναι ὁ Θεός! Εἶναι ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία λέγεται προνοητική καί συνεκτική καί στήν ὁποία, εἴπαμε, μετέχουν ὅλα τά ὄντα.
Ὑπάρχει, ἐπίσης, μιά ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται καθαρτική, πού καθαρίζει τόν ἄνθρωπο. Σ’ αὐτή ὅμως τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν μετέχουν ὅλοι. Μετέχουν μόνο τά νοήμονα αὐτά ὄντα, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦν καί θέλουν νά καθαριστοῦν. Γιατί, ὅταν μετανοεῖς, θέλεις νά καθαριστεῖς. Σ’ αὐτή λοιπόν τήν ἐνέργεια τήν καθαρτική μετέχουν οἱ μετανοοῦντες καί ὄχι ὅλοι. Διαφορετικά θά ἦταν ὅλοι μετανοοῦντες, ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι μετανοοῦντες, τό ξέρουμε πολύ καλά.
Ὑπάρχει μετά ἡ φωτιστική ἐνέργεια, στήν ὁποία μετέχουν πάλι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πρῶτα καθαρθεῖ. Ἔχουν ὑποστεῖ τήν κάθαρση διά τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας καί μετά μετέχουν στήν φωτιστική ἐνέργεια, ἐφόσον πάλι τό θέλουν. Γιατί, μπορεῖ κανείς ν’ ἀρχίσει νά μετανοεῖ καί νά μείνει στή μέση, νά μήν ὁλοκληρώσει τήν κάθαρση, ὁπότε δέν δέχεται τόν φωτισμό. Καί ὑπάρχει καί ἡ τρίτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία λέγεται θεωτική ἤ θεοποιός στήν ὁποία πάλι μετέχουν αὐτοί πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις. Ἔχουν φτάσει στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί ὁ Θεός τούς δίνει καί τήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐφόσον τό θέλει. Ἑπομένως, ὑπάρχουν ἐνέργειες στίς ὁποῖες μετέχουμε ὅλοι καί ὑπάρχουν καί ἐνέργειες στίς ὁποῖες μετέχουμε ἐάν θέλουμε. Ὁ Θεός δέν μᾶς βάζει μέ τό ζόρι στόν Παράδεισο οὔτε στήν κόλαση. Μόνοι μας πᾶμε. Ἄν ἐπιλέξεις τήν ἀμετανοησία, ἐπιλέγεις τήν κόλαση. Ἄν ἐπιλέξεις τήν μετάνοια, ἐπιλέγεις τήν ἀρχή τῆς σωτηρίας, τή θέωση.
«Ἡ ἐνέργεια», λοιπόν, «τοῦ Θεοῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ προφήτης ἔλθει σέ θέωση, κατά τήν ὁποία βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν Θεό, βλέπει ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σέ ὅλα τά κτίσματα», γιατί εἴπαμε ὅτι ὅλα τά κτίσματα μετέχουν τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἕνας λοιπόν πού φτάνει στήν θέωση, τήν βλέπει αὐτή τήν ἐνέργεια. Γι’ αὐτό βλέπει καί τό σύμπαν μέ ἄλλα μάτια, εἶναι ἡ λεγόμενη ‘φυσική θεωρία’.
Αὐτή ἡ μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔχει «πολλά ἀποτελέσματα. Καί ἡ μία αὐτή ἐνέργεια, εἶναι σέ καθετί μία ἐνέργεια. Καί μέσα σέ κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἐνέργειες ὅλος ὁ Θεός εἶναι παρών!». Ὄχι ἕνα μέρος τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Θεός. «Ὁ Θεός, ὅταν δημιουργεῖ τόν κόσμο, δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσίαν, ἀλλά κατ’ ἐνέργειαν καί κατά βούλησιν». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι τά ὄντα δέν ἔχουν πάρει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε τά ὄντα θά ἦταν θεοί καί θά εἴχαμε πολλούς θεούς, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέμε ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσία ἀλλά κατ’ ἐνέργεια. Δέν ἔριξε κομμάτια Του ὁ Θεός ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ἔφτιαξε τό σύμπαν, ὅπως ἔλεγαν κάποιοι… μυθολογίες καί τέτοια πράγματα, ἀλλά κατ’ ἐνέργεια δημιουργεῖ τόν κόσμο.
«Ὁπότε ὑπάρχει ἕνωση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέ τά κτίσματα. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἁπλή. Διακρίνεται ὅμως σέ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, «σέ προνοητική (συντηρητική) ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ καθαρτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καί μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ταυτότητα. Ἄν ὑπῆρχε ταυτότητα, τότε ὅλα τά κτίσματα θά μετεῖχαν π.χ. στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τί θά σήμαινε ὅμως αὐτό; Ὅτι ὅλα τά κτίσματα θά ἔβλεπαν τόν Θεό. Πῶς τό ξέρουμε ὅμως ὅτι δέν ὑπάρχει ταυτότητα; Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Θείας Χάριτος ἡ Ἐκκλησία ξέρει πολύ καλά ὅτι ἡ φωτιστική π.χ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι ἐκεῖνοι πού φθάνουν στήν θέωση εἶναι οἱ Ἅγιοι. Οἱ ἄλλοι δέν φθάνουν στήν θέωση. Ὁπότε τό μερίζεται ἐν μεριστοῖς δέν σημαίνει ὅτι αὐτό πού εἶναι μεγάλο (ὁ Θεός) μεριζόμενο, γίνεται μικρό, ὅτι λιγοστεύει δηλαδή ὁ Θεός». Ὁ Θεός παραμένει Αὐτός πού εἶναι καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς.
«Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ οὐσία τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διότι τί λέγει ὁ ἱερεύς μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ἐκεῖ στίς εὐχές;», λίγο πρίν κοινωνήσουμε; Τό λέει καθ’ ἑαυτόν, δέν ἀκούγεται ἔξω. Παίρνει τόν ἅγιο Ἄρτο καί τόν μελίζει. «Μελίζεται ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος…». Τί σημαίνουν ὅμως αὐτά; Ὅτι στό Μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν Καινή Διαθήκη μετέχει καί ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ».Γι’ αὐτό, ὅταν κοινωνοῦμε, παίρνουμε τήν τεθεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοῦμε τόν Χριστό. Ὄχι ψωμάκι καί κρασάκι πού λένε μερικοί ἤ τό χρυσό δοντάκι πού λένε στά παιδιά… Ἀνοησίες… Ἀπαράδεκτα πράγματα! Πρέπει νά πεῖς στό παιδάκι ὅτι αὐτό πού παίρνει εἶναι ὁ Χριστός καί μετέχει ὄχι βέβαια στήν οὐσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά στήν ἐνέργεια.
«Ὁπότε τώρα ὁ τρόπος τῆς παρουσίας καί φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι καί διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία καί αὐτή τώρα μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!». Δέν λιγοστεύει δηλαδή καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπειδή κοινωνοῦμε, παραμένει ἀκέραιη. «Ἔτσι ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως γνωρίζουμε ὅτι ἡ μία ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. Ἐκεῖνο δέ, πού γίνεται κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γνωρίζουμε τόν Χριστό μόνον κατά δόξαν, δηλαδή ἐν δόξη. Δέν γνωρίζουμε τώρα τόν Χριστόν κατά σάρκα». Δέν Τόν ἔχουμε μπροστά μας, ὅπως Τόν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά Τόν γνωρίζουμε ἐν δόξη. «Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄσαρκος». Ἔχει σάρκα, ἁπλῶς δέν Τόν βλέπουμε ἐμεῖς ὅπως Τόν ἔβλεπαν οἱ Ἀπόστολοι ἐν σαρκί. «Ὁ Χριστός εἶναι ἔνσαρκος καί ἔχει πλήρη ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία τώρα, δηλαδή μετά τήν Ἀνάληψή Του, εἶναι δεδοξασμένη». Καί βεβαίως, ἐάν θέλει ὁ Χριστός μας, μᾶς ἐμφανίζεται. Πολλοί ἄνθρωποι, καί ὁ π. Παΐσιος, Τόν εἶχαν δεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν δεδοξασμένη βέβαια καί ἀναστημένη, ὅπως Τόν εἶχε δεῖ ἡ ὁμήγυρις τῶν Ἀποστόλων μετά τήν Ἀνάσταση.
«Ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, δέν παίρνουμε μόνο ἕνα κομμάτι τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἀλλά ὁ καθένας πού κοινωνεῖ παίρνει ὁλόκληρο τόν Χριστό μέσα του». Δέν ἔχει σημασία ἄν θά πάρεις μεγάλο ἤ μικρό κομμάτι, γιατί λένε μερικοί θά μοῦ δώσει μεγάλο κομμάτι σήμερα ὁ ἱερέας ἤ μικρό; Δέν ἔχει σημασία. Καί μικρό νά εἶναι, εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
«Ὅμως ἐξαιτίας αὐτοῦ δέν ὑπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί αὐτός ὁ Χριστός, πού εἶναι ἕνας, βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ κάθε πιστό πού κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐπάνω δηλαδή στό ἅγιο Ἀρτοφόριο, ἐκεῖ πού κομματιάζεται ὁ Ἀμνός ἀπό τόν ἱερέα, δέν κομματιάζεται ὁ Χριστός, ἀλλά πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως στούς πολλούς. Ὑπάρχει δηλαδή ὁλόκληρος ὁ Χριστός σέ κάθε ἕνα τεμάχιο τοῦ Θείου Ἄρτου» καί σέ ἕναν μικρότατο μαργαρίτη.
Γι’ αὐτό προσέχει τόσο πολύ ὁ ἱερέας καί ὀφείλει νά προσέχει νά μαζέψει καί τόν ἐλαχιστότατο μαργαρίτη, νά τόν βάλει μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο ἤ νά τόν καταλύσει. Δέν ἐπιτρέπεται νά πέσει τίποτα κάτω. Πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ, ὅταν κοινωνοῦμε. Καί ἐσεῖς νά βοηθᾶτε τόν ἱερέα. Μερικοί δέν βοηθοῦν τόν ἱερέα. Τώρα κάνω μιά παρένθεση, ἀλλά εἶναι σημαντικό. Δέν ξέρουν νά κοινωνήσουν οἱ ἄνθρωποι. Κρατοῦν τό ἅγιο μαντήλιο μακριά, ἐνῶ πρέπει νά τό βάζουν κάτω ἀπό τό πηγούνι τους. Ἤ μερικοί τό βάζουν μέν κάτω, ἀλλά τό ὑψώνουν καί οὐσιαστικά κλείνουν τό στόμα τους. Βάζουν δηλαδή κι ἕνα ἐμπόδιο στόν ἱερέα καί δέν μπορεῖ νά δώσει τήν Θεία Κοινωνία. Καί διάφορα ἄλλα πράγματα… δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἀλλά πρέπει νά βοηθοῦμε καί νά προσέχουμε πάρα πολύ, γιατί ἄν γίνει ζημία, ὅπως λέμε, εἶναι ἁμάρτημα καί γιά τόν ἱερέα καί γιά ἐμᾶς, ἄν δέν προσέξουμε.
«Τό ἴδιο τώρα συμβαίνει καί στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Κι αὐτοί μετεῖχαν τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά «ὁ Χριστός ἐδῶ ἐμφανίζεται ἄσαρκος. Ἐμφανίζεται ὁ Λόγος, ὁ Ἄγγελος», ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἅγγελος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ἦταν παρών ὁ Ἄγγελος, δηλαδή ὁ Θεός καί στόν Προφήτη, ἀλλά καί στήν ὑπόλοιπη κτίση».
«Ὁ Θεός δέν εἶναι περιορισμένος κατ’ οὐδένα τρόπο. Γι’ αὐτό τονίζουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι πανταχοῦ παρών». Τώρα πρέπει νά ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τόν Χριστό, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, γιά νά καταλάβουμε κάτι στή συνέχεια πού θά σᾶς πῶ. Ὁ Θεός Λόγος εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός ἤ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ Ἁγία Τριάδα, τά τρία Πρόσωπα. Ὁ Πατήρ εἶναι Πρόσωπο, ὁ Υἱός εἶναι Πρόσωπο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πρόσωπο. Στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, ἑνώθηκαν ὑποστατικά, δηλαδή πραγματικά, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὡς ἀνθρώπινη φύση ἐννοοῦμε τό σῶμα καί τήν λογική ψυχή μέ ὅλες τίς ἰδιότητές τους, χωρίς βέβαια τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεός δηλαδή πῆρε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι μόνο τό σῶμα μας, καί τήν ψυχή μας. Πῆρε ἀνθρώπινη ψυχή, ἀνθρώπινο σῶμα καί ὅλα τά τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί γιατί τά πῆρε ὅλα; Γιά νά τά ἁγιάσει ὅλα, νά τά θεώσει ὅλα. Γιατί, ἀπό τή στιγμή πού τά πῆρε στό Πρόσωπό του καί ἑνώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση, θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Δέν εἶναι δύο πρόσωπα. Ἕνα πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός ἐν δύο φύσεσιν, μέ δύο φύσεις, τήν ἀνθρώπινη καί τήν θεία. Τό πρόσωπο αὐτό, ὅπως μᾶς τό περιγράφει ἡ 4η Οἰκουμενική Σύνοδος, εἶναι ἐν δυσί φύσεσι, στήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί αὐτές οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἑνωμένες ἀδιαιρέτως, χωρίς διαίρεση, ἀτρέπτως, χωρίς τροπή, χωρίς δηλαδή ἀλλοίωση ἡ θεία φύση παραμένει ἀκέραιη καί ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀκέραιη, χωρίς νά ἀλλάζουν σέ τίποτα, ἀμερίστως, χωρίς νά μερίζονται, χωρίς νά διαιροῦνται καί ἀσυγχύτως, χωρίς νά συγχέονται. Εἶναι ξεχωριστές ἀλλά εἶναι καί ἑνωμένες. Ἐνῶ δηλαδή ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι ἀδιαίρετη, καθεμία ἀπό τίς δύο φύσεις διατηρεῖ τά φυσικά ἤ ἀλλιῶς οὐσιώδη προσόντα, θά λέγαμε, τά χαρακτηριστικά της.
Ἔτσι, ὑπάρχουν δύο φυσικές ἐνέργειες καί θελήσεις, ἡ θεία θέληση καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔχει δύο θελήσεις, γιατί ἔχει δύο φύσεις. Ἔχει τήν θεία φύση, τήν θεία ἐνέργεια καί τήν θεία θέληση καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀνθρώπινη ἐνέργεια, ἀνθρώπινη θέληση. Ἔχει δύο φυσικά αὐτεξούσια, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο. Ἔχει δύο σοφίες, τήν θεία σοφία καί τήν ἀνθρώπινη σοφία. Ἔχει δύο γνώσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη γνώση. Οἱ δύο φυσικές θελήσεις, ἐνῶ διατηροῦν τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκειται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Ὅπως κατ’ ἀναλογία σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, θά πρέπει ἡ δική μας ἀνθρώπινη θέληση νά ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Νά μήν ἔχει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δικό του θέλημα, ‘ἐγώ θέλω, ἐγώ ἀποφασίζω, ἐγώ κανονίζω τή ζωή μου’, ἀλλά νά ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά λέει ‘ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅποτε θέλει ὁ Θεός’. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Γι’ αὐτό ὀνομαζόμαστε καί δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί τό χαρακτηριστικό τοῦ δούλου εἶναι ὅτι δέν ἔχει θέλημα δικό του, ἔχει τό θέλημα τοῦ κυρίου του. Νά, γιατί ἔχουν σημασία τά δόγματα. Ὅπως στόν Χριστό μας ἡ ἀνθρώπινη θέληση ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, ἔτσι καί στόν ἄνθρωπο θά πρέπει ἡ δική του θέληση ἡ ἀνθρώπινη νά ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, γιά νά μοιάζουμε στόν Χριστό. Ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἑνότητος τοῦ Προσώπου Του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας εἶναι ἀναμάρτητος, γιατί πάντοτε ἔκανε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα.
Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἀλληλοπεριχωροῦνται κατά ἀσύγχυτο τρόπο. Ὅταν λέμε περιχώρηση ἐννοοῦμε τήν ἐνοίκηση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Κατά τήν περιχώρηση τῶν δύο φύσεων, ἡ θεία φύση ἐνεργεῖ καί μεταδίδει, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τήν θεία ἐνέργεια. Συνέπεια τῆς ὑποσταστικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων εἶναι αὐτό πού λέγεται στήν Θεολογία ἀντίδοση ἤ κοινοποποίηση τῶν ἰδιωμάτων. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων σημαίνει μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὀνομάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καί μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη φύση καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θά τό ἐξηγήσουμε μέ ἕνα παράδειγμα. Ὁ Χριστός λέγεται Θεός καί ἄνθρωπος, ἄκτιστος καί κτιστός. Τό Πρόσωπο, ὁ Χριστός, εἶναι καί ἄκτιστος καί κτιστός. Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄκτιστη. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι στήν κάθε μία φύση καθ’ ἑαυτήν. Ἡ θεία φύση εἶναι ἄκτιστη, ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει κτιστή. Δέν μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τήν Θεότητα κτιστή καί παθητή, οὔτε νά ἀποδώσουμε στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν θεία ἰδιώματα καί νά τήν ὀνομάσουμε ἄκτιστη, ἀπαθῆ, πάνσοφη, πανταχοῦ παροῦσα. Δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό γιατί οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκέραιες, μέσα δηλαδή στά ὅριά τους.
Ἐδῶ εἶναι τώρα πού μέ αὐτή τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία συμφωνοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀλλά ἀπό τούς Προτεστάντες οἱ Λουθηρανοί ἀντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στόν Χριστό καί δέχονται δηλαδή ὅτι, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως ἀποδίδονται καί στήν ἀνθρώπινη φύση ὡς ὀντολογικά ἰδιώματα. Καί αὐτή ἡ πίστη τους, τούς κάνει νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν, τό ὁποῖο εἶναι λάθος. Εἶναι αἵρεση αὐτό, δέν ἰσχύει, γιατί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κτιστό, ἔχει περίγραμμα καί δέν εἶναι πανταχοῦ παρόν.
Ὅλη αὐτή τήν εἰσαγωγή, τήν διδασκαλία ἄν θέλετε, τήν ἔκανα γιά νά ξέρουμε κάποια πράγματα γιά τόν Χριστό μας καί γιά τήν λεγόμενη αὐτή ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, δηλαδή ἡ σωστή διδασκαλία γιά τόν Θεό καί τό θεμέλιο τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι, ὄχι ὁ στοχασμός ἤ μιά φιλοσοφία πού κάθησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἔγραψαν, ἀλλά εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού εἶχαν. Ἐπειδή εἶχαν φτάσει στή θέωση καί εἶδαν τόν Θεό, μᾶς εἶπαν τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς εἶναι ὁ Θεός καί πῶς εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί πῶς πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως καί ὅλα αὐτά πού εἴπαμε μέχρι τώρα. Ἑπομένως, δέν βασιζόμαστε σέ κάποια θεωρία, σέ κάποια στοχαστική σύλληψη, διανοητική σύλληψη καί μιλᾶμε γιά τόν Θεό, ἀλλά σέ ἐμπειρία, σέ πραγματικότητα. «Οἱ διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες δέν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, γιατί γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργειαν». Καμιά φιλοσοφία δέν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. «Ἡ ὑποστατική ἕνωσις ὅμως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία φύση δέν εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός μέ τόν Λόγο κατ’ ἐνέργειαν ἤ ἁπλῶς κατά τήν βούλησιν τοῦ Θεοῦ», ὅπως γίνεται μέ τόν ἄνθρωπο, «ἀλλά εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός (ἡ ἀνθρωπίνη Του φύσις) μέ τόν Λόγο κατά φύση». Ἐμεῖς ἑνωνόμαστε κατ’ οὐσία δηλαδή. Ἐνῶ ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργεια, κατά χάρη. Εἴμαστε θεοί κατά χάρη, μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά στόν Χριστό δέν γίνεται ἔτσι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἑνώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση κατ’ οὐσίαν. Σέ μᾶς γίνεται κατ’ ἐνέργειαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἡ δική μας ἑνώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τήν οὐσία, γιατί τότε θά γινόμαστε κι ἐμεῖς θεοί κατ’ οὐσίαν.
Θέωσις τώρα τοῦ ἀνθρώπου τί εἶναι; «Εἶναι ἡ μετοχή του, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέωσις ὅμως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στήν ἕνωσή Της μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως). Ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἅγιος, βλέπει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὅμως βλέπει, γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἔχουμε ὑποστατική ἕνωση τοῦ Λόγου μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὅ,τι καί ὅσα ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θά εἶχε ὅλη τήν γνώση πού ἔχει ἡ Ἁγία Τριάς. Καί, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν ἔχει ὅλη τήν γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτόν τόν λόγο θεωρεῖται βλασφημία νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέτοχος ὁ ἄνθρωπος». Γι’ αὐτό δέν ξέρουμε τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Μερικοί, σᾶς ἔλεγα καί ἄλλη φορά, λένε ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄρα ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη. Λάθος! Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἤ ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς; Ὄχι. Τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρουμε. Δέν μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ.
«Κάτοχοι τῆς Θείας οὐσίας εἶναι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο». Αὐτοί μόνο γνωρίζουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. «Τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Πατήρ γνωρίζει τήν οὐσία Του, ὁ Υἱός γνωρίζει τήν οὐσία Του, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο γνωρίζει τήν οὐσία Του», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια. Δέν ἔχει διαφορετική ὁ Πατήρ, διαφορετική ὁ Υἱός, διαφορετική τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ταυτή.
«Ὁπότε ἡ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κτῆμα μόνον τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν εἶναι κτῆμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γνῶσις αὐτή. Διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει περί Θεοῦ μόνον ὅσα γνωρίζει ἐξ ἀποκαλύψεως κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ὅμως αὐτή ἡ γνώση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, δέν εἶναι γνώση» μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια. Εἶναι ἄλλου εἴδους γνώση. «Διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση βασίζεται στήν ὁμοιότητα καί τήν διαφορά». Βλέπεις ἕνα πράγμα καί τό συγκρίνεις μέ κάτι ἄλλο. Τό περιγράφεις σχετικά μέ κάτι ἄλλο πού ἤδη γνωρίζεις καί λές αὐτό μοιάζει μέ αὐτό ἤ διαφέρει ἀπό τό ἄλλο. Ἔτσι κάπως τό περιγράφεις. Δέν εἶναι ἔτσι ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, δέν βασίζεται σέ κριτήρια ὁμοιότητας καί διαφορᾶς. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα ὅμοιο μέ τόν Θεό. Οὔτε τίποτα διαφορετικό. Δέν ἰσχύουν αὐτά τά κριτήρια τῆς ὁμοιότητας καί τῆς διαφορᾶς. Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις γιά τόν Θεό εἶναι πολύ διαφορετική καί ἄλλου εἴδους ἀπό τή γνώση πού ἔχουμε γιά τά πράγματα.
«Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις αὐτή, τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως λέγεται καί ἀγνωσία!». Αὐτό πού λέμε γνωρίζουμε ἀγνώστως. Δέν ἔχουμε λέξεις γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. «Καί λέγεται ἀγνωσία, διότι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀξιοῦται τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό του» καί τήν γνώση του καί τόν τρόπο τοῦ νά γνωρίζει. Γνωρίζει μέ ἄλλο τρόπο. Τοῦ ἀποκαλύπτεται δηλαδή ὁ Θεός. «Κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ’ ὅ,τι ἤξερε μέχρι τότε, εἰσέρχεται στόν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, ὅπου δέν γνωρίζει τίποτε καί γνωρίζει τόν Θεό μέσω τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό λέμε «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς», μέ τό φῶς Σου θά Σέ δοῦμε. Ὁ Θεός γνωρίζεται διά τοῦ Θεοῦ. «Τό μέσο τῆς γνώσεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε γνωρίζει τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω διά τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα». Τό εἶπε στόν Ἅγιο Φίλιππο, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Φίλιππος «δεῖξε μας τόν Πατέρα» καί τοῦ λέει «Τόσα χρόνια δέν Μέ ξέρεις Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. 14,8-9). Καί τί ἤθελε νά τοῦ πεῖ; Τό ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: ὅτι ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά δεῖς Ἐμένα, τήν Θεότητά μου, οὔτε τόν Πατέρα μπορεῖς νά δεῖς.
«Ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσω τοῦ Θεοῦ, καί μετά τήν Ἐνσάρκωση μέσω τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό. Σ’ αὐτήν τώρα τήν γνώση μετέχει καί ἡ διάνοια (λογική) καί ὁ νοῦς (ἡ νοερά ἐνέργεια καί αἴσθηση) καί οἱ αἰσθήσεις καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει» καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή, τά πάντα. «Ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θεοῦται. Θεοῦται καί τό σῶμα του γι’ αὐτό καί εὐωδιάζει». Τά ἅγια λείψανα βλέπετε πού εὐωδιάζουν; Αὐτό τί εἶναι; Εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτυπωμένη, ὑπάρχει καί στά ἅγια λείψανα. Καί δέν εἶναι κάτι τυχαῖο. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς θέωσης. Ὁ Θεός εἶναι εὐωδία. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό, θεώνεται, εὐωδιάζει κι αὐτός. Οἱ ἅγιοι εὐωδιάζουν, γιατί εἶναι θεωμένοι. Κι αὐτό βέβαια δέν γίνεται μετά θάνατον, ἀλλά ξεκινάει ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἔχουμε ἀνθρώπους πού στή γῆ, ἀπό αὐτή τήν ζωή εὐωδιάζουν, ζωντανοί! Δέν ξέρω ἄν ἔχετε συναντήσει…
Ὄχι μόνο ἡ ψυχή του ἀλλά καί τό σῶμα εὐωδιάζει, «διότι μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος βλέπει». Δέν βλέπει μόνο μέ τά μάτια. Μέ ὅλο τό σῶμα καί τήν ψυχή βλέπει. Γι’ αὐτό, κι ἄν κλείσει τά μάτια τήν ὥρα ἐκείνη πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πάλι βλέπει. «Ἀλλά τί βλέπει; Αὐτό εἶναι τό θέμα. Τί βλέπει; Οὔτε χρῶμα βλέπει, οὔτε σχῆμα βλέπει, οὔτε διαστάσεις βλέπει, οὔτε μέγεθος βλέπει, οὔτε φῶς βλέπει, οὔτε σκότος βλέπει. Δέν βλέπει τίποτε πού νά μοιάζει μέ τά ἀνθρώπινα, ἐκτός ἀπό τήν δεδοξασμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό κέντρο αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί, βλέποντας τόν Χριστό, τότε βλέπει καί τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω».
«Τώρα ἐρχόμεθα στό ἑξῆς: Ἄλλη εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν Προσώπων, ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Λόγο καί ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωση τῶν θεουμένων –τῶν ἀνθρώπων ἡμῶν δηλαδή – μέ τόν Θεό. Εἰδικώτερα αὐτά τά δύο τελευταῖα εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας. Διότι, ἑνωμένος ὁ θεούμενος μέ τόν Θεό Πατέρα μέσω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνει ὅτι διαφορετικά μετέχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στό ἄκτιστο, διαφορετικά μετέχει ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ στό ἄκτιστο καί ἄλλη σχέση ἔχουν μεταξύ τους τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
«Γιά νά μπορεῖ λοιπόν νά γίνει σωστή κατάταξη αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί πραγματικότητος, ἔκαναν οἱ Πατέρες τίς παραπάνω διακρίσεις. Γιά ποιόν ἀπώτερο λόγο; Δέν τίς ἔκαναν γιά νά κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλά τίς ἔκαναν γιά νά πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες ἐπάνω στά θέματα αὐτά. Τό ἔργο αὐτό τῶν Πατέρων, τό νά χρησιμοποιοῦν δηλαδή τέτοια εἰδική ὁρολογία, δέν ἔγινε γιά τήν κατανόηση κανενός δόγματος, διότι ὁ σκοπός τοῦ δόγματος δέν εἶναι ἡ κατανόησή του, ἀλλά ἡ κατάργησή του». Γιατί τό δόγμα τί εἶναι; Εἶναι μία λεκτική περιγραφή. Ἀλλά ὅταν ζήσεις τόν Θεό, μετά δέν ἔχεις λέξεις νά περιγράψεις αὐτό πού ζεῖς. Καταργεῖται τό δόγμα. Ἀλλά χρειάζεται τό δόγμα, αὐτή ἡ περιγραφή ἡ λεκτική πού ἔχουμε, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά φτάσουμε στήν ἐμπειρία. Κι ὅταν φτάσεις στήν ἐμπειρία καταργεῖται, γιατί ἐκεῖ καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτό πού ἔλεγες δέν περιγράφει αὐτό πού ζεῖς, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος.
Ἔτσι λοιπόν «καταργεῖται τό δόγμα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τό ἴδιο τό Μυστήριο -τοῦ Θεοῦ– πού ἐκφράζει τό δόγμα. Τότε καταργεῖται τό δόγμα τό ὁποῖο οὕτως ἤ ἄλλως δέν ἔγινε ποτέ κατανοητό ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς». Δέν μπορεῖς νά τό καταλάβεις ἐγκεφαλικά τό δόγμα. Μπορεῖς νά τό καταλάβεις ὅταν θά φτάσεις στήν θέωση. Καί τότε θά καταλάβεις ὅτι κι αὐτό πού εἶχες ὑπόψη σου καταργεῖται. «Καταργεῖται τό δόγμα, ἐφόσον ὑπάρχει πιά ἕνωσις μέ τό ἴδιο τό Μυστήριο. Ἡ ἕνωσις ὅμως μέ τό Μυστήριο δέν σημαίνει ὅτι καταργεῖται τό Μυστήριο. Τό Μυστήριο παραμένει. Ὁ ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἑνωμένος μέ Κάποιον, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα τῶν ἀνθρώπων». Ὁ Θεός εἶναι ἀπερινόητος. Εἶναι ἀκατάληπτος. Εἶναι πάνω ἀπό κάθε νόημα. Δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε γιά τόν Θεό κάτι γιά νά Τόν περιγράψουμε. Κάποιος ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα τῶν ἀνθρώπων.
«Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ὅραση, ἐμπειρία τοῦ Μυστηρίου, ὅταν δηλαδή βρεθεῖ σέ κατάσταση θεώσεως, ἀντιμετωπίζει κάτι τό ἀπερίγραπτο». Δέν μπορεῖ νά τό περιγράψει αὐτό πού ζεῖ. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄκουσα ἄρρητα ρήματα, δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ τί ἄκουσα. Δέν μποροῦσε νά περιγράψει τί ἔζησε, γιατί δέν εἶχε λέξεις. «Ὄχι μόνο οἱ ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτες -τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος– (ἐκτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι στήν κυριολεξία ἀπερίγραπτη. Δέν ἐντάσσεται ἡ γνῶσις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέσα στίς γνωσιολογικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου». Λέμε ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί τί εἶναι αὐτό τό πράγμα; Πάλι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες». Γιατί; Γιατί καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἑπομένως δέν συγκρίνεται μέ ὅλα αὐτά πού ξέρουμε πού εἶναι ὅλα κτιστά. Τό ἄκτιστο, εἴπαμε, δέν ἔχει καμία σχέση καί ὁμοιότητα μέ τό κτιστό. «Γι’ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν λέμε ὅτι στόν Θεό ὑπερβαίνεται ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους, αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν π.χ. οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα σέ Φῶς («φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»)», κατοικεῖ μέσα σ’ ἕνα ἀπρόσιτο φῶς, «ἤ μέσα σέ Σκότος («Γνόφος ὑπό τούς πόδας Αὐτοῦ», 17ο Ψαλμός), καθώς καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι λόγος, ἄλογος, ὑπέρλογος, δέν ἐννοοῦν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ», ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι κι αὐτή ἀπερίγραπτη.
«Ὁπότε ἡ Ἀποφατική λεγομένη Θεολογία», ἡ Θεολογία πού μᾶς λέει τί δέν εἶναι ὁ Θεός, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄναρχος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος κ.λ.π., «δέν ἰσχύει μόνο γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμία ὁμοιότητα μέ καμία ἀπό τίς γνωστές μορφές ἐνεργείας τοῦ κόσμου τούτου». Νά ποῦμε δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί μοιάζει μ’ αὐτό τό ἠλεκτρικό φῶς. Ὄχι, δέν μοιάζει. Δέν ὑπάρχει σύγκριση. «Διότι ποιό κτίσμα, ποιά ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς»; Μόνο τό γεγονός τῆς παρουσίας, τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν θεούμενο, καθιστᾶ γνωστό σέ μᾶς τό γεγονός ὅτι δέν ὐπάρχει καμία ὁμοιότητα, ὄχι μόνο μεταξύ τῆς οὐσίας ἤ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ ἀφενός καί τῶν κτισμάτων ἀφετέρου, ἀλλά καί μεταξύ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων». Δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. «Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὑπερβαίνει τήν γνωστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ἀποφατική Θεολογία ἔχουμε ὅλες αὐτές τίς ἐκφράσεις, ὅπως «γνωρίζει ἀγνώστως», «γνωρίζει ὑπεραγνώστως» κ.λ.π. Αὐτή ἡ περίεργη ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός ὡς γνωστικό ἀντικείμενο δέν ὑποπίπτει στίς γνωστικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως οἱ διακρίσεις, πού γίνονται στούς Πατέρες μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας ἤ μεταξύ τῶν ὑποστάσεων τῆς οὐσίας, δέν ἔχουν καμία σχέση μέ μεταφυσική, ὀντολογία, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα», φιλοσοφία. Δέν κάνουν φιλοσοφία οἱ Πατέρες. «Μέ κανένα ἀπό αὐτά τά πράγματα δέν ἔχουν σχέση». Ἀλλά, εἴπαμε, κάνουν αὐτές τίς διακρίσεις μέ βάση τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού εἶχαν, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς καί γιά νά βοηθήσουν κι ἐμᾶς νά ἔχουμε τήν ἴδια ἐμπειρία.
«Παρατηρεῖται ὅμως ὅτι, οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπό καιρό σέ καιρό καί ἔκαναν προσαρμογή τῆς ὁρολογίας τους, γιά νά βροῦν τούς σωστούς ὅρους ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς», ὥστε νά τούς καταλαβαίνουν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς κάθε ἐποχῆς, νά βρίσκονται πάντοτε μέσα στήν ἀλήθεια καί νά περιγράφουν ὅσο τό δυνατό καλύτερα αὐτό τό ἐμπειρικό δεδομένο τῆς θεώσεως πού βίωναν.
«Αὐτό τό ἔκαναν, ὄχι γιά νά κατανοήσουν καλύτερα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά νά χτυπήσουν τίς αἱρέσεις πού ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπό τόν φωτισμό καί τήν θέωση καί ὄχι ἀπό φιλοσοφική ἤ φιλολογική διεργασία ἤ ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό ἐπάνω σέ αὐτήν τήν διδασκαλία. Ὁ σκοπός τοῦ δόγματος, πού διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλά ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό». Γι’ αὐτό μᾶς χρειάζονται τά δόγματα. Δέν μᾶς τά δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς βάλει ἕναν πονοκέφαλο γιά νά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτά νά τά καταλάβουμε, ἀλλά γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὡς ἕναν ὁδηγό, ὥστε νά φτάσουμε κι ἐμεῖς στήν ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες πού διατύπωσαν αὐτά τά δόγματα, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία νά φυλάξουμε τά δόγματα, γιατί εἶναι ὁδηγοί πρός τήν σωτηρία κι, ἄν ἀλλοιωθοῦν τά δόγματα, δέν μποροῦμε νά φτάσουμε στήν σωτηρία. «Ὅταν συμβεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ κατά χάριν μέ τόν Θεό, ὅταν δηλαδή τοῦ ἀποκαλυφθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τότε καταργεῖται τό δόγμα». Τότε δέν χρειάζεται. Τότε πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε μέ τίς ὁδηγίες, τά δόγματα δηλαδή, μέσω τῶν δογμάτων, ἔφτασε στόν σκοπό του, στήν θέωση.
Ἴσως κάποια εἶναι πρωτάκουστα καί εἶναι δύσκολο νά τά παρακολουθήσει κανείς, ἀλλά ἄς γίνει τουλάχιστον μία ἀρχή. Πρέπει νά τά ξέρουμε. Καί χίλιες φορές νά ἀσχολούμαστε μ’ αὐτά καί ἄς μήν τά καταλαβαίνουμε ὅλα κατευθείαν, παρά νά ἀσχολούμαστε μέ πράγματα ἀνούσια, ψυχοφθόρα καί ζημιογόνα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Θέλω νά ρωτήσω τό ἑξῆς: εἴπαμε ὅτι ὅταν κοινωνοῦμε μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σέ ποιά μορφή ἐνέργειας; Κατά τήν δύναμη τοῦ καθενός; Δηλαδή εἴπαμε ὅτι ἔχουμε καί κάποιες μορφές ἐνέργειας, τήν καθαρτική, τήν θεωτική κ.λ.π. Μετέχουμε σέ ὅλη τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἤ μετέχουμε ἐκείνη τή στιγμή σέ κάποια μορφή ἀνάλογα μέ τήν δύναμή μας;
Ἀπ. : Ναί, ἀνάλογα μέ τό στάδιο πού εἶναι ὁ καθένας. Σίγουρα παίρνουμε ἐνίσχυση. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό στάδιο τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως, καθαίρεται ἀκόμα περισσότερο. Δέν λέμε ὅτι «τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄Ἰω. 1,7); Μετέχοντας τοῦ Αἵματος καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μας καθαριζόμαστε. Ἀλλά ὄχι μόνο καθαριζόμαστε, καί φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε. Ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα καί τίς προϋποθέσεις πού ἔχει ὁ καθένας. Ὁ καθαιρόμενος καθαίρεται ἀκόμα περισσότερο, ὁ φωτιζόμενος φωτίζεται ἀκόμα περισσότερο καί ὁ θεούμενος θεώνεται ἀκόμα περισσότερο.
Εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε συχνά. Δυστυχῶς δέν τό ἔχουμε καταλάβει οἱ ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί ἀρρωσταίνουμε ψυχολογικά καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, γιά νά μήν πῶ ἡ συντριπτική πλειοψηφία, εἶναι καταθλιπτικοί καί μέ ψυχολογικά προβλήματα, εἴτε διεγνωσμένα, εἴτε ἀδιάγνωστα. Διότι δέν μετέχουμε τῆς Ζωῆς. Γιατί ὁ Χριστός εἶπε, γιά νά ζήσουμε, πρέπει νά φᾶμε τόν Ἴδιο, «ἄν δέν φᾶτε τήν σάρκα Μου καί πιεῖτε τό αἷμα Μου, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53). Ξεκάθαρα πράγματα. Αὐτό τώρα τί σημαίνει; Τρεῖς φορές τόν χρόνο νά κοινωνᾶμε φτάνει; Ὄχι, δέν φτάνει. Ὅπως γιά νά ζήσεις βιολογικά, τρῶς κάθε μέρα καί πολλές φορές τήν ἡμέρα, ἔτσι καί πνευματικά πρέπει νά τρῶμε, ὅσο γίνεται πιό συχνά. Δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε μερικοί ‘δέν κοινώνησα, γιατί δέν ἔχω ἐξομολογηθεῖ’. Γιατί δέν φρόντισες νά ἐξομολογηθεῖς; Ὄφειλες νά φροντίσεις. Τό λέει καί σάν κατόρθωμα… δέν κοινώνησα, εἶμαι ἐντάξει. Δέν εἶσαι καθόλου ἐντάξει, γιατί δέν ἔχεις μετοχή στή Ζωή. Κι ἄν δέν τρῶς μιά, δύο, δέκα, τριάντα, πενήντα μέρες, τί παθαίνεις; Βιολογικά πεθαίνεις. Ἔτσι, δέν εἶναι; Μέχρι σαράντα μέρες, πενήντα, ἀντέχει ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός βιολογικά. Κάτι ἀνάλογο εἶναι καί στά πνευματικά.
Ὑπάρχει μιά ὡραία ἱστορία πού τό ἐπιβεβαιώνει αὐτό, γιατί εἴπαμε στήν Θεολογία δέν κάνουμε θεωρία. Θά πεῖ κανείς: Ποῦ τό βρῆκε αὐτό ὁ πάτερ ὅτι ἡ ψυχή ἀντέχει, ὅπως καί τό σῶμα, τό πολύ σαράντα μέρες; Τό βρήκαμε στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει στό Γεροντικό μιά ἱστορία μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, πού δέχτηκε τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἀνθρώπου καί τῆς γυναικός του, ἡ ὁποία εἶχε μεταμορφωθεῖ σέ φοράδα διά μαγγανειῶν. Τῆς εἶχαν κάνει μάγια καί φαινόταν σάν ἄλογο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπελπίστηκε, τῆς ἔβαλε καπίστρι ὅπως βάζουν στά ζῶα καί τήν πῆγε στόν Ἅγιο Μακάριο. Τόν κορόιδευαν, τοῦ ἔλεγαν ‘τί ἔφερες τό ἄλογό σου;’. Καί ἔλεγε αὐτός ‘δέν εἶναι τό ἄλογό μου, ἡ γυναίκα μου εἶναι’. Καί ἔλεγαν, παλαβός θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος… Πῆγαν στόν Ἅγιο Μακάριο, τούς λέει: ‘ἐσεῖς εἶστε παλαβοί, φέρτε ἐδῶ τόν ἄνθρωπο’. Τῆς ἔριξε ἁγιασμό καί φάνηκε κανονικά, γυναίκα, ὅπως ἦταν. Καί τό σημαντικό εἶναι πού τῆς εἶπε ὅτι τό ἔπαθε αὐτό, γιατί εἶχε πέντε ἑβδομάδες νά κοινωνήσει. Πέντε ἑβδομάδες… Δηλαδή, ξεπέρασες τά ὅριά σου καί σέ ἔπιασαν τά μάγια.
Ἔρχονται ἔντρομοι… πάτερ, μᾶς κάνανε μάγια… μᾶς ρίχνουν λάδια.. ξύδια.. Καί γιατί τρέμεις δηλαδή; Κοινωνᾶς; Ἅμα δέν κοινωνᾶς, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια. Ἅμα δέν προσεύχεσαι, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια. Ἅμα δέν διαβάζεις Ἁγία Γραφή καί δέν ἔχεις σπίτι σου Ἁγία Γραφή νά διαβάζεις κάθε μέρα, βέβαια θά σέ πιάσουν. Ἅμα δέν φροντίζεις νά ἔχεις καθαρή τήν ψυχή σου, νά ἐξομολογήσαι τακτικά, ὥστε νά μπορεῖς νά κοινωνᾶς τακτικά καί ἅμα δέν πολεμᾶς τά πάθη σου… βέβαια… Ἐκεῖνα νά φοβᾶσαι… κι ὄχι ἄν σοῦ ρίχνουν ἤ δέν σοῦ ρίχνουν ὁτιδήποτε. Μετά ἔρχεται καί ὁ πονηρός καί σοῦ λέει ‘νά πᾶς σέ ἕναν ἄλλο μάγο νά σοῦ λύσει τά μάγια’. Τότε νά δεῖς τί θά γίνει. Ὁ διάβολος διώχνει διάβολο; Θά γίνεις τρισχειρότερα. Τόση εἶναι ἡ ἀνοησία μας… Ἐνῶ ὁ Χριστός μας μᾶς τά λέει ὅλα πολύ ὡραῖα καί πολύ ἁπλά, γιά νά ἔχουμε ζωή καί περίσσεια ζωῆς μάλιστα, γιατί λέει «ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10,10). Περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ θεία Χάρις, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία διώχνει κάθε κατάθλιψη, κάθε ψυχολογικό, τά πάντα διώχνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει σ’ αὐτή καί ζεῖ τόν Θεό. Ζεῖ τουλάχιστον τήν κάθαρση. Δέν σᾶς λέω τήν θέωση πού εἶναι πολύ ὑψηλό. Τουλάχιστον τήν κάθαρση νά ζήσουμε, νά μποῦμε στή διαδικασία τῆς κάθαρσης πού σημαίνει μετάνοια.
Ἑπομένως, χρειάζεται καί εἶναι ἀναγκαῖο νά ἔχουμε τίς προϋποθέσεις νά κοινωνοῦμε τακτικά, πολύ τακτικά. Πόσο τακτικά; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν σχεδόν κάθε μέρα. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα κάνω Θεία Λειτουργία καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά γιατί δέν μποροῦσε, εἶχε πάρα πολλές ὑποθέσεις. Ἀλλά τετράκις τῆς ἑβδομάδας λειτουργοῦσε, πού σημαίνει κοινωνοῦσε. Καί δέν κοινωνοῦσε μόνος του φυσικά, κοινωνοῦσαν καί οἱ πιστοί. Γιατί ἡ Θεία Λειτουργία αὐτό ἔχει ὡς σκοπό, νά κοινωνήσουμε, ὄχι ἁπλῶς νά ἔχουμε ἕνα ἀκρόαμα καί ἕνα θέαμα. Νά πάω στήν Ἐκκλησία, ὅπως πάω σ’ ἕνα θέατρο. Ὅπως τό ἔχουν καταντήσει σήμερα πολλοί καί βέβαια, γιατί νά πᾶνε νωρίς καί νά χάσουν καί τόν ὕπνο τους οἱ ἄνθρωποι; Πᾶνε στό Χερουβικό ἤ πᾶνε γιά τόν καφέ πού θά ἔχει μετά, ἄν ἔχει καφέ στό Μοναστήρι. Τραγικά πράγματα! Καί λένε: ἐκκλησιάστηκα κιόλας… ἄναψα τό κεράκι μου… καί εἶναι ἐντάξει καί μέ τόν Θεό. Μετά αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει ὑγεία; Πνευματική ὑγεία ἐννοῶ. Δέν μπορεῖ νά ἔχει πνευματική ὑγεία, γιατί δέν μετέχει στή Ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Νά φροντίζουμε νά κοινωνοῦμε τακτικά, ὥστε νά ἔχουμε αὐτή τή Ζωή καί νά ζοῦμε μέ ὑγεία ψυχῆς καί σώματος. Γιατί, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής, καί τό σῶμα εἶναι ὑγιές. Τότε δέν κόβουμε καί χρόνια ἀπό τήν ζωή μας. Γιατί ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα τό καντηλάκι του μέ τό λαδάκι του, ἀλλά πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες πού κάνουμε -καί ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτοκαταστροφή- μειώνουμε καί τό λαδάκι μας ἤ τό χύνουμε ὁλόκληρο τό καντήλι καί φυσικά δέν φταίει ὁ Θεός, ἐμεῖς φταῖμε.
Ἐρ. : Στό θέμα πού εἴπατε νά κοινωνᾶμε συχνά. Ὅταν κάποιος ἐξομολογεῖται συχνά καί ἔχει κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό νά μήν κοινωνήσει κάποιο διάστημα, ἔχει πάλι τήν ἴδια χάρη ἀπό τόν Θεό;
Ἀπ. : Ἄν ἔχει κανόνα, βέβαια. Καλύπτεται ἀπό τόν κανόνα. Τότε δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Κοινωνεῖ πνευματικά. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν Ἀόρατο πόλεμο, πῶς ὁ χριστιανός μπορεῖ νά μετέχει τοῦ ποτηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας καί μέ πνευματικό τρόπο, ὅταν ὑπάρχει λόγος εὔλογος.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Τό καταλαβαίνω σ’ ἕνα σημεῖο τό ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τό σῶμα Του δέν εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι μέ τό πνεῦμα Του… μέ τήν ἐνέργειά Του…
Ἀπ. : Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δηλαδή δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα… Γιά τόν Χριστό μιλᾶμε. Ὁ Πατέρας δέν ἔχει ἀνθρώπινη φύση, οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί δέν σαρκώθηκαν. Μόνο ὁ Λόγος πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό τί σημαίνει ὅμως; Ὅτι, ἄν σοῦ κάνει ὁ Χριστός τή χάρη νά ἐμφανιστεῖ μπροστά σου, ὅπως ἔχει γίνει σέ ἀνθρώπους, ὄχι στόν ὕπνο τους, ἀλλά πραγματικά, ὅπως μέ βλέπετε καί σᾶς βλέπω, αὐτό σημαίνει ὅτι σοῦ κάνει μιά πολύ μεγάλη τιμή, γιατί ἐκείνη τή στιγμή ὁ Χριστός εἶναι μόνο ἐκεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι μπροστά σου ἐκείνη τή στιγμή, πουθενά ἀλλοῦ. Καταλάβατε; Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρωπίνη φύση. Κάπου εἶναι πάντοτε, κάπου, ὄχι παντοῦ.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἔχω παρατηρήσει -καί νομίζω πολλοί- ὅταν κάποιος κοινωνάει συχνά στίς ἐνορίες τουλάχιστον στίς πόλεις παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό αὐτούς πού εἶναι στήν Ἐκκλησία ἀλλά καί ἀπό τούς παπάδες. Καί γενικά παρατηρῶ ὅτι πολλοί πού ἔχουν εὐλογία νά κοινωνᾶνε συχνά, πηγαίνουν κάθε φορά σέ ἄλλη ἐνορία, γιά νά μήν σκανδαλίζουν τούς γύρω. Κάτι γιά αὐτό νά μᾶς πεῖτε. Εὐχαριστῶ.
Ἀπ. : Ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα πρός τό χεῖρον. Γιατί σκανδαλίζω τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι βάζω ἐμπόδιο στή σωτηρία. Σκάνδαλο εἶναι ἕνα ξύλο πού περπατᾶς στόν δρόμο, σκοντάφτεις καί πέφτεις. Αὐτό λέγεται σκάνδαλο στήν κυριολεξία, μιά παγίδα. Ὅταν, λοιπόν, λέμε σκανδαλίζω κάποιον, σημαίνει ὅτι τοῦ ἔχω στήσει μιά παγίδα, γιά νά πάει στήν κόλαση. Αὐτό σημαίνει σκανδαλίζω. Ὅταν λοιπόν λέμε ὅτι σκανδαλίζεται, ἐπειδή σέ βλέπει πού κοινωνᾶς, δέν στέκει, εἶναι παράλογο. Σκανδαλίζεται, ὅταν δέν κοινωνᾶς. Αὐτό λένε οἱ Κανόνες. Γιατί; Γιατί, λέει ὁ Κανόνας, ἄν ὁ χριστιανός πάει στήν Θεία Λειτουργία καί δέν κοινωνήσει, πρέπει νά πεῖ τόν λόγο, γιατί δέν κοινώνησε. Σέ ποιόν; Στόν Πνευματικό, στόν προϊστάμενο ἐκεῖ τῆς συνάξεως, στόν ἱερέα. Γιατί; Διότι, λέει, ποιεῖ ἀταξία πού δέν κοινωνεῖ! Τώρα ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα καί θεωροῦμε ὅτι κάνει ἀταξία αὐτός πού κοινωνεῖ! Πόσο ἔχουμε ἀλλοτριωθεῖ, βλέπετε; Εἴμαστε ἀντίθετα ἀπό τούς Πατέρες. Πλήρως διεστραμμένα. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά συμπλεύσουμε μ’ αὐτό τό πνεῦμα καί οὔτε σκανδαλίζουμε, ὅταν δέν συμπλέουμε μ’ αὐτό τό πνεῦμα. Ἴσα-ἴσα ἐπανερχόμαστε στό σωστό, στό ὀρθόδοξο. Σκανδαλίζουν αὐτοί πού δέν ἔρχονται καί ὄχι μόνο δέν ἔρχονται ἀλλά λοιδοροῦν κι αὐτούς πού προσπαθοῦν νά ἐπανέλθουν στό σωστό.
Ἑπομένως, δέν τίθεται θέμα σκανδαλισμοῦ γιά μᾶς ἀλλά γιά αὐτούς πού δέν κοινωνοῦνε. Αὐτοί σκανδαλίζουν σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἄν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, αὐτοί πού δέν κοινωνοῦν θά ἔπρεπε νά πάρουν ἐπιτίμιο, θά ἔπρεπε νά τιμωρηθοῦν. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς τιμωρίας. Τό ἐπιτίμιο, ξέρετε, ἔχει τήν ἔννοια τῆς παιδαγωγίας, γιά νά βοηθήσει τόν χριστιανό νά μετανοήσει. Θά ἔπρεπε ὁ Πνευματικός, ὁ ἱερέας δηλαδή, ὅλους αὐτούς πού δέν κοινώνησαν τήν Κυριακή νά τούς πιάσει… ἐσύ γιατί δέν κοινώνησες; Ἐσύ γιατί δέν κοινώνησες; Ἔχεις κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό σου; Ἄν ἔχεις κανόνα, ἐντάξει. Ἄν δέν ἔχεις κανόνα ὅμως, τί σημαίνει; Ἤ εἶσαι ἀμετανόητος ἤ εἶσαι ἀμελής ἤ εἶσαι ράθυμος. Εἶσαι παράνομος καί θά πρέπει νά διορθωθεῖς, νά μετανοήσεις, νά τακτοποιηθεῖς, νά ἐξομολογηθεῖς, νά βρεῖς Πνευματικό… Ἀφήνω πού μερικοί δέν ἔχουν κἄν Πνευματικό ἤ τόν ἔχουν καί τόν βλέπουν «κομητικῶς» ἔλεγε κάποιος, σάν κομήτη! Πῶς περνάει ὁ κομήτης κάθε 70 χρόνια;… Αὐτό δέν εἶναι Πνευματικός. Πνευματικός σημαίνει ὅτι τόν βλέπεις τουλάχιστον μιά φορά τόν μήνα, ἔστω στόν ἑνάμισι μήνα, καί ἐξομολογεῖσαι.
Ἐρ. : Μετά τήν Ἀνάσταση ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστή ἤ ἄκτιστη;
Ἀπ. : Πάλι κτιστή.
Ἐρ. : Καί πῶς περνοῦσε ἀπό τίς πόρτες;
Ἀπ. : Θεωμένη. Ἐμπλουτισμένη μέ τήν θεότητα. Δέν ἀλλάζει ἡ φύσις, παραμένει ἀλλά εἶναι ἐμπλουτισμένη πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία καί μέ τίς ἐνέργειες τῆς θείας φύσεως. Χωρίς νά ἀλλοιωθεῖ. Παραμένει ἀναλλοίωτη ἡ ἀνθρώπινη φύση, κτιστή. Καί ἡ θεία φύση ἄκτιστη.
Ἐρ. : Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τούς Ἁγίους; Γιά παράδειγμα, ὅταν ἐπέμβουν πρός βοήθειά μας βρίσκονται μόνο ἐκεῖ ἐκείνη τή στιγμή;
Ἀπ. : Ἄν τούς δοῦμε ὀφθαλμοφανῶς μπροστά μας, βέβαια ναί. Ἀλλά κατ’ ἐνέργεια καί οἱ Ἅγιοι -προσέξτε αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο- εἶναι πανταχοῦ παρόντες. Πῶς; Κατ’ ἐνέργεια. Δηλαδή, ἔχεις ἐδῶ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί προσεύχεσαι καί ἕνας ναυτικός στόν Εἰρηνικό ὠκεανό κι αὐτός ταυτόχρονα ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχεται καί κάποιος ἄλλος στήν Ἀμερική ταυτόχρονα. Καί οἱ τρεῖς βοηθιοῦνται. Βοηθιοῦνται, γιατί ἡ ἐνέργεια πού ἔχει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Ὁπότε ταυτόχρονα ὁ Ἅγιος βοηθάει παγκοσμίως. Γι’ αὐτό πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι! Καί ὄχι μόνο γιά αὐτό βέβαια… Ἀλλά , ἄν θέλεις νά βοηθήσεις τήν ἀνθρωπότητα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη βοήθεια. Μπορεῖς νά βοηθᾶς ταυτόχρονα ὅλους μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης