Εὐχαριστῶ τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό πού μέ ἀξιώνει καί πάλι νά εἶμαι ἀνάμεσά σας. Eἰλικρινά
χαίρομαι καί εὐχαριστῶ καί τόν Σεβασμιότατο Μητροπολίτη σας κ.κ.
Γεώργιο, καθώς καί τόν δικό μου σεβαστό Ἐπίσκοπο κ.κ. Ἰωήλ γιά τήν
εὐλογία τους νά γίνεται αὐτή ἡ συνάντηση ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν.
Σήμερα πού ἑορτάζουμε τήν ἐθνική μας ἐπέτειο, θυμόμαστε βέβαια τό «Ὄχι»
πού εἰπώθηκε στούς εἰσβολεῖς, ἀλλά θυμόμαστε καί τό περίφημο θέμα τῆς
ἐλευθερίας. Ὁ ἑλληνικός λαός ἀγαπάει τήν ἐλευθερία καί θυσιάζεται γιά
τήν ἐλευθερία.
– Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία καί πῶς ἐξασφαλίζεται;
Αὐτό βέβαια θά μᾶς
τό πεῖ ὁ Δημιουργός μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Προσέξτε τί μᾶς
λέει: : «Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω.
8,32). Δηλαδή μᾶς προσανατολίζει σέ κάτι πού δέν πάει ὁ νοῦς μας. Ἐμεῖς
ξέρουμε ὅτι γιά τήν ἐλευθερία ἀγωνίστηκαν οἱ πρόγονοί μας, θυσιάστηκαν,
ἔχυσαν τό αἷμα τους, ἡ ἐλευθερία εἶναι βγαλμένη ἀπ᾿ τά κόκκαλα τῶν
Ἑλλήνων τά ἱερά, ὅπως λέμε στόν Ἐθνικό Ὕμνο, ἀλλά εἶναι ὄντως ἐλευθερία
αὐτή ἡ ἐλευθερία; Πολλοί τό ὁμολογοῦν ὅτι καί σήμερα δέν εἴμαστε
πραγματικά ἐλεύθεροι καί ἁπλῶς ἄλλαξε θά λέγαμε τό ‘ἀφεντικό’.
Ἐλευθερωθήκαμε
ἄραγε πραγματικά στίς 25 Μαρτίου πού γιορτάζουμε τήν ἀπελευθέρωση ἀπό
τούς μουσουλμάνους, ἀπό τούς Τούρκους; Οἱ ἴδιοι οἱ ἥρωες τοῦ ’21, ὁ
Μακρυγιάννης κ.ἄ., μετά τήν ἀπελευθέρωση ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς, ἄν ξέραμε ὅτι
θά ἔφτανε ἡ Ἑλλάδα σ’ αὐτά τά χάλια, νά κλείνει τά Μοναστήρια ἐπίσημα
μέ νόμους ὁ ἀρχηγός τοῦ Κράτους, ὁ Βασιλέας τότε, ὁ Ὄθωνας καί νά
ὑποτασσόμαστε στή Δύση, δέν θά ἀγωνιζόμαστε. Ἐμεῖς ἀγωνιστήκαμε «γιά τοῦ
Χριστοῦ τήν πίστη τήν Ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερία». Γιατί
προϋπόθεση τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς. Ἄν
κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος πνευματικά, ψυχικά, δηλαδή ἀπό τά πάθη του,
δηλαδή ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ νά ζήσει ἀληθινά ἐλεύθερος, ἔστω καί
ἄν ἔχει αὐτή τήν λεγόμενη ἐθνική ἐλευθερία, πού δέν εἶναι ἐλευθερία,
εἶναι ἁπλῶς μία ἐναλλαγή τῶν ἀφεντικῶν, γιατί φεύγοντας οἱ Τοῦρκοι καί
ἦρθαν οἱ Φράγκοι,.
– Σήμερα εἶναι ἐλεύθερη ἡ πατρίδα μας; Εἴμαστε ἐμεῖς ἐλεύθεροι;
Κάθε ἄλλο. Εἴμαστε
δοῦλοι στούς Εὐρωπαίους, στό Μνημόνιο, στή Μασονία, σέ σκοτεινούς
κύκλους… καί ἐμεῖς ἀκριβῶς δέν ξέρουμε ποιοί εἶναι ἀπό πίσω πού κινοῦν
τά νήματα καί πίσω καί ἀπό τούς πολιτικούς μας.
Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία
θά ἔρθει καί γιά τήν πατρίδα καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ἐάν ἐλευθερωθεῖ ὁ
καθένας μας ἀπό τά πάθη καί ἐκεῖνος πού θά μᾶς ἐλευθερώσει εἶναι ἡ
ἀλήθεια. Αὐτό λέει ὁ Χριστός: «Γνωρίσθε
τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Τώρα τί εἶναι αὐτή ἡ
ἀλήθεια; Αὐτή ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μιά ἰδέα, οὔτε ἕνα φιλοσοφικό σύστημα,
οὔτε ἕνα σύστημα ἰδεῶν, ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι ὑπόσταση, εἶναι πρόσωπο. Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ὁπότε, ὅταν λέει ὁ
Κύριος «γνωρίστε τήν ἀλήθεια», εἶναι σάν νά λέει «γνωρίστε Ἐμένα» καί
ὅταν λέει γνωρίστε, δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς νά Τόν δοῦμε, ἔτσι ἁπλῶς νά μάθουμε
κάποια πράγματα ἀπ’ αὐτά πού εἶπε, ἀλλά ἐννοεῖ νά ζήσουμε τήν ζωή Του.
Τό ρῆμα ̎γιγνώσκω ̎ στήν Ἁγία Γραφή σημαίνει ̎μετέχω ̎, ζῶ δηλαδή αὐτό
στό ὁποῖο ἀναφέρομαι. Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια σημαίνει ζῆστε τήν ἀλήθεια,
ζῆστε μέ τήν ἀλήθεια, ζῆστε ἐν Χριστῷ καί τότε θά ζήσετε καί τήν ἀληθινή
ἐλευθερία. «Ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια, δηλαδή Ἐγώ, πού εἶμαι ἡ Ὑποστατική
Ἀλήθεια», λέει ὁ Χριστός μας, «Ἐγώ θά σᾶς ἐλευθερώσω».
– Ποιός εἶναι ὁ τρόπος πού γνωρίζουμε τόν Χριστό;
Αὐτό ἐπίσης μᾶς τό
ἔχει πεῖ ὁ Ἴδιος λέγοντας: «Ἐγώ εἶμαι καί ἡ ὁδός, εἶμαι καί ἡ ζωή» (Ἰω.
14,6), δηλαδή ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος γιά νά ζήσετε σωστά καί νά
ἐλευθερωθεῖτε εἶμαι πάλι Ἐγώ. Ἑπομένως καί ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ γίνεται
πάλι μέ τόν Θεό. Γνωρίζουμε τόν Χριστό διά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε
ὅτι ἐκεῖνο πού εἶναι τό κλειδί πού μᾶς γνωρίζει καί μᾶς γνωρίζεται καί ὁ
Ἴδιος εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, τό νά κάνουμε τό δικό Του θέλημα καί
ὄχι τό δικό μας. Τότε γινόμαστε ἀληθινά ἐλεύθεροι.
– Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς σκλαβώνει;
Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ἀπερίφραστα πώς εἶναι ἡ ἁμαρτία. «Ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. 8,34).
– Εἶναι ἐλεύθερος αὐτός πού κάνει τήν ἁμαρτία;
Ὄχι εἶναι δοῦλος κι
ἄν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐλευθερώνεται πραγματικά. Ὁ ἀληθινός
ἐχθρός δέν εἶναι κάτι ἀπ’ ἔξω. Δέν εἶναι κάποιος λαός, ἡ γείτονη χώρα ἄς
ποῦμε. Ὁ ἀληθινός ἐχθρός εἶναι ἡ ἁμαρτία μέ τίς τρεῖς, ἄν θέλετε,
μορφές ἤ τρεῖς δομές. Εἶναι οἱ τρεῖς καταστάσεις, οἱ τρεῖς ἐχθροί μας,
νά τό ποῦμε ἁπλά. Εἶναι ὁ κακός ἑαυτός μας, εἶναι ὁ κόσμος μέ τήν ἔννοια
πού ἡ Γραφή δίνει στή λέξη κόσμος καί ὁ διάβολος. Ἄν κανείς δηλαδή
θέλει νά ἐλευθερωθεῖ, θέλει νά ζήσει ἀληθινή ἐλευθερία, πρέπει νά
νικήσει τούς τρεῖς αὐτούς ἐχθρούς. Νά νικήσει τόν κακό ἑαυτό του, δηλαδή
τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, τό κοσμικό φρόνημα, πού γιά τήν Ἁγία Γραφή
κόσμος σημαίνει ἡ δουλεία στά τρία πάθη: στήν φιλαργυρία, στήν
φιλοδοξία, στήν φιληδονία. Αὐτά εἶναι τά τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά
τοῦ κόσμου. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού εἶναι ὑποταγμένος στά
τρία αὐτά «Φ», ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Ἀγαπάει τά χρήματα, γενικά τά ὑλικά
πράγματα, ἀγαπάει τή μάταιη δόξα, τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, εἶναι δέσμιος
σ’ αὐτό καί ἀγαπάει καί τίς ἡδονές τῆς σάρκας, τήν ἀνάπαυση. Ἕνας
ἄνθρωπος πού εἶναι δοῦλος σ’ αὐτά, εἶναι ἐλεύθερος; Κάθε ἄλλο. Καθόλου
ἐλεύθερος.
Ἕνας ἄνθρωπος γιά
παράδειγμα πού ἔχει ἀναιμική πίστη, περνάει ἀπό μιά Ἐκκλησία καί
ντρέπεται νά κάνει τόν Σταυρό του, ἐνῶ ξέρει ὅτι πρέπει νά τόν κάνει.
Εἶναι ἐλεύθερος; Δέν εἶναι. Εἶναι δοῦλος σ’ αὐτό πού θά πεῖ ὁ κόσμος καί
σκέφτεται «μή μέ δοῦνε τώρα καί μέ εἰρωνευτοῦν». Δέν εἶναι σκλαβιά
αὐτό; Ἐνῶ ὁ ἀληθινά ἐλεύθερος θά πεῖ «δέν μέ ἐνδιαφέρει τί θά ποῦνε». Ἤ
μᾶλλον θά χαρεῖ κιόλας ὅταν τόν εἰρωνευτοῦν! Ἀκόμα ἀνώτερος βαθμός
ἐλευθερίας. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «εἶστε μακάριοι ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς
καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα ἕνεκεν
ἐμοῦ» (Ματθ. 5,11). Εἶστε μακάριοι καί πανευτυχεῖς ἄν σᾶς καταδιώξουν,
σᾶς εἰρωνευτοῦν, σᾶς λοιδορήσουν, γιατί πιστεύετε σέ Μένα καί κάνετε
αὐτά πού λέω Ἐγώ. Βλέπετε σήμερα μία κοπέλα πού ντύνεται σεμνά εἶναι
δακτυλοδεικτούμενη καί γνωρίζω πολλά παιδιά πού ντρέπονται, ἐνῶ ξέρουν
ὅτι δέν ντύνονται σωστά, παρασύρονται ἀπό τόν συρμό, ἀπό τή μόδα καί
ντύνονται ὅπως ὅλοι, γιατί ἄν ξεχωρίσουν, θά ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν
κάθε εἴδους εἰρωνίες καί προσβολές. Εἶναι ἐλευθερία αὐτό; Ὄχι. Εἶναι
δουλεία στό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Συνεπῶς τά πάθη μας, ἡ φιλοδοξία, ἡ
ἀνθρωπαρέσκεια ἀλλιῶς, τό ὅτι θέλουμε νά ἀρέσουμε στόν κόσμο, μᾶς
δεσμεύει τήν ἐλευθερία μας.
Ἀληθινά ἐλεύθερος
λοιπόν εἶναι αὐτός πού νικάει αὐτούς τούς ἐχθρούς, τόν κόσμο καί τόν
κακό ἑαυτό του -εἶναι παρεμφερή αὐτά, ὁ κόσμος εἶναι μέσα μας, τά
κυρίαρχα πάθη πού ἔχουμε μέσα μας- καί τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ἀποκτάει
δικαιώματα ὅσο ὁ ἄνθρωπος δουλεύει στά πάθη του. Κι ἐνῶ ἐσύ θέλεις νά
ἀλλάξεις, γιατί καταλαβαίνεις ὅτι εἶναι λάθος αὐτό πού κάνεις καί θέλεις
καί νά διορθωθεῖς, δέν σ’ ἀφήνει ὁ διάβολος γιατί πλέον ἔχει δικαιώματα
ἐπάνω σου καί σοῦ λέει: «ναί μέν, μπορεῖ νά θέλεις, ἀλλά δέν σ’ ἀφήνω
γιατί τόσα χρόνια μοῦ δούλευες, εἶσαι δοῦλος μου». Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος
νά κάνει τήν σωστή διαδικασία γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τόν διάβολο, ὅπως
μᾶς τήν ἔχει διδάξει ὁ Κύριος, μέσω τῆς μετάνοιας. Τήν μετάνοια ὅπως τή
διδάσκει ὁ Χριστός μας ὅμως, μέ τήν ἐξομολόγηση καί μέ τήν ὅλη
θεραπευτική πορεία καί ἀγωγή πού μᾶς δίνει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, πού
σημαίνει νά λυπηθεῖ κατ’ ἀναλογία τοῦ σφάλματος, ὅπως λένε οἱ Πατέρες.
Γιά τήν ἁμαρτία πού
ἔκανες καί γιά νά μήν τήν ἐπαναλάβεις, θά πρέπει νά συντριβεῖς, νά
λυπηθεῖς, νά πονέσεις κατ’ ἀναλογία τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας. Ἄν δέν
γίνει αὐτό, πολύ εὔκολα μετά τήν ἐξομολόγηση θά ξανακάνεις τήν ἴδια
ἁμαρτία. Δηλαδή ναί μέν μέ τήν ἐξομολόγηση κόβεται τό δικαίωμα τοῦ
διαβόλου, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἀλλά δέν κόβεται ἡ κακή
συνήθεια, ἡ κακή ἕξις, δηλαδή τό πάθος. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος, μαζί μέ
τήν ἐξομολόγηση πού θά κάνει, νά ἀγωνιστεῖ ἀσκητικά, ἡσυχαστικά ὅπως
λέμε, μέ νηστεία, μέ προσευχή γιά νά διώξει τόν διάβολο. Θυμηθεῖτε αὐτό
πού λέγει ὁ Κύριος: «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ
καί νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21). Ἡ νηστεία μέ τή γενικότερη ἔννοια, ἡ
κακοπάθεια δηλαδή τοῦ σώματος, ὁ πόνος, ὁ κόπος -πού κάνουμε βέβαια γιά
τόν Χριστό, ὄχι γιά νά ἀδυνατίσουμε- αὐτά κόβουν σιγά-σιγά τά πάθη μέ τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστί
τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. 8,34). Ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος
τῆς ἁμαρτίας. Μά θά πεῖ κανείς:
– Γιατί νά μή μποροῦμε νά κάνουμε τά πάντα;
Ὁ ἄνθρωπος πράγματι θέλει νά εἶναι ἐλεύθερος καί νά μπορεῖ νά κάνει τά πάντα. Ἀλλά τόν συμφέρουν τά πάντα; Λέει
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πάντα μοι ἔξεστι ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει» (Α΄Κορ.
6,12). «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται ἀλλά δέν μέ συμφέρουν τά πάντα». Σήμερα
πάρα πολλοί νέοι καί γενικότερα οἱ ἄνθρωποι λένε: «Μή μέ καταπιέζετε.
Ἀφῆστε με ἐλεύθερο νά κάνω ὅ,τι θέλω» καί μάλιστα κυριαρχεῖ καί τό
σύστημα ‘’ζῆσε ὅπως θέλεις καί κάνε ὅ,τι θέλεις’’. Αὐτή εἶναι καί ἡ
συνταγή πού λανσάρεται ὡς συνταγή εὐτυχίας. Ἀλλά ὅταν κανείς τό κάνει
αὐτό, οὐσιαστικά δέν γίνεται ἐλεύθερος, ἀλλά ὑποδουλώνεται στά πάθη καί
στόν διάβολο.
Εἶναι αὐτή ἡ συνταγή πού ἔδωσε καί ὁ
ἀρχέκακος ὄφις στήν Εὔα καί στόν Ἀδάμ: «Τί σᾶς εἶπε ὁ Θεός; Νά μή φᾶτε
ἀπ’ ὅλα τά δέντρα;». Ψέμα! «Ὄχι», λέει ἡ Εὔα, «μᾶς εἶπε νά φᾶμε ἀπ’ ὅλα,
ἐκτός ἀπό ἕνα». Κακῶς ἔπιασε κουβέντα μαζί του, πρῶτο λάθος. Μετά ὁ
διάβολος -κοιτᾶξτε τί πανοῦργος εἶναι!- «Ἆ, ξέρεις γιατί σοῦ τό εἶπε
αὐτό ὁ Θεός; Γιατί, ἅμα φᾶτε ἀπό αὐτό τό δέντρο πού σᾶς εἶπε νά μή φᾶτε,
θά γίνετε σάν κι Αὐτόν». Βλέπετε συκοφαντία! Δηλαδή τῆς εἶπε ἔμμεσα: «Ὁ
Θεός εἶναι φθονερός. Ὁ Θεός δέν θέλει τό καλό σας. Θέλει νά σᾶς
δεσμεύσει τήν ἐλευθερία σας καί νά σᾶς ἔχει ὑποταγμένους. Θά σᾶς πῶ ἐγώ
τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά φᾶτε ἀπό αὐτό πού σᾶς εἶπε ὁ Θεός νά μή
φᾶτε καί τότε θά γίνετε πραγματικά θεοί». Ἀληθινά ἐλεύθεροι οὐσιαστικά.
Τούς τάζει ἐλευθερία. Καί σήμερα καί πάντα αὐτό δέν λέει στούς
ἀνθρώπους; «Μακριά ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀπό τούς παπάδες, ἀπό τά μή, ἀπό τά
ὄχι, ἀπό τά πρέπει. Ἀφῆστε τα αὐτά. Ἐλᾶτε σέ μένα. Θά ’ρθεῖτε σέ μένα
καί θά μπορεῖτε νά κάνετε ὅ,τι θέλετε». Καί πᾶνε οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι
καί ἀντί νά ἐλευθερωθοῦν, τί βρίσκουν; Τήν χειρότερη σκλαβιά. Γιατί ὁ
διάβολος εἶναι ψεύτης καί ἀρχηγός καί ἐφευρέτης τοῦ ψεύδους καί ἐνῶ σοῦ
τάζει ἐλευθερία, σέ κάνει πλέον ὑποχείριό του.
– Ἕνας ναρκομανής εἶναι ἐλεύθερος;
Καθόλου ἐλεύθερος. Πόσα παιδιά τά
καημένα θέλουν ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά ναρκωτικά καί δέν μποροῦν! Καί
κάνουν ἀγῶνα καί ἔρχονται μερικά ἐξομολογοῦνται κιόλας, προσπαθοῦν καί
κλαῖνε καί ζητᾶνε βοήθεια, ἀλλά βλέπετε πόσο κραταιός εἶναι ὁ πονηρός
καί ἡ κακή συνήθεια. Γι’ αὐτό μήν πιστεύουμε τόν διάβολο. Ὁ διάβολος μᾶς
λέει «κᾶντε ἐλεύθερα τήν ἁμαρτία» γιά νά μᾶς σκλαβώσει. Καί κάθε φορά
πού κάνουμε τήν ἁμαρτία, γινόμαστε ὅλο καί πιό ἀσθενικοί στή διάπραξη
τοῦ καλοῦ. Τήν ἑπόμενη φορά πού θά ἔρθει ἡ ἴδια πρόκληση γιά νά
ἁμαρτήσουμε, θά τήν κάνουμε πιό εὔκολα τήν ἁμαρτία καί σιγά – σιγά
δημιουργεῖται μιά ροπή μέσα μας πρός τό κακό. Δημιουργεῖται μιά κακή
ἕξη, πού τή λέμε πάθος.
Ἕνας λ.χ. πού θύμωσε μιά φορά, δέν
ἔχει ἀκόμη τό πάθος. Ἀλλά, ἄν θυμώσει καί δεύτερη καί τρίτη καί δέκατη,
σιγά – σιγά ἀρχίζει νά μοιάζει μέ τόν διάβολο καί λές «Πῶς κάνει αὐτός
ἔτσι; Σάν δαιμονισμένος κάνει! Πῶς ἔφτασε σ’ αὐτή τήν κατάσταση;».
Ἐπαναλαμβάνοντας αὐτή τήν ἁμαρτία τοῦ θυμοῦ, τοῦ ἄκαιρου θυμοῦ, τοῦ
κακοῦ θυμοῦ -γιατί ὑπάρχει καί καλός θυμός- ἔπεσε καί ἔφτασε στήν
κατάσταση τοῦ πάθους, τό ὁποῖο μετά βέβαια εἶναι δυσεξάλειπτο. Τά πάθη
ἐπίσης εἶναι φιλεπίστροφα, δηλαδή ἀγαπᾶνε νά ἐπιστρέφουν. Γι’ αὐτό θά
πρέπει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο πιό πολύ δούλεψε στά πάθη, τόσο πιό πολύ μετά νά
πονέσει, νά συντριβεῖ, νά κλάψει, νά μετανοήσει γιά νά μή ξαναγυρίσει
στήν ἴδια κατάσταση. Θά πεῖτε:
– Δέν εἶναι δυνατό νά κάνουμε τά
πάντα καί νά μή γινόμαστε δοῦλοι στήν ἁμαρτία καί στά πάθη; Δηλαδή νά
μήν ἔχουμε κάποιο ζυγό, κάποιο περιορισμό τῆς ἐλευθερίας μας;
Δέν εἶναι δυνατόν.
Ὁπωσδήποτε κάπου θά ὑποταχθοῦμε. Ἤ θά πάρουμε τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, πού
μᾶς λέει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ὁ ἐλαφρότερος ἤ θά πάρουμε τόν ζυγό πού μᾶς
βάζει ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος μᾶς τάζει ὅτι δέν ὑπάρχει ζυγός σ’ αὐτόν,
ἀλλά εἶναι ὁ χειρότερος καί ὁ πιό βασανιστικός ζυγός. Ἕνας τραγικός
ποιητής, ἴσως τόν ἔχετε ἀκούσει, ὁ Λαπαθιώτης στά χρόνια τοῦ
μεσοπολέμου, πού τελικά αὐτοκτόνησε, ἔλεγε: «Μή ζητᾶς νά μ’ ἀναστήσεις,
δέν μπορῶ». Εἶχε φτάσει ὁ ἄνθρωπος σέ τέτοια κατάσταση ἀπελπισίας!
Ἡ τακτική τοῦ
διαβόλου εἶναι ἡ ἑξῆς: τόν ἐπιμελή στήν ἀρετή, προσπαθεῖ νά τόν ρίξει
στήν ἀμέλεια. Γιά ὅλους ἰσχύει αὐτό. Κανένας δέν πρέπει νά εἶναι ἄφοβος.
Ὅσο ζοῦμε σ’ αὐτή τήν ζωή, πάντα πρέπει νά προσέχουμε. Ἄν καταφέρει νά
μᾶς ρίξει στήν ἀμέλεια, μιά μέρα νά μήν κάνουμε κανόνα, νά μήν κάνουμε
τά πνευματικά μας, νά μήν πᾶμε μιά Κυριακή στήν ἐκκλησία, μετά θά
καταφέρει νά μᾶς ρίξει στήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἀμέλεια ὁδηγεῖ στήν
ἁμαρτία, στήν πτώση καί τήν πτώση μετά θά προσπαθήσει νά τήν
ἐκμεταλλευτεῖ, ὥστε νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀπελπισία.
Σήμερα ἀκούσαμε στό
Συναξάρι τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Ἀβραμίου. Αὐτός εἶναι ἕνας καταπληκτικός
Ἅγιος καί εἶναι μία συνταγή γιά ἐλευθερία, ὅπως καί κάθε Ἅγιος. Ἄν
πάρετε ἕναν ἅγιο, τόν Ἅγιό σας καί τόν μιμηθεῖτε, θά γίνετε ἀληθινά
ἐλεύθεροι. Αὐτός ὁ ὅσιος ἦταν ἀσκητής πενήντα χρόνια στήν ἔρημο.
Κοιτᾶξτε ἐλευθερία πού εἶχε! Δέσμευσε τόν ἑαυτό του, περιόρισε τόν ἑαυτό
του, δέν βγῆκε ποτέ ἀπό τό ἀσκητήριό του παρά μόνο γιά νά πάει σέ πιό
βαθειά ἔρημο. Εἶχε νά πάει στήν πόλη πενήντα χρόνια. Ἤταν ἀληθινά
ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό, ὁ ὁποῖος πέθανε καί ἄφησε ἕνα
μικρό κοριτσάκι περίπου ἑφτά χρονῶν ὀρφανό. Τοῦ τό πῆγαν ἐκεῖ γιατί
κανείς δέν τό ἔπαιρνε καί θά γινόταν παιδί τοῦ δρόμου. Καί ὁ ἅγιος
-κοιτᾶξτε τήν ἐλευθερία του- τό δέχτηκε καί τό κράτησε κοντά του, ἐνῶ
ἦταν ἀσκητής καί θά λέγαμε εἶναι καί κατά κάποιον τρόπο λίγο
παρεξηγήσιμο νά ἔχεις καί ἕνα κορίτσι κοντά σου! Ὁ κόσμος εἶναι
εὐσκανδάλιστος.
Ὁ Ἅγιος ὅμως τήν
πῆρε δίπλα του, τῆς ἔφτιαξε ἕνα μικρό σπιτάκι μέ ὅλα τά ἀναγκαῖα, τήν
μάθαινε γράμματα… Ὁ Γέροντας ἀσκητής νά μαθαίνει στό παιδί γράμματα!
Σιγά – σιγά τό παιδί μεγάλωσε καί, ἀπ’ ὅτι φαίνεται, θέλησε καί αὐτή νά
ἀκολουθήσει τόν δρόμο τοῦ θείου της, νά γίνει μοναχή, ἀσκήτρια. Προφανῶς
εἶχε δώσει κάποιες ὑποσχέσεις καί ἔμενε δίπλα καί ἀσκήτευε καί
προχωροῦσε πολύ καλά στήν ἀρετή. Καί τί ἔκανε ὁ διάβολος; Ἔστειλε ἕναν
ἀνήθικο νέο, ὁ ὁποῖος ὑποκρίθηκε τόν εὐλαβή καί ζήτησε τάχατες συμβουλή
ἀπό τόν Γέροντα. Πῆγε καί ξαναπῆγε πολλές φορές, ἀλλά ὁ σκοπός του ἦταν
πονηρός. Κάποια φορά πού ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ὑποπτευθεῖ κάτι,
εἶχε φύγει γιά τήν βαθύτερη ἔρημο, πῆγε αὐτός καί παρέσυρε τήν κοπέλα -ἡ
ὁποία εἶχε πλέον μεγαλώσει- στήν ἁμαρτία καί μετά ἐξαφανίστηκε. Ἡ Μαρία
-ἔτσι λεγόταν ἡ ἀνηψιά τοῦ ἁγίου Ἀβραμίου- μόλις κατάλαβε τί εἶχε
κάνει, ὅτι εἶχε κυλιστεῖ στόν βοῦρκο, ἔπεσε σέ ἀπελπισία καί δέν ἄντεχε
τήν φωνή τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τώρα τῆς ἔλεγε ὅτι «δέν ὑπάρχει σωτηρία
γιά σένα καί ὅτι δέν πρόκειται ὁ Χριστός νά σέ συγχωρήσει ποτέ γι’ αὐτό
πού ἔκανες». Ἐνῶ στήν ἀρχή τῆς ἔλεγε: «δέν εἶναι τίποτα, κάντο, ἕνα
μυρμηγκάκι εἶναι».
Ἡ κοπέλα δέν ἄντεχε
καί ἔφυγε, ἐξαφανίστηκε. Γύρισε ὁ Ὅσιος, φώναζε, δέν τήν βρῆκε,
περίμενε μία – δύο μέρες, κατάλαβε ὅτι εἶχε φύγει. Ποῦ εἶχε πάει ὅμως;
Δέν ἤξερε. Δύο χρόνια ἔκλαιγε κάθε μέρα καί προσευχόταν γιά αὐτήν,
τριπλασίασε τούς Κανόνες του -ἐνῶ ἦταν γέροντας- καί μετά ἔμαθε ὅτι εἶχε
πάει σέ μιά μακρινή πόλη καί εἶχε γίνει γυναίκα τοῦ δρόμου. Ὁπότε
κοιτᾶξτε τώρα ἡ ἐλευθερία τοῦ Γέροντα. Εἶχε πενήντα χρόνια νά βγεῖ ἀπό
τήν ἔρημο καί τί κάνει; Ζητάει μία στρατιωτική στολή. Δηλαδή φοράει τήν
στολή τοῦ στρατιώτη, παίρνει καί ἕνα γρήγορο ἄλογο καί ἀποφασίζει νά
πάει στήν πόλη. Στήν πόλη τώρα γιά νά βρεῖ τήν Μαρία, ἀρχισε νά ρωτάει
τούς διαβάτες ποῦ εἶναι τό σπίτι τῆς ἁμαρτίας. Ἕνας γέρος ἄνθρωπος…
σκεφτεῖτε πόσο ἐξευτελιστικό εἶναι! Νά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία! Δέν τόν
ἔνοιαζε τόν Γέροντα τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Σοῦ λέει, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ
ἐγώ θά προσπαθήσω νά σώσω αὐτή τήν ψυχή. Πῆγε στό σπίτι καί ἐκεῖ πάλι
ὑποκρίθηκε, ἐνῶ δέν εἶχε φάει ποτέ του κρέας, ζήτησε νά φάει κρέας.
Ζήτησε καί τήν κοπέλα χωρίς ν’ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι. Μαζί της ἔφαγε
κρέας, ἦπιε καί κρασί πού δέν τά εἶχε κάνει πενήντα χρόνια καί μετά
πῆγαν στό ἰδιαίτερο δωμάτιο. Ἐπειδή τόν ἔβλεπε διστακτικό, γιά νά τοῦ
δώσει θάρρος, ἔκανε νά τόν ἀγκαλιάσει καί τότε ὀσφράνθηκε τήν εὐωδία τοῦ
Γέροντα. Ὁ Γέροντας εὐωδίαζε, γιατί εἶχε τό ἄρωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ὅπως πρέπει νά ἔχουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, καί θυμήθηκε καί κατάλαβε
ποιόν ἔχει μπροστά της. Συγκλονίστηκε. Τῆς λέει: – Μαρία δέν μέ
γνώρισες; Ἐγώ εἶμαι. Ἀφοῦ τῆς εἶπε τά λόγια πού ἔπρεπε, μετανόησε.
Ἔφυγαν ἀπό μία κρυφή πόρτα, χωρίς νά τούς πάρουν εἴδηση. Γύρισε πίσω στό
ἀσκητήριο καί ἔγινε καί αὐτή ὁσία καί ἔκανε θαύματα!
Τά λέω ὅλα αὐτά γιά
νά δοῦμε τί σημαίνει ἀληθινή ἐλευθερία. Πῶς οἱ Ἅγιοι εἶναι ἡ συνταγή
γιά νά γίνουμε ἀληθινά ἐλεύθεροι καί προσωπικά καί ἐθνικά. Εἶναι ἡ
ἐλευθερία ἀπό τά πάθη.
Εἴπαμε λοιπόν ποιοί μᾶς δεσμεύουν. Μᾶς δεσμεύει ἡ ἁμαρτία. «Ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστί τῆς ἁμαρτίας» καί
ὅλος ὁ ἀγώνας τώρα πρέπει νά εἶναι στό νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό αὐτούς τούς
τρεῖς ἐχθρούς πού μᾶς ρίχνουν στήν ἁμαρτία, πού εἶναι ὁ παλαιός
ἄνθρωπος, τά πάθη καί μάλιστα οἱ ἀρχηγοί τῶν παθῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τούς
Πατέρες εἶναι τρεῖς: ἡ ραθυμία, ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια. Ὁ δεύτερος ἐχθρός
εἶναι ὁ κόσμος, τό κοσμικό πνεῦμα-φρόνημα μέ τά κοσμικά στερεότυπα, τόν
φόβο τοῦ κόσμου, τί θά πεῖ ὁ κόσμος, καί γενικά ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία
γεννᾶ τά τρία ἄρρωστα πάθη, τίς τρεῖς ἄρρωστες ἀγάπες: φιλαργυρία,
φιλοδοξία, φιληδονία. Τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής; «ὅτι πᾶν
τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ
ἀλαζονία τοῦ βίου» (Ἰω. 2,16). Αὐτά εἶναι τά τρία βασικά πάθη. Ἐπιθυμία
τῆς σαρκός – φιληδονία, ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν – φιλαργυρία, τό μάτι
εἶναι ἄπληστο, δέν χορταίνει μέ τίποτα καί ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου –
φιλοδοξία, ὑπερηφάνεια. Καί ὁ τρίτος ἐχθρός ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος μᾶς
δεσμεύει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔχοντας καί διεκδικώντας ἀπό τόν Χριστό
τά δικαιώματά του. Ἔστω καί μία ἁμαρτία ἄν ἔχουμε ἀμετανόητη,
ἀνεξομολόγητη εἶναι ἀρκετή γιά νά μᾶς κολάσει.
Θά σᾶς πῶ ἕνα
περιστατικό γιατί τά περιστατικά μένουν. Τό ἄκουσα καί ἐγώ ἀπό ἕναν
ἀγαπητό φίλο ἱερομόναχο, ὁ ὁποῖος τό ἔζησε ὁ ἴδιος, ὁπότε εἶναι
ἐγγυημένο καί πραγματικό καί εἶναι τῆς ἐποχῆς μας. Εἶχε πάει σέ ἕνα
νοσοκομεῖο καί ἐκεῖ συνάντησε ἕναν φίλο του ἱερέα πολύ λυπημένο. Τοῦ
λέει: – Πάτερ τί συμβαίνει; – Νά, λέει, ἔχω ἐδῶ τόν νεωκόρο πού εἶχα
στήν ἐκκλησία μου πάρα πολλά χρόνια, πνευματικό μου παιδί, ὁ ὁποῖος
εἶναι στά τελευταῖα του -αὐτό δέν εἶναι λυπηρό, εἶναι ἀναμενόμενο, ὅλοι
θά ἔρθουμε κάποια στιγμή σ’ αὐτή τήν κατάσταση- καί τό λυπηρό εἶναι ὅτι
σ’ αὐτή τήν τελική φάση τῆς ζωῆς του βλέπει δαίμονες.
Ὅταν κανείς φτάνει
στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἐπειδή πέφτει τό καταπέτασμα, θά λέγαμε, βλέπει
τόν πνευματικό κόσμο καί βλέπει, ἀνάλογα μέ τήν ζωή πού ἔχει κάνει, εἴτε
τούς ἀγγέλους πού ἔρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή του, εἴτε τούς
δαίμονες. Τό ὅτι λοιπόν ἔβλεπε τούς δαίμονες δέν ἦταν καθόλου καλό
πράγμα.
Πῆγαν μαζί νά τόν
δοῦνε καί τοῦ λένε: – Τί βλέπεις; – Νά, λέει, βλέπω δίπλα μου κάποιους
μαύρους ἄγριους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά μέ ἁρπάξουν καί μέ περιγελοῦν
κιόλας, γιατί βλέπουν κάτι κολλημένο στήν πλάτη μου, ἕνα χαρτί, τό ὁποῖο
διαβάζουν καί γελᾶνε. Εἶναι, λέει, καί οἱ ἄγγελοι ἀλλά δέν τολμοῦν νά
μποῦν μέσα στό δωμάτιο καί στέκονται στήν πόρτα πολύ στενοχωρημένοι.
Τότε φώτισε ὁ Θεός τόν ἱερέα καί λέει: – Μπορεῖς νά πεῖς στούς ἀγγέλους
νά διαβάσουν τί λέει αὐτό τό χαρτί πού εἶναι καρφιτσωμένο στήν πλάτη
σου; Αὐτός σάν νά χάθηκε λίγο… βυθίστηκε, ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τό
περιβάλλον καί κάτι σάν νά μουρμούριζε. Μετά ἀπό λίγο ἐπανῆλθε καί λέει:
– Πάτερ μοῦ εἶπαν τί γράφει. Εἶναι μιά ἁμαρτία πού εἶχα κάνει στά νιάτα
μου καί εἶχα ντραπεῖ τότε νά τήν ἐξομολογηθῶ καί μετά τήν ξέχασα. Μιά
βαριά σαρκική ἁμαρτία. Ὁπότε λέει ὁ ἱερέας βγεῖτε ὅλοι ἔξω γιά νά μοῦ
πεῖ τήν ἁμαρτία. Ἦταν πνευματικός. Πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶπε τήν ἁμαρτία
καί ἀμέσως ἠρέμησε, ἄλλαξαν ὅλα. Τοῦ λένε: – Τώρα τί βλέπεις; Λέει: – Οἱ
δαίμονες ἔφυγαν γρυλίζοντας, πολύ ἀγριεμένοι γιατί εἶπα τήν ἁμαρτία καί
ἦρθαν μέσα οἱ ἄγγελοι πολύ χαρούμενοι. Καί τό χαρτί αὐτό πού ἦταν
καρφιτσωμένο στήν πλάτη μου, τώρα τό βλέπω καρφιτσωμένο στό πετραχήλι
σου.
Καταλάβατε τί
σημαίνει νά λυθοῦν τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου; Μέ τήν ἐξομολόγηση
λύνονται τά δικαιώματα. Μιά ἁμαρτία δέν εἶχε πεῖ ὁ ἄνθρωπος καί οἱ
δαίμονες ἦταν ἔτοιμοι νά τόν ἁρπάξουν. Νά πῶς δεσμευόμασε! Γι’ αὐτό μήν
ἀφήνετε ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες γιά πιό μετά. Μπορεῖ νά μήν τό
θυμηθεῖτε, νά τό ξεχάσετε. Καί τί θά πεῖ «ντρέπομαι νά πῶ τήν ἁμαρτία;».
Αὐτή ἡ ντροπή λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ντροπή νά
ἔχεις, ὅταν πᾶς νά κάνεις τήν ἁμαρτία, ὄχι ὅταν εἶναι νά τήν ἀποκαλύψεις
καί νά ἐλευθερωθεῖς.
Ἑπομένως ἡ πάλη
εἶναι καί μέ τόν διάβολο, μέ τά δικαιώματα πού ἔχει, καί μέ τίς
δεσμεύσεις πού μᾶς βάζει ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων.
Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα
πῶς κατορθώνεται ἡ ἐλευθερία ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ἀπό τόν κόσμο.
Βέβαια εἶναι τεράστιο τό θέμα, ἀλλά ἔτσι ἀκροθιγῶς θά ποῦμε κάποια
πράγματα συνοπτικά. Ὁ τρόπος πού ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο
καί ἀπό τόν κόσμο, δηλαδή ἀπ’ τά πάθη, εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι ἐπίσης τό
κατά Θεόν πένθος, τό ὁποῖο, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι φυλακτικό τῶν
ἀρετῶν. Δέν ἀρκεῖ δηλαδή νά πάψεις τό κακό μέ τήν μετάνοια καί νά
ἀρχίσεις νά κάνεις τό καλό, ἀλλά θά πρέπει καί νά μείνεις σταθερός στό
καλό. Πολλοί ἐξομολογοῦνται, ἀλλά λίγοι μετανοοῦν πραγματικά καί μένουν
σταθεροί στή μετάνοια.
Ὑπάρχουν τά
λεγόμενα παιχνίδια τῆς Χάριτος. Στήν ἀρχική φάση, ὅταν κανείς ἔρχεται σέ
κατάσταση μετανοίας, ὁ Θεός τοῦ δίνει πάρα πολλή χάρη δωρεάν, χωρίς
δηλαδή νά ἔχει κάνει ἀνάλογους κόπους γιά νά κερδίσει αὐτή τήν χάρη. Τό
κάνει ὁ καλός Θεός γιά νά μᾶς δείξει σέ τί Παράδεισο μᾶς ἔχει καλέσει
καί σ’ ἐκείνη τήν πρώτη περίοδο τῆς χάριτος ὅλα εἶναι πολύ εὔκολα.
Θυμηθεῖτε κι ἐσεῖς τόν ἑαυτό σας πῶς ζούσατε μετά τήν πρώτη σας καλή
ἐξομολόγηση, τήν μεταστροφή σας στόν Χριστό πού ἡ προσευχή σας ἦταν πολύ
ἄνετη, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό ἐπίσης πολύ ἔντονη, ἡ διάθεση γιά πνευματική
μελέτη πολύ μεγάλη κ.λπ. Ὅλα αὐτά εἶναι ὅμως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἔρχεται μετά τό
δεύτερο στάδιο, ἡ λεγόμενη ὑποστολή τῆς χάρης γιά παιδαγωγικούς λόγους ἤ
καί λόγω τῆς δικῆς μας ὑπερηφάνειας, ὅπου ἡ Χάρις κρύβεται λίγο καί
μένει ὁ ἄνθρωπος κάπως μόνος του. Ἔτσι νομίζει. Ἀρχίζουν οἱ λογισμοί,
ἀρχίζει ἡ δυσκολία στήν προσευχή καί ἀρχίζει μία κατάσταση πάλης, θά
λέγαμε. Παλεύει ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἑαυτό του καί αὐτή ἡ περίοδος μπορεῖ
νά κρατήσει πολλά χρόνια. Ἐκεῖ κρινόμαστε. Ἄν τότε μείνουμε σταθεροί,
κερδίσαμε. Ἄν ἐκεῖ ὅμως ἀφήσουμε τόν ἀγῶνα καί γυρίσουμε πίσω στόν ἴδιο
ἐμετό, ὅπως λέει ἡ Γραφή, τότε βέβαια εἴμαστε οἱ τραγικότεροι τῶν
ἀνθρώπων. Θά πρέπει λοιπόν σ’ αὐτό το στάδιο νά μείνουμε σταθεροί. Νά
φυλάξουμε πάση θυσία ἔστω τόν στοιχειώδη πνευματικό ἀγῶνα, τήν
στοιχειώδη ἀγωνιστική προσπάθεια.
Λέει ὁ Ἅγιος
Νικόδημος στόν Ἀόρατο Πόλεμο κάτι πολύ ὡραῖο καί πολύ παρήγορο: «Ἐάν
βλέπεις στόν ἐαυτό σου ὄχι ὅτι δέν προοδεύεις πνευματικά οὔτε ὅτι μένεις
στάσιμος, ἀλλά ὅτι πᾶς πίσω, ὅτι χειροτερεύεις, ἀκόμα καί τότε μήν
ἀπελπίζεσαι. Συνέχισε τόν ἀγῶνα καί ὁ Χριστός μας πού θά σέ βρεῖ σ’
αὐτόν τόν ἀγῶνα, θά σέ σώσει». Γιατί αὐτό μποροῦμε νά κάνουμε. Δέν
μποροῦμε ἐμεῖς νά ἔχουμε τά ἀποτελέσματα πού θέλουμε. Τό ἀποτέλεσμα
εἶναι τοῦ Θεοῦ. Στό χέρι μας εἶναι ὁ ἀγῶνας, ἡ προσπάθεια, ἡ διάθεση, τό
νά θέλουμε νά σωθοῦμε. Νά ἔχουμε αὐτή τήν ἀρχική θέληση, τήν προαίρεση
ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Ἑπομένως ἀρχίζουμε μέ τήν μετάνοια, ἀφήνουμε τήν ἁμαρτία, γυρνᾶμε στό καλό καί φυλᾶμε τό καλό μέ τό κατά Θεόν πένθος.
– Τί εἶναι τό κατά Θεόν πένθος;
Εἶναι αὐτή ἡ
κατάσταση ἡ ὁποία ἔχει δάκρυα, ἔχει συντριβή γιά τήν ἁμαρτία στήν ὁποία
πέσαμε γιατί λυπήσαμε τόν ἀγαθό Κύριό μας τόσα χρόνια πού δουλεύαμε στήν
ἁμαρτία, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔχει μέσα ἀπελπισία. Τό κατά Θεόν πένθος ἔχει
μέσα ἐλπίδα, ἔχει μέσα χαρά, γι’ αὐτό μιλᾶμε γιά χαρμολύπη. Ἀλλά
χρειάζεται τό πένθος. Καλό εἶναι κάθε μέρα νά προσπαθοῦμε, ἔστω λίγο, νά
κλαῖμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, νά ζητᾶμε μέ δάκρυα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι φυλᾶμε τήν μετάνοια, φυλᾶμε τίς ἀρετές, φυλᾶμε τό καλό γιά τό ὁποῖο
ἀγωνιζόμαστε.
Ἕνα τρίτο μέσο γιά
νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο εἶναι ἡ νηστεία, ἡ συντριβή, ἡ
σωματική κακοπάθεια καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Εἶναι αὐτά πού τά λέμε μέ μία
λέξη ἄσκηση. Ἡ ἀσκητική ζωή δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς. Κι αὐτό
δέν τό λέω ἐγώ, τό λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἕνας
σύγχρονος Ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔλεγε κάτι πολύ ὡραῖο, ὅτι:
«οἱ ἐνορίες θά πρέπει νά γίνουν ἀσκητικά κέντρα». Οἱ ἱερεῖς δηλαδή νά
διδάσκουν στόν λαό τήν ἄσκηση. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό βέβαια πρέπει νά
ἔχουμε ἀσκητές ἱερεῖς. Μακάρι! Γιατί χωρίς τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν
ὅλη κακοπάθεια, δέν φεύγουν τά πάθη, δέν φεύγει ὁ διάβολος. «Τοῦτο τό
γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21).
Προσευχή καί νηστεία εἶπε ὁ Κύριος.
Εἴπαμε λοιπόν ὅτι ὁ ἔχθρός μας εἶναι
ἡ ἁμαρτία. Ὅποιος κάνει τήν ἁμαρτία, εἶναι σκλάβος, σέ καμία περίπτωση
δέν εἶναι ἐλεύθερος. Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία; Ὁ
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ἔτσι συμπυκνωμένα μιά καταπληκτική
φράση: «Κακοπάθεια καί ταπείνωση ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλα τά
πάθη, ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ἡ μέν κακοπάθεια ἀπό τή σωματική ἁμαρτία, ἡ
δέ ταπείνωση ἀπό τήν ψυχική». Μέ μία φράση μᾶς τά λέει ὅλα. Θέλεις νά
ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτόν πού σέ σκλαβώνει, ἀπό τό μαῦτο ἀφεντικό, ὅπως
ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, πού μᾶς κάνει τήν ζωή μας μαύρη; Αὐτός μᾶς κάνει
τήν ζωή μας μαύρη. Δέν φταίει τό ΕΝΦΙΑ ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο, τό ΔΝΤ, οἱ
πολιτικοί… Τό μαῦρο ἀφεντικό φταίει. Θέλεις νά φύγεις; Τό λέει ὁ ὁ Ἅγιος
Μάξιμος, ἀγάπησε τήν κακοπάθεια καί ἀγάπησε τήν ταπείνωση.
– Πῶς θά φύγουν τά σωματικά, τά σαρκικά πάθη πού βασανίζουν πάρα πολύ τούς ἀνθρώπους σήμερα;
Ἄν κάποιος δέν κάνει λίγη νηστεία,
λίγο ἀσκητική προσπάθεια καί ὅλη μέρα τρώει, κοιμᾶται καί εἶναι στό
διαδίκτυο, τί θά κάνει; Ποῦ θά ξεσπάσει ἡ σάρκα μετά; Θά φουντώσουν τά
σαρκικά πάθη. Τό γένος αὐτό δέν φεύγει παρά μόνο μέ νηστεία καί
προσευχή. Πῶς θά φύγει ἡ ὑπερηφάνεια; Πῶς θά φύγει ἡ κατάκριση, πού τόσο
πολύ δυσκολευόμαστε μ’ αὐτό τό ἁμάρτημα κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πού πᾶμε
στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Ὁπότε τό πρόβλημα τώρα τῆς
ἐλευθερίας μετατίθεται στό πῶς θά κάνουμε τή σωστή αὐτή ἀγωγή στόν
ἑαυτό μας. Ἀξίζει νά τό ἐρευνήσουμε γιατί εἶναι καίριο θέμα.
Ποιός δέν θέλει νά εἶναι ἐλεύθερος;
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό λεγόμενο αὐτεξούσιο καί
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τό ἔχουμε μέσα μας καί θέλουμε νά εἴμαστε ἐλεύθεροι.
Μᾶς ἔχει ὅμως πλανήσει ὁ διάβολος καί ἀντί νά ἀναζητοῦμε τήν ἐλευθερία,
τόν καλό περιορισμό πού μᾶς βάζει ὁ Χριστός, ἀναζητοῦμε αὐτή πού λέει ὁ
διάβολος, ἡ ὁποία δέν ὑπάρχει. Γιατί γιά νά γίνεις ἀληθινά ἐλεύθερος
πρέπει νά σφίξεις τόν ἑαυτό σου, πρέπει νά καθαριστεῖς. Πότε καθαρίζεται
τό νερό; Ὅταν περάσει μέσα ἀπό πολύ λεπτούς ἠθμούς. Τά διυλιστήρια
εἶναι πολύ λεπτοί σωλήνες, τριχοειδεῖς σχεδόν, πού ἀπό κεῖ μέσα περνάει
τό καθαρό νερό ἤ πετρέλαιο, ὅ,τι θέλουμε νά καθαρίσουμε. Ἄν δέν σφίξεις
τόν ἑαυτό σου, ἄν δέν τόν περιορίσεις, ἄν δέν τόν διυλίσεις, δέν μπορεῖς
νά καθαριστεῖς. Κι ἄν δέν καθαριστεῖς ἀπό τά πάθη, δέν μπορεῖς νά εἶσαι
ἐλεύθερος. Διότι εἴπαμε αὐτός πού ἐνεργεῖ τά πάθη, εἶναι δοῦλος, εἶναι
σκλάβος.
Ἡ κακοπάθεια, γιά τήν ὁποία μᾶς
μιλάει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, εἶναι δύο εἰδῶν. Εἶναι ἑκούσια καί ἀκούσια.
Ἑκούσια εἶναι αὐτή πού κάνουμε μέ τή θέλησή μας. Πῶς θά τήν κάνουμε
αὐτή; Πάντα μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ μας. Μήν κάνετε μόνοι σας
ἀσκήσεις. «Διάβασα στόν τάδε ἅγιο, ἔκανε τόσες μέρες νηστεία, δέν ἦπιε
τόσες μέρες νερό κ.λ.π.». Θά παίρνουμε εὐλογία γιά ποιά ἄσκηση καί γιά
πόση ἄσκηση θά κάνουμε, τήν νηστεία πού θά κάνουμε κ.λ.π.
Ὑπάρχει καί ἡ
ἀκούσια κακοπάθεια πού τήν δίνει ὁ Θεός γιά νά συμπληρώσουμε τήν
ἑκούσια. Πολλές φορές εἴμαστε ράθυμοι καί ἀρχίζουμε τίς δικαιολογίες
«πάτερ εἶμαι ἄρρωστη, κουράζομαι πολύ…». Μπορεῖ ὄντως νά ἰσχύουν αὐτά,
ἀλλά καμιά φορά δέν μπαίνει καί ἡ ραθυμία μας καί ζητᾶμε ἐκπτώσεις; Μέ
ἀποτέλεσμα νά κάνουμε μειωμένη ἑκούσια ἄσκηση. Ὁπότε ἔρχεται μετά ὁ
καλός Θεός καί μᾶς συμπληρώνει. Καί μᾶς δίνει μιά ἀσθένεια. Μᾶς δίνει
μιά κακοπάθεια ἀκούσια. Ὁ κόσμος λέει «τί κακό σέ βρῆκε;». Ἐνῶ ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ λέει «τί καλό μέ βρῆκε!».
– Ξέρεις τί καλό πράγμα εἶναι ἡ ἀρρώστια;
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος
Παΐσιος: «Ὅσο μέ ὠφέλησαν οἱ ἀρρώστιες μου, δέν μέ ὠφέλησε ὅλη ἡ ἄσκηση
πού ἔκανα». Καί ἔκανε τρομερή ἄσκηση ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ἄφταστος στήν
ἄσκηση! Ἀλλά ἔλεγε αὐτό ἀκριβῶς, τό ὁποῖο εἶναι μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ καλός
Θεός συμπληρώνει καί οὐσιαστικά Αὐτός εἶναι πού μᾶς καθαρίζει μέσα ἀπό
αὐτές τίς ἀκούσιες κακοπάθειες.
Ἐπίσης μία
συκοφαντία ταπεινώνει τήν ψυχή μας πάρα πολύ. Δέν τό ἀντέχουμε. Γιατί
δέν τό ἀντέχουμε; Γιατί δέν τό βλέπουμε πνευματικά. Ἄν τό δοῦμε
πνευματικά, πολύ θά χαροῦμε πού λένε λόγια εἰς βάρος μας. Τί λέει ὁ
Χριστός μας; «Ἄν συγχωρήσεις, θά συγχωρηθεῖς». Ποιόν θά συγχωρήσεις;
Αὐτόν πού σέ ἀδικεῖ. Ὁπότε αὐτός πού σέ ἀδικεῖ εἶναι ὁ μεγαλύτερος
εὐεργέτης σου, ἄν τόν συγχωρήσεις. Γιατί σοῦ δίνει τό δικαίωμα νά πεῖς:
Θεέ μου «ἴδε τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου καί ἄφες πάσας τάς
ἁμαρτίας μου» (Ψαλμ 24,18). Νά Κύριε, ἐσύ μοῦ εἶπες νά τόν συγχωρήσω καί
ἐγώ τόν συγχωρῶ. Συγχώρεσε κι Ἐσύ τά δικά μου. Καί ξέρετε τά δικά μας
εἶναι πολύ περισσότερα.
Ἄν καί δέν ὑπάρχει
τέτοια τράπεζα, σκεφτεῖτε νά ὑπῆρχε μιά τράπεζα πού νά ἔλεγε τό ἑξῆς:
ἀφήνω τό χρέος σου -ἄς ποῦμε πώς ἔχουμε χρέος ἕνα ἑκατομμύριο εὐρώ- ἐάν
κι ἐσύ ἀφήσεις τά χρέη πού ἔχει ὁ γείτονάς σου σέ σένα. Μπορεῖ νά μᾶς
χρωστάει ἑκατό εὐρώ ὁ γείτονάς μας καί λέει ἡ τράπεζα, ἄν τοῦ ἀφήσεις τά
100 εὐρώ, θά σοῦ διαγράψω τό 1000000, μᾶς συμφέρει; Τί λέτε; Σίγουρα
μᾶς συμφέρει. Αὐτό λέει ὁ Θεός. Συγχώρεσε αὐτόν πού σέ ἀδίκησε καί ἀφήνω
καί ἐγώ τά δικά σου πού εἶναι πολλά περισσότερα. Κι ὅμως εἶναι τόση ἡ
ἀμυαλιά μας πού πᾶμε κόντρα στό συμφέρον μας καί λέμε «Ὄχι, τόσες φορές
τόν συγχώρεσα, δέν πάει ἄλλο». Πῶς δέν πάει ἄλλο; Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος
ρώτησε τόν Κύριο «Πόσες φορές νά συγχωρᾶμε, μέχρι ἑπτά;» καί τοῦ εἶπε
«ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18,22), δηλαδή ἄπειρες φορές.
Θέλεις λοιπόν νά
ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά πάθη; Ἀγάπησε τήν κακοπάθεια, ἀγάπησε τήν ταπείνωση.
Ἀκόμα ἀγάπησε τήν ἐξομολόγηση καί τήν συγχωρητικότητα. Ἀγάπησε τήν
ταπεινοφροσύνη, ἡ ὁποία μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά ψυχικά πάθη.
– Πῶς ἀποκτοῦμε τήν ταπεινοφροσύνη;
Κι ἐδῶ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες εἶναι πολύ φωτιστικοί. Ὑπάρχει ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο σᾶς συνιστῶ
ἀπερίφραστα, τά Ἀσκητικά τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου. Μήν τρομάζετε ἀπό τόν τίτλο.
Εἶναι γιά ὅλους καί εἶναι πολύ πρακτικά κείμενα. Λοιπόν, λέει ὁ ἀββᾶς
Δωρόθεος ὅτι γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στήν ταπείνωση, θά πρέπει νά κάνει
τρία πράγματα. Ὁ δρόμος αὐτός πού πάει στήν ταπείνωση, περνάει ἀπό τρία
μέσα, ἀπό τρεῖς διαδικασίες. Ἡ πρώτη: νά βάλεις τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό
ὅλους. Νά τοποθετηθεῖς ἐσύ μόνος σου κάτω ἀπό ὅλους, νά νιώθεις ὁ
κατώτερος, ὁ χειρότερος, ὁ πιό ἁμαρτωλός. Μάλιστα ἔνας ἅγιος στή
Φιλοκαλία, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης λέει νά βάζεις τόν ἑαυτό σου
κάτω ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά τόν θεωρεῖς πιό ἁμαρτωλό «διά τήν
ἄγνοια», γιατί δέν ξέρεις τί εἶναι ὁ ἄλλος. Ὁπότε ἡ ἀσφάλεια εἶναι νά
πεῖς ὅτι εἶμαι χειρότερος ἀπό τόν ἄλλον, ἀπό ὁποιονδήποτε. Καί νά
ἐνεργεῖς ἀναλόγως βέβαια. Ὅταν π.χ. πᾶς σ’ ἕνα τραπέζι, ὅπως λέει καί ὁ
Κύριος στό Εὐαγγέλιο, νά καθίσεις στήν τελευταία θέση. Νά μπαίνεις πίσω
ἀπό ὅλους, κάτω ἀπό ὅλους. Νά κόβεις τό θέλημά σου στούς ἄλλους. Νά
χαίρεσαι νά κάνεις ὑπακοή, ἐκτός ἁμαρτίας βέβαια πάντα. Αὐτό σημαίνει νά
βάζεις τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπ’ ὅλους.
Ὁ δεύτερος δρόμος
πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι νά ἀγαπήσεις τόν σωματικό κόπο. Αὐτό πού
λέγαμε προηγουμένως γιά τήν ἄσκηση, ἡ ὁποία δέν μᾶς καθαρίζει μόνο ἀπό
τά σαρκικά πάθη, ἀλλά καί ἀπό τά ψυχικά. Γιατί; Γιατί ὅταν κανείς
νηστεύει, ἀγρυπνεῖ, κάνει ἄσκηση, ταπεινώνεται ἡ σάρκα, ταπεινώνεται τό
σῶμα καί ἐπειδή τό σῶμα ἐπηρεάζει τήν ψυχή πάρα πολύ, ἡ ψυχή
συνδιαμορφώνεται ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ σώματος. Λέει ἕνας
Γέροντας στό Ὄρος: ἡ ἀγρυπνία σπάει κόκκαλα. Οἱ ἄνδρες ἴσως ἔχετε βρεθεῖ
σέ ἀγρυπνία στό Ἅγιο Ὄρος πού κρατάει 10-12 ὧρες καί καμιά φορά καί
παραπάνω. Σπάει κόκκαλα, γιατί δέν ἀντέχει ὁ ἄνθρωπος χωρίς ὕπνο πολλές
ὧρες. Ὅταν λοιπόν τό σῶμα εἶναι ταπεινωμένο μέ τήν ἄσκηση,
συν-ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Τό βλέπουμε καί στήν πράξη. Ἄν ἔχεις φάει
καλά, ἔχεις πιεῖ καλά, ἔχεις κοιμηθεῖ καλά, νιώθεις μιά εὐρωστία καί στό
σῶμα καί ἔχεις καί ἕνα ὑψηλό φρόνημα. Ἕνας πού εἶναι καλοντυμένος, πού
κάθεται μέσα σέ μία κουρσάρα, ἄς ποῦμε Mercedes τελευταῖο μοντέλο κλπ,
πῶς νιώθει καί πῶς νιώθει ἕνας πού περπατάει μέ τά πόδια μέ τά φτωχικά
του ροῦχα, ταπεινά. Πῶς νιώθει ὁ ἕνας καί πῶς νιώθει ὁ ἄλλος! Ἡ
ἐξωτερική κατάσταση τοῦ σώματος ἐπηρεάζει πάρα πολύ τήν ψυχή. Γι’ αὐτό
οἱ ἅγιοι ἔλεγαν «ὅλα ὅσα ἔχεις νά εἶναι εὐτελή». Τά ροῦχα σου, τά
προσωπικά σου ἀντικείμενα ὅλα νά εἶναι φτωχικά, ταπεινά σέ σημεῖο λένε
πού νά τά ἀφήνεις ἔξω ἀπό τό σπίτι σου, νά περνοῦν τρεῖς μέρες καί νά
μήν τά ἔχει πάρει κανείς.
Ὅταν λοιπόν
ταπεινώνουμε τό σῶμα μέ τήν ἄσκηση, συν-ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή κι ἔτσι
ὁδηγούμαστε στήν ταπεινοφροσύνη. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινοφρονεῖ,
ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πού μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό
τήν ἁμαρτία καί μᾶς καθαρίζει ἀπό τά πάθη. Μέ τήν ἄσκηση αὐτή καθεαυτή
δέν καθαριζόμαστε. Μερικοί μπερδεύονται καί νομίζουν ὅτι ἄν κάνουν
νηστεία, ἀγρυπνία κλπ, σώζονται. Ὄχι. Αὐτά εἶναι μέσα. Ἄλλο τά μέσα καί
ἄλλο ὁ σκοπός. Τά μέσα μᾶς βοηθοῦν γιά νά πετύχουμε τόν σκοπό. Ὁ σκοπός
εἶναι ὁ Χριστός, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Νά
μήν χάσουμε τόν σκοπό χάρη τῶν μέσων. Ἀλλά γιά νά βρεῖ κανείς τόν
Χριστό χρειάζονται αὐτά τά μέσα. Χρειάζεται καί ἡ νηστεία, χρειάζεται
καί ἡ κακοπάθεια, χρειάζεται καί ἡ ταπείνωση καί ὅλα ὅσα ὁδηγοῦν στήν
ταπείνωση.
Ὁ δεύτερος δρόμος
λοιπόν πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι τό νά ἀγαπήσουμε τόν σωματικό
κόπο, τήν ἄσκηση. Ὁ κόπος αὐτός μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ἐξυπηρέτηση
κάποιου. Τό νά βγεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου καί νά νοιαστεῖς γιά τόν ἄλλον,
δέν εἶναι εὔκολο γιατί πρέπει νά βγεῖς ἀπό τό βόλεμά σου. Ὅπως κι ἐσεῖς
μ’ αὐτόν τόν ἱεραποστολικό Σύλλογο ‘Κυριακή’ καί οἱ ἱερεῖς σας, βγαίνετε
ἀπό τό βόλεμά σας γιά νά βρεῖτε αἴθουσα, νά τυπώσετε φυλλάδια, νά
καλέσετε ὁμιλητές. Ὅλο αὐτό ἔχει κόπο. Ποιός τό κάνει σήμερα; «Ποιός
νοιάζεται γιά τόν πλησίον;», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ἐλάχιστοι. Αὐτός ὁ
κόπος, αὐτή ἡ κακοπάθεια ὠφελεῖ πάρα πολύ πρῶτα τούς ἴδιους γιατί
ἑλκύουν μέ τήν ταπείνωση τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ τρίτος δρόμος πού
ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, τό ὁποῖο εἶναι κάτι
πού δέν τό πολυτονίζουμε καί στά κατηχητικά μας στά παιδιά, ἄν καί εἶναι
ἴσως τό σπουδαιότερο πράγμα, γιά τό ὁποῖο μᾶς μίλησε ὁ Κύριος πολλές
φορές καί εἶπε ὅτι θά πρέπει ἀδιάλειπτα νά προσευχόμαστε. Γι’ αὐτόν τόν
σκοπό εἶχε πεῖ καί τήν παραβολή τῆς χήρας καί τοῦ ἄδικου κριτοῦ, ὅπου
μία ταλαίπωρη χήρα πήγαινε καί παρακαλοῦσε ἕναν ἄδικο κριτή γιά νά τῆς
δώσει τό δίκιο της καί αὐτός τήν ἔδιωχνε. Ἐπέμενε ὅμως αὐτή καί δεύτερη
καί τρίτη καί δέκατη μέχρι πού στό τέλος τῆς λέει «σέ βαρέθηκα, θά στό
κάνω καί φύγε». Καί λέει ὁ Χριστός μας, ἄν αὐτός ὁ ἄδικος κριτής τελικά
ὑποχώρησε στήν ἐπιμονή καί ἔκανε τό αἴτημα τῆς χήρας, ὁ Θεός πού εἶναι
δίκαιος, πού εἶναι Πατέρας καί μᾶς ἀγαπάει πάρα πολύ, δέν θά ἀκούσει τήν
φωνή μας; Ζητᾶμε λοιπόν τό ἔλεος ἀδιάλειπτα καί αὐτό τό ἔλεος πού
ζητᾶμε μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μέ τούς ζητιάνους. Βλέπετε οἱ ζητιάνοι
εἶναι ταπεινωμένοι -ἐκτός ἀπό ἐκείνους πού εἶναι ἐξ ἐπαγγέλματος
ἀπατεῶνες. Αὐτή ἡ κατάσταστη τοῦ ζήτουλα σέ ταπεινώνει καί μαθαίνεις νά
κάνεις κέντρο τόν Χριστό, νά κρεμιέσαι ἀπό τόν Χριστό, νά ἔχεις τήν
ἐλπίδα σου στόν Χριστό καί νά λές: «Θέε μου ἀπό Σένα ἐξαρτῶνται τά
πάντα. Ἄν μέ ἐλεήσεις, θά δῶ καλό. Ἄν δέν μέ ἐλεήσεις, δέν πρόκειται νά
δῶ κανένα καλό στή ζωή μου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή πού μᾶς ἔχουν παραδώσει οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μᾶς ὁδηγεῖ στήν
ταπείνωση. Οὔτε αὐτή εἶναι αὐτοσκοπός. Εἶναι μέσο καί ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή καί δέν εἶναι αὐτή ἡ προσευχή πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό. Ἡ
προσευχή εἶναι ἡ προετοιμασία γιά τήν ἕνωση. Ἡ ἕνωση γίνεται διά τοῦ
Θεοῦ, διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ.
35,10).
Ἀλλά, γιά νά ἔρθει
τό φῶς πρέπει νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπ’ ὅλους καί ὅπως λέει ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἀπό τούς ἀνθρώπους διά τήν ἄγνοια, ἀλλά
προσέξτε καί κάτι πολύ ἐντυπωσιακό καί κάτω ἀπό τούς δαίμονες. Μά θά πεῖ
κανείς: – Εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπό τούς δαίμονες; Εἴμαστε. Ξέρετε
γιατί; Γιατί τούς κάνουμε ὑπακοή. Σοῦ βάζει ἕναν κακό λογισμό, κάνε αὐτό
καί ἐσύ πᾶς σάν δοῦλος καί τό κάνεις. Ἄρα εἶσαι κατώτερος. Καί λέει
αὐτός ὁ Ἅγιος ὅτι «εἴμαστε αἰσχρότεροι κι ἀπό ὅλα τά κτίσματα». Δηλαδή
καί ἀπό τίς πέτρες καί ἀπό τά ἄχυρα καί ἀπό τίς ἀκαθαρσίες εἴμαστε πιό
αἰσχροί ἐμεῖς. Πῶς; Γιατί τό λέει ὁ ἅγιος; Διότι, λέει, ὅλα τά πράγματα
πού ἔφτιαξε ὁ Θεός, τά κτίσματα, τά ὑλικά πράγματα εἶναι στό κατά φύσιν.
Εἶναι δηλαδή στήν κατάσταση πού τά ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἐνῶ ἐμεῖς ἐπειδή
εἴμαστε στήν ἁμαρτία, δηλαδή στήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, εἴμαστε στό
παρά φύσιν. Ἄρα εἴμαστε πιό αἰσχροί καί ἀπό ὅλα τά κτίσματα.
Μέ τέτοιες σκέψεις
λοιπόν καί μέ τέτοια βιώματα πού ξεκινοῦν ἀπό αὐτές τίς σκέψεις ὁ
ἄνθρωπος σιγά – σιγά μαθαίνει νά ἔχει ἕνα ταπεινό φρόνημα καί νά
ἐξορίζει ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του τήν πικρή ρίζα, πού ὁ Ἅγιος
Νικόδημος τήν ὀνομάζει οἴηση. Αὐτή εἶναι ἡ ρίζα πού εἶναι στό βάθος τῆς
ψυχῆς μας καί ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶνε ὅλα τά πάθη. Ἡ οἴηση εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι
εἴμαστε κάποιον τί, ὅτι εἴμαστε κάτι καί θά πρέπει αὐτό τό κάτι νά τό
περιφρουρήσουμε. Ἡ περίφημη ‘ἀξιοπρέπεια’. Λέμε «νά μή μᾶς θίξει τήν
ἀξιοπρέπειά μας, ἔχουμε καί μιά ἀξιοπρέπεια», ἔχουμε μιά ἰδέα ὅτι
εἴμαστε κάτι. Αὐτό λέει ὁ ἅγιος πρέπει νά φύγει. Ἄν δέν φύγει αὐτό, δέν
φεύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία, ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἀπό
τά ὁποῖα ξεκινοῦν ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη, ὅλες οἱ ὑπόλοιπες δεσμεύσεις,
ἐξαρτήσεις, σκλαβιές. Ἄν δέν φύγουν αὐτά, εἴμαστε σκλάβοι. Δέν μποροῦμε
νά γίνουμε ἐλεύθεροι.
Οἱ Ἅγιοι εἶναι
τρομερά ἁπλοί καί ἐντυπωσιάζονται οἱ ἄνθρωποι γιατί μοιάζουν μέ μικρά
παιδάκια. Βλέπεις ἕναν ἀσκητή καί νομίζεις ὅτι βλέπεις ἕνα παιδάκι. Καί
τά παιδάκια νιώθουν πολύ καλά μαζί τους, γιατί νιώθουν ὅτι τούς
μοιάζουν. Ἀντίθετα ὁ καθωσπρέπει ἄνθρωπος μέ τό ὕφος καί μέ τό τουπέ
εἶναι ἀποκρουστικός, ἀπαίσιος καί δέν τόν θέλει κανένας κατά βάθος. Κι
αὐτοί πού τόν κάνουν παρέα, τό κάνουν γιατί ἔχουν κάποια συμφέροντα,
κάποιες ἐπιδιώξεις, κάτι ἐλπίζουν νά πάρουν ἀπ’ αὐτόν. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ὁ
ἐλευθερωμένος ἀπό τά πάθη του εἶναι προσιτός, εἶναι ἀγαπητός σέ ὅλους.
Χαίρεσαι νά εἶσαι μαζί του, γιατί ξέρεις ὅτι δέν θά σέ προσβάλλει, δέν
θά σέ ταπεινώσει. Ὁ ἴδιος ταπεινώνεται καί μπαίνει κάτω ἀπ’ ὅλους.
Πρίν λίγα χρόνια
συνέβη σ’ ἕνα μοναστήρι ἕνα συγκλονιστικό γεγονός. Ἦταν μία μοναχή
ἀνυπότακτη… Ὑπάρχουν καί τέτοιες! Ὁπότε ὁ Γέροντας ἐκεῖ τῆς ἔβαλε ἕναν
κανόνα γιά νά τή βοηθήσει.
Οἱ κανόνες δέν
εἶναι κανόνια γιά νά μᾶς σκοτώσουν οὔτε εἶναι ἐκδίκηση πού μᾶς κάνει ὁ
Πνευματικός. Εἶναι τά θεραπευτικά μέσα γιά νά κόψουμε τά πάθη μας, γιά
νά ταπεινωθοῦμε βασικά γιατί ὅλα τά πάθη ξεκινοῦν ἀπό τήν οἴηση, ἀπό τήν
ὑπερηφάνεια, ἀπό τήν ἰδεούλα ὅτι εἴμαστε κάτι.
Εἶχε λοιπόν κάνει κατ’ ἐπανάληψη πολλά καί μιά φορά τῆς εἶπε:
– Γι’ αὐτό πού ἔκανες θά σταθεῖς στήν πόρτα, θά ξαπλώσεις κάτω καί θά περάσουν ὅλες οἱ μοναχές ἀπό πάνω σου.
Αὐτό εἶναι
πατερικό, τό διαβάζουμε καί στόν Εὐεργετινό. Θά πεῖ κανείς: «Πώ, πώ, τήν
ἔκανε λιῶμα, τήν συνέτριψε!». Τί ἔκανε αὐτή; Λέει:
– Δέν μπορῶ.
– Ἀλήθεια δέν μπορεῖς; τῆς λέει ὁ Γέροντας
– Ναί, δέν μπορῶ, λέει. Εἶχε ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια.
– Τώρα θά δεῖς! τῆς λέει.
Ὁπότε ξέρετε τί
ἔκανε; Πῆγε καί ξάπλωσε ὁ ἴδιος! Ξάπλωσε αὐτός καί ἔκανε αὐτός τόν
κανόνα καί εἶπε νά περάσουν ὅλες οἱ μοναχές ἀπό πάνω του. Ἐν τῶ μεταξύ
ἦταν ἐκεῖ καί ἡ μάνα του καλόγρια κι αὐτή. Καί τοῦ λέει: – Σήκω πού
κάθεσαι ἐκεῖ κάτω! – Φύγε, τῆς λέει, καί μή μιλᾶς. Βλέπετε τήν ταπείνωση
τοῦ Γέροντα! Αὐτό σημαίνει ἀληθινά ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Θέλεις νά
ἐλευθερωθεῖς; Πρέπει νά ταπεινωθεῖς.
Συνοπτικά θά
λέγαμε: τό πρῶτο βασικό εἶναι ὅτι ἐκεῖνο πού μᾶς στερεῖ τήν ἐλευθερία
εἶναι ἡ ἁμαρτία. Θέλεις νά γίνεις ἐλεύθερος; Πρέπει νά φύγει ἡ ἁμαρτία.
Γίνεται νά σταματήσουμε νά ἁμαρτάνουμε; Καί βέβαια γίνεται. Μερικοί
πιστεύουν πώς δέν γίνεται χωρίς νά ἁμαρτάνεις. Πῶς δέν γίνεται;
Ἀλλοίμονο! Δυστυχῶς ὑπάρχει καί μιά αἵρεση ἡ ‘Μεταπατερική Θεολογία’,
πού λένε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά ἀστοχία, «ρίξαμε καί δέν πετύχαμε τόν
στόχο». Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὀντολογικό κακό. Μία μόνο
ἁμαρτία σέ σκλαβώνει, δέν χρειάζονται πολλές. Μία εἶναι ἀρκετή. Ὅπως ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε μία ἁμαρτία σέ χαρτί καρφιτσωμένο στήν πλάτη
του. Μία ἁμαρτία ἦταν ἀρκετή γιά νά τόν κολάσει.
Μποροῦμε νά μήν
ἁμαρτάνουμε. Τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ,
λέει, δέν θά ἁμαρτήσουμε. Εἴμαστε καί ἀδικαιολόγητοι πού ἁμαρτάνουμε,
ἰδίως ἐμεῖς πού ἔχουμε πάρει τό ἅγιο Βάπτισμα, τό ἅγιο Χρίσμα, τό Ἅγιο
Πνεῦμα δηλαδή καί ἔχουμε ὅλα τά θεραπευτικά μέσα στήν Ἐκκλησία μας, τά
‘φυλακτικά’ τῶν ἀρετῶν. Ἐπιτέλους, ἄν κάνουμε καί μιά ἁμαρτία ἔχουμε ὅλα
τά μέσα νά θεραπευτοῦμε, νά τόν συντρίψουμε τόν διάβολο. Δέν ἔχει
δύναμη ὁ διάβολος. Καμία δύναμη δέν ἔχει μετά τήν Σταύρωση καί τήν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁπότε πρέπει νά φύγει ἡ ἁμαρτία.
Πῶς φανερώνεται ἡ
ἁμαρτία; Ὥς παλαιός ἄνθρωπος, ὁ κακός ἑαυτός μας, τά πάθη μας, ὡς
κόσμος, πού εἶναι τό ἴδιο, ἡ φιλαυτία: φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία
καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Θά πρέπει λοιπόν νά νικηθοῦν οἱ τρεῖς αὐτοί
ἐχθροί καί ὁ τρόπος εἴπαμε εἶναι ἡ μετάνοια, τό κατά Θεόν πένθος, ἡ
κακοπάθεια καί ἡ ταπείνωση. Αὐτά ὅλα πρέπει νά τά βάλουμε καλά μέσα μας
καί νά τά βάλουμε σέ πράξη. Δέν λέω νά γίνουμε ἀσκητές κορυφαῖοι, ἀλλά
νά ἔχουμε αὐτή τή διάθεση. Ἔλεγε ἕνας ἅγιος: «σέ καθετί πού κάνεις νά
βάζεις καί λίγο κόπο». Γιά τόν Χριστό ὅμως. Τρῶς δηλαδή ἕνα πιάτο
φαγητό, βγάλε καί μία κουταλιά καί πές: «ἐνῶ θέλω νά τή φάω, δέν θά τή
φάω γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ». Κοιμᾶσαι ἑφτά ὧρες, βγάλε ἕνα τέταρτο γιά
χάρη τοῦ Χριστοῦ. Νά κάνεις κι ἕναν κόπο μικρό.
Ὅταν πήγαιναν στόν
Ἅγιο Παΐσιο καί τοῦ ἔλεγαν «πάτερ ἔχω πρόβλημα μέ τό παιδί μου, κάνε
προσευχή», τούς ἔλεγε «θά κάνω, ἐσύ τί θά κάνεις»; «Ἐγώ δέν μπορῶ νά
κάνω τίποτα», ἔλεγαν. «Μπορεῖς», τούς ἔλεγε «νά κάνεις λίγο κόπο, νά
κόψεις μιά ἀδυναμία σου». Βλέπετε ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος δύο χρόνια πού ἦταν
ἐξαφανισμένη ἡ Μαρία ἔκανε τριπλάσιες ἀσκήσεις καί εἶδε ὁ Θεός τόν κόπο
του καί ἐλέησε τήν Μαρία.
Τό παιδί σου εἶναι
ἐκεῖ πού εἶναι. Ἔχει πάρει τόν κακό δρόμο. Πιάνεις τούς πατέρες γιά
προσευχή, ἐντάξει, ἀλλά κάνε καί ἐσύ κάτι, ὥστε νά δεῖ ὁ Θεός τόν δικό
σου κόπο καί νά εὐλογήσει καί τό παιδί σου. Αὐτό δηλαδή πού δέν κάνει τό
παιδί σου, θά τό κάνεις ἐσύ γι’ αὐτό καί ἐπειδή εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη»
(Ρωμ. 12,5), εἴμαστε ὁ ἕνας κομμάτι τοῦ ἄλλου, ὁ κόπος πού κάνουμε ἐμεῖς
ὠφελεῖ ἐμᾶς καί ὠφελεῖ καί τόν ἄλλον. Διπλή ὠφέλεια. Ὁπότε ἄς κάνουμε
αὐτό τόν μικρό κόπο καί γιά νά καθαριστοῦμε ἐμεῖς καί νά βοηθήσουμε καί
τούς ἄλλους καί νά ἔρθει αὐτή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Δηλαδή νά
βασιλέψει, νά κυριαρχήσει ὁ Χριστός, νά εἶναι βασιλιάς ὁ Χριστός.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Μᾶς
εἴπατε στήν ἀρχή ὅτι χρειάζεται κι ἄλλη ἀνάλυση τό θέμα αὐτό γιατί δέν
ἐξαντλεῖται, ὁπότε θά ἔρχεστε πιό συχνά νά κάνουμε αὐτές τίς συνάξεις.
Ἀπ. : Πραγματικά
χαίρομαι καί ἀναπαύομαι ὅταν ἔρχομαι ἐδῶ γιατί αἰσθάνομαι ὅτι ὑπάρχει
τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί «ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι στό δικό μου
ὄνομα, ἐκεῖ εἶμαι ἐν μέσω αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Τό ἴδιο αἰσθάνομαι καί
ὅπου ἀλλοῦ ἀναξίως πηγαίνω, χαίρομαι γιατί βλέπω ὅτι καί σήμερα ὁ
Χριστός ἔχει τούς δικούς Του. Καί νά σᾶς πῶ καί κάτι πολύ παρηγορητικό
πού τό ἔλεγε ὁ Παπαζάχος, ὁ προσωπικός γιατρός τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου.
Ρώτησε κάποτε τόν Ἅγιο γιά τήν ἐποχή μας, πού ὅλοι κάνουμε παράπονα, ὅτι
εἶναι ἡ χειρότερη κλπ. Ξέρετε τί εἶπε ὁ Ἅγιος Πορφύριος; «Αὐτή ἡ ἐποχή
εἶναι ἡ καλύτερη. Ποτέ ὁ Χριστός δέν εἶχε τόσους ἀνθρώπους δικούς Του».
Εἶναι πολύ παρήγορο αὐτό. Γιατί ναί μέν ἐμεῖς βλέπουμε τό γενικό κακό
ὅτι ἔχει φουντώσει, ἀλλά αὐτό εἶναι ψεύτικη εἰκόνα. Θυμηθεῖτε καί τόν
προφήτη Ἡλία πού λέει «Κύριε μόνος μου ἔμεινα» καί τοῦ λέει «εἶναι ἑπτά
χιλιάδες πού δέν ἔκαμψαν γόνυ τῷ Βάαλ» (Ρωμ. 11,3-4), δέν προσκύνησαν τά
εἴδωλα. Καί σήμερα ἔχει ἡ πατρίδα μας ἀνθρώπους πού δέν προσκύνησαν τά
εἴδωλα κι ἐμεῖς νά παίρνουμε δύναμη ἀπ’ αὐτό καί νά μείνουμε σταθεροί
καί νά προοδεύσουμε.
Ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν εὐσέβεια, ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί πρέπει νά μείνουμε
σταθεροί, γιατί, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, θά ἔρθει καιρός πού θά σέ
πιάνουν ἀπ’ τό μανίκι καί θά σοῦ λένε ̎πές μας γιά τόν Χριστό ̎. Γιατί ἡ
ἁμαρτία πού βγάζει; Στήν σκλαβιά, στό ἀδιέξοδο. Κάποια στιγμή καί αὐτοί
οἱ καημένοι, οἱ ἄνθρωποι πού δουλεύουν τώρα στήν ἁμαρτία, ἰδίως τά νέα
παιδιά, κάποια στιγμή πιάνουν πάτο. Κι ὅταν πιάνεις πάτο, δέν ἔχεις νά
πᾶς πιό κάτω, πρέπει ν’ ἀρχίσεις νά ἀνεβαίνεις ἀλλιῶς θά σκάσεις ἐκεῖ
κάτω πού εἶσαι. Ὁπότε θά πρέπει νά φυλάξουμε τήν Ὀρθοδοξία μέσα μας
ξεκάθαρα, ἀκραιφνή, ἀνόθευτη γιά νά βοηθήσουμε καί τούς ἄλλους. Βέβαια ὁ
Χριστός θά βοηθήσει, ἐμεῖς ἀνθρωπίνως θά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Ἀλλά
ἔχει σημασία ὁ καθένας μας ν’ ἀγωνιστεῖ κι ἄς εἶναι καί μόνος του, δέν
πειράζει. Ἄς λένε ὅτι θά μείνουμε μόνοι μας. Δέν εἴμαστε μόνοι μας,
εἴμαστε πάρα πολλοί, ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι ταπεινοί, δέν
βγαίνουν στίς τηλεοράσεις νά ποῦν «ἐλᾶτε νά μέ δεῖτε τί καλός πού
εἶμαι». Κρύβονται. Εἶναι σάν τά ἀηδόνια.
Ἐρ. : Λόγω
τῆς ἡμέρας, θά λέγαμε μετά τήν ὁμιλία ὅτι δέν θά κάνουμε καλά νά
πάρουμε τά ὅπλα καί νά ποῦμε ‘ὄχι’ στούς Τούρκους ἄν θέλουν νά πάρουν
τήν Θράκη ἤ στούς Σέρβους ἄν θέλουν νά πάρουν τήν Θεσσαλονίκη κ.λ.π.,
διότι δέν εἶναι αὐτή ἡ πραγματική ἐλευθερία.
Ἀπ. : Σήμερα
μιλήσαμε γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, ἔτσι; Ἄν δέν ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά
πάθη μας, πάλι σκλάβοι θά εἴμαστε. Ἁπλῶς θά ἀλλάζουμε ἀφεντικά. Ἄς ποῦμε
ὅτι παίρνουμε τήν Θράκη, παίρνουμε καί τήν Κωνσταντινούπολη… ἐγώ σᾶς
λέω νά πάρουμε κι ὅλο τόν κόσμο! Νά γίνουμε παγκόσμιοι κυρίαρχοι, ἄς
ποῦμε. Ἄν ἔχεις μέσα σου τά πάθη, ἔχεις τόν ἐγωισμό, ἔχεις τή ζήλεια,
αὐτά τά ψυχοναρκωτικά, εἶσαι ἐλεύθερος; Δέν εἶσαι ἐλεύθερος. Εἶσαι πάλι
σκλάβος, δοῦλος καί οἱ ἐπιτήδειοι θά βγοῦν πάλι ἀπό πάνω, ἁπλῶς θά ἔχουν
ἄλλο ὄνομα. Καί πίσω ἀπό τούς ἐπιτήδειους εἶναι ὁ ἐπιτήδειος: ὁ
πονηρός, ὁ ὁποῖος δέν ἀφήνει τά δικαιώματά του. Μέ τό πού ἐλευθερώνουμε
ἐμεῖς ἕναν τόπο νομίζετε φεύγει ὁ διάβολος; Ὄχι, ὁ διάβολος παραμένει
μέσα μας καί μᾶς κρατάει σκλάβους. Ὁ δρόμος γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία
περνάει ἀπό τόν Χριστό. Ἄν δέν σᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός, δέν μπορεῖτε
νά εἶστε πραγματικά ἐλεύθεροι, τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς Ἰουδαίους.
Κι ὅταν σᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός, τότε θά εἶστε πραγματικά ἐλεύθεροι. Ὁ
Χριστός θέλει νά μᾶς ἐλευθερώσει. Τό πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς πού δέν
θέλουμε. Θά πεῖτε: – Ἀγαπᾶμε τήν σκλαβιά; Ναί! Δυστυχῶς. Ὑπάρχει καί
αὐτή ἡ διαστροφή μέσω τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου νά ἀγαπᾶμε τά πάθη μας.
Ξέρετε πῶς τά ὀνομάζουν οἱ Πατέρες τά πάθη; «Ἀγαπώμενα δεσμά». Φοβερό!
Δεσμά πού τά ἀγαπᾶς. Νά ἀγαπᾶς νά εἶσαι δεμένος, νά εἶσαι σκλάβος.
Μιά γυναίκα πού
ὑποδουλώνεται στή μόδα εἶναι ἐλεύθερη; Κοιτάει τά περιοδικά νά δεῖ τί
ὑπάρχει στή μόδα τώρα, μή τυχόν καί τῆς ποῦνε «Εἶσαι ντεμοντέ. Ἔτσι πού
ντύνεσαι, ἔτσι πού χτενίζεσαι, δέν εἶσαι στή μόδα. Κάτι δέν πάει καλά
μαζί σου». Εἶναι ἐλευθερία αὐτό; Ὄχι σκλαβιά εἶναι στό τί θά ποῦνε οἱ
πολλοί ἤ κάποιοι. Ὑπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Ὁ ἄνθρωπος πού
κοιτάει τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ντρέπεται νά ἔρθει στόν Χριστό. Μοῦ ἔλεγαν
γιά ἕναν νέο ὅτι δέν ἔρχεται στό κήρυγμα γιά νά μήν τόν δοῦν στό χωριό
καί λένε λόγια. Εἶναι ἐλευθερία αὐτό; Ἐνῶ θέλει νά ἔρθει, δέν ἔρχεται
γιατί θά τόν δοῦν οἱ ἄλλοι στό χωριό καί θά λένε: «κοίταξε ὁ τάδε πῆγε
κι αὐτός μέ τούς παπάδες, μέ τήν ἐκκλησία». Δέν εἶναι τραγικό; Ὁ
ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι δέσμιος στό τί θά πεῖ ὁ
κόσμος.
Μᾶς ἀφαιροῦν τήν
ἐλευθερία καί αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, γιατί χάνουμε καί τόν Χριστό.
Ἄν δέν πᾶς στήν Ἐκκλησία, πῶς θά ἔχεις τόν Χριστό; Ἄν δέν πᾶς νά
ἐξομολογηθεῖς, ἄν δέν πᾶς νά ἀκούσεις κήρυγμα, ἄν δέν πᾶς νά
κοινωνήσεις, πῶς θά ἔχεις τόν Χριστό; Βλέπετε ὁ Χριστός μᾶς δείχνει τόν
δρόμο. Τί λέει; «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν -τό
πρῶτο- καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ -τό δεύτερο- καί ἀκολουθείτω μοι -τό
τρίτο» (Ματθ.
16,24). Εἶναι τά τρία ‘Α’ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»
σημαίνει νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου καί κυρίως ὁ ἑαυτός πού μᾶς
χαρακτηρίζει εἶναι τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία. Αὐτό πού μᾶς κάνει νά
ξεχωρίζουμε ἀπό τά ζῶα γιατί τά ζῶα ἔχουν ἔνστικτο, δέν ἔχουν ἐπιλογή.
Ἕνα ζῶο θά δεῖ τροφή καί θά ὁρμήσει νά φάει. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τροφή καί
σκέφτεται «σήμερα εἶναι Παρασκευή, δέν θά φάω, νηστεύω». Συγκρατεῖται.
Αὐτό εἶναι ἐλευθερία. Μπορεῖ νά ἐπιλέξει καί νά αὐτοκυριαρχηθεῖ. Τό ζῶο
δέν τό ἔχει αὐτό.
Λέει τώρα ὁ Χριστός
νά ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, δηλαδή νά ἀρνηθεῖς τήν ἐλευθερία σου, νά τήν
ὑποτάξεις σέ Μένα, νά ἀρνηθεῖς τό αὐτεξούσιό σου, μέ τήν ἔννοια νά τό
ὑποτάξεις σέ Μένα καί νά ἀρνηθεῖς τό θέλημά σου. Βλέπετε ἀπό τή μικρή
μας ἡλικία μαθαίνουμε νά κάνουμε τό θέλημά μας. «Τί θέλει τό παιδί;», νά
τό κάνουμε. Ποιός λέει στό παιδί νά μή θέλει; Νά μάθει νά μή θέλει τό
παιδί. Τό ξέρετε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία στήν Ἐκκλησία; Στήν Ἐκκλησία
μαθαίνουμε νά μήν θέλουμε, νά μήν ἔχουμε δηλαδή δικά μας θελήματα. Λέμε
στό Πάτερ ἡμῶν «γενηθήτω τό θέλημά Σου», ὄχι τό θέλημά μου. Στήν πράξη
βέβαια ὁ καθένας θέλει τό θέλημά του γιά νά λέμε καί τήν ἀλήθεια. Γιατί,
ἄν δέν τό ἀποφασίσουμε, δέν θά τό κάνουμε ποτέ.
Αὐτό δηλαδή πού
λέμε «ὑπακοή», νά κόψουμε τό θέλημά μας, μ’ αὐτή τήν ἔννοια τό λέμε, ὄχι
νά πάψουμε νά θέλουμε. Δέν μπορεῖ νά πάψει ὁ ἄνθρωπος νά θέλει. Ἡ
βούληση, ἡ θέληση, τό αὐτεξούσιο εἶναι ὀντολογικό χαρακτηριστικό τοῦ
κατ’ εἰκόνα. Τό αὐτεξούσιο καί ὁ νοῦς πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τά δύο
βασικά χαρακτηριστικά πού μᾶς κάνουν νά μοιάζουμε μέ τόν Θεό. Αὐτά εἶναι
δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δέν τά παίρνει ὁ Θεός πίσω. Τό θέμα εἶναι ποῦ θά δώσουμε
τόν νοῦ μας καί ποῦ θά δώσουμε τό αὐτεξούσιο. Θά τό κρατήσουμε γιά τόν
ἑαυτό μας ἤ θά τό δώσουμε στόν Χριστό; Ἄν δέν τό δώσουμε στόν Χριστό,
καταστραφήκαμε. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι πού πραγματικά θά μᾶς ἐλευθερώσει.
Ἡ ἀληθινή, ἡ ἄπειρη ἐλευθερία εἶναι αὐτή πού ἔχει ὁ Χριστός. Ὅταν
λοιπόν ἐσύ τήν δική σου, τήν μικρή ἐλευθερία τήν περιορισμένη –γιατί
εἴμαστε κτιστοί, δέν ἔχουμε ἄπειρη ἐλευθερία– τήν δώσεις στόν Χριστό,
περνᾶς στήν περιοχή τῆς ἄκτιστης ἐλευθερίας τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖς νά
πετᾶς; Δέν μπορεῖς. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πετάξει, εἶναι περιορισμένη
ἡ ἐλευθερία μας. Κι ὅμως μπορεῖς νά πετᾶς. Πότε; Ὅταν δεῖς τόν Χριστό.
Ἐκεῖ πάνω πού
ἤμασταν στό Ἅγιο Ὄρος, στήν Κερασιά εἴχαμε ἕναν ἅγιο τοπικό, ἴσως δέν
τόν ἔχετε ἀκούσει ποτέ, τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη. Τό ξέρετε ὅτι
πετοῦσε; Στήν κυριολεξία πετοῦσε! Χαμηλή πτήση. Ἔκανε ἕνα βῆμα καί
πήγαινε ὅπου ἤθελε. Τόν εἶχαν δεῖ καί τούς ἔλεγε «μέχρι νά πεθάνω νά μήν
τό πεῖτε σέ κανέναν». Πετοῦσε πραγματικά. Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι
ἐλευθερία! Κι αὐτό εἶναι πολύ μικρό δεῖγμα ἐλευθερίας. Ἀληθινή
ἐλευθερία, ἀκόμα μεγαλύτερη, εἶναι νά μπορεῖς νά κυριαρχήσεις στόν ὅλο
ἑαυτό σου. Νά πεῖς θά κάνω αὐτό καί νά τό κάνεις. Ὄχι, ὅπως ἐκεῖνος ὁ
νέος πού ἤθελε νά ἔρθει στό κήρυγμα καί δέν ἐρχόταν γιατί ντρεπόταν.
Κακή ντροπή. Ὁ ἄλλος θέλει νά ἐξομολογηθεῖ καί ντρέπεται. Τί ντρέπεσαι
νά ἐξομολογηθεῖς; Νά ἀποκαλύψεις τά τραύματά σου; Στόν γιατρό πού πᾶς
ντρέπεσαι νά δείξεις τά τραύματά σου; Μετά πῶς θά γίνεις καλά;
Ἑπομένως ἡ συνταγή
γιά αὐτή τήν ἐλευθερία πού ψάχνουμε εἶναι ὁ Χριστός. «Ἐάν ὁ Κύριος ὑμᾶς
ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. 8,36), τότε θά ἔχουμε ἀληθινή
ἐλευθερία. Καί ὁ δρόμος γιά νά περάσουμε στόν Χριστό, γιά νά γίνουμε
μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτά τά τρία ‘Α’ πού εἴπαμε. Τό πρῶτο νά
ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, τό ὁποῖο κακῶς λένε
κάποιοι ὅτι εἶναι μόνο γιά τούς καλογήρους, «στόν κόσμο μήν ψάχνεις γιά
ὑπακοή». Ὅταν πρωτοβγῆκα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος μέ εὐλογία τοῦ Γέροντά μου
τότε, συναντήθηκα μέ ἕναν κύριο, ὁ ὁποῖος ἦταν πολλά χρόνια στά
κατηχητικά, στούς κύκλους κλπ καί τό πρῶτο πού μοῦ εἶπε ἦταν: «κοίταξε
πάτερ, μήν ψάχνεις ἐδῶ γιά ὑπακοές». Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ μεγαλύτερη
τραγικότητά μας, γιατί ὁ πρῶτος ὑποτακτικός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος,
«γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Ὁ
χριστιανός δέν εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός δέν εἶναι ὁ ὁρισμός;
Χριστιανός εἶναι αὐτός πού μιμεῖται τόν Χριστό. Ἐάν δέν μιμηθεῖς τόν
Χριστό στήν ὑπακοή, ποῦ θά Τόν μιμηθεῖς; Ὁπότε καλούμαστε νά κάνουμε
αὐτό τό πρῶτο ‘Α’, νά κόψουμε τό θέλημά μας καί νά κάνουμε ὑπακοή στόν
Χριστό. Καί ἐπειδή τόν Χριστό δέν Τόν βλέπεις, εἶναι ἀόρατος, ἔχει ὁ
καθένας τόν Πνευματικό του καί κάνει ὑπακοή καί ὄχι μόνο. Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέει κάτι πολύ ὡραῖο: «Ὑπακούετε ἀλλήλοις». Ὁ ἕνας νά ὑπακούει
στόν ἄλλον. Ἡ γυναίκα νά ὑποτάσσεται στόν ἄνδρα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
καί ὁ ἄνδρας δέν πρέπει νά ὑπακούει στήν γυναῖκα. Ὁ ἄνδρας θά κάνει καί
αὐτό, θά κάνει καί κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο, θά πρέπει νά ἀγαπάει τήν
γυναῖκα του. Θά ὑπακοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Αὐτή ἡ ὑπακοή εἶναι πού σέ
κάνει ἱκανό νά γίνεις μαθητής τοῦ Χριστοῦ.
Τό δεύτερο εἶναι
«νά ἄρεις τόν σταυρό σου», δηλαδή νά ἀποφασίσεις -ἄν χρειαστεῖ- ἀκόμα
καί νά πεθάνεις πάνω στόν σταυρό γιά νά παραμείνεις μαθητής τοῦ Χριστοῦ.
Δηλαδή νά ἀποφασίσεις νά πάθεις ὁτιδήποτε προκειμένου νά τηρήσεις τίς
ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει νά ἄρεις τόν σταυρό σου. Ἄν αὐτά τά δύο
δέν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, προσέξτε εἶναι φοβερό, δέν μπορεῖ νά γίνει
μαθητής.
Νομίζω αὐτό βλέπουν
καί τά νέα παιδιά σέ μᾶς τούς πιό μεγάλους ἀνθρώπους πού πᾶμε στήν
Ἐκκλησία καί μᾶς λένε ‘ὑποκριτές’ καί ἔχουν δίκαιο γιατί δέν ἔχουμε
κάνει αὐτά τά δύο βήματα. Πᾶμε ἐνδεχομένως στήν Ἐκκλησία,
ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε, ἀλλά δέν ἔχουμε ἀρνηθεῖ τό θέλημά μας.
Εἶναι κραταῖο τό θέλημά μας. «Θέλω καί μπορῶ» καί διάφορα ἄλλα
συνθήματα. Δέν ἔχουμε ἀποφασίσει νά πεθάνουμε γιά τόν Χριστό, ὁπότε
μόλις παρουσιαστεῖ κάτι δύσκολο λέμε «Ἔ, τώρα νά κάνουμε ἕναν ἑλιγμό, ἄς
ποῦμε κι ἕνα ψέμα δέν πειράζει. Ἄς κάνουμε μιά ὑποχώρηση». Στήν
Ἐκκλησία ντυνόμαστε ὅπως λέει ὁ παπάς καί μετά κάπως ἀλλιῶς. Γιατί ἔξω
ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, δέν σέ βλέπει; Ὑπάρχει ὁ χριστιανός
τῆς Κυριακῆς πού εἶναι καθωσπρέπει καί ὁ χριστιανός τῆς ὑπόλοιπης
ἑβδομάδος πού δέν ἔχει καμιά διαφορά ἀπό αὐτούς πού δέν πᾶνε τήν Κυριακή
στήν Ἐκκλησία. Βλέποντας αὐτά τά νέα παιδιά λένε «εἶστε ὑποκριτές, δέν
βλέπουμε καμία ἀλλαγή στή ζωή σας». Νομίζω αὐτή εἶναι ἡ βασική αἰτία πού
φεύγουν τά παιδιά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Βέβαια φταίει καί ἡ κακή ἀγωγή, ἡ
ὁποία πάλι ξεκινάει ἀπό τό ὅτι ὁ γονιός δέν ἔχει κάνει αὐτά: Δέν ἔχει ὁ
ἴδιος ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό θέλημά του καί δέν ἔχει ἀποφασίσει νά πεθάνει
γιά τόν Χριστό μέ τόν χειρότερο θάνατο.
Αὐτά εἶναι τά
βασικά βήματα γιά νά ὁδηγηθοῦμε στήν ἐλευθερία. Νά γίνουμε μαθητές, νά
μποῦμε στήν Α΄ Νηπιαγωγείου τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀρνηθοῦμε τό θέλημά μας, νά
ἀποφασίσουμε νά πεθάνουμε γιά τόν Χριστό καί μετά νά τόν ἀκολουθήσουμε.
Ἄν δέν τά κάνουμε αὐτά, μάταια κάνουμε τά ὑπόλοιπα γιατί τά ὑπόλοιπα
μετά δέν τά ζοῦμε. Μπορεῖ νά ἐξομολογεῖσαι, νά κοινωνᾶς ἀλλά λές ‘δέν
καταλαβαίνω τίποτα πάτερ’. Βέβαια δέν καταλαβαίνεις γιατί δέν ἔχεις
κάνει τά προηγούμενα πού εἶναι ἀπαραίτητα.
Ἐρ. : Αὐτό πού λέγαμε γιά τήν σύζυγο, πρέπει δηλαδή ὅ,τι μᾶς λέει ἡ γυναίκα μας νά τό κάνουμε;
Ἀπ. : Ἐκτός
ἁμαρτίας. Νά σᾶς πῶ ἕνα γεγονός. Κάποιος ἦταν ὑποψήφιος νά ἔρθει εἰς
γάμου κοινωνία καί πῆγε στόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, ὁ ὁποῖος
ἀφοῦ τόν καλωσόρισε τοῦ λέει: «Τώρα ἀπό ’δῶ καί ἐμπρός ἡ μέλλουσα
σύζυγος θά κάνει ὑπακοή σέ σένα κι ἐσύ θά κάνεις σ’ αὐτή». Αὐτός ἦταν
καί θεολόγος καί μορφωμένος ἄς ποῦμε καί λέει «Ἄ, ἐδῶ ὁ Γέροντας δέν τά
λέει καλά, ἄλλα λέει ὁ Ἀπόστολος καί τό Εὐαγγέλιο». Ὁπότε γιά πέντε
χρόνια δέν ἔκανε ὑπακοή στή γυναῖκα του καί… πέρασε χρόνια μαρτυρικά.
Μετά τά πέντε χρόνια τό κατάλαβε κι ἄρχισε νά κάνει κι αὐτός ὑπακοή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
λέει «ἡ γυνή νά ὑποτάσσετται στόν ἄνδρα» (Ἐφ. 5,24) καί σπεύδουν κάποιες
νά πατήσουν τό πόδι τοῦ ἄνδρα στήν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, πού εἶναι
ἀσέβεια, ἀλλά λέει καί «ὁ ἄνδρας νά ἀγαπάει τήν γυναῖκα του» (Ἐφ. 5,25),
τό ὁποῖο εἶναι πιό δύσκολο. Ἡ ἀγάπη ὁπωσδήποτε βέβαια ἔχει μέσα καί τήν
ὑπακοή. Ὁ ἄνδρας κάνει πιό δύσκολα πράγματα. Δέν λέει ν’ ἀγαπάει τήν
‘καλή’ του γυναῖκα, ἀλλά τήν γυναῖκα του, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτή καί
κακή νά εἶναι καί στριμμένη νά εἶναι καί γκρινιάρα νά
εἶναι κλπ, θά πρέπει νά τήν ἀγαπάει. Ἀκόμα κι ἄν ἡ γυναίκα φτάσει στό
σημεῖο νά τόν μισεῖ, ἐκεῖνος πρέπει νά συνεχίσει νά τήν ἀγαπάει. Δέν
εἶναι ἁπλό πράγμα οὔτε εὔκολο. Δέν θέλω νά σᾶς ἀποτρέψω, ἀλλά προσέξτε
καί ὁ γάμος, ὅπως καί ὁ μοναχισμός, εἶναι δρόμος γιά τήν θέωση. Ὅταν τό
κάνεις σωστά, θεώνεσαι.
Ἄν τώρα ἡ γυναίκα
ζητάει κάτι πού ὁ ἄνδρας, μέ τήν λογική πού ἔχει λίγο πιό αὐξημένη -ἐνῶ ἡ
γυναίκα λειτουργεῖ πιό πολύ μέ τό συναίσθημα- καταλαβαίνει ὅτι ἄν
κάνουν αὐτό πού λέει ἡ γυναίκα καταστραφήκανε, ὡστόσο δέν εἶναι ἁμαρτία
αὐτό πού ζητάει ἡ γυναίκα, ἐάν ὁ ἄνδρας ταπεινωθεῖ καί κάνει ὑπακοή, δέν
πρόκειται νά γίνει καταστροφή. Εἶναι θαυμαστό! Ἡ ὑπακοή εἶναι μυστήριο.
Καί στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς τά πράγματα δέν λειτουργοῦν μέ τήν λογική.
Μυστήριο σημαίνει τρόπος νά πάρεις τήν Χάρη.
Τί εἶναι τό
μυστήριο τοῦ Γάμου; Ὅπως καί ἡ Θεία Κοινωνία. Παίρνεις τήν Χάρη. Ὅλοι
τήν παίρνουν τήν Χάρη; Ἔρχεται σέ ὅλους, ἀλλά πολύ ἀμφιβάλλω ἄν τήν
παίρνουν ὅλοι γιατί δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις. Δέν ἔχουν δηλαδή τήν
στοιχειώδη μετάνοια, γι’ αὐτό καί ἔχει καταντήσει ὁ γάμος ἕνα κοσμικό
γεγονός, μιά κοσμική ὑποχρέωση καί μᾶλλον ἔτσι ἀτιμάζουν τόν γάμο, ἰδίως
ὅπως προσέρχονται οἱ νύφες ντυμένες, δηλαδή μή ντυμένες, καθώς καί οἱ
ἄλλοι. Ὁπότε ἔρχεται μέν ἡ Χάρις, ἀλλά φεύγει, δέν μένει καί γι’ αὐτό
μετά ἀπό λίγο ἔρχεται τό διαζύγιο. Ἔχουμε γεμίσει μέ
δευτερο-τριτο-παντρεμένους καί ὅπως ἔλεγε κάποιος ἡ Ἐκκλησία στήν θέση
τοῦ Γραφείου Γάμων θά ἔπρεπε νά γράψει Γραφεῖο Διαζυγίων.
Ὁπότε, ἄν κάνει
ὑπακοή στήν γυναῖκα του ἀκόμα καί ἄν τοῦ λέει ἡ λογική ὅτι «θά
καταστραφοῦμε», δέν καταστρέφονται, γιατί παρεμβαίνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδή κάνει ὑπακοή, ἐπειδή ταπεινώνεται, ἔρχεται ὁ Θεός καί γιά τόν Θεό
δέν ὑπάρχει τίποτα ἀδύνατο. Ἡ μεγάλη δυστυχία μας εἶναι ὅτι ἔχουμε
ὑποδουλωθεῖ στή λογική. Ἰδίως οἱ γενιές μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς
Τούρκους χάσαμε τήν παράδοσή μας καί ἔχουμε ὑποταχθεῖ καί πνευματικά θά
ἔλεγα στούς Προτεστάντες, στούς αἱρετικούς καί παίρνουμε ὡς κριτήριο
ὅλων τῶν πραγμάτων τί θά πεῖ ἡ λογική μας. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία πολύ
ἀνώτερη δύναμη ἀπό τή λογική. Ξέρετε ποιά εἶναι; Εἶναι ἡ πίστη. Ἔχουμε
χάσει τήν πίστη καί δουλεύουμε μέ τή λογική. Ὅταν δουλεύεις μέ τή
λογική, δηλαδή μέ τήν διάνοια, μέ τόν ἐγκέφαλο, χάνεις τήν πίστη σου καί
τόν νοῦ, πού εἶναι ἡ ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς καί τόν ὑποτάσσεις στήν
διάνοια. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς δουλεύει μέ τήν
πίστη. Ὅταν ὁ νοῦς καθαριστεῖ, μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ
Κύριος: «μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδία, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»
(Ματθ. 5,8), γιατί ὁ νοῦς ἑδράζεται στήν καρδιά. Δέν εἶπε μακάριοι οἱ
καθαροί τῆ διανοία. Ὠφελεῖ ἡ κάθαρση τῆς διανοίας ἀλλά εἶναι δεύτερο. Τό
πρῶτο πού πρέπει νά καθαριστεῖ εἶναι ἡ καρδιά, ὁ νοῦς.
Ὅταν καθαριστεῖ ὁ
νοῦς καί κυριαρχήσει στόν ἄνθρωπο, τότε ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ σωστά. Γι’
αὐτό ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι κορυφαῖο μέσο κάθαρσης καί ἄσκησης
γιατί καθαρίζει τήν καρδιά, φεύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί δηλαδή, οἱ ὁποῖοι
ὡς πηγή τους ἔχουν τήν λογική καί τό περιβάλλον. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα
δυστυχῶς ἔχει πάθει ἕνα βραχυκύκλωμα, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός ὁ π.
Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης. Δηλαδή οἱ λογισμοί πού θά ἔπρεπε νά εἶναι στήν
διάνοια, στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά καί σκοτίζουν τήν
καρδιά. Καί ἐνῶ ἡ πίστη σοῦ λέει ‘κάντο, κάνε ὑπακοή, θά ’ρθεῖ ἡ Χάρις,
θά λειτουργήσει ὁ Θεός’, ἔρχεται ἡ λογική, ὁ λογισμός ἀπό τόν ἐγκέφαλο
καί σοῦ λέει ‘τί λές τώρα, τρελός εἶσαι; ἅμα κάνεις αὐτό
καταστραφήκατε’. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού δουλεύει μέ τήν πίστη, θά
κάνει τήν ὑπακοή καί θά δεῖ τό ἀποτέλεσμα στήν πράξη.
Ξέρετε τί ὡραῖο
εἶναι νά μήν ἔχεις κανένα λογικό στήριγμα καί νά κάνεις μόνο αὐτό πού
λέει ὁ Θεός! Ὅ,τι κι ἄν κοστίσει. Μοιάζει μέ πήδημα στό κενό. Ἀλλά δέν
εἶναι στό κενό, εἶναι στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκεφτεῖ
ἔτσι καί ἐνεργήσει ἔτσι, πέφτει στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ.
Ξέρω ὅτι αὐτό εἶναι
ἁμαρτία. «Μά», θά σοῦ πεῖ ὁ ἄλλος, «βάλε καί τήν λογική, ἄν τό κάνεις
αὐτό θά ἔχεις συνέπειες, θά σέ κυνηγήσουν, θά σέ συκοφαντήσουν..». Δέν
μέ ἐνδιαφέρει ἐγώ θά κάνω αὐτό πού λέει ὁ Θεός. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ξέρετε
τί ὡραῖα περνάει στή ζωή του; Τέλεια. Μπορεῖ νά εἶναι στό περιθώριο τοῦ
περιθωρίου ἀνθρωπίνως. Μήπως καί ὁ Χριστός μας δέν ἦταν; Στό περιθώριο
τοῦ περιθωρίου ἦταν. Ἀλλά ἔχει μιά εἰρήνη μέσα του καί μιά χαρά καί μιά
ἐλευθερία ἀληθινή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
φαινομενικά ἦταν σκλαβωμένος μέσα στήν φυλακή τῶν Φιλίππων. Ὡστόσο
ἔψαλλε, κοιμόταν, μιά χαρά ἦταν! Ὅταν ὅμως πῆγαν κρυφά νά τούς βγάλουν,
ζήτησε τούς στρατηγούς ἐπίσημα νά τούς ἀποφυλακίσουν. Χρησιμοποίησε θά
λέγαμε τά ἀνθρώπινα δικαιώματά του. Ἀλλά ὡς ἐκεῖ. Εἶχε ὅμως τήν ἀληθινή
ἐλευθερία. Ἔλεγε λ.χ. «Εἶστε δοῦλοι; Μπορεῖτε νά γίνετε ἐλεύθεροι; Δέν
πειράζει, μείνετε δοῦλοι». Δέν εἶναι πρόβλημα αὐτό. Ἀπαντάω καί στήν
ἐρώτηση γιά τήν ἐθνική ἐλευθερία. Τό πρόβλημα εἶναι μέσα μας. Νά εἶσαι
ἐλεύθερος ἀπό τά παθη σου. Τότε καί μέσα στή σκλαβιά εἶσαι ἐλεύθερος,
ζεῖς ἀληθινά μία κατάσταση ἄνεσης.
Ἐρ. : Σέ συνέχεια τῆς προηγούμενης ἐρώτησης, ἐάν κάνουμε ὑπακοή στήν γυναῖκα μας γιά νά μήν ἔχουμε γκρίνια αὐτό ὠφελεῖ;
Ἀπ. : Πάλι
σκεφτόμαστε τόν ἑαυτό μας, ἔ! Γιά νά ἔχω τήν ἡσυχία μου, θά κάνω
ὑπακοή. Εἶναι κι αὐτό μιά παράπλευρη ὠφέλεια, γλιτώνεις τήν γκρίνια.
Ἀλλά ἡ σπουδαιότερη ὠφέλεια εἶναι ὅτι τά ἔχεις καλά μέ τόν Χριστό κι ἅμα
τά ἔχεις καλά μέ τόν Χριστό, ὅλα τακτοποιοῦνται μιά χαρά. Δηλαδή,
προσέξτε, τό κέντρο πρέπει νά εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ λόγος πού κάνουμε κάτι,
πρέπει νά εἶναι ὁ Χριστός. «Τό Α καί τό Ω εἶμαι Ἐγώ» (Ἀποκ. 1,8) λέει ὁ
Χριστός. Εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος. Ἡ αἰτία καί ὁ σκοπός. Ἄν ὅ,τι
κάνουμε, δέν τό κάνουμε μέ αἰτία καί σκοπό τόν Χριστό, εἶναι ἁμαρτία.
Λέει κάτι πολύ φοβερό ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία
πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον». Ὅταν ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ μέσα μας, τότε ὅ,τι
καί νά κάνεις εἶναι ἁμαρτία. Καί πότε δέν ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας; Ὅταν
δέν Τόν σκεφτόμαστε, ὅταν δέν κάνουμε αὐτό πού θέλει γιά Αὐτόν, ὅταν
δέν πιστεύουμε πραγματικά, ὅταν σκεφτόμαστε τόν ἑαυτό μας, ὅταν ἔχουμε
κάνει κέντρο τόν ἑαυτό μας. Μπορεῖ νά μή σέ πιάνει ὁ νόμος, ὁ νόμος δέν
πιάνει τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά εἶσαι ἔνοχος μπροστά στόν Θεό. Ἑπομένως τό
νά κάνω κάτι γιά νά μήν ἔχω γκρίνια, πάλι σκέφτομαι τόν ἑαυτό μου, πῶς
θά βολευτῶ ἐγώ. Ὄχι, θά τό κάνεις γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Καί μπορεῖ πάλι
νά μήν βολευτεῖς ἀπόλυτα, ἐσύ ὅμως θά ἐπιμείνεις. Ἡ τέλεια ἀνάπαυση μήν
περιμένουμε νά ἔρθει ἐδῶ. Ἡ τέλεια ἀνάπαυση εἶναι μετά θάνατον, στήν
ἄλλη ζωή. Ἐδῶ ὅμως θά ἔχουμε ὁπωσδήποτε τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί τήν
ἐσωτερική χαρά. Τήν χαρά πού πάει μαζί μέ τό κατά Θεόν πένθος πού
λέγαμε, τήν χαρμολύπη.
Ἄς κάνουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν
Χριστό, ὁπότε μετά θά μεγαλώσουμε σωστά καί τά παιδιά μας. Γιατί τά
παιδιά μας δέν μεγαλώνουν σωστά; Γιατί δέν ἔχουμε κέντρο τόν Χριστό. «Τό
εἶπε ὁ μπαμπάς, τό εἶπε ἡ μαμά». Δέν λένε «τό εἶπε ὁ Χριστός». Μαθαίνει
τό παιδί νά ἔχει κέντρο τῆς ζῶης του τόν μπαμπά καί τήν μαμά καί βέβαια
ὑπάρχει καί ἠ ἀντιζηλία ποιός θά κερδίσει τό παιδί. Ὑπάρχει
ἀντιπαλότητα. Μετά τό παιδάκι θά μαλώνει μέ τόν ἀδέλφό του γιατί βλέπει
τήν ἀντιπαλότητα τοῦ πατέρα μέ τήν μητέρα καί σκοτώνονται τά παιδιά
γιατί σκοτώνονται οἱ γονεῖς. Τά παιδιά ἀντιγράφουν τούς γονεῖς.
Ἄν λοιπόν ἐμεῖς δέν εἴμαστε σωστοί,
αὐτό ἔχει ἀντίκτυπο καί στούς γύρω μας. Λέει ἕνα καταπληκτικό ὁ Ἅγιος
Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Εἰρήνεψε ἐσύ καί θά δεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους νά
ἔρθουν νά εἰρηνέψουν κοντά σου». Εἰρήνεψε θά πεῖ βρές τα πρῶτα μέ τόν
Θεό καί μετά καί μέ τόν ἑαυτό σου καί μέ τόν πλησίον.
Ἐρ. : Ὅταν
κάνουμε προσευχή γιά κάτι στόν Θεό, γιά ἕνα πρόβλημα πού ἔχουμε π.χ. μέ
τό παιδί μας νά τό κάνει καλό παιδί, δέν ἐκφράζουμε πάλι ἕνα θέλημα; Ἤ
σέ προσωπικό ἐπίπεδο κάνοντας τόν κανόνα μας ἤ κάποιες θυσίες δέν
μπαίνουμε ἔτσι σέ μία διαδικασία ἀνταποδοτική ἀπέναντι στόν Κύριο γιατί
θέλουμε νά λάβουμε τά δῶρα τῆς Χάριτος;
Ἀπ. : Ἄς
ἀρχίσουμε ἀπό τό τελευταῖο. Τήν ἄσκηση δέν τήν κάνουμε γιά νά πάρουμε
τά δῶρα. Εἶναι πολύ χαμερπές αὐτό τό πράγμα. Ὁ Θεός θά μᾶς τά δώσει τά
δῶρα, δέν ὑπάρχει περίπτωση. Τήν ἄσκηση τήν κάνουμε γιά νά δείξουμε τήν
ἀγάπη μας στόν Χριστό, ἄσχετα ἄν θά μᾶς δώσει ἤ ὄχι τά δῶρα. Μπορεῖ καί
νά μή μᾶς τά δώσει τώρα. Κάποια στιγμή θά μᾶς τά δώσει. Ποτέ δέν κάνουμε
κάτι μέ σκοπό νά πάρουμε ὡς ἀνταπόδοση αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι
πρέπει νά πάρουμε. Εἴμαστε τότε στήν κατάσταση τοῦ ἐμπόρου. Βέβαια ὁ
Θεός κι αὐτό τό δέχεται. Ἀκόμα καί τόν δοῦλο δέχεται, ὁ ὁποῖος τηρεῖ τίς
ἐντολές γιά νά μήν πάει στήν κόλαση. Ἀλλά δέν εἶναι τό τέλειο. Τό
τέλειο εἶναι ὅ,τι κάνεις νά τό κάνεις μόνο ἀπό ἀγάπη στόν Χριστό, γιατί
νιώθεις ὅτι εἶναι Πατέρας καί θέλεις νά Τόν ἀναπαύσεις. Γιά κανέναν ἄλλο
λόγο. Ὄχι γιά νά ἀναπαυτεῖς ἐσύ. Ὁπότε καί τό παιδί μας, γιά νά ἔρθω
καί στήν πρώτη ἐρώτηση, ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά τό κάνει καλό παιδί, ἀλλά
ὄχι γιά μᾶς, γιά τόν Χριστό. Γιατί σίγουρα αὐτό εἶναι πού θέλει ὁ
Χριστός. Πῶς τό ξέρουμε; Μᾶς τό λέει ὁ Θεός: «πάντας ἀνθρώπους θέλει
σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Αὐτό εἶναι τό
ἕνα καί μοναδικό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς ὅταν θά μποῦμε σ’ αὐτή τήν
διαδικασία νά ζητήσουμε τήν σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μας, μπαίνουμε σ’ αὐτό
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε τό ζητᾶμε, γιατί τό θέλει ὁ Θεός.
Τώρα τό πῶς θά
σώσει ὁ Θεός τό παιδί μας, αὐτό δέν χρειάζεται νά τό ποῦμε στόν Θεό.
Μερικοί τό κάνουν κι αὐτό στή νηπιακή κατάσταση πού βρίσκονται. Τό
ἀκούει κι αὐτό ὁ Χριστός. Λές καί ὁ Χριστός δέν ξέρει τί θά κάνει; Τό
πιό τέλειο εἶναι νά ποῦμε «Θέε μου, νά γίνει τό θέλημά Σου στό παιδί
μου». Ξέρει ὁ
Θεός μέ ποιόν τρόπο θά τό φέρει. Μπορεῖ ὁ τρόπος νά εἶναι ἕνα ἀτύχημα,
νά χρειαστεῖ νά κάτσει ἕνα χρόνο στό κρεβάτι γιά νά σώσει τήν ψυχή του.
Μήν ἀρχίσουμε νά λέμε «Γιατί Θέε μου τό παιδί μου» καί τέτοια καί
ἀρχίσουμε τά τηλέφωνα καί τά γράμματα στούς Γεροντάδες κλπ. Ξέρει ὁ
Θεός. Μή δυσανασχετεῖς. Ἀκόμα καί αὐτό πού φαίνεται κακό, δέν εἶναι. Δέν
εἶναι τίποτα κακό ἀπό αὐτά πού δίνει ὁ Θεός. Τό μόνο κακό εἴπαμε πού
μᾶς δεσμεύει τήν ἐλευθερία εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τά ἄλλα πού δίνει ὁ Θεός
εἶναι ἡ ἀκούσια κακοπάθεια διά τῆς ὁποίας πολλοί σώζονται σήμερα γιατί
δέν κάνουν ἑκούσια. Οὔτε νηστεῖες κάνουμε, οὔτε ἄσκηση κάνουμε. Θεωροῦμε
μάλιστα ὅτι αὐτά εἶναι γιά τούς καλογήρους. Ὁπότε λέει ἕνας σύγχρονος
ἅγιος Γέροντας πολλοί σώζονται μέσα ἀπό αὐτές τίς ταλαιπωρίες, πού μᾶς
δίνει ὁ Θεός καί εἶναι πολύ καλά, ἕνα ἀτύχημα, μιά ἀσθένεια, μιά
οἰκογενειακή περιπέτεια, ἕνας θάνατος κάποιου δικοῦ μας κ.λ.π.
Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν ὁ Πνευματικός σοῦ λέει κάτι καί πρέπει νά κάνεις ὑπακοή καί ὁ σύζυγος σοῦ λέει ἅλλα, τί γίνεται τότε;
Ἀπ. : Ἐκεῖ
εἶναι ἀπαραίτητη ἡ βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ γιά νά ἔρθει ἰσορροπία, νά
βρεῖς μιά ἄκρη. Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά κάνει κανείς, γενικά μιλώντας,
εἶναι νά κερδίσεις τόν σύζυγο μέ ὅλα τά ἄλλα. Δηλαδή νά τοῦ δίνεις ὅλα
αὐτά πού εἶναι νόμιμα καί τόν ἀναπαύουν, τό καλό φαγητό, τά ροῦχα του
κλπ, νά τοῦ δείξεις τήν ἀγάπη σου πλήρως καί τελείως καί νά κάνεις πολύ
ὑπομονή.
Νά σᾶς πῶ ἕνα
παράδειγμα. Ἦταν μία γυναίκα, ἡ ὁποία εἶχε ἕναν σύζυγο πού δέν τῆς ἔδινε
καθόλου χρήματα, τήν ἔβριζε, κάποτε τήν χτύπησε κιόλας, τῆς ἔσπασε καί
τό χέρι. Αὐτή εἶχε τά παιδιά της, τά ὁποῖα περιποιόταν ἀγόγγυστα,
κάλυπτε καί τόν σύζυγο στά παιδιά, εἶχε καί τήν πεθερά στό σπίτι καί
ὅταν τῆς ἔσπασε τό χέρι, δέν εἶπε «μοῦ τό ἔσπασε ὁ γιός σου», ἀλλά κάπου
σκόνταψα καί τό ἔσπασα. Πήγαιναν στήν Ἐκκλησία καί δέν εἶχε νά ρίξει
στόν δίσκο καί ἐνῶ τήν πρόσβαλλε ἡ πεθερά της καί πάλι δέν ἔλεγε ὅτι δέν
μοῦ δίνει λεφτά ὁ γιός σου, ἔλεγε «δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός ἀπό τήν
δική μου δραχμή». Τόν κάλυπτε δηλαδή κι ἄς τῆς ἔκανε ὅλα αὐτά. Ἐννοεῖται
ὅτι αὐτός δέν πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί κάθε Κυριακή τοῦ ἑτοίμαζε τό
πρωινό του, ὅλα τέλεια καί μετά ὡς συνήθως ἔφευγε αὐτός γιά τό καφενεῖο
κι αὐτή πήγαινε στήν Ἐκκλησία. Αὐτό γινόταν ἐπί πολλά χρόνια. Τό
ἀποτέλεσμα: στά τελευταῖα του αὐτός συγκλονίστηκε ἀπό τήν ὅλη ζωή της
καί τήν ὑπομονή της καί μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καί σώθηκε. Τά παιδιά
της ἐπίσης χωρίς χρήματα, χωρίς φροντιστήρια εἶχαν πολύ καλή πρόοδο καί
περάσανε σέ πολύ ὑψηλές σχολές. Αὐτό δείχνει ὅτι, ὅταν κανείς λειτουργεῖ
κατά Θεόν καί στά Σόδομα καί Γόμορρα νά εἶναι καί στό χειρότερο
περιβάλλον νά εἶναι, θά ἁγιάσει, ὅπως ἁγίασε αὐτή ἡ γυναίκα. Μετά πού
κοιμήθηκε ὁ σύζυγός της, πήγαινε αὐτή σέ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καί ὁ
Γέροντας ἔβαζε ὅλες τίς μοναχές τά παίρνουν τήν εὐχή της, ἐνῶ ἦταν λαϊκή
δέν ἦταν καλόγρια, ἐπειδή ἤξερε τήν ζωή της.
Ὁπότε τό πρόβλημα
δέν εἶναι τό περιβάλλον. Τό πρόβλημα εἶναι μέσα μας. Ὁ Λώτ ζοῦσε στά
Σόδομα καί στά Γόμορρα ἀλλά ἦταν ἅγιος καί πῆγε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τούς
ἀγγέλους καί τόν ἔσωσε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης