Ὁ Κύριος εἶπε νά μήν λέμε ὄχι…
καί «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» (Ἰω. 6,37). Θέλω νά
ἐκφράσω τήν χαρά μου πού σᾶς βλέπω καί εὔχομαι πράγματι στόν Θεό νά σᾶς
στηρίζει καί νά γίνετε καλύτεροι, γιατί πάντα ὑπάρχει περιθώριο νά
γίνουμε καλύτεροι καί καλύτερος σημαίνει ἁγιότερος.
Σκέφτηκα
σήμερα νά ποῦμε ἕνα θέμα περί μετανοίας μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς
Κλίμακος, τό ὁποῖο εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρο καί τό θέμα καί τό βιβλίο του…
πού σίγουρα θά τό ἔχετε ὑπόψη σας καί τό ὁποῖο δέν εἶναι μόνο γιά
μοναχούς. Ἄλλωστε, ἄν κανείς μελετήσει τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, θά δεῖ
ὅτι οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ μοναχοῦ καί λαϊκοῦ. Δέν
χρησιμοποιῶ τόν ὅρο ‘κοσμικός’, γιατί κοσμικός σημαίνει ὑποταγμένος στόν
κόσμο καί «ὁ κόσμος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰω. 5,19), ὅπως λέει ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης. Ὁπότε κοσμικός σημαίνει ἕνας ἄνθρωπος πού κεῖται ὑπό τόν
πονηρό καί δέν εἶναι σωστό νά εἴμαστε ὑπό τόν πονηρό… ἀλλά ὑπό τόν Θεό. Νά εἴμαστε ὑποτακτικοί τοῦ Θεοῦ.
Ὁ μοναχός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἕνας ἄνθρωπος πού μετανοεῖ καί
ἔχει πάρει στά σοβαρά αὐτή τήν ὑπόθεση πού λέγεται σωτηρία ψυχῆς. Ὅπως
λέει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: καμία διαφορά δέν ὑπάρχει, οὔτε ὑπάρχουν
δύο Εὐαγγέλια, ἕνα γιά τούς μοναχούς καί ἕνα γιά τούς λαϊκούς, οὔτε ὑπάρχουν δύο συστήματα -ἄν θέλετε- ἐντολῶν.
Γιατί ὑπάρχει κι αὐτή ἡ ἄποψη, πού λέει «ἐμεῖς εἴμαστε κοσμικοί (λαϊκοί), δέν θά κάνουμε αὐτά πού κάνουν οἱ μοναχοί, δέν θά γίνουμε μοναχοί… ἑπομένως μποροῦμε νά κάνουμε λιγότερα ἀπό ὅσα κάνουν οἱ μοναχοί». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πρέπει νά κάνετε περισσότερα. Δέν εἶναι δικό μου κι αὐτό, τό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, γιατί ζεῖτε μέσα σέ πολλούς πειρασμούς. Ὅσοι ἔχετε πάει σέ Μοναστήρια, τά ἀγόρια ἴσως ἔχετε πάει καί στό Ἅγιο Ὄρος, βλέπετε ἐκεῖ τό περιβάλλον πόσο ἀσφαλές εἶναι καί δέν ἔχει τίς προκλήσεις ἀπό τίς αἰσθήσεις πού ἔχει κανείς μέσα στήν πόλη. Γι’ αὐτό, λένε οἱ Πατέρες, ὅταν ζεῖ κανείς μέσα στίς προκλήσεις, πού εἶναι καί ἀπό τίς αἰσθήσεις καί ἀπό τούς λογισμούς, ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἀγωνίζεται περισσότερο, νά κάνει πιό πολλές ἀσκήσεις σέ σχέση μέ τούς μοναχούς. Ὁπότε καί τά ἀσκητικά βιβλία εἶναι πολύ χρήσιμα. Εἰδικά αὐτό τό βιβλίο ἔχει μεγάλη διάδοση στούς Ὀρθοδόξους στήν Ρωσία. Στήν Ἑλλάδα δέν ἔχει πρώτη θέση σέ ἀναγνωσιμότητα ἀλλά πρέπει νά τό ἔχουμε, γιατί αὐτός ὁ Ἅγιος μᾶς τά λέει ὅλα. Ἔχει μάλιστα καί πράγματα ἀπό τήν ψυχολογία καί τήν ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως τήν λένε οἱ ἐπιστήμονες σήμερα. Ὅλα αὐτά μᾶς τά ἔχει πεῖ πρίν ἀπό χίλια χρόνια καί μένει κανείς ἔκθαμβος ἀπό τίς παρατηρήσεις πού κάνει. Αὐτό εἶναι ἕνα μέρος τῆς εἰσαγωγῆς καί νά εὐχαριστήσω καί τόν π. Ἰωάννη καί τούς ἄλλους πατέρες πού μοῦ κάνουν τήν τιμή καί μέ φέρνουν ἀνάμεσά σας.
Γιατί ὑπάρχει κι αὐτή ἡ ἄποψη, πού λέει «ἐμεῖς εἴμαστε κοσμικοί (λαϊκοί), δέν θά κάνουμε αὐτά πού κάνουν οἱ μοναχοί, δέν θά γίνουμε μοναχοί… ἑπομένως μποροῦμε νά κάνουμε λιγότερα ἀπό ὅσα κάνουν οἱ μοναχοί». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πρέπει νά κάνετε περισσότερα. Δέν εἶναι δικό μου κι αὐτό, τό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, γιατί ζεῖτε μέσα σέ πολλούς πειρασμούς. Ὅσοι ἔχετε πάει σέ Μοναστήρια, τά ἀγόρια ἴσως ἔχετε πάει καί στό Ἅγιο Ὄρος, βλέπετε ἐκεῖ τό περιβάλλον πόσο ἀσφαλές εἶναι καί δέν ἔχει τίς προκλήσεις ἀπό τίς αἰσθήσεις πού ἔχει κανείς μέσα στήν πόλη. Γι’ αὐτό, λένε οἱ Πατέρες, ὅταν ζεῖ κανείς μέσα στίς προκλήσεις, πού εἶναι καί ἀπό τίς αἰσθήσεις καί ἀπό τούς λογισμούς, ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἀγωνίζεται περισσότερο, νά κάνει πιό πολλές ἀσκήσεις σέ σχέση μέ τούς μοναχούς. Ὁπότε καί τά ἀσκητικά βιβλία εἶναι πολύ χρήσιμα. Εἰδικά αὐτό τό βιβλίο ἔχει μεγάλη διάδοση στούς Ὀρθοδόξους στήν Ρωσία. Στήν Ἑλλάδα δέν ἔχει πρώτη θέση σέ ἀναγνωσιμότητα ἀλλά πρέπει νά τό ἔχουμε, γιατί αὐτός ὁ Ἅγιος μᾶς τά λέει ὅλα. Ἔχει μάλιστα καί πράγματα ἀπό τήν ψυχολογία καί τήν ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως τήν λένε οἱ ἐπιστήμονες σήμερα. Ὅλα αὐτά μᾶς τά ἔχει πεῖ πρίν ἀπό χίλια χρόνια καί μένει κανείς ἔκθαμβος ἀπό τίς παρατηρήσεις πού κάνει. Αὐτό εἶναι ἕνα μέρος τῆς εἰσαγωγῆς καί νά εὐχαριστήσω καί τόν π. Ἰωάννη καί τούς ἄλλους πατέρες πού μοῦ κάνουν τήν τιμή καί μέ φέρνουν ἀνάμεσά σας.
«Λόγος Πέμπτος: Περί Μετανοίας (Γιά τήν πραγματική καί γνήσια μετάνοια
καί γιά τούς ἁγίους καταδίκους καί γιά τήν Φυλακή)». Αὐτός εἶναι ὁ
τίτλος καί ὁ ὑπότιτλος. Ἴσως θά ξέρετε γιά ποιό λόγο γράφτηκε αὐτό τό
βιβλίο. Ἕνας ἡγούμενος, ὀνόματι Ἰωάννης, ζήτησε ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς
Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡγούμενος
τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, νά τοῦ γράψει λόγους
πνευματικούς γιά νά βοηθηθεῖ στήν διακονία του, ὡς ἡγουμένου. Καί ὁ
Ἅγιος τοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα, τό ὁποῖο εἶναι αὐτό τό βιβλίο. Τριάντα
λόγοι. Τριάντα σκαλοπάτια -γι’ αὐτό λέγεται καί κλίμακα- τριάντα
βαθμίδες, πού ἀρχίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πρώτη βαθμίδα, ἀπό τόν λόγο
περί ἀποταγῆς, δηλαδή τῆς ἀπάρνησης τοῦ κόσμου. Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος:
«ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά
σηκώσει τόν σταυρό του» (Ματθ. 16,24), στήν μοναχική γλώσσα λέγεται
ἀποταγή, ὅταν κανείς ἀφήνει τόν κόσμο καί πηγαίνει στό μοναστήρι καί στά
δεδομένα τά δικά σας εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀρχίζει νά μετανοεῖ, νά
ἀρνεῖται τήν παλιά του ζωή, τήν κακή ζωή. Οὐσιαστικά αὐτή ἡ ἀποταγή ἔχει
γίνει ἀπ’ ὅλους μας, ὅταν βαφτιστήκαμε. Βέβαια ἐμεῖς τότε ἤμαστε νήπια
καί ἀντί γιά μᾶς τό ἐξέφρασε ὁ ἀνάδοχός μας, πού εἶπε: «ἀποτάσσομαι τόν
σατανᾶ». Αὐτή εἶναι ἡ ἀποταγή. «Ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾷ καί πᾶσι τοῖς
ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ». Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς.
Μετά μᾶς πάει ὁ Ἅγιος στό δεύτερο σκαλοπάτι πού εἶναι ‘Περί
ἀπροσπαθείας’, δηλαδή νά μήν ἔχει κανείς προσκόλληση σέ ὁτιδήποτε.
Συνεχίζει τόν τρίτο λόγο του ‘Περί ξενιτείας’. Στή συνέχεια ‘Περί
ὑπακοῆς’ καί ὁ πέμπτος λόγος εἶναι ‘Περί μετανοίας’. Μέσα σ’ αὐτόν τόν
λόγο ἔχει καί θεωρητικά πράγματα ἀλλά ἔχει, ὅπως λέει καί στόν ὑπότιτλο,
καί γιά τούς ἁγίους καταδίκους καί γιά τήν φυλακή. Τί ἦταν οἱ ἅγιοι
κατάδικοι καί ἡ φυλακή; Πηγαίνοντας κανείς ἀπό τό Σινᾶ στό σπίτι τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος περίπου μία ὥρα ἀπό ἐκεῖ πού σ’ ἀφήνει τό
λεωφορεῖο, στή μέση τῆς διαδρομῆς ὑπάρχει μία τοποθεσία πού λέγεται
φυλακή. Τί ἦταν αὐτή ἡ φυλακή; Ἦταν ἕνα ἀπομονωμένο μέρος, ὅπου πήγαιναν
αὐτοί οἱ μοναχοί πού εἶχαν πέσει σέ κάποια ἁμαρτήματα καί ἤθελαν νά
κάνουν μεγαλύτερη ἄσκηση, γιά νά ἐκφράσουν τήν μετάνοιά τους. Κατά
κάποιο τρόπο αὐτοφυλακιζόντουσαν, μέ εὐλογία βέβαια τοῦ ἡγουμένου, γιά
κάποιο χρονικό διάστημα καί ἔκαναν πολύ σκληρή ἄσκηση. Περιγράφει στό
βιβλίο, τίς νηστεῖες πού ἔκαναν, μόνο ξηροφαγία, πολύ λίγο νερό κ.λ.π.
Καί ὅλα αὐτά γιά νά ταλαιπωρήσουν τήν σάρκα, νά νεκρώσουν τό σαρκικό
φρόνημα καί νά ἐξαλείψουν αὐτό τό παράπτωμα, τό ὁποῖο πολλές φορές ἦταν
πολύ μικρό γιά τά δικά μας δεδομένα, ἀλλά γιά αὐτούς ἦταν πολύ
σημαντικό.
«Ὁ Ἰωάννης κάποτε, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ἔτρεξε πρίν ἀπό τόν Πέτρο
στόν τάφο τοῦ Κυρίου». Τό θυμᾶστε τό περιστατικό. Νεώτερος ὁ Ἰωάννης
ἄφησε πίσω τόν Πέτρο καθώς ἔτρεχαν καί οἱ δύο καί ἔφτασε πρῶτος στόν
τάφο. «Καί ἐμεῖς τοποθετήσαμε τόν λόγο τῆς ὑπακοῆς πρίν ἀπό τόν λόγο τῆς
μετανοίας». Κάνει μιά σύγκριση, μιά ἀναλογία… «Διότι ὁ Ἰωάννης ἔγινε
τύπος ὑπακοῆς, ἐνῶ ὁ Πέτρος μετανοίας». Ὁ Ἰωάννης πράγματι παρέμεινε
κοντά στόν Κύριο, δέν ἔφυγε ἀπ’ τήν ὑπακοή, ἀκόμα καί κάτω ἀπ’ τόν
Σταυρό, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔφυγαν καί Τόν ἐγκατέλειψαν. Ὁ Πέτρος βέβαια
πρόδωσε τόν Κύριο καί λεκτικά τρεῖς φορές καί μάλιστα μεθ’ ὅρκου. Οἱ
ὑπόλοιποι ἔφυγαν, Τόν ἐγκατέλειψαν καί πῆγαν καί κλειδώθηκαν… γιά τόν
φόβο τῶν Ἰουδαίων… γιατί θεωροῦσαν ὅτι ἀφοῦ ἔπιασαν τόν Δάσκαλο, θά
ἔπιαναν τώρα κι ἐκείνους. Ὁ Ἰωάννης ὅμως παρέμεινε ἐκεῖ κάτω ἀπ’ τόν
Σταυρό μαζί μέ τήν Παναγία καί τίς ἄλλες γυναῖκες. Γι’ αὐτό εἶναι τύπος
ὑπακοῆς καί λέει μέ αὐτό τό σκεπτικό ἔβαλα κι ἐγώ πρῶτο τόν λόγο περί
ὑπακοῆς καί τώρα τόν λόγο περί μετανοίας, ὁ ὁποῖος ἁρμόζει στόν Πέτρο,
πού ὅταν συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἔκλαυσε πικρῶς.
Καί κατεξοχήν, νά τό ποῦμε ἐκ προοιμίου, ἡ μετάνοια συνδέεται μέ τά
δάκρυα. Ἄν κανείς θέλει νά ὁλοκληρώσει τήν μετάνοιά του, εἶναι ἀναγκαῖο,
θά λέγαμε, νά κλάψει. Λέει ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας: «Καί
δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ». Δηλαδή κι ἕνα δάκρυ, ἄν καταφέρει ὁ
ἄνθρωπος νά στάξει, ἰσοδυναμεῖ μέ τό βάφτισμα. Τό λουτρό εἶναι τό
βάφτισμα. Καί πράγματι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα βάφτισμα, εἶναι ἕνα δεύτερο
βάφτισμα, πού λέγεται βάφτισμα τῶν δακρύων. Γι’ αὐτό συνδέεται πιό πολύ
μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἔκλαψε πικρῶς καί ὄχι μόνο τότε, ἀλλά
ὅπως λέει ἡ Παράδοση, κάθε φορά πού ἄκουγε πετεινό νά λαλεῖ, ἔκλαιγε,
γιατί θυμόταν αὐτή τήν τριπλή ἄρνηση.
Δεύτερη ἑνότητα στόν λόγο αὐτό: «Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ
βαπτίσματος». Αὐτό πού εἴπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τό βάφτισμα (τό πρῶτο)
ἀποτάσσεται τόν σατανᾶ, συντάσσεται μέ τόν Χριστό καί παίρνει τήν
βαπτισματική Θεία Χάρη, τήν θεοποιό Θεία Χάρη, δηλαδή τήν Χάρη ἡ ὁποία
μπορεῖ νά τόν κάνει Θεό. Ἀλλά ἔγκειται μετά στήν δική του προσπάθεια νά
φυλάξει αὐτή τήν Θεία Χάρη καί νά τήν «ἀξιοποιήσει», ὥστε νά φτάσει ἀπό
τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν, νά φτάσει στήν θέωση. Μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά μήν τήν ἀξιοποιήσει. Γι’ αὐτό δέν ἔχει βάση αὐτό πού λένε: –
Μέ ρώτησες γιά νά μέ βαφτίσεις; Δέν σέ ρώτησε. Λοιπόν; Οὔτε καί νά σέ
γεννήσει σέ ρώτησε… Αὐτό δεσμεύει τήν ἐλευθερία σου; Καθόλου. Τό
βάφτισμα μπορεῖς κάλλιστα νά τό ἔχεις ἀνενεργό. Δέν σέ ἀναγκάζει νά
κάνεις κάτι, οὔτε σοῦ δεσμεύει τήν ἐλευθερία, τό γεγονός ὅτι εἶσαι
βαφτισμένος.
Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα εἶναι βαφτισμένοι καί δέν τούς ἐμποδίζει καθόλου
τό βάφτισμα νά κάνουν κάθε εἴδους ἁμαρτία, πολλές φορές καί χειρότερες
ἁμαρτίες ἀπό τούς ἀβάπτιστους. Γι’ αὐτό ἡ πατρίδα μας ἔχει πρωτιές
πανευρωπαϊκές καί παγκόσμιες στό κακό, στήν ἁμαρτία, στήν διαφθορά, στά
ναρκωτικά, στίς ἐκτρώσεις… Καί ἀναρωτιέται κανείς πῶς ἐξηγεῖται αὐτό;
Ἐνῶ εἴμαστε βαφτισμένοι… οἱ ἄλλοι εἶναι ἀβάπτιστοι, πῶς καταφέραμε καί
τούς ξεπεράσαμε; Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ὁ Κύριος ὅτι μέ τό βάφτισμα
φεύγει ὁ δαίμονας πού ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι μᾶς
λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες: ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀβάπτιστος στό κέντρο τῆς
καρδίας του, τῆς ψυχοσωματικῆς του ὕπαρξης, εἶναι ὁ δαίμονας. Ὅταν
βαφτιζόμαστε, φεύγει ἀπό τό κέντρο, ἐκδιώκεται, ἐξ οὕ καί τό φύσημα καί
τό φτύσιμο πού ἔχουμε στήν Ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος, φτύνουμε τόν
σατανᾶ, ὁ ὁποῖος φεύγει. Διότι βεβαίως δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μπροστά στόν
Χριστό. Καί στήν θέση τοῦ σατανᾶ, στό κέντρο τῆς καρδίας, μπαίνει ὁ
Χριστός. Ὁ σατανᾶς δέν φεύγει τελείως, ἀλλά μᾶς πολεμάει, ὅπως λέει ὁ
Ἅγιος Διάδοχος, ἀπό τήν περιφέρεια τῆς καρδίας μέ τήν ὑγρότητα τῶν
ἡδονῶν καί προσπαθεῖ νά ξαναμπεῖ στήν θέση του, νά καταλάβει τό κέντρο
τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἐκεῖ γίνεται ὅλη ἡ μάχη. Ὅταν δέν προσέξει
ὁ ἄνθρωπος, πράγματι ξαναμπαίνει ὁ σατανᾶς καί δέν μπαίνει μόνος του
-ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος- παίρνει ἄλλα ἑφτά δαιμόνια χειρότερα ἀπό τό πρῶτο
καί μπαίνουν ὅλα μαζί μέσα στόν ἄνθρωπο. Αὐτό συμβαίνει, ὅταν ἕνας
ἄνθρωπος δέν φυλάξει τίς πόρτες καί τά παράθυρα τῆς ψυχῆς του ἀπό τούς
εἰσβολεῖς. Ὅπως ἕνα σπίτι, ὅταν μείνει ξεκλείδωτο, κινδυνεύει ἀνά πᾶσα
στιγμή νά διαρρηχθεῖ ἀπό τούς κλέφτες, ἔτσι κινδυνεύει καί ἡ ψυχή στήν
ὁποία δέν ὑπάρχει θυρωρός στίς αἰσθήσεις καί στήν φαντασία.
Κατεξοχήν, ὁ διάβολος μᾶς πολεμάει μέσω τῶν αἰσθήσεων. Γι’ αὐτό σᾶς
εἶπα, ἐσεῖς πού ζεῖτε μέσα στόν κόσμο σέ σχέση μέ τούς μοναχούς ἔχετε
πολύ μεγαλύτερο πόλεμο ἀπό τόν διάβολο, γιατί δέχεστε πολλούς πειρασμούς
μέσω τῶν αἰσθήσεων. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι: «εἰσῆλθε ὁ θάνατος διά τῶν
θυρίδων» (Ἱερ. 9,21). Οἱ θυρίδες εἶναι τά μάτια καί τά αὐτιά κι ἄν δέν
προσέξει ὁ ἄνθρωπος, μπαίνει μέσα ἀπό αὐτά ὁ θάνατος. Μέσα ἀπό αὐτά
μπαίνει ὁ πειρασμός. Ἔτσι λοιπόν ἐξηγεῖται πῶς ἐμεῖς, ἐνῶ εἴμαστε
βαφτισμένοι, περνᾶμε πολλές φορές τούς ἀβάπτιστους στήν κακία.
Ἔρχεται, ὅμως, τώρα ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί μᾶς δίνει τήν δυνατότητα
νά καθαριστοῦμε πάλι, ἀφοῦ δέν προσέξαμε μετά τό βάφτισμα. Ἐδῶ βέβαια
ἔχουν μερίδιο εὐθύνης καί οἱ γονεῖς. Γιατί, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός,
ἀτελής, δέχεται μεγάλη ἐπιρροή ἀπό τό περιβάλλον. Βεβαίως, εἶναι καί ἡ
κληρονομικότητα ἀλλά τεράστιο ρόλο παίζουν οἱ γονεῖς καί μάλιστα ἡ
μητέρα. Πῶς θά μεγαλώσει τό παιδί. Τί ἀγωγή θά πάρει τό παιδί, ἀπό τήν
στιγμή ἀκόμα τῆς συλλήψεως, πού εἶναι μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας. Καί
κατά κανόνα ἡ ἀγωγή πού παίρνουμε εἶναι λανθασμένη. Δηλαδή τό πρῶτο -ἄς
τό ποῦμε μέ τήν λέξη τοῦ π. Παϊσίου- «μπάζωμα» πού δεχόμαστε, τό
δεχόμαστε ἀπό τούς ἴδιους τούς γονεῖς μας. Κι αὐτό πάλι δέν εἶναι δικό
μου. Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σέ ἕναν λόγο του «Περί κενοδοξίας καί
περί τοῦ πῶς πρέπει οἱ γονεῖς νά ἀνατρέφουν τά παιδιά».
Καί θά πεῖ κανείς: – Τί σχέση ἔχει ἡ κενοδοξία μέ τήν ἀνατροφή τῶν
παιδιῶν; Ἔχει τεράστια σχέση, γιατί τό πάθος πού ἰδιαίτερα τρέφουμε στά
μωρά εἶναι ἡ κενοδοξία. Μέ ὅλα αὐτά τά κανακέματα πού τοῦ κάνουμε, τά
μπράβο-μπράβο, τά γελάκια κ.λ.π., τό παιδάκι παίρνει τό μήνυμα ὅτι εἶναι
τό κέντρο τοῦ σύμπαντος. Ὅτι εἶναι μοναδικό καί δέν ὑπάρχει ἄλλο σάν κι
αὐτό, ὅτι ὅλοι πρέπει νά τό περιποιοῦνται, νά τό χαϊδεύουν, νά τό
βραβεύουν, νά ἀκούει συνέχεια μπράβο καί ἐπαίνους… Γελάει, βεβαίως, καί
ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι τοῦ κάνουμε καί καλό. Ἐνῶ τοῦ κάνουμε τεράστιο κακό.
Τοῦ τρέφουμε τόν ἐγωισμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι πρωταρχική
νόσος, διαβολική νόσος, μέσα στήν ψυχή μας. Ἀπό κεῖ καί μετά, ὅταν
μεγαλώσει τό παιδί, συνεχίζει τόν ἴδιο δρόμο. Δηλαδή, ἀφοῦ ἔχει μάθει
ὅλοι νά τό ὑπηρετοῦν καί νά ἐπιδιώκει τήν ἀγάπη ὅλων, συνεχίζει κι αὐτό
νά ζεῖ μέ γνώμονα καί κριτήριο, ἄν οἱ ἄλλοι τό ἀποδέχονται ἤ ὄχι καί
ἐπιδιώκει τήν ἀναγνώριση καί τήν καλή γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ζεῖ δηλαδή μέ
κενοδοξία, πού εἶναι θεμελιῶδες καί κορυφαῖο πάθος, κορυφαία ἀρρώστια
δηλαδή. Κι ὅταν καταλάβει κάποια στιγμή ὅτι ὅλο αὐτό εἶναι λάθος, μπορεῖ
στά 15 -μακάρι νά τό καταλάβει σ’ αὐτή τήν ἡλικία- στά 20, στά 30…
πρέπει νά καθαριστεῖ ἀπό ὅλα αὐτά. Καί ὑπάρχει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ,
ὑπάρχει ἡ μετάνοια, ὑπάρχει τό δεύτερο βάφτισμα καί ἡ ἐξομολόγηση.
Μετάνοια, βέβαια, δέν εἶναι μόνο ἡ ἐξομολόγηση, γιατί πάρα πολλοί
ἐξομολογοῦνται ἀλλά, ὅπως ἔλεγε κάποιος, λίγοι μετανοοῦν, λίγοι ἀλλάζουν
ζωή δηλαδή. Μετάνοια λοιπόν σημαίνει ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος καί
ὄντως, ὅποιος μετανοήσει πραγματικά, εἶναι σάν νά ξαναβαφτίζεται. Μοῦ
ἔλεγε κάποιος ὅτι εἶναι σάν νά ἀρχίζει τό κοντέρ ἀπό τό μηδέν, ἀκόμα κι
ἄν εἶναι 40-50 χρονῶν, ἀρχίζει πάλι νά γράφει ἀπ’ τό μηδέν.
«Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή». Μάλιστα εἶναι
τέτοια ἡ συμφωνία καί πρέπει νά εἶναι τέτοια ἡ ἀπόφαση, ὥστε νά
προτιμάει ὁ ἄνθρωπος καλύτερα νά πεθάνει παρά νά γυρίσει στήν παλιά ζωή.
«Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστής ταπεινώσεως». Αὐτός πού μετανοεῖ εἶναι σάν
κι αὐτόν πού πηγαίνει καί ἀγοράζει ταπείνωση. Αὐτά τά δύο συνδέονται.
Δέν μπορεῖς νά ἔχεις μετάνοια καί νά εἶσαι ὑπερήφανος. Εἶναι ἐντελῶς
ἀσύμβατα μεγέθη. Μετάνοια σημαίνει ταπείνωση. Ἕνας πού μετανοεῖ καί ἀπό
τήν ἄλλη ἀλαζονεύεται καί θέλει νά φαίνεται ἀνώτερος ἀπ’ τούς ἄλλους,
σημαίνει ὅτι δέν ἔχει μετανοήσει, δέν ἔχει συντριβεῖ ἡ καρδία του ἀπό τό
βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του. Δέν ἔχει καταλάβει τό μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν του.
«Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμός κάθε σωματικῆς παρηγορίας». Ἐδῶ
τώρα εἶναι αὐτό πού λέμε ἄσκηση. Ἡ μετάνοια συνδέεται μέ τήν θεραπευτική
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θεραπευτική ἔχει δύο σκέλη. Τό ἕνα σκέλος εἶναι ἡ
ἄσκηση καί τό ἄλλο εἶναι τά Μυστήρια. Ἄν θέλετε, εἶναι δύο πυλῶνες
στούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος στηρίζεται καί διά τῶν ὁποίων θεραπεύεται. Δέν
μπορεῖς οὔτε μόνο μέ τήν ἄσκηση, οὔτε μόνο μέ τά Μυστήρια νά σωθεῖς.
Χρειάζονται καί τά δύο. Ἡ ἄσκηση προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο ἔτσι, ὥστε νά
δεχτεῖ τήν Χάρη τήν μυστηριακή. Τά Μυστήρια πάλι συντηροῦν καί τρέφουν
τήν ψυχή, ὥστε νά προχωρήσει ἀκόμα περισσότερο πνευματικά. Δέν μπορεῖ
κανείς νά ἀντισταθεῖ στά πάθη του, ἄν δέν μετέχει στά Μυστήρια. Πολλοί
ἄνθρωποι καί νέοι μοῦ λένε: – Θέλω ἀλλά δέν μπορῶ. Δέν μπορεῖς γιατί;
Γιατί, εἶσαι λίγο ἤ πολύ ἀμελής στήν προσευχή, στόν ἐκκλησιασμό, στήν
ἐξομολόγηση… Ἔ, βέβαια, μετά δέν θά μπορεῖς!
Ὑπάρχει μιά ἱστορία στόν βίο τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, γιά νά καταλάβουμε τήν
σημασία τῶν Μυστηρίων. Ἦταν μία γυναίκα καί ἔπεσε θύμα μαγείας. Ἦταν
παντρεμένη, κάποιος τήν εἶχε ἐπιθυμήσει καί γιά νά τήν χωρίσει ἀπό τόν
ἄντρα της πῆγε σ’ ἕναν μάγο, τῆς ἔκανε μάγια καί ἔπιασαν. Ἔτσι ἡ γυναίκα
φαινόταν στούς ἄλλους σάν μία φοράδα καί ὄχι ὅπως ἦταν. Καί ὁ ἄντρας
της ὁ καημένος τρελάθηκε, λέει: – Τί γίνεται τώρα; Ἐγώ γυναίκα εἶχα…
Ὁπότε στήν ἀπελπισία του σκέφτηκε νά τήν πάει σέ ἕναν ἅγιο. Ἤξερε γιά
τόν Ἅγιο Μακάριο πού ἦταν στήν ἔρημο. Τῆς ἔβαλε λοιπόν χαλινάρι,
καπίστρι, ὅπως βάζουμε στά ζῶα, στά ἄλογα, καί τήν πῆρε νά τήν πάει στόν
Ἅγιο. Τόν συνάντησαν στόν δρόμο κάποιοι ὑποτακτικοί του καί τόν ρωτᾶνε:
– Ποῦ πᾶς; – Πάω, λέει, στόν Ἅγιο Μακάριο. Καί τοῦ λένε: – Καί τό ἄλογο
τί τό πῆρες μαζί σου; – Δέν εἶναι ἄλογο, λέει, ἡ γυναίκα μου εἶναι! –
Ἔ, λένε αὐτοί μᾶλλον χαζός εἶναι αὐτός. Πᾶνε στόν Γέροντα καί τοῦ λένε: –
Γέροντα εἶναι κάποιος ἀπ’ ἔξω καί ἔχει καί τό ἄλογό του καί λέει ὅτι
εἶναι ἡ γυναίκα του. Μᾶλλον παλαβός εἶναι… – Ἐσεῖς εἶστε παλαβοί, λέει.
Φέρτε τόν ἄνθρωπο ἐδῶ. Τῆς ἔβαλε ἁγιασμό καί φάνηκε κανονικά σάν
γυναίκα, ὅπως ἦταν. Καί τό σημαντικό εἶναι ὅτι τῆς εἶπε: – Γιατί τό
ἔπαθες αὐτό; Γιατί ἔχεις πέντε ἑβδομάδες νά κοινωνήσεις. Εἶχε ἀμελήσει
τήν Θεία Κοινωνία.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει πάνω ἀπό ἕνα μήνα – σαράντα
μέρες νά μείνει χωρίς Θεία Κοινωνία, ἐκτός ἄν ἔχει κανόνα ἀπ’ τόν
πνευματικό, ὁπότε εἶναι καλυμμένος. Τότε τόν καλύπτει ἡ εὐχή τοῦ
πνευματικοῦ. Ἄν ὅμως μόνος του «κανονίζει» τόν ἑαυτό του καί ἀπέχει,
εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, γιατί τόν πιάνουν οἱ δαιμονικές ἐνέργειες, οἱ
ὁποῖες δυστυχῶς εἶναι πάρα πολλές καί στήν ἐποχή μας. Εἶναι εὐάλωτος.
Ὅπως καί στά σωματικά, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν τρώει. Καί βλέπετε εἶναι
τά ἴδια χρονικά ὅρια καί σωματικά, ἄν δέν φᾶς, σαράντα μέρες εἶναι τά
ὅρια τοῦ ἀνθρώπου. Μέχρι σαράντα μέρες κανείς ἀντέχει, μετά εἶναι γιά τό
νοσοκομεῖο ἤ γιά τό κοιμητήριο… Βλέπετε καί στήν ψυχή τό ἴδιο εἶναι,
περίπου σαράντα μέρες εἶναι οἱ ἀντοχές μας. Γι’ αὐτό κανείς αὐτά πρέπει
νά τά ἔχει ὑπόψιν του καί νά φροντίζει τήν μυστηριακή ζωή.
Ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά φροντίζει καί γιά τήν ἀσκητική ζωή, πού σημαίνει
ἑκούσια σωματική κακοπάθεια. Τώρα, γιά παράδειγμα, ἔχουμε νηστεία. Δέν
τρῶμε γάλα, κρέας, μόνο ψάρι ἐκτός Τετάρτης καί Παρασκευῆς κ.λ.π. Αὐτό
εἶναι μιά ἑκούσια κακοπάθεια. Δηλαδή μέ τήν θέλησή μας δέν τρῶμε. Γιατί;
Εἶναι κακό τό κρέας; Ὄχι, πολύ καλό εἶναι, καί τά γαλακτερά, ἀλλά ἐμεῖς
ἑκούσια ἀπέχουμε τώρα ἀπό αὐτά ἔτσι, ὥστε νά περιορίσουμε καί νά
ἐξαλείψουμε -εἰ δυνατόν- τό σαρκικό φρόνημα. Δέν φταίει ἡ σάρκα καί τό
σῶμα, τά ὁποῖα εἶναι καλά, ὁ Θεός μᾶς τά ἔδωσε, ἀλλά ἡ ἐμπαθής
προσκόλληση σ’ αὐτά. Ἐπειδή λοιπόν θέλουμε νά ἐλευθερώσουμε τήν ψυχή μας
ἀπό αὐτήν τήν προσκόλληση, στερούμαστε ἀπό κάποια ἡδονικά φαγητά, τά
ὁποῖα τρέφουν αὐτό τό πάθος. Γιατί, οἱ ἡδονές εἶναι αὐτές πού τρέφουν τά
πάθη καί τόν διάβολο. Τό ἀγκίστρι τοῦ διαβόλου, μέ τό ὁποῖο μᾶς
δελεάζει, εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ ὅποια σαρκική ἡδονή. Περιορίζουμε αὐτές τίς
ἡδονές, ὁπότε πεθαίνει αὐτός ὁ δράκοντας, ὁ πονηρός δηλαδή, γιατί δέν
ἔχει βορά, δέν ἔχει φαγητό, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Γι’ αὐτό βοηθάει πάρα
πολύ ἡ ἄσκηση καί ἡ νηστεία.
Ἀλλοίμονο, ὅμως, ἄν κανείς τήν αὐτονομήσει καί πεῖ: – Ἐγώ κάνω μόνο
ἄσκηση καί δέν πάω Ἐκκλησία. Μπορεῖ νά εἶσαι πετσί καί κόκκαλο, ἀλλά, ἄν
δέν πᾶς στήν Ἐκκλησία νά κοινωνήσεις, νά πάρεις τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πάλι
δέν θεραπεύεσαι. Μᾶλλον θά αὐξηθεῖ καί ὁ ἐγωισμός σου. Ὅπως αὐτοί οἱ
Ἰνδουιστές ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι εἶναι πετσί καί κόκκαλο, ἀλλά ἔχουν ἕναν
τεράστιο ἐγωισμό καί φυσικά δέν ἔχουν καμία θεραπεία στήν ὕπαρξή τους.
Ἕνας λοιπόν πού θέλει νά θεραπευθεῖ, πρέπει νά συνδυάζει ἀσκητική καί
μυστηριακή ζωή.
Ἡ ἄσκηση εἶναι ἐπίσης γιά ὅλους. Δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς. Ὁ
Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς ἔλεγε ὅτι: «οἱ ἐνορίες θά πρέπει νά γίνουν
ἀσκητικά κέντρα», νά λειτουργήσουν ὅπως λειτουργοῦσαν οἱ πρῶτες ἐνορίες.
Ἄν διαβάσουμε τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, θά δοῦμε πώς οἱ πρῶτες ἐνορίες
ἦταν σάν τά σημερινά μοναστήρια καί καλύτερα ἀκόμα. Γιατί καί τά
μοναστήρια σήμερα ἔχουμε ἀρχίσει νά ἐκκοσμικευόμαστε. Ἔχει περάσει
ἄσχημο μικρόβιο παντοῦ… καί στήν ζωή τῶν λαϊκῶν καί τῶν μοναχῶν. Θά
δεῖτε ὅτι τότε ζοῦσαν μέ πολύ λιτότητα, «μετελάμβαναν ἄρτο» (Πράξ.
2,46), ἔτρωγαν ψωμάκι, ὄχι πολυποίκιλα φαγητά. Δέν εἶχαν τρυφή σαρκική.
Εἶχαν συνεχή προσευχή, Θεία Λειτουργία, ὑπακοή, ἀκρόαση κηρύγματος, μιά
συνεχή λατρεία καί μιά συνεχή ἄσκηση. Καί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὅτι
γιά νά γίνει αὐτό καί νά ἔχουμε τίς ἐνορίες ὡς ἀσκητικά κέντρα, θά
πρέπει νά ἔχουμε καί ἱερεῖς ἀσκητές. Βέβαια καί οἱ ἱερεῖς ἀπό σᾶς θά
βγοῦνε καί θά πρέπει νά τό ἔχουμε αὐτό κατά νοῦ, ἄν θέλουμε νά ὑπάρχουν
σωστοί ἱερεῖς καί πρεσβυτέρες. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀπροϋπόθετα. Γιά νά
γίνει κάποιος ἱερέας ἤ πρεσβυτέρα πρέπει νά μήν ἔχει, αὐτό πού λέμε στήν
Ἐκκλησία, κωλύματα, ὥστε νά βγεῖ κάποιος σωστός ἱερέας καί νά μήν
δημιουργήσει προβλήματα. Τά προβλήματα πού ἔχουμε σήμερα στήν Ἐκκλησία
εἶναι κατά κανόνα ἀπό ἱερεῖς πού δέν εἶναι σωστοί καί δέν εἶχαν καί τίς
προϋποθέσεις γιά νά γίνουν ἱερεῖς. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα, ἄς μήν τό
ἀνοίξουμε.
Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι αὐτό πού λέει ὅτι μετάνοια σημαίνει
μόνιμος ἀποκλεισμός κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Δηλαδή μία συνεχής
προσπάθεια γιά ἄσκηση. Θά πεῖ κανείς: – Κι ὅταν ἔχουμε κατάλυση πάλι θά
κάνουμε ἄσκηση; Τότε μποροῦμε νά κάνουμε ἄσκηση σέ σχέση μέ τήν
ποσότητα. Δέν σημαίνει, ἐπειδή ἔχουμε κατάλυση, θά καταστρέψουμε τά
πάντα. Στό 12ήμερο δηλαδή νά καταστρέψουμε ὅλη τήν ἄσκηση πού κάναμε 40
μέρες… καί νά παχύνουμε καί περισσότερο ἀπό ὅτι ἤμαστε πρίν ἀρχίσουμε
τήν νηστεία.
«Μετάνοια σημαίνει σκέψη αὐτοκατακρίσεως», δηλαδή ἀπό μόνος του ὁ
ἄνθρωπος καταδικάζει τόν ἑαυτό του, δέν περιμένει νά τόν καταδικάσει
κάποιος ἄλλος. Μπροστά στόν Θεό αὐτομέμφεται καί αὐτοκατακρίνεται. Καί,
βέβαια, ἕνας πού αὐτοκατακρίνεται, δέν ἔχει μάτια καί δέν ἔχει διάθεση
καί δέν ἔχει γλῶσσα νά κατακρίνει τόν ἄλλον. Βλέπετε πού εἶναι ἀσύμβατα
μεγέθη ἡ κατάκριση μέ τήν μετάνοια; Ἕνας πού μετανοεῖ, κατακρίνει τόν
ἑαυτό του. Ἕνας πού δέν μετανοεῖ, κατακρίνει τούς ἄλλους.
Ἐρ. : Αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι ταπεινολογία καμιά φορά; Γιατί μπορεῖ ἡ αὐτοκατάκριση νά σέ ὁδηγεῖ σ’ αὐτό…
Ἀπ. : Βέβαια
μπορεῖ νά συμβεῖ κι αὐτό. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἶναι ἐσωτερική ἡ
αὐτοκατάκριση καί ὄχι ἐξωτερική. Ἡ ἐσωτερική αὐτοκατάκριση καί ἡ
ἐσωτερική αὐτομεμψία, δηλαδή πού δέν φαίνεται καί δέν ἀκούγεται πρός τά
ἔξω, ἀλλά τήν ἀκούει ὁ καθένας μέσα του, βοηθάει πάρα πολύ, γιατί
ἀνετοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν κάνει πολύ ἄνετο. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά
κατακρίνεται μέσα του, νά καταδικάζεται, χωρίς ὅμως νά πέφτει στήν
ἀπελπισία. Νά τό προσέξουμε κι αὐτό, γιατί ὁ διάβολος στήνει καί τέτοιες
παγίδες καί προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει στήν ἀπόγνωση. Θά ἔχουμε τέλεια
ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν ‘Ἀόρατο
Πόλεμο’, ἀλλά καί τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό, ὅτι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά
ξεπεράσουμε ὅλες μας τίς ἀδυναμίες. Μή γίνουμε ὑπερευαίσθητοι οὔτε καί
ἀναίσθητοι, γιατί καί τά δυό εἶναι ἀρρώστιες. Καί ἡ ὑπερευαισθησία καί ἡ
ἀναισθησία εἶναι ἀρρώστια. Ὁ διάβολος σήμερα κατεξοχήν μᾶς πολεμάει μέ
τήν ἀπόγνωση καί θέλει νά μᾶς κάνει νά καταθέσουμε τά ὅπλα, νά
πιστέψουμε ὅτι δέν γίνεται τίποτα. Καμιά φορά καλλιεργοῦμε καί μιά
ὑπερευαίσθητη συνείδηση. Πολλοί καί πολλές πηγαίνουν στόν πνευματικό μέ
δέκα σελίδες, οἱ ὁποῖες εἶναι λεπτομερής καταγραφή πού δέν χρειάζεται…
καί βασανιστική εἶναι… καί ἐπιτέλους πάλι δέν τά λές ὅλα… κάτι θά σοῦ
ξεφύγει. Δέν εἶναι ἔτσι ὁ Θεός. Ὅπως ἔλεγε ἕνας Γέροντας: «δέν εἶναι
μπακάλης ὁ Θεός». Τό εἶπες, τό σβήνω… δέν τό εἶπες, τό κρατάω… Ὄχι.
Βλέπει τήν διάθεσή σου, ὅτι θέλεις νά μετανοήσεις, ὅτι θέλεις νά
ἀλλάξεις. Λές λοιπόν τά βασικά πού βλέπεις, μέ εἰλικρίνεια, συντρίβεσαι,
μετανοεῖς καί θεραπεύεσαι. Ὄχι νά βλέπεις καί νά μήν τά λές. Αὐτό εἶναι
πολύ ἐπικίνδυνο. Πλέον δέν εἶναι μετάνοια, τό νά κρύβεις πράγματα.
«Μετάνοια σημαίνει σκέψη αὐτοκατάκρισης, ἀμεριμνησία γιά ὅλα τά ἄλλα
καί μέριμνα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας». Ἀφήνεις ὅλες τίς ἄλλες
μέριμνες. Δυστυχῶς, σήμερα ἔχουμε πάρα πολλές μέριμνες, τίς ὁποῖες εἴτε
δημιουργοῦμε ἤ μᾶς δημιουργοῦν – ἰδίως μέσω τῆς τηλεόρασης, γιατί μέ τίς
διαφημίσεις γεμίζουμε μέ ἕνα σωρό ἄχρηστες ἐπιθυμίες, ἄν δέν
προσέξουμε, οἱ ὁποῖες εἶναι βασανιστικές καί τελικά χάνεις καί τόν στόχο
σου. Ὁ πονηρός ἔχει ἔτσι εἰσβάλλει στήν ζωή μας μέσα ἀπό τήν τεχνολογία
καί μέσα ἀπό τά κινητά, μέ τούς ὑπολογιστές, τό ἴντερνετ, ὥστε νά μήν
σοῦ ἀφήνει δευτερόλεπτο νά σκεφτεῖς! Ὄχι νά δεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά
μετανοήσεις, οὔτε κἄν νά σκεφτεῖς!
Βλέπω μερικούς ἀνθρώπους νά ἐνεργοῦν σάν αὐτόματοι καί λένε ‘εἶμαι
αὐθόρμητος’. Τί αὐθόρμητος; Δέν σκέφτεσαι; Δέν σκέφτεται, ἐνεργεῖ
παρορμητικά. Ἐνῶ, ὁ Ἅγιος Νικόδημος λέει: πρίν μισήσεις ἤ ἀγαπήσεις
κάτι, νά τό δεῖς μέ τήν ψυχρή λογική, νά τό ἐξετάσεις μέ τόν νοῦ. Ὄχι νά
ἐνεργεῖς παρορμητικά, δηλαδή μέ τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, μέ τόν
θυμό καί τήν ἐπιθυμία ἀμέσως. Αὐτά ἔρχονται μετά. Πρέπει νά προηγεῖται ἡ
λογική, ὁ νοῦς. Νά τά ἐξετάζεις ὅλα πρῶτα μέ τόν νοῦ, μέ τήν λογική καί
μετά νά τά μισήσεις ἤ νά τά ἀγαπήσεις, ἄν εἶναι καλά ἤ κακά. Ἄν
συμφωνοῦν μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά τά ἀγαπήσεις, ἄν δέν εἶναι σύμφωνα,
θά τά ἀπορρίψεις. Σήμερα, δυστυχῶς, ἄν ὑποταχθοῦμε σ’ αὐτή τήν δαιμονική
σκευωρία, δέν θά ἔχουμε δευτερόλεπτο. Γιατί καί στά δυό-τρία λεπτά πού
θά ἔχεις κενό, θά ἔχεις τό κινητό καί θά παίζεις, γιά νά μήν ἀσχοληθεῖς
καθόλου μέ τόν ἑαυτό σου.
Ἐνῶ, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πρίν πᾶς στόν Θεό, πρέπει νά βρεῖς τόν
ἑαυτό σου. Πῶς θά βρεῖς τόν Θεό, ἄν δέν βρεῖς τόν ἑαυτό σου πρῶτα; Λέει
πολύ ὄμορφα ὁ Μέγας Βασίλειος: «Νοῦς μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω», ὁ
νοῦς πού δέν σκορπίζεται στά ἔξω μέ τίς αἰσθήσεις, «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν»,
γυρνάει στόν ἑαυτό του. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ψυχή, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος διασπᾶται διαμέσου τῶν αἰσθήσεων. Ὅσο πιό ἔντονα εἶναι τά
μηνύματα τά ὀπτικά, τά ἀκουστικά, τόσο πιό ἔντονος εἶναι καί ὁ
διασκορπισμός. Ἐξ οὖ καί ἡ λέξη ‘διασκέδαση’, τό ὁποῖο εἶναι τό ἀντίθετο
τῆς ψυχαγωγίας. Διασκέδαση σημαίνει σκόρπισμα, ἐνῶ ψυχαγωγία σημαίνει
ἀγωγή τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό. Ὅσο, λοιπόν, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ
νοῦς δέν σκορπίζεται, τότε ἔρχεται στόν ἑαυτό του, βρίσκει ὁ ἄνθρωπος
τόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του μετά ἀνεβαίνει στόν Θεό, γιατί ὁ
νοῦς εἶναι πλασμένος ἀπό τόν Θεό, γιά νά βλέπει τόν Θεό. Γι’ αὐτό μᾶς
δόθηκε, εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Καί ὁ προορισμός του, ἡ λειτουργία
του ἡ σωστή, εἶναι ἀκριβῶς νά βλέπει πρός τόν Θεό. Αὐτός εἶναι καί ὁ
ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, νά διορθώσει τήν λανθασμένη κατεύθυνση πού ἔχει
πάρει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει σκοτιστεῖ.
Ἀπό τήν στιγμή πού ἔγινε ἡ πτώση, λένε οἱ Πατέρες, ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς τοῦ
ἀνθρώπου. Γιατί σκοτίστηκε; Γιατί χωρίστηκε ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἀπό τήν
οὐσία, διασκορπίστηκε ὁ νοῦς πρός τά ἔξω καί ἔχασε ὁ ἄνθρωπος τήν ὄραση
τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι φῶς. Ὁ Θεός εἶναι φῶς καί ὁ νοῦς εἶναι ἕνα κάτοπτρο,
ἕνας καθρέφτης. Ὁπότε, ὅταν ὁ καθρέφτης εἶναι πρός τό φῶς, εἶναι
φωτεινός, ἀντανακλᾶ τό φῶς. Ὅταν, ὅμως, στρίψει ὁ καθρέφτης καί δεῖ πρός
τή γῆ, σκοτεινιάζει. Αὐτό ἀκριβῶς ἐχει πάθει ὁ ἄνθρωπος. Ἀντί νά βλέπει
πρός τόν Θεό, παίρνει λανθασμένη κατεύθυνση ὁ νοῦς του καί βλέπει πρός
τά κτίσματα καί μετά γίνεται εἰδωλολάτρης. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τά
εἴδωλα, λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Γιατί τό κάτοπτρο, ἀντί νά εἶναι
στραμμένο πρός τόν Θεό, στράφηκε πρός τή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος ἔκανε πλέον
θεό τά κτίσματα. Ἔτσι ἔχουμε τά ποικίλα εἴδωλα.
Ὅταν τώρα ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει, μετακινεῖ τόν νοῦ (μετά + νοῦς) καί
τόν ἐπαναπροσανατολίζει πρός τό φῶς, πρός τόν Χριστό καί γίνεται πάλι
φωτεινός καί ἔχει καί φωτεινές σκέψεις. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ἔννοια
τῆς μετάνοιας καί αὐτός εἶναι καί ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὁ
ἐπαναπροσανατολισμός τοῦ νοῦ μας κατεξοχήν γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή, τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη
προσευχή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἶχαν τό Ψαλτήρι. Ἔλεγαν συνέχεια τό
Ψαλτήρι σάν ἕνα εἶδος νοερᾶς προσευχῆς. Δέν εἶναι μόνο αὐτές οἱ πέντε
λέξεις, εἶναι ὁ διαρκής προσανατολισμός τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό. Γι’ αὐτό ὁ
Κύριος εἶπε ὅτι ἀδιαλείπτως πρέπει νά κάνουμε αὐτή τήν προσπάθεια καί
εἶπε μάλιστα καί μιά εἰδική παραβολή μέ τήν χήρα καί τόν ἄδικο κριτή
(πρβλ. Λουκ. 18,1-7). Λέει ἐκεῖ ὅτι ἦταν ἕνας κριτής πού δέν λογάριαζε
κανέναν καί πήγαινε κάθε μέρα μιά φουκαριάρα χήρα πού τόν παρακαλοῦσε νά
τῆς δώσει τό δίκιο της, γιατί τήν εἶχαν ἀδικήσει. Αὐτός τήν ἔδιωχνε
«φύγε, μέ σένα θά ἀσχολοῦμαι;». Αὐτή ξαναπήγαινε.. τρίτη… τέταρτη φορά…
καί στό τέλος, ἐπειδή τήν βαρέθηκε, τῆς ἔδωσε τό δίκιο της, γιά νά
σταματήσει νά τόν ἐνοχλεῖ. Ὁπότε λέει ὁ Χριστός μας: «ἄν αὐτός ὁ ἄδικος
κριτής ἄκουσε τήν χήρα, πού ἐπέμενε, ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, δέν θά
ἀκούσει αὐτούς πού Τόν φωνάζουν συνεχῶς;». Εἶπε λέει αὐτή τήν παραβολή,
γιατί «πρέπει πάντοτε νά προσευχόμαστε καί μή ἐκκακεῖν», νά μήν
ἀποκάμουμε στήν προσευχή. Νά εἶναι συνεχής ὁ προσανατολισμός μας πρός
τόν Θεό διά τοῦ νοῦ.
Ἀπό ἐδῶ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι μία διαρκής προσπάθεια, μιά
διαρκής κατάσταση. Δέν εἶναι μία πράξη πού κάνουμε μιά στιγμή. Τώρα
λ.χ. εἶναι Χριστούγεννα, νά μετανοήσω, νά πάω νά ἐξομολογηθῶ καί
τελειώσαμε. Ὄχι, εἶναι μιά συνεχής προσπάθεια. Καί πρίν νά πᾶς νά
ἐξομολογηθεῖς, ἀλλά καί, ἀφοῦ ἐξομολογηθεῖς, πρέπει νά εἶσαι σ’ αὐτή τήν
προσπάθεια νά βλέπεις πρός τόν Θεό, γιατί ναί μέν θά πάρεις τήν ἄφεση
-ὅποιος ἐξομολογεῖται, συγχωρεῖται- ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
θεραπεύτηκες κιόλας. Τά πάθη εἶναι φιλεπίστροφα, λένε οἱ Πατέρες,
ἀγαπᾶνε νά ἐπιστρέφουν. Τά εἶπες καί ἔφυγε ἡ ἐνοχή, δηλαδή μπροστά στόν
Θεό εἶσαι καθαρός, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔφυγε καί ἡ κακή συνήθεια.
Ὅλος ὁ ἀγῶνας εἶναι νά ἐξαλείψεις τήν κακή συνήθεια.
Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία νά μήν κάνουμε τήν ἁμαρτία πολλές φορές.
Ἄλλο νά τήν κάνεις μία φορά καί ἄλλο νά τήν κάνεις πενήντα φορές. Ὅπως,
ἄλλο εἶναι νά σπάσεις τό χέρι σου μία φορά καί νά στό φτιάξουν καί ἄλλο
νά τό σπάσεις πενήντα φορές καί νά στό φτιάξουν. Στό τέλος θά εἶναι
κιμᾶς τό χέρι σου. Τό λέω αὐτό, γιατί μερικοί δυστυχῶς -συγγνώμη γιά τήν
ἔκφραση- ἀνοήτως φερόμενοι, λένε: «ἀφοῦ θά πάω νά ἐξομολογηθῶ, ἄς κάνω
μερικές ἁμαρτίες ἀκόμα καί μετά θά τά σβήσει ὅλα ὁ πνευματικός». Θά τά
σβήσει, ἀλλά τήν κακή συνήθεια, πῶς θά τήν παλέψεις; Γιατί, κάθε φορά
πού κάνεις τήν ἁμαρτία, ἐνισχύεις τήν κακή συνήθεια καί θέλεις
πολλαπλάσια προσπάθεια, γιά νά ἀπεκδυθεῖς τό πάθος. Κάθε ἁμαρτία ἔχει
τεράστιο βάρος, δέν εἶναι κάτι ἁπλό καί δέν πρέπει νά τό παίρνουμε
ἀψήφιστα. Εἶναι μιά καταστροφή.
Ἐρ. : Ναί, ἀλλά κάποιοι θά ποῦν: ἀφοῦ δέν μπορῶ νά τήν κόψω μιά ἁμαρτία καί τήν κάνω συνέχεια, τί νά πάω νά τήν πῶ;
Ἀπ. : Αὐτό
σημαίνει ὅτι δέν μετανοοῦμε καί μᾶς ἔχει κυριέψει αὐτό τό πάθος τῆς
ἀπόγνωσης, τῆς ἀπελπισίας. Αὐτό εἶναι καθαρά διαβολικό. Μέ τήν Χάρη τοῦ
Θεοῦ μποροῦμε τά πάντα. Χωρίς τήν Χάρη, δέν μποροῦμε τίποτα. Μᾶς τό εἶπε
ὁ Χριστός: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5), ἀλλά «πάντα
ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13). Δέν εἶναι σωστό νά
λέμε δέν μπορῶ. Ὅταν εἶμαι μόνος μου, δέν μπορῶ, ἀλλά, ὅταν πάω στό
Μυστήριο, θά μπορέσω, μέ
τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μήν ἀφήνουμε τήν ψυχή μας νά κυριεύεται ἀπό τήν
ἀπελπισία. Ποτέ! Ἀκόμα, λένε οἱ Πατέρες, καί τήν ὥρα πού πέφτεις, νά
πεῖς «Κύριε ἐλέησον». Καί ἐκείνη τήν ὥρα… νά μή σέ πιάσει ἀπόγνωση. Λέει
ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν ‘Ἀόρατο Πόλεμο’, ἀκόμα κι ἄν βλέπεις ὅτι ὄχι
μόνο δέν διορθώνεσαι, οὔτε ὅτι μένεις στάσιμος, ἀλλά ὅτι πᾶς καί
χειρότερα, καί τότε λέει, μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσπάθεια τῆς
μετανοίας. Ἀγωνίσου, κάνε ταπεινά τόν κανόνα σου καί ὁ Θεός πού θά σέ
βρεῖ σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα, θά σέ σώσει. Ἀλλά πάρε καί τά μέτρα σου… Ἕνας
πόλεμος θέλει καί μιά τέχνη, μιά στρατηγική. Δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν
πόλεμο καί νά ἀφήσεις τό τουφέκι σου στόν θάλαμο καί νά πεῖς: «ἐγώ θά
πάω στήν πρώτη γραμμή χωρίς τουφέκι». Μετά, ἑπόμενο εἶναι νά σέ σκοτώσει
ὁ ἐχθρός. Ἤ νά πηγαίνεις καί νά εἶσαι ἀκάλυπτος. Δηλαδή, ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως, νά μήν προσέχεις τίς αἰσθήσεις σου. Γιατί, κατεξοχήν, ὁ
διάβολος μᾶς πολεμάει μέσω τῶν αἰσθήσεων. Ἤ νά μήν προσπαθεῖς νά
προσεύχεσαι…
Ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ, αὐτός ὁ μεγάλος Γέροντας, πού εἶναι στήν Ἀμερική,
ὅτι ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά μᾶς πάρει τό ὅπλο μας. Τό ὅπλο μας εἶναι ἡ
ἀδιάλειπτη προσευχή. Καί, ὅταν σοῦ πάρει τό ὅπλο, μετά σέ κάνει ὅ,τι
θέλει, ἀφοῦ εἶσαι ἄοπλος. Ἄν φροντίζουμε λοιπόν αὐτά τά στοιχειώδη
πράγματα, νά προσευχόμαστε καί νά προσέχουμε τίς αἰσθήσεις μας, μετά
εἶναι πολύ δύσκολο γιά τόν ἐχθρό νά μᾶς νικήσει. Ἀλλά θέλει εἴπαμε αὐτή
τήν τέχνη. Θυμᾶμαι καί τόν μακαριστό τόν Ἰωάννη, τόν ἐπίσκοπο
Σιδηροκάστρου, πού ἔλεγε ὅτι ἔχουμε ὅπλα πολύ δυνατά. Ἄν ὅμως δέν τά
χρησιμοποιοῦμε, φυσικά μᾶς νικάει ὁ ἐχθρός. Ἔχουμε παντοδύναμα ὅπλα,
ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό μας.
Ὁπότε, αὐτό ἀπαντοῦμε σ’ αὐτούς πού λένε: «δέν μπορῶ νά διορθωθῶ».
Μποροῦμε νά διορθωθοῦμε καί ἀκριβῶς αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι
ἰατρεῖο. Δέν εἶναι βραβευτήριο. Οὔτε ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι βραβεῖο. Ἡ
Θεία Κοινωνία εἶναι φάρμακο, ὅπως καί ἡ ἐξομολόγηση. Παίρνουμε τό
φάρμακο πού εἶναι ἡ Θεία Χάρη καί πᾶμε, ὄχι γιά νά μᾶς ποῦν μπράβο, ἀλλά
γιά νά θεραπευτοῦμε. Καί εἴπαμε ἡ θεραπεία ἔγκειται σ’ αὐτό: νά
ἐπαναπροσανατολίσουμε τόν νοῦ μας πρός τόν Χριστό. Γι’ αὐτό κι ὅταν πάει
κανείς στόν πνευματικό καί ὁ πνευματικός τοῦ βάλει ἕνα ἐπιτίμιο, ἕναν
κανόνα, δέν πρέπει νά τό πάρει βαριά καί νά πεῖ «μέ τιμώρησε, δέν μ’
ἄφησε νά κοινωνήσω». Αὐτό εἶναι φάρμακο. Εἶναι θεραπευτικό φάρμακο, γιά
νά ἐξαλείψεις τό πάθος καί νά μπορέσεις μετά νά εἶσαι συνεχῶς μέ τόν
Χριστό. Ὅπως στά σωματικά, ἕνας πού ἔχει πάθει ἕνα πολύ σοβαρό ἀτύχημα
καί εἶναι στήν ἐντατική, μπορεῖς νά τόν βάλεις νά τρέξει κατοστάρι; Τόν
διέλυσες… Μέ τά σωληνάκια καί μ’ αὐτά… τί νά τρέξει ὁ ἄνθρωπος;… οὔτε νά
σηκωθεῖ δέν μπορεῖ. Θέλει κάποιο χρόνο, λίγο νά συνέλθει. Ἴσως
χρειαστεῖ κι ἕναν μήνα καί δυό καί πέντε, μπορεῖ καί ἕναν χρόνο..
ἀνάλογα μέ τήν σοβαρότητα τοῦ ἀτυχήματος. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ψυχή, θέλει
τόν χρόνο της.
Ἔτσι οἱ Πατέρες ὅρισαν ἀνάλογα μέ τήν ἁμαρτία καί τό ἐπιτίμιο. Ὁ λόγος
εἶναι, γιά νά μᾶς δώσουν νά καταλάβουμε τήν σοβαρότητα τῆς κάθε
ἁμαρτίας. Καί λένε π.χ. ἕνας πού κάνει πορνεία, ἀνηθικότητα, πρέπει γιά
ἑφτά χρόνια νά μήν κοινωνήσει. Τώρα, πᾶς ἐσύ στόν πνευματικό καί ἀνάλογα
μέ τήν μετάνοια πού ἔχεις, σοῦ λέει σέ ἕναν χρόνο ἤ μπορεῖ καί νωρίτερα
νά κοινωνήσεις. Γι΄ αὐτό μᾶς στέλνει ὁ Θεός στόν πνευματικό καί ὄχι σ’
ἕνα βιβλίο ἤ σέ ἕναν ὑπολογιστή: νά λές αὐτό=ἑφτά χρόνια, τό
ἄλλο=δεκαπέντε χρόνια…. Εἴχαμε στό Ἅγιο Ὄρος ἕνα διπλανό κελλί καί ἦρθε
ἕνας νά γίνει μοναχός. Ἑξήντα χρονῶν περίπου ἦταν. Ἐξομολογήθηκε καί ὁ
Γέροντάς του τοῦ ἔβγαλε σέ πόσα χρόνια ἔπρεπε νά κοινωνήσει… Σέ 320
χρόνια! Ἀλλά μετά τοῦ λέει «ἐντάξει ὑπάρχει καί ἡ οἰκονομία». Καί τόν
οἰκονόμησε…
Αὐτή εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔρχεται οὔτε ὁ Ἴδιος, οὔτε μᾶς
στέλνει σ’ ἕναν Ἄγγελο, πού θά τρέμαμε, ἀλλά σ’ ἕναν ἄνθρωπο σάν κι
ἐμᾶς, συναμαρτωλό, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν εὐχέρεια νά ρυθμίσει καί τόν
κανόνα. Ἀλλά, βεβαίως, δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ καί κάποια ὅρια. Ἄλλο
«οἰκονομία» καί ἄλλο «παραοικονομία». Δέν μπορεῖς, ἄς ποῦμε, ὅταν ὁ
ἄλλος δέν μετανοεῖ, νά τοῦ πεῖς: «δέν πειράζει, ἄς ἔχεις προγαμιαῖες
σχέσεις, κάνε μιά νηστεία, πήγαινε νά κοινωνήσεις καί μετά συνέχισε».
Αὐτό δέν εἶναι μετάνοια, εἶναι καταστροφή. Σάν αὐτό πού εἴπαμε, νά
παίρνεις κάποιον ἀπ’ τήν ἐντατική, νά τόν στέλνεις νά τρέξει κατοστάρι
καί νά τόν σκοτώνεις τόν ἄνθρωπο. Ἤ σάν κάποιο πού ἔχει καρκίνο καί πάει
σέ ἕναν, πού δέν εἶναι γιατρός ἀλλά κομπογιαννίτης, καί τοῦ λέει «δέν
ἔχεις τίποτα, μιά ἀσπιρινούλα πάρε καί φύγε». Καί λέει ὁ ἄλλος «Πώ, πώ,
τί καλός γιατρός, οὔτε τά μαλλιά μου ἔπεσαν, οὔτε μέ ἔβαλε νά κάνω
ἀκτινοθεραπεῖες κ.λ.π.» καί μετά ἀπό λίγο καιρό πεθαίνει! Εἶναι καλός
γιατρός; Ὄχι, εἶναι ἀπατεῶνας. Γι’ αὐτό θέλει προσοχή σέ ποιούς
πνευματικούς πᾶμε καί ποῦ ἐξομολογούμαστε, γιατί δυστυχῶς ὑπάρχουν καί
τέτοιοι.
«Μετάνοια» λοιπόν, «σημαίνει μέριμνα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας καί
ἀμεριμνησία γιά ὅλα τά ἄλλα. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί
ἀποκήρυξη τῆς ἀπελπισίας». Κι αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Τί κάνει ὁ
διάβολος; Τήν ὥρα πού κάνουμε τήν ἁμαρτία μᾶς παίρνει τήν ντροπή, μᾶς
σπρώχνει καί λέει: «κάντο, δέν εἶναι τίποτα, ἔστω μιά φορά, νά δεῖς πῶς
εἶναι, νά δοκιμάσεις..». Ὅταν τήν κάνεις τήν ἁμαρτία, μετά γίνεται
θηρίο, γι’ αὐτό καί λέγεται ‘μυρμηγκολέοντας’. Δηλαδή στήν ἀρχή στό
παρουσιάζει σάν τίποτα, σάν ἕνα μυρμηγκάκι. Ὅταν τό κάνεις γίνεται
λιοντάρι, νά σέ φάει, σοῦ λέει: «Ἔκανες αὐτό τό πράγμα; Πάει, τελείωσες,
δέν ὑπάρχει σωτηρία γιά σένα…», γιά νά σέ ρίξει στήν ἀπελπισία. Λέει ὁ
ἱερός Χρυσόστομος: νά τό ξέρετε αὐτό καί νά μήν ντρέπεστε, ὅταν πᾶτε νά
ἐξομολογηθεῖτε. Εἶναι δαιμονική αὐτή ἡ ντροπή. Νά ἀνοίξεις τό τραῦμα
σου, νά τό δείξεις στόν γιατρό καί νά μήν ντραπεῖς. Ὅπως πᾶς στόν γιατρό
νά σέ ἐξετάσει σωματικά καί δέν ντρέπεσαι νά τοῦ δείξεις τά τραύματά
σου. Ἀλλοίμονο, ἄν ντραπεῖς καί δέν τά δείξεις. Πῶς θά θεραπευτεῖς μετά;
Ἔτσι καί στά πνευματικά.
Ὁπότε, μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξη τῆς
ἀπελπισίας καί κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπό αἰσχύνη», ἀπό ντροπή πού
φέρνει ἡ ἁμαρτία. Ντροπή εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὄχι ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ
μετάνοια. Ἀλλά αὐτό τό μήνυμα μᾶς περνάει ὁ διάβολος, ὅτι δέν εἶναι
ντροπή ἡ ἁμαρτία. Σήμερα, μάλιστα, οἱ ἄνθρωποι ἄφοβα κάνουν τήν ἁμαρτία,
χωρίς ντροπή καί καυχῶνται γι’ αὐτό ὅτι κάνουν κάτι σπουδαῖο καί καλό.
Βέβαια εἶναι τραγικό πού ἔχουμε φτάσει σέ τέτοια κατάσταση.
Καί ἔχουμε φτάσει καί σέ ἀκόμα χειρότερη κατάσταση, νά θέλουμε καί
βραβεῖο πού ἁμαρτάνουμε. Παλιά γινόταν ἡ ἁμαρτία ἀλλά κατά κανόνα οἱ
ἄνθρωποι τήν ἔκαναν κρυφά. Μετά γινόταν δημόσια. Τώρα γίνεται δημόσια
καί ζητοῦν καί βραβεῖο. Ὅπως οἱ ὁμοφυλόφιλοι πού μέ τά gay pride, λένε:
«πρέπει νά μᾶς ἀναγνωρίσετε καί νά μᾶς χειροκροτήσετε». Αὐτή εἶναι ἡ
ἔσχατη κατάπτωση, νά ἁμαρτάνεις καί νά θέλεις καί χειροκροτητές.
Μετανοῶν, λοιπόν, σημαίνει κατάδικος ἀπαλλαγμένος ἀπό αἰσχύνη, ἀπό τήν
ντροπή πού φέρνει ὁ διάβολος καί ἀπό τήν ντροπή πού εἶναι ἡ ἁμαρτία, πού
εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό.
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, ἔχει πάρα πολλά ἀκόμα. Βεβαίως φαντάζομαι ὅτι τά
ξέρετε… καί κομίζω γλαῦκα εἰς Ἀθήνας… Καί οἱ Πατέρες ἀπό τήν πείρα
μιλᾶνε καί ἀπό τήν πείρα πού εἶχαν ἀπό τήν ἐξομολόγηση, γιατί καί αὐτοί
τά ἄκουγαν αὐτά. Ἔχουμε καί Ἁγίους πού εἶχαν περάσει ἀπό τέτοιες
καταστάσεις, ὅπως ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, οἱ ὁποῖοι μετανόησαν καί τά
ἐξάλειψαν ὅλα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Ἡ Ὁσία
Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἐκτός ἀπό τήν ἄσκηση, πῆρε καί τόν Χριστό πρίν
κοιμηθεῖ. Ὅπως εἴπατε, ὅτι χρειάζονται καί τά δύο: ἄσκηση και Μυστήρια.
Ἀπ. : Βέβαια δέν γίνεται χωρίς τά Μυστήρια.
Ἐρ. : Ὅταν λέτε ὅτι τά δάκρυα εἶναι σάν δεύτερο βάπτισμα, ἄν αὐτά τά δάκρυα εἶναι ψεύτικα, ἰσχύει αὐτό τό βάπτισμα;
Ἀπ. : Ἄν εἶναι ψεύτικα, ὄχι… Ὑπάρχουν κροκοδείλια δάκρυα…
Ἐρ. : Οἱ γυναῖκες….πάτερ…
Ἀπ. : Ὑπάρχουν
δάκρυα κρεμμυδο-κατάνυξης…! Ὑπάρχουν δάκρυα ἀπό θιγμένο ἐγωισμό καί
λέει: «μέ ἔπιασε τό παράπονο». Γιατί σέ ἔπιασε τό παράπονο; «Γιατί μοῦ
μίλησε ἄσχημα καί μέ ἔθιξε καί μέ πρόσβαλλε». Ἔ, αὐτό δέν εἶναι δάκρυ
πού καθαρίζει τόν ἄνθρωπο, μᾶλλον τόν φορτίζει συναισθηματικά καί τόν
καταθλίβει, τόν ἀρρωσταίνει δηλαδή. Κι ἄν μείνει κανείς σέ μιά τέτοια
κατάσταση, φτάνει καί στήν κατάθλιψη. «Μουλιάζει» θά λέγαμε, μέσα σ’
αὐτόν τόν ἀρρωστημένο πόνο τῆς ψυχῆς του, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει λύτρωση.
Ἀλλοίμονο ἄν αὐτό εἶναι μετάνοια… Μετάνοια εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, νά
συντριβεῖς γιά τίς δικές σου ἁμαρτίες, ὄχι γιά τήν θιγμένη σου
ἀξιοπρέπεια καί τόν πληγωμένο σου ἐγωισμό. Ἡ ἀξιοπρέπεια εἶναι μία
ἔκφραση πού καλύπτει τόν ἐγωισμό. Γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἡ
ἀξιοπρέπεια εἶναι ἕνας συγκεκαλυμμένος ἐγωισμός.
Ἐρ. : Πάτερ,
εἴπατε ὅτι ὁ μετανοῶν δέν μπορεῖ νά ἀσχολεῖται μέ τούς ἄλλους, νά τούς
κρίνει καί νά τούς κατακρίνει. Αὐτή τήν ἁμαρτία νομίζω ὅτι ἐλάχιστοι
μποροῦν νά τήν ἀποφύγουν. Ἄρα, πῶς μποροῦμε νά βοηθηθοῦμε, ὥστε νά
ἔχουμε πραγματική μετάνοια;
Ἀπ. : Νά
σᾶς πῶ ἕνα προσωπικό περιστατικό. Ἔβγαινα ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί ἦταν μιά
πολύ περιπετειώδης ἔξοδος… εἶχα πάρει οὔτε ξέρω πόσα λεωφορεῖα γιά νά
φτάσω στήν Θεσσαλονίκη. Τέλος πάντων ἔφτασα ἀργά τό βράδυ καί ἔπρεπε νά
πάρω ταξί. Πῆρα ἕνα ταξί καί ποῦ ἔπεσα; Ὁ ταξιτζής ἦταν νηπτικός! Ἔκανε
δηλαδή ἀδιάλειπτη προσευχή… καί ἄρχισε νά μοῦ κάνει μάθημα. Μοῦ ἔλεγε:
«πάτερ, κοίταξε, νά κάνεις συνεχῶς προσευχή..». Τό ἔλεγε ἀπό τήν καρδιά
του ὁ ἄνθρωπος. Τό ζοῦσε. Λέει: «Ξέρεις ἐγώ τί ἤμουνα;». Καί ἄρχισε νά
λέει κάτι κοσμητικά ἐπίθετα γιά τόν ἑαυτό του… ὅ,τι χειρότερο! «Ἤμουν
αὐτό, αὐτό, αὐτό… Ἄν κάνεις συνέχεια προσευχή, θά φτάσεις σέ βάθη
μετανοίας», λέει. Θυμᾶμαι τήν ἔκφραση αὐτή, ἐπί λέξη αὐτό μοῦ εἶπε, τό
ζοῦσε. Καί ἔτσι εἶναι.
Γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στήν μετάνοια καί στήν ταπείνωση, χρειάζεται ἡ
προσευχή. Βέβαια, δέν εἶναι μόνο ἡ προσευχή. Γιά νά φτάσει κανείς στήν
ταπείνωση, λέει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, χρειάζονται καί ἄλλα δύο. Ὁ σωματικός
κόπος. Ν’ ἀγαπήσεις τόν σωματικό κόπο: νηστεία κ.λ.π. ἤ καί τόν ἀκούσιο,
γιατί, ὅταν δέν φτάνει ἡ ἄσκησή μας, παραχωρεῖ ὁ Θεός καί ἀρρώστιες. Νά
δεχόμαστε καί τίς ἀσθένειες μέ εὐγνωμοσύνη, εἶναι ὁ κόπος πού κάνει τό
σῶμα, χάριτι Θεοῦ, γιά νά συμπληρωθεῖ ἡ ἄσκησή μας. Καί τό τρίτο πού
χρειάζεται λέει ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, εἶναι νά βάζεις τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό
ὅλους. Ὅταν βάζεις τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὅλους, μπορεῖς νά
κατακρίνεις; Ὄχι, ἀφοῦ λές: ἐγώ εἶμαι χειρότερος. Αὐτός πού κατακρίνει,
μπαίνει πάνω ἀπό τόν ἄλλον. Λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὅτι ἡ κατάκριση εἶναι
φοβερό ἁμάρτημα, γιατί ὁ Θεός-Πατέρας δέν κρίνει κανέναν, τό λέει τό
Εὐαγγέλιο: «πᾶσαν τήν κρίσιν δέδωκε τῷ υἱῷ» (Ἰω. 5,22). Ὅλη τήν κρίση
τήν ἔχει δώσει στόν Υἱό, στόν Χριστό. Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Πατέρας, ὁ
Χριστός θά μᾶς κρίνει. Τώρα αὐτός πού κατακρίνει τί κάνει; Μπαίνει πάνω
ἀπό τόν Χριστό, πάνω ἀπό τόν Θεό-Πατέρα καί κρίνει καί κατακρίνει… Εἶναι
φοβερή ὑπερηφάνεια, φοβερή ἔπαρση αὐτή ἡ ἁμαρτία. Ὁπότε, ἔχοντας ἐσύ
ὑπόψιν αὐτή τήν διδαχή καί προσπαθώντας νά μπαίνεις κάτω ἀπό ὅλους, μέ
τό φρόνημά σου, νά διαλέγεις πάντα τήν τελευταία θέση… ξέρετε τί
ἀναπαυτικά νιώθεις;
Ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅταν ἦταν νά κοινωνήσει, προσπαθοῦσε νά κοινωνήσει
τελευταῖος. Καί, ὅταν πήγαινε στήν Ἐκκλησία, καθόταν πίσω-πίσω. Τοῦ
ἔλεγαν: -Γέροντα ἔλα πιό μπροστά. – Εἶναι πιό φτηνό τό εἰσητήριο πίσω,
ἔλεγε.
Ἐρ. : Ἀλήθεια, πάντοτε στό τελευταῖο στασίδι… θυμᾶμαι καί στίς ἀγρυπνίες ἐκεῖ στά κελλάκια, πάντοτε τό τελευταῖο στασίδι ἔπιανε.
Ἀπ. : Ναί…
Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά καλή συνήθεια. Πρέπει νά εἶναι, ἄς τό ποῦμε,
προσχεδιασμένο, πρέπει νά τό ἐπιδιώκουμε. Θέλει ἀγῶνα γιά νά μπεῖς κάτω
ἀπό ὅλους. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος: στόν κόσμο ὑπάρχει μιά πυραμίδα.
Πάνω-πάνω εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου, πιό κάτω ἄλλοι καί
κάτω-κάτω, στήν βάση, ὁ λαός. Στήν Ἐκκλησία ἡ πυραμίδα εἶναι
ἀντεστραμμένη, ἡ μύτη εἶναι πρός τά κάτω. Καί ἐκεῖ κάτω στήν μύτη εἶναι ὁ
Χριστός καί μᾶς βαστάζει ὅλους. Οἱ Ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού πᾶνε πρός τόν
Χριστό καί πᾶνε κάτω ἀπό ὅλους κι αὐτοί. Ἔρχονται κι αὐτοί κοντά στόν
Χριστό καί βαστάζουν ὅλους τούς ὑπόλοιπους πού εἶναι ἀπό πάνω. Πρέπει νά
ἐπιδιώκουμε νά βρεθοῦμε στό βάθος τῆς πυραμίδας κάτω-κάτω, κάτω ἀπό
ὅλους. Καί, ὅσο πᾶς κάτω, τόσο ὑψώνεσαι, τόσο πλησιάζεις τόν Χριστό. Γι’
αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν
ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Αὐτός πού κατακρίνει, τί κάνει; Ὑψώνεται. Αὐτοϋψώνεται…. οὐσιαστικά καταβαραθρώνεται.
Ἐρ. : Ἔχω μιά ἀπορία. Ἔμεῖς πού δέν εἴμαστε μοναχοί καί ἔχουμε παιδιά… εἴμαστε λαϊκοί, πῶς θά ἐφαρμόσουμε αὐτό μέ τήν προσευχή;
Ἀπ. : Νά
σᾶς πῶ αὐτό πού ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης σ’ ἕνα
πνευματικοπαίδι του, μιά κοπέλα, σχετικά μέ αὐτό ἀκριβῶς τό ἐρώτημα. Τῆς
ἔλεγε νά κάνεις μισή ὥρα μέ τό στόμα. Νά βρεῖς μισή ὥρα κάθε μέρα καί
νά λές ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’. Νά τό λές, τῆς ἔλεγε, ἔτσι
κλαψιάρικα, μέ ἕνα παράπονο. Δηλαδή μέ μία λύπη, πού θά ἔλεγε κανείς,
μπορεῖ στήν ἀρχή νά εἶναι καί λίγο τεχνητή. Νά ἐκφράζουμε τήν λύπη γιά
τίς ἁμαρτίες μας, τίς ὁποῖες ἀκόμα δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει πόσο
μεγάλες εἶναι… Ἀλλά πές, πές… εἶναι αὐτό πού ἔλεγε ὁ ταξιτζής, ὅσο τό
λέμε τόσο θά φτάσουμε νά συνειδητοποιήσουμε τό βάθος τῆς ἁμαρτωλότητάς
μας, γιατί αὐτό ἔχει σημασία.
Θυμηθεῖτε αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στόν Σίμωνα τόν Φαρισαῖο σχετικά μέ
τήν γυναῖκα πού πῆγε καί τοῦ ἔπλενε τά πόδια, γιατί αὐτός εἶχε
λογισμούς: καλά, δέν κατάλαβε ὅτι αὐτή εἶναι μία «βρῶμα»; Καί τοῦ
ἀπαντάει: «Σίμωνα νά σοῦ πῶ κάτι, ἀπό τήν στιγμή πού μπῆκα στό σπίτι σου
λίγο νερό δέν μοῦ ἔδωσες, ἐνῶ αὐτή μέ τά δάκρυά της δέν σταμάτησε νά
μοῦ πλένει τά πόδια. Ἕνα φίλημα δέν μοῦ ἔδωσες, νά ἐκφράσεις τήν φιλία
σου, αὐτή δέν σταμάτησε νά μοῦ φιλάει τά πόδια. Ὁπότε, ἀφέωνται αἱ
ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (πρβλ. Λουκ. 7,44-47). Καί
πάλι τόν ρώτησε: «Ἕνας χρωστάει 50 καί κάποιος ἄλλος 500 καί χαρίζονται
καί στούς δύο, ποιός ἀπό τούς δύο θά ἀγαπήσει περισσότερο τόν δανειστή;»
Καί λέει ὁ Σίμωνας «αὐτός πού τοῦ χάρισε τά 500». Καί λέει ὁ Κύριος:
«αὐτό ἔκανε αὐτή ἡ γυναίκα» (πρβλ. Λουκ. 7,41-43). Εἶχε καταλάβει τό
μέγεθος τῆς ἁμαρτωλότητάς της, γι’ αὐτό μπόρεσε καί ἀγάπησε τόν Χριστό
καί αὐτό εἶναι τό ζητούμενο καί γιά μᾶς.
Αὐτό λοιπόν ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ: νά βρεῖς μισή ὥρα καί τότε ἴσως δέν
εἶχαν κινητά, τώρα πρέπει νά ποῦμε ὅτι πρέπει νά κλείσεις τό κινητό,
ὥστε νά μήν ἔχεις περισπασμό. Νά ἡσυχάσεις… πρέπει ἴσως νά ἐξασφαλίσεις
ἕνα περιβάλλον προσευχητικό στό δωμάτιό σου, πού θά σέ βοηθήσει, νά μήν
ἔχει πολύ φῶς, νά ἀνάψεις τό καντηλάκι, νά βάλεις θυμίαμα, νά πάρεις τό
κομποσκοίνι καί νά ἀρχίσεις νά ψιθυρίζεις μέ τό στόμα τό Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, μία-μία λέξη. Αὐτό ἔλεγε ὁ Γέροντας, μία-μία λέξη καί νά μήν
πηγαίνεις στήν ἑπόμενη λέξη, ἄν δέν καταλάβεις τί εἶπες. Κύριε καί νά
εἶναι ὁ νοῦς στό Κύριε. Μά…. θά σοῦ κάνει ὁ διάβολος νά περιδιαβαίνεις
ὅλη τήν οἰκουμένη… αὐτό κάνει ὁ διάβολος… γιατί ἔτσι ἔχουμε μάθει, νά
ἀλητεύουμε. Ὁ νοῦς μας εἶναι ἀλήτης καί πηγαίνει ὅπου νά ’ναι, ἀπό δῶ
καί ἀπό κεῖ καί φυσικά πάει καί στά βρώμικα. Ἡ προσευχή αὐτό μᾶς
μαθαίνει, νά κόψουμε τήν ἀλητεία, νά γυρίσουμε στό σπίτι μας. Αὐτό πού
εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος: ὁ νοῦς νά μήν σκορπίζεται καί νά γυρίσει στόν
ἑαυτό του. Ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἡ καρδιά μας καί ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι
στήν καρδιά, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ὄχι στόν ἐγκέφαλο. Ἐνῶ αὐτοί πού
ὑποστηρίζουν τόν ἐγκεφαλικό θάνατο, λένε τό ἀντίθετο καί, ὅταν δέν
λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλος, σέ σκοτώνουν γιά νά σοῦ πάρουν τά ὄργανα. Ἡ
οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι στήν καρδιά καί ἐκεῖ πρέπει νά γυρίσει καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία χύνεται διαμέσου τῶν
αἰσθήσεων στόν κόσμο καί περιφερόμαστε ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Οὐσιαστικά εἴμαστε ἐκεῖ πού εἶναι ὁ νοῦς μας. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό
νά τό καταλάβουμε. Δηλαδή μπορεῖ σωματικά νά εἶσαι στήν Ἐκκλησία καί νά
μήν εἶσαι στήν Ἐκκλησία. Ἔχει συμβεῖ ἕνα τέτοιο περιστατικό μέ τόν π.
Ἐφραίμ. Ἦταν ἕνας πού ἦταν πολλά χρόνια στό Μοναστήρι, προϊστάμενος, καί
ἕνας διορατικός Γέροντας πού θυμίαζε στόν Ἑσπερινό, δέν τόν θυμίασε.
Αὐτός παρεξηγήθηκε καί τοῦ λέει: – Παπά -στό Ἅγιο Ὄρος τούς ἱερεῖς τούς
λέμε παπάδες- γιατί δέν μέ θυμίασες; Λέει: – Δέν σέ εἶδα. – Πῶς δέν μέ
εἶδες, λέει, ἐδῶ στό στασίδι ἤμουνα. –
Δέν σέ εἶδα, τοῦ λέει. Τότε τοῦ λένε καί οἱ ἄλλοι: – Πρόσεξε, γιατί ὁ
παπάς εἶναι διορατικός, «βλέπει». Βλέπει τά τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Γιά
ψάξου… Σκέφτηκε αὐτός καί λέει: – Πράγματι δέν ἤμουνα. Ἤμουνα στό
μετόχι. Δηλαδή, τήν ὥρα πού γινόταν ὁ Ἑσπερινός, σκεφτόταν τίς ὑποθέσεις
στό μετόχι, ἐκτός τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁπότε καί ὁ παπάς ὁ διορατικός, δέν
τόν εἶδε, γιατί ἔλειπε. Ἔβλεπε δηλαδή ὁ παπάς πού εἶναι ὁ νοῦς, ὄχι τό
σῶμα.
Ὅταν λοιπόν ἀρχίζουμε τήν νοερά προσευχή καί συστηματικά τήν κάνουμε,
μαθαίνουμε νά εἴμαστε ἐκεῖ πού εἴμαστε. Νά εἶναι δηλαδή ὁ νοῦς μας στήν
καρδιά μας, ἐκεῖ πού εἶναι καί τό σῶμα καί νά μήν εἶναι ἀλλοῦ. Καί ὅταν
πᾶς νά σταθεῖς στόν ναό, θά εἶσαι στόν ναό καί ὄχι κάπου ἀλλοῦ.
Ἕνα ἄλλο σχετικό περιστατικό ὑπάρχει μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Εἶχε πάει
μία κοπελίτσα νά γίνει μοναχή καί τῆς λέει ὁ Ἅγιος «ἐντάξει παιδί μου,
νά, ἔχουμε κάποια προβατάκια, πήγαινε νά τά βόσκεις στό βουνό». Μιά,
δυό, τρεῖς, δέκα, εἴκοσι.. τήν ἔπιασαν λογισμοί, λέει: «Γέροντα, ἐγώ
ἦρθα νά γίνω μοναχή, δέν ἦρθα νά βόσκω τά πρόβατα, νά γίνω τσοπάνισσα».
Τῆς λέει τότε: «παιδί μου, ἐγώ κάθε φορά πού κάνω Ἑσπερινό καί θυμιάζω,
σέ βλέπω στό στασίδι σου καί σέ θυμιάζω». Αὐτή ἦταν στά πρόβατα, ἀλλά ὁ
νοῦς της ἦταν στήν Ἐκκλησία. Ἔλεγε: νά, οἱ ἀδελφές τώρα κάνουν προσευχή…
Ἦταν παροῦσα. Γι’ αὐτό σᾶς λέω ἔχει σημασία, ὄχι ποῦ εἶναι τό σῶμα μας
ἀλλά ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μας.
Ἡ νοερά προσευχή μᾶς μαθαίνει, νά εἶναι ὁ νοῦς μας στόν Θεό. Αὐτό ἔλεγε
ὁ Γέροντας, νά λές τήν κάθε μιά λέξη μέ προσοχή καί θά δεῖς μέ τόν
καιρό, πρῶτα-πρῶτα χαρά. Τό πρῶτο πράγμα πού ἔρχεται ἀπό τήν προσευχή
εἶναι χαρά. Τό πρῶτο αἴσθημα. Καί μετά ἔχει καί ἄλλα, πολύ ὡραῖα
πράγματα!
Ἀρχ.Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/
http://www.hristospanagia.gr/?p=64539#more-64539
Ἀρχ.Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/
http://www.hristospanagia.gr/?p=64539#more-64539