Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Προκατήχηση 4ο Μέρος
Ψάλλαμε αὐτό τό ἀπολυτίκιο, τό ὁποῖο εἶναι τό ἀπολυτίκιο τῆς γιορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς καί Θεομητορικῆς γιορτῆς πού γιορτάσαμε τήν ἑβδομάδα πού πέρασε. Κυριακή εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος. Εἶναι λάθος πού λένε τήν Δευτέρα καλή ἑβδομάδα, τήν Κυριακή πρέπει νά λέμε καλή ἑβδομάδα. Ἡ πρώτη ἡμέρα καί ἡ ὄγδοη εἶναι ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἡ Κυριακή. Καί τήν ἑβδομάδα πού πέρασε εἴχαμε τή μεγάλη αὐτή γιορτή, ἡ ὁποία δυστυχῶς περνάει ἀπαρατήρητη καί ἄγνωστη, ἡ ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, δηλαδή τῆς προϋπάντησης τοῦ Χριστοῦ μας ὡς τεσσαρακονθήμερου βρέφους ἀπό τόν Ἅγιο Συμεών τόν Θεοδόχο. Γι’ αὐτόν τόν Ἅγιο δέν μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή ἄν ἦταν ἱερέας ἤ ὄχι, ἀλλά μᾶς λέει πώς «ἦταν δίκαιος, εὐλαβής καί προσδεχόμενος τήν παράκληση τοῦ Ἰσραήλ»1, δηλαδή περίμενε τήν φανέρωση τῆς σωτηρίας καί τοῦ Σωτῆρος, τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά ἦταν παράκληση, παρηγοριά δηλαδή, γιά ὅλους τούς Ἑβραίους καί ὄχι μόνο γιά τούς κατά σάρκα ἀλλά καί τούς κατά πνεῦμα ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, πού εἴμαστε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μέχρι σήμερα καί μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
Εἶναι μία γιορτή πού μᾶς διδάσκει πάρα πολλά πράγματα. Μᾶς διδάσκει τήν ταπείνωση, γιατί ὁ Χριστός μας, ὁ Νομοδότης καί Νομοθέτης, γίνεται ὑποτακτικός, ταπεινός ἐκτελεστής τοῦ νόμου, ὑπακούει στόν νόμο καί γίνεται κατά πάντα τέλειος στήν ὑπακοή διορθώνοντας τό λάθος τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διά τῆς παρακοῆς βγῆκε ἀπό τόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός μας διά τῆς ὑπακοῆς διορθώνει τό λάθος τοῦ Ἀδάμ καί μᾶς εἰσάγει ὅλους πλέον πάλι στόν Παράδεισο, ἐφόσον κι ἐμεῖς ἑνωνόμαστε μαζί Του, ταυτιζόμαστε μέ τό πνεῦμα Του καί τηροῦμε τό θέλημά Του καί τίς ἐντολές Του.
Μᾶς διδάσκει αὐτή ἡ γιορτή τήν ἁπλότητα καί τήν καθαρότητα ὡς προϋποθέσεις γιά νά δεχτοῦμε τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος καί δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος καί ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφῆτις, οἱ ὁποῖοι καί οἱ δυό ἀναγνωρίζουν τόν Χριστό καί ὁ Ἅγιος Συμεών Τόν δέχτηκε στήν ἀγκαλιά του, ἦταν ἄνθρωποι πάρα πολύ ἁγνοί, πάρα πολύ καθαροί. Ἡ Ἁγία Ἄννα ἦταν ἔγγαμος, ἔζησε ἑφτά χρόνια μετά κοιμήθηκε ὁ σύζυγός της καί τά ὑπόλοιπα χρόνια τά εἶχε περάσει μέ σωφροσύνη μέσα στόν ναό καί ἦταν ἤδη 84 ἐτῶν. Μία ζωή δηλαδή ἀφιερωμένη στόν Θεό. Αὐτό εἶναι δίδαγμα, ὅτι προσεγγίζει κανείς τόν Θεό εἴτε διά τῆς παρθενίας εἴτε διά τῆς σωφροσύνης πού εἶναι ἡ ἀντίστοιχη ἀρετή μέσα στόν γάμο. Δέν σημαίνει, ὅταν παντρεύεται κανείς, ὅτι παύει πλέον νά ἔχει καθαρότητα στή σάρκα καί στό σῶμα. Ἡ Ἐκκλησία μας τά ἔχει ὅλα τακτοποιήσει, ὥστε διά τοῦ γάμου νά νεκρωθεῖ τό σαρκικό φρόνημα καί νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτή τήν καθαρότητα πού χρειάζεται, τήν καθαρότητα τοῦ νοός γιά νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Συμεών πληροφορήθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι αὐτό τό βρέφος εἶναι ὁ Θεός. Τό ἴδιο καί ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφῆτις. Διότι ἀκριβῶς ἦταν καθαροί στή διάνοια, στόν νοῦ, εἶχαν αὐτή τήν καθαρότητα τοῦ νοός, εἶχαν αὐτή τήν παρθενία τοῦ νοός, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, ὥστε νά μπορέσουμε ὅλοι νά δοῦμε τόν Χριστό στή Δευτέρα Παρουσία ὡς Φῶς γλυκύτατο καί ὄχι ὡς φωτιά, ὡς «πῦρ καταναλίσκον»2. Γιατί ὁ Θεός θά γίνει θεατός ἀπό ὅλους, ἔτσι μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καί ἀπό τούς δίκαιους καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς. Ἀλλά οἱ μέν μετανοημένοι θά Τόν δοῦν ὡς Φῶς γλυκύτατο, οἱ δέ ἀμετανόητοι θά Τόν αἰσθανθοῦν ὡς φωτιά, ὡς πῦρ πού κατακαίει.
Στή Δευτέρα Παρουσία θά γίνει ἕνας διαχωρισμός τῆς φωτιστικῆς ἀπό τήν καυστική ἐνέργεια, πού ἔχει τό πῦρ. Τό πῦρ ἀφενός μέν μᾶς φωτίζει, ἀφετέρου μᾶς θερμαίνει. Μᾶς ζεσταίνει καί μᾶς καίει, ἄν πᾶμε πολύ κοντά. Στή Δευτέρα Παρουσία θά χωριστοῦν αὐτά τά δύο καί ὁ Θεός πού εἶναι πῦρ θά εἶναι Φῶς γιά τούς δίκαιους καί φωτιά καυστική γιά τούς ἁμαρτωλούς. Ἀνάλογα λοιπόν μέ τή μετάνοια καί μέ τήν καθαρότητα ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό ὅλο καί πιό καθαρά καί Τόν ἀναγνωρίζει. Εἶναι αὐτό ἕνα δίδαγμα ἀπό τή γιορτή. Εἶχε αὐτή τήν καθαρότητα ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ ὁποῖος ἔζησε περίπου 240 χρόνια στήν ἡσυχία, σέ μιά περιοχή πού λέγεται «κατά μόνας» καί ὑπάρχει μέχρι σήμερα στά Ἱεροσόλυμα περιμένοντας τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἔζησε ὅλα αὐτά τά χρόνια καί φυσικά προσηύχετο καί ἔκανε πνευματικό ἀγῶνα, πνευματική ζωή. Αὐτά τά χρόνια τόν καθάρισαν. Καί ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφῆτις ἔζησε μετά τή χηρεία της τόσα χρόνια μέσα στόν ναό, ὑπηρετοῦσε τόν Θεό, προσευχότανε καί αὐτά τά χρόνια τήν καθάρισαν. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς χρειάζεται κάποιος χρόνος καί ὑπομονή καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος φτάνει «στό μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»3, φτάνει σέ κατάσταση πού μπορεῖ νά δεχτεῖ τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος. Θεοδόχος σημαίνει αὐτός πού δέχτηκε τόν Θεό στήν ἀγκαλιά του. Αὐτά ἔτσι σάν ἕνα μικρό σχόλιο στή γιορτή, γιατί πρέπει νά λέμε καί κάποια ἐπίκαιρα παρόλο πού ἔχουμε αὐτή τήν σειρά μαθημάτων γιά τήν Κατήχηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ἄς ἔρθουμε λοιπόν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ στή συνέχεια τῆς Προκατήχησης τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων στούς φωτιζομένους, δηλαδή σ’ αὐτούς πού εἶχαν μπεῖ στήν τελική εὐθεία γιά νά βαφτιστοῦν. Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά, γιά νά συνδεθοῦμε λίγο μέ τά προηγούμενα, ὅτι δέν εἶναι ἀρκετό νά τό ἀποφασίσεις καί θά γίνεις χριστιανός, ἀλλά θά πρέπει νά τό ἀποδείξεις μέ τή ζωή σου καί τή μετάνοιά σου. Δέν μπορεῖς νά πορνεύεις ἄς ποῦμε καί νά λές ἐγώ θέλω νά γίνω χριστιανός. Θά πρέπει νά σταματήσεις τήν πορνεία. Ἤ νά ἔχεις ἕνα ἐπάγγελμα ὅπως τοῦ λιθοξόου, δηλαδή νά φτιάχνεις εἴδωλα, νά φτιάχνεις ἀγάλματα καί νά λές ἐγώ θά γίνω χριστιανός. Πρέπει νά σταματήσεις αὐτό τό ἐπάγγελμα, γιατί αὐτό εἶναι προσφορά στούς δαίμονες. Τά εἴδωλα εἶναι δαίμονες.
Λέει λοιπόν στή συνέχεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος: «Οὐκ ἔνι δίς καί τρίς λαβεῖν τό λουτρόν»4. Δέν ἐπιτρέπεται νά τό πάρεις δύο καί τρεῖς φορές, νά πεῖς, μιά φορά ἀπέτυχα, νά τό ξαναπάρω. Δέν μπορεῖς νά τό ξαναπάρεις.
- Γιατί δέν ἐπαναλαμβάνεται τό βάπτισμα;
Γιατί τό βάπτισμα εἶναι ἡ δημιουργία, εἶναι ἡ γέννηση. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γεννηθεῖ καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Μία φορά γεννιέσαι. Ἀπό κεῖ καί μετά προχωρᾶς σ’ αὐτή τή ζωή πού σοῦ χάρισε ὁ Θεός.
«Ἐπεί ἦν εἰπεῖν· Ἅπαξ ἀποτυχών, δεύτερον κατορθῶ»5. Γιατί ἄν αὐτό μποροῦσε νά γίνει, λέει ὁ Ἅγιος, τότε θά μποροῦσες καί νά πεῖς: «Ἀπέτυχα τήν πρώτη φορά, θά τά καταφέρω τή δεύτερη». Ἐάν δέ τό ἅπαξ ἀποτύχεις, ἀδιόρθωτον τό πράγμα. Ἄν μιά φορά ἀποτύχεις, δέν μπορεῖς νά διορθώσεις τό πράγμα. «Εἷς γάρ Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»6. Τούς φέρνει ἐπιχείρημα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Αὐτά τά λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Ἐφεσίους. «Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία ἡ πίστη καί ἕνα τό Βάπτισμα» καί γι’ αὐτό μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Σήμερα μιλᾶμε γιά πολλές «ἐκκλησίες», πού εἶναι ἀντι-Γραφικό, ἀντιβιβλικό, ἀθεολόγητο, δέν στέκεται πουθενά. Μία πίστη, ἕνα Βάπτισμα, ἕνας Κύριος, μία Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά φτιάξει πολλές Ἐκκλησίες στή γῆ. Κι ὅμως σήμερα σχιζοφρενικά ἐκφραζόμενοι μιλᾶμε γιά πολλές Ἐκκλησίες… καθολική ἐκκλησία, προτεσταντικές ἐκκλησίες καί χίλια δυό τέτοια παράξενα πράγματα.
«Μόνον γάρ αἱρετικοί τινες ἀναβαπτίζονται· ἐπειδή τό πρότερον οὐκ ἦν βάπτισμα»7. Μονάχα μερικοί αἱρετικοί ξαναβαπτίζονται, ἐπειδή τό πρῶτο πού εἶχαν δέν ἦταν πραγματικό Βάπτισμα. Πράγματι, καί στό Ἅγιο Ὄρος ὅταν ἔρθει ἕνας καθολικός καί θέλει νά μπεῖ στήν Ἐκκλησία τόν βαφτίζουμε, τόν ξαναβαφτίζουμε. Ἄν καί δέν εἶναι ἀκριβής ὁ ὅρος διότι δέν εἶναι βαφτισμένος οὔτε ἔστω εἰκονικά. Γιατί βάπτισμα εἶναι ἑλληνική λέξη ἀπό τό ρῆμα ἐμβαπτίζω πού σημαίνει μπαίνω ὁλόκληρος μέσα. Οἱ καθολικοί ραντίζονται, δέν βαφτίζονται. Ἀλλά καί τό ράντισμα δέν ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα ἀφοῦ εἶναι στήν αἵρεση. Ὁπότε δέν εἶναι σωστή ἡ λέξη ξαναβαφτίζω. Πολύ ἁπλά τούς βαφτίζουμε, γιατί εἶναι ἀβάπτιστοι. Καί οἱ Παπικοί εἶναι ἀβάπτιστοι καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ πάντες. Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι βαφτισμένοι.
Ἑπομένως, τό Βάπτισμα, ἐπειδή εἶναι «δηλωτικόν» τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί μίμηση τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, εἶναι ἀνεπανάλειπτο. Μιά φορά πέθανε ὁ Κύριος καί μιά φορά ἐτάφη καί ἀνεστήθη. Ἡ μοναδική περίπτωση ὅπου, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται ἀλλά ἐπιβάλλεται ὁ ἀναβαπτισμός, εἶναι σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν βαπτίσθηκαν κανονικά «εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ὁμολογοῦμεν δέ ἕν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον· τό γάρ Βάπτισμα τόν τοῦ Κυρίου θάνατον δηλοῖ». Ὅταν βαπτιζόμαστε φανερώνουμε ὅτι ὁ Χριστός πέθανε, μέ τό ὅτι μπαίνουμε κι ἐμεῖς τρεῖς φορές μέσα στό νερό, εἰκονίζουμε τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. «Συνθαπτόμεθα γοῦν τῷ Κυρίῳ διά τοῦ Βαπτίσματος, ὥς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος». Θαπτόμαστε μαζί μέ τόν Κύριο διαμέσου τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. «Ὥσπερ οὖν ἅπαξ ἐτελέσθη ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος, οὕτω καί ἅπαξ δεῖ βαπτίζεσθαι». Ὅπως ἀκριβῶς λέει ἅπαξ, μία φορά, τελέστηκε ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ἔγινε ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί μία φορά πρέπει νά βαπτιζόμαστε. «Βαπτίζεσθαι δέ κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδασκομένους τήν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν». Θά πρέπει λοιπόν νά βαπτιζόμαστε σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδασκόμενοι τήν ὁμολογία στόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. «Ὅσοι τοίνυν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα βαπτισθέντες, μίαν φύσιν τῆς θεότητος ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διδαχθέντες, αὖθις ἀναβαπτίζονται, οὗτοι ἀνασταυροῦσι τόν Χριστόν… Ὅσοι δέ μή εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐβαπτίσθησαν, τούτους δεῖ ἀναβαπτίζεσθαι…». Μέ ἁπλά λόγια λέει ὁ Ἅγιος, ἄν κάποιος πού ἔχει βαπτιστεῖ τόν ξαναβαπτίσεις εἶναι σάν νά ξανασταυρώνεις τόν Χριστό. Εἶναι ἄτοπο. Ὅσοι ὅμως δέν ἔχουν βαπτιστεῖ στήν Ἁγία Τριάδα, αὐτοί πρέπει νά βαπτιστοῦν κανονικά στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
«Οὐδέν γάρ ἄλλο παρ' ἡμῶν ζητεῖ ὁ Θεός, εἰ μή προαίρεσιν ἀγαθήν». Δέν μᾶς ζητάει λέει τίποτα ἄλλο ὁ Θεός, παρά μόνο καλή προαίρεση. «Μή λέγε· Πῶς μοῦ ἐξαλείφονται αἱ ἁμαρτίαι;». Μή λές· «πῶς θά μοῦ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες;». Ἐγώ σοι λέγω, τῷ θέλειν, τῷ πιστεύειν· τί τούτου συντομώτερον;». Ἐγώ σοῦ ἀπαντῶ: Μέ τή θέληση καί τήν πίστη. Θέλεις νά σοῦ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες; Πιστεύεις στόν Χριστό; Θά σοῦ ἐξαλειφθοῦν. Μή ρωτᾶς τό πῶς. Αὐτό θά τό κάνει ὁ Χριστός. Τί τούτου συντομώτερον; Τί πιό σύντομο ἀπό αὐτό; Νά θελήσεις καί νά πιστέψεις. Δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο σ’ αὐτά τά δύο πράγματα. Ὅταν θέλεις κάτι, τό κάνεις. Τό νά πιστέψεις πάλι, δέν χρειάζεται τίποτα προηγουμένως. Κάτι πού σοῦ ἀνακοινώνεται θέλεις νά τό πιστέψεις; Τό πιστεύεις. Δέν θέλεις; Δέν τό πιστεύεις. Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πρίν πού νά καθυστερήσει καί νά σέ ἐμποδίσει. Ἀλλά «ἐάν τά μέν χείλη σου λέγῃ τό θέλειν, ἡ δέ καρδία μή λέγῃ, καρδιογνώστης ὁ κρίνων»8. Πρόσεξε ὅμως λέει, ἄν τό στόμα σου λέει ὅτι τό θέλει καί ἡ καρδιά σου δέν τό θέλει, ὁ Θεός πού θά σέ κρίνει, δέν ξεγελιέται, γιατί εἶναι καρδιογνώστης. Δέν προσέχει λοιπόν ἐξωτερικά τί λές ἀλλά τί λέει ἡ καρδιά σου.
«Ἄργησον ἀπό τῆς σήμερον ἀπό παντός φαύλου πράγματος»9. Ἀπομακρύνσου ἀπό σήμερα κιόλας ἀπό κάθε κακία καί ἁμαρτία. Δέν ἔχει σημασία πού ἀκόμα εἶσαι ἀβάπτιστος. Τώρα πρέπει νά τό κάνεις, νά σταματήσεις κάθε κακία καί ἁμαρτία, καί αὐτό φανερώνει ὅτι δέν τό λές μόνο μέ τά χείλη σου ὅτι θέλεις νά γίνεις χριστιανός, ἀλλά τό λέει καί ἡ καρδιά σου. Γιατί ὅ,τι λέει ἡ καρδιά, αὐτό καί πράττουμε. Ἐνῶ πολλές φορές ἀλλά λέμε καί ἄλλα κάνουμε, ἀλλά αὐτό πού θέλουμε στήν καρδιά μας, αὐτό καί κάνουμε σέ τελευταία ἀνάλυση. Γι’ αὐτό πρόσεχε, λέει, ὁ Θεός δέν προσέχει τά χείλη σου, ἀλλά προσέχει τήν καρδιά σου, τί λέει ἡ καρδιά σου.
«Μή σου λαλησάτω ἡ γλῶσσα ἄσεμνα ῥήματα· μή σου τό βλέμμα ἁμαρτανέτω, μηδέ ῥεμβέσθω τά μή χρήσιμα»10. Πρόσεξε, λέει, τώρα, νά μή βγοῦν ἀπό τό στόμα σου ἄσεμνα λόγια. Τά μάτια σου νά μή βλέπουν ἐφάμαρτα καί νά μή θαυμάζουν, νά μή ρέμβονται, νά μήν περιφέρονται ἄσκοπα, ρεμβάζουν σέ ἄχρηστες καί βλαβερές εἰκόνες, στά μή χρήσιμα. Μήν ἀφήνεις τά μάτια σου ἐδῶ κι ἐκεῖ. Βλέπετε; Τούς λέει κάτι πολύ σημαντικό, τό ὁποῖο ἄν τό προσέχαμε, ξέρετε, θά γλιτώναμε ἀπό πάρα πολλές ἁμαρτίες. Τί εἶναι αὐτό τό πολύ σημαντικό; Τό νά προσέχει κανείς τίς αἰσθήσεις του καί δή τά μάτια του. Ἐάν κανείς προσέχει ποῦ βλέπει καί τί βλέπει, δέν εἰσάγει πειρασμούς στήν καρδιά του. Ἄν κανείς βλέπει ἀπρόσεκτα, εἰσάγει πάρα πολλούς πειρασμούς, ὁπότε ἔχει πάρα πολλές ἀφορμές νά ἁμαρτήσει, γιατί αὐτές οἱ εἰκόνες ἀποταμιεύονται στήν φαντασία καί ἀνακαλοῦνται, τῇ ὑποκινήσει τοῦ διαβόλου. Ὅταν πᾶς νά ἡσυχάσεις στό σπίτι, θά σοῦ θυμίσει ὅλα αὐτά πού εἶδες. Ἄν λοιπόν ἔχεις φροντίσει καί δέν ἔχεις δεῖ ἄσχημα πράγματα, δέν θά ἔχεις πειρασμούς. Πολλές φορές δέν πέφτεις ὅταν τά βλέπεις καί πέφτεις μετά ὅταν τά θυμᾶσαι. Εἶναι τό ναυάγιο μέσα στό λιμάνι. Ἐνῶ εἶσαι στήν θαλασσοταραχή μέσα στό πέλαγος, δέν πέφτεις. Πέφτεις μετά, γιατί ἀκριβῶς ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ ξυπνάει τήν φαντασία. Ἄν ὅμως εἶχες προσέξει τά μάτια σου καί δέν εἶχαν μπεῖ μέσα σου αὐτά ὅλα τά ἄσχημα, τά βλαβερά, δέν θά ἔπεφτες οὔτε στό λιμάνι, δέν θά καταποντιζόσουνα. Δέν τούς λέει λοιπόν, προσέξτε νά κάνετε νοερά προσευχή κ.λ.π., τούς λέει κάτι πολύ ἁπλό, τά μάτια σας νά μή ρέμβονται, καί προσέξτε τή γλώσσα σας. Κι αὐτό μπορεῖς νά τό ἐλέγξεις ἄν θέλεις. Μή μοῦ πεῖτε δέν μπορῶ νά τήν ἐλέγξω.. Μπορεῖς. Ἅμα θελήσεις, μπορεῖς. Μπορεῖς νά μή μιλήσεις ἐπιτέλους. Μή μιλᾶς καθόλου, ἅμα δέν μπορεῖς νά ἐλέγχεις ὅταν ἀρχίσεις νά μιλᾶς. Ἔτσι ἀποδεικνύεσαι ὅτι μέ τήν καρδιά σου θέλεις νά εἶσαι τοῦ Θεοῦ.
«Οἱ δέ πόδες σου εἰς τάς κατηχήσεις σπευδέτωσαν»11. Βλέπετε; Πάλι ἀπ’ τό σῶμα ξεκινάει. Νά διορθώσεις τά μάτια, νά διορθώσεις τή γλώσσα, νά διορθώσεις τά πόδια. Τά πόδια σου νά μήν τρέχουν ἀλλοῦ ἀλλά στίς κατηχήσεις. Νά τρέχεις δηλαδή ἐκεῖ πού ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Πάρα πολύ σημαντικό! Πόση προθυμία ἔχουμε ἄραγε σήμερα νά ἀκούσουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ; Πόσο τρέχουμε στήν ἐκκλησία, ὅπου διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος, τό Εὐαγγέλιο, πού γίνεται τό κήρυγμα; Ἀλλά καί σ’ αὐτές τίς συνάξεις τίς κηρυγματικές, τίς ἐπεξηγηματικές τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
«Τοὺς ἐπορκισμούς δέχου μετά σπουδῆς»12. Νά δέχεσαι μέ πολλή προσοχή καί προθυμία τούς ἐξορκισμούς. Αὐτοί εἶναι οἱ ἐπορκισμοί. Ξέρετε πρίν βαπτιστεῖ τό βρέφος τοῦ διαβάζονται ἐξορκισμοί. Στά πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας αὐτοί οἱ ἐπορκισμοί διαβαζόντουσαν συνεχῶς στούς κατηχούμενους, ὅσα χρόνια ἦταν κατηχούμενοι. Μή λοιπόν βαριέσαι καί μήν εἶσαι ἀπρόσεκτος. Νά προσέχεις. Δέν εἶναι κάτι μαγικό, ἄντε νά τελειώσει ὁ παπάς αὐτά πού διαβάζει ἄς ποῦμε… κι ἐσύ πρέπει νά προσέχεις αὐτά πού διαβάζονται στήν ἐκκλησία, γιατί εἴμαστε ὅλοι συλλειτουργοί καί συμπροσευχόμενοι καί -ἄν θέλετε- καί συσωζόμενοι. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, δέν εἶναι δουλειά τοῦ παπά νά μᾶς σώσει. Πρέπει κι ἐμεῖς νά βοηθήσουμε γιά νά σωθοῦμε.
«Σωτηρία σοι τό πρᾶγμα» καί αὐτό εἶναι σωτηρία γιά σένα, τό νά προσέχεις πολύ τούς ἐξορκισμούς. «Κἄν ἐμφυσηθῇς, κἄν ἐπορκισθῇς, σωτηρία σοι τό πρᾶγμα». Κι ἄν σέ φυσήξει κατά πρόσωπο ὁ ἱερέας κι ἄν ἐξορκίσει ἀπό σένα τά κακά πνεύματα, αὐτό θά εἶναι γιά σένα γιά τή σωτηρία σου. Ὅπως γίνεται καί τώρα, στήν κατήχηση τοῦ βρέφους, πρίν βαφτιστεῖ, ἐμφυσᾶ τρεῖς φορές στό πρόσωπο ὁ ἱερέας καί τοῦ διαβάζονται ἐξορκισμοί. «Νόμισον εἶναι ἀργόν χρυσόν, καί δεδολωμένον, ποικίλαις ὕλαις ἀναμεμιγμένον, χαλκῷ, καί κασσιτέρῳ, καί σιδήρῳ, καί μολύβδῳ»13. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχουμε χρυσάφι ἀκατέργαστο, ἀνακατεμένο μέ χαλκό, κασσίτερο, σίδερο καί μολύβι καί ἐμεῖς θέλουμε νά ἔχουμε καθαρό χρυσάφι. «Ζητοῦμεν τόν χρυσόν μόνον ἔχειν· χρυσός μή δύναται ἄνευ πυρός καθαρθῆναι τά ἀνοίκεια;». Εἶναι ποτέ δυνατόν νά καθαριστεῖ τό χρυσάφι ἀπό ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα, χωρίς νά μπεῖ στή φωτιά; «Οὕτως ἄνευ ἐπορκισμῶν οὐ δύναται καθαρθῆναι ψυχή». Τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά καθαριστεῖ ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα καί ἡ ψυχή χωρίς ἐξορκισμούς, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί διαμέσου τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καθαρίζεσαι ἀπό τά πονηρά πνεύματα.
«Εἰσί δέ θεῖοι, ἐκ θείων γραφῶν συνειλεγμένοι». Οἱ ἐξορκισμοί εἶναι θεῖοι καί ἔχουν σταχυολογηθεῖ μέσα ἀπό τίς θεῖες Γραφές. Δέν εἶναι λόγια ἀνθρώπινα. «Ἐσκέπασταί σου τό πρόσωπον, ἵνα σχολάσῃ λοιπόν ἡ διάνοια». Σοῦ σκεπάζεται τό πρόσωπο, γιά νά σταματήσει νά κινεῖται στά πονηρά ἡ διάνοιά σου. Ἔτσι καί τώρα, ὅπως μᾶς βάζει ὁ ἱερέας πάνω μας τό πετραχήλι καί μᾶς διαβάζει, μᾶς σκεπάζει γιά νά συγκεντρωθοῦμε πιό εὔκολα καί νά συγκεντρώσουμε τόν νοῦ μας στόν Θεό. «Ἵνα μή τό βλέμμα ῥεμβόμενον ποιήσῃ ῥέμβεσθαι καί τήν καρδίαν». Γιά νά μήν, ἐπειδή τό βλέμμα σκορπίζεται, σκορπίζει καί τήν καρδιά σου. Ἀναγκάζει τό βλέμμα σου, πού πέφτει ἐδῶ καί ἐκεῖ, νά ἀφαιρεῖται καί νά σκορπίζεται σέ ἄτοπα πράγματα ἡ καρδιά σου. «Τῶν δέ ὀφθαλμῶν ἐσκεπασμένων, οὐκ ἐμποδίζεται τά ὦτα δέξασθαι τό σωτήριον»14. Ὅταν τά μάτια εἶναι σκεπασμένα, δέν ἐμποδίζονται καθόλου τά αὐτιά νά ἀκοῦνε τά σωτήρια λόγια, τά λόγια τῶν ἐξορκισμῶν.
«Ὅν γάρ τρόπον οἱ τῆς χρυσοχοϊκῆς ἐργασίας ἔμπειροι, διά τινῶν λεπτῶν ὀργάνων τό πνεῦμα τῷ πυρί παρεμβάλλοντες, καί τό ἐν τῇ χώνῃ κεκρυμμένον χρυσίον ἀναφυσῶντες, τήν παρακειμένην ἐρεθίζοντες φλόγα εὑρίσκουσι τό ζητούμενον· οὕτω τῶν ἐπορκιζόντων, διά Πνεύματος θείου ἐμβαλλόντων τόν φόβον, καί ὥσπερ ἐν χώνῃ, τῷ σώματι, τήν ψυχήν ἀναζωπυρούντων»15. Κάνει μιά παρομοίωση τώρα. Ὅπως, λέει, οἱ ἔμπειροι χρυσοχόοι, φυσώντας τή φωτιά μέ λεπτά εἰδικά ὄργανα, ξεχωρίζουν τό χρυσάφι πού βρίσκεται στό χωνευτήρι ἀπό τά ἄλλα μέταλλα τοῦ μείγματος, ἔτσι κάνουν καί οἱ ἱερεῖς πού διαβάζουν σέ κάποιον ὑποψήφιο γιά Βάπτισμα τούς ἐξορκισμούς. Μέ τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐμφυσοῦν μέσω τοῦ σώματος, πού μοιάζει μέ χωνευτήρι, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή, καί ἔτσι τή φέρνουν στήν ἀρχική φύση καί λειτουργία της. Φεύγει ἀπ᾿ αὐτήν ὁ ἐχθρός της, ὁ διάβολος, καί παραμένει ἡ σωτηρία καί ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ ψυχή τότε, ἀφοῦ ἔχει πιά καθαριστεῖ ἀπό τά ἁμαρτήματά της, ἔχει κερδίσει τή σωτηρία.
«Παραμένωμεν τοίνυν τῇ ἐλπίδι, ἀδελφοί». Ἄς παραμείνουμε λοιπόν στήν ἐλπίδα, ἀδελφοί μου, «καί δῶμεν ἑαυτούς, καί ἐλπίσωμεν». Ἄς δώσουμε τούς ἑαυτούς μας καί ἄς ἐλπίσουμε. «Ἵνα ὁ Θεός τῶν ὅλων, τήν ἡμετέραν προαίρεσιν ἰδών, καθάρῃ μέν ἡμᾶς τῶν ἁμαρτιῶν, ἐλπίδας δέ ἡμῖν ἀγαθάς παράσχῃ τῶν πραγμάτων, καί δώῃ ἡμῖν μετάνοιαν σωτηρίας. Θεός ἐκάλεσε, σύ δέ ἐκλήθης»16. Ἄς παραμένουμε λοιπόν στήν ἐλπίδα, ἀδελφοί μου, ἄς δώσουμε τούς ἑαυτούς μας καί ἄς ἐλπίσουμε. Εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλπίδα, ξέρετε. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τώρα μένουν τά τρία ταῦτα πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη»17. Μετά θά καταργηθοῦνε ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίδα, διότι, ὅταν θά βλέπεις τόν Χριστό, δέν χρειάζεται νά πιστεύεις οὔτε νά ἐλπίζεις ἀφοῦ Τόν ἔχεις μπροστά σου. Ἀλλά θά παραμείνει ἡ ἀγάπη. Σ’ αὐτή τή ζωή χρειάζεται καί ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίδα. Καί ξέρετε ὁ διάβολος προσπαθεῖ πάρα πολύ σ’ αὐτά τά δύο, νά κλονίσει καί τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα, νά μᾶς ἀπελπίσει, νά μᾶς πεῖ, παράτα τα δέν γίνεται τίποτα καί νά μᾶς ρίξει στήν ἀπογοήτευση, ὥστε νά ἀφήσουμε τόν πνευματικό ἀγῶνα ἤ νά πέσουμε σέ μία κατάσταση ἀμέλειας, ἀκηδίας, ραθυμίας, οὐσιαστικά θανάτου πνευματικοῦ. Βέβαια τό πρῶτο πού προσπαθεῖ νά συντρίψει εἶναι τήν πίστη.
Ἄς προσέχουμε λοιπόν νά μή χάνουμε τήν ἐλπίδα μας ποτέ. Εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλπίδα. Ἀκόμα καί στίς χειρότερες ἁμαρτίες νά πέσουμε καί καμία πρόοδο νά μή βλέπουμε καί χειροτέρευση νά βλέπουμε στόν ἑαυτό μας, ἀκόμα καί νά τόν βλέπουμε νά χειροτερεύει δηλαδή, πάλι δέν θά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας καί ὁ Θεός θά μᾶς σώσει. Γιατί δέν εἶναι θέμα μιᾶς ἀτομικῆς πρόοδου οὔτε εἴμαστε ἐμεῖς πού θά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας. Ὁ Θεός θά μᾶς κρίνει. Κι αὐτό πού σέ μᾶς φαίνεται ὀπισθοδρόμηση γιά τόν Θεό μπορεῖ νά εἶναι πρόοδος. Δέν ξέρουμε.. Ὅπως καί αὐτό πού γιά μᾶς φαίνεται πρόοδος μπορεῖ γιά τόν Θεό νά εἶναι ὀπισθοδρόμηση, γιατί δέν ἔχουμε σωστά κριτήρια πολλές φορές. Ἀλλά τό σίγουρο εἶναι ὅτι ποτέ δέν πρέπει νά σταματᾶμε τόν ἀγῶνα καί ὁ Θεός πού θά μᾶς βρεῖ σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀκόμα κι ἄν χειροτερεύουμε, θά μᾶς σώσει. Τό ζητούμενο εἶναι νά μήν σταματήσουμε τόν ἀγῶνα, δηλαδή νά μήν ἀπελπιστοῦμε. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, κρατῆστε τήν ἐλπίδα σας, μή χάσετε τήν ἐλπίδα.
Καί βλέποντας ὁ Παντοκράτορας Θεός τήν προαίρεσή μας, θά μᾶς καθαρίσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί θά μᾶς χαρίσει δυνατή ἐλπίδα, ὅτι πραγματικά θά πετύχουμε τή νέα κατάσταση, καί θά μᾶς κάνει ἄξιους γιά τή σωτήρια μετάνοια. Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού σέ κάλεσε καί ἐσύ εἶσαι ὁ καλεσμένος. Εἶναι εὐλογία λοιπόν τό ὅτι εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς εἴμαστε ἤδη βαφτισμένοι. Δέν εἶναι μικρό πράγμα αὐτό.
- Εἴμαστε ἑφτά δισεκατομμύρια ἄνθρωποι στή γῆ, πόσοι εἶναι βαφτισμένοι;
Δέν πρέπει νά εἶναι ἕνα δισεκατομμύριο. Ἀφοῦ οἱ Ρῶσοι εἶναι 300 ἑκατομμύρια καί δέν εἶναι ὅλοι βαφτισμένοι. Περίπου 150 εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ ὀρθόδοξοι… Συνολικά δέν κάνουμε ἕνα δισεκατομμύριο. Δηλαδή, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἀβάφτιστοι. Εἶναι μεγάλη εὐλογία τό ὅτι εἴμαστε βαφτισμένοι Ὀρθόδοξοι. Ὁ Θεός μᾶς κάλεσε. Ὁπότε ἔχουμε βάσιμες ἐλπίδες γιά τή σωτηρία μας καί θά πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, νά Τόν εὐγνωμονοῦμε, ἀλλά καί νά κρατᾶμε αὐτή τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
«Παράμενε ταῖς κατηχήσεσιν». Νά παρακολουθεῖς συνέχεια τίς Κατηχήσεις, μή κάνεις ἀπουσίες δηλαδή, μία πᾶς καί μία δέν πᾶς. «Εἰ καί πολλά παρατείνωμεν λέγοντες, μήποτε ἡ διάνοιά σου ἐκλυθῇ»18, ἄν καί παρατείνουμε πολύ τό λόγο λέγοντας πολλά γιά νά μήν ξεστρατήσει ὁ λογισμός σου. Ἡ ἐγγραφή στούς καταλόγους τῶν ὑποψηφίων γιά Κατήχηση δέν ἦταν ἁπλή συμμετοχή σέ κάποια ὁμάδα ὑποψηφίων χριστιανῶν, ἀλλά θεϊκή κλήση, ἡ ὁποία παρεῖχε τή δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν πνευματική δωρεά τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό Λόγο, ἐφόσον «Αὐτός ὁ Θεός Λόγος, ὁ παραδιδούς τοῖς Μαθηταῖς τό τῆς θεογνωσίας μυστήριον». Τό γεγονός ὅτι ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ αὐτό εἶναι μιά δωρεά τοῦ Θεοῦ Λόγου, γιατί Αὐτός ὁ Θεός Λόγος εἶναι πού παρέδωσε αὐτά τά σωτήρια διδάγματα, τά ὁποῖα λέμε τώρα καί ἀκοῦμε.
Ἡ προσεκτική λοιπόν παρακολούθηση τῶν Κατηχήσεων δέν ἦταν ὑποχρέωση ἁπλῆς ἐκμαθήσεως ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς πίστεως, νά μάθουμε κάποια βασικά στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ ὁρισμένων ἄρθρων ἑνός καταστατικοῦ μιᾶς κάποιας κοινότητας, ἀλλά ἦταν βασική προϋπόθεση γιά τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ Κατηχούμενου. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς κάτι πού ἀπευθύνεται στήν διάνοια, στή λογική, νά αὐξήσουμε τίς γνώσεις μας. Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωντανός, εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Λόγος, δηλαδή ὁ Θεός ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος μπαίνει μέσα στήν ψυχή μας καί τή ζωοποιεῖ καί τήν θεοποιεῖ καί τήν λογοποιεῖ -ἄν θέλετε- τήν κάνει πραγματικά λογική, γιατί ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα του εἶναι παράλογος καί κάνει παράλογα πράγματα. Ὅταν λοιπόν ἀκοῦς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δέν αὐξάνεις ἁπλῶς τίς γνώσεις σου, ἀλλά μετέχεις τοῦ Θεοῦ. Μετέχεις στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεσαι, φωτίζεσαι καί θεώνεσαι.
Αὐτό λοιπόν τούς λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, προσέχετε νά πηγαίνετε, μήν κάνετε ἀπουσίες στίς Κατηχήσεις. Νά παραμένετε στίς Κατηχήσεις, γιατί ἔτσι θά μπεῖτε μέσα στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί θά ζήσετε τή ζωή τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θά σωθεῖτε. Τό ξεχνᾶμε αὐτό πολλές φορές, ὅτι ἕνας τρόπος γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Συνήθως ὁ νοῦς μας πάει στήν Θεία Κοινωνία καί βεβαίως αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο, τό σπουδαιότερο μέσο γιά νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό, ἀλλά πολύ σπουδαῖο ἐξίσου μέσο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό νά μελετᾶς καί νά ἀκοῦς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό εἶναι βασικό στοιχεῖο τῆς λατρείας τό κήρυγμα. Δέν πρέπει νά παραλείπεται τό κήρυγμα ἀπό τόν ἱερέα, γιατί εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τρέφει τίς ψυχές μας. Ἡ ψυχή ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή καί τροφή εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ νοερά προσευχή καί εἶναι βεβαίως καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἕνας ἄλλος τρόπος γιά νά πάρουμε τή Χάρη, τή Θεία Χάρη ,εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ φιλανθρωπία ἄς ποῦμε. Κάνεις μιά ἐλεημοσύνη καί πετᾶς. Πῶς πετᾶς; Πετάει ἡ ψυχή σου, χαίρεσαι. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς κοινώνησες μέ τόν Θεό Λόγο μέ αὐτή τήν φιλανθρωπία πού ἔκανες. Ἔδειξες συγχωρητικότητα, πετᾶς. Ἔδειξες ἀγάπη, πετᾶς, γιατί κατεξοχήν ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὁπότε ἔρχεται μέσα σου ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
«Ἔστιν δέ οὐ τό λουτρόν μόνον τό ἐλευθεροῦν, ἀλλά καί ἡ γνῶσις, τίνες ἦμεν καί τί γεγόναμεν…» λέει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας. Δέν μᾶς ἐλευθερώνει, λέει, μόνο τό λουτρό, τό βάπτισμα, ἀπό τούς δαίμονες καί τά πάθη, ἀλλά καί ἡ γνώση τοῦ ποιοί εἴμαστε καί ποιοί γίναμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ξαναλέω ὅτι αὐτή ἡ γνώση δέν εἶναι γνώση ἐγκεφαλική ἀλλά εἶναι βίωμα, εἶναι ζωή, εἶναι μέθεξη, εἶναι μετοχή στόν Θεό.
Ὁ κίνδυνος «μήποτε ἡ διάνοια ἐκλυθῇ», μήπως δηλαδή κουραστοῦνε, βαρεθοῦνε ἀπ’ τίς πολλές Κατηχήσεις, παραμόνευε ἀνά πᾶσα στιγμή ἐντός καί ἐκτός τῆς ὑπάρξεως κάθε Κατηχουμένου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος πολύ συχνά παρομοιάζει τίς βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ ὅπλα κατά «τῆς ἀντικειμένης ἐνεργείας» τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν καί τήν Κατήχηση ὡς οἰκοδομή. Οἱ ἀλήθειες, λοιπόν, εἶναι τά ὅπλα κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν καί ἡ Κατήχηση εἶναι ἡ οἰκοδομή.
Ἡ πλήρης λοιπόν γνώση τῶν βασικῶν σημείων τῆς πίστεως δέν ἐπιβαλλόταν μόνο γιά λόγους ἀπολογητικούς, ὅσο γιά λόγους «τηρήσεως» τῶν πιστῶν «ἐκ τοῦ πονηροῦ»19. Θά ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ κατηχούμενοι νά μάθουν τά βασικά τῆς πίστεως ὄχι μόνο γιά νά μποροῦν νά ἀπαντοῦν στούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, γιατί τούς λέγανε τί κάνετε ἐκεῖ;… εἶστε φονιάδες… διάφορες συκοφαντίες. Δέν ἦταν ὁ λόγος μόνο γιά νά ἀπαντήσουν, νά ἀπολογηθοῦν, ἀλλά ἦταν καί ὁ λόγος γιά νά μποροῦν νά ἀποκρούουν τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅπου ὑπάρχει Ἁγία Γραφή, ἐκεῖ δέν πλησιάζει διάβολος. Σέ σπίτι πού ὑπάρχει Ἁγία Γραφή καί ἐννοεῖται τή μελετάει κανείς, δέν τήν ἔχει καταχωνιασμένη καί σκονισμένη, δέν πλησιάζει ὁ διάβολος. Εἶναι δηλαδή ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄμυνα κατά τῶν ἐχθρῶν, κατά τῶν δαιμόνων. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά διαβάζουμε κάθε μέρα ἔστω λίγο ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ἄν πάει κανείς στήν ἐκκλησία, πάντα θά ἀκούσει εὐαγγέλιο, εἴτε πάει στόν Ὄρθρο εἴτε πάει στή Θεία Λειτουργία καί βεβαίως καί τά ἀναγνώσματα πού ἔχουμε στό Ἀπόδειπνο ἤ στόν Ἑσπερινό εἶναι πάλι μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἄμυνα, εἶναι ἀμυντήριο, εἶναι ἀσπίδα κατά τῶν δαιμόνων.
Ἡ ἔκλυση τῆς διάνοιας, τό νά βαρεθοῦνε δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο νά μπουχτίσουνε, δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή βουλητική παράλυση, δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή θέληση ἡ ὁποία παραλύει. Γιατί μπούχτισα; Γιατί βαρέθηκα; Γιατί παρέλυσε ἡ θέλησή μου. «Ἅ δέ τις βούλεται ταῦτα καί οἴεται». Αὐτά πού κανείς θέλει, αὐτά καί νομίζει. Αὐτά καί ἐκφράζει σάν γνώμη, αὐτά πού θέλει. «Ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν»20. Ἔχει τεράστια σημασία ἡ θέληση.
- Γιατί μπούχτισες; Γιατί βαρέθηκες;
Τά πνευματικά δέν σέ κάνουν νά βαρεθεῖς ποτέ, γιατί εἶναι τροφή. Ἀλλά γιατί δέν τά θέλεις; Στό βάθος μπῆκε μία παράλυση τῆς θέλησης. Εἴτε λοιπόν διανοητική ἀποπλάνηση ἤ βουλητική ἀπόκλιση φανερώνουν ἐλλειμματική προαίρεση καί γνώση ἤ τουλάχιστον ἀδιαφορία ἤ ἀποχαύνωση. Ἐξασθενίζει λοιπόν ἡ θέλησή μας γιά τόν Θεό καί γιά τά τοῦ Θεοῦ καί λένε, τί νά πάω πάλι νά ἀκούσω τά ἴδια καί τά ἴδια; Βαρέθηκα. Δέν εἶναι ὅτι λένε τά ἴδια καί τά ἴδια. Καί τό ψωμί τό ἴδιο εἶναι καί τό τρῶς κάθε μέρα. Γιατί δέν τό βαριέσαι; Γιατί τό θέλεις. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ψυχή μας. Εἶναι θέμα θέλησης. Καί ἡ ἁμαρτία πάλι, νά ξέρετε, εἶναι θέμα θέλησης. Τήν θέλουμε καί τήν κάνουμε. Εἶναι ἀστεῖο νά πεῖς δέν θέλω καί τό κάνω. Θέλεις καί τό κάνεις τό ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα καί ἑκούσια συγκατατίθεσαι στόν πονηρό καί παραδίνεις τόν ἑαυτό σου στόν πονηρό. Ἄν θεραπευτεῖ ἡ θέληση, καί μπορεῖς νά τή θεραπεύσεις μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, παύεις καί νά ἁμαρτάνεις. Δέν θέλεις νά ἁμαρτάνεις, δέν ἁμαρτάνεις.
Θυμᾶμαι τόν Πατριάρχη Σερβίας πού πολλοί λέγανε πώς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ἐγώ θά σᾶς πῶ ἕνα περιστατικό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε αὐτοκίνητο. Καθόλου, τίποτα… Πήγαινε μέ τό λεωφορεῖο, ὅπου ἤθελε νά πάει. Πολύ ἁπλός… Ἤτανε καλοκαίρι, εἶχε καί τόν διάκο μαζί του καί τοῦ λέει, πῶς θά πᾶμε ἐκεῖ; Λέει ὁ Πατριάρχης, θά πᾶμε μέ τό λεωφορεῖο. Ἦταν ἕνα μέρος τό ὁποῖο περνοῦσε μέσα ἀπό μία παραλία. Τοῦ λέει ὁ διάκος, Παναγιώτατε, πῶς θά πᾶμε ἀπό κεῖ πέρα; Οἱ ἄνθρωποι δέν προσέχουνε, μπάνιο κάνουνε, δέν ντύνονται σωστά… Καί τοῦ ἀπάντησε: «ὁ καθένας βλέπει ὅ,τι θέλει»! Ὅπως καί νά ’ναι οἱ ἄλλοι, ἐσύ τί ἐνοχλεῖσαι; Μπορεῖς νά μήν τούς δεῖς καί νά μή βλαφτεῖς!
Ὅλο τό πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας λοιπόν δέν εἶναι στό περιβάλλον, «φταίει τό περιβάλλον, φταίει ἡ κοινωνία, φταῖνε οἱ γυναῖκες πού δέν ντύνονται σωστά».. φταίει ἡ θέλησή μας.
«Ὅπλα γάρ λαμβάνεις», ὅταν ἀκοῦς τίς Κατηχήσεις, «κατά ἀντικειμένης ἐνεργείας», ἐναντίον τῶν δαιμόνων. «Ὅπλα λαμβάνεις κατά αἱρέσεων»21. Ἁπλά, ἐπειδή ἔρχεται ἕνας Ἰεχωβάς, ἕνας Προτεστάντης καί πρέπει νά τοῦ ἀπαντήσουμε. Εἶναι ντροπή μας. Ἐνῶ εἶναι στήν πλάνη, εἶναι στό ψέμα, κι ὅμως σοῦ κατεβάζει δέκα χωρία, τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι καί διεστραμμένα, γιατί τά διαστρέφουν τά χωρία καί ἐσύ δέν ξέρεις κἄν ἄν αὐτό πού σοῦ λέει εἶναι ἀλήθεια ἤ ὄχι… καί θαυμάζεις. Μένεις μέ ἀνοιχτό τό στόμα ἄς ποῦμε.. Ἡ ἑρμηνεία πού σοῦ δίνει εἶναι τελείως λάθος καί πάλι δέν τό καταλαβαίνεις. Γιατί; Γιατί δέν ἔχεις κατηχηθεῖ.
«Ὅπλα λαμβάνεις κατά αἱρέσεων, κατά Ἰουδαίων, καί Σαμαρειτῶν, καί Ἐθνῶν», εἰδωλολατρῶν, «πολλούς ἐχθρούς ἔχεις, πολλά βέλη λάμβανε». Ἔχεις πολλούς ἐχθρούς, πρέπει νά ἔχεις πολλά βέλη. «Πρός πολλούς γάρ ἀκοντίζεις»22. Ἔχεις νά ρίξεις ἀκόντια πρός πολλούς ἐχθρούς, ἀλλιῶς θά πληγωθεῖς.
«Καί χρεία σοι μαθεῖν πῶς κατακοντίσῃς τόν Ἕλληνα, πῶς ἀγωνίσῃ πρός αἱρετικόν, πρός Ἰουδαῖον καί Σαμαρείτην». Ἔχεις ἀνάγκη λοιπόν νά ξέρεις πῶς θά πρέπει νά ἀντιμετωπίσεις τόν αἱρετικό, τόν Ἰουδαῖο, τόν Σαμαρείτη. «Καί τά μέν ὅπλα ἕτοιμα, καί τό ξίφος τοῦ Πνεύματος ἑτοιμότατον». Ἕτοιμα εἶναι τά ὅπλα καί πιό ἕτοιμο ἀκόμα εἶναι τό ξίφος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό φορᾶς ὅμως; «Δεῖ δέ καί δεξιάς τείνειν διά προαιρέσεως ἀγαθῆς». Θά πρέπει νά τεντώσεις τό δεξί σου χέρι, μέ τή δύναμη τῆς καλῆς προαίρεσής σου, νά θέλεις δηλαδή νά πολεμήσεις. Ὅλες τίς δουλειές πού κάνουμε, κυρίως μέ τό δεξί χέρι τίς κάνουμε. «Ἵνα πόλεμον Κυρίου πολεμήσῃς, ἵνα νικήσῃς ἀντικειμένας ἐνεργείας, ἵνα ἀήττητος γένῃ παντί αἱρετικῷ πράγματι»23. Πρέπει νά τεντώσεις τό δεξί σου χέρι, μέ τή δύναμη τῆς καλῆς προαίρεσής σου γιά νά πολεμήσεις στόν πνευματικό πόλεμο τοῦ Κυρίου, νά νικήσεις τίς ἐνάντιες δυνάμεις καί νά ἀναδειχτεῖς ἀήττητος μπροστά σέ κάθε ἐνέργεια καί ραδιουργία τῶν αἱρετικῶν.
Ἐπειδή, λέει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας, «πράξεως ἀρχή ἡ προαίρεσις», ἡ προαίρεση εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πράξης. Πρίν κάνουμε κάτι, τό προαιρούμεθα, τό θέλουμε, ὑπάρχει ἡ προαίρεση γιά αὐτό. Ὁ Κατηχούμενος, σάν στρατιώτης πού ξεκινάει γιά πόλεμο, ἔπρεπε αὐτοπροαίρετα, ἐνσυνείδητα καί ὑπεύθυνα νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα γιά τή σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέν «τρεπτῆς φύσεως», ἀνατρέπεται, δηλαδή γυρίζει ἀνάποδα, ἀλλά δέν εἶναι «ἀνάγκης τέκνον». Δέν εἶναι προκαθορισμένη ἡ συμπεριφορά μας, ὅπως θέλουν νά μᾶς ποῦνε κάποιοι μοντέρνοι ψυχολόγοι κ.λ.π., ὅτι εἶναι ὅλα προκαθορισμένα ἀπό τό ἀσυνείδητο καί τό ὑποσυνείδητο. Λάθος! Τότε δέν θά εἴχαμε εὐθύνη καί δέν θά δίναμε λόγο στόν Θεό. Θά εἴμαστε ὑποχείρια τῶν προγόνων μας, τῆς κληρονομικότητας, τῆς ἀνάγκης. Δέν εἴμαστε ὑποχείρια τῆς ἀνάγκης ἤ τῶν ἐνστίκτων ἤ τῆς κληρονομικότητας, γιατί τότε δέν θά εἴχαμε νά δώσουμε λόγο. Ὄχι. Ὑπάρχουν αὐτά, ἀλλά μπορεῖς νά τά χαλιναγωγήσεις, μπορεῖς νά τά κατευθύνεις. Μπορεῖς νά πᾶς ἐκεῖ πού θέλεις ἐσύ, ἄσχετα τί ἔχει τό DNA σου. Δέν εἶσαι «ἀνάγκης τέκνον». Ὑπῆρχε καί ἕνα βιβλίο στή βιολογία, ὅταν εἴμαστε φοιτητές μᾶς τό πολυδιαφημίζανε «Τύχη καί ἀναγκαιότητα», τό ὁποῖο ἦταν γραμμένο ἀπό ἕναν ἄθεο. Οὐσιαστικά θέλουν νά μᾶς πείσουν οἱ ἄθεοι αὐτό τό πράγμα, ὅτι εἴμαστε εἴτε προϊόντα τύχης εἴτε προϊόντα ἀνάγκης. Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο εἴμαστε. Οὔτε τυχαῖοι εἴμαστε οὔτε ἀνάγκης τέκνα εἴμαστε. Εἴμαστε ἔλλογα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί ξέρουμε πολύ καλά ποιός μᾶς ἔφτιαξε καί ποῦ πᾶμε, ποιός εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἀλλά ὅταν δέν ἔχεις πίστη στόν Θεό καί ἐλπίδα στόν Θεό, εἶσαι μέσα στό σκοτάδι καί λές ἄλαλα καί μπάλαλα.
Νά παραμένεις, λοιπόν, καί νά παρακολουθεῖς τίς Κατηχήσεις γιά νά ἔχεις ὅπλα καί νά εἶσαι ἀήττητος παντί αἱρετικῷ. «Παραγγελία δέ σοι καί τοῦτο ἔστω», σοῦ δίνω ἀκόμα καί αὐτή τήν ἐντολή: «τά λεγόμενα μάνθανε, καί τήρει εἰς τόν αἰῶνα». Νά μάθεις καλά αὐτά πού ἀκοῦς ἐδῶ καί νά τά τηρήσεις σ᾿ ὅλη σου τή ζωή. Αὐτά πού μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός δέν εἶναι νά τά τηρήσουμε γιά λίγο καί νά τά παρατήσουμε, ἀλλά πρέπει πάντα νά τά τηροῦμε εἰς τόν αἰῶνα. «Μή νομίσῃς τάς συνήθεις εἶναι προσομιλίας». Μή νομίσεις ὅτι ὅσα λέγονται ἐδῶ μοιάζουν μέ τίς συνηθισμένες ὁμιλίες. «Κἀκεῖναι μέν γάρ ἀγαθαί, καί πίστεως ἀξίαι» καί ἐκεῖνες εἶναι καλές καί ἀξιόπιστες, «ἀλλ' ἐάν σήμερον ἀμελήσωμεν, αὔριον μανθάνομεν», ἀλλά ἄν ἀμελήσουμε σήμερα, αὔριο θά τά μάθουμε, λόγου χάρη τά νέα τῆς ἡμέρας. Δέν εἶναι καί μεγάλη ζημιά… Ἄν ὅμως «τά περί τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας σήμερον ἀμεληθῇ, πότε κατορθωθήσεται;»24. Ἄν ὅμως ἀμελήσεις νά μάθεις αὐτά πού ἀκούγονται ἐδῶ συνέχεια καί πού ἔχουν σχέση μέ τό λουτρό τῆς ἀναγέννησης, πότε θά κατορθώσεις νά φτάσεις ἐκεῖ πού πρέπει;
Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι κατάλληλος καιρός νά φυτευτοῦν τά δέντρα. Ἄν δέν σκάψουμε τώρα καί δέν ἀνοίξουμε βαθεῖς λάκκους, πότε ἄλλοτε μπορεῖ νά φυτευτεῖ μέ ἐπιτυχία ἕνα δέντρο πού τώρα θά κακοφυτευτεῖ; Παράβαλε τήν Κατήχηση μέ μιά οἰκοδομή. Δέν θά ἔχουμε κανένα ἀπολύτως κέρδος ἀπό τόν κόπο μας, ἄν δέν σκάψουμε καί δέν βάλουμε τώρα θεμέλια. Καί τίποτα δέν θά ἔχουμε ἐπιτύχει, ἄν δέν δέσουμε στή συνέχεια μέ σενάζια ὅλη τήν οἰκοδομή, ὥστε νά μήν καταρρεύσει, σέ περίπτωση κάποιας δυσκολίας. Πρέπει μέ σειρά νά δένουμε λιθάρι μέ λιθάρι καί γωνία μέ γωνία. Βλέπετε; Νά κάνουμε μιά συστηματική καί σωστή οἰκοδομή, μιά συστηματική καί σωστή ἐργασία στήν ψυχή μας. Μία μία ἀλήθεια πού θά σᾶς λέω θά πρέπει νά τή δένετε μέ τήν προηγούμενη καί μέ τήν ἑπόμενη, ὅπως αὐτός πού χτίζει δένει τίς πέτρες τή μία μέ τήν ἄλλη καί βάζει κι αὐτά τά σενάζια πού ξέρουμε ὅλοι γιά νά μπορέσει νά ὑψωθεῖ σωστά ἡ οἰκοδομή καί νά μήν καταρρεύσει.
Ἔτσι καί τώρα ἐδῶ σοῦ προσφέρουμε σάν λιθάρια τίς διδασκαλίες. Ἐσύ πρέπει νά προσέχεις καί νά παρακολουθεῖς ὅσα διδάσκονται γιά τόν ζωντανό Θεό, γιά τήν Κρίση, γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἀνάσταση καί γιά πολλά ἄλλα πού θά εἰπωθοῦν στή συνέχεια. Αὐτά πού τώρα ἀναφέρονται εὐκαιριακά, θά προσφερθοῦν τότε συναρμολογημένα καί μέ κάποια σειρά. Ἄν ὅμως ἐσύ δέν τά συνδυάσεις καί δέν θυμηθεῖς καί τά πρῶτα καί τά δεύτερα, ἐκεῖνος πού διδάσκει θά οἰκοδομεῖ, ἐσύ ὅμως θά ἔχεις κακοθεμελιωμένο καί ἑτοιμόρροπο τό οἰκοδόμημα, ὅταν ἔχεις κενά δηλαδή στήν Κατήχησή σου. Γι’ αὐτό τούς λέει, μή φεύγετε ἀπό τίς Κατηχήσεις, νά εἶστε ἀνελλιπῶς παρόντες.
Ὅταν παρακολουθεῖς τίς Κατηχήσεις, ἄν κάποιος σέ ρωτήσει τί σᾶς εἶπαν οἱ Κατηχητές, νά μήν ἀναφέρεις τίποτα σέ ὁποιονδήποτε ἄσχετο. Βλέπετε; Αὐτό εἶναι ἡ ἐχεμύθεια καί ἡ ἀσφάλεια καί αὐτό πού λέει ὁ Χριστός μας «μή δῶτε τά ἅγια τοῖς κυσί»25. Εἶναι ἄκρως διακριτικός παιδαγωγός καί πνευματικός πατέρας ὁ ἅγιος Κύριλλος, γι’ αὐτό χαρακτηρίζει τήν Κατήχηση ὡς Μυστήριο. Εἶναι Μυστήριο, ὅπως εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία, ὅπως εἶναι τό Βάφτισμα, ἔτσι καί ἡ Κατήχηση. Καί αὐτό, ὄχι ἀπό λόγους ὑπερβολῆς. Δέν τήν ὀνομάζει Μυστήριο λόγω ὑπερβολῆς ἤ γιά νά τονίσει τό στοιχεῖο τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς κλήσεως τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά τό κάνει καθαρά ἀπό διάκριση καί ἀγάπη γιά τούς Ἐθνικούς καί Εἰδωλολάτρες. Γιατί σ᾿ αὐτούς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀποταγή τῆς πλάνης τους καί ἡ καταβολή τῆς προαίρεσης, γιά τήν ἔνταξή τους στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐνδιαφέρονταν νά γνωρίσουν τά δόγματα τῆς πίστεως ἀπό περιέργεια καί μόνο. Ὁπότε, δέν πρέπει νά τούς τά πεῖς, γιατί δέν ἔχουν διάθεση εἰλικρινή, ἔχουν ἁπλῶς περιέργεια. «Τί εἴπατε ἐκεῖ πέρα; Τί σᾶς εἶπαν ἀπόψε;». Γιατί ρωτᾶς νά μάθεις; Θέλεις κι ἐσύ νά γίνεις κατηχούμενος; Ἔλα. Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, ἄν ἔχεις γνήσια προαίρεση καί θέλεις νά ἐνταχθεῖς;
Ἐπειδή, λοιπόν, κινδύνευαν νά πέσουν στόν πειρασμό τῆς περιγελάσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως, ὅταν οἱ ἐθνικοί θά ἄκουγαν αὐτά πού λεγόντουσαν στήν Κατήχηση, τό πιό πιθανό ἦταν νά τά περιγελάσουν καί νά τά πετάξουν… καί τό ἕνα καί τό ἄλλο εἶναι κακό, εἶναι ἁμαρτία. Ἀπό ἀγάπη, λοιπόν, στούς ἐθνικούς δέν τούς τά λέμε. Ἀπό ἀγάπη στούς ἄσχετους δέν μιλᾶμε, γιατί δέν ἔχουν ἀληθινό ἐνδιαφέρον. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας, «διά τοῦ ἁγίου Κατηχητοῦ», ἀπαγόρευε τήν κοινοποίηση τῶν διδασκομένων. Ἐπειδή ὡς μητέρα φιλόστοργος ἐνδιαφέρεται πάντα, ὄχι μόνο γιά τά ἐντός, ἀλλά καί γιά τά ἐκτός τῆς μάνδρας της πρόβατα, γιατί κι ἐκεῖ ὑπάρχουν πρόβατα, «καθολικῶς ἐποπτεύουσα καί μεριμνῶσα διά τόν σύμπαντα κόσμον», τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά «ἐκκλησιάσει». Εἶναι «Μυστήριο» ἡ Κατήχηση καί σάν κατάσταση καί σάν λειτουργία.
«Κατηχούμενος» γίνεται κανείς τότε πού θά δεχτεῖ τίς θωπεῖες τῆς Χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά νιώσει τή θαλπωρή τῆς Θείας Ἀγκάλης ἀοράτως καί προκαταβολικῶς καί θά λαχταρήσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀπόλαυσής της. Λειτουργεῖ καί λειτουργεῖται σάν Κατηχούμενος μέ βασική τροποποίηση τῆς κοινωνικῆς ἔνταξής του. Ἀποφασίζει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στή «μικρά ποίμνη», στή «ζύμη» καί στό «ἁλάτι». Ἀπό μαζικός ἄνθρωπος, ἄνθρωπος τῆς μάζας δηλαδή, ἀπό ἐθνικό ἄτομο, ἄτομο δηλαδή τῶν ἐθνῶν, τῶν εἰδωλολατρῶν, γίνεται χριστοειδές πρόσωπο. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά, στήν Ἐκκλησία δέν εἴμαστε μάζα οὔτε ἄτομα, εἴμαστε πρόσωπα. Καλό εἶναι καί στίς φράσεις μας νά μή λέμε εἴμαστε εἴκοσι ἄτομα. Εἴμαστε εἴκοσι πρόσωπα. Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἴμαστε ἄτομα, γιατί ἄτομα σημαίνει νούμερα, ἀριθμοί. Εἴμαστε χριστοειδή πρόσωπα πού μοιάζουμε στόν Χριστό καί ζοῦμε κάτι ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Φάτνη, κάτι ἀπό τή φυγή στήν Αἴγυπτο, ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμα ζεῖ κάτι ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού ζοῦσε ὁ Τίμιος Πρόδρομος. «Τό δέ παιδίον ηὔξανεν καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι καί ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρός τόν Ἰσραήλ»26. Ἔτσι ζεῖ καί ὁ κατηχούμενος σάν τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Ἔτσι λοιπόν λέει ὁ Ἅγιος, πρόσεξε νά εἶσαι συνεπής καί νά παρακολουθεῖς, διότι ἀκριβῶς χτίζεις τώρα καί πρέπει νά χτίσεις σωστά. Καί ἀπό τήν ἄλλη μήν ἀποκαλύπτεις αὐτά στούς ἄσχετους, γιατί σοῦ παραδίδουμε μυστήριο καί ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Κράτησε μυστικά μέσα σου τό μυστήριο, γιά χάρη Ἐκείνου πού θά σέ ἀνταμείψει γι᾿ αὐτό. Μή σοῦ πεῖ ποτέ κανείς: «Τί βλάπτει νά τό μάθω κι ἐγώ;». Καί οἱ ἄρρωστοι ζητᾶνε κρασί. Ἄν ὅμως τούς τό δώσουμε χωρίς νά πρέπει, τούς κάνουμε νά χάσουνε τό μυαλό τους. Ἔτσι γίνονται δυό κακά, καί ὁ ἄρρωστος χάνεται καί ὁ γιατρός δυσφημίζεται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Κατηχούμενο. Ἄν αὐτός ἀκούσει κάτι ἀπό κάποιον πιστό, τότε καί ὁ ἴδιος χάνει τίς φρένες του -γιατί ἐπειδή δέν εἶναι σέ θέση νά τό κατανοήσει, ἐρευνᾶ καί περιγελάει αὐτά πού κηρύττονται- καί ὁ πιστός κατακρίνεται ὡς προδότης. Δύο κακά. Ἐσύ λοιπόν τώρα στέκεσαι στό σύνορο μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων. Τόν νοῦ σου μήν ξεστομίσεις τίποτα. Ὄχι γιατί δέν εἶναι ἄξια καί σπουδαῖα τά ὅσα λέγονται ἐδῶ, ἀλλά γιατί ἡ ἀκοή τοῦ ἄλλου εἶναι ἀνάξια νά τά δεχτεῖ. Κάποτε ἤσουν καί σύ Κατηχούμενος, ἀλλά δέν σοῦ εἶπα αὐτά πού σοῦ λέω τώρα. Ὅταν ἡ πείρα σέ διδάξει τό ὕψος ὅσων ἔμαθες, τότε θά καταλάβεις ὅτι εἶναι ἀνάξιοι οἱ Κατηχούμενοι νά τά ἀκούσουν. Αὐτοί εἶναι προχωρημένοι ὁπότε θά τούς ἀποκαλύψει πιό ὑψηλά πράγματα. Καί τούς λέει προσέξτε αὐτά πού θά σᾶς πῶ τώρα δέν εἶναι ἀνακοινώσιμα, δέν μπορεῖτε νά τά πεῖτε.
Ὅσοι γραφτήκατε στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων γιά τό Βάπτισμα, γίνατε γιοί καί θυγατέρες μιᾶς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐρχόσαστε νωρίτερα καί παραμένετε στό χῶρο πού πρόκειται νά γίνουν ἐξορκισμοί, καθένας σας ἄς λέει κάτι πνευματικά ὠφέλιμο. Μήν χάνετε τόν καιρό σας μέ μάταιες συζητήσεις, ἐνῶ περιμένετε. Ἄν λείπει κάποιος, νά τόν ἀναζητήσετε. Νά ἐνδιαφερθεῖτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον. Γιατί λείπει; Μήπως ἀρρώστησε; Ἄν ἤσουν προσκαλεσμένος σέ συμπόσιο, δέν θά περίμενες καί τούς ἄλλους προσκαλεσμένους; Ἄν εἶχες ἀδελφό, δέν θά ἐνδιαφερόσουν γιά τό συμφέρον του;
Νά μήν ἀσχολεῖσαι μέ ἄλλα ἀνωφελή πράγματα καί νά μή διερωτᾶσαι: «Ἔγινε τίποτα στή πόλη; Μήπως συνέβηκε τίποτα στή γειτονιά; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ βασιλιάς; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ ἐπίσκοπος; Μήπως ἔκανε τίποτα ὁ ἱερέας;». Μάταια πράγματα δηλαδή χωρίς καμιά ὠφέλεια. Στά οὐράνια στρέψε τό βλέμμα σου. Αὐτά πού σοῦ χρειάζονται τώρα εἶναι τό: «Μείνετε στή σιωπή καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία χωρίς περισπασμούς καί μάθετε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός»27. Αὐτό λέει, σᾶς χρειάζεται τώρα. Ἀφῆστε τά νέα, τίς εἰδήσεις. Ἄν δεῖς τούς πιστούς νά διακονοῦν καί νά μήν ἀσχολοῦνται μέ ἄλλες μέριμνες, μάθε ὅτι βρίσκονται σέ σωστό δρόμο. Ἔχουν συναίσθηση τοῦ τί ἔχουν δεχτεῖ, βρίσκονται μέσα στή Χάρη. Ἐσύ ὅμως βρίσκεσαι ἀκόμα ἀνάμεσα σέ δυό δυνατότητες: Νά δεχτεῖς ἤ νά μή δεχτεῖς τό Βάπτισμα. Νά μήν ἀποστραφεῖς ὅσους διάλεξαν τή ζωή τῆς ἀμεριμνίας πού χαρίζει ἡ πίστη, ἀλλά νά σταθεῖς μπροστά τους μέ δέος.
Στίς Κατηχήσεις παρευρίσκονταν ἄνδρες καί γυναῖκες, ὡς καί ἄτομα πάσης ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς, μορφωτικῆς καί κοινωνικῆς προέλευσης. Αὐτή εἶναι ἡ ἰσότητα τῆς Ἐκκλησίας, δέν κάνει διακρίσεις. Αὐτοί ὅλοι προσέρχονταν στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου παρευρίσκονταν στήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Παρακολουθοῦσαν τόν Ὄρθρο. Ὄχι Θεία Λειτουργία, τόν Ὄρθρο. Ἔπειτα πήγαιναν στό Ναό τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἀπήγγελε τήν Κατήχηση. Οἱ Φωτιζόμενοι κάθονταν χωριστά ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἐνδεχομένως νά ὑπῆρχε καί μεταξύ τῶν γυναικῶν κάποια διάκριση. Ὁ λεγόμενος «Παρθενικός Σύλλογος» καταλάμβανε ἰδιαίτερη θέση. Κάποιες γυναῖκες ἀφιερωμένες, παρθένες. Τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων παρακολουθοῦσαν καί ὅσοι ἀπό τούς πιστούς εἶχαν ὁρισμένη διακονία, οἱ ἀνάδοχοι τῶν Φωτιζομένων, αὐτοί πού θά γινόντουσαν νονοί δηλαδή, οἱ Μονάζοντες καί ὅσοι ἄλλοι ἐκ τῶν Πιστῶν ἤθελαν. Μποροῦσαν νά ἀκούσουν δηλαδή τίς Κατηχήσεις πρός τούς Φωτιζόμενους, αὐτούς πού ἦταν στήν τελική εὐθεία γιά νά βαφτιστοῦν. Πολλοί ἀπό τούς Φωτιζόμενους πήγαιναν στό Ναό πολύ νωρίς. Αὐτοί ἔπρεπε νά κάθονται μέ ἡσυχία καί νά «λαλοῦν τά πρός εὐσέβειαν», ἀποφεύγοντας τή φλυαρία καί τήν ἀργολογία. Ἐπιπλέον γινόταν εἰδική σύσταση στούς Φωτιζόμενους νά ἀναζητοῦν ὅσους ἀπουσίαζαν, καλλιεργώντας τους ἔτσι τά φιλάδελφα αἰσθήματα καί δημιουργώντας τους βιώματα μελῶν μιᾶς νέας, ἰδιαίτερης καί χαρισματικῆς κοινωνίας.
Ὁλοκληρώσαμε κάπως αὐτό πού ἤθελα νά σᾶς πῶ σήμερα. Πήραμε μία γεύση γιά τό πῶς λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία τότε καί διδαχθήκαμε ὅλα αὐτά τά ὡραῖα πού λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος. Εἶναι δίδαγμα καί γιά μᾶς, νά μή φεύγουμε ἀπό τίς Κατηχήσεις, νά παρακολουθοῦμε, νά διδασκόμαστε, νά φωτιζόμαστε, ὥστε νά πολεμᾶμε τόν διάβολο καί νά χτίζουμε σωστά λιθαράκι - λιθαράκι τήν πνευματική μας οἰκοδομή, τό πνευματικό μας σπίτι. Ἄν θέλετε κάτι νά συζητήσουμε πάνω σ’ αὐτά…
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅ οὐ θέλω τοῦτο πράσσω καί ὅ μισῶ τοῦτο ποιῶ»28. Αὐτό τό λέει γιά τόν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο, γιά τόν πρό Χριστοῦ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρρωστος καί κυριαρχεῖται ἀπό τόν πονηρό. Αὐτός, βεβαίως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά κάποιο τρόπο δέσμιος τοῦ πονηροῦ. Ἀλλά προσέξτε, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει τό κακό, παρόλο πού εἶναι ἀβάπτιστος, παρόλο πού ἔχει πάρα πολύ ἔντονη δαιμονική ἐνέργεια. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ Παναγία, ἡ ὁποία δέν ἦταν βαφτισμένη κι ὅμως δέν ἁμάρτανε. Τό βάπτισμα τῆς Παναγίας ἦταν τή στιγμή πού σαρκώθηκε ὁ Λόγος ἐντός της. Τότε βαφτίστηκε ἡ Παναγία, δέχτηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά καί πρίν δέν ἁμάρτανε. Πῶς τά κατάφερε ἡ Παναγία ὄντας ἀβάπτιστη; Ἀκριβῶς διότι εἶχε καρφώσει τόν νοῦ της στόν Θεό καί ἔκανε νοερά προσευχή, ἀδιάλειπτη, ἐκεῖ μέσα στόν ναό. Ὁπότε πάλι ἔπαιζε ρόλο ἡ θέληση. Τό ἕνα δέν ἀναιρεῖ τό ἄλλο.
Αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει αὐτή τή μεγάλη δυστυχία πού εἴχαμε οἱ ἄνθρωποι μέχρι νά ἔρθει ὁ Χριστός. Δέν εἴμαστε ἀναγκασμένοι, εἴμαστε σχεδόν ἀναγκασμένοι νά ζοῦμε στήν ἁμαρτία, γιατί ἦταν πολύ ἔντονη ἡ κυριαρχία τῶν δαιμόνων. Μετά Χριστόν ὅμως καταλύθηκε - καταργήθηκε ὁ διάβολος καί μικρά παιδιά τόν παίζουνε τόν διάβολο, τόν διαλύουνε μέ τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ, μέ τή δύναμη τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.
Τό ἄλλο πού εἴπατε «ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι»29 πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, αὐτό τό λέει γιά τήν ἄσκηση. Ὅταν κανείς ἀσκεῖται, τότε ἐξασθενεῖ τό σαρκικό φρόνημα, ἐξασθενεῖ ἡ σάρκα καί δυναμώνει τό πνεῦμα. Ὅσο κανείς ὑποτάσσει τή σάρκα, τόσο δυναμώνει τό πνεῦμα, γιατί αὐτά λέει «ἀντίκειται ἀλλήλοις»30, τό ἕνα εἶναι ἀντίθετο μέ τό ἄλλο. Ὅσο δυναμώνεις τή σάρκα, τόσο ἐξασθενεῖ τό πνεῦμα καί εἶσαι ἀδύναμος. Ὅσο δυναμώνεις τό πνεῦμα, τόσο ἐξασθενεῖ ἡ σάρκα. Ὅταν κανείς εἶναι μέ νηστεία, μέ ἀγρυπνία, μέ προσοχή, μέ προσευχή, μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔχει δυνατό τό πνεῦμα, εἶναι πράγματι δυνατός, ἀλλά εἶναι ἀδύναμος στή σάρκα. Εἶναι ἀδύναμος ὡς πρός τό σαρκικό φρόνημα δηλαδή. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ἄσκησης νά ταπεινωθεῖ ἡ σάρκα, τό σαρκικό φρόνημα καί νά κραταιωθεῖ τό πνεῦμα.
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Ἄν θά ὑπάρχουν ἀβάπτιστοι στήν ἄλλη ζωή… Αὐτό εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ, ἐγώ δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ. Μπορῶ ὅμως νά σᾶς πῶ αὐτό πού λέει ὁ Θεός ὅτι «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»31. Γι’ αὐτούς εἶπε ὁ Θεός ὅτι θά σωθοῦνε. «Ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»32. Αὐτός πού εἶναι ἀβάπτιστος, γιατί εἶναι ἀβάπτιστος; Γιατί ἀπίστησε.
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Ἄν δέν γνώριζε… «ὁ γνούς καί μή ποιήσας δαρήσεται πολλάς· ὁ μή γνούς καί μή ποιήσας, δαρήσεται ὀλίγας»33. Ἄρα εἶναι ξεκάθαρο. Ἴσως νά φάει λίγο ξύλο. Νά φᾶς ξύλο καί νά εἶσαι στόν Παράδεισο δέν γίνεται!
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Αὐτοί ἐπειδή εἶναι βαφτισμένοι, πρέπει νά τούς τά ποῦμε. Ἐδῶ μιλάει ὁ Ἅγιος γιά τούς ἀβάφτιστους, γιά τούς ἀντίχριστους, τούς ἐθνικούς. Εἰδωλολάτρες, προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα καί λατρεύανε τόν διάβολο, σατανιστές, σατανολάτρες. Σ’ αὐτούς λέει δέν θά τά λέτε. Ἀλλά, δυστυχῶς , σήμερα καί πολλοί βαφτισμένοι, ἤ τέλος πάντων κάποιοι ἀπ’ αὐτούς εἶναι σχεδόν σατανολάτρες, σχεδόν… Σ’ αὐτούς δέν μπορεῖς νά πεῖς καί πολλά πράγματα, γιατί δέν τά δέχονται, δέν τά θέλουνε καί ἤ θά σέ περιφρονήσουνε ἤ θά σέ εἰρωνευτοῦνε, θά τά χλευάσουνε καί θά τά πετάξουνε. Καί εἶναι ἁμαρτία βέβαια αὐτό. Γι’ αὐτό ἐκεῖ θά πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί. Θυμᾶμαι ἐδῶ τόν γέροντα Πορφύριο πού δέν ἔλεγε τίποτα, μόνο ἄν τόν ρωτοῦσες. Εἶχε πολλή διάκριση αὐτός ὁ Ἅγιος ἄνθρωπος καί περίμενε ἐσύ νά τόν παρακαλέσεις ἤ νά τοῦ μιλήσεις γιά νά σοῦ πεῖ κάτι. Ἐνῶ ἔβλεπε πάρα πολλά πράγματα. Ἐμεῖς σπεύδουμε πολλές φορές νά κάνουμε κατήχηση στόν ἄλλον μέ τά λόγια μας ἀλλά ὄχι μέ τή ζωή μας. Κάνε πρῶτα μέ τή ζωή σου κατήχηση, μέ τήν πραότητά σου, μέ τή συγχωρητικότητά σου, μέ τήν εἰρήνη πού ἔχεις καί ἐκπέμπεις, μέ τήν εὐγένεια πού ἔχεις καί μετά θά στό πεῖ καί μόνος του, πῶς τά κατάφερες ἔτσι κι ἐκείνη τήν ὥρα πού ἐγώ σέ περίμενα νά βρίσεις ἐσύ χαμογελοῦσες; Καί ἐκεῖ εἶναι εὐκαιρία νά τοῦ πεῖς ὅτι δέν τό κάνω ἐγώ, τό κάνει κάποιος ἄλλος πού εἶναι μέσα μου.
Ἐρ. : Τό βάφτισμα καθιερώθηκε ἀπό τήν Βάφτιση τοῦ Κυρίου καί μετά. Ὅλοι οἱ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ Προφῆτες… πού δέν βαφτίστηκαν θά πᾶνε στά τάρταρα;
Ἀπ. : Ὄχι, γιατί κατέβηκε ὁ Χριστός καί τούς μίλησε. Τρεῖς μέρες κατέβηκε στόν Ἅδη, τούς μίλησε καί ὅσοι εἶχαν καλή διάθεση, Τόν πίστεψαν. Τό βάπτισμα εἶναι τοῦ πνεύματος… καί μπῆκαν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὅλος ὁ κόσμος βέβαια… ὅλοι ἄκουσαν κήρυγμα.
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί ὁ Ἅγιος Συμεών τούς ἑτοίμασε. Ξέρετε, ὁ πρῶτος πού πῆγε στόν Ἅδη εἶναι ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος. Μόλις εἶδε τόν Χριστό σαράντα ἡμερῶν, εἶπε «Νῦν ἀπολύεις..», Θεέ μου, τώρα ἀπόλυσέ με, δηλαδή ἄφησέ με νά πεθάνω, γιατί ἤτανε ὁ καημένος τουλάχιστον 270 ἐτῶν. Ἄν διαβάσετε τόν βίο του, θά δεῖτε ὅτι ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἑρμηνευτές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τά Ἑβραϊκά στά Ἑλληνικά ἔγινε τό 249. Θά ἦταν τουλάχιστον 30 ἐτῶν -δέν μπορεῖ νά εἶσαι μωρό καί νά κάνεις μετάφραση- ὁπότε ἦταν τουλάχιστον 270 ἐτῶν, ὅταν δέχτηκε τόν Χριστό μας. Προφανῶς ἦταν γεροντάκι καί τρέμανε καί τά χέρια του καί τά πόδια του. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν πού τόν ἐνίσχυσε νά πάει στόν ναό καί νά κρατήσει στά χέρια του τόν Χριστό. Καί μετά εἶπε «Νῦν ἀπολύεις».
Ὁ πρῶτος, λοιπόν, πού μίλησε γιά τόν Χριστό ἦταν αὐτός. Πῆγε στόν Ἅδη καί μίλησε. Μετά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί ὁ Χριστός μας.
Ἐρ. : Μέσα στόν γάμο, ἄν κάποιος τηρεῖ σωφροσύνη, μπορεῖ νά ἀποκτήσει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαρό νοῦ καί χωρίς λογισμούς; Ἤ θά πρέπει νά προχωρήσει στήν παρθενία;
Ἀπ. : Μέσα στόν γάμο μέ τόν πνευματικό του θά τά κανονίσει. Ὁ γάμος ἔχει τή σωφροσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή μέσα στόν γάμο, δηλαδή νά εἶσαι πιστός στή σύζυγό σου καί νά τηρεῖς αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία, τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, κάποια στιγμή θά πρέπει ὁ ἔγγαμος νά ξεπεράσει τελείως τό σαρκικό φρόνημα, ἔστω στήν προχωρημένη ἡλικία καί νά μήν ἔχει σαρκικές σχέσεις. Νά εἶναι σάν ἀδέλφια. Εἶναι ἕνας δρόμος γιά νά σταυρωθεῖ ἡ σάρκα ὁ γάμος, ὄχι γιά νά κραταιωθεῖ ἡ σάρκα καί νά δοξαστεῖ.. ἀλλοίμονο! Καί ὁ μοναχισμός καί ὁ γάμος εἶναι ἕνας δρόμος γιά νά καταπατηθεῖ τό σαρκικό φρόνημα.
Γι’ αὐτό λέει «διά τάς πορνείας»34. Γιά νά μή γίνονται πορνεῖες καί δοξάζεται ἡ σάρκα καί τό σαρκικό φρόνημα ἐδόθηκε ὁ γάμος. Σάν μία παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ γάμος σιγά-σιγά πρέπει νά φτάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση πού εἴπαμε.
Ἐρ. : Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος ἔζησε τόσα χρόνια….
Ἀπ. : Ὁ μοναδικός ἀπ’ ὅ,τι ξέρουμε στά δικά του χρόνια. Παλαιότερα ζοῦσαν πολλά χρόνια. Ὁ Ἀδάμ ἔζησε 930, ἄν θυμᾶμαι καλά. Ὁ Μαθουσάλας 969. Στήν ἐποχή του δέν ἔχουμε ἄλλον πού νά ἔζησε τόσα χρόνια. Πῆρε ὑπόσχεση ἀπό τόν Θεό. Φαντάζομαι τήν ξέρετε τήν ἱστορία… Διάβασε στόν προφήτη Ἡσαΐα ὅταν μετέφραζε «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν»35 καί λέει, πῶς εἶναι δυνατόν μία παρθένος νά γεννήσει παιδί; Ἄν εἶναι ἀλήθεια, θά ρίξω τό δαχτυλίδι μου στόν Νεῖλο κι ἄν τό βρῶ, θά πιστέψω. Τό ἔριξε, πῆραν ψάρια νά φᾶνε καί καθαρίζοντας τά ψάρια βρῆκαν μέσα τό δαχτυλίδι του. Πίστεψε λοιπόν ὁ Ἅγιος Συμεών καί παρακάλεσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά δεῖ αὐτό τό παιδί πού θά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο. Πῆρε τήν ὑπόσχεση καί πῆγε καί μόναζε σέ μία περιοχή ἔξω ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πού λέγεται «Κατά μόνας». Ὑπάρχει καί σήμερα, τό λένε καί οἱ Ἑβραῖοι ἔτσι καί ὑπάρχει ὁ τάφος του ἐκεῖ. Ἐκεῖ περίμενε 240 χρόνια περίπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Θαυμαστή ἱστορία! Εἶναι μεγάλος Ἅγιος, πολύ μεγάλος Ἅγιος. Καί αὐτά πού εἶπε στήν Παναγία, τά ὁποῖα εἶναι προφητεῖες καί τό γεγονός ὅτι ἀναγνώρισε τόν Χριστό, ἐνῶ ἔβλεπε μωρό, ἕνα ἁπλό μωρό… Ἀλλά ἔβλεπε πίσω ἀπ’ τό μωρό τήν Θεότητα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶχε. Γι’ αὐτό, γιά νά δεῖς τόν Θεό, πρέπει νά ἔχεις μία συγγένεια μέ τόν Θεό. Καί γιά νά ἔχεις μία συγγένεια, πρέπει νά ἔχεις καθαρότητα, νά εἶσαι δεκτικός τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Ἐνῶ ἕνας ἄπιστος, ἐπειδή δέν ἔχει καθαρότητα, λέει ποῦ Τόν βλέπεις τόν Θεό; Ἐγώ δέν Τόν βλέπω πουθενά. Ἀλλά δέν Τόν βλέπει, ὄχι γιατί δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, αὐτός δέν ἔχει τά μάτια νά Τόν δεῖ.
Ἐρ. : Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν συνιστοῦσε στούς νέους νά ἔχουν ἐγκράτεια;…
Ἀπ. : Σέ ὅλους. Λέει, διά τάς πορνείας νά κάνετε γάμο.
Ἐρ. : ……………………………
Ἀπ. : Στό μέτρο πού θά καθαριστοῦν ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, θά γευτοῦνε. Μποροῦνε… Ὅταν τηροῦμε τίς ὁδηγίες τῆς Ἐκκλησίας, τίς προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, φωτιζόμαστε. Καί ὅσο φωτιζόμαστε, θεωνόμαστε. Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ἔγγαμος καί εἶχε θεοπτία, εἶδε τόν Θεό, δηλαδή θέωση. Τό ἴδιο καί ὁ Πέτρος. Ἔγγαμος ἦταν καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς στήν Μεταμόρφωση. Εἶχε ἐμπειρία θεώσεως. Δέν εἶναι ἐμπόδιο ὁ γάμος, ἡ ἁμαρτία εἶναι τό ἐμπόδιο.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1 Λουκ. 2, 25.
2 Ἑβρ. 12, 29.
3 Ἐφεσ. 4, 13.
4 Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἐκδ. Ἑτοιμασία, 1999 (στό ἑξῆς: Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου).
5 Ὅ.π.
6 Ἐφεσ. 4, 5.
7 Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου.
8 Ὅ.π.
9 Ὅ.π.
10 Ὅ.π.
11 Ὅ.π.
12 Ὅ.π.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Α΄Κορ. 13, 13.
18 Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου.
19 Ἰωάν. 17, 15.
20 Ματθ. 6, 21.
21 Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ματθ. 7, 6.
26 Λουκ. 1, 80.
27 Ψαλμ. 45, 11.
28 Ρωμ. 7, 15.
29 Β΄Κορ. 12, 10.
30 Γαλ. 5, 17.
31 Μάρκ. 16, 16.
32 Ὅ.π.
33 Λουκ. 12, 47-48.
34 Α΄Κορ. 7, 2.
35 Ἡσ. 7, 14.