Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
5)ΚΤΙΣΕΟΛΟΓΙΑ
Ἡ Κτίση «διηγεῖται τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ».Ὅλη ἡ κτίση δοξάζει τόν Θεό. Ἡ κτίση μᾶς φανερώνει τή σοφία, τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τά πάντα (ἀνθρώπους καί κτίσματα).
Ὁ π. Πορφύριος ἀγαποῦσε τήν ἔρημο, τήν ἡσυχία καί ὅλη τήν κτίση. Ἦταν ἡσυχαστικός-μυστικός. Ἔκανε ἀδιάλειπτη προσπάθεια νά ζεῖ τόν Χριστό, ζώντας μέσα στό «σπίτι μας», πού εἶναι τό Σύμπαν, ἡ ὅλη Δημιουργία.Πόθος γιά ζωή μέσα στήν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ πῆρε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα, ἤθελε νά φύγει καί νά ζεῖ «μόνος μόνῳ Θεῷ». Ἐπειδή ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, ὅπου κι’ ἄν πῆγε, συνέχιζε νά ἐπιδιώκει τήν ἡσυχία, τή μόνωση καί τή ζωή μέσα στήν ὄμορφη φύση.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε κάτι, ἀπό αὐτά πού διηγεῖται γιά τή ζωή του, στό μοναστήρι τοῦἉγιου Χαραλάμπους, στήν Εὔβοια.
Τοῦἄρεσε νά ζεῖἔξω τή νύκτα, στό ὕπαιθρο. Γιά τό σκοπό αὐτό ἔφτιαξε ἕνα κρεββάτι μέ σχίνους, πού ἔπλεξε μέ τά κλαδιά ἑνός πρίνου, ψηλά στά δύομιση μέτρα. Ἐκεῖ πάνω στό δένδρο, μόνος, χωρίς νά τόν ἐνοχλεῖ κανείς, προσευχόταν ὧρες ἀτελείωτες.Ἀγάπη γιά ὅλην τήν κτίση
Μαρτυρεῖ, σχετικά, καί ὁ προσωπικός του γιατρός, καθηγητής Γ. Παπαζάχος:
«Ὁ Γέροντας δέν ἦταν μόνο γιατρός. Ἦταν καί κτηνίατρος. Ἀγαποῦσε τα ζῶα. Ἐξημέρωσε ἐπιθετικούς παπαγάλους καί τούς ἔμαθε τήν Εὐχή. Ἐξεπλάγην ὅταν ἄκουσα μέσα στό κελλί τόν παπαγάλο νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή. “Εἶναι πιό πνευματικός ἀπό μένα”, εἶπε. “Ἐγώ ἀποκάμνω καί κοιμοῦμαι, ἀλλ’ αὐτός ἀγρυπνεῖ”. Τελευταῖα προσπαθοῦσε νά ἐξημερώση ἕναν ἀετό.
Κάποιο Σαββατοκύριακο, στή βόρειο Εὔβοια πού ἡσύχαζε, συνέβη τό ἑξῆς, πού μοῦ διηγήθηκε ὁἴδιος: “Μιά τσομπάνισσα παρακάλεσε νά διαβάσω μιά εὐχή στό κοπάδι της, γιατί ἀρρώσταιναν τά γίδια της. Συμφώνησα καί ἔφεραν ὄλο τό κοπάδι κοντά στό ἐκκλησάκι πού ἔμενα. Στάθηκα μπροστά στό κοπάδι, σήκωσα τά χέρια μου ψηλά καί εἶπα διάφορες προσευχές ἀπό ψαλμικούς στίχους, πού ἀναφέρονται στήν κτίση. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή στά ζῶα. Κανένα δέν κουνιόταν. Ὕστερα κατέβασα τά χέρια μου καί ὁ τράγος κινήθηκε μόνος του. Ἦρθε κοντά, μοῦ φίλησε τό χέρι καί ὑποχώρησε ἤρεμα… Τά λέω σωστά Πηνελόπη;” φώναξε στήν ἀνηψιά του, πού στεκόταν πιό πέρα. “Ναί, Γέροντα. Ἀκριβῶς ἔτσι ἔγιναν. Ἐγώ ἤμουν ἐκεῖ”»1.
Μιλώντας γιά τό πῶς ὀνειρευόταν τό μοναστήρι του ἔλεγε: «Στό μοναστήρι πολύ σύντομα θ’ ἀρχίσουν νά ἔρχονται καί πουλιά. Θ’ ἀκοῦνε τό καμπανάκι καί θά ἔρχονται νά τρῶνε. Θά κάθονται ἔξω καί θ’ ἀκοῦνε τόν ἑσπερινό. Εἶναι οἱ σύντροφοί μας τοῦ δάσους, πού θά ἔρχονται νά συμμετέχουν στήν προσευχή μας»2.