Στο μοναστήρι της Όπτινα ζούσε μια μοναχή σχεδόν ενενήντα ετών.Το όνομά
της ήταν Βαρσανουφία και περιπλανιόνταν με ένα ραβδί στο χέρι από το
ένα μοναστήρι στο άλλο.
Όλη της η περιουσία ήταν δυο
δισάκια τα οποία κουβαλούσε μαζί της.Στο ένα δισάκι είχε κάποια
ξεροκόμματα ψωμί ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά μνημόνευσης η πλειοψηφία
των οποίων ήταν παλιά και φαγωμένα.
Η προσκυνήτρια ερχόνταν στην Όπτινα συνήθως το βράδυ και χτυπούσε με το ραβδί στο παράθυρο:«Αφήστε με να διανυκτερεύσω»!
Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι,γνωρίζοντας την συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ,προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα.Δεν θα ήταν τίποτα εαν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν,κατά τα μεσάνυχτα όμως ξύπναγε όσους κοιμόνταν:«Γιατί κοιμάσαι υπναρά;Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!»Εδώ να σημειώσουμε ότι επέμενε πολύ μέχρι να σηκωθούν γι αυτό πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στον σταύλο ή σε καμιά αποθήκη,μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της.Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της ,αντιθέτως τα ζεστά ρούχα που τις έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε.
Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι,γνωρίζοντας την συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ,προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα.Δεν θα ήταν τίποτα εαν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν,κατά τα μεσάνυχτα όμως ξύπναγε όσους κοιμόνταν:«Γιατί κοιμάσαι υπναρά;Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!»Εδώ να σημειώσουμε ότι επέμενε πολύ μέχρι να σηκωθούν γι αυτό πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στον σταύλο ή σε καμιά αποθήκη,μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της.Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της ,αντιθέτως τα ζεστά ρούχα που τις έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε.