Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε στήν δεκάτη ὑπόθεση τοῦ Εὐεργετινοῦ πού ἔχει τίτλο: «Ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα δέχεται φοβερή ἐξέταση στόν ἀέρα, ἀπό τά πονηρά πνεύματα πού τήν συναντοῦν καί τῆς ἐμποδίζουν τήν ἄνοδο»1. Ἑπομένως τό θέμα μας εἶναι τί συμβαίνει κατά τόν θάνατο, κατά τήν φρικτή ὥρα τοῦ θανάτου, κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Δέν εἶναι μία ἐξαφάνιση, ἀλλά ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι τό συναμφότερο, δηλαδή εἶναι ψυχή καί σῶμα. Σκέτη ἡ ψυχή δέν εἶναι ἄνθρωπος οὔτε σκέτο τό σῶμα, ἀλλά μαζί.
«Στόν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου: Κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἑτοιμαζόταν νά φάει κατά τήν κανονισμένη ὤρα. Σύμφωνα, λοιπόν, πρός τή συνήθεια σηκώθηκε γιά νά προσευχηθεῖ. Ἦταν τότε ἡ ἐνάτη ὥρα». Ἔκανε τήν ἐνάτη, ὅπως συνηθίζεται στά Μοναστήρια καί μάλιστα τίς ἡμέρες τῆς νηστείας. Δηλαδή ἔτρωγε στίς τρεῖς ἡ ὥρα τό μεσημέρι. «Ἐκείνη ὅμως ἀκριβῶς τή στιγμή αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του νά ἔχει ἁρπαγεῖ νοερῶς», δηλαδή ὁ νοῦς του εἶχε ἁρπαχτεῖ. «Τό δέ παράδοξο ἦταν αὐτό: καθώς στεκόταν, ἔβλεπε τόν ἑαυτό του, σάν νά εἶχε βγεῖ ἀπό τό σῶμα καί νά ὁδηγεῖται ἡ ψυχή του ἀπό μερικούς στόν ἀέρα. Ἔπειτα βλέπει μερικούς ἀσχημοπρόσωπους καί φοβερούς νά στέκουν μπροστά του στόν ἀέρα καί νά θέλουν νά τόν ἐμποδίσουν, γιά νά μήν πέρασει»2. Εἶναι τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα ὑπάρχουν στόν ἀέρα. Ὅταν ἐξέπεσαν καί ἀπό ἄγγελοι ἔγιναν δαίμονες, ἔπεσαν στή γῆ, καί ἔχουμε τά πνεύματα αὐτά τά πονηρά, τά ὁποῖα κυκλοφοροῦν στή γῆ καί στόν ἀέρα.
«Οἱ ὁδηγοί τῆς ψυχῆς του τότε», οἱ Ἄγγελοι, «ἄρχισαν νά φιλονικοῦν μέ τούς φοβερούς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν λογαριασμό, μήπως ἡ ψυχή πού συνόδευαν, ἦταν ὑπεύθυνη ἀπέναντί τους γιά κάποιο χρέος»3. Εἶναι τά λεγόμενα τελώνια, τά ὁποῖα εἶναι πραγματικότητα. Κάποιοι δέν τά θεωροῦν πραγματικά, καί τήν διδασκαλία αὐτή περί τελωνίων τήν ὀνομάζουν μύθο. Ἀλλά νά πού δέν εἶναι καθόλου μύθος καί τό βλέπουμε μέσα στούς βίους τῶν Ἁγίων, καί μάλιστα ἐδῶ στόν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.