ΟΜΙΛΙΑ
Δ΄
Ἀγαπητά
μου
παιδιά,
ἀπό
τό
Ἅγιον
καί
Ἱερόν
Εὐαγγέλιον
γνωρίζουμε
ὅλοι
μας
διά
τόν
τετραήμερον
Λάζαρον.
Ὁ
Λάζαρος εἶχε δύο ἀδελφές τήν Μάρθα καί
τήν Μαρία. Κάποτε ἐκάλεσαν τόν Κύριο,
γιά νά Τόν φιλοξενήσουν. Πράγματι ὁ
Κύριος ἔφθασε στό σπίτι τους γι᾿ αὐτήν
τήν φιλοξενία. Ἡ Μάρθα μεριμνοῦσε πάρα
πολύ, πῶς νά ἑτοιμάση τά σχετικά μέ τό
τραπέζι. Ἡ Μαρία, ἡ ἄλλη ἀδελφή κάθισε
παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καί ἄκουγε
τήν θεία διδασκαλία. Ἡ Μάρθα ζήτησε τήν
βοήθεια τῆς Μαρίας, παρακαλώντας τόν
Κύριο, νά τῆς ἐπιτρέψη νά σηκωθῆ ἀπό
τά πόδια Του καί ἔτσι νά ἀρχίση νά
μεριμνᾶ. Τότε ὁ Χριστός μας, γιά νά
συνετίση τήν Μάρθα, γιά νά ἔχη μέτρο
στήν μέριμνα τῶν βιοτικῶν, τῆς εἶπε:
«Μάρθα,
Μάρθα, μεριμνᾶς καί τυρβάζῃ περί πολλά·
ἑνός ἐστι χρεία. Μαρία δέ τήν ἀγαθήν
μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται
ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ.
Ι΄: 41).
Αὐτή
ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ μας ἰσχύει
γιά ὅλους μας, ὥστε ἡ μέριμνα τῶν
βιοτικῶν ἀναγκῶν, νά εἶναι «ἐν
μέτρῳ»,
ὅσον χρειάζεται γιά τήν ἐξυπηρέτησί
μας. Τό δέ «ἑνός
ἐστι χρεία»
κατά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν,
εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀξία, διότι εἶναι
ἡ μέριμνα, πῶς νά ἀρέσουμε τοῦ Θεοῦ,
ἡ μέριμνα γιά τήν σωτηρία τῆς ἀθάνατης
ψυχῆς μας.
Ἡ
Μάρθα μεριμνοῦσε ὑλικά, πῶς νά
εὐχαριστήση τόν Κύριο. Ἡ δέ Μαρία πιό
σοφή, πιό συνετή σκέφθηκε ὅτι εἶναι
εὐκαιρία νά ἀκούση τά θεῖα λόγια: «Ἕως
πότε θά ἔχουμε τόν Κύριον ἐπί τῆς γῆς;»
Ἔτσι κάθισε κοντά Του καί ὁ Κύριος
εἶπε, ὅτι δέν θά τῆς ἀφαιρεθῆ αὐτή ἡ
εὐλογία, δηλαδή τό νά ἔχη τόση προσοχή
στά θεῖα λόγια καί νά εὐφραίνεται στήν
θεωρία τόσον τοῦ Χριστοῦ, ὅσον καί τῆς
διδασκαλίας Του.
Καί
ἐμεῖς ἔχουμε τήν μέριμνα τῶν ἀναγκαίων,
πού εἶναι ἀναπόφευκτη στή ζωή μας καί
δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τήν
φροντίδα τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, διότι
εἴμεθα τόσον ὑλικοί, ὅσον καί πνευματικοί.
Τό σῶμα ἔχει ἀνάγκην τῆς τροφῆς, τοῦ
ἐνδύματος κ.λ.π. Ὅμως πάνω ἀπό ὅλα ἡ
ψυχή μας ἡ ἀθάνατος ἔχει ἀνάγκην τῆς
σωτηρίας, τοῦ «ἑνός
ἐστι χρεία». Ἡ
μέριμνα ἡ ἀπόλυτη, ἡ ἀποκλειστική
μέριμνα μας πρέπει νά εἶναι πῶς νά
καθαρίσουμε τήν ψυχή μας, πῶς νά τήν
οἰκειώσουμε μετά τοῦ Θεοῦ πῶς νά τήν
προσαρμόσουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί
νά μήν κολασθοῦμε. Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς
μας δέν εἶναι παιχνίδι! Δέν μποροῦμε
νά παίζουμε μέ τήν ἀθάνατη ζωή, διότι
γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι εἴμεθα
παρεπίδημοι· ἁπλῶς φιλοξενούμεθα
ἐπάνω στή γῆ, καί κάποια μέρα ὁ καθένας
μας θά χαιρετίση αὐτήν τήν φιλοξενία
καί θά ἀπέλθη εἰς τά ἴδια. Καί τά ἴδια
εἶναι νά ἐπιστρέψη ἡ ψυχή «ὅθεν
ἐξῆλθεν». «Καί ἐνεφύσησεν –λέγει
ἡ Γραφή– εἰς
τούς μυκτῆρας τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ
Ἁδάμ καί ἔγινεν ὁ Ἀδάμ εἰς ψυχήν
ζῶσαν» (Γεν.
2 : 7).
Ἡ
ζῶσα ὕπαρξις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή
εἶναι τό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ
ἐμφυσήματός Του, διά τῆς ἐνεργείας
Του καί θά ἐπιστρέψη ἐκεῖ, «ὅθεν
ἐξῆλθεν».
Γι᾿
αὐτό, ὅταν δέν ἔχουμε θείαν παρηγορίαν,
νοιώθουμε κενό μέσα στήν ψυχή μας, γιατί
ἡ ψυχή δέν ἐπαναπαύεται μέ τίποτα, ἀφοῦ
ὅλα τά ὑλικά πράγματα εἶναι ξένα πρός
τήν φύσι της. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή τοῦ
ἀνθρώπου οἰκειωθῆ μετά τοῦ Θεοῦ διά
τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐναρέτου ζωῆς,
τότε εὐφραίνεται, τότε νοιώθει σιγουριά,
τότε αἰσθάνεται τόν Θεό μέσα της.
Ἡ
ὑπόθεσις
τῆς
αἰωνίου
ζωῆς
δέν
πρέπει
νά
ἀντιμετωπίζεται
τόσον
ἐπιπόλαια,
διότι
ἐάν
μετά
ἀπό
λίγες
στιγμές
φύγουμε
ἀπό
τήν
ζωή,
θά
βρεθοῦμε
ὁριστικά
μπροστά
στήν
αἰωνιότητα.
Εἶναι
παιχνίδι
νά
ἀντιμετωπίσουμε
τόν
φοβερό
θάνατο;
Νά
ἀντιμετωπίσουμε
τούς
δαίμονες;
Νά
ἀντιμετωπίσουμε
ὁλοφάνερα
καί
κατάματα
τό
ποινικό
μας,
πού
κάθε
ἄνθρωπος
ἔχει
ἔναντι
τοῦ
Θεοῦ
καί
νά
δοῦμε
νά
ἀπαριθμοῦνται
ὅλα
τά
ἁμαρτήματά
μας
μέ
πᾶσαν
λεπτομέρειαν;
Κι
ὅτι
ἔχουμε
αὐτήν
τήν
ἁμαρτωλότητα,
πού
κἄν
δέν
τήν
γνωρίζουμε
πόση
εἶναι;
Εἶναι
παιχνίδι
νά
ἀντιμετωπίσουμε
τά
τελώνια;
Πῶς
θά
δοῦμε
τόν
Κύριο
κατάματα;
Ἔχουμε
τό
θάρρος;
Ἡ
συνείδησίς
μας
μᾶς
ἐνθαρρύνει;
Μᾶς
δίνει
τό
κουράγιο
καί
τήν
πληροφορία;
Ὄχι.
Ὁ
πρῶτος
εἶμαι
ἐγώ
πού
δέν
τήν
ἔχω!
Δέν
θά
μποροῦμε
νά
κοιτάξουμε
τόν
Κύριο
κατάματα.
Θά
κατεβάσουμε
τά
μάτια
μας
ἀπό
ἐντροπή,
διότι
δέν
κάναμε
τό
θέλημα
τοῦ
Θεοῦ.
Τόν
χιτῶνα
τόν
λευκόν,
πού
πήραμε
εἰς
τό
Ἅγιον
Βάπτισμα,
τόν
λερώσαμε.
Ἄραγε
ὅμως
τόν
ξεπλύναμε
μέ
τά
δάκρυα,
χύσαμε
δάκρυα
μετανοίας,
ἀλλάξαμε
ζωή,
ζήσαμε
μέ
καθαρότητα;
Μηδαμῶς.
Ἐκεῖ
πού
λέμε
ὅτι
κάτι
κάνουμε,
ἐκεῖ
πάλι
πέφτουμε
στόν
βοῦρκο!
Θά
πρέπει
μέ
ὅλη
τήν
δύναμι
τῆς
ψυχῆς
μας
νά
τά
βάλουμε
κάτω
καί
νά
σκεφθοῦμε:
«Τί
γίνεται
τώρα;
Ποιό
εἶναι
τό
θέμα
τῆς
σωτηρίας;
Τί
εἶναι
ἡ
ψυχή
μου;
Ἡ
ψυχή
μου
εἶναι
ἀθάνατη
καί
μπορεῖ
νά
φύγω
μέσα
σέ
στιγμές.
Καί
μετά
τί
γίνεται;
Μετά
ἀκολουθεῖ
ἡ
κρίσις.
Καί
μετά
τήν
κρίσι,
ποιά
θά
εἶναι
ἡ
ἀπόφασις
τοῦ
Θεοῦ;
Ἤ
στό
φῶς
ἤ
στό
σκότος.
Ἤ
μετά
τοῦ
Θεοῦ
αἰωνίως
ἤ
μετά
τοῦ
διαβόλου
αἰωνίως.
Ἤ
στόν
Παράδεισο
ἤ
στήν
κόλασι
μέσα
σέ
λεπτά!».
Τώρα
ζοῦμε,
ἀλλά
ἄν
γίνη
κάτι
καί
φύγουμε
ξαφνική,
θά
τά
ἀντιμετωπίσουμε
αὐτά
τά
πράγματα.
Τελείωσε.
Δέν
ὑπάρχει
τίποτε,
πού
νά
μπορῆ
νά
ἀλλάξη
τήν
πορεία
τοῦ
πράγματος·
εἶναι
«στάνταρ».
Τά
βλέπουμε
μπροστά
μας
νά
ἐξελίσσωνται
ὅλα,
καί
ὁ
θάνατος
καί
ἡ
κρίσις.
Πόσο
ἀψήφιστα
παίρνουμε
τά
πράγματα!
Ἁμαρτάνουμε,
ἀδιαφοροῦμε,
ἀμελοῦμε
τήν
προσευχή
μας,
τίς
ἐντολές
τοῦ
Θεοῦ,
δέν
διορθώνουμε
τήν
συνείδησί
μας,
τήν
ζωή
μας,
παρ᾿
ὅλο
πού
ξέρουμε
ὅτι
μετά
ἀπό
λίγη
ὥρα
μπορεῖ
νά
πεθάνουμε.
Κι
ὅλα
αὐτά,
τά
ὁποῖα
δημιουργοῦμε
ἐδῶ
κάτω
στόν
κόσμο,
εἴτε
πλοῦτος
εἶναι
αὐτός
ἤ
οἰκογένεια
ἤ
πτυχία
ἤ
δόξες
καί
τιμές,
τά
πάντα
θά
ἀφανιστοῦν·
«Ἐπελθών
γάρ
ὁ
θάνατος
ταῦτα
πάντα
ἐξηφάνισται»
(τροπάριον
Ἐξοδίου
Ἀκολουθίας).
Ὁ
ἄνθρωπος
πλανᾶται
ἀπό
τόν
διάβολο.
Τοῦ
παρουσιάζει
ὁ
διάβολος
μία
ὀθόνη
μέ
διάφορα
ἔργα
κι
αὐτός
προσηλώνεται
ἐκεῖ.
Κάτω
ἀπό
τά
πόδια
του
χάσκει
ὁ
χρόνος.
Δύο
ζωΰφια,
ἕνα
μαῦρο
κι
ἕνα
ἄσπρο,
τά
ὁποῖα
εἶναι
ἡ
νύχτα
καί
ἡ
ἡμέρα,
τοῦ
ἀφαιροῦν
τό
ἔδαφος.
Αὐτός
βλέπει
μπροστά
του
τήν
ταινία,
καί
ἀπό
κάτω
τοῦ
φεύγει
τό
ἔδαφος,
ὁ
χρόνος.
Καί
σέ
μιά
στιγμή,
ἐκεῖ
πού
εἶναι
μαγεμένος
μέ
ὅ,τι
παρουσιάζει
ὁ
κόσμος
καί
μέ
ὅ,τι
ἔχει
μπλέξει,
ξαφνικά
καταρρέει
σάν
χαρτόσπιτο
καί
τρομάζει
καί
λέει:
«Πῶς
βρέθηκα
ἐδῶ
κάτω;
Πῶς
ἔφυγε
τό
ἔδαφος;»
Καί
δέν
στηρίζεται
μετά
πουθενά
καί
μέ
τίποτα.
Σέ
μία
τέτοια
περίπτωσι
ἑνός
ἁμαρτωλοῦ
ἀνθρώπου,
ὁ
ὁποῖος
οὔτε
κἄν
εἶχε
σκεφθῆ
τόν
Θεό,
ὅταν
ἔφθασε
νά
δύση
ἡ
ζωή
του,
ὅταν
ἔφθασε
στά
τελευταῖα
του,
ἀνησύχησε
καί
ζήτησε
τόν
Θεό
στίς
τελευταῖες
του
πνοές.
Κι
ὁ
ἄγγελος
τοῦ
εἶπε:
«Ὅταν
ὁ
ἥλιος
ἐφώτιζε
μεσούρανα,
ἐσύ
ποῦ
ἤσουν;
Ποῦ
ἔβοσκες;
Τώρα
πού
βασίλεψε
ὁ
ἥλιος,
τώρα
ἐσύ
θυμήθηκες
τόν
Θεό;
Τόσα
χρόνια
ποῦ
ἤσουν;»
Αὐτό
ἰσχύει
καί
γιά
κάθε
ἕνα
ἀπό
ἐμᾶς,
ὅταν
ἐμεῖς
δέν
μεριμνοῦμε
γιά
τόν
Θεό
καί
γιά
τήν
ψυχή
μας.
Γι᾿
αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά μεριμνήσουμε
γιά τήν ψυχή μας, γιά τό «ἑνός
ἐστι χρεία».
Νά μεριμνᾶμε συνέχεια πῶς θά καθαρίσουμε
τήν καρδιά μας, πῶς θά καθαρίσουμε τόν
νοῦ, θά καθαρίσουμε τό σῶμα, θά ἀπαλλάξουμε
τήν συνείδησί μας ἀπό τά δεσμά τά ἀόρατα
τῆς ἁμαρτίας. Καί τότε, Χάριτι Θεοῦ,
θά πετύχουμε τό «ἑνός
ἐστι χρεία»,
καί τότε πράγματι διά τοῦ θανάτου θά
περάσουμε στόν Οὐρανό.
Τόν
ἄνθρωπο, πού θά λάβη αὐτήν τήν ἁγία
μέριμνα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς, τῆς
οἰκειώσεως μετά τοῦ Θεοῦ, δέν θά τόν
δῆς νά συχνάζη στά κέντρα, στούς χορούς.
Δέν θά τόν δῆς νά μεριμνᾶ περί πολλῶν
πραγμάτων. Ὄχι. Θά τόν δῆς προσεκτικό
σέ ὅλα του, σοφό σοβαρό, σκεπτικό, νά
μετράη τό κάθε ἁμάρτημα, πού ὑπάρχει
κίνδυνος νά διαπράξη.
Ἐμεῖς
ὅμως –ὧν πρῶτος εἶμαι ἐγώ– φαινόμεθα
ἀπό τά ἔργα μας, πόσο ἔχουμε λάβει ὑπ᾿
ὄψιν τό «ἑνός
ἐστι χρεία»,
κατά πόσον πιστεύουμε στόν Θεό, κατά
πόσον πιστεύουμε στήν αἰωνιότητα τῆς
ψυχῆς καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει
νά τά φιλοσοφήσουμε πάρα πολύ σοβαρά
καί νά σκεφθοῦμε: «Εἶμαι
ἀθάνατη ψυχή, ἔχω συνείδησι, ἔχω Θεό,
πάω στήν κρίσι, ἀκολουθεῖ ἀπόφασις
αἰώνια μέσα σέ στιγμές χρόνου. Τί θέλει
ὁ Θεός ἀπό μένα; Νά διορθώσω τόν ἑαυτό
μου, νά μετανοήσω, νά σταματήσω τήν
ἁμαρτία, νά ἐξομολογηθῶ, νά κλάψω γιά
τίς ἁμαρτίες μου, νά χαράξω νέο δρόμο,
σωστό δρόμο, φωτεινό,
θετικό δρόμο, νά
μή κοιτάξω οὔτε δεξιά, οὔτε ἀριστερά,
κατ᾿ εὐθεῖαν γιά τόν Οὐρανό· καί ἄν
ἔλθη ὁ θάνατος, δέν θά μέ ταράξη».
Λέγει ἡ Γραφή: «Ἡτοιμάσθην
καί οὐκ ἐταράχθην». Ὅταν
κανείς εἶναι ἕτοιμος, δέν ταράσσεται.
Ποιός ταράσσεται; Ἐκεῖνος πού εἶναι
ἀνέτοιμος.
Δέν
ξέρω, ἐάν ἔχετε δῆ ἄνθρωπο μέ σημεῖα
θανάτου· πῶς φωνάζει, πῶς βλέπει τούς
ἀγγέλους, πῶς βλέπει τούς δαίμονες,
τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ μέ τό σπαθί, πῶς
γυρίζει τά μάτια, πῶς καταπίνει τό
«πικρόν
ποτήριον»!
Ὅσα ἀναφέρονται στήν νεκρώσιμο
ἀκολουθία, ἀλλά καί στίς διδασκαλίες
τῶν Πατέρων, εἶναι ὑπέρ ἀληθινά. Γιά
κάθε ἄνθρωπο καί γιά κάθε χριστιανό
ἰδιαίτερα, θά ἀκολουθήση αὐτό τό
πρᾶγμα. Ἐμεῖς ἔχουμε ἰδῆ πολλά, ἔχουμε
ἰδῆ πολλούς θανάτους καί ὑπογράφουμε,
τό πιστοποιοῦμε μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς
μας ὅτι εἶναι ἀλήθεια.
Λοιπόν,
ἄς φροντίσουμε, πρίν ἔρθη αὐτή ἡ ὥρα,
πρίν ἔρθη ὁ θάνατος, πρίν δοῦμε τούς
δαίμονες νά περικυκλώνουν τό κρεββάτι,
νά θέλουν νά μᾶς ἁρπάξουν τήν ψυχή, νά
μᾶς πᾶνε στήν κόλασι. Τότε οἱ ἀγαθοί
ἄγγελοι, οἱ μεγάλοι ἀδελφοί μας, τά
ἅγια αὐτά πλάσματα μεριμνοῦν καί
προσπαθοῦν νά γλυτώσουν τήν ψυχή μας
ἀπό τά χέρια τῶν δαιμόνων. Τόση εἶναι
ἡ ἀγάπη αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀδελφῶν μας
καί τοῦ ἀγγέλου, τοῦ φύλακος τῆς ψυχῆς
μας!
Γι᾿
αὐτό καί πρέπει νά παρακαλοῦμε τόν
φύλακα ἄγγελο τῆς ψυχῆς μας, νά μᾶς
βοηθῆ καί νά μᾶς φυλάη. Ὅταν ἐμεῖς
προσευχώμεθα κι αὐτός προσεύχεται μαζί
μας. Ὅταν ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε, αὐτός
κάθεται καί κλαίει. Θά σᾶς πῶ ἕνα πάρα
πολύ ὡραῖο ἱστορικό ἀπό τούς ἁγίους
Πατέρες.
Ἕνας
ἅγιος ἀσκητής κατέβηκε νά πάη στήν
πόλι, νά δῆ τόν Ἐπίσκοπο γιά κάποια
ὑπόθεσι τῆς σκήτεως. Ἐκεῖ εἶδε ἕνα
νεαρό, ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι νά κλαίη καί
νά ὀδύρεται. Κατάλαβε μέ τό διορατικό
του, καί ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν τά μάτια τῆς
ψυχῆς του, ὅτι αὐτός πού κλαίει δέν
εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἄγγελος Θεοῦ.
Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει:
- Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, πές μου ποιός εἶσαι;
Καί
ἀπαντᾶ ὁ ἄγγελος:
- Ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, εἶμαι ἄγγελος φύλακας μιᾶς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτό τό σπίτι καί πορνεύει τώρα· κι ἐγώ κάθομαι ἔξω, γιατί δέν μπορῶ νά μπῶ μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἀκαθαρσία καί τήν βρωμιά. Γι᾿ αὐτό κάθομαι ἔξω καί κλαίω καί παρακαλῶ τόν Θεό νά τήν φωτίση, νά μετανοήση καί νά μή συνεχίση τήν ἁμαρτία.
Ὁ
ἄγγελος
ἔκλαιγε
ἐπειδή
ὁ
ἄνθρωπος
πούλησε
τήν
ἀθάνατη
ψυχή
του
στόν
διάβολο
γιά
«ἕνα
πιάτο
φακή»
κατά
τήν
Γραφή.
Πρέπει
ὅλοι μας, καί πρῶτος ἐγώ, νά τά σκεφθοῦμε
σοβαρά καί νά μή μᾶς ξεγελᾶ ὁ διάβολος
καί ἡ ἁμαρτία. Πρέπει νά μεριμνήσουμε
γιά τήν ἀθάνατη ψυχή μας, νά διορθωθοῦμε,
νά εἴμεθα προσεκτικοί, γιατί ξέρουμε
πολύ καλά ὅτι τά δαιμόνια, πού μᾶς
προκαλοῦν καί μᾶς σπρώχνουν στήν
ἁμαρτία, συγχρόνως παρακολουθοῦν καί
τίς πτώσεις μας καί τίς καταγράφουν μέ
κάθε λεπτομέρεια χρόνου, προσώπου καί
πράγματος. Δέν εἶναι φαντασία, δέν εἶναι
ψέμμα, δέν εἶναι παιχνίδι ὅτι θά
ἀντιμετωπίσουμε τόν φοβερό θάνατο!
Δέν
ξέρουμε αὔριο τί θά ξημερώση. Μπορεῖ
νά βρεθοῦμε στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ
καί τότε θά χτυπᾶμε τό κεφάλι μας
ἀσυγχώρητα καί ἀδιόρθωτα πλέον. Τώρα
ὅμως ἔχουμε ὡς εὐλογία τοῦ Θεοῦ τό
ὅτι ζοῦμε, τό ὅτι δέν ἔχουμε φύγει ἀπό
τήν ζωή καί ἔχουμε τό δικαίωμα τῆς
μετανοίας, ἔχουμε τήν δυνατότητα νά
διορθώσουμε τό ποινικό μας καί νά κάνουμε
φωτεινή τήν ζωή μας. Νά εὐχαριστήσουμε
τόν Θεό, διότι τώρα ἀναπνέουμε καί κάθε
ἀναπνοή μπορεῖ νά εἶναι ἕνας λόγος
μετανοίας. Τώρα, σήμερα, πού ἀναπνέουμε,
πού ἔχουμε χρόνο, πού περπατοῦμε, πού
δέν ἔχει ἔλθει ὁ θάνατος, νά διορθωθοῦμε.
Πρῶτος ἐγώ νά διορθώνωμαι καί μετά
ἀκολουθεῖστε κι ἐσεῖς. Κι ὅλοι μαζί,
διορθώνοντας ὁ καθένας τόν ἑαυτόν του,
νά ἐπιτύχουμε τήν αἰώνια ζωή.
Συνεχίζεται...
Τέλος
καί
τῷ
Θεῷ
δόξα!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“
Ἡ
τέχνη
τῆς
σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱερᾶς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»