Θέλω νὰ διαβάσετε μιὰ ὁμιλία τοῦ Ηλία Μηνιάτη, τὴν πρώτην (Α) Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Πώωω, τί λέγει ἐκεῖ πέρα! Κι αὐτὸς λυπημένος πολὺ γιὰ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ γένους μας, παίρνει καὶ κόσκινο καὶ κοσκινίζει.
 
Θὰ μιμηθῶ, λέει, τὸν Διογένη! ῞Οπως ὁ Διογένης, μέσ᾿ στὸ μεσημέρι πῆρε φανάρι καὶ γύριζε στοὺς δρόμους τῆς ᾿Αθήνας καὶ ἔψαχνε·
—Τί ζητᾷς; Τί ἔχασες; Τί θέλεις μὲ τὸ φανάρι; τὸν ρωτοῦσαν, ὁ ἥλιος φωτίζει τὴ γῆ…
—῎Ανθρωπον ζητῶ!… ῎Ω, πόσο ὡραῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος εἶναι…
—῎Ανθρωπο ζητῶ!… ῎Ελεγε μεγάλο λόγο, φιλοσοφικό.