Το άκτιστο φως,
όταν οράται, είναι πολύ πιο φωτεινό σε ένταση από το φως του ηλίου και
διαφορετικής φύσεως από αυτό. Είναι το ίδιο φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά
το Φως αυτό δεν είναι καν φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζουμε
εμείς το φως. Γιατί; Διότι υπερβαίνει το φως.
Ο άνθρωπος που
βρίσκεται στην κατάσταση αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθει η όρασις του
Φωτός, συνεχίζει να συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρώπους
του περιβάλλοντός του, για όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική
ενέργεια επάνω του.
Αυτό το βλέπουμε καθαρά στους βίους των Αγίων.
Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε υπέρ φύσιν κατάσταση,
συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη τη διαφορά ότι
δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται δεν πηγαίνει για φυσική του ανάγκη
κατά τη διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν
κατάσταση και τον συντηρεί στη ζωή μόνο η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Οπότε αν αυτή η κατάσταση διαρκέσει,
ας πούμε, 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωυσή στο όρος
Σινά, αυτός ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν
κουράζεται, δεν τρώει, δεν πίνει κ.λ.π. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα
αδιάβλητα πάθη του σώματος, τα φυσικά πάθη του σώματος.
Και τούτο συμβαίνει διότι
γίνεται τότε μία αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς
και του ύπνου και ο άνθρωπος γίνεται επίγειος άγγελος. Κατά τα άλλα
όμως συμπεριφέρεται όπως οι άλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται με
τους άλλους, μπορεί να διδάσκει κ.λ.π. και ταυτόχρονα να βρίσκεται στην
κατάσταση αυτή.
Στη λαϊκή παράδοση, προ
παντός στα χωριά και δη στα παληά χρόνια. κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας στα μέρη της Μικράς Ασίας, έχουμε περιγραφές, που ο παπάς
του χωριού βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας. Όμως συνέχισε να ψάλλη, να κάνη τις εκφωνήσεις, να λέγει
τις προσευχές και να τελειώνει την ακολουθία.
Γιατί; Διότι ναι μεν κατά
την εμπειρία της θεώσεως σταματάει η νοερά προσευχή η αδιάλειπτος
δηλαδή καρδιακή προσευχή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά
σταματάει η λογική λατρεία δηλαδή η λογική προσευχή, η προσευχή που
γίνεται με το μυαλό με την διάνοια εφόσον αυτή γίνεται για την κατήχηση
των άλλων,
Βέβαια για τον ίδιο τον παπά
που έρχεται σε θέωση κατά τη θεία Λειτουργία δεν χρειάζεται πλέον η
λογική προσευχή χρειάζεται όμως για τους άλλους που παρακολουθούν τη
Λειτουργία».
Από το βιβλίο
Πατερική Θεολογία (σελ. 77-78)
Πρωτοπρεσβ. Ιωάννου Ρωμανίδου
Εκδόσεις Παρακαταθήκη