Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἀγωγή τῶν παιδιῶν: ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τόν ἐγωισμό» (Ὁμιλία στίς 10-06-2009)
Συνεχίζουμε
μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντα νά μελετᾶμε καί νά
σχολιάζουμε τό μικρό αὐτό βιβλίο καί σχετικό μέ τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν
τοῦ Ἐπισκόπου Εἰρηναίου καί σήμερα θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό πολύ βασικό θέμα
τῆς καταπολέμησης τοῦ ἐγωισμοῦ στά παιδιά. Πῶς ἀπαλλάσσονται τά παιδιά
ἀπό τόν ἐγωισμό, ἄν ἀπαλλάσσονται, ἄν μποροῦν νά ἀπαλλαχθοῦν τουλάχιστον
σέ κάποιο βαθμό. Γιατί ὁ ἐγωισμός, ὅπως ξέρετε, εἶναι τό κυρίαρχο
πάθος, ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα του καί ἡ
μεγαλύτερη πλάνη. Εἶναι πραγματικά μιά πλάνη, μιά πλανεμένη δηλαδή ἰδέα
ὅτι εἶναι κάτι καί ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐγωισμό, οὐσιαστικά δέν ξέρει
ποιός εἶναι. Ἀγνοεῖ δηλαδή τόν ἑαυτό του. Δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία.
Αὐτό τό λέω γιατί ἀκριβῶς τό ἀντίστροφο εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
– Τί σημαίνει νά γνωρίσω τόν ἑαυτό μου;
Τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γνωρίζει τόν ἑαυτό του ἀληθινά
ἐκεῖνος πού ξέρει ὅτι εἶναι τό οὐδέν, τό τίποτα. Ἔχει καταλάβει ὅτι
εἶναι τό τίποτα. Αὐτός ἔχει ἀληθινή αὐτογνωσία.
Ἑπομένως ἡ ἀγωγή σ’ αὐτό, θά λέγαμε, θά πρέπει νά στοχεύει, στό νά
καταλάβει καί τό παιδί ὅτι εἶναι τό τίποτα. Ἀλλά αὐτή ἡ αἴσθηση καί αὐτή
ἡ γνώση μή νομίζετε ὅτι θά τό ρίξει σέ μιά ἀπελπισία καί σέ μιά
ἀπογοήτευση, διότι μέσα στήν Ἐκκλησία μας μαθαίνουμε ὅτι ὄντως εἴμαστε
τό τίποτα, ἀλλά συγχρόνως ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν. Μαθαίνει λοιπόν καί
τό παιδί νά ἔχει μιά τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό. Δηλαδή πάντα ἡ τέλεια -ἄς
ποῦμε- ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας βαδίζει πλάι-πλάι μέ τήν τέλεια
ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὁπότε δέν ὑπάρχει ὁ φόβος νά πάθει τό παιδί μας
κατάθλιψη, ἀπογοήτευση, ἀπελπισία ἤ καί νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ζωή. Κάθε
ἄλλο! Τό παιδί πού εἶναι ταπεινό καί συγχρόνως ἐλπίζει στόν Θεό, γίνεται
παντοδύναμο γιατί τότε ἐνεργεῖ ὁ Θεός καί τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;
«Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13). Μπορῶ τά πάντα
μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχουμε τά παραδείγματα τῶν ἁγίων μας πού εἶναι παντοδύναμοι ἄνθρωποι.
Μποροῦν νά ἀνασταίνουν νεκρούς, νά μετακινοῦνται σέ ἀποστάσεις πάρα πολύ
γρήγορα, νά θεραπεύουν ἀρρώστους, νά βγάζουν δαιμόνια, νά διαβάζουν τίς
σκέψεις τοῦ ἄλλου, νά βλέπουν τόν ἄλλον σάν ἀκτινογραφία, τίς ἁμαρτίες
του, νά βλέπουν τό μέλλον, νά βλέπουν τό παρελθόν καί ὅλα αὐτά γιατί
ἔφτασαν στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, στήν ταπείνωση δηλαδή καί ἀπ’ τήν ἄλλη
εἶχαν τήν τέλεια πίστη καί ὅλη τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό. Πίστεψαν αὐτό
πού λέει ὁ Χριστός μας ὅτι «χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα»
(Ἰω. 15,5).
«Εἴπαμε ὅτι οἱ γονεῖς, στήν πάλη τους μέ τίς κακές ροπές τῶν παιδιῶν
τους, πρέπει πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νά φροντίσουν γιά τό ξερίζωμα τοῦ βασικοῦ
ἐλαττώματος τοῦ κάθε παιδιοῦ. Καί τό πιό συνηθισμένο εἶναι ὁ ἐγωισμός».
Σέ κάποιον πού πάει στό Νοσοκομεῖο καί ἔχει πολλά τραύματα, ὁ γιατρός θά
ἀσχοληθεῖ μέ τό πιό σοβαρό, τό πιό βαρύ, τό πιό ἐπεῖγον. Ἅμα ἔχει μιά
βαριά αἱμορραγία, ἄς ποῦμε, δέν θά κοιτάξει τό διάστρεμμα, θά κοιτάξει
νά σταματήσει τήν αἱμορραγία. Ἔτσι καί στά πνευματικά, ξεκινᾶμε ἀπό τό
πιό ἐπεῖγον. Καί τό πιό ἐπεῖγον εἶναι ὁ ἐγωισμός. Τό πιό βασικό ἐλάττωμα
πού ἔχουν τά παιδιά εἶναι ὁ ἐγωισμός.
Βέβαια δέν τό ἔχουν μόνο τά παιδιά, τό ἔχουμε καί ἐμεῖς. Ἐδῶ εἶναι
ἀκριβῶς τό κλειδί, ὅτι θά πρέπει κανείς νά θεραπευθεῖ πρῶτα ὁ ἴδιος ἤ
τουλάχιστον νά μπεῖ στή διαδικασία νά θεραπεύεται μέσα στήν Ἐκκλησία,
ὁπότε θά μπορεῖ νά ἔχει τόν τρόπο νά βοηθήσει καί τό παιδί του ἤ
τουλάχιστον νά δείξει τόν δρόμο καί στό παιδί πῶς νά θεραπευθεῖ. Γιατί
τελικά ὁ γιατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας εἶναι ὁ Χριστός.
«Τί θά κάνουμε λοιπόν, ὅταν διακρίνουμε στήν παιδική ψυχή τό πρῶτο
φύτρο τοῦ φοβεροῦ αὐτοῦ πάθους;». Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά τό διακρίνουμε,
γιατί πολλές φορές ἐνῶ εἶναι πάθος, οἱ γονεῖς τό βραβεύουν. Τό θεωροῦν
καί ἀρετή. Ὅταν τό παιδί ἔχει ἕνα πεῖσμα ἤ ἔχει μιά ἰσχυρογνωμοσύνη, τό
θεωροῦν ἀρετή, χαρακτήρα καί δύναμη. Ἀλλά δέν εἶναι δύναμη καλή, εἶναι
κακή δύναμη. Ἑπομένως τό πρῶτο εἶναι νά ἔχουμε τήν διάκριση νά βλέπουμε.
Νά ἔχουμε ἐπίσης τό ἐνδιαφέρον νά παρατηροῦμε τό παιδί μας. Πολλοί
γονεῖς ἀφήνουν τά παιδιά νά κάνουν ὅ,τι θέλουν μέ ἀποτέλεσμα νά μήν
ἐντοπίζουν τά πρῶτα φύτρα τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὅσο πιο ἀργά τό ἐντοπίσεις, τόσο
πιό ἀργά εἶναι γιά σένα, τόσο πιό ἀργά εἶναι γιά τό παιδί καί τελικά
τόσο πιό ἀργά εἶναι γιά τή θεραπεία τοῦ πάθους. Ἀλλιῶς ξεριζώνεις ἕνα
μικρό χορταράκι πού μόλις φύτρωσε κι ἀλλιῶς ξεριζώνεις ἕναν θάμνο καί
πολύ δύσκολα ἕνα δέντρο. Τί θά κάνουμε; «Πῶς θά καλλιεργήσουμε» ἀφοῦ τό
ἐντοπίσαμε, στή θέση αὐτοῦ, «τήν ἀντίθετη ἀρετή, τήν μετριοφροσύνη καί
τήν ταπείνωση;».
– Πῶς ξεριζώνεται ἕνα πάθος;
Φυτεύοντας τήν ἀντίθετη ἀρετή. Τά πάθη εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, οἱ
ὁποῖες ἔχουν πάρει ἕναν λάθος δρόμο. Δέν πρέπει νά ξεριζώσουμε αὐτές τίς
δυνάμεις, νά κάνουμε τό παιδί μας ἤ τόν ἑαυτό μας ἀνάπηρο, ἀλλά νά τίς
ἀνακατευθύνουμε στό σωστό.
Ἔχει τό παιδί πεῖσμα, ἔχει ἐγωισμό, ἔχει φιλαυτία δηλαδή, ἔχει ἀγάπη
γιά τόν ἑαυτό του. Αὐτό εἶναι μιά δύναμη. Ὅσο πιό μεγάλη ἀγάπη ἔχει στόν
ἑαυτό του, σημαίνει τόσο πιό δυνατή εἶναι ἡ ψυχή του. Ἀλλά αὐτή τή
δύναμη τῆς ψυχῆς του τήν ἔχει βάλει σέ λάθος δρόμο, σέ ἕνα λάθος ρυάκι,
ἄς τό ποῦμε, τό ὁποῖο ἀντί νά τόν ζωογονεῖ, τόν πνίγει. Θά πρέπει λοιπόν
νά ἀλλάξουμε τήν κατεύθυνση. Νά πᾶμε ἀντίθετα. Νά βοηθήσουμε τό παιδί
νά στρέψει τήν ἀγάπη αὐτή πού ἔχει στόν ἑαυτό του πρός τόν Θεό καί νά
μάθει ὄχι νά λατρεύει τόν ἑαυτό του καί τό θέλημά του, ἀλλά νά ζητάει τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει νά γίνεις ταπεινός: νά ζητᾶς καί νά
ἐφαρμόζεις κάθε στιγμή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά εἶσαι ἀναπαυμένος μέ
αὐτά πού σοῦ δίνει ὁ Θεός κάθε στιγμή καί ὄχι νά ἔχεις στημένο τό δικό
σου θέλημα καί νά ἀπαιτεῖς νά γίνεται αὐτό.
Ἑπομένως ξεριζώνεται ὁ ἐγωισμός μέ τό νά φυλάξουμε τήν ἀρετή τῆς
ταπεινοφροσύνης, τῆς μετριοφροσύνης καί γενικῶς αὐτό πού λέμε ταπείνωση.
Ἡ ταπείνωση ὅμως εἶναι κάτι πού τή δίνει ὁ Θεός τελικά. Ἐμεῖς ἐκεῖνο
πού μποροῦμε νά βοηθήσουμε τό παιδί εἶναι νά ἀποκτήσει ταπεινοφροσύνη,
δηλαδή φρόνημα ταπεινό. Νά φρονεῖ ταπεινά, νά ἔχει δηλαδή ταπεινή ἰδέα
γιά τόν ἑαυτό του καί καλύτερα ἀκόμα νά μήν ἔχει καμιά ἰδέα. Τό νά λέει
κανείς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, δέν λέει καί κάτι σπουδαῖο. Τό νά λέει ὅτι
εἶναι ὁ μεγαλύτερος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κάτι σπουδαῖο.
Οἱ Ἅγιοι εἶχαν προχωρήσει ἀκόμα πιό πολύ στήν ταπεινοφροσύνη καί ἔλεγαν
«Εἶμαι τό πιό ἄχρηστο ὄν στή γῆ». Ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού ἔλεγε
«εἶμαι ἔκτρωμα» (Α΄Κορ. 15,8), ὅ,τι πιό ἄχρηστο ὑπάρχει στή γῆ δηλαδή.
Αὐτά ἄν μπορούσαμε νά τά διδάξουμε πρῶτα στόν ἑαυτό μας καί μετά στά παιδιά, θά ἦταν ἡ μεγαλύτερη βοήθεια.
«Ἡ σεμνότητα καί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀρετές φυσικές στό παιδάκι,
ἐπειδή ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπό τή βοήθεια τῶν ἄλλων». Ὁ Θεός μᾶς ἔκανε
πολύ ἀδύναμα πλάσματα, ὁπότε μετά τή γέννησή μας, δέν μποροῦμε νά
ζήσουμε, ἄν δέν μᾶς φροντίσει ἡ μητέρα μας, ὁ πατέρας μας καί αὐτό σέ
μαθαίνει, θέλεις – δέν θέλεις, νά ἔχεις ταπεινό φρόνημα. Εἶσαι
ἐξαρτημένος ἀπό τούς ἄλλους. Εἶσαι στό ἔλεος -στήν κυριολεξία- τῶν
ἄλλων.
«Ἔτσι, ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια, ἄν ἐμφανιστοῦν, εἶναι συνέπειες
τῆς κακῆς ἀγωγῆς καί τῆς κακῆς ἐξελίξεως τῆς φιλοδοξίας, πού εἶναι
ἔμφυτη στόν κάθε ἄνθρωπο». Θά πεῖτε: –Δέν ὑπάρχουν οἱ ρίζες τοῦ ἐγωισμοῦ
μέσα στό παιδί; Ὑπάρχουν βέβαια τῆς φιλαυτίας καί τῆς φιλοδοξίας, ἀλλά ὁ
κύριος ὑπαίτιος εἶναι ἡ ἀγωγή, γιατί τό παιδάκι ἀπό φυσικοῦ του
μαθαίνει νά ταπεινοφρονεῖ. Εἶναι ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, θά πρέπει νά τό
ἀλλάξεις, νά τό ταΐσεις, νά τό κοιμίσεις. Ὅλα ἐσύ πρέπει νά τά
φροντίσεις. Ἄν λοιπόν δεῖς ἀπό νωρίς ἐγωισμό, σημαίνει ὅτι ἐσύ φταῖς,
τοῦ ἔχεις κάνει κακή ἀγωγή. Τοῦ ἔχεις θρέψει αὐτό τό κακό σπέρμα πού
ὑπάρχει μέσα μας -ὅπως καί ὅλα τά κακά σπέρματα- καί μάλιστα τοῦ ἔθρεψες
τή φιλοδοξία. Κι αὐτό εἶναι τό βασικό λάθος πού κάνουν οἱ γονεῖς.
Μετά τούς γονεῖς ἀκολουθοῦν καί οἱ παππούδες καί οἱ γιαγιάδες πού
παίζουν μέ τό παιδί νομίζοντας ὅτι ἔχουν κανένα κουκλάκι καί τό
ἀπολαμβάνουν καί τό θεωροῦν μεγάλη στέρηση τό νά μήν πάρουν τό ἐγγόνι
τους. Ἀλλά μέ τό πού θά τό πάρουν, τί κάνουν; Μέ τά πολλά κανακέματα
τούς τρέφουν ἀκριβῶς τήν κενοδοξία. Τά πολλά μπράβο-μπράβο καί τό χρυσό
μου, ἀργυρό μου κ.λ.π., τό παιδί θέλει νά πηγαίνει συνέχεια στή γιαγιά
γιατί τοῦ κάνει ὅλα τά χατίρια. Ἀλλά στό βάθος αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη
διαστροφή.
Αὐτό εἶναι ὅ,τι χειρότερο γίνεται στήν ἀνθρωπότητα. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶνε
ὅλα τά κακά τῆς ἀνθρωπότητας: ἀπό τήν κακή ἀγωγή πού δίνουμε στά βρέφη
καί τούς τρέφουμε τήν κενοδοξία, τή φιλοδοξία μέ χίλιους δυό τρόπους, μέ
τά ὡραῖα ροῦχα, μέ τά σκουλαρίκια, μέ τά χτενίσματα, μέ τά ὡραῖα λόγια,
μέ τίς συνεχεῖς ἀγκαλιές καί τά χάδια, μέ τό νά τούς κάνουμε ὅλα τά
χατίρια καί νά μήν τούς στεροῦμε τίποτα.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ καταστροφή μας καί αὐτό διαιωνίζεται ἀπό γενιά σέ
γενιά, γιατί δυστυχῶς κάθε μάνα θυμᾶται πῶς τή μεγάλωσε ἡ μάνα της καί ἡ
γιαγιά της καί ἀνατρέφει τά παιδιά της κατά παρόμοιο τρόπο. Δέν πρέπει
ὅμως. Πρέπει νά κοιτάξουμε τί λέει ὁ Χριστός, τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες,
οἱ ἀληθινοί παιδαγωγοί. Οἱ Ἅγιοι λοιπόν λένε τό ἀντίθετο, νά μή λέμε
‘μπράβο’ στά παιδιά. Θά πρέπει νά τούς κόβουμε τήν κενοδοξία. Θά πρέπει
νά τά μάθουμε μία ἀσκητική καί λιτή ζωή. Ὅσο κι ἄν φαίνεται
ἀποκρουστικό, αὐτό εἶναι πού χρειάζεται τό παιδί γιά νά ἔχει μιά ἀληθινή
πρόοδο καί νά γίνει πολίτης τοῦ οὐρανοῦ.
Διαφορετικά, μέ ὅλα αὐτά πού τούς κάνουμε γιά νά τά ἀναπαύσουμε τάχα
καί νά τά κάνουμε νά χαροῦνε, οὐσιαστικά τά δυσκολεύουμε πάρα πολύ στή
μετέπειτα ζωή τους. Γιατί ὅταν μεγαλώνουν αὐτά τά καημένα καί καταλάβουν
τί γίνεται καί ἐπιστρέψουν στόν Χριστό, ἔχουν νά κάνουν πολύ μεγάλο
ἀγῶνα γιά νά ἀπαλλαγοῦνε ἀπό αὐτόν τόν καλοθρεμμένο ἐγωισμό, τήν
καλοθρεμμένη φιλοδοξία, πού τούς θρέψαμε ἐμεῖς. Βέβαια καί τά ἴδια
συνέχισαν στόν ἴδιο ρυθμό σκεπτόμενα ἀφοῦ ἡ μαμά καί ὁ μπαμπάς θεωροῦν
ὑπεραξία τήν καλή γνώμη τῶν ἄλλων καί ἐγώ τό ἴδιο πρέπει νά κυνηγάω, τά
μπράβο τῶν ἀνθρώπων.
Ὁπότε συνεχίζει καί τό παιδί νά κυνηγάει τόν ἔπαινο, τήν ἀποδοχή καί
τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, τούς καλούς βαθμούς, τήν πρώτη θέση στό σχολεῖο,
στό Πανεπιστήμιο κ.ο.κ. Καί ἄν δέν τοῦ τά δώσεις αὐτά, τό πιάνει
κατάθλιψη, μαραζώνει, λέει ‘δέν μ’ ἀγαπάει κανένας’ καί στό τέλος μπορεῖ
καί νά αὐτοκτονήσει, γιατί δέν ἔμαθε αὐτό τό βασικό μάθημα, ἀντί νά
ἀγαπάει τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, νά ἀγαπήσει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀντί νά
κυνηγήσει τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων, νά κυνηγήσει τόν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ καί
νά μήν τό νοιάζει ἄν τό ἐπαινοῦν ἤ ἄν τό ἀγαπᾶνε ἤ ἄν τό ἐμπιστεύονται ἤ
δέν τό ἐμπιστεύονται ἤ ἄν τό ἐχθρεύονται. Ἡ πιό μεγάλη μας δυστυχία
εἶναι ὅτι κρεμᾶμε τήν εὐτυχία μας στό τί θά ποῦν οἱ ἄλλοι καί στό πῶς
μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι.
Ἔτσι, ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια, ἄν ἐμφανιστοῦν, εἶναι συνέπειες τῆς
κακῆς ἀγωγῆς. Δέν εἶναι ὅτι φταίει τό παιδί, ὅτι εἶναι στριμμένο καί
ὅτι ἔτσι βγῆκε. Ἀλλά φταίει ἡ κακή ἀγωγή.
«Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, γιά νά δείξει στούς μαθητές Του μέ τρόπο παραστατικό
τό ὑπόδειγμα τῆς ἀληθινῆς ταπεινοφροσύνης, ἔβαλε μπροστά τους ἕνα μικρό
παιδί». Ἐποπτική διδασκαλία πού λέμε καί στό σχολεῖο. Πῆρε ἕνα παιδάκι
καί τούς λέει: ‘’Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο, οὗτός
ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν’’ (Ματθ. 18,4). Σέ μετάφραση:
Ὅποιος ταπεινώσει τόν ἑαυτό του ὅπως αὐτό τό παιδί, αὐτός εἶναι ὁ
μεγαλύτερος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τό μικρό παιδάκι ἔχει, θά λέγαμε,
φυσική ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι, λέει, πρέπει νά γίνουμε ὅλοι σάν τά μικρά
παιδιά. Ὄχι στόν νοῦ, στήν κρίση, ἐκεῖ πρέπει νά εἴμαστε σοφοί, ἀλλά στό
φρόνημα, στήν ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας.
Ὁ ταπεινόφρων εἶναι ὁ μεγαλύτερος στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Θυμᾶστε
πότε τούς τό εἶπε αὐτό; Ὅταν κάποιοι ἀπό τούς μαθητές ζήτησαν πρωτεῖα.
Θέλησαν νά εἶναι δίπλα του, δεξιά καί ἀριστερά στόν θρόνο Του. Καί τί
τούς εἶπε ὁ Χριστός; Θέλετε νά εἶστε πρῶτοι; Νά εἶστε, καλό πράγμα νά
εἶσαι πρῶτος. Ποιός εἶναι πρῶτος; Αὐτός πού ἔχει γίνει σάν τά παιδιά. Τό
παιδί κυνηγάει τήν πρώτη θέση; Κάθε ἄλλο! Ξέρει ὅτι δέν πρόκειται ποτέ
νά τοῦ δώσουν τήν πρώτη θέση, ἀφοῦ θά τίς πιάσουν οἱ μεγάλοι. ῎Ετσι
πρέπει νά γίνουμε ὅλοι καί τότε ὁ Θεός θά μᾶς δώσει τήν πρώτη θέση.
Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νά μή μᾶς τήν δώσουν, νά μᾶς βάλουν στό περιθώριο.
Ἔτσι γίνεται μέ τούς ταπεινόφρονες. Οἱ ταπεινόφρονες θά περάσουν στό
περιθώριο. Δέν μᾶς πειράζει αὐτό καί ὁ Χριστός μας στό περιθώριο ἦταν.
Στό περιθώριο τοῦ περιθωρίου μάλιστα.
Ἔτσι καί οἱ χριστιανοί, οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι περνᾶνε στό περιθώριο.
Λίγοι εἶναι αὐτοί πού τούς δίνει ὁ κόσμος μιά δόξα καί μιά πρώτη θέση.
Συνήθως ἐπιπλέουν οἱ φελλοί. Γιατί εἶναι φελλοί βέβαια καί ἀνεβαίνουν
πάνω-πάνω. Ὅποιος ἔχει λίγο βάρος πάει χαμηλά. Ὅποιος λοιπόν ταπεινώσει
τόν ἑαυτό του, αὐτός εἶναι ὁ μείζων στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
«Κι
ὅμως! Δυστυχῶς, πολλές φορές συναντᾶμε καί στά παιδιά τή μιά ἤ τήν ἄλλη
ἀπό τίς ποικίλες μορφές τοῦ ἐγωισμοῦ, σάν συνέπεια συνήθως τῆς κακῆς
ἀγωγῆς». Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ; Τά παιδιά δέν εἶναι παιδιά ὅταν ἔχουν
ἐγωισμό, ἔχουν χάσει τό φυσικό τους προσόν, τήν ταπεινοφροσύνη καί
ὀφείλεται αὐτό στούς κακούς γονεῖς, στούς ἀνάξιους γονεῖς, πού δέν
ξέρουν πῶς νά ὁδηγήσουν τά παιδιά τους.
– Γιατί ἀγωγή τί σημαίνει;
Ὁδήγηση. Ἄγω τήν ψυχή, αὐτό σημαίνει ἀγωγή. Ὁδηγῶ τήν ψυχή μου στόν Θεό
δηλαδή. Ἀλλά ἡ μεγάλη μας πλάνη εἶναι ἀντί νά ἔχουμε ἀγωγή γιά τόν Θεό,
νά ἔχουμε ἀγωγή γιά τόν διάβολο. Εἶναι ἡ ἀντιστροφή τῆς ἀγωγῆς.
Ὁδηγοῦμε τά παιδιά μας κανονικά στήν κόλαση! Καί θά μᾶς ζητήσει λόγο γι’
αὐτό ὁ Θεός βέβαια. Δέν θά σέ συγχαρεῖ πού ἔγινες μαμά ἤ πού γέννησες
τό παιδί. Θά σοῦ πεῖ «Τί τό ἔκανες τό παιδί, γιατί τό ἔκανες; Καλύτερα
νά μήν ἔκανες. Τό κατέστρεψες». Ὄχι νά τό σκοτώσεις μέ ἔκτρωση, ἀλλά νά
μήν θελήσεις νά γίνεις μάνα. Ἀλλά αὐτά εἶναι οἱ συνέπειες τῆς δικῆς μας
πρῶτα ἀπαιδευσίας καί ἀρρώστιας. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε θεραπευτεῖ, ὁπότε πῶς
νά θεραπεύσουμε τούς ἄλλους; Πῶς νά ὁδηγήσουμε τά παιδιά καί ποῦ νά τά
ὁδηγήσουμε;
Πολλές λοιπόν φορές ἔχουμε ἐκδηλώσεις ἐγωισμοῦ. «Ἡ πρώτη μορφή, μέ τήν
ὁποία ἐκδηλώνεται ὁ ἐγωισμός στήν παιδική ψυχή», μήν σᾶς φανεῖ παράξενο,
«εἶναι συνήθως ἡ ματαιοδοξία στά… ροῦχα! Ἡ χαρά τῶν παιδιῶν γιά κάποιο
καινούργιο ροῦχο εἶναι πράγματι φυσιολογική καί ἀθώα, μόνο ὅταν δέν
ξεπερνάει ὁρισμένα ὅρια». Νά χαρεῖς ἁπλά κάτι ὡραῖο, κάτι καινούριο,
ἐντάξει. «Ὅταν ὅμως αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις χαρᾶς εἶναι ὑπερβολικές καί
ἀτέλειωτες, ὅταν τά παιδιά ὑπερηφανεύονται γιά τά στολίδια τους ἤ
περιφρονοῦν τ’ ἄλλα παιδιά, πού εἶναι ντυμένα πιό ἁπλά, τότε τά
φυσιολογικά ὅρια ἔχουν καταπατηθεῖ». Ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι τό παιδί
ἐπιδεικνύεται, καμαρώνει καί σπαταλάει πολύ χρόνο γιά τήν ἐμφάνιση ἤ
κάνει ἄλλου εἴδους ὑπερβολές, αὐτά εἶναι ἐκδηλώσεις ἐγωισμοῦ.
«Ἡ γελοία καί κούφια αὐτή ματαιοδοξία καλλιεργεῖται συχνά ἀπό τους
ἴδιους τούς ἀσύνετους γονεῖς, πού στολίζουν τά παιδιά τους σάν κοῦκλες,
καί, ἐνθουσιασμένοι οἱ ἴδιοι, τά φέρνουν μπροστά στόν καθρέφτη γιά νά
καμαρώσουν κι αὐτά…».
Ἔλεγε ἕνας Γέροντας «ὁ καθρέφτης εἶναι ἕνα διαβολάκι» καί ὄντως εἶναι
ἔτσι, γιατί ἀκριβῶς σοῦ τρέφει τήν κενοδοξία. Κι ὅμως οἱ γονεῖς παίρνουν
τά παιδιά καί τά στήνουν μπροστά στόν καθρέφτη καί τά μαθαίνουν οἱ
ἴδιοι οἱ γονεῖς νά κοιτιοῦνται. Ἐνῶ τό πατερικό λέει: «νά ἔχετε τέτοια
ροῦχα πού νά τά ἀφήνεις στόν δρόμο καί νά μήν τά παίρνει κανένας».
Βλέπετε κριτήριο; Τέτοια ροῦχα λένε οἱ Πατέρες νά φορᾶμε! Αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι ἔχουν τήν ἀληθινή ἀγωγή, γιατί εἶναι θεραπευμένοι ἄνθρωποι.
Εἶναι οἱ Ἅγιοι πού τά λένε αὐτά. Δέν λέμε νά φορέσεις βρώμικα ἤ
κουρέλια. Ὄχι. Ἀλλά νά φορέσεις κάτι ἁπλό, ταπεινό καί κάτι πού νά μήν
προκαλεῖ.
– Ἐρ.: ………………….
Θά ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι νά μᾶς πάρουν τίς Ἐκκλησίες καί μετά θά φωνάζουμε.
Ἀλλά βλέπετε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τίς βεβηλώνουμε τίς Ἐκκλησίες. Ἔτσι ἔγινε
καί στήν Κύπρο. Τώρα φωνάζουν, ἀλλά ὅταν τήν εἶχαν ὁλόκληρη, αὐτά ἔκαναν
πού κάνουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ, πηγαίνανε γυμνοί στίς Ἐκκλησίες. Τώρα τίς
βεβηλώνουν οἱ Τοῦρκοι. Γιατί ἐμεῖς πού τίς εἴχαμε εἴμαστε καλύτεροι; Καί
ἐμεῖς τίς βεβηλώναμε!
– Ἐρ.: ………………….
Ὅταν γίνεται Μυστήριο, ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι παντοῦ καί ἐνεργεῖ
πάντοτε, διότι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἀλλά ἐμεῖς συσσωρεύουμε πάνω στό
κεφάλι μας κεραυνούς μέ τίς ἁμαρτίες μας καί κάποια φορά ξεπερνιοῦνται
τά ὅρια καί ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ξεσπάει, σταματάει, ὅπως ἔγινε μέ τόν
κατακλυσμό καί ὅπως ἔγινε μέ πολλά. Ξεπερνᾶμε ἕνα κρίσιμο σημεῖο καί
μετά γίνεται ὅ,τι γίνεται.
Τό θέμα δέν εἶναι οἱ παπάδες. Ἐγώ δέν λέω ὅτι δέν φταῖνε καί οἱ παπάδες
καί οἱ Δεσποτάδες, ἀλλά ἐμεῖς δέν φταῖμε; Τά παιδιά μας πῶς τά
ντύνουμε; Λέμε κάτι στήν φίλη μας, πού ἔρχεται σχεδόν γυμνή δίπλα μας;
Ἔχουμε τό θάρρος νά τό ποῦμε;
Ἡ γελοία καί κούφια αὐτή ματαιοδοξία λοιπόν καλλιεργεῖται πολλές φορές
ἀπό τους ἴδιους τούς γονεῖς. Ἄν π.χ. οἱ γονεῖς δέν εἶναι ἀπελευθερωμένοι
ἀπό τίς μάρκες καί ἐξ αἰτίας τῆς μάρκας πληρώνουν κάτι σέ τριπλάσια καί
τετραπλάσια τιμή, αὐτό περνάει στό παιδί, τό καταλαβαίνει καί νομίζει
ὅτι ἡ μάρκα εἶναι σπουδαῖο πράγμα καί πρέπει νά τίς κυνηγάει. Βέβαια
μετά θά ἔχει νά ἀντιμετωπίσει τά ζηλόφθονα βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἐνῶ λέει ὁ
Χριστός μας «μήν σκανδαλίζεις τούς ἀδελφούς σου, μήν τούς προκαλεῖς».
«Γιά νά μή συδαυλίζουν τήν παιδική ματαιοδοξία τῆς φορεσιᾶς, οἱ γονεῖς
πρέπει ν’ ἀποφεύγουν τέτοιες ἄστοχες ἐνέργειες». Δηλαδή νά μήν περάσουν
στό παιδί «Κοίταξε στόν καθρέφτη, κοίταξε τί ὡραία πού εἶσαι!», φοβερά
πράγματα αὐτά. Οὐσιαστικά μαθαίνουν τό παιδί νά ναρκισσεύεται καί νά
αὐτοθαυμάζεται. Γιά νά μή γίνει ὅμως, θά πρέπει νά τό ἔχει ξεπεράσει ἡ
μάνα –καί ὁ πατέρας βέβαια.
«Πρέπει νά δώσουν στά παιδιά νά καταλάβουν, ὅτι μπροστά στόν Θεό τά
ἐντυπωσιακότερα καί ἀκριβότερα ροῦχα δέν ἔχουν καμιά ἀξία». Ὄχι μόνο δέν
ἔχουν καμιά ἀξία, ἀλλά εἶναι καί μεῖον μπροστά στόν Θεό. Ὁ Θεός δέν
θέλει νά ντυνόμαστε μέ πολυτέλεια. Δέν ἀρέσει στόν Θεό αὐτό. Ἡ
πολυτέλεια ἀρέσει, ὅταν λατρεύουμε τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία. Πολλοί
ἐξυπνάκηδες φωνάζουν γιά τά ἄμφια τῶν ἱερέων… Τά ἄμφια τῶν ἱερέων εἶναι
ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά εἶναι πολυτελή γιατί οἱ ἱερεῖς εἰκονίζουν τόν Θεό,
τήν ἄκτιστη δόξα, τό ἄκτιστο φῶς. Καί τό ἄκτιστο φῶς πῶς θά τό
εἰκονίσεις; Μέ λαμπρότητα! Ὅ,τι καλύτερο ἔχεις, θά τό δώσεις στόν Θεό.
Ἀντίθετα σέ μᾶς ὅμως πρέπει νά εἶναι ὅλα ἁπλά.
«Ὁ Θεός κοιτάζει ὄχι τά ροῦχα καί τά ἐξωτερικά στολίδια, ἀλλά τήν
καρδιά». Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τίς γυναῖκες στίς ἐπιστολές:
«οὐχ ὁ ἔξωθεν στολισμός, οἱ ἐμπλοκές τῶν τριχῶν» (Α΄Πέτρ. 3,3). Μπλέκουν
ἔτσι τά μαλλιά τους, ὅ,τι σχέδιο μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς.. Κάποια
εἶχε φτιάξει τά μαλλιά της σάν φρεγάτα, σάν καράβι! Ὄχι αὐτά λέει, οὔτε
τά χρυσαφικά, ἀλλά ὁ ἔσωθεν τῆς καρδίας ἄνθρωπος. Τό ἐσωτερικό τῆς
καρδιᾶς νά φροντίσεις, νά στολίσεις τήν καρδιά σου μέ ἀρετές καί αὐτό
περνάει ἀπό τήν μάνα στό παιδί, ὅπως περνάει καί τό ἀνάποδο. Ὅταν ἡ μάνα
στολίζεται μέ τίς ὧρες μπροστά στόν καθρέφτη, κοιτιέται συνεχῶς καί τό
κορίτσι πού τή βλέπει, ἐννοεῖται ὅτι θά κάνει τό ἴδιο. Στήν ἀρχή θά
κλέβει τῆς μαμᾶς τά κραγιόν καί τά σκουλαρίκια καί μετά θά ἀγοράσει δικά
της.
«Ἑπομένως εἶναι πολύ ὡραιότερο ἕνα παιδί μέ ἄσχημο καί φτωχικό φόρεμα, πού ἔχει ὅμως εὐσεβῆ καί καθαρή καρδιά». ‘’Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει’’ (Παρ. 15,13).
– Πότε εὐφραίνεται ἡ καρδιά;
Ὅταν ὑπάρχει μέσα ὁ Θεός, τότε ἔχουμε χαρά. Ὄχι ὅταν δαιμονίζουμε τά
παιδιά μέ τά δαιμονικά τραγούδια. Τότε δέν χαίρονται τά παιδιά, τότε
δαιμονίζονται. Εἶναι δαιμονική αὐτή ἡ χαρά πού νιώθουν, πού μετά βγαίνει
σέ δαιμονική λύπη καί κατάθλιψη.
Ἕνα παιδί λοιπόν πού ἔχει ἁπλό, μπορεῖ καί ἄσχημο φόρεμα, ἀλλά ἔχει
καθαρή καρδιά, αὐτό ἔχει πολύ ὄμορφη ὄψη, εἶναι πολύ ὡραῖο. Ἄν
προσέξετε, σήμερα οἱ ἄνθρωποι πού κυκλοφοροῦν ἔξω ἤ βγάζουν φωτογραφίες,
ἐνῶ ἔχουν τόσο τέλεια ροῦχα, ἔχουν πολύ ἄγρια πρόσωπα, γεμάτα ἀγωνία
καί ἄγχος καί μιά ἀγριότητα, καί οἱ γυναῖκες ἀκόμα.
«Οἱ συνετοί γονεῖς θά συνηθίζουν τά παιδιά τους ὄχι στά ἀκριβά καί πολυτελῆ ἐνδύματα, ἀλλά στά καθαρά καί περιποιημένα. Ὁ
Κύριος, σάν βρέφος μέσα στή φάτνη, ἦταν τυλιγμένος μέ φτωχικά
σπάργανα». Καί σ’ ὅλη του τήν ζωή -ὅπως ἴσως ξέρετε- εἶχε ἕνα ροῦχο,
ἕναν χιτώνα, τόν ὁποῖο κι αὐτόν μετά τόν μοίρασαν οἱ στρατιῶτες
ρίχνοντας κλῆρο.
«Τά παιδιά πρέπει, βέβαια, νά μάθουν στήν καθαριότητα. Μή θεωρεῖτε
λοιπόν σάν ἐγωισμό τή δυστροπία τοῦ παιδιοῦ νά φορέσει βρώμικο ἤ
ξεσκισμένο ροῦχο, τήν ἄρνησή του νά φάει ἤ νά πιεῖ ἀπό ἄπλυτο σκεῦος, ἤ
τήν ἐπιθυμία του νά εἶναι ὅλα γύρω του καθαρά καί τακτικά. Ἀντίθετα,
πρέπει νά καλλιεργήσετε στά παιδιά μέ κάθε τρόπο τήν ἀγάπη στήν τάξη καί
τήν καθαριότητα». Αὐτό δέν εἶναι ἐγωισμός ἤ ἔστω εἶναι καλός ἐγωισμός,
νά θέλει τό παιδί νά εἶναι καθαρά καί τά ροῦχα του καί τό σκεῦος πού θά
φάει κ.λ.π. Αὐτό θά τό ἐνθαρρύνουμε στό παιδί.
Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή ἐγωισμοῦ, πού ἐκδηλώνεται μέ τή ματαιοδοξία
στά ροῦχα καί δυστυχῶς βασιλεύει πολύ. Μοῦ φαίνεται ὑπάρχει καί παιδική
μόδα, συνολάκια γιά παιδιά κ.λ.π. Ἀκόμα καί γιά μωρά, γιά βαφτίσια καί
τέτοια…
«Μιά δεύτερη μορφή ἐγωισμοῦ συναντᾶμε στά παιδιά, ὅταν αὐτά
ὑπερηφανεύονται γιά τόν πλοῦτο, τήν κοινωνική θέση ἤ τό ἀξίωμα τῶν
γονιῶν τους, καί ὑποτιμοῦν ἤ περιφρονοῦν τά φτωχότερα ἤ ἀσημότερα
παιδιά». Καί αὐτή εἶναι φοβερή κατάσταση. Νά ὑπερηφανεύεται τό παιδί γιά
τόν μπαμπά του πού εἶναι πλούσιος, πού εἶναι γιατρός, τήν κοινωνική του
θέση ἤ εἶναι βουλευτής ἤ τί ἄλλο εἶναι καί νά ὑποτιμᾶ τά φτωχά παιδιά,
τά ἁπλά καί ἄσημα.
«Γιά νά μήν οἰκειωθοῦν τά παιδιά σας τό σιχαμερό αὐτό ἐλάττωμα,
συνηθίστε τα νά εἶναι εὐγενικά καί γλυκομίλητα μέ ὅλους». Εἶναι θέμα
ἀγωγῆς τά παιδιά νά εἶναι γλυκομίλητα καί εὐπροσήγορα, δηλαδή εὔκολα στό
νά τά πλησιάσει κανείς, εὐκολοπλησίαστα ἀπό τούς ἄλλους καί τά ἴδια νά
πλησιάζουν εὔκολα τούς ἄλλους. Ὄχι βέβαια νά φτάσουμε στήν ἀδιακρισία,
γιατί ὑπάρχουν καί κίνδυνοι.
Ἀλλά νά μήν γίνουν ἀπρόσιτα λόγω αὐτῆς τῆς μεγάλης ἰδέας ὅτι εἶναι
κάποιοι καί δέν μποροῦν νά κάνουν παρέα μέ τόν ὁποιοδήποτε γιατί ἀνήκουν
σέ ἄλλη κοινωνική τάξη καί γιά παράδειγμα θά μολυνθοῦν ἅμα κάνουν παρέα
μέ ἕνα φτωχό παιδί.
«Νά σέβονται κάθε ἄνθρωπο», γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, «πλούσιο ἤ φτωχό, διάσημο ἤ ἄσημο. Μήν ἐμποδίζετε τή φιλία τους
μέ φτωχά, ἀλλά καλά παιδιά». Εἶναι ἁμαρτία πού εἶναι φτωχό; Ἴσα-ἴσα
μπορεῖ νά εἶναι καί προτέρημα. Πιό εὔκολα πάει ἕνας φτωχός στή Βασιλεία
τῶν οὐρανῶν παρά ἕνας πλούσιος.
«Μήν τούς ἐπιτρέπετε νά μιλᾶνε ἀπότομα ἤ μέ θράσος σέ κανέναν, ὅποιος
κι ἄν εἶναι». Ποτέ ἀπότομα ἤ μέ θράσος. «Ἐμπνεῦστε τους τήν πεποίθηση,
ὅτι ὁ Θεός προσέχει ὄχι τόν πλοῦτο ἤ τή διασημότητα, ἄλλα τήν ἀρετή καί
τήν τιμιότητα». Ὁ Θεός βλέπει στό βάθος, δέν βλέπει τήν ἐπιφάνεια.
Δυστυχῶς ὁ σύγχρονος ἄνθωπος ἔχει γίνει ἄνθρωπος τῆς ἐπιφάνειας. Μᾶς
ἐνδιαφέρει μόνο ἡ εἰκόνα μας πρός τά ἔξω, τίποτα γιά τό μέσα. Πῶς θά
εἴμαστε ὄμορφοι, ντυμένοι καλά καί τίποτα ἄλλο. Αὐτό τό πράγμα φωνάζει
ἀπό μόνο του ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄδειος, ἕνας ἄνθρωπος πού προσέχει
μόνο τό ἐξωτερικό του. Μετά τό αἰσθάνεται καί ὁ ἄλλος, λίγη διάκριση ἄν
ἔχει, ὅτι ἔχει νά κάνει μέ ἕναν ἄδειο ἄνθρωπο, δηλαδή ἕναν ἄνθρωπο χωρίς
ἀρετές, χωρίς Θεό.
«Μιλῆστε τους γιά τόν Ἰησοῦ, τόν Θεό τόν Ἴδιο, πού διάλεξε γιά τόν
Ἑαυτό Του ὄχι πλούσιους καί διάσημους γονεῖς, ἄλλα ἕναν μαραγκό γιά
προστάτη Του, καί μιά ἄσημη κόρη τῆς Ναζαρέτ γιά Μητέρα Του». Τό πιό
ταπεινό κορίτσι τῆς γῆς τό διάλεξε γιά μητέρα Του καί ἕναν
ἀσήμαντο μαραγκό γιά προστάτη Του, οὔτε μόρφωση, οὔτε διασημότητα.
Σήμερα ὅλοι πασχίζουν νά γίνουν διάσημοι, ὅλοι πασχίζουν νά τούς δείξει ἡ
τηλεόραση, νά φωτογραφηθοῦν μέ ἕναν ‘μεγάλο’. «Νά εἶμαι καί ἐγώ δίπλα
του, βλέπεις;». Καί τί ἔγινε; Εἶναι αὐτό πού λέμε κουφότητα. Εἴμαστε
ἄδειοι.
«Ἡ τρίτη μορφή ἐγωισμοῦ, πού συναντάει κανείς στά παιδιά, εἶναι ἡ
συνεχής ἐνασχόλησή τους μέ τίς πραγματικές ἤ φανταστικές ἀρετές τους.
Πολλά εἶναι τά παιδιά πού ὑπερηφανεύονται γιά τήν ἐπιμέλεια, τήν
καλωσύνη, τή σεμνότητα ἤ τήν εὐφυΐα τους. Δέν ὑπάρχει, βέβαια, τίποτα τό
ἀξιοκατάκριτο σ’ αὐτό πού τό παιδί θεωρεῖ σάν ὑποχρέωσή του, π. χ. νά
προοδεύει στό σχολεῖο ἤ νά ξεχωρίζει γιά τήν καλή συμπεριφορά του. Μιά
τέτοια «εὐγενική» φιλοδοξία χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός τή
φύτεψε στήν παιδική καρδιά».
«Ἡ φιλοδοξία ὅμως αὐτή», προσέξτε μπορεῖ νά γίνει παγίδα, «δέν πρέπει
νά ξεπερνάει κάποια ὅρια, γιατί τότε καταντάει ἀναζήτηση τιμῆς στή
ματαιότητα» καί πολλά παιδιά γιά νά μή χάσουν αὐτήν τήν τιμή τό παίζουν
καλά παιδιά καί ὅταν μεγαλώνουν ξεσαλώνουν καί βγάζουν τόν πραγματικό
ἑαυτό τους, ὅλα τά πάθη τους δηλαδή. Μοῦ τό λένε κιόλας ‘Μικρός ἤμουν τό
καλύτερο παιδί, ὅλοι μέ θεωροῦσαν τό καλό παιδί καί ἐγώ γιά νά μή χάσω
αὐτή τήν εἰκόνα, τό ἔπαιζα καλό παιδί’. Πλήρης ὑποκρισία δηλαδή. Θά
πρέπει νά τό ἀνακαλύψουμε αὐτό στό παιδί καί νά τό βοηθήσουμε νά
πολεμήσει καί ὄχι νά καλλιεργήσει τά πάθη του. Κατά κάποιο τρόπο νά
ἐκτεθεῖ. Ἀλλά ὅσο κι ἐμεῖς τό κανακεύουμε καί τό ἐπαινοῦμε, τόσο τό
ἐμποδίζουμε νά ἐκτεθεῖ.
– Ξέρετε πότε ἐκτίθεται ὁ ἄνθρωπος;
Ὅταν τόν μαλώσεις, ὅταν λίγο τόν ταπεινώσεις. Τότε φανερώνεται ποιός
εἶναι ὁ ἄνθρωπος: στήν ἀντίδρασή του ὅταν ἀδικεῖται. Ὁ γονιός μπορεῖ νά
κάνει τέτοια «πειράματα» γιατί ἀσκεῖ ἀγωγή. Θά πρέπει νά βοηθήσει τό
παιδί του καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο, νά τό μάθει νά ἀντιμετωπίζει τήν
ἀδικία καί κάνοντας μιά εἰκονική ἀδικία στό παιδί, νά τό μαλώσει ἐνῶ δέν
φταίει γιά νά δεῖ πῶς θά ἀντιδράσει. Μέ διάκριση βέβαια. Καί μέ ἀφορμή
αὐτό νά δώσει ἕνα καλό μάθημα στό παιδί, νά τοῦ πεῖ ‘εἶδες πῶς
ἀντέδρασες; Ἔχεις ἐγωισμό, δέν τό σηκώνεις’.
Αὐτή εἶναι ἀγωγή, πού καί ἐγώ στό Ἅγιο Ὄρος τήν ἔμαθα. Ἐκεῖ οἱ
Γεροντάδες μπορεῖ νά σέ μαλώσουν πολύ ἄγρια, ἐνῶ δέν φταῖς. Λές: ‘Γιατί
τώρα τί ἔκανα;’, δέν φταῖς, ἀλλά πρέπει νά πεῖς συγνώμη, ἄν εἶσαι
ταπεινός ἤ τουλάχιστον ἄν θέλεις νά γίνεις ταπεινός. Ἄν πεῖς ‘Γέροντα,
τί εἶναι αὐτά πού λές, ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα, ἐσύ δέν μοῦ εἶπες…’, τότε
τό ἔχασες. Ἔχασες τήν εὐκαιρία γιά ταπείνωση.
Ἔλεγε ἕνας Γέροντας στόν ὑποτακτικό μέ σκοπό νά τόν ἐκπαιδεύσει:
– Πάρε αὐτό τό δοχεῖο μέ τό μέλι. Χύστο κάτω.
Τό ἔπαιρνε καί τό ἔχυνε. Μόλις τό ἔχυνε τοῦ ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας:
– Βρέ, ἀνόητος εἶσαι, γιατί τό ἔχυσες κάτω τό μέλι; Μάζεψέ το τώρα.
– Νά εἶναι εὐλογημένο.
Τό μάζευε. Δέν εἶπε ‘Γέροντα, ἐσύ δέν μοῦ τό εἶπες; Τί μέ μαλώνεις;’. Δέν ἔχει τέτοια. Αὐτό εἶναι ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη.
– Τί σημαίνει οὐσιαστικά ταπεινοφροσύνη;
Νά μήν ἔχεις θέλημα. Νά μάθεις νά ἐμπιστεύεσαι τόν Θεό σέ ὅλα, ἀκόμα καί σ’ αὐτό πού φαίνεται τρελό καί παράλογο.
«Τό παιδί πρέπει νά εἶναι ἐπιμελές, σεμνό, εὐσεβές, ὄχι μόνο ἐπειδή τό
καμαρώνουν» καί ἐπειδή ἔχει αὐτή τή φήμη, «ἄλλα κυρίως ἐπειδή αὐτό
ζητάει ὁ Θεός». Τώρα θά λέγαμε, μπαίνει στό βάθος, μπαίνει τό μαχαίρι
στό κόκκαλο: Ποιός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κάνεις κάτι.
– Γιατί εἶσαι καλός;
Πρέπει νά μάθει τό παιδί νά ξεκαθαρίζει τά ἐλατήριά του. Ὁ Θεός δέν θά
ἐξετάσει τί κάναμε, ἀλλά γιατί τό κάναμε. Αὐτό εἶναι καίριο ἐρώτημα.
Μπορεῖ νά μήν κάνεις σχεδόν τίποτα. Νά κάνεις ληστεῖες, φόνους κ.λ.π.
καί νά πεῖς ἕνα ‘ἥμαρτον’ στό τέλος καί νά πᾶς στόν Παράδεισο καί πρῶτος
μάλιστα, ὅπως ὁ ληστής. Ἤ νά κάνεις πάρα πολλά καλά ἔργα, νά τό γράφουν
καί οἱ ἐφημερίδες, νά βάλουν καί ταμπέλες καί μαρμάρινες πλάκες, νά σέ
δείξουν καί στά βίντεο καί στίς τηλεοράσεις καί νά εἶναι ὅλα ἁμαρτία, νά
εἶσαι γιά τήν κόλαση. Ξέρετε γιατί; Γιατί δέν τά ἔκανες γιά τόν σωστό
λόγο.
Ὁ σωστός λόγος εἶναι πάντα ὁ Θεός-Λόγος, ὁ Χριστός δηλαδή. Ἄν ὅ,τι
κάνουμε, δέν τό κάνουμε γιά τόν Χριστό, εἶναι ἁμαρτία. Ἄν ὅ,τι κάνουμε,
δέν τό κάνουμε μέ τόν Χριστό, εἶναι ἁμαρτία. Ἄν ὅ,τι κάνουμε, δέν τό
κάνουμε γιά νά τό δώσουμε στό τέλος πάλι στόν Χριστό, εἶναι ἁμαρτία. Τό Α
καί τό Ω, ὁ Χριστός. Ἡ αἰτία πού ξεκινᾶμε κάτι, τό Α πρέπει νά εἶναι ὁ
Χριστός καί ἀφοῦ τό κάνουμε, τό Ω πρέπει νά εἶναι πάλι ὁ Χριστός, νά τό
δώσουμε πάλι πίσω στόν Χριστό. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν».
Ἄν λοιπόν δέν τό μάθει αὐτό τό βασικό μάθημα τό παιδί, μπορεῖ νά
φαίνεται καλός, ἀλλά θά εἶναι ἕνας καλός Φαρισαῖος! Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν
πολύ καλοί, ἀλλά ἦταν γιά τήν κόλαση, γιατί ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν γιά
νά τούς δοῦν οἱ ἄνθρωποι, «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ.
23,5), ὄχι γιά τόν Θεό. Δέν ἀγαποῦσαν τόν Θεό καί δυστυχῶς αὐτό τό
κήρυγμα νά εἶσαι καλός, νά εἶσαι τίμιος, νά εἶσαι ἐργατικός, τό λένε καί
στά κατηχητικά. Ἡ γενιά πού πέρασε τό ἀκούγανε καί τό ἐφαρμόζανε ἐν
πολλοῖς καί τελικά ἔγιναν δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.
Γιατί ὁ Θεός δέν θέλει νά εἴμαστε καλά παιδιά, θέλει νά Τόν ἀγαπήσουμε,
νά μᾶς ἀγαπήσει κι Αὐτός καί νά γίνουμε ἕνα. Δέν ἔχει ἀξία μιά ἠθική
χωρίς Θεό δηλαδή. Νά εἶσαι τίμιος, νά εἶσαι ἐργατικός, νά σπουδάσεις, νά
σπουδάσεις τά παιδιά σου, νά τά παντρέψεις, νά ἔχεις καί ἐγγόνια καί
τέλειωσες, πέτυχες, αὐτό εἶναι. Ἡ τέλεια ἀποτυχία εἶναι αὐτό! Ποῦ εἶναι ὁ
Θεός σέ ὅλα αὐτά; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Θεό; Ποῦ εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας;
Πουθενά. Γι’ αὐτό καί πάρα πολλοί ἀπό αὐτούς πού ἀκούσανε τέτοια
κηρύγματα, ἔμειναν στόν δρόμο. Ποῦ εἶναι ὅλες αὐτές οἱ χιλιάδες στά
κατηχητικά πού εἴχαμε τό 1940 καί τό 1950; Σήμερα σχεδόν δέν ἔχουμε
παπάδες νά μᾶς κάνουν Θεία Λειτουργία κι ὅπως φαίνεται ἔρχονται
χειρότερα χρόνια. Τό θέμα εἶναι ὄχι τί κάνουμε, ἀλλά γιατί κάνουμε τό
καθετί. Μπορεῖ νά δώσεις ἕνα ποτήρι νερό καί νά ἀξίζει ὅσο δέν ἀξίζει
ἕνα ἵδρυμα πού θά φτιάξει κάποιος ἄλλος, γιατί ἐσύ ἔδωσες τό ποτήρι μέ
τό νερό γιατί ἀγαπᾶς τόν Θεό καί ὁ ἄλλος τό ἔκανε γιά νά προβάλλει τόν
ἑαυτό του.
«Ὅσο μεγαλώνει, νά συνειδητοποιεῖ ὅτι πρέπει νά κάνει τό καλό ἀπό
αἴσθημα χρέους, μέ τή σκέψη στόν Θεό, καί ὄχι μόνο γιά ν’ ἀπολαμβάνει
τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἄς μάθει ν’ ἀποφεύγει τό κακό καί τήν ἁμαρτία
ἐπειδή ὁ Θεός λυπᾶται μ’ αὐτά, καί ὄχι ἀπό τό φόβο τῆς τιμωρίας», ὄχι
γιατί θά χαλαστεῖ ἡ εἰκόνα του, ὄχι γιατί θά τόν πᾶνε στήν φυλακή, ἀλλά
γιατί τό θέλει ὁ Θεός.
«Προσέξτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι νά μήν ἐμπνεύσετε στά παιδιά τήν ἔπαρση, τήν
ἀλαζονεία, τόν αὐτοέπαινο, τήν ὑπέρμετρη φιλοδοξία καί καυχησιολογία».
Αὐτά εἶναι μαθήματα πού τά ἐμπνέουν οἱ γονεῖς στά παιδιά. Πόσες φορές ἡ
μητέρα μέ τόν τρόπο πού ντύνεται, μέ τόν τρόπο πού μιλάει στόν πατέρα
βγάζει ἔπαρση, βγάζει ἀλαζονεία, ἤ μέ τόν τρόπο πού φέρεται στή
γειτόνισσα, στήν πεθερά. Νά μή μάθουν τόν αὐτοέπαινο καί νά μήν
καυχῶνται. Νά μάθουν νά μή μιλᾶνε γιά τόν ἑαυτό τους καθόλου, ἀλλά αὐτό
πρέπει νά τό ἔχουν μάθει πρῶτα οἱ γονεῖς.
«Μήν τά πολυπαινεύετε ὅταν φέρονται καλά». Μήν τούς λέτε ‘μπράβο’
συνέχεια, νά νιώθουν σάν θεοί. Ἐντάξει ἕνα ἁπλό ‘’μπράβο, ἐντάξει,
ὄμορφα’’ τό λές. Αὐτό, πᾶμε πιό κάτω, μήν κολλᾶς σ’ αὐτό, μήν
αὐτοθαυμάζεσαι, ἡ δόξα ἀνήκει στόν Θεό. Νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού σέ
βοήθησε καί τό ἔκανες αὐτό, πᾶμε νά ἀσπαστοῦμε τήν εἰκόνα.
«Ἕνα χαϊδευτικό βλέμμα, ἕνα χαμόγελο ἱκανοποιήσεως, λίγα θερμά ἀλλά
μετρημένα λόγια, ἀρκοῦν γιά νά τά ἀμείψουν καί, προπαντός, νά τά
παρακινήσουν σέ ὅλο καί καλύτερη συμπεριφορά». Γιατί θά πρέπει νά μάθουν
ὅτι ὁ ἀληθινός ἔπαινος, πού ἀξίζει πραγματικά, εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ
καί ὄχι ὁ ἔπαινος πού θά πάρει ἀπό τόν μπαμπά, τή μαμά ἤ τή γιαγιά.
«Μήν ἀφήνετε ποτέ τά παιδιά νά μιλᾶνε πολύ καί νά καυχιῶνται γιά τόν
ἑαυτό τους». Δυστυχῶς πολλοί γονεῖς σπρώχνουν τά παιδιά νά
αὐτοδιαφημίζονται, νά γίνονται τό κέντρο τοῦ σαλονιοῦ καί οἱ γονεῖς
θαυμάζουν τά ‘καταπληκτικά’ παιδιά. Οὐσιαστικά γίνεται μιά μεγάλη
καταστροφή στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ καί τό παιδί γίνεται ‘αὐτείδωλο’. Αὐτή ἡ
φοβερή καί πετυχημένη ἔκφραση, αὐτοείδωλο, δηλαδή εἴδωλο τοῦ ἐαυτοῦ του
καί μαθαίνει νά θαυμάζει τόν ἑαυτό του. Ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας
Κρήτης στόν Μεγάλο Κανόνα: «Αὐτείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του, στήνει τόν ἑαυτό του μέσα του καί τόν προσκυνάει.
«Μήν ἀφήνετε ποτέ τά παιδιά νά μιλᾶνε πολύ καί νά καυχιῶνται, οὔτε νά
παρεμβαίνουν αὐθαίρετα στίς συζητήσεις τῶν μεγάλων». Εἶναι θράσος, εἶναι
ἐγωισμός, εἶναι φοβερό πράγμα νά διακόπτει τό παιδί τόν μεγάλο, εἶναι
ἀναίδεια. Μήν τά ἀφήνετε ‘νά τούς περιγελοῦν’». Πολύ χειρότερο νά
περιγελάσει ἕνα παιδί ἕναν μεγάλο, «ἤ νά τούς διορθώνουν μέ αὐθάδεια σ’
ὅ,τι λένε». Δυστυχῶς ἡ ἀγωγή σήμερα λέει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Νά
ἀποβάλλουν τά παιδιά τήν ντροπή, τήν αἰδώ καί τόν σεβασμό.
«Νά τά μάθετε τέλος, ὅπως εἴπαμε ἤδη, στήν ἀκριβῆ ὑπακοή, γιατί ἡ
ὑπακοή εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος τῆς ταπεινοφροσύνης». Ἡ ὑπακοή εἶναι
ἐφαρμοσμένη ταπεινοφροσύνη. Ὑπό + ἀκούω, μένω ὑπό καί ἀκούω, ὑπακούω.
Λέει κανείς:
– Πῶς θά γίνω ταπεινός;
Πολύ ἁπλά: νά κάνεις ὑπακοή. Τό παιδί πῶς θά γίνει ταπεινό; Πολύ ἁπλά,
νά μάθει νά κάνει ὑπακοή. «Ὄχι», λέει, «θά τό κάνεις ἀνάπηρο, ἄν τό
μάθεις ὑπακοή, ἄστο νά ἐκφραστεῖ ἐλεύθερα». Δηλαδή νά βγάλει ὅλο τό
βοῦρκο καί ὅλη τή βρωμιά πού ἔχει μέσα του. Λέει κάνεις: «Δέν ἔχω
δικαίωμα ἐγώ νά ἐκφραστῶ»; Καί ἐννοεῖ νά βγάλει ὅλη τή μπόχα πού ἔχει
μέσα του. Ὅλη τή βρωμιά του. Οἱ ἄλλοι τί φταῖνε δηλαδή;
Τό παιδί θά πρέπει νά μάθει νά ὑπακούει. Τό ξέρουμε γιατί τό ἔκανε ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός καί ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός εἶναι ὁδηγία γιά μᾶς. Λέει: «ἦν
ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. 2,51), πού ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνάγκη
ἀγωγῆς ἐπιτέλους ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος! Κι ὅμως τό ἔκανε
γιά νά διδάξει τόν δρόμο στίς μητέρες καί στούς πατέρες πῶς νά ὀδηγήσουν
τά παιδιά. Ἦταν ὑποτασσόμενος. Ποιός; Ὁ Θεός! Σέ ποιόν; Σέ ἀνθρώπους!
Σ’ ἕναν ἄνθρωπο, στήν Παναγία καί στόν Ἅγιο Ἰωσήφ. Καί μετά λέμε τά
παιδιά δέν πρέπει νά κάνουν ὑπακοή στούς γονεῖς, ἄν ὁ Θεός τό ἔκανε στήν
Παναγία μητέρα Του καί στόν ἅγιο Ἰωσήφ… εἶναι τό τέλειο μάθημα.
Γι’ αὐτό ἡ ἀγωγή πού γίνεται στά μοναστήρια εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγωγή τοῦ
Χριστοῦ καί ἡ ἀγωγή συνοψίζεται σέ μία μόνο ἀρετή, στήν ὑπακοή.
Πηγαίνοντας κανείς στό Μοναστήρι νά γίνει μοναχός, δέν τοῦ δίνουν κανένα
βιβλίο νά διαβάσει μέ ὁδηγίες καί ἐντολές, ἀλλά θά τοῦ δώσουν ἕναν
ἄνθρωπο, ἕναν Γέροντα καί θά τοῦ ποῦν «Νά κάνεις ὑπακοή, νά κάνεις ὅ,τι
σοῦ λέει».
Ἀκριβῶς αὐτό τό μοντέλο συναντοῦμε μέσα στήν οἰκογένεια. Ὁ Θεός
ἐμπιστεύεται στούς γονεῖς τά παιδιά. Ὄχι γιά νά τά καταστρέψουν, ἀλλά
γιά νά τά μάθουν νά κάνουν ὑπακοή, γιατί ἡ ὑπακοή εἶναι ὁ καλύτερος
δάσκαλος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ Χριστός μας καί σέ μεγάλη ἡλικία ἀσκοῦσε
τήν ὑπακοή συνεχῶς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς Του στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα
Του.
Ἀλλά γιά νά μάθει τό παιδί νά ὑπακούει στούς γονεῖς, πρέπει καί οἱ
γονεῖς νά ἔχουν μάθει νά ὑπακοῦν στούς πνευματικούς Πατέρες καί ὁ ἕνας
στόν ἄλλον ἐκτός ἁμαρτίας. Ἄν οἱ γονεῖς δέν ὑπακοῦν, οὔτε τά παιδιά θά
ὑπακοῦν. Γιατί νά ὑπακούσει τό παιδί, ἄν ἡ γυναίκα δέν ὑπακούει στόν
ἄνδρα;
«Ἄν θέλετε νά μισήσουν τά παιδιά σας κάθε μορφή ὑπερηφάνειας, ἐπάρσεως
καί ματαιοδοξίας, δείχνετέ τους πόσο μεγάλο ἁμάρτημα εἶναι ὁ ἐγωισμός.
Διδάξτε τα ὅτι αὐτός, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ‘’ἡ ἀρχή πάσης
ἁμαρτίας’’ καί ‘’βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ’’. Βδέλυγμα δηλαδή ἀηδία.
Ὅ,τι πιό ἀηδιαστικό μπροστά στόν Θεό εἶναι ὁ ἐγωισμός, ὁ ἐγωιστής
ἄνθρωπος. «Ἀκάθαρτος παρά Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παρ. 16,5).
«Μιλῆστε τους γιά τά πονηρά πνεύματα, πού ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας
ξέπεσαν ἀπό τόν οὐρανό». Οἱ ἄγγελοι δέν ἔκαναν ἄλλη ἁμαρτία, μόνο
ὑπερηφανεύτηκαν καί ἔπεσαν ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγιναν δαίμονες. Μιλῆστε
τους «γιά τούς πρωτοπλάστους, πού ἀπό ἐγωισμό θέλησαν, μέ τήν παρότρυνση
τοῦ διαβόλου, νά γίνουν θεοί, κι ἔχασαν ἔτσι τόν Παράδεισο». Νά γίνουν
θεοί μόνοι τους, χωρίς τόν Θεό. Ἐνῶ θά γινόντουσαν θεοί μέ τήν ὑπακοή.
Μέ τήν ταπείνωση γίνεσαι Θεός.
Σήμερα οἱ Εὐρωπαῖοι ἔχουν αὐτοθεωθεῖ καί ἐμεῖς βέβαια εἴμαστε μέσα σ’
αὐτούς. Λέει κανείς ‘μέ τήν τεχνολογία, μέ τά χρήματά μου καί μέ τίς
γνώσεις μου μπορῶ τά πάντα’. Ἔτσι σκέφτεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καί
ἔχουμε καταντήσει δαίμονες.
«Πέστε ἀκόμα στά παιδιά, ποῦ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός, καί τονίστε τους ὅτι
πίσω ἀπ’ αὐτόν ἀκολουθεῖ κάθε ἄλλη πτώση». Οἱ Πατέρες εἶναι ξεκάθαροι: «
Τῆς
πτώσεως ἡγεῖται ὕβρις», πρίν ἀπό κάθε πτώση προηγεῖται ὑπερηφάνεια.
Ὕβρις εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Πρίν ἀπό κάθε πτώση πνευματική, ἀλλά καί
σωματική, προηγεῖται ὑπερηφάνεια. Πόσες φορές σκοντάφτουμε! Γιά ψάξε
λίγο τούς λογισμούς πού εἶχες προηγουμένως… Ἐπαληθεύεται ἐπακριβῶς ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λογισμούς εἶχες; Μήπως εἶχες λογισμούς κατάκρισης,
πού εἶναι ὑπερηφάνεια ἤ ἄλλους πού συνδέονται μέ τήν ὑπερηφάνεια; Μετά
παραχωρεῖ ὁ Θεός νά πέσεις, μήπως βάλεις μυαλό.
«Μήν
παραλείψετε νά διδάσκετε τά παιδιά σας, πόσο εὐάρεστη εἶναι στό Θεό ἡ
ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἁπλότητος, καί πόσο ὁ Θεός ὑψώνει τόν
ταπεινό». ‘’Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»
(Ἰακ. 4,6) καί ‘’Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται, ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Ἁπλά πράγματα. Θέλεις νά ὑψωθεῖς; Ταπεινώσου, κατέβα.
«Προβάλλετέ τους, σάν τό μεγαλύτερο πρότυπο ταπεινοφροσύνης τόν Ἴδιο
τόν Κύριο, πού μᾶς λέει: ‘’Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷος εἰμί καί ταπεινός
τῇ καρδίᾳ’’ (Ματθ. 11,29). Μάθετε, σημαίνει ζῆστε ὅπως Ἐγώ, ὄχι νά
μάθετε ἐγκεφαλικά.
«Γονεῖς! Ὅλοι θέλετε νά εἶναι τά παιδιά σας καλά καί ὑπάκουα. Ἄν
πραγματικά τό ἐπιθυμεῖτε αὐτό, ἀγωνισθεῖτε νά νικήσετε τήν ὑψηλοφροσύνη,
γιατί τά ὑπερήφανα παιδιά εἶναι καί ἰδιότροπα καί ἀνυπάκουα». Ἄν δέν τό
κάνεις ὅσο τό παιδί εἶναι παιδί, θά τό πληρώσεις ὅταν τό παιδί γίνει
ἔφηβος. Κι ἔρχονται γονεῖς ἀπελπισμένοι καί λένε ‘δέν μ’ ἀκούει’. Καί
βέβαια δέν σέ ἀκούει γιατί ὅταν ἔπρεπε νά τό μάθεις νά ὑπακούει, δέν τό
ἔμαθες. Ἔλεγες ‘ἄστο τό παιδί, θά μάθει ὅταν μεγαλώσει’. Ὅταν μεγαλώνει,
δέν μαθαίνει. Τότε γίνεται χειρότερο.
«Καλλιεργῆστε στίς ψυχές τους τήν ταπεινοφροσύνη, γιατί τά ταπεινά
παιδιά εἶναι καί ὑπάκουα. Ὅλοι θέλετε ν’ ἀνθίσει στίς καρδιές τῶν
παιδιῶν τό λουλούδι τῆς εὐγνωμοσύνης. Μάθετέ τα λοιπόν νά εἶναι ταπεινά
καί προφυλάξτε τα ἀπό τόν ἐγωισμό, γιατί ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος διακρίνεται
γιά τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν ἀχαριστία του». Βέβαια ἀφοῦ σκέφτεται μόνο
τόν ἑαυτό του, θά σκεφτεῖ νά πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ στόν πατέρα του καί στή
μάνα του; Ἀγνωμοσύνη καί ἀχαριστία θά ἔχει, γιατί δέν τό ἔμαθες νά
βγαίνει ἀπό τό καβούκι τῆς φιλαυτίας καί τοῦ ἐγωισμοῦ.
«Ὅλοι θέλετε νά δεῖτε τά παιδιά σας εὐτυχισμένα. Ἐμπνεύστε τους λοιπόν
τή μετριοφροσύνη. Ὁ μετριόφρων ἄνθρωπος εἶναι καί ὀλιγαρκής καί πρᾷος
καί αὐτάρκης – ἄρα εὐτυχισμένος»! Ἐνῶ ὁ ἐγωιστής, ὁ ὑπερήφανος, συνέχεια
εἶναι ταραγμένος καί θιγμένος γιατί δέν τοῦ ἀναγνωρίζουν αὐτήν τήν
μεγάλη ἰδέα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του. ‘Μέ πρόσβαλλε ὁ ἕνας, μέ ἔθιξε ὁ
ἄλλος, μέ στραβοκοίταξε ἡ ἄλλη, μέ ζηλεύει ἡ ἄλλη, μέ φθονεῖ…’’ καί
εἶναι συνέχεια ταραγμένος. Ἐνῶ, ἄν μάθει νά εἶναι ταπεινός, νά λέει στόν
ἑαυτό του ‘εἶμαι ὁ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὅλων τῶν κτισμάτων
καί ὅλων τῶν δαιμόνων, ὅ,τι χειρότερο ὑπάρχει στή γῆ καί στόν οὐρανο’,
αὐτός δέν ἔχει πρόβλημα καί νά τόν βρίζουν καί νά τόν ἀπαξιώσουν καί νά
μήν τόν ἀγαποῦν, λέει ‘καλά μοῦ κάνουν, τέτοιος πού εἶμαι πρέπει ὅλοι νά
μέ πατᾶνε’. Ἄρα εἶναι τελείως ἐλεύθερος, εἶναι ἄνετος ἄνθρωπος, δέν
ἔχει πρόβλημα μέ κανέναν κι ἄς πέσει ὅλος ὁ κόσμος ἐπάνω του. Ἄρα εἶναι
εὐτυχισμένος!
«Τέλος, ὅλοι θέλετε νά ἔχουν τά παιδιά σας τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Διδάξτε τα λοιπόν, μέ τό λόγο καί τό παράδειγμα, τήν ταπεινοφροσύνη,
γιατί ‘’ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δε δίδωσι χάριν’’!
(Ἰακ. 4,6)», δηλαδή εὐλογία. Στούς ταπεινούς δίνει εὐλογία ὁ Θεός.
Εὐχόμαστε νά εὐλογήσει ὁ Θεός. Ὅλοι θέλουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
δέν ἔρχεται ἡ εὐλογία, ἔρχεται μόνο στούς ταπεινούς. Θά πεῖ κανείς: Τούς
ἄλλους δέν τούς εὐλογεῖ ὁ Θεός; Ὅλους τούς εὐλογεῖ ὁ Θεός, ἀλλά δέν τήν
δέχονται. Ὁ ὑπερήφανος ἔχει βάλει μονωτικά καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ δέν
περνάει. Ὁ ταπεινός ἔχει πετάξει τά μονωτικά, ἔχει ξεμπαζώσει τήν ψυχή
του καί κατεβαίνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἀνάβει αὐτή τήν θεϊκή φωτιά μέσα
στήν ψυχή του, ἡ ὁποία κατακαίει τά σκουπίδια καί κάνει τόν ἄνθρωπο
ἀληθινά μακάριο.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
– Ἐρ.: Σχετικά
μέ τήν ὑπακοή τῶν παιδιῶν, ὑπάρχει κάποια ἀνοχή γιά τήν καθυστέρηση
π.χ. γιά νά μαζέψουν τά παιχνίδια στό δωμάτιό τους; Γιατί κάνουν ὅτι
ἀδιαφοροῦν, ἀσχολοῦνται μέ κάτι ἄλλο, ὁπότε φαίνεται ὅτι παίζουν μέ τήν
ὑπομονή μας. Ἄλλες φορές τό κάνουν καθυστερημένα μέν, ἄλλες φορές δέν τό
κάνουν. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση πού δέν τό κάνουν, χρειάζεται ἐμεῖς νά τό
ἀπαιτήσουμε; Ἡ ὑπακοή ἔχει ἄμεση σχέση καί μέ τό πῶς θά τά
προσεγγίσουμε, δηλαδή ὁ τρόπος πού θά τούς τό ποῦμε, ‘Μάζεψε τά
παιχνίδια σου’ ἤ ‘Θά μποροῦσες νά μαζέψεις τά παιχνίδια σου’;
– Ἀπ.: Ἔτσι
εἶναι. Γιά τό πρῶτο ἐρώτημα πόσο γρήγορα ὑπακοῦνε, ἐξαρτᾶται πόσο τό
παιδί μέσα του ἔχει δουλέψει τό θέμα τῆς ὑπακοῆς καί θυμήθηκα πάνω σ’
αὐτό ἕνα παράδειγμα ἀπό τό Γεροντικό.
Ἦταν ἕνας ὑποτακτικός πολύ καλός -ἄν θυμᾶμαι καλά τόν ἔλεγαν Σιλουανό-
καί τόν ἀγαποῦσε πολύ ὁ Γέροντάς του. Εἶχε κι ἄλλους ὑποτακτικούς, ἀλλά
σ’ αὐτόν εἶχε ἰδιαίτερη συμπάθεια καί οἱ ἄλλοι Γεροντάδες τοῦ λέγανε
‘Καλά Γέροντα γιατί συμπαθεῖς αὐτόν ἰδιαίτερα καί τά ἄλλα παιδιά καλά
εἶναι’. Λέει θά σᾶς πῶ, ἐλᾶτε μαζί μου.
Ἦταν ὅλοι στά κελλιά τους καί ἔκαναν ἐργόχειρο ἐκείνη τήν ὥρα. Ἄρχισε
νά χτυπάει ἕνα-ἕνα τά κελλιά, νά λέει τό ὄνομά τους καί νά φεύγει.
‘Σιλουανέ ἔλα ἔξω’, ‘Ἀρσένιε ἔλα ἔξω’, ‘Μακάριε ἔλα ἔξω’…. Δέν βγῆκε
κανένας. Μόνο ὁ Σιλουανός πετάχτηκε ἔξω. Μάλιστα παίρνει τούς ὑπόλοιπους
Γεροντάδες καί λέει ‘ἐλᾶτε, πᾶμε μέσα στό κελλί του’. Ἔκανε ἐκείνη τή
στιγμή καλλιγραφία καί ἔφτιαχνε τό ὄμικρον. Δέν περίμενε νά τελειώσει τό
‘ο’, τό εἶχε ἀφήσει στή μέση. Ἄκουσε τή φωνή τοῦ Γέροντά του καί
πετάχτηκε!
Μακάρι νά φτάσουν ἐκεῖ καί τά παιδιά, νά ἔχουν αὐτή τήν πρόθυμη ὑπακοή.
Αὐτό θέλει καλλιέργεια, θέλει πνευματική ζωή. Θά πρέπει νά μάθουμε κι
ἐμεῖς νά κάνουμε λίγη ὑπακοή στά παιδιά, ὑπομονή δηλαδή, γιατί ὄντως
εἶναι δύσκολο. Αὐτή ἡ ρίζα εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, ὅτι ἐπιτέλους
εἴμαστε κι ἐμεῖς κάτι, ‘‘δέν μπορεῖς νά μοῦ χαλᾶς τή δουλειά μου, ἔχω
καί ἐγώ δουλειά τώρα’’, λέει τό παιδί, ‘‘Ἀργότερα. Τώρα ἀμέσως θέλεις;
Νά περιμένεις’’.
Μή σᾶς φαίνεται περίεργο. Τό λέμε μέσα μας. Άπό μᾶς ξεκινάει αὐτό. Ἄν
ἐμεῖς εἴχαμε μάθει ἀμέσως νά κόβουμε τό θέλημά μας, ξέρετε τί σπουδαῖο
εἶναι αὐτό; «Ἰδού ἐγώ, Κύριε», γιατί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Θεός. Τώρα. Μετά
μπορεῖ νά τή χάσεις αὐτή τήν εὐκαιρία. Τώρα σέ καλεῖ ὁ Θεός. Ἀλλά ἐμεῖς
τήν ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπακοή στόν Θεό; Ἤ λέμε ‘ἐντάξει τώρα… νά κάνω
πρῶτα αὐτές τίς δουλειές καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ, νά κάνω αὐτές
τίς δουλειές καί μετά νά προσευχηθῶ’. Καί ἔρχεται τό βράδυ καί εἶσαι
κατακουρασμένος, μισονυσταγμένος, σκουντουφλᾶς, λές ἕνα Πάτερ ἡμῶν καί
λές τώρα δέν μπορῶ, αὔριο. Αὔριο πάλι ἔχεις ἄλλες δουλειές…
Ἑπομένως πρῶτα νά κοιτάξουμε ἐμεῖς ἄν εἴμαστε τόσο πρόθυμοι στήν ὑπακοή
καί ἀπό τόν βαθμό τῆς δικῆς μας προθυμίας θά ἐμπνευστοῦν καί τά παιδιά
νά ὑπακοῦν κι αὐτά γρήγορα.
Βλέπετε συνεχῶς μεταφέρουμε τό πρόβλημα στούς γονεῖς! Τό ἔλεγε ὁ ἅγιος
Πορφύριος: «θέλετε νά λυθοῦν ὅλα τά προβλήματα τῶν παιδιῶν; Ἐξαγιᾶστε οἱ
γονεῖς τούς ἑαυτούς σας». Ὁ ἐξαγιασμός τῶν γονέων εἶναι ἡ λύση.
Τό δεύτερο, ἄν δέν ὑπακούσουν, ἄν πρέπει νά τό ἀπαιτήσουμε. Ἐξαρτᾶται
τί ἡλικία ἔχουν τά παιδιά, τί ἱστορικό ἔχουν. Εἶναι ὅλα μέσα στήν
διάκριση. Πρέπει νά τά λάβουμε ὅλα ὑπόψη μας καί βεβαίως ἔχει σημασία
καί τό πῶς θά τό ποῦμε στά παιδιά.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει κάτι πολύ πρακτικό καί νά τό ἐφαρμόζετε στή ζωή
σας. Ποτέ νά μήν χρησιμοποιεῖτε προστακτική. Ποτέ ‘κάνε αὐτό, κάνε τό
ἄλλο’. Ποτέ ὀριστική. ‘Εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ἀποφαίνομαι ὅπως ὁ Πάπας
ἀπό καθέδρας καί μή τυχόν καί μοῦ πεῖ κανείς τό ἀντίθετο’. Οὔτε ὀριστική
λοιπόν, οὔτε προστακτική. Ἤ θά μιλᾶς σέ εὐκτική, ‘Τί ὡραῖα θά ἦταν τώρα
νά εἴχαμε ἕνα δωμάτιο τακτοποιημένο, ὄμορφο, καθαρό’! Ἤ μέ παράκληση.
Παρακλητικά ‘Σέ παρακαλῶ μπορεῖς νά κάνεις αὐτό’; Δέν πειράζει πού εἶναι
παιδί. Νά ταπεινωθοῦμε κι ἐμεῖς νά παρακαλέσουμε. Τό ἴδιο καί στόν
σύζυγο. Γενικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἔχει τεράστια σημασία τό πῶς θά
ποῦμε τό καθετί. Ἀλλά κι αὐτό γιά νά βγεῖ φυσικά, θά πρέπει νά
καλλιεργήσουμε τήν ταπεινοφροσύνη μέσα μας. Νά δουλέψουμε μέσα μας.
– Ἐρ.: Ὅταν
τό παιδί δέν ὑπακούει σέ κάτι στούς γονεῖς του, ἀλλά λέει θά ἀκούσω τόν
Πνευματικό μου. Αὐτό πρέπει νά τό χαιρόμαστε ἤ νά μᾶς προβληματίζει;
– Ἀπ.: Ἐξαρτᾶται
γιατί τό λέει. Μπορεῖ νά εἶναι καί ὑπεκφυγή. Ἐξαρτᾶται, εἶναι πολλοί
παράγοντες. Θά πρέπει ὁ γονιός νά διακρίνει ἄν εἶναι πονηριά αὐτό πού
λέει ἤ ἄν εἶναι εἰλικρίνεια.
– Ἐρ.: Ὅταν εἶναι εἰλικρινεία;
– Ἀπ.: Ὅταν
εἶναι εἰλικρινεία, τό κουβεντιάζουμε καί μέ τόν Πνευματικό του. Τό θέμα
εἶναι νά βοηθηθεῖ τό παιδί. Γιατί νά φέρνει ἀντίρρηση στούς γονεῖς καί
νά ἐπικαλεῖται τόν Πνευματικό; Δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στούς γονεῖς; Τοῦ
φαίνεται δύσκολο αὐτό πού λένε οἱ γονεῖς; Εἶναι πολύ δύσκολο τό θέμα τῆς
ἀγωγῆς, γι’ αὐτό πρέπει νά ὑπάρχει συνεργασία τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας
μέ τόν Πνευματικό γιά νά βρίσκουν τήν καλύτερη λύση σέ κάθε περίσταση.
Τό παιδί θά πρέπει νά κάνει ὑπακοή στούς γονεῖς καί μετά θά ρωτήσει καί
τόν Πνευματικό. Ἄν τοῦ πεῖ ὁ Πνευματικός κάτι ἀντίθετο, ἐντάξει. Ποτέ
ὅμως ὁ Πνευματικός δέν θά τό μαλώσει ἄν ἔκανε ὑπακοή στούς γονεῖς, γιατί
ὁ πρῶτος Γέροντας τοῦ παιδιοῦ εἶναι οἱ γονεῖς.
Νά σᾶς πῶ πάλι ἕνα περιστατικό. Ἦταν ἕνας ὑποτακτικός πού εἶχε ἐμπειρία
Θεοῦ. Πῆγε στόν Γέροντά του, τοῦ λέει: -Τί εἶναι αὐτά; Πλανεμένα
πράγματα εἶναι. Ποιόν Θεό καί ποιά Παναγία εἶδες; Δαίμονες ἦτανε. Πάρε
κι αὐτή κι αὐτή, τοῦ ἔδωσε καί λίγο ξύλο… Ἔτσι ἦταν οἱ παλιοί
Γεροντάδες. Ὁπότε ὁ καημένος τί νά κάνει; Μαζεύτηκε, σοῦ λέει πλανεμένος
εἶμαι βέβαια. Πῆγε ὅμως καί σέ ἕναν ἄλλον Γέροντα διακριτικό, ἅγιο, τοῦ
λέει Γέροντα αὐτό καί αὐτό. Τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος ‘θεϊκή ἦταν ἡ ὀπτασία,
ἀλλά γύρνα στόν Γέροντά σου’. Δέν τοῦ εἶπε ‘φύγε ἀπό τόν Γέροντά σου
ἐπειδή δέν ἔχει διάκριση’. Ὁ Γέροντάς του ἦταν ἁπλός, δέν ἤξερε ἀπό
ὀράματα καί τέτοια καί λέει τό σίγουρο εἶναι νά ποῦμε ὅτι εἶναι πλάνη.
Δηλαδή καί λάθος νά κάνει ὁ γονιός, συμφέρει τό παιδί νά κάνει ὑπακοή
καί μετά ἄς ρωτήσει τόν Πνευματικό. Ἐννοεῖται ὅτι καί ὁ γονιός ἔχει
ἀναφορά στόν Πνευματικό, ὁπότε δέν θά εἶναι σπουδαῖο τό λάθος, ἄν ὄντως
γίνει λάθος. Συνήθως ἡ διάκριση τοῦ γονιοῦ εἶναι καλύτερη ἀπό τήν
διάκριση τοῦ παιδιοῦ. Γιατί εἶναι λίγο ὑπερηφάνεια τό νά βάζει τό παιδί
τήν διάκρισή του πάνω ἀπό τήν διάκριση τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας καί νά
λέει ‘δέν σέ ἐμπιστεύομαι ἐσένα, θά ρωτήσω τόν Πνευματικό’.
– Ἐρ.: Εἴπατε προηγουμένως ὅτι ἡ ὑπακοή τοῦ παιδιοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πνευματική κατάσταση τῶν γονιῶν, ἀλλά πῶς γίνεται……….
-Ἀπ.: Γίνεται…
γιατί καί οἱ γονεῖς εἶναι διαφορετικοί. Διαφορετικά ἀνατρέφουν τό ἕνα
παιδί καί διαφορετικά τό ἄλλο. Συμβαίνει κάποιες φορές νά ἀλλάξουν οἱ
γονεῖς καί νά κάνουν τό ἕνα παιδί πρό Χριστοῦ καί τό ἄλλο παιδί μετά
Χριστόν. Καταλαβαίνετε…. Ἐπίσης εἶναι διαφορετικά καί τά παιδιά. Ἄλλα
σπέρματα κουβαλάει τό ἕνα παιδί, κληρονομικότητα π.χ. ἀπό τή γενιά τοῦ
πατέρα, ἐνῶ στό ἄλλο παιδί εἶναι κυρίαρχα ἄλλα στοιχεῖα. Ὁπότε
ἐξηγοῦνται ὅλα αὐτά. Καί τρίτον, παίζει ρόλο πῶς θά κινηθεῖ τό ἴδιο τό
παιδί, ἡ ἐλευθερία του. Μπορεῖ νά τοῦ δώσεις τήν ἴδια ἀγωγή, ἄψογα νά
εἶναι ὅλα, τά ἴδια καί στά δύο παιδιά κι ὅμως τά ἀποτελέσματα νά εἶναι
διαφορετικά, διότι ἡ ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ κινήθηκε διαφορετικά.
Τό κάθε παιδί εἶναι αὐτεξούσιο. Ἄς εἶναι μικρό, ἄς εἶναι μωρό, ἄς λές
πώς δέν καταλαβαίνει, ἔχει ἐλευθερία καί ὁ Θεός τή σέβεται αὐτήν τήν
ἐλευθερία καί μπορεῖ νά κινηθεῖ εἴτε πρός τό καλό, εἴτε πρός τό κακό
ἑκούσια. Ἡ ὅλη μαεστρία τοῦ γονιοῦ καί τῆς ἀγωγῆς εἶναι νά βοηθήσει τό
παιδί νά κινηθεῖ μόνο του πρός τό καλό. Ὄχι νά τό ἀναγκάσεις νά γίνει
καλό. Αὐτό εἶναι ἀποτυχία. Ἀλλά νά τό κάνεις νά στρέψει τίς δυνάμεις του
ἑκούσια πρός τόν Θεό. Αὐτό δέν θά τό κάνετε μέ λόγια, μόνο ἄν τό ἔχετε
κάνει στόν ἑαυτό σας. Τότε τό παιδί θά σᾶς μιμηθεῖ. Δέν χρειάζεται νά
πεῖτε τίποτα. Σέ βλέπει. Ἀπό τότε πού τό ἔχεις στήν κοιλιά σου σέ
αἰσθάνεται καί σέ καταλαβαίνει καί σέ ἀκούει καί σέ βλέπει. Μέχρι τά 4-5
πού θά πάει στό σχολεῖο ἐπί 24 ὧρες ἐπί 365 μέρες μᾶς διαβάζει τό παιδί
τί λέμε, τί ἀκοῦμε, τί αἰσθανόμαστε. Ὅ,τι ἔχεις, τό ἔχεις μεταδώσει. Ὁ
ἀγώνας πού κάνεις εἶναι ὁλοφάνερος στό παιδί, ἄν εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ
ἀκτίστου φωτός ἤ ἄν εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ δαιμονικοῦ σκότους.
Ὅπως ἡ μάνα τοῦ π. Ἰάκωβου τοῦ Τσαλίκη, πού κάθε βράδυ προσευχόταν καί
λουζόταν στό ἄκτιστο φῶς. Τήν ἔλουζε τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί τό μωρό τήν
ἔβλεπε. Ἐκείνη δέν τό ἔβλεπε, κατά παραχώρηση Θεοῦ προφανῶς, γιά νά μήν
τήν πιάσει ὑπερηφάνεια. Τό ἔβλεπε τό παιδάκι καί δώδεκα παρά πέντε
κοιμόταν ἡ μαμά καί δώδεκα καί δέκα σηκωνόταν τό παιδί γιά νά κάνει τόν
κανόνα του μέχρι τίς δύο. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα ἡ μαμά. Ἔννιά χρονῶν
παιδί καί ἔκανε ἀγρυπνία, γιατί ἔβλεπε τή μάνα του. Πολύ ἁπλά πράγματα.
– Ἐρ.: Αὐτό
μέ τή σύλληψη, τήν ἐγκυμοσύνη, τή γέννηση… μέχρι νά πάει στό σχολεῖο
καί νά ἀρχίσει νά μιλάει, τό ἔχω συζητήσει καί ἔχω πεῖ αὐτό πού ἔλεγε ὁ
Γέροντας Πορφύριος. Λένε: ‘γιατί ἐσύ θυμᾶσαι πῶς αἰσθανόσουνα στά τρία
σου, στά πέντε σου ἤ στά ἕξι σου; Θυμᾶσαι δηλαδή πῶς σοῦ μιλοῦσε ὁ
πατέρας σου ἤ ἡ μητέρα σου ἤ γιά ποιό λόγο ἀντιδροῦσες;
– Ἀπ.: Ἐσύ
δέν θυμᾶσαι, θυμοῦνται ὅμως τά κύτταρά σου. Λειτουργεῖ ὅλη ἡ ὕπαρξή σου
παιδί μου. Ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν μνῆμες στόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει ἡ
ἐγκεφαλική μνήμη. Αὐτό πού λές, νά θυμᾶμαι στήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν
πού ἔπεσα ἀπό τό ποδήλατο. Ἐντάξει, ἀλλά ἀπό κεῖ καί μετά δέν θυμᾶμαι
καί πολλά ἄλλα πράγματα. Δέν θυμᾶμαι καί χθές καλά-καλά τί ἔφαγα! Αὐτή
εἶναι ἡ ἐγκεφαλική μνήμη.
Ὑπάρχει ἡ κυτταρική μνήμη. Τό λεγόμενο DNA,
πού μεταβιβάζεται μέσω τοῦ γενετικοῦ κώδικα. Καί ὑπάρχει καί μία τρίτη
μνήμη, ἡ καρδιακή μνήμη, τήν ὁποία ἡ ἐπιστήμη δέν τήν ξέρει. Τήν ξέρει
μόνο ἡ θεολογία, μόνο οἱ Πατέρες. Δηλαδή αὐτά πού ὑπάρχουν στήν καρδιά
καί αὐτά μακάρι νά εἶναι ὁ Θεός. Νά λειτουργεῖ σωστά αὐτή ἡ καρδιακή
μνήμη καί νά μνημονεύει ἀδιάλειπτα τόν Χριστό.
Αὐτό εἶναι ζήτημα ὅλης τῆς ζωῆς μας, ὅλης τῆς ὕπαρξής μας. Ἀπό τήν
πρώτη στιγμή πού ἡ μάνα μας προσεύχεται, μεταγγίζει στήν καρδιά μας
αὐτήν τήν διάθεση τήν προσευχητική καί προσευχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί μέ τή
μάνα, ἀπό τήν κοιλιά της ἀκόμα. Κοινωνᾶμε μαζί μέ τή μάνα μας. Ἄν
κοινωνάει καί ἄν προσεύχεται βέβαια. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι παίζει τεράστιο
ρόλο. Κατόπιν τό παιδάκι πού θά μεγαλώσει, θά τό θυμᾶται αὐτό, μπορεῖ
ὄχι ἐγκεφαλικά, ἀλλά θά τό θυμᾶται καρδιακά.
– Ἐρ.: Τό ἀσυνείδητο καί τό ὑποσυνείδητο πού λέμε, ποῦ ἐντάσσονται;
-Ἀπ.: Τό
ἀσυνείδητο καί τό ὑποσυνείδητο ἐντάσσονται στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ
βαθιά καρδιά πού λέμε. Εἶναι τά βάθη τῆς ψυχῆς μας, τά ὁποῖα, ὅμως
προσέξτε, δέν εἶναι ἀπροσπέλαστα. Γιατί αὐτό λέει ὁ Φρόυντ, ὅτι εἶναι
ἀπροσπέλαστα καί ὁ ἄνθρωπος καθορίζεται ἀπό αὐτό. Ἄρα δέν ἔχεις εὐθύνη
γιά τίς πράξεις σου, σέ καθορίζει τό ἀσυνείδητο καί τό ὑποσυνείδητο.
Σήμερα ἐπικρατεῖ αὐτή ἡ ἰδέα γιατί βολεύει, πολύ βολεύει! Ὁπότε ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι ὑπεύθυνος γιά τίς πράξεις του, φταίει τό ἀσυνείδητο
καί τό ὑποσυνείδητο. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Μπορεῖ στό βάθος
νά ὑπάρχει αὐτή ἡ κακή κληρονομικότητα ἀπό τούς προγόνους μας, ἀλλά αὐτό
μπορεῖ νά θεραπευτεῖ.
Ὁ ἅγιος Πορφύριος λέει ὅτι ἡ θεραπεία γίνεται μέ τή γενική ἐξομολόγηση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει γενική ἐξομολόγηση ὅλης τῆς ζωῆς του, τότε
καθαρίζει ἡ ψυχή του. Μπαίνει ἡ Χάρις ἐκεῖ στά βάθη καί γίνεται αὐτή ἡ
θεραπεία, ἡ ἀνατροπή τοῦ κακοῦ, ἀκόμα καί στό ἀσυνείδητο καί στό
ὑποσυνείδητο, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖς νά μπεῖς ἐσύ δηλαδή γιά νά καταλάβεις
τί σοῦ γίνεται. «Ἐκ
τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 18,13), ἔλεγε ὁ Δαβίδ. Ὑπάρχουν
πράγματα κρυφά μέσα μας, πού δέν τά ξέρουμε. Πράγματι, μπορεῖ νά μᾶς
ἐπηρεάζουν καί μερικές φορές νά ἔχουμε κάποιες ἀνεξήγητες συμπεριφορές.
Γιατί ὑπάρχει κάτι στό βάθος. Ἀλλά κι ἐκεῖνο τό βάθος μπορεῖ νά τό
θεραπεύσει ὁ Χριστός. Ἄν ὅμως δέν πᾶς στήν Ἐκκλησία, μέ τά ψυχοφάρμακα,
τά χάπια καί τούς ψυχολόγους δέν θεραπεύεσαι. Θά βασανίζεσαι μιά ζωή.
– Ἐρ.: Ἐγώ σκέφτομαι «ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος, νά εἶναι τελευταῖος, ἰδού ἡ δούλη Κυρίου».
-Ἀπ.: Μακάρι νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα: «ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος, νά εἶναι τελευταῖος» (Μαρκ. 9,35).
Βλέπετε ἡ Παναγία μας ἐπειδή ἦταν ταπεινή συνέλαβε μέσα της τόν Χριστό.
Καί ὁ χριστιανός ὅταν εἶναι ταπεινός συλλαμβάνει μέσα του τόν Χριστό
καί γίνεται αὐτή ἡ θέωση καί ἡ θεοφορία. Γίνεται θεοφόρος μετά, ὅπως ἡ
Παναγία. Ἀλλά ἄν εἶσαι ὑπερήφανος δέν γίνεσαι, γιατί φεύγει τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Δέν μπορεῖ νά πλησιάσει ἕναν ἀκάθαρτο ἄνθρωπο, γιατί ὁ
ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος. «Ἀκάθαρτος παρά Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παρ. 16,5).
– Ἐρ.: Οἱ
γονεῖς πρέπει νά μάθουν στά παιδιά νά κάνουν ὑπακοή μόνο στούς ἴδιους
καί στόν Πνευματικό ἤ καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους, παπποῦδες, γιαγιάδες
κ.λ.π.;
– Ἀπ.: Ἐάν
εἶναι ὄντως ἄνθρωποι ἐμπιστοσύνης, ναί. Ἀλλά λίγοι εἶναι αὐτοί. Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος λέει «Ὑπακούετε ἀλλήλοις», νά ὑπακούετε δηλαδή ὁ ἕνας
στόν ἄλλον, στούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς. Σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι πολύ
ἐπικίνδυνο, γιατί ἄν εἶσαι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία -καί βαφτισμένος νά
εἶσαι μπορεῖ νά εἶσαι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ μιά προβληματική σχέση-
δέν μπορεῖς νά δώσεις σωστές συμβουλές. Μόνο οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι σωστά
ἐνταγμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία κι αὐτοί εἶναι δυστυχῶς λίγοι, πολύ
λίγοι, μποροῦν νά σοῦ δώσουν σωστή συμβουλή. Ὁπότε θά πεῖς στό παιδί νά
κάνει ὑπακοή στούς γονεῖς καί στόν Πνευματικό κι ἄν ὑπάρχει καί κάποιος
ἄλλος πολύ φωτισμένος, ἐντάξει, ἀλλά ὄχι σέ ὅλους, ἐπειδή τά παιδιά δέν
ἔχουν διάκριση. Ἀλλο ἕνας μεγάλος πού ἔχει προχωρήσει στήν ἀρετή. Αὐτός
μπορεῖ νά κάνει ὑπακοή σέ ὅλους, μπορεῖ νά κάνει καί σ’ ἕναν ἄσχετο, σ’
ἕναν εἰδωλολάτρη. Ἀλλά ξέρει πότε θά κάνει καί πότε δέν θά κάνει. Τό
παιδί δέν ἔχει ἀκόμα αὐτή τή διάκριση, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τό ἔχει
‘περιορισμένο’, δέν μπορεῖ νά κυκλοφορήσει μόνο του καί εἶναι σκόπιμο
αὐτό. Πολύ εὔκολα παραπλανᾶται καί ξεγελιέται ἕνα παιδί.
– Ἐρ.: ……………………
– Ἀπ.: Εἶναι
λεπτομέρειες ὅλα αὐτά, ἀλλά θά πρέπει νά ὑπάρχει μιά τάξη μέσα στό
σπίτι. Νά σᾶς πῶ ποιά εἶναι ἡ καλογερική τάξη. Σᾶς πάω στό μοναστήρι,
γιατί τό μοναστήρι εἶναι δομημένο σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο. Ὁ ὑποτακτικός
δέν παίρνει δῶρα. Κανονικά ἐγώ δέν πρέπει νά παίρνω τά δῶρα σας, πρέπει
νά τά δίνω στόν Γέροντά μου. Ἔτσι καί τό παιδί θά πρέπει νά μάθει νά
μήν παίρνει τίποτα, ὅλα ἡ μαμά. Στή μαμά θά τό δώσεις, στόν μπαμπά κι ἄν
θέλει νά τό δεχτεῖ κι ἄν θέλει θά μοῦ τό δώσει. Τούς φέρνουν κάτι
σατανικές μπλοῦζες καί ἐπειδή τό ἔφεραν, πρέπει νά τό φορέσει; Γιά νά
δαιμονιστεῖ; Ὄχι. Πρέπει νά τό μάθεις αὐτό στό παιδάκι, νά μπεῖ σέ μία
τάξη. Ἐδῶ εἶναι ἡ ὑπακοή.
– Ἐρ. : Τό παιδί πού ἔχει καθαρή καρδιά δέν μπορεῖ νά ξεχωρίσει καλύτερα τό καλό ἀπό τό κακό;
– Ἀπ. : Καθαρή καρδιά ἔχει, ἀλλά δέν ἔχει ἀναπτυγμένη ἀκόμα τή λογική. Δέν ἔχει διάκριση. Εἶναι ἀκόμα ἀνώριμο.
Τό παιδάκι ἔχει καθαρή καρδιά, δέν ἔχει κακούς λογισμούς γιά κανέναν,
γι’ αὐτό εἶναι πολύ εὔκολο νά παραπλανηθεῖ. Ἔτσι ἕνας μοχθηρός, ἕνας
κακός ἄνθρωπος τό ξεγελάει.
– Ἐρ. : Θέλεις
νά διδάξεις τό παιδί σου νά βοηθάει τούς ἄλλους. Οἱ ἐποχές μας ὅμως
εἶναι τόσο δύσκολες πού μερικές φορές φοβᾶσαι καί λές θά τό
ἐκμεταλλεύονται, τί κάνουμε τότε;
– Ἀπ. : Θά
τοῦ μάθεις καί τήν διάκριση, ὅτι δέν δίνουμε σέ ὅλους. Δίνουμε στούς ἐν
Χριστῷ ἀδελφούς μας πρῶτα – πρῶτα, δηλαδή μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ
ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι φτωχοί. Νά φροντίσεις νά τούς μάθεις.
Αὐτούς θά ἐλεήσεις πρῶτα καί ὄχι τόν ἄγνωστο ἔξω, πού μπορεῖ νά εἶναι
καί ἐπαγγελματίας. Ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε σωστά.
Ἐπίσης, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἕνας πού μπορεῖ νά δουλέψει, δέν
πρέπει νά τοῦ δίνεις ἐλεημοσύνη. Τοῦ κάνεις κακό. Αὐτό πρέπει νά τό
μάθει τό παιδί. Δέν δίνουμε ἀδιάκριτα.
– Ἐρ. : Ὅταν μιλᾶμε γιά ἐλευθερία, τό παιδάκι κι αὐτό ἔχει ἐλευθερία, αὐτό ἀπό τόν Θεό δέν δίνεται;
– Ἀπ. : Βέβαια, τό αὐτεξούσιο.
-Ἐρ. : Ὁπότε
μιλᾶμε γιά κατάσταση θεϊκή κι ὅμως μετά ἀρχίζουμε τήν ἐπιπλοκή, νά
ἀποπροσανατολιζόμαστε, τῇ ὑποβολῇ τοῦ διαβόλου ἤ τοῦ ὁποιοδήποτε.. Αὐτή ἡ
συνεχής ὑπακοή, ἄν δέν γίνει βίωμα στόν ἄνθρωπο ὅτι μπορεῖ νά
κυριαρχήσει σέ ὀρμές ἤ σέ πράξεις πού μπορεῖ νά τόν βλάψουν…………..
– Ἀπ. : Δέν φοβόμαστε τόν διάβολο, φοβόμαστε τόν ἑαυτό μας.
– Ἐρ. : Εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;
– Ἀπ. : Χειρότερος εἶναι.
– Ἐρ. : Γιατί εἶναι χειρότερος;
– Ἀπ.: Ὁ πιό μεγάλος ἐχθρός εἶναι ὁ ἑαυτός μας, γι’ αὐτό μιλᾶμε γιά ταπεινοφροσύνη.
– Ἐρ. : ………………………
– Ἀπ.:
Ὁ διάβολος, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν
τίνα καταπίῃ» (Α΄Πέτρ. 5,8). Γι’ αὐτό «νήψατε» λέει ὁ Ἀπόστολος. Τί θά
πεῖ νήφω; Εἶμαι σέ ἐγρήγορση. Ἐξ οὕ καί νηπτικοί πατέρες. Ἡ νήψη εἶναι
ἀνώτερη καί ἀπό τήν προσευχή. Εἶναι ἡ ἐγρήγορση. Γιατί, ἄν κάνεις
προσευχή χωρίς νήψη, προσευχή ‘κοιμισμένη’ δηλαδή, τίποτα δέν κάνεις.
Ἐμπαίζεις τόν Θεό. Ἡ νήψη πηγάζει ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔχουμε τόν
νοῦ μας γιατί ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ. Ἔχουμε, ὄχι ὑλικούς ἐχθρούς,
λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά τά ἄϋλα πνεύματα, τά οὐράνια τελώνια, τούς
δαίμονες, πού ὑπάρχουν στόν ἀέρα. Αὐτοί καιροφυλακτοῦν νά ἁρπάξουν τήν
ψυχή μας. Ἑπομένως δέν εἶναι ἁπλός ὁ πόλεμος, δέν εἶναι μόνο νοητικός.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης