ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΟΛΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ
«Ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινά λογικός
ἄνθρωπος;» ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί ἀπαντᾶ: Δέν εἶναι αὐτός πού ἔμαθε
τά βιβλία τῶν παλαιῶν σοφῶν ἀλλά αὐτός: α)πού ἔχει λογική ψυχή, β)πού
μπορεῖ νά διακρίνει ποῖο εἶναι τό καλό καί ποῖο εἶναι τό κακό, γ)πού
ἀποφεύγει τά πονηρά, τά κακά καί ψυχοβλαβῆ, δ)πού ἐπιδιώκει καί
διαφυλάσσει τά ἀγαθά καί ψυχωφελῆ μέ τήν συνεχή μελέτη, ἐνασχόληση τοῦ
νοῦ του μέ αὐτά, ε) πού ὅλα αὐτά πού ἀναφέρθηκαν προηγουμένως τά κάνει
εὐχαριστώντας τόν Θεό πολύ θερμά καί συνεχῶς.
α’. «Οἱ ἄνθρωποι λογικοί
καταχρηστικῶς λέγονται· οὐκ εἰσί δέ λογικοί, οἱ τούς λόγους καί τά
βιβλία τῶν πάλαι σοφῶν ἐκμαθόντες· ἀλλ’ οἱ λογικήν ἔχοντες ψυχήν καί
δυνάμενοι διακρίνειν, τί μέν ἐστι τό καλόν, ποῖον δέ ἐστι τό κακόν· καί
τά μέν πονηρά καί ψυχοβλαβῆ φεύγοντες, τά δέ ἀγαθά καί ψυχωφελῆ
σπουδαίως διά μελέτης ἔχοντες· καί ταῦτα πράττοντες μετά πολλῆς τῆς πρός
τόν Θεόν εὐχαριστίας· οὖτοι μόνοι λογικοί ἄνθρωποι κατά ἀλήθειαν
ὀφείλουσι λέγεσθαι»[1].
Ὁ ἀληθινά λογικός ἄνθρωπος μία
σπουδή (φροντίδα) ἔχει, τό νά πείθεται καί νά ἀρέσει στόν Θεό τῶν ὅλων.
Σέ ἕνα μόνο φροντίζει νά ἐκπαιδεύσει τήν ψυχή του: στό νά εὐαρεστήσει
στόν Θεό εὐχαριστώντας Τον γιά τήν τέτοιας ὑψηλῆς ποιότητας καί τόσο
μεγάλη Πρόνοιά Του καί διοίκηση τῶν ὅλων, ὁποιαδήποτε καί ἄν συμβεῖ νά
εἶναι αὐτή στή ζωή του.
β’. «Ὁ τῇ ἀληθείᾳ λογικός
ἄνθρωπος, μίαν ἔχει σπουδήν, τό πείθεσθαι καί ἀρέσκειν τῷ Θεῷ τῶν ὅλων·
καί εἰς τοῦτο καί μόνον παιδεύεσθαι τήν ἑαυτοῦ ψυχή, ὅπως εὐαρεστήσῃ τῷ
Θεῷ, εὐχαριστῶν τῇ τοιαύτῃ καί τοσαύτῃ αὐτοῦ προνοίᾳ καί διοικήσει τῶν
ὅλων, κἄν ὁποίᾳ ἐν τύχῃ κατά τόν βίον»[2].
Εἶναι ἄτοπο, (ἀπό τό ἕνα μέρος)
τούς μέν ἰατρούς, πού μᾶς παρέχουν πικρά καί ὄχι ἀρεστά σέ μᾶς φάρμακα
γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος νά τούς εὐχαριστοῦμε, ἐνῶ (ἀπό τό ἄλλο μέρος)
νά δείχνουμε ἀχαριστία στό Θεό γιά αὐτά πού μᾶς φαίνονται δύσκολα καί
νά μήν γνωρίζουμε ὅτι ὅλα γίνονται ὅπως πρέπει καί γιά τόν συμφέρον μας
σύμφωνα μέ τήν πρόνοιά Του. Διότι ἀληθινά σωτηρία καί τελειότης τῆς
ψυχῆς εἶναι ἡ ἀληθινή γνώσις καί ἡ πίστις πρός τόν Θεό (ὅτι ὅλα εἶναι
γιά τό καλό μας, ἀκόμη καί αὐτά πού τά θεωροῦμε θλιβερά)
«Ἄτοπον γάρ, τοῖς μέν ἰατροῖς
καί πικρά καί οὐκ ἀρέσκοντα ἡμῖν παρέχουσι φάρμακα, εὐχαριστεῖν ὑπέρ τῆς
ὑγείας τοῦ σώματος· τῷ δέ Θεῷ ὑπέρ τῶν δοκούντων ἡμῖν δυσχερῶν
ἀχαριστεῖν καί μή γινώσκειν, ὅτι πάντα δεόντως καί εἰς τό συμφέρον ἡμῖν
καί[3] πρόνοιαν αὐτοῦ γίνεται· ἡ γάρ γνῶσις καί ἡ πίστις ἡ πρός τόν Θεόν, σωτηρία καί τελειότης ἐστί τῆς ψυχῆς»[4].
Ἄραγε αὐτό τό κείμενο εἶναι σύμφωνο μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί Ἐκκλησιολογία; Σαφέστατα.
Ποῖος εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας; Νά μᾶς κάνει ὅλους ἕνα. Νά μᾶς ἑνώσει μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. «Ἵνα πάντες ἕν ᾧσιν»[5]
παρακάλεσε ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του γιά
μᾶς. Αὐτή ἡ ἑνότητα γίνεται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τῆς ἄκτιστης
Θείας Δόξας, τήν Ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θά δώσει ὁ Θεός «τοῖς ἀγαπῶσιν
Αὐτόν». Ἡ θεοποιός Θεία Χάρις δίδεται σ’ αὐτούς πού ἀγαποῦν τόν Θεό δηλ.
σ’ αὐτούς πού «ἔχουν τίς ἐντολές Του καί τίς τηροῦν». Δίδεται σ’ αὐτούς
πού κάνουν πάντα «τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον θέλημά Του»[6]
ἀπαρνούμενοι τό δικό τους. Δίδεται σ’ αὐτούς πού ἀποδέχονται ὅλα ὅσα
τούς συμβαίνουν μέ δοξολογία καί εὐχαριστία. Εὐχαριστοῦν τόν Θεό ἀκόμα
καί γιά τά θεωρούμενα δύσκολα καί θλιβερά, ἀφοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στήν
Θεία Του Πρόνοια. Πιστεύουν ὅτι ὁ Πανάγαθος καί Πάνσοφος καί
Παντοδύναμος Κύριος γνωρίζει πολύ καλλίτερα ἀπό αὐτούς, ποιό εἶναι τό
ἀληθινό τους συμφέρον. Γιαυτό καί σπεύδουν νά Τόν δοξολογοῦν πάντοτε
ὁ,τιδήποτε καί ἄν τούς συμβεῖ.
«Ἐν παντί εὐχαριστεῖτε, πάντοτε χαίρετε»[7]
μᾶς δίδασκει τό Ἅγιο Πνεῦμα διά τοῦ στόματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ
Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ συνεχής εὐχαριστία πρός τόν Θεό θά πρέπει νά
εἶναι ἡ διαρκής μας πράξη. Ὁ ἄνθρωπος πού διαρκῶς εὐχαριστεῖ, εἶναι ὁ
ἄνθρωπος πού ἀληθινά εὐαρεστεῖ στόν Θεό. Αὐτός συμμετέχει σωστά καί στήν
Θεία Εὐχαριστία, τό κορυφαῖο καί κεντρικώτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν λατρευτική πράξη τῶν πιστῶν, πού
συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία. Εἶναι τό Μυστήριο πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό καί
μέ ὅλους ὅσοι εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Μίας Ἁγίας Ὀρθόδοξης καί Καθολικῆς
Ἐκκλησίας, μέ ὅλους τούς ἀδελφούς μας, τούς ἀγγέλους καί τούς
ἀνθρώπους,.
Χωρίς ὅμως ἀληθινή εὐγνωμοσύνη
πρός τόν Θεό γιά ΟΛΑ, ὅσα μᾶς συμβαίνουν, δέν μποροῦμε νά Τόν
λατρεύσουμε σωστά, δέν μποροῦμε νά Τοῦ προσφέρουμε τήν πλέον εὐάρεστη σ’
Αὐτόν θυσία, τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ Του. Διότι ἡ Θεία Λειτουργία καί ἡ
θυσία πού γίνεται σ’ Αὐτήν, δέν εἶναι παρά ἡ κορυφαία ἔκφραση τῆς
προσωπικῆς μας εὐχαριστίας «ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν ( γιά ὅλα ὅσα
γνωρίζουμε) καί ὧν οὐκ ἴσμεν τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς
ἡμᾶς γεγενημένων».
Ἄν λοιπόν ἐμεῖς γογγύζουμε,
μεμψιμοιροῦμε, «τά βάζουμε μέ τόν Θεό», διότι «δέν μᾶς πᾶνε τά πράγματα
ὅπως ἐμεῖς τά θέλουμε ἤ τά ἔχουμε σχεδιάσει», τότε στήν πράξη
ἀποδεικνυόμαστε ἀχάριστοι καί ὄχι εὐχάριστοι-εὐάρεστοι ἀπέναντί Του.
Αὐτά πού πραγματικά μᾶς
συμφέρουν, αὐτά μᾶς δίδει ὁ Θεός ἐφ’ ὅσον βέβαια Τοῦ τό ζητᾶμε. Ἄν δέν
Τοῦ τό ζητᾶμε, ἄν δέν λέμε «γενηθήτω τό θέλημά Σου»[8],
ἀλλά λέμε «γενηθήτω τό θέλημά μου», ἀπαιτώντας ἀπό τόν Θεό νά
συμμορφωθεῖ στίς ἐπιδιώξεις μας καί νά εὐλογήσει τούς (συνηθέστατα
αὐτοκαταστροφικούς) σχεδιασμούς μας, τότε βέβαια ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει
καί τά πράγματα ἐξελίσσονται κατά τήν φυσική τους πορεία. Ἐμεῖς φυσικά
τότε εἰσπράττουμε ὄχι τήν «τιμωρία» ἤ τήν «ἐκδίκηση» τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τίς
συνέπειες τῶν πράξεών μας.
Ἐπειδή δέ αὐτές μας οἱ πράξεις
εἶναι χωρίς τήν Θεία εὐλογία (ἀφοῦ δέν συνοδεύονται ἀπό τήν πίστη στόν
Θεό, ἀλλά ἀπό τήν πίστη στόν ἑαυτό μας) γιαυτό καί εἶναι ἁμαρτίες. Τά
ἀποτελέσματά τους δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ὁ θάνατος σύμφωνα μέ τόν Θεῖο
Λόγο: «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»[9].
Νά, λοιπόν, γιατί ἕνας ἄνθρωπος
πού δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά ὅλα, εἶναι ἔξω ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία ,
ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική σύναξη , ἔξω ἀπό τήν ἑνότητα στήν ὁποία ἡ
Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ.
Βλέπουμε, ἑπομένως, ὅτι ὁ Μ.
Ἀντώνιος, ὁ κορυφαῖος αὐτός ἀσκητής, ἔχει μία στέρεη ἐκκλησιολογική βάση
στά λεγόμενά του, ἀφοῦ τονίζει ὅτι ἀληθινά λογικοί ἄνθρωποι καί τέλειες
ψυχές εἶναι αὐτοί πού – ἔχοντας διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ-
ἐπιλέγουν νά κάνουν πάντα, τά καλά καί εὐάρεστα στόν Θεό, ἐνῶ συγχρόνως
εὐχαριστοῦν τόν Θεό γιά ὅλα: «ταῦτα πράττοντες μετά πολλῆς τῆς πρός τόν
Θεόν εὐχαριστίας»[10].
Εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀληθινῶν
χριστιανῶν (αὐτῶν πού πιστεύουν δηλαδή ἐμπιστεύονται τόν Θεό καί τήν
Θεία Του Πρόνοια) μιά συνεχής εὐχαριστία, ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΘΕΟ, ἡ ὁποία βεβαίως καί κατ’ ἐξοχήν ἐκφράζεται μέ τήν συνεχή
συμμετοχή τους στήν Θεία Εὐχαριστία.
Ἀντίθετα ἡ ζωή τῶν μή
πιστευόντων στόν Θεό καί στήν Θεία Του Πρόνοια εἶναι ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΗΣ
ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΜΙΑ ΣΥΝΕΧΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ.
Βλέπουμε ἑπομένως ὅτι τό κέντρο
τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ, ἡ Θεία
Λειτουργία-Θεία Εὐχαριστία, αὐτή εἶναι καί τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν
ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου καί δέν ὑπάρχει καμμία διάσταση. Ἡ ζωή τῶν ἀσκητῶν
εἶναι μία ἀπόλυτα ἐκκλησιαστικοποιημένη ζωή, ἀφοῦ εἶναι ζωή εὐχαριστίας.
Ἡ ζωή μας εἴτε κυλᾶ μέσα στήν
τύρβη τοῦ κόσμου εἴτε μέσα στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου θά πρέπει νά εἶναι
εὐχαριστιακή· συνεχής εὐχαριστία καί δοξολογία τοῦ «ἐν Τριάδι Θεοῦ».
Εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό γιά ὅλα – ἀκόμη καί γιά αὐτά πού μᾶς φαίνονται πικρά καί θλιβερά- ἄς εἶναι τό σύνθημα τῆς ζωῆς μας. Ζωή, χωρίς εὐχαριστία πρός τόν Θεό, δέν εἶναι ζωή ἀλλά θάνατος. Ζωή μέ εὐχαριστία εἶναι ζωή ἀληθινή, ζωή τέλεια, ζωή μέ κεφαλαῖο Ζ, Ζωή ἀληθινή.
Εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό γιά ὅλα – ἀκόμη καί γιά αὐτά πού μᾶς φαίνονται πικρά καί θλιβερά- ἄς εἶναι τό σύνθημα τῆς ζωῆς μας. Ζωή, χωρίς εὐχαριστία πρός τόν Θεό, δέν εἶναι ζωή ἀλλά θάνατος. Ζωή μέ εὐχαριστία εἶναι ζωή ἀληθινή, ζωή τέλεια, ζωή μέ κεφαλαῖο Ζ, Ζωή ἀληθινή.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
[1] Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία
τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων,
ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς
καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς
ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου
Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄,ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982 (στό ἑξῆς: Φιλοκαλία),τόμος Α΄, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ, ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΗΘΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΕΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΙΣ ΡΟ΄σελ. 4.
[2] Φιλοκαλία, σελ. 4.
[3] Γραπτέον μᾶλλον «κατά»
[4]Φιλοκαλία, σελ. 4.
[5] Ἰω. 17, 21.
[6] Ρωμ. 12, 2
[7] Α΄ Θεσ. 5, 18.
[8] Στήν Κυριακή Προσευχή ἀλλά καί μέ ὅλη μας τήν στάση καί ζωή.
[9] Ρωμ. 6, 23.