Ὁ μεγάλος πειρασμός.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Οπως τόν εἶχε προειδοποιήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἦρθε κι ἡ ὥρα του μεγάλου πειρασμοῦ….
Κάθε Σάββατο, τή νύχτα, ὁ Νήφων
ξαγρυπνοῦσε. Οὔτε κοιμόταν οὔτε καθόταν. Ὥς τό πρωί τῆς Κυριακῆς
προσευχόταν κι ἔκανε μετάνοιες ὁ μιμητής τοῦ Δανιήλ, ἤ μᾶλλον τῶν
ἀγγέλων, πού ἀνταποκρίνονται στήν προφητική προτροπή: «προσκυνήσατε αὐτῷ
πάντες ἄγγελοι αὐτοῦ»16.
Αὐτή τήν τάξη κρατοῦσε ὄχι μόνο τίς Κυριακές, μά καί τίς δεσποτικές ἑορτές, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἀνάλογα προσευχόταν κι ὅλες τίς ἄλλες μέρες καί νύχτες.
Τό πρωί μάλιστα ἔλεγε μιά προσευχή, πού
τήν ἐπαναλάμβανε καί ἀποβραδίς. Ἀλλά τί προσευχή ἦταν ἐκείνη! Ξέχειλη
ἀπό σοφία καί χάρη καί θεογνωσία. Ἔκλεινε μέσα της ὅλη τήν ἄφατη
θεολογία –τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ, τή δημιουργία τῶν ἀσωμάτων Δυνάμεων, τά
φρικτά καί ἄρρητα μυστήρια, τά θαύματα τῆς θείας οἰκονομίας καί τοῦ
φυσικοῦ κόσμου, τά τωρινά καί τά ἔσχατα, τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια…
–μά τί νά πρωτογράψω;-… τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια, τά ὁρατά καί τ’
ἀόρατα, τά καταληπτά καί τ’ ἀκατάληπτα, τά νοητά καί τ’ ἀκατανόητα… Ἴσως
παρακάτω νά καταχωρίσουμε, ἄν μπορέσουμε, κάποιο τμῆμα ἀπό τή θεσπέσια
προσευχή του. Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα, τί ἔγινε μέ τόν μεγάλο πειρασμό πού τόν βρῆκε. Κάποιο Σάββατο, καθώς σουρούπωνε, ἄρχισε, ὅπως πάντα, νά προσεύχεται. Ξαφνικά ἀκούει ἕνα τρομερό κι ἀνατριχιαστικό συριγμό, πού τοῦ τρύπησε τ’ αὐτιά! Πάγωσε… ‟Τί νά ’ναι αὐτό;’’, ἀναρωτήθηκε. Μά δέν πρόλαβε νά πεῖ τίποτ’ ἄλλο, καί νά ὁ διάβολος…. Ἄρχισε νά βρυχιέται καί ν’ ἀφρίζει καί νά φοβερίζει τό Νήφωνα. Ἐκεῖνος τά χρειάστηκε…. Ὁ νοῦς του σκοτίστηκε. Ὁ φόβος κι ἡ ταραχή τόν παρέλυσαν. Ἔκανε νά προσευχηθεῖ, μά δέν μποροῦσε νά μαζέψει τόν νοῦ του. Μύρια κακά τόν κυρίεψαν: χασμουρητά καί ὑπνηλία, κομμάρα καί ραθυμία, ἀκατάσχετη φλυαρία, ἀφόρητη λύπη.. Σωπαίνω γι’ ἄλλα χειρότερα… Νύχτες καί μέρες συνέχιζε νά τόν βασανίζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Τό ’χε βάλει σκοπό νά τοῦ σαλέψει ὁλότελα τά λογικά! Κάποια στιγμή, ἀποκαμωμένος ὁ μακάριος ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἄφησε φωνή: -Ἄχ, ἁμαρτωλέ Νήφων!….. Τώρα πληρώνεις τίς ἁμαρτίες σου ! Κι ὁ πειρασμός, πού φοβόσουνα, εἶναι στ’ ἀλήθεια φοβερός. Ὁ δράκοντας εἶναι μανιασμένος μαζί σου. Ἤδη σοῦ σκότισε τό νοῦ. Πρόσεχε! …… Πρόσεχε, μή σέ καταπιεῖ ζωντανό!…. Αὐτά εἶπε καί σταυροκοπήθηκε. Στό μεταξύ ὁ ἀναίσχυντος διάβολος συνέχιζε νά τόν τυραννάει δίχως σταματημό, πότε μέ τόν ἕναν καί πότε μέ τόν ἄλλον τρόπο. Δέν δίσταζε ἀκόμα καί νά τόν ἐκβιάζει. -Λοιπόν, ἤ σταματᾶς τήν προσευχή, τοῦ εἶπε κάποτε ὀρθά-κοφτά, ἤ στρογγυλοκάθομαι ἐδῶ δίπλα σου μέχρι νά σκάσεις! Δέν φεύγω, κι ὅ,τι θέλει ἄς γίνει! -Δέν θά σοῦ κάνω τό χατήρι, ἀκάθαρτε δαίμονα, τοῦ ξέκοψε ὁ Νήφων. Κι ἄν ὁ Θεός μου σέ προσέταξε νά με σκοτώσεις, ἄς γίνει τό θέλημά Του. Ἄν πάλι δέν τό θέλει αὐτό ὁ Θεός, τότε…. τί νά πῶ…. γελάω μέ τά τεχνάσματά σου! -Μά ….ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει! τοῦ σφύριξε ὁ διάβολος. Τήν ἴδια στιγμή ἔριξε στό νοῦ του σκοτάδι καί σύγχυση, τριβελίζοντάς τον ἀσταμάτητα μέ τά φρικτά τοῦτα λόγια: -Ὑπάρχει Θεός; Θεός δέν ὑπάρχει! …. Νά ποιός ἦταν λοιπόν ὁ τελικός του σκοπός. Ἀποκαλύφθηκε τώρα. Ἤθελε νά ρίξει τόν ὅσιο ὁλότελα στήν ἀπιστία! Καί τό καταχθόνιο σχέδιό του ἦταν χωρισμένο σέ τρεῖς διαδοχικές φάσεις· Πρῶτα, ἐπίθεση καί αἰχμαλώτιση τῆς διάνοιας τοῦ Νήφωνα. Ἔπειτα, σκοτισμό καί ἀποχαύνωσή του. Καί τέλος, τό γκρέμισμα τοῦ στό θανάσιμο βάραθρο τῆς ἀπιστίας καί τῆς παραφροσύνης. Σκιζόταν ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, σάν ἄκουγε τόν φαρμακερό λόγο τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ. Καί μ’ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνει, ἀντίλεγε: -Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός»17. Ἀφανίσου, ζοφερέ, καί μή βλαστημᾶς! Γκρεμίσου στό σκοτάδι! Τσακίσου ἀπό μπροστά μου, γιατί ἐγώ πιστεύω βαθιά πώς ὁ Θεός καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει αἰώνια! Μά ὁ μισόκαλος διάβολος εἶχε βάλει σκοπό νά τόν νικήσει, καί μάλιστα γρηγορότερο. Τοῦ θόλωνε λοιπόν ὅλο καί περισσότερο τό μυαλό. Παρέλυε τή σκέψη του καί τόν ἔκανε νά ξεχνάει ὅ,τι ἤξερε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἄρχιζε, λόγου χάρη, νά λέει, ὅπως συνήθιζε, ἕνα ψαλμό. Ἐνῶ ὅμως τά χείλη του ψέλλιζαν τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ, ὁ σκοτισμένος νοῦς του δέν τά καταλάβαινε. Αὐτή ἡ κατάσταση τόν στενοχωροῦσε καί τόν φαρμάκωνε. -Συμφορά μου! Δέν καταλαβαίνω τί λέω! Στέναζε, ὅταν συνερχόταν λίγο. Κι ἄρχιζε πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή τήν προσευχή μέ πολύ κόπο. Τέσσερα χρόνια παρέδερνε ἔτσι! Κι ὁ διάβολος δέν σταματοῦσε νά τόν σφυροκοπάει κάθε μέρα: -Θεός δέν ὑπάρχει! ….. Θεός δέν ὑπάρχει!…. Αὐτός ὁ φρικιαστικός λόγος βύθιζε τό νοῦ του σέ πηχτό σκοτάδι καί τήν καρδιά του σ’ ἀπαρηγόριτη θλίψη. Τόση ἦταν ἡ λύπη κι ἡ ταραχή του ἀπ’ αὐτόν τόν σατανικό πόλεμο, πού καί στό δρόμο ἀκόμα τόν ἔβλεπες νά περπατάει σάν ἀπελπισμένος κι ἀδιάφορος γιά ὅλα. Ὁ διάβολος, ὡστόσο, δέν σταματοῦσε νά τόν πειράζει. -Ἄκου δῶ! τοῦ λέει. Δέν θά σοῦ ζητήσω πιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο νά κόψεις τήν προσευχή πού κάνεις πρωί καί μεσημέρι. Ἄ, ἡ ἀναίδειά του ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο… -Ἄκου κι ἐσύ! τοῦ ἀπαντάει ὁ Νήφων. Καί στήν πορνεία νά πέσω… καί φονιάς νά γίνω…. κι ὅ,τι ἄλλο νά κάνω… ἀπ’ τά πόδια τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν φεύγω. Παρ’ τό ἀπόφαση! -Τί λές; Καί ὑπάρχει Χριστός; Χριστός δέν ὑπάρχει! Ποιός πάλι σέ πλάνησε, πώς ὑπάρχει τάχα Χριστός;…. Ὄχι, δέν ὑπάρχει! Ἐγώ μόνο κυριαρχῶ στά σύμπαντα. Ἐσύ λοιπόν γιατί μ’ ἀρνήθηκες; -Ὑπάρχει Χριστός, ἄθλιε! Ναί, ὑπάρχει, Θεός μαζί καί ἄνθρωπος! Μά….ὥς πότε θά τυραννᾶς τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀχρεῖε; Δέν πρόκειται νά μέ πλανέψεις κατάλαβέ το, πανοῦργε καί σκοτεινέ! Ναί, σκοτάδι εἶσαι καί στό σκοτάδι ζεῖς καί μέ τό σκοτάδι πολεμᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά καί στό σκοτάδι θά βασανίζεσαι στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Χάσου ἀπό δῶ, ἐχθρέ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του! Ἦταν νά θαυμάζει κανείς τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, πού ἔδειχνε ὁ δίκαιος! Μά κι ἀπ’ τά χείλη του δέν ἔλειπε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ κακοῦργος δέν ξεκολοῦσε ἀπό κοντά του, λέγοντας καί ξαναλέγοντας ἀδιάκοπα: -Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς ὑπάρχει Θεός; Καί ποῦ τόν εἶδες τό Θεό, πού λές; Ποιός σοῦ τόν ἔδειξε; Καί ποῦ μένει;…. Δεῖξε μου τον, καί θά πιστέψω κι ἐγώ! Τέσσερα χρόνια, ὅπως εἶπα, τόν βασάνιζε μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε -ἔτρωγε, κοιμόταν, πορσευχόταν…-αὐτόν τό λογισμό τοῦ ἔβαζε, ἀναγκάζοντάς τον νά πιστέψει πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Τοῦ ἔπαιρνε τό μυαλό του μ’ αὐτήν τήν ἐξοντωτική ἐπανάληψη. Κι ἦταν νά κλαῖς, βλέποντάς τόν δίκαιο νά γκρεμίζεται στή δυσπιστία! … Ἄλλοτε ἔλεγε: ‟Ὑπάρχει Θεός!’’. Καί ἄλλοτε, κάτω ἀπό τήν ἐπηρεία τοῦ διαβόλου: ‟Ὄχι….μᾶλλον Θεός δέν ὑπάρχει….’’. Ἔφτασε στήν ἀπόγνωση. Ἔνιωθε τήν ψυχή του γυμνή καί κούφια. Δέν ἄφηνε ὅμως τήν προσευχή καί τή μελέτη του. Ἕνα βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί στάθηκε νά προσευχηθεῖ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, …. νάτος πάλι ὁ διάβολος! -Θεός δέν ὑπάρχει! ἄρχιζε νά τόν τριβελίζει, ὅπως πάντα. Σηκώνει τά μάτια του ὁ δίκαιος καί κοιτάζει πονεμένα τή μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας βαθύς στεναγμός βγῆκε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἅπλωσε ἱκετευτικά τά χέρια του στήν εἰκόνα καί φώναξε: -«Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἱνατί ἐγκατέλιπές με;»18. Βεβαίωσέ με, Θεέ μου, πώς ὑπάρχεις, γιατί ἀλλιῶς θά σταματήσω ὅσα κάνω γιά τ’ ἅγιο ὄνομά Σου, καί θά ὑπακούσω στίς ὁρμήνειες τοῦ διαβόλου! Σώπασε καί περίμενε… Ἐνῶ εἶχε στυλωμένη τή ματιά του στό ἱερό εἰκόνισμα, τό βλέπει ξάφνου ν’ ἀστράφτει! Τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου λούστηκε στό φῶς. Μιά ἄρρητη εὐωδία τόν τύλιξε… Θαμπωμένος ἀπ’ τό φῶς καί μεταρσιωμένος ἀπ’ τήν οὐράνια μοσχοβολιά, ἔπεσε καταγῆς. Ἔτρεμε ὁλόκληρος. Σχεδόν μηχανικά ἄρχισε νά ψελλίζει:
-Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, Ποιητὴνοὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων· καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ»*, τὸν πλάστη καί Δεσπότη μου… «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τό ἅγιον»*, τό ἔνδοξο καί φωτιστικό, «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν»*….. Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, μὴν ὀργιστεῖς μαζί μου, πολυέλεε. Μή μ’ ἀποδιώξεις, τόν βέβηλο, πού ἀσέβησα στό ἅγιο Σου ὄνομα! Ἐσύ δά ξέρεις, Κύριε, πόσο μέ παίδεψε ὁ ἐχθρός, βυθίζοντάς με ὁλότελα στήν ἀπιστία τήν πονηρή. Γι’ αὐτό συγχώρεσέ με, πού σέ δοκιμασία ἔβαλα τήν ἀνεξίκακη φιλανθρωπία Σου, πανάγαθε καί μακρόθυμε, «ὁ μετανοῶν ἐπὶ κακίας ἀνθρώπων»19…
Ἦταν ἀκόμα πεσμένος μέ τό πρόσωπο στή γῆ. Ἀνασηκώθηκε λίγο καί κοίταξε δειλά τή σεβάσμια εἰκόνα. Τί ἦταν αὐτό πού ἀντίκρυσε! Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμπε σάν ἥλιος! Ὁ Νήφων μαγνητίστηκε ἀπό τήν ἀπερίγραπτη γλυκύτητα καί τήν ὑπερκόσμια χάρη Του. Μά τό πιό θαυμαστό ἦταν τοῦτο: Σάν ἄνθρωπος ζωντανός γύριζε τά μάτια Του ὁ Χριστός ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔπαιζε τά φρύδια καί σάλευε τά χείλη! Θαυμασμός καί δέος κυρίεψαν τό Νήφωνα μπροστά σ’ ἐκεῖνο τό παράδοξο θέαμα. -Κύριε, ἐλέησον! ἀναφώνησε αὐθόρμητα. Μιά ἀνέκφραστη, ἐξωκόσμια ἀγαλλίαση ἦρθε ν’ ἀναμεστώσει τήν ψυχή του. -Ἀλήθεια, εἶπε μ’ ἐνθουσιασμό, μεγάλος εἶναι ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν, καί μεγάλη ἡ δόξα καί ἡ δύναμή Του! Γιατί ποτέ δέν θ’ ἀφήσει νά χαθεῖ τό πλάσμα, πού προστρέχει στ’ ἄχραντα πόδια Του. Εὐλογητός ὁ Θεός καί εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μ’ ἔσωσε ἀπ’ τό σκοτάδι καί σιδερένια δεσμά τοῦ θανάτου! Εἶπε κι ἄλλες πολλές εὐχαριστήριες προσευχές στόν Κύριο, κι ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία. Πῆγε στό κελλί του καί ἤρεμος πιά, ἀποκοιμήθηκε λιγάκι. Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη χαρά πνευματική… Ἀπό τότε ἄλλαξε. Τώρα περπατοῦσε μέ ζωντάνια καί χάρη, χαμογελαστός κι εὐδιάθετος πάντα. Μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἦταν πρόσχαρος καί γλυκομίλητος. Ὅσοι λοιπόν τόν ἤξεραν, ἀναρωτιόντουσαν ἀπορημένοι: -Τόσα χρόνια ἦταν ἀπλησίαστος. Βαρύς καί σκυθρωπός. Πῶς ἔγινε τώρα ἔτσι χαρωπός κι ἐγκάρδιος; Μήπως εἶδε κανένα ὅραμα;…. Καί οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν, βέβαια, τίς ὑποθέσεις τους. Ὁ Νήφων πάλι, κάθε φορά πού ἀντίκρυζε ἐκείνη τήν ἐξαίσια μορφή τοῦ Κυρίου, ἅπλωνε τά χέρια, ἄνοιγε διάπλατα τά μάτια καί προσευχόταν δοξολογικά: -Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔνδοξος, ὁ πολυεύσπλαχνος, ὁ φιλάνθρωπος, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τό οὐράνιο μύρο….. Ὕστερα χλεύαζε τό διάβολο: -Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνος ὁ κακοῦργος, πού ἔλεγε πώς δέν ὑπάρχει Θεός; Ρεζίλι ἔγινε ὁ ἀνόητος, ὁ φλύαρος, ὁ βρωμερός, ὁ σκοτεινός καί μισόκαλος! Μοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριός μου καί μοῦ ἔδωσε σημεῖο, ὅπως στόν μακάριο Θωμᾶ, ὅταν ἀπίστησε. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωρῆρί μου»20. Μέ τέτοιους ὕμνους δοξολογοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε ὁ μαρκάριος Νήφων τό Θεό, πού τόν ἐπισκέφθηκε μέσα σέ ἄρρητη εὐωδία.
16.Ψαλμ.96:7. 17.Ψαλμ. 13:1. 18.Ψαλμ. 21:1. *Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἄρθρα 1,2,8. 19.Πρβλ. Ἰωήλ. 2:13. Ἰωνᾶ 4:2.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.54-62)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004