(Ματθ. ιδ’ 22-34)
Ο Θεός μας είναι ο Νικητής. Όλες οι καλές νίκες, μόνιμες ή πρόσκαιρες, από την αρχή του χρόνου ως το τέλος της ιστορίας, ανήκουν σ’ Εκείνον. Είναι νικητής όταν αποκαθιστά την τάξη, μέσα στην αταξία που προκαλούν αμαρτωλοί άνθρωποι. Όταν οι χειρότεροι των ανθρώπων ανέρχονται στην πρώτη θέση και οι καλλίτεροι πέφτουν στην τελευταία, Εκείνος αναποδογυρίζει την αταξία και βάζει τον τελευταίο πρώτο και τον πρώτο τελευταίο. Νικά την κακία και τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων που μαίνονται εναντίον των ανθρώπων και τα διαλύει, όπως σκορπίζει ο ισχυρός άνεμος μια άσχημη δυσοσμία. Είναι νικητής σε κάθε έλλειψη: όπου υπάρχει λίγο, το αυξάνει· όπου δεν υπάρχει τίποτα, δίνει με αφθονία. Είναι νικητής στην αρρώστια και στα βάσανα.
Λέει ένα μόνο λόγο κι η αρρώστια μαζί με τα βάσανα εξαφανίζονται. Οι τυφλοί βλέπουν, οι κουφοί ακούνε, οι άλαλοι μιλάνε, οι παράλυτοι σηκώνονται και περπατάνε, οι λεπροί καθαρίζονται. Είναι νικητής του θανάτου: διατάζει κι ο θάνατος ελευθερώνει το θύμα από τα σαγόνια του.Βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανίων δυνάμεων – των αγγέλων και των αγίων – που δεν έχει τέλος. Ένα βασίλειο που αν συγκριθούν μαζί του τα βασίλεια αυτού του κόσμου είναι τόσο σκοτεινά και περιορισμένα, όσο ένας τάφος. Διατάζει τα στοιχεία και τα όντα αυτού του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις εντολές Του, χωρίς τον κίνδυνο να διαλυθεί και ν’ αποσυντεθεί.
Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Η μια νίκη ακολουθεί την άλλη. Η ιστορία αυτού του κόσμου είναι μια σειρά από νίκες του Θεού, είναι η αποκάλυψη της ακαταμάχητης θεϊκής δύναμης. Ο Θεός είναι ταπεινός σαν αρνί. Μπροστά Του όμως τρέμουν ο ουρανός και η γη. Όταν ο ίδιος το επιτρέπει να ταπεινώνεται, τότε αποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικά και εμφατικά η μεγαλοσύνη Του. Όταν επιτρέπει να τον φτύνουν, τότε φανερώνει τη χυδαιότητα και την ιταμότητα των άλλων. Όταν παραδίδεται στη σφαγή, τότε η ζωή Του ακτινοβολεί.
Ο Θεός φανέρωσε το φως Του με το φως του ήλιου. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή σκιά του Εαυτού Του. Φανέρωσε τη δύναμή Του μέσα από τ’ αμέτρητα πύρινα σώματα στο σύμπαν, τη σοφία Του με την ευταξία της δημιουργίας και τη δημιουργία των όντων από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, το κάλλος Του από το κάλλος της φύσης, το έλεός Του από την επιμελή συντήρηση όλων όσα έφτιαξε, τη ζωή Του με τη ζωή όλων των όντων. Όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια χλωμή κι εφήμερη εικόνα που παραπέμπει σ’ Εκείνον. Είναι απλά λέξεις πύρινες, χαραγμένες με πυκνό καπνό.
Όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του Θεού αποκαλύφτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα που άντεχε ο άνθρωπος. Κι αποκαλύφτηκαν μέσα από έναν άνθρωπο. Όχι με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι με το συνηθισμένο, τον πλασμένο άνθρωπο, αλλά με τον άκτιστο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όλα έγιναν μ’ Εκείνον. Μαζί Του έλαμψε στη σάρκα το φως και η δύναμη, η σοφία και το κάλλος, η ευσπλαχνία και η ζωή.
Τί σημαίνει ζωή, αν όχι νίκη στο σκοτάδι; Τί σημαίνει δύναμη, αν όχι νίκη στην αδυναμία; Τί άλλο είναι η σοφία, παρά νίκη στην αφροσύνη και την παράνοια; Τί είναι το κάλλος, αν όχι νίκη στην ασχήμια και την κτηνωδία; Δεν είναι νίκη κατά της κακίας, της πονηριάς και του φθόνου το έλεος; Ζωή δεν είναι η θεία νίκη κατά του θανάτου;
Τί νομίζετε εσείς που ακολουθείτε το Χριστό, πού βαφτιστήκατε στο όνομά Του; Δε φανέρωσε ο Χριστός όλες τις νίκες αυτές, που κανένας άλλος στον κόσμο δεν είχε κατορθώσει να κάνει; Δεν αισθάνεστε καθημερινά πως ακολουθείτε το μέγιστο Νικητή από τη δημιουργία του χρόνου και του κόσμου; Δε νιώθετε πως είστε βαφτισμένοι στο όνομα Εκείνου που γνωρίζει και μπορεί να κάνει τα πάντα, που στολίζει με το κάλλος Του όλα τα πλάσματα, που τα θωπεύει με το έλεός Του και τα ζωογονεί με τη ζωή Του; Αν δεν τα νιώθετε και δεν τα ζείτε όλ’ αυτά, τότε το ότι τον ακολουθείτε και καλείστε με τ’ όνομά Του, πολύ λίγο θα σας βοηθήσει. Μόνο με τον Κύριο Ιησού θα μπορέσετε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελάχιστο δισταγμό, να πιστέψετε στη νικηφόρα δύναμη του Θεού πάνω σε κάθε πλάσμα, σε κάθε στοιχείο της φύσης και σε κάθε κακία του κόσμου. Μόνο ο Κύριος Ιησούς μπορεί να σου δώσει το θάρρος να ζήσεις, το θάρρος ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατο. Μόνο Εκείνος μπορεί να σου δώσει ελπίδα σε μια ζωή καλλίτερη από την πρόσκαιρη, που υπόκειται στη φθορά. Μόνο Εκείνος μπορεί να εμπνεύσει μέσα σου την αγάπη για κάθε καλό. Γιατί Εκείνος είναι η σαρκωμένη νίκη κατά του κόσμου. «Θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ 33), είπε ο Χριστός στους μαθητές Του και μέσω των μαθητών Του σ’ όλους εμάς. Δεν πρέπει νά φοβόμαστε. Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός νίκησε τον κόσμο. Το ευαγγέλιο είναι το βιβλίο που περιέχει τη νίκη Του, η μαρτυρία της παντοδυναμίας Του. Η ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας κι ως τη συντέλεια του κόσμου, είναι ένα ακόμα βιβλίο με λεπτομέρειες από τις νίκες Του. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, θα στερηθεί τους καρπούς των νικών Του. Ας προσεγγίσουμε την ερμηνεία του σημερινού ευαγγελίου λοιπόν χωρίς αμφιβολία, χωρίς σκιές, γιατί περιγράφει μια καταπληκτική νίκη του Χριστού κατά της φύσης.
«Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’ 23). Η μόνωσή Του επαναλαμβάνεται με τις λέξεις «μόνος» και «κατ’ ιδίαν», για να δώσει έμφαση στο ότι ο Κύριος επιδίωκε την ερημιά, όπου και παρέμεινε αφού πρώτα έδιωξε τους όχλους. Όρος, μόνωση, σκοτάδι. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρωπος νιώθει να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό. Και τότε η προσευχή είναι γλυκύτατη. Όλα όσα έκανε ο Κύριος Ιησούς, ήταν για δική μας διδαχή, για τη σωτηρία μας. Δεν ήρθε στη γη για να μας διδάξει μόνο με τα λόγια Του, αλλά με πράξεις, με γεγονότα και με κάθε έργο και κίνηση που έκανε. Ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό επειδή εκεί είχε περισσότερη ησυχία. Έμεινε μόνος Του, επειδή η μόνωση υποδηλώνει χωρισμό από τον κόσμο αυτόν. Προσευχήθηκε μέσα στη νύχτα, γιατί το σκοτάδι είναι κάτι σαν πέπλο στα μάτια. Και τα μάτια είναι που εμποδίζουν το νου να συγκεντρωθεί, καθώς τρέχουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο.
Η προσευχή του Χριστού στο όρος έχει κι ένα άλλο, βαθύτερο νόημα. «Απόλυση» των όχλων, άνοδος στο όρος, μόνωση, σκοτάδι. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Η απόλυση των όχλων σημαίνει ότι άφησε κατά μέρος όλα εκείνα που μας παρουσιάζει ο κόσμος, όλες τις μνήμες που μας δένουν με τον κόσμο και μας ενοχλούν. Έτσι, άδειοι κι ελεύθεροι από τον κόσμο, μπορούμε να σταθούμε στην προσευχή ενώπιον του Θεού.
Τί σημαίνει η άνοδος στο όρος; Την ανύψωση της καρδιάς και του νου στα ύψη του Θεού, στην παρουσία Του, στη συντροφιά Του. Εκείνος που συμφύρεται με τον κόσμο και τις πολλές του μέριμνες, δεν μπορεί ν’ ανεβεί ταυτόχρονα στα ύψη εκείνα, όπου ο άνθρωπος νιώθει μόνος με το Δημιουργό Του.
Τί σημαίνει η μόνωση; Τη γύμνωση της ψυχής. Όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κόσμο, νιώθει μια απέραντη και φοβερή μοναξιά. Εκείνοι που η απογοήτευση για τον κόσμο τους φέρνει σ’ αυτήν την τρομερή ερημία, αν δεν κατορθώσουν να φτάσουν στα ύψη, εκεί όπου ο άνθρωπος συναντά το Θεό, τότε αυτοκτονούν.
Τί σημαίνει σκοτάδι; Την ολική απουσία του φωτός σ’ αυτόν τον κόσμο. Στον προσευχόμενο ερημίτη ο κόσμος αυτός είναι καλυμμένος με πυκνό σκοτάδι, όπου το ουράνιο φως ανατέλλει σταδιακά και φωτίζει ένα νέο κόσμο, αέναα λαμπερό και καλλίτερο.
Αυτά είναι τα τέσσερα στάδια της προσευχής και το βαθύτερο νόημά τους. Στην περίπτωση του Χριστού τα τέσσερα αυτά στάδια απεικονίστηκαν με την απόλυση των όχλων, την άνοδο στο όρος, τη μόνωση και το σκοτάδι.
Η προσευχή του Κυρίου Ιησού στην ησυχία της ερήμου είναι διδακτική για μας και για τη συνάφειά της: με ό,τι έγινε πριν απ’ αυτήν και με το ό,τι θα γινόταν στη συνέχεια. Προτού αποσυρθεί για να προσευχηθεί, ο Κύριος είχε κάνει το ανήκουστο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Μετά περπάτησε στη μέση της λίμνης, όπως περπατάει κανείς στη στεριά. Μ’ όλο που και τα δύο αυτά θαύματα τα έκανε με τη θεϊκή δύναμη που είχε προαιώνια και που δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά την ένσαρκη διαδρομή Του στη γη, προσευχόταν με το λαό στη συναγωγή, αλλά και μόνος Του στην έρημο. Σε μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μυστική, προσωπική και ενστικτώδη κίνηση για προσευχή του Κυρίου Ιησού. Με τις προσευχές αυτές ο Μονογενής Υιός του προαιώνιου Θεού σίγουρα συνέχιζε και μαρτυρούσε εδώ στη γη την αδιάρρηκτη ενότητά Του με τον Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα.
Η προσευχή που έκανε ο Χριστός κατά μόνας στο όρος μας παρέχει κι άλλη καθαρή διδαχή. Τα καλά έργα πρέπει να προηγούνται της προσευχής. Και τότε η προσευχή βοηθά τα καλά έργα. Πρέπει πρώτα να δοκιμάζουμε την πίστη μας με καλά έργα κι έπειτα να την ομολογήσουμε με λόγια. Η προσευχή όμως αξίζει μόνο όταν προσευχόμαστε στο Θεό και τον ικετεύουμε να μας βοηθήσει, προκειμένου να κάνουμε ένα καλό έργο. Να κάνουμε προσευχή στο Θεό για να μας βοηθήσει να κάνουμε ένα πονηρό έργο δεν είναι μόνο ανόητο, αλλά στην ουσία είναι βλασφημία. Το να κάνεις το κακό με προσευχή, είναι σα να σπέρνεις καλαμπόκι και να ζητάς από το Θεό να φυτρώσει σιτάρι. Μετά από κάθε καλή πράξη πρέπει να καταφύγουμε στην προσευχή και να ευχαριστήσουμε το Θεό που μας αξίωσε να κάνουμε ένα καλό έργο. Και πριν από το καλό έργο όμως πρέπει να προσευχόμαστε και να ζητάμε τη χάρη του Θεού, τη βοήθεια και τη συγκατάθεσή Του, ώστε το καλό έργο που βρίσκεται μπροστά μας να γίνει με θεάρεστο τρόπο, τέλειο. Κοντολογίς, κάθε καλό που έχουμε ή κάνουμε, που ακούμε ή διαβάζουμε – ακόμα και το παραμικρό, χωρίς εξαίρεση – πρέπει ν’ αποδίδεται στο Θεό, όχι σε μας. Του Θεού είναι η δύναμή μας, η ευφυΐα μας, η δικαιοσύνη μας. Μπροστά στον Κύριο εμείς είμαστε τίποτα. Όταν μετά από τόσο μεγάλα θαύματα ο Κύριος Ιησούς δείχνει στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα την ταπείνωση, την πραότητα και την υπακοή Του, ενώ είναι ίσος μαζί Τους στην ουσία και στην αιωνιότητα, τότε πώς εμείς δεν πρέπει να δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα και υπακοή στο Δημιουργό μας, που μας έπλασε «εκ του μηδενός», που χωρίς τη βοήθειά Του όχι μόνο δε θα κάναμε καλά έργα, μα δε θα υπήρχαμε ούτε για μία στιγμή;
«Το δε πλοίο μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· ην γαρ ενάντιος ο άνεμος· τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. ιδ’ 24, 25). Όταν οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, όπως συνήθως γίνεται στη λίμνη αυτή, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος τα προγνώριζε όλ’ αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μαθητές Του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η’ 25). Θα εύχονταν και τώρα να ήταν μαζί τους. Τό ‘κανε αυτό για να νιώσουν και να γνωρίσουν προκαταβολικά την αλήθεια των αγίων Του λόγων, που τους είπε λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5).
Τότε που είχε γίνει η προηγούμενη καταιγίδα οι μαθητές είχαν εκτεθεί σε μικρότερο κίνδυνο, η πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ο Χριστός ήταν μαζί τους στο πλοίο, αν και κοιμόταν. Τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη καταιγίδα, η κατάσταση ήταν χειρότερη κι η πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ο ίδιος έλειπε μακριά τους πάνω στο βουνό, στην έρημο. Πώς να τον φωνάξουν, να τον επικαλεστούν για να τους ακούσει; Πώς μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τη συμφορά τους; Πώς μπορούσαν να του στείλουν ένα μήνυμα, να του πουν, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα»; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Οι μαθητές το βλέπουν πια, πως τους απειλεί ναυάγιο. Λες κι ήταν δυνατό να καταστραφεί κάποιος άνθρωπος, όταν τηρεί την εντολή του Θεού! Αλήθεια, τι υπέροχη διδαχή είναι αυτή για τους πιστούς, ώστε να μην απελπίζονται όταν βαδίζουν στο δρόμο όπου τους έταξε ο Θεός· να πιστέψουν πως Εκείνος που τους έστειλε στο δρόμο τους φροντίζει γι’ αυτούς, γνωρίζει τους κινδύνους που θα συναντήσουν. Ο Θεός όμως δε σπεύδει στη βοήθειά Του. Δοκιμάζει την πίστη του δίκαιου ανθρώπου, όπως δοκιμάζεται κι ο χρυσός στο χωνευτήρι.
Όταν οι μαθητές έφτασαν στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο Χριστός, περπατώντας πάνω στα νερά. Αυτό έγινε «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές, που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές Του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει.
«Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν» (Ματθ. ιδ’ 26). Θα πρέπει ή νά ‘χε αρχίσει να ψιλοχαράζει ή να είχε φεγγάρι ή ο Κύριος να έλαμπε με το Θαβώρειο φως Του, δε γνωρίζουμε. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι μαθητές Του τον είδαν, ήταν ορατός. Όταν τον είδαν στη θάλασσα, ένιωσαν απερίγραπτο φόβο. Κι ο νέος αυτός φόβος ήταν μεγαλύτερος από το φόβο της καταιγίδας και του ναυαγίου που τους απειλούσε. Δεν ήξεραν πως ο Κύριός τους είχε τέτοια δύναμη, τέτοια εξουσία στη φύση. Ως τότε δεν την είχε φανερώσει. Τον είχαν δει μόνο να διατάζει τη θάλασσα και τους άνέμους. Δεν ήξεραν όμως πως μπορούσε να περπατάει πάνω στο νερό, όπως περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Θα έπρεπε βέβαια να το είχαν συμπεράνει αυτό από τα προηγούμενα θαύματά Του. Εκείνος που μπορεί να διατάζει τη θάλασσα να γαληνεύει και τους ανέμους να ηρεμούν, σίγουρα θα μπορούσε να περπατήσει και πάνω στο νερό. Οι μαθητές όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα σε τέτοια πνευματική ωριμότητα. Η πίστη τους ήταν ακόμα αδύναμη. Κι ο Χριστός έκανε το θαύμα αυτό για να τη δυναμώσει.
Φάντασμά εστι, κραύγασαν οι μαθητές Του και από του φόβου έκραξαν. Σκέφτηκαν πως θα ήταν φάντασμα ή κι ο ίδιος ο σατανάς στη μορφή του Διδασκάλου τους. Ήξεραν, είχαν δει το Δάσκαλό τους να παλεύει με το σατανά και τις ορδές του στον κόσμο. Και τώρα ο σατανάς είχε αρπάξει την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσει. Οι φίλοι Του τη στιγμή εκείνη είχαν εκτεθεί στον έσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θα μπορούσε να τους συμβεί; Σίγουρα όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα στους λιπόψυχους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ βαδίζουν το δρόμο του Θεού.
Έτσι ενεργεί ο Θεός σ’ εκείνους που αγαπά. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6). Και σαν τελευταίο από τα βάσανα, στέλνει το μεγαλύτερο, όπως λέει ο σοφός ιερός Χρυσόστομος. Ο Χριστός υπόφερε σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του κι όταν έφτασε στο τέλος, στην ώρα της νίκης, υπόφερε το μεγαλύτερο βάσανο. Σταυρώθηκε κι ενταφιάστηκε στη γη. Το μεγαλύτερο αυτό μαρτύριο όμως σύντομα ξεπεράστηκε και μετά απ’ αυτό χάραξε η καινούργια μέρα, η μέρα της νίκης με την Ανάστασή Του.
Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοί από τους μάρτυρες αργότερα για την πίστη τους. Στην αρχή τα μαρτύριά τους ήταν μικρά μα σιγά σιγά γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ώσπου μπροστά στον ίδιο το θάνατο, αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα μαρτύρια, τους χειρότερους πειρασμούς. Παραθέτουμε ένα περιστατικό από τα χιλιάδες που έγιναν:
Οι ειδωλολάτρες βασάνιζαν την άγια Μαρίνα με φοβερούς και τρομερούς τρόπους, με όλο και σκληρότερα βασανιστήρια. Στο τέλος την έδεσαν γυμνή σ’ ένα δέντρο κι άρχισαν να την γδέρνουν. Οι πληγές της ήταν φοβερές. Το αίμα της έτρεχε κι άρχισαν να φαίνονται τα κόκκαλά της. Δεν ήταν αυτό το χειρότερο μαρτύριο; Όχι, έπρεπε να υποστεί κι άλλο, μεγαλύτερο, η αγία του Θεού. Το βράδυ την έρριξαν έτσι, πληγωμένη όπως ήταν, στη φυλακή. Στο σκοτάδι της νύχτας μέσα στη φυλακή την επισκέφτηκε ένα φοβερό φάντασμα: ένα πονηρό πνεύμα με τη μορφή ενός τεράστιου φιδιού. Στην αρχή το φίδι άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από την αγία, μετά κουλουριάστηκε γύρω της και άρπαξε το κεφάλι της μέσα στα φοβερά σαγόνια του. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ τους πιστούς δούλους Του να υποστούν πειρασμούς μεγαλύτερους απ’ όσο μπορούν ν’ αντέξουν. Αμέσως μετά απ’ αυτό η Μαρίνα φώναξε δυνατά στο Θεό μ’ όλη της την καρδιά κι έκανε το σημείο του σταυρού μέσα της. Και τότε το φίδι εξαφανίστηκε και μπροστά της άνοιξε ο ουρανός. Η Μαρίνα είδε μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως το σταυρό, που στην κορυφή του έστεκε ένα λευκό περιστέρι, κι άκουσε τα λόγια: «Χαίρε, Μαρίνα, λογικό περιστέρι του Χριστού, γιατί νίκησες τον παγκάκιστο εχθρό».
Κάτι παρόμοιο έγινε με τους μαθητές του Χριστού. Μετά το μεγάλο φόβο της θαλάσσιας καταιγίδας, αντιμετώπισαν ένα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πως είδαν ένα φάντασμα. Βέβαια δεν ήταν φάντασμα, αλλά μια σωτήρια και υπέροχη πραγματικότητα. Δεν ήταν όνειρο, αλλά ένα όραμα. Δεν ήταν κάποιος άλλος με τη μορφή του Χριστού, αλλά ο ίδιος ο Χριστός.
«Ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ο Κύριος ποτέ δεν αφήνει για πολύ μόνους τους δικούς Του στους μεγάλους πειρασμούς. Ήξερε πως τους διέτρεχε φόβος, πως ήταν έντρομοι, επειδή νόμιζαν πως έβλεπαν φάντασμα. Έτσι έσπευσε να τους λυτρώσει από το φόβο. Ευθέως τους είπε: θαρσείτε! Τους έδωσε αμέσως θάρρος, κατά κάποιο τρόπο τους ξανά ‘δωσε την ανάσα της ζωής, που τους είχε κόψει ο φόβος. Θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε. Τι υπέροχη φωνή! Τι ζωηφόρα λόγια! Στη φωνή αυτή οι δαίμονες φεύγουν, οι αρρώστιες υποχωρούν, οι νεκροί εγείρονται. Από τη φωνή αυτή απόκτησαν ύπαρξη ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και τα άστρα, άγγελοι και άνθρωποι. Η φωνή αυτή είναι πηγή κάθε αγαθού, ζωής, υγείας, σοφίας κι ευφροσύνης.
Θαρσείτε, εγώ ειμι! Δεν μπορεί ο καθένας ν’ ακούσει τη φωνή αυτή. Την ακούνε μόνο οι όσιοι κι οι δίκαιοι, που υπομένουν για το Χριστό. Δεν ακούει τη φωνή του Χριστού όποιος γενικά υποφέρει. Πώς να τον ακούσουν όλοι εκείνοι που υποφέρουν για τις αμαρτίες και τις αδικίες τους; Θα τον ακούσουν εκείνοι μόνο που υποφέρουν για την πίστη τους σ’ Αυτόν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).
Τώρα μέσα στη θάλασσα οι μαθητές υπόφεραν για την πίστη τους στο Χριστό. Ή μάλλον θα λέγαμε πως υπόφεραν για να επιβεβαιωθεί περισσότερο η πίστη τους στο Χριστό.
«Αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα» (Ματθ. ιδ’ 28). Τα λόγια αυτά του Πέτρου εκφράζουν τόσο χαρά όσο και αμφιβολία. Κύριε, αναφωνεί η χαρούμενη καρδιά του· ει συ ει, λέει τώρα η αμφιβολία. Αργότερα που ο Πέτρος είχε στερεωθεί πια στην πίστη του, δε θα μιλούσε έτσι. Όταν ο αναστημένος Κύριος εμφανίστηκε στην ακτή της ίδιας λίμνης της Γεννησαρέτ κι ο Πέτρος άκουσε τη φωνή του Ιωάννη να λέει πως ο Κύριός εστι, ο Πέτρος τον επενδύτην διεζώσατο… και έβαλεν εαυτόν εις την θάλασσαν (Ιωάν. κα’ 7). Τότε δεν αμφέβαλε καθόλου πως ήταν ο Κύριος, ούτε και φοβήθηκε να πέσει στη θάλασσα. Τώρα όμως ήταν ακόμα πνευματικά δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αυτό και είπε: Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα.
«Ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν» (Ματθ. ιδ’ 29). Όση ώρα η πίστη του ήταν μέσα του, σταθερή, ο Πέτρος περπατούσε πάνω στο νερό. Από τη στιγμή όμως που γλίστρησε μέσα του η αμφιβολία, ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, γιατί η αμφιβολία προκαλεί το φόβο.
Το ότι ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περπάτησε πάνω στα κύματα προς τον Κύριο Ιησού, έχει ένα βαθύτερο νόημα. Σημαίνει την προφύλαξη της ψυχής από τις σωματικές φροντίδες και τη φιλαυτία στο ξεκίνημά της για το δύσκολο δρόμο της πνευματικής ζωής, το δρόμο που οδηγεί στο Σωτήρα. Τέτοιες στιγμές προκύπτουν στους συνηθισμένους πιστούς, εκείνους που είναι λιπόψυχοι και που η χαρά τους για το Χριστό ανακατεύεται με την αμφιβολία. Συχνά θέλουν να νικήσουν τη σάρκα και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό, το βασιλιά του πνευματικού κόσμου. Σύντομα όμως νιώθουν να πέφτουν, να ξαναγυρίζουν στις σαρκικές μέριμνές τους, να ξαναγίνονται σαν το πλοίο που κλυδωνίζεται από τα κύματα. Μόνο εκείνοι που έχουν υψηλό πνευματικό ανάστημα, οι μέγιστοι ήρωες των ανθρώπων, κατόρθωσαν με μεγάλη άσκηση να σταθεροποιηθούν στην πίστη και να πέσουν από το σωματικό πλοίο στην πνευματική θάλασσα, για να συναντήσουν το βασιλιά Χριστό. Εκείνοι μόνο έχουν ζήσει τόσο το φόβο της εγκατάλειψης του πλοίου όσο και του τρόμου μπροστά στην καταιγίδα και τους σφοδρούς ανέμους. Οι ίδιοι όμως ένιωσαν και την ανέκφραστη χαρά της συνάντησής τους με το Χριστό. Το χωρισμό της ψυχής από το πλοίο του σώματος είχε ζήσει κι ο απόστολος Παύλος στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, καθώς και πολλοί άλλοι άγιοι μετά απ’ αυτόν. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά κι η αγαλλίαση στο τέλος αυτού του επικίνδυνου ταξιδιού, φαίνεται από τη χαρούμενη κραυγή: «υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 5).
Ας δούμε τώρα τι έγινε με τον Πέτρο, που ήταν ακόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με» (Ματθ. ιδ’ 30). Γιατί φοβήθηκε τον άνεμο και όχι τη θάλασσα; Ο Πέτρος έκανε τα πρώτα του βήματα σαν μικρό παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος όμως γελάει και το μωρό πέφτει στο έδαφος. Το ίδιο γίνεται και με τον πνευματικό μας ενθουσιασμό: Το παραμικρό να γίνει, μας αναστατώνει και μας γυρίζει πίσω.
«Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 22). Δεν πνιγόμαστε πολλές φορές στους κινδύνους της θάλασσας του βίου, ωσότου μας αρπάξει κάποιο αόρατο χέρι και μας λυτρώσει από τον κίνδυνο; Ποιός από μας δεν έχει να παρουσιάσει αρκετά τέτοια παραδείγματα; Όλοι μας το γνωρίζουμε εμπειρικά αυτό. Μιλάμε κάθε τόσο γι’ αυτά τα πράγματα κι ομολογούμε την παρουσία του αόρατου χεριού που μας γλιτώνει από τον κίνδυνο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και λίγοι ανάμεσά μας, ακόμα και η ίδια η συνείδησή μας, που ακούνε την επιτιμητική φωνή από τ’ αόρατα χείλη: ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;
Γιατί αμφιβάλλετε, φίλοι μου, πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε το Θεό ακόμα και τη στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο; Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε το μονογενή του υιό στη θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός; Ο Ιωνάς δε δοξολογούσε το Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7); Γιατί οι Τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους (βλ. Δαν. γ’ 19-26); Το ίδιο δεν έκανε κι ο προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (στ 16-23), αλλά κι ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β’ 7-10); Αλλά και χιλιάδες άλλοι που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την πίστη τους στο Χριστό, πώς γλίτωσαν από την αμφιβολία; Εμείς γιατί αμφιβάλλουμε; Ο Θεός μας σώζει αμέτρητες φορές με το αόρατο χέρι Του, εκεί που δεν το περιμένουμε καθόλου, και μ’ όλο που αμφιβάλλουμε πολλές φορές για τη βοήθειά Του.
Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο νου μας όλες τις ευεργεσίες του Θεού και να μετανοούμε για την ολιγοπιστία και τη λιποψυχία μας. Πρέπει να γίνουμε ώριμοι στην πίστη μας. Έτσι, όσο μεγάλο κίνδυνο κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, πρέπει να δοξολογούμε το Θεό και να επικαλούμαστε το όνομά Του. Και τότε ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας σώσει. Ας δοξολογούμε το Θεό όταν βρισκόμαστε στον κίνδυνο, όχι όταν αυτός περάσει.
Αλλά κι όταν φανούμε λιπόψυχοι κι ολιγόπιστοι, ας μη μας καταλάβει η απόγνωση. Ο Πέτρος λιποψύχισε, ο Κύριος όμως ενίσχυσε την πίστη του. Πολλοί από τους αγιότερους ανάμεσα στους αγίους, αρχικά είχαν λιποψυχίσει, αργότερα όμως έγιναν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό. Προσέξτε τι λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, ότι ερρύσω την ψυχή μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).
Έτσι μιλάει εκείνος που πιστεύει αληθινά, που έχει γνωρίσει εμπειρικά ότι ο Θεός έχει μετρήσει κάθε τρίχα του κεφαλιού μας, πως ούτε ένα σπουργίτι (πολύ περισσότερο άνθρωπος) δεν μπορεί να πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.
«Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Με το που ανέβηκε ο Ιησούς στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Δε σταμάτησε από μόνος του να φυσά, αλλά μετά από εντολή του Κυρίου Ιησού. Αν και δεν αναφέρεται εδώ, όπως στη προηγούμενη περίπτωση, όταν ο Χριστός είχε επιτιμήσει τον άνεμο και τη θάλασσα, φαίνεται καθαρά πως το έκανε και τώρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σκέφτεται σίγουρα πως ο άνεμος έπαυσε, υπακούοντας σε εσωτερική και ανέκφραστη εντολή του Χριστού. Χάρη στη δική Του δύναμη κι επιθυμία κόπασε ο άνεμος.
Υπάρχει κι ένα βαθύτερο και καθαρό νόημα στο γεγονός ότι ο Χριστός μπήκε στο πλοίο και ηρέμησε τον άνεμο και τη θάλασσα. Όταν ο Κύριος μπαίνει στο πλοίο του σώματός μας, είτε με τη θεία κοινωνία είτε με την προσευχή είτε με οποιονδήποτε άλλον ευλογημένο τρόπο, οι άνεμοι των παθών ηρεμούν μέσα μας και το πλοίο ταξιδεύει με ασφάλεια στην ακτή.
«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει» (Ματθ. ιδ’ 33). Όταν ο Κύριος ηρέμησε την καταιγίδα της θάλασσας και σταμάτησε τους ανέμους στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές ρώτησαν, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνηθισμένοι και λιπόψυχοι άνθρωποι: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» (Ματθ. η’ 27). Από τότε όμως είχαν δει τόσα σημεία και θαύματα από το Διδάσκαλό τους, είχαν ακούσει τόσες διδαχές. Η πίστη τους είχε πια ενισχυθεί, είχε εδραιωθεί. Έτσι τώρα, που έβλεπαν το μεγάλο αυτό θαύμα, δε ρώτησαν πια, ποταπός εστιν ούτος. Εκείνο που έκαναν τώρα, ήταν να γονατίσουν μπροστά Του και να ομολογήσουν: αληθώς Θεού υιός ει!
Ήταν η πρώτη φορά που ομολόγησαν όλοι μαζί οι μαθητές πως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Ανάμεσά τους ήταν βέβαια κι ο Ιούδας, που τον ομολόγησε κι αυτός. Αργότερα όμως η φιλαργυρία τον έκανε ν’ αρνηθεί κυριολεκτικά τον Κύριο και Διδάσκαλό Του. Είναι αλήθεια πως τον αρνήθηκε κι ο Πέτρος και μάλιστα τρεις φορές. Η άρνηση του Πέτρου όμως δεν ήταν προμελετημένη. Έγινε ξαφνικά από φόβο κι αμέσως μετά μετανόησε πικρά κι έκλαψε για την άρνησή του.
Το βαθύτερο νόημα που έχουν τα λόγια οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ και τον ομολόγησαν Υιό του Θεού, είναι πολύ διδακτικό σε κάθε χριστιανό. Αφού ο Θεός ενανθρώπησε κι ήρθε να ζήσει μαζί μας, πρέπει κι εμείς με όλη την ύπαρξή μας να τον προσκυνήσουμε και να ομολογήσουμε το όνομά Του. Με όλη την ύπαρξή μας εννοούμε με το νου και τη σκέψη μας, με την καρδιά και τα αισθήματά μας, με την ψυχή και όλες τις επιθυμίες μας. Έτσι το σώμα μας ολόκληρο θα γεμίσει φως, σκότος δε θα υπάρχει μέσα του.
Αλίμονό μας αν δεχόμαστε το Χριστό μέσα μας κι έπειτα τον εξορίζουμε με την αμαρτία μας ή τον αρνιόμαστε, όπως ο Ιούδας. Η δεύτερη κατάσταση θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Όταν ο Χριστός απέλυσε τον Ιούδα, «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιωάν. ιγ’ 27). Ας μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29).
«Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ» (Ματθ. ιδ’ 34). Έφτασαν κοντά στην Καπερναούμ, που ήταν ο προορισμός τους (βλ. Ιωάν. στ’ 17). Όποιος έχει πάει στη Γαλιλαία, μπορεί να καταλάβει πόσο μακριά οδήγησε η καταιγίδα τους αποστόλους. Η Βηθσαϊδά κι η Καπερναούμ βρίσκονται στις βόρειες ακτές της λίμνης. Όταν οι μαθητές μπήκαν στο πλοίο κάτω από τη Βηθσαϊδά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να πλεύσουν κατά μήκος της ακτής. Ο ευαγγελιστής όμως γράφει πως η καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον της θαλάσσης.
Εκεί, στη μέση της λίμνης θεάθηκε ο Ιησούς να περπατάει πάνω στα κύματα. Όταν κόπασε η καταιγίδα, το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει πάλι πίσω, στην ακτή της Καπερναούμ.
Σύμφωνα με το Ματθαίο και το Λουκά, φαίνεται πως αυτή τη φορά το πλοίο ακολούθησε το συνηθισμένο δρόμο, με τη βοήθεια του ανέμου και τα κουπιά. Από τη διήγηση του Ιωάννη όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Κύριος Ιησούς έφερε το πλοίο στην ακτή, με την ακατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ο Ιωάννης: «και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον» (Ιωάν. στ’ 17).
Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών εδώ. Εκείνος που μπορούσε να περπατάει πάνω στα νερά και να γαληνέψει τους ανέμους και την καταιγίδα με τα λόγια και τις σκέψεις Του, μπορούσε αν το ήθελε, με τη σκέψη Του μόνο να μεταφέρει σε μία στιγμή το πλοίο στο λιμάνι. Το βαθύτερο νόημα που έχουν εδώ τα λόγια του Ιωάννη, είναι πως όταν ο Κύριος έρχεται να κατοικήσει μέσα μας, εμείς νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως σε ασφαλές λιμάνι, εκεί που το πλοίο της ζωής μας δεν κλυδωνίζεται ούτε από καταιγίδες ούτε από ανέμους. Αν έπειτα πρέπει να εξακολουθήσουμε να περπατάμε στη γη δεν το νιώθουμε αυτό, γιατί τώρα η ψυχή κι η καρδιά μας ζουν σ’ έναν άλλο καλλίτερο κόσμο, εκεί που βασιλεύει ο Βασιλιάς Χριστός. Στη δική Του νίκη βλέπουμε με ευφροσύνη τη δική μας νίκη.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3250
http://www.hristospanagia.gr/?p=30397#more-30397
Ο Θεός μας είναι ο Νικητής. Όλες οι καλές νίκες, μόνιμες ή πρόσκαιρες, από την αρχή του χρόνου ως το τέλος της ιστορίας, ανήκουν σ’ Εκείνον. Είναι νικητής όταν αποκαθιστά την τάξη, μέσα στην αταξία που προκαλούν αμαρτωλοί άνθρωποι. Όταν οι χειρότεροι των ανθρώπων ανέρχονται στην πρώτη θέση και οι καλλίτεροι πέφτουν στην τελευταία, Εκείνος αναποδογυρίζει την αταξία και βάζει τον τελευταίο πρώτο και τον πρώτο τελευταίο. Νικά την κακία και τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων που μαίνονται εναντίον των ανθρώπων και τα διαλύει, όπως σκορπίζει ο ισχυρός άνεμος μια άσχημη δυσοσμία. Είναι νικητής σε κάθε έλλειψη: όπου υπάρχει λίγο, το αυξάνει· όπου δεν υπάρχει τίποτα, δίνει με αφθονία. Είναι νικητής στην αρρώστια και στα βάσανα.
Λέει ένα μόνο λόγο κι η αρρώστια μαζί με τα βάσανα εξαφανίζονται. Οι τυφλοί βλέπουν, οι κουφοί ακούνε, οι άλαλοι μιλάνε, οι παράλυτοι σηκώνονται και περπατάνε, οι λεπροί καθαρίζονται. Είναι νικητής του θανάτου: διατάζει κι ο θάνατος ελευθερώνει το θύμα από τα σαγόνια του.Βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανίων δυνάμεων – των αγγέλων και των αγίων – που δεν έχει τέλος. Ένα βασίλειο που αν συγκριθούν μαζί του τα βασίλεια αυτού του κόσμου είναι τόσο σκοτεινά και περιορισμένα, όσο ένας τάφος. Διατάζει τα στοιχεία και τα όντα αυτού του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις εντολές Του, χωρίς τον κίνδυνο να διαλυθεί και ν’ αποσυντεθεί.
Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Η μια νίκη ακολουθεί την άλλη. Η ιστορία αυτού του κόσμου είναι μια σειρά από νίκες του Θεού, είναι η αποκάλυψη της ακαταμάχητης θεϊκής δύναμης. Ο Θεός είναι ταπεινός σαν αρνί. Μπροστά Του όμως τρέμουν ο ουρανός και η γη. Όταν ο ίδιος το επιτρέπει να ταπεινώνεται, τότε αποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικά και εμφατικά η μεγαλοσύνη Του. Όταν επιτρέπει να τον φτύνουν, τότε φανερώνει τη χυδαιότητα και την ιταμότητα των άλλων. Όταν παραδίδεται στη σφαγή, τότε η ζωή Του ακτινοβολεί.
Ο Θεός φανέρωσε το φως Του με το φως του ήλιου. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή σκιά του Εαυτού Του. Φανέρωσε τη δύναμή Του μέσα από τ’ αμέτρητα πύρινα σώματα στο σύμπαν, τη σοφία Του με την ευταξία της δημιουργίας και τη δημιουργία των όντων από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, το κάλλος Του από το κάλλος της φύσης, το έλεός Του από την επιμελή συντήρηση όλων όσα έφτιαξε, τη ζωή Του με τη ζωή όλων των όντων. Όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια χλωμή κι εφήμερη εικόνα που παραπέμπει σ’ Εκείνον. Είναι απλά λέξεις πύρινες, χαραγμένες με πυκνό καπνό.
Όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του Θεού αποκαλύφτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα που άντεχε ο άνθρωπος. Κι αποκαλύφτηκαν μέσα από έναν άνθρωπο. Όχι με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι με το συνηθισμένο, τον πλασμένο άνθρωπο, αλλά με τον άκτιστο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όλα έγιναν μ’ Εκείνον. Μαζί Του έλαμψε στη σάρκα το φως και η δύναμη, η σοφία και το κάλλος, η ευσπλαχνία και η ζωή.
Τί σημαίνει ζωή, αν όχι νίκη στο σκοτάδι; Τί σημαίνει δύναμη, αν όχι νίκη στην αδυναμία; Τί άλλο είναι η σοφία, παρά νίκη στην αφροσύνη και την παράνοια; Τί είναι το κάλλος, αν όχι νίκη στην ασχήμια και την κτηνωδία; Δεν είναι νίκη κατά της κακίας, της πονηριάς και του φθόνου το έλεος; Ζωή δεν είναι η θεία νίκη κατά του θανάτου;
Τί νομίζετε εσείς που ακολουθείτε το Χριστό, πού βαφτιστήκατε στο όνομά Του; Δε φανέρωσε ο Χριστός όλες τις νίκες αυτές, που κανένας άλλος στον κόσμο δεν είχε κατορθώσει να κάνει; Δεν αισθάνεστε καθημερινά πως ακολουθείτε το μέγιστο Νικητή από τη δημιουργία του χρόνου και του κόσμου; Δε νιώθετε πως είστε βαφτισμένοι στο όνομα Εκείνου που γνωρίζει και μπορεί να κάνει τα πάντα, που στολίζει με το κάλλος Του όλα τα πλάσματα, που τα θωπεύει με το έλεός Του και τα ζωογονεί με τη ζωή Του; Αν δεν τα νιώθετε και δεν τα ζείτε όλ’ αυτά, τότε το ότι τον ακολουθείτε και καλείστε με τ’ όνομά Του, πολύ λίγο θα σας βοηθήσει. Μόνο με τον Κύριο Ιησού θα μπορέσετε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελάχιστο δισταγμό, να πιστέψετε στη νικηφόρα δύναμη του Θεού πάνω σε κάθε πλάσμα, σε κάθε στοιχείο της φύσης και σε κάθε κακία του κόσμου. Μόνο ο Κύριος Ιησούς μπορεί να σου δώσει το θάρρος να ζήσεις, το θάρρος ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατο. Μόνο Εκείνος μπορεί να σου δώσει ελπίδα σε μια ζωή καλλίτερη από την πρόσκαιρη, που υπόκειται στη φθορά. Μόνο Εκείνος μπορεί να εμπνεύσει μέσα σου την αγάπη για κάθε καλό. Γιατί Εκείνος είναι η σαρκωμένη νίκη κατά του κόσμου. «Θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ 33), είπε ο Χριστός στους μαθητές Του και μέσω των μαθητών Του σ’ όλους εμάς. Δεν πρέπει νά φοβόμαστε. Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός νίκησε τον κόσμο. Το ευαγγέλιο είναι το βιβλίο που περιέχει τη νίκη Του, η μαρτυρία της παντοδυναμίας Του. Η ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας κι ως τη συντέλεια του κόσμου, είναι ένα ακόμα βιβλίο με λεπτομέρειες από τις νίκες Του. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, θα στερηθεί τους καρπούς των νικών Του. Ας προσεγγίσουμε την ερμηνεία του σημερινού ευαγγελίου λοιπόν χωρίς αμφιβολία, χωρίς σκιές, γιατί περιγράφει μια καταπληκτική νίκη του Χριστού κατά της φύσης.
***
«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το
πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, εως ου απολύση τους όχλους»
(Ματθ. ιδ’ 22). Αυτό έγινε αμέσως μετά το μεγάλο θαύμα του
πολλαπλασιασμού των άρτων, τότε που ο Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες
άντρες, χώρια από τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δυο
ψάρια, και περίσσεψαν ακόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί. Ο Κύριος προγνώρισε
τότε και προετοίμασε ένα άλλο μεγάλο θαύμα, που ούτε καν το φαντάζονταν
οι μαθητές Του. Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας ήταν να βάλει τους
μαθητές Του να πάρουν ένα πλοίο και να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Το
δεύτερο στάδιο ήταν ν’ απολύσει τους όχλους και το τρίτο, ήταν ν’ ανεβεί
ψηλότερα στο βουνό για να προσευχηθεί κατά μόνας.«Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’ 23). Η μόνωσή Του επαναλαμβάνεται με τις λέξεις «μόνος» και «κατ’ ιδίαν», για να δώσει έμφαση στο ότι ο Κύριος επιδίωκε την ερημιά, όπου και παρέμεινε αφού πρώτα έδιωξε τους όχλους. Όρος, μόνωση, σκοτάδι. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρωπος νιώθει να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό. Και τότε η προσευχή είναι γλυκύτατη. Όλα όσα έκανε ο Κύριος Ιησούς, ήταν για δική μας διδαχή, για τη σωτηρία μας. Δεν ήρθε στη γη για να μας διδάξει μόνο με τα λόγια Του, αλλά με πράξεις, με γεγονότα και με κάθε έργο και κίνηση που έκανε. Ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό επειδή εκεί είχε περισσότερη ησυχία. Έμεινε μόνος Του, επειδή η μόνωση υποδηλώνει χωρισμό από τον κόσμο αυτόν. Προσευχήθηκε μέσα στη νύχτα, γιατί το σκοτάδι είναι κάτι σαν πέπλο στα μάτια. Και τα μάτια είναι που εμποδίζουν το νου να συγκεντρωθεί, καθώς τρέχουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο.
Η προσευχή του Χριστού στο όρος έχει κι ένα άλλο, βαθύτερο νόημα. «Απόλυση» των όχλων, άνοδος στο όρος, μόνωση, σκοτάδι. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Η απόλυση των όχλων σημαίνει ότι άφησε κατά μέρος όλα εκείνα που μας παρουσιάζει ο κόσμος, όλες τις μνήμες που μας δένουν με τον κόσμο και μας ενοχλούν. Έτσι, άδειοι κι ελεύθεροι από τον κόσμο, μπορούμε να σταθούμε στην προσευχή ενώπιον του Θεού.
Τί σημαίνει η άνοδος στο όρος; Την ανύψωση της καρδιάς και του νου στα ύψη του Θεού, στην παρουσία Του, στη συντροφιά Του. Εκείνος που συμφύρεται με τον κόσμο και τις πολλές του μέριμνες, δεν μπορεί ν’ ανεβεί ταυτόχρονα στα ύψη εκείνα, όπου ο άνθρωπος νιώθει μόνος με το Δημιουργό Του.
Τί σημαίνει η μόνωση; Τη γύμνωση της ψυχής. Όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κόσμο, νιώθει μια απέραντη και φοβερή μοναξιά. Εκείνοι που η απογοήτευση για τον κόσμο τους φέρνει σ’ αυτήν την τρομερή ερημία, αν δεν κατορθώσουν να φτάσουν στα ύψη, εκεί όπου ο άνθρωπος συναντά το Θεό, τότε αυτοκτονούν.
Τί σημαίνει σκοτάδι; Την ολική απουσία του φωτός σ’ αυτόν τον κόσμο. Στον προσευχόμενο ερημίτη ο κόσμος αυτός είναι καλυμμένος με πυκνό σκοτάδι, όπου το ουράνιο φως ανατέλλει σταδιακά και φωτίζει ένα νέο κόσμο, αέναα λαμπερό και καλλίτερο.
Αυτά είναι τα τέσσερα στάδια της προσευχής και το βαθύτερο νόημά τους. Στην περίπτωση του Χριστού τα τέσσερα αυτά στάδια απεικονίστηκαν με την απόλυση των όχλων, την άνοδο στο όρος, τη μόνωση και το σκοτάδι.
Η προσευχή του Κυρίου Ιησού στην ησυχία της ερήμου είναι διδακτική για μας και για τη συνάφειά της: με ό,τι έγινε πριν απ’ αυτήν και με το ό,τι θα γινόταν στη συνέχεια. Προτού αποσυρθεί για να προσευχηθεί, ο Κύριος είχε κάνει το ανήκουστο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Μετά περπάτησε στη μέση της λίμνης, όπως περπατάει κανείς στη στεριά. Μ’ όλο που και τα δύο αυτά θαύματα τα έκανε με τη θεϊκή δύναμη που είχε προαιώνια και που δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά την ένσαρκη διαδρομή Του στη γη, προσευχόταν με το λαό στη συναγωγή, αλλά και μόνος Του στην έρημο. Σε μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μυστική, προσωπική και ενστικτώδη κίνηση για προσευχή του Κυρίου Ιησού. Με τις προσευχές αυτές ο Μονογενής Υιός του προαιώνιου Θεού σίγουρα συνέχιζε και μαρτυρούσε εδώ στη γη την αδιάρρηκτη ενότητά Του με τον Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα.
Η προσευχή που έκανε ο Χριστός κατά μόνας στο όρος μας παρέχει κι άλλη καθαρή διδαχή. Τα καλά έργα πρέπει να προηγούνται της προσευχής. Και τότε η προσευχή βοηθά τα καλά έργα. Πρέπει πρώτα να δοκιμάζουμε την πίστη μας με καλά έργα κι έπειτα να την ομολογήσουμε με λόγια. Η προσευχή όμως αξίζει μόνο όταν προσευχόμαστε στο Θεό και τον ικετεύουμε να μας βοηθήσει, προκειμένου να κάνουμε ένα καλό έργο. Να κάνουμε προσευχή στο Θεό για να μας βοηθήσει να κάνουμε ένα πονηρό έργο δεν είναι μόνο ανόητο, αλλά στην ουσία είναι βλασφημία. Το να κάνεις το κακό με προσευχή, είναι σα να σπέρνεις καλαμπόκι και να ζητάς από το Θεό να φυτρώσει σιτάρι. Μετά από κάθε καλή πράξη πρέπει να καταφύγουμε στην προσευχή και να ευχαριστήσουμε το Θεό που μας αξίωσε να κάνουμε ένα καλό έργο. Και πριν από το καλό έργο όμως πρέπει να προσευχόμαστε και να ζητάμε τη χάρη του Θεού, τη βοήθεια και τη συγκατάθεσή Του, ώστε το καλό έργο που βρίσκεται μπροστά μας να γίνει με θεάρεστο τρόπο, τέλειο. Κοντολογίς, κάθε καλό που έχουμε ή κάνουμε, που ακούμε ή διαβάζουμε – ακόμα και το παραμικρό, χωρίς εξαίρεση – πρέπει ν’ αποδίδεται στο Θεό, όχι σε μας. Του Θεού είναι η δύναμή μας, η ευφυΐα μας, η δικαιοσύνη μας. Μπροστά στον Κύριο εμείς είμαστε τίποτα. Όταν μετά από τόσο μεγάλα θαύματα ο Κύριος Ιησούς δείχνει στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα την ταπείνωση, την πραότητα και την υπακοή Του, ενώ είναι ίσος μαζί Τους στην ουσία και στην αιωνιότητα, τότε πώς εμείς δεν πρέπει να δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα και υπακοή στο Δημιουργό μας, που μας έπλασε «εκ του μηδενός», που χωρίς τη βοήθειά Του όχι μόνο δε θα κάναμε καλά έργα, μα δε θα υπήρχαμε ούτε για μία στιγμή;
«Το δε πλοίο μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· ην γαρ ενάντιος ο άνεμος· τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. ιδ’ 24, 25). Όταν οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, όπως συνήθως γίνεται στη λίμνη αυτή, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος τα προγνώριζε όλ’ αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μαθητές Του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η’ 25). Θα εύχονταν και τώρα να ήταν μαζί τους. Τό ‘κανε αυτό για να νιώσουν και να γνωρίσουν προκαταβολικά την αλήθεια των αγίων Του λόγων, που τους είπε λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5).
Τότε που είχε γίνει η προηγούμενη καταιγίδα οι μαθητές είχαν εκτεθεί σε μικρότερο κίνδυνο, η πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ο Χριστός ήταν μαζί τους στο πλοίο, αν και κοιμόταν. Τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη καταιγίδα, η κατάσταση ήταν χειρότερη κι η πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ο ίδιος έλειπε μακριά τους πάνω στο βουνό, στην έρημο. Πώς να τον φωνάξουν, να τον επικαλεστούν για να τους ακούσει; Πώς μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τη συμφορά τους; Πώς μπορούσαν να του στείλουν ένα μήνυμα, να του πουν, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα»; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Οι μαθητές το βλέπουν πια, πως τους απειλεί ναυάγιο. Λες κι ήταν δυνατό να καταστραφεί κάποιος άνθρωπος, όταν τηρεί την εντολή του Θεού! Αλήθεια, τι υπέροχη διδαχή είναι αυτή για τους πιστούς, ώστε να μην απελπίζονται όταν βαδίζουν στο δρόμο όπου τους έταξε ο Θεός· να πιστέψουν πως Εκείνος που τους έστειλε στο δρόμο τους φροντίζει γι’ αυτούς, γνωρίζει τους κινδύνους που θα συναντήσουν. Ο Θεός όμως δε σπεύδει στη βοήθειά Του. Δοκιμάζει την πίστη του δίκαιου ανθρώπου, όπως δοκιμάζεται κι ο χρυσός στο χωνευτήρι.
Όταν οι μαθητές έφτασαν στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο Χριστός, περπατώντας πάνω στα νερά. Αυτό έγινε «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές, που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές Του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει.
«Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν» (Ματθ. ιδ’ 26). Θα πρέπει ή νά ‘χε αρχίσει να ψιλοχαράζει ή να είχε φεγγάρι ή ο Κύριος να έλαμπε με το Θαβώρειο φως Του, δε γνωρίζουμε. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι μαθητές Του τον είδαν, ήταν ορατός. Όταν τον είδαν στη θάλασσα, ένιωσαν απερίγραπτο φόβο. Κι ο νέος αυτός φόβος ήταν μεγαλύτερος από το φόβο της καταιγίδας και του ναυαγίου που τους απειλούσε. Δεν ήξεραν πως ο Κύριός τους είχε τέτοια δύναμη, τέτοια εξουσία στη φύση. Ως τότε δεν την είχε φανερώσει. Τον είχαν δει μόνο να διατάζει τη θάλασσα και τους άνέμους. Δεν ήξεραν όμως πως μπορούσε να περπατάει πάνω στο νερό, όπως περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Θα έπρεπε βέβαια να το είχαν συμπεράνει αυτό από τα προηγούμενα θαύματά Του. Εκείνος που μπορεί να διατάζει τη θάλασσα να γαληνεύει και τους ανέμους να ηρεμούν, σίγουρα θα μπορούσε να περπατήσει και πάνω στο νερό. Οι μαθητές όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα σε τέτοια πνευματική ωριμότητα. Η πίστη τους ήταν ακόμα αδύναμη. Κι ο Χριστός έκανε το θαύμα αυτό για να τη δυναμώσει.
Φάντασμά εστι, κραύγασαν οι μαθητές Του και από του φόβου έκραξαν. Σκέφτηκαν πως θα ήταν φάντασμα ή κι ο ίδιος ο σατανάς στη μορφή του Διδασκάλου τους. Ήξεραν, είχαν δει το Δάσκαλό τους να παλεύει με το σατανά και τις ορδές του στον κόσμο. Και τώρα ο σατανάς είχε αρπάξει την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσει. Οι φίλοι Του τη στιγμή εκείνη είχαν εκτεθεί στον έσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θα μπορούσε να τους συμβεί; Σίγουρα όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα στους λιπόψυχους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ βαδίζουν το δρόμο του Θεού.
Έτσι ενεργεί ο Θεός σ’ εκείνους που αγαπά. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6). Και σαν τελευταίο από τα βάσανα, στέλνει το μεγαλύτερο, όπως λέει ο σοφός ιερός Χρυσόστομος. Ο Χριστός υπόφερε σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του κι όταν έφτασε στο τέλος, στην ώρα της νίκης, υπόφερε το μεγαλύτερο βάσανο. Σταυρώθηκε κι ενταφιάστηκε στη γη. Το μεγαλύτερο αυτό μαρτύριο όμως σύντομα ξεπεράστηκε και μετά απ’ αυτό χάραξε η καινούργια μέρα, η μέρα της νίκης με την Ανάστασή Του.
Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοί από τους μάρτυρες αργότερα για την πίστη τους. Στην αρχή τα μαρτύριά τους ήταν μικρά μα σιγά σιγά γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ώσπου μπροστά στον ίδιο το θάνατο, αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα μαρτύρια, τους χειρότερους πειρασμούς. Παραθέτουμε ένα περιστατικό από τα χιλιάδες που έγιναν:
Οι ειδωλολάτρες βασάνιζαν την άγια Μαρίνα με φοβερούς και τρομερούς τρόπους, με όλο και σκληρότερα βασανιστήρια. Στο τέλος την έδεσαν γυμνή σ’ ένα δέντρο κι άρχισαν να την γδέρνουν. Οι πληγές της ήταν φοβερές. Το αίμα της έτρεχε κι άρχισαν να φαίνονται τα κόκκαλά της. Δεν ήταν αυτό το χειρότερο μαρτύριο; Όχι, έπρεπε να υποστεί κι άλλο, μεγαλύτερο, η αγία του Θεού. Το βράδυ την έρριξαν έτσι, πληγωμένη όπως ήταν, στη φυλακή. Στο σκοτάδι της νύχτας μέσα στη φυλακή την επισκέφτηκε ένα φοβερό φάντασμα: ένα πονηρό πνεύμα με τη μορφή ενός τεράστιου φιδιού. Στην αρχή το φίδι άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από την αγία, μετά κουλουριάστηκε γύρω της και άρπαξε το κεφάλι της μέσα στα φοβερά σαγόνια του. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ τους πιστούς δούλους Του να υποστούν πειρασμούς μεγαλύτερους απ’ όσο μπορούν ν’ αντέξουν. Αμέσως μετά απ’ αυτό η Μαρίνα φώναξε δυνατά στο Θεό μ’ όλη της την καρδιά κι έκανε το σημείο του σταυρού μέσα της. Και τότε το φίδι εξαφανίστηκε και μπροστά της άνοιξε ο ουρανός. Η Μαρίνα είδε μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως το σταυρό, που στην κορυφή του έστεκε ένα λευκό περιστέρι, κι άκουσε τα λόγια: «Χαίρε, Μαρίνα, λογικό περιστέρι του Χριστού, γιατί νίκησες τον παγκάκιστο εχθρό».
Κάτι παρόμοιο έγινε με τους μαθητές του Χριστού. Μετά το μεγάλο φόβο της θαλάσσιας καταιγίδας, αντιμετώπισαν ένα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πως είδαν ένα φάντασμα. Βέβαια δεν ήταν φάντασμα, αλλά μια σωτήρια και υπέροχη πραγματικότητα. Δεν ήταν όνειρο, αλλά ένα όραμα. Δεν ήταν κάποιος άλλος με τη μορφή του Χριστού, αλλά ο ίδιος ο Χριστός.
«Ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ο Κύριος ποτέ δεν αφήνει για πολύ μόνους τους δικούς Του στους μεγάλους πειρασμούς. Ήξερε πως τους διέτρεχε φόβος, πως ήταν έντρομοι, επειδή νόμιζαν πως έβλεπαν φάντασμα. Έτσι έσπευσε να τους λυτρώσει από το φόβο. Ευθέως τους είπε: θαρσείτε! Τους έδωσε αμέσως θάρρος, κατά κάποιο τρόπο τους ξανά ‘δωσε την ανάσα της ζωής, που τους είχε κόψει ο φόβος. Θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε. Τι υπέροχη φωνή! Τι ζωηφόρα λόγια! Στη φωνή αυτή οι δαίμονες φεύγουν, οι αρρώστιες υποχωρούν, οι νεκροί εγείρονται. Από τη φωνή αυτή απόκτησαν ύπαρξη ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και τα άστρα, άγγελοι και άνθρωποι. Η φωνή αυτή είναι πηγή κάθε αγαθού, ζωής, υγείας, σοφίας κι ευφροσύνης.
Θαρσείτε, εγώ ειμι! Δεν μπορεί ο καθένας ν’ ακούσει τη φωνή αυτή. Την ακούνε μόνο οι όσιοι κι οι δίκαιοι, που υπομένουν για το Χριστό. Δεν ακούει τη φωνή του Χριστού όποιος γενικά υποφέρει. Πώς να τον ακούσουν όλοι εκείνοι που υποφέρουν για τις αμαρτίες και τις αδικίες τους; Θα τον ακούσουν εκείνοι μόνο που υποφέρουν για την πίστη τους σ’ Αυτόν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).
Τώρα μέσα στη θάλασσα οι μαθητές υπόφεραν για την πίστη τους στο Χριστό. Ή μάλλον θα λέγαμε πως υπόφεραν για να επιβεβαιωθεί περισσότερο η πίστη τους στο Χριστό.
«Αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα» (Ματθ. ιδ’ 28). Τα λόγια αυτά του Πέτρου εκφράζουν τόσο χαρά όσο και αμφιβολία. Κύριε, αναφωνεί η χαρούμενη καρδιά του· ει συ ει, λέει τώρα η αμφιβολία. Αργότερα που ο Πέτρος είχε στερεωθεί πια στην πίστη του, δε θα μιλούσε έτσι. Όταν ο αναστημένος Κύριος εμφανίστηκε στην ακτή της ίδιας λίμνης της Γεννησαρέτ κι ο Πέτρος άκουσε τη φωνή του Ιωάννη να λέει πως ο Κύριός εστι, ο Πέτρος τον επενδύτην διεζώσατο… και έβαλεν εαυτόν εις την θάλασσαν (Ιωάν. κα’ 7). Τότε δεν αμφέβαλε καθόλου πως ήταν ο Κύριος, ούτε και φοβήθηκε να πέσει στη θάλασσα. Τώρα όμως ήταν ακόμα πνευματικά δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αυτό και είπε: Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα.
«Ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν» (Ματθ. ιδ’ 29). Όση ώρα η πίστη του ήταν μέσα του, σταθερή, ο Πέτρος περπατούσε πάνω στο νερό. Από τη στιγμή όμως που γλίστρησε μέσα του η αμφιβολία, ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, γιατί η αμφιβολία προκαλεί το φόβο.
Το ότι ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περπάτησε πάνω στα κύματα προς τον Κύριο Ιησού, έχει ένα βαθύτερο νόημα. Σημαίνει την προφύλαξη της ψυχής από τις σωματικές φροντίδες και τη φιλαυτία στο ξεκίνημά της για το δύσκολο δρόμο της πνευματικής ζωής, το δρόμο που οδηγεί στο Σωτήρα. Τέτοιες στιγμές προκύπτουν στους συνηθισμένους πιστούς, εκείνους που είναι λιπόψυχοι και που η χαρά τους για το Χριστό ανακατεύεται με την αμφιβολία. Συχνά θέλουν να νικήσουν τη σάρκα και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό, το βασιλιά του πνευματικού κόσμου. Σύντομα όμως νιώθουν να πέφτουν, να ξαναγυρίζουν στις σαρκικές μέριμνές τους, να ξαναγίνονται σαν το πλοίο που κλυδωνίζεται από τα κύματα. Μόνο εκείνοι που έχουν υψηλό πνευματικό ανάστημα, οι μέγιστοι ήρωες των ανθρώπων, κατόρθωσαν με μεγάλη άσκηση να σταθεροποιηθούν στην πίστη και να πέσουν από το σωματικό πλοίο στην πνευματική θάλασσα, για να συναντήσουν το βασιλιά Χριστό. Εκείνοι μόνο έχουν ζήσει τόσο το φόβο της εγκατάλειψης του πλοίου όσο και του τρόμου μπροστά στην καταιγίδα και τους σφοδρούς ανέμους. Οι ίδιοι όμως ένιωσαν και την ανέκφραστη χαρά της συνάντησής τους με το Χριστό. Το χωρισμό της ψυχής από το πλοίο του σώματος είχε ζήσει κι ο απόστολος Παύλος στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, καθώς και πολλοί άλλοι άγιοι μετά απ’ αυτόν. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά κι η αγαλλίαση στο τέλος αυτού του επικίνδυνου ταξιδιού, φαίνεται από τη χαρούμενη κραυγή: «υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 5).
Ας δούμε τώρα τι έγινε με τον Πέτρο, που ήταν ακόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με» (Ματθ. ιδ’ 30). Γιατί φοβήθηκε τον άνεμο και όχι τη θάλασσα; Ο Πέτρος έκανε τα πρώτα του βήματα σαν μικρό παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος όμως γελάει και το μωρό πέφτει στο έδαφος. Το ίδιο γίνεται και με τον πνευματικό μας ενθουσιασμό: Το παραμικρό να γίνει, μας αναστατώνει και μας γυρίζει πίσω.
«Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 22). Δεν πνιγόμαστε πολλές φορές στους κινδύνους της θάλασσας του βίου, ωσότου μας αρπάξει κάποιο αόρατο χέρι και μας λυτρώσει από τον κίνδυνο; Ποιός από μας δεν έχει να παρουσιάσει αρκετά τέτοια παραδείγματα; Όλοι μας το γνωρίζουμε εμπειρικά αυτό. Μιλάμε κάθε τόσο γι’ αυτά τα πράγματα κι ομολογούμε την παρουσία του αόρατου χεριού που μας γλιτώνει από τον κίνδυνο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και λίγοι ανάμεσά μας, ακόμα και η ίδια η συνείδησή μας, που ακούνε την επιτιμητική φωνή από τ’ αόρατα χείλη: ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;
Γιατί αμφιβάλλετε, φίλοι μου, πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε το Θεό ακόμα και τη στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο; Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε το μονογενή του υιό στη θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός; Ο Ιωνάς δε δοξολογούσε το Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7); Γιατί οι Τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους (βλ. Δαν. γ’ 19-26); Το ίδιο δεν έκανε κι ο προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (στ 16-23), αλλά κι ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β’ 7-10); Αλλά και χιλιάδες άλλοι που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την πίστη τους στο Χριστό, πώς γλίτωσαν από την αμφιβολία; Εμείς γιατί αμφιβάλλουμε; Ο Θεός μας σώζει αμέτρητες φορές με το αόρατο χέρι Του, εκεί που δεν το περιμένουμε καθόλου, και μ’ όλο που αμφιβάλλουμε πολλές φορές για τη βοήθειά Του.
Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο νου μας όλες τις ευεργεσίες του Θεού και να μετανοούμε για την ολιγοπιστία και τη λιποψυχία μας. Πρέπει να γίνουμε ώριμοι στην πίστη μας. Έτσι, όσο μεγάλο κίνδυνο κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, πρέπει να δοξολογούμε το Θεό και να επικαλούμαστε το όνομά Του. Και τότε ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας σώσει. Ας δοξολογούμε το Θεό όταν βρισκόμαστε στον κίνδυνο, όχι όταν αυτός περάσει.
Αλλά κι όταν φανούμε λιπόψυχοι κι ολιγόπιστοι, ας μη μας καταλάβει η απόγνωση. Ο Πέτρος λιποψύχισε, ο Κύριος όμως ενίσχυσε την πίστη του. Πολλοί από τους αγιότερους ανάμεσα στους αγίους, αρχικά είχαν λιποψυχίσει, αργότερα όμως έγιναν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό. Προσέξτε τι λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, ότι ερρύσω την ψυχή μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).
Έτσι μιλάει εκείνος που πιστεύει αληθινά, που έχει γνωρίσει εμπειρικά ότι ο Θεός έχει μετρήσει κάθε τρίχα του κεφαλιού μας, πως ούτε ένα σπουργίτι (πολύ περισσότερο άνθρωπος) δεν μπορεί να πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.
«Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Με το που ανέβηκε ο Ιησούς στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Δε σταμάτησε από μόνος του να φυσά, αλλά μετά από εντολή του Κυρίου Ιησού. Αν και δεν αναφέρεται εδώ, όπως στη προηγούμενη περίπτωση, όταν ο Χριστός είχε επιτιμήσει τον άνεμο και τη θάλασσα, φαίνεται καθαρά πως το έκανε και τώρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σκέφτεται σίγουρα πως ο άνεμος έπαυσε, υπακούοντας σε εσωτερική και ανέκφραστη εντολή του Χριστού. Χάρη στη δική Του δύναμη κι επιθυμία κόπασε ο άνεμος.
Υπάρχει κι ένα βαθύτερο και καθαρό νόημα στο γεγονός ότι ο Χριστός μπήκε στο πλοίο και ηρέμησε τον άνεμο και τη θάλασσα. Όταν ο Κύριος μπαίνει στο πλοίο του σώματός μας, είτε με τη θεία κοινωνία είτε με την προσευχή είτε με οποιονδήποτε άλλον ευλογημένο τρόπο, οι άνεμοι των παθών ηρεμούν μέσα μας και το πλοίο ταξιδεύει με ασφάλεια στην ακτή.
«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει» (Ματθ. ιδ’ 33). Όταν ο Κύριος ηρέμησε την καταιγίδα της θάλασσας και σταμάτησε τους ανέμους στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές ρώτησαν, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνηθισμένοι και λιπόψυχοι άνθρωποι: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» (Ματθ. η’ 27). Από τότε όμως είχαν δει τόσα σημεία και θαύματα από το Διδάσκαλό τους, είχαν ακούσει τόσες διδαχές. Η πίστη τους είχε πια ενισχυθεί, είχε εδραιωθεί. Έτσι τώρα, που έβλεπαν το μεγάλο αυτό θαύμα, δε ρώτησαν πια, ποταπός εστιν ούτος. Εκείνο που έκαναν τώρα, ήταν να γονατίσουν μπροστά Του και να ομολογήσουν: αληθώς Θεού υιός ει!
Ήταν η πρώτη φορά που ομολόγησαν όλοι μαζί οι μαθητές πως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Ανάμεσά τους ήταν βέβαια κι ο Ιούδας, που τον ομολόγησε κι αυτός. Αργότερα όμως η φιλαργυρία τον έκανε ν’ αρνηθεί κυριολεκτικά τον Κύριο και Διδάσκαλό Του. Είναι αλήθεια πως τον αρνήθηκε κι ο Πέτρος και μάλιστα τρεις φορές. Η άρνηση του Πέτρου όμως δεν ήταν προμελετημένη. Έγινε ξαφνικά από φόβο κι αμέσως μετά μετανόησε πικρά κι έκλαψε για την άρνησή του.
Το βαθύτερο νόημα που έχουν τα λόγια οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ και τον ομολόγησαν Υιό του Θεού, είναι πολύ διδακτικό σε κάθε χριστιανό. Αφού ο Θεός ενανθρώπησε κι ήρθε να ζήσει μαζί μας, πρέπει κι εμείς με όλη την ύπαρξή μας να τον προσκυνήσουμε και να ομολογήσουμε το όνομά Του. Με όλη την ύπαρξή μας εννοούμε με το νου και τη σκέψη μας, με την καρδιά και τα αισθήματά μας, με την ψυχή και όλες τις επιθυμίες μας. Έτσι το σώμα μας ολόκληρο θα γεμίσει φως, σκότος δε θα υπάρχει μέσα του.
Αλίμονό μας αν δεχόμαστε το Χριστό μέσα μας κι έπειτα τον εξορίζουμε με την αμαρτία μας ή τον αρνιόμαστε, όπως ο Ιούδας. Η δεύτερη κατάσταση θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Όταν ο Χριστός απέλυσε τον Ιούδα, «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιωάν. ιγ’ 27). Ας μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29).
«Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ» (Ματθ. ιδ’ 34). Έφτασαν κοντά στην Καπερναούμ, που ήταν ο προορισμός τους (βλ. Ιωάν. στ’ 17). Όποιος έχει πάει στη Γαλιλαία, μπορεί να καταλάβει πόσο μακριά οδήγησε η καταιγίδα τους αποστόλους. Η Βηθσαϊδά κι η Καπερναούμ βρίσκονται στις βόρειες ακτές της λίμνης. Όταν οι μαθητές μπήκαν στο πλοίο κάτω από τη Βηθσαϊδά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να πλεύσουν κατά μήκος της ακτής. Ο ευαγγελιστής όμως γράφει πως η καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον της θαλάσσης.
Εκεί, στη μέση της λίμνης θεάθηκε ο Ιησούς να περπατάει πάνω στα κύματα. Όταν κόπασε η καταιγίδα, το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει πάλι πίσω, στην ακτή της Καπερναούμ.
Σύμφωνα με το Ματθαίο και το Λουκά, φαίνεται πως αυτή τη φορά το πλοίο ακολούθησε το συνηθισμένο δρόμο, με τη βοήθεια του ανέμου και τα κουπιά. Από τη διήγηση του Ιωάννη όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Κύριος Ιησούς έφερε το πλοίο στην ακτή, με την ακατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ο Ιωάννης: «και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον» (Ιωάν. στ’ 17).
Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών εδώ. Εκείνος που μπορούσε να περπατάει πάνω στα νερά και να γαληνέψει τους ανέμους και την καταιγίδα με τα λόγια και τις σκέψεις Του, μπορούσε αν το ήθελε, με τη σκέψη Του μόνο να μεταφέρει σε μία στιγμή το πλοίο στο λιμάνι. Το βαθύτερο νόημα που έχουν εδώ τα λόγια του Ιωάννη, είναι πως όταν ο Κύριος έρχεται να κατοικήσει μέσα μας, εμείς νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως σε ασφαλές λιμάνι, εκεί που το πλοίο της ζωής μας δεν κλυδωνίζεται ούτε από καταιγίδες ούτε από ανέμους. Αν έπειτα πρέπει να εξακολουθήσουμε να περπατάμε στη γη δεν το νιώθουμε αυτό, γιατί τώρα η ψυχή κι η καρδιά μας ζουν σ’ έναν άλλο καλλίτερο κόσμο, εκεί που βασιλεύει ο Βασιλιάς Χριστός. Στη δική Του νίκη βλέπουμε με ευφροσύνη τη δική μας νίκη.
***
Νικητής ενάντια σε κάθε κακό είναι ο Χριστός. Δεν επιτρέπει ο ίδιος να τον νικήσει κάποιο κακό. Εμείς λοιπόν πρέπει να καταφεύγουμε κάτω από τις σωστικές φτερούγες Του, εκεί που δε θα συναντήσουμε ούτε καταιγίδες ούτε ανέμους ούτε φαντάσματα, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».
Εκεί θα βρούμε όλα τ’ αγαθά πλούσια, αιώνια, που δεν τα καταστρέφει
ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά. Εκεί θα δοξολογούμε μαζί με τους αγγέλους
και τους αγίους τα νικηφόρα έργα του Χριστού, που τη μεγαλοσύνη τους δεν
μπορούμε να κατανοήσουμε στην περιορισμένη προοπτική της πρόσκαιρης
ζωής μας. Εκεί θα μας αποκαλυφτούν όλα και τότε θα ευφρανθούμε. Κι η
χαρά μας αυτή δε θα έχει τέλος. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον
Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα,
την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των
αιώνων. Αμήν.(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3250
http://www.hristospanagia.gr/?p=30397#more-30397