Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας
Ἰούνιος τοῦ 1984
Μόλις καταλαβαίνουμε τό λάθος μας, ἀμέσως νά λέμε: «εὐλόγησον, συγχωρέστε με». Ἔγινε μία συζήτησι μέ μιά ἀδελφή πού λυπήσαμε, ἀμέσως «εὐλόγησον, συγχώρεσέ με, σέ λύπησα, ἔφταιξα, ἥμαρτον». Τό «εὐλόγησον», νά ἐκφράζεται μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη.
Ὅταν ἀντιληφθῆς ὅτι μία ἀδελφή ἔκανε κάτι, σκέπασέ το. Καί ἄν πῆς κάτι, νά γίνη μέ καλό τρόπο, μέ καλή συμπεριφορά. Ἡ μικρή ἀδελφή νά φυλάη τόν σεβασμό στήν μεγάλη καί ἡ μεγάλη στήν μικρή. Καί ἔτσι θά περάσουμε μιά κατά Θεόν ζωή, εὐλογημένη καί χριστιανική, μέ πολλή Χάρι Θεοῦ στήν ψυχή μας καί θά πολιτευώμαστε ὡς γνήσιες μοναχές, ὡς Ἄγγελοι.
Λές: «ἐκείνη μ᾿ ἐφταιξε».
Ναί, σ᾿ ἔφταιξε, θά σοῦ περάση. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά σοῦ φταίξη.
Σ᾿ ἔφταιξε ἀδελφή; «Νἆναι εὐλογημένο».
Σοῦ εἶπε ἐκεῖνο; Μή τῆς μιλᾶς μέ κακή συμπεριφορά.
Σοῦ ἔρχεται ὁ θυμός; Δάγκωσε τήν γλῶσσα σου.
Σοῦ ἔρχετε μνησικακία; Διῶξε τό λογισμό τῆς μνησικακίας.
Ἡ καλή συμπεριφορά βγάζει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα.
Θά σᾶς πῶ μιά φορά, τί εἶχα πάθει. Ἦταν δυό πνευματικές μου ἀδελφές στόν κόσμο. Μ᾿ αὐτές μαζί πηγαίναμε στήν ἐκκλησία, μαζί γυρνούσαμε. Αὐτό γινόταν πρωΐ–βράδυ. Τίς ἔβαλε ὁ πειρασμός νά μέ δοκιμάσουν, ἄν ἔχω ὑπομονή. Αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά ἀναπτυχθῆ ἕνα σκληρό πάθος μέσα τους. Ὅταν τελείωνε ἡ ἐκκλησία ἐξαφανίζονταν. Πήγαινα τό πρωΐ σ᾿ αὐτό τό μέρος πού συναντιόμασταν, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία καί δέν ἐμφανίζονταν. Ἐγώ γονάτιζα καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία καί ἔλεγα: «Παναγία μου, ἄν ἔχω κάνη κακό, φώτισέ με νά δῶ τί κακό τίς ἔχω κάνη, ἐγώ τίς ἀγαπῶ, τίς πονάω». Καί ἔκλαιγα μέ λυγμούς, γονάτιζα καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία μέ λυγμούς νά μοῦ δείξη τί τίς εἶχα κάνει καί γιατί μοῦ τό ἔκαναν αὐτό. Πέρασαν δύο μῆνες μ᾿ αὐτή τήν κατάστασι. Στόν πνευματικό δέν τό συζητοῦσα, ντρεπόμουν καί ἔλεγα, θά τίς φωτίση ὁ Θεός καί θά συνέλθουν. Ἐν τῷ μεταξύ μία μέρα τίς περίμενα γιά τόν Ἑσπερινό. Ἤξερα ποιά ὥρα πήγαιναν καί πάω καί κρύβομαι πίσω ἀπό ἕνα δένδρο, ἦταν μεγάλο δένδρο καί ὁ δρόμος ἐκεῖ ἦταν χωματόδρομος. Φοροῦσα μία μπλέ ποδίτσα (ρομπίτσα) καί τό μαντηλάκι μου.
Ὅπως ἤμουν, μόλις φτάνουν σέ ἕνα σημεῖο, τρέχω καί πέφτω πρηνηδόν κάτω στό χῶμα καί ἀγκάλιασα τά πόδια τους.
«Δέν σᾶς ἀφήνω νά φύγετε, ἄν δέν μοῦ πῆτε, τί σᾶς ἔχω φταίξει. Γιατί μέ ἀποστρέφεστε καί γιατί εἶστε ἀπομακρυσμένες δύο μῆνες ἀπό κοντά μου; Τί σᾶς ἔχω κάνει, νά μοῦ πῆτε, γιά νά διωρθωθῶ· σέ ὅ,τι σᾶς λύπησα νά μοῦ τό πῆτε». Βάζουν τά κλάματα, μέ ἀγκαλιάζουν καί αὐτές καί μοῦ λένε:
«Θέλαμε νά σοῦ κάνουμε δοκιμή, νά δοῦμε ἄν ἔχης ὑπομονή, καί μᾶς ἔγινε πάθος μέσα στήν ψυχή μας. Μᾶς ἔγινε τέτοιο πάθος πού δέν λέγεται. Δέν θέλαμε οὔτε νά σέ δοῦμε οὔτε νά σέ ἀντικρύσουμε».
Τίς ρώτησα:
«Πῶς κοινωνᾶτε;». «Ἔ, κοινωνᾶμε ἀναισθήτως».
Ἐγώ μετά δέν μποροῦσα νά πάω στήν ἐκκλησία. Δέν εἶχα ἄλλο φόρεμα, αὐτή τήν ποδιά εἶχα· τήν ἔπλενα ἀποβραδίς, τήν σιδέρωνα, τήν φοροῦσα καί ἔβαζα καί τό μαντηλάκι καί πήγαινα. Δέν εἶχα δεύτερο φόρεμα νά πάω στόν Ἑσπερινό. Σηκώθηκαν ἐκεῖνες καί πῆγαν στόν Ἑσπερινό. Ἀπό τόν ἔλεγχο συνειδήσεως δέν μποροῦσαν νά σταθοῦν. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ ἐκκλησία πιάνουν τόν πνευματικό μας καί τοῦ εἶπαν, αὐτό καί αὐτό κάναμε στό Μαρικάκι, ἔτσι μέ φωνάζανε.
«Ἄ, εἶπε, γίνατε καί πνευματικοί, βάζετε καί κανόνες καί ἐπιτίμια καί ἔρχεστε καί κοινωνᾶτε μέ τέτοιο πάθος; Τρεῖς μῆνες δέν θά κοινωνήσετε. Θά κάνετε διακόσιες μετάνοιες κάθε μέρα, τέσσερα κομποσχοίνια σταυρωτά καί, ἄν τό ξανακάνετε, δέν θά σᾶς κοινωνήσω γιά δύο χρόνια. Ἀκοῦς ἐκεῖ, τυραννήσατε ἕνα ἄνθρωπο χωρίς νά ἔχη κατά νοῦ τίποτε, γίνατε πνευματικοί καί βάζετε ἐπιτίμια! Γρήγορα νά πᾶτε νά τῆς βάλετε μετάνοια στό σπίτι».
Βλέπω καί ἐγώ τό βράδυ, ἦρθαν, μοῦ ἀγκάλιασαν τά πόδια, τίς ἀγκάλιασα καί ἐγώ καί κλαίγαμε καί οἱ τρεῖς. Μετά μοῦ ἔλεγαν, «τί εἶναι τό πάθος, δέν θέλαμε νά σέ δοῦμε, νά σέ ἀντικρύσουμε, τέτοιος δαίμονας μᾶς εἶχε βάλει! Ἅμα σέ βλέπαμε, θέλαμε νά κάνουμε ἐμετό· καί νά μή τό καταλαβαίνουμε καί νά μή πᾶμε νά τό ποῦμε στόν πνευματικό νά μᾶς συγχωρήση! Καί τό χειρότερο, πηγαίναμε καί κοινωνούσαμε, τόση σκοτοδίνη μᾶς εἶχε φέρει ὁ διάβολος!».
Γι᾿ αὐτό σᾶς λέω, πολλές φορές μᾶς σκοτίζει ὁ πειρασμός ὅτι καλῶς τακτοποιοῦμε τά πράγματα, ὅτι εἴμαστε ἐν τάξει. Λέμε: «δέν μέ ἐνδιαφέρει ἐμένα, ἄς ἔρθη ἐκείνη νά βάλη μετάνοια»· καί πᾶμε, ἀνοίγουμε τό στόμα μας καί κοινωνάμε. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή σ᾿ αὐτό τό πρᾶγμα, πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, νά προσέξουμε πάρα πολύ νά μή χρονίζη μία κατάστασι καί γίνεται πάθος μέσα στήν ψυχή μας. Μόλις γίνη μία συζήτησις καί σφάλλουμε, ἀμέσως «εὐλόγησον, σγχώρησέ με». Καί νά ἔχουμε νῆψι. Εἴδατε τί ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος «πρόσεχε ἐν πᾶσι, ὁ λόγος νά ἐξέρχεται μέ τό μέλι, ἡ χείρ νά ἅπτεται τῆς ἀδελφῆς μέ τό βαμβάκι,… ἵνα μή γίνη τραχύτης, διότι κωλύει τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ». Ἡ τραχύτης κωλύει τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖ νά ἐπισκιάση ἕνα ἄνθρωπο πού ἔχει ταραχή μέσα του.
Εἶναι ταραγμένος; Πῶς θἀρθῆ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ;
Τί εἶναι καλύτερα, νά συγχωροῦμε τόν ἀδελφό μας καί νά αἰσθανώμαστε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἤ νά ἔχουμε ταραχή;
Νά λέμε:
«Ἄνθρωπος εἶναι, τόν ἔβαλε ὁ πειρασμός ἐκείνη τήν ὥρα νά μᾶς πῆ δυό λόγια, ἤτανε ἐκτός ἑαυτοῦ. Δέν καταλάβαινε πῶς ἦταν, δίχως προσευχή, δέν εἶχε τήν “εὐχή” στό στόμα του. Ξύπνησε ἔτσι ἄσχημα, δέν ἔκανε φαίνεται προσευχή ἀποβραδίς, ἴσως δέν ἦταν ἡ προσευχή του καλή ἀποβραδίς καί σηκώθηκε μέ τέτοια ταραχή». Τέτοια νά σκεφτώμαστε, γιά νά τόν συγχωροῦμε. «Εὐλόγησον» νά πῆς, «συγχώρησόν με» καί τράβηξέ του καί κομποσχοινάκι. Πᾶρε τό κομποσχοινάκι καί βγές πιό ἔξω καί ἄρχισε λοιπόν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, φώτισον τήν δούλη Σου»· διότι εἴμαστε σέ μιά Μονή. Ἡ μιά νά φτύνη καί ἡ ἄλλη νά γλύφη καί νά μή ὑπάρχη μέσα στήν ψυχή μας αὐτή ἡ κηλίδα.
Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
http://www.hristospanagia.gr/?p=32354
Ἰούνιος τοῦ 1984
Μόλις καταλαβαίνουμε τό λάθος μας, ἀμέσως νά λέμε: «εὐλόγησον, συγχωρέστε με». Ἔγινε μία συζήτησι μέ μιά ἀδελφή πού λυπήσαμε, ἀμέσως «εὐλόγησον, συγχώρεσέ με, σέ λύπησα, ἔφταιξα, ἥμαρτον». Τό «εὐλόγησον», νά ἐκφράζεται μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη.
Ὅταν ἀντιληφθῆς ὅτι μία ἀδελφή ἔκανε κάτι, σκέπασέ το. Καί ἄν πῆς κάτι, νά γίνη μέ καλό τρόπο, μέ καλή συμπεριφορά. Ἡ μικρή ἀδελφή νά φυλάη τόν σεβασμό στήν μεγάλη καί ἡ μεγάλη στήν μικρή. Καί ἔτσι θά περάσουμε μιά κατά Θεόν ζωή, εὐλογημένη καί χριστιανική, μέ πολλή Χάρι Θεοῦ στήν ψυχή μας καί θά πολιτευώμαστε ὡς γνήσιες μοναχές, ὡς Ἄγγελοι.
Λές: «ἐκείνη μ᾿ ἐφταιξε».
Ναί, σ᾿ ἔφταιξε, θά σοῦ περάση. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά σοῦ φταίξη.
Σ᾿ ἔφταιξε ἀδελφή; «Νἆναι εὐλογημένο».
Σοῦ εἶπε ἐκεῖνο; Μή τῆς μιλᾶς μέ κακή συμπεριφορά.
Σοῦ ἔρχεται ὁ θυμός; Δάγκωσε τήν γλῶσσα σου.
Σοῦ ἔρχετε μνησικακία; Διῶξε τό λογισμό τῆς μνησικακίας.
Ἡ καλή συμπεριφορά βγάζει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα.
Θά σᾶς πῶ μιά φορά, τί εἶχα πάθει. Ἦταν δυό πνευματικές μου ἀδελφές στόν κόσμο. Μ᾿ αὐτές μαζί πηγαίναμε στήν ἐκκλησία, μαζί γυρνούσαμε. Αὐτό γινόταν πρωΐ–βράδυ. Τίς ἔβαλε ὁ πειρασμός νά μέ δοκιμάσουν, ἄν ἔχω ὑπομονή. Αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά ἀναπτυχθῆ ἕνα σκληρό πάθος μέσα τους. Ὅταν τελείωνε ἡ ἐκκλησία ἐξαφανίζονταν. Πήγαινα τό πρωΐ σ᾿ αὐτό τό μέρος πού συναντιόμασταν, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία καί δέν ἐμφανίζονταν. Ἐγώ γονάτιζα καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία καί ἔλεγα: «Παναγία μου, ἄν ἔχω κάνη κακό, φώτισέ με νά δῶ τί κακό τίς ἔχω κάνη, ἐγώ τίς ἀγαπῶ, τίς πονάω». Καί ἔκλαιγα μέ λυγμούς, γονάτιζα καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία μέ λυγμούς νά μοῦ δείξη τί τίς εἶχα κάνει καί γιατί μοῦ τό ἔκαναν αὐτό. Πέρασαν δύο μῆνες μ᾿ αὐτή τήν κατάστασι. Στόν πνευματικό δέν τό συζητοῦσα, ντρεπόμουν καί ἔλεγα, θά τίς φωτίση ὁ Θεός καί θά συνέλθουν. Ἐν τῷ μεταξύ μία μέρα τίς περίμενα γιά τόν Ἑσπερινό. Ἤξερα ποιά ὥρα πήγαιναν καί πάω καί κρύβομαι πίσω ἀπό ἕνα δένδρο, ἦταν μεγάλο δένδρο καί ὁ δρόμος ἐκεῖ ἦταν χωματόδρομος. Φοροῦσα μία μπλέ ποδίτσα (ρομπίτσα) καί τό μαντηλάκι μου.
Ὅπως ἤμουν, μόλις φτάνουν σέ ἕνα σημεῖο, τρέχω καί πέφτω πρηνηδόν κάτω στό χῶμα καί ἀγκάλιασα τά πόδια τους.
«Δέν σᾶς ἀφήνω νά φύγετε, ἄν δέν μοῦ πῆτε, τί σᾶς ἔχω φταίξει. Γιατί μέ ἀποστρέφεστε καί γιατί εἶστε ἀπομακρυσμένες δύο μῆνες ἀπό κοντά μου; Τί σᾶς ἔχω κάνει, νά μοῦ πῆτε, γιά νά διωρθωθῶ· σέ ὅ,τι σᾶς λύπησα νά μοῦ τό πῆτε». Βάζουν τά κλάματα, μέ ἀγκαλιάζουν καί αὐτές καί μοῦ λένε:
«Θέλαμε νά σοῦ κάνουμε δοκιμή, νά δοῦμε ἄν ἔχης ὑπομονή, καί μᾶς ἔγινε πάθος μέσα στήν ψυχή μας. Μᾶς ἔγινε τέτοιο πάθος πού δέν λέγεται. Δέν θέλαμε οὔτε νά σέ δοῦμε οὔτε νά σέ ἀντικρύσουμε».
Τίς ρώτησα:
«Πῶς κοινωνᾶτε;». «Ἔ, κοινωνᾶμε ἀναισθήτως».
Ἐγώ μετά δέν μποροῦσα νά πάω στήν ἐκκλησία. Δέν εἶχα ἄλλο φόρεμα, αὐτή τήν ποδιά εἶχα· τήν ἔπλενα ἀποβραδίς, τήν σιδέρωνα, τήν φοροῦσα καί ἔβαζα καί τό μαντηλάκι καί πήγαινα. Δέν εἶχα δεύτερο φόρεμα νά πάω στόν Ἑσπερινό. Σηκώθηκαν ἐκεῖνες καί πῆγαν στόν Ἑσπερινό. Ἀπό τόν ἔλεγχο συνειδήσεως δέν μποροῦσαν νά σταθοῦν. Ἀφοῦ τελείωσε ἡ ἐκκλησία πιάνουν τόν πνευματικό μας καί τοῦ εἶπαν, αὐτό καί αὐτό κάναμε στό Μαρικάκι, ἔτσι μέ φωνάζανε.
«Ἄ, εἶπε, γίνατε καί πνευματικοί, βάζετε καί κανόνες καί ἐπιτίμια καί ἔρχεστε καί κοινωνᾶτε μέ τέτοιο πάθος; Τρεῖς μῆνες δέν θά κοινωνήσετε. Θά κάνετε διακόσιες μετάνοιες κάθε μέρα, τέσσερα κομποσχοίνια σταυρωτά καί, ἄν τό ξανακάνετε, δέν θά σᾶς κοινωνήσω γιά δύο χρόνια. Ἀκοῦς ἐκεῖ, τυραννήσατε ἕνα ἄνθρωπο χωρίς νά ἔχη κατά νοῦ τίποτε, γίνατε πνευματικοί καί βάζετε ἐπιτίμια! Γρήγορα νά πᾶτε νά τῆς βάλετε μετάνοια στό σπίτι».
Βλέπω καί ἐγώ τό βράδυ, ἦρθαν, μοῦ ἀγκάλιασαν τά πόδια, τίς ἀγκάλιασα καί ἐγώ καί κλαίγαμε καί οἱ τρεῖς. Μετά μοῦ ἔλεγαν, «τί εἶναι τό πάθος, δέν θέλαμε νά σέ δοῦμε, νά σέ ἀντικρύσουμε, τέτοιος δαίμονας μᾶς εἶχε βάλει! Ἅμα σέ βλέπαμε, θέλαμε νά κάνουμε ἐμετό· καί νά μή τό καταλαβαίνουμε καί νά μή πᾶμε νά τό ποῦμε στόν πνευματικό νά μᾶς συγχωρήση! Καί τό χειρότερο, πηγαίναμε καί κοινωνούσαμε, τόση σκοτοδίνη μᾶς εἶχε φέρει ὁ διάβολος!».
Γι᾿ αὐτό σᾶς λέω, πολλές φορές μᾶς σκοτίζει ὁ πειρασμός ὅτι καλῶς τακτοποιοῦμε τά πράγματα, ὅτι εἴμαστε ἐν τάξει. Λέμε: «δέν μέ ἐνδιαφέρει ἐμένα, ἄς ἔρθη ἐκείνη νά βάλη μετάνοια»· καί πᾶμε, ἀνοίγουμε τό στόμα μας καί κοινωνάμε. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή σ᾿ αὐτό τό πρᾶγμα, πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, νά προσέξουμε πάρα πολύ νά μή χρονίζη μία κατάστασι καί γίνεται πάθος μέσα στήν ψυχή μας. Μόλις γίνη μία συζήτησις καί σφάλλουμε, ἀμέσως «εὐλόγησον, σγχώρησέ με». Καί νά ἔχουμε νῆψι. Εἴδατε τί ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος «πρόσεχε ἐν πᾶσι, ὁ λόγος νά ἐξέρχεται μέ τό μέλι, ἡ χείρ νά ἅπτεται τῆς ἀδελφῆς μέ τό βαμβάκι,… ἵνα μή γίνη τραχύτης, διότι κωλύει τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ». Ἡ τραχύτης κωλύει τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖ νά ἐπισκιάση ἕνα ἄνθρωπο πού ἔχει ταραχή μέσα του.
Εἶναι ταραγμένος; Πῶς θἀρθῆ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ;
Τί εἶναι καλύτερα, νά συγχωροῦμε τόν ἀδελφό μας καί νά αἰσθανώμαστε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἤ νά ἔχουμε ταραχή;
Νά λέμε:
«Ἄνθρωπος εἶναι, τόν ἔβαλε ὁ πειρασμός ἐκείνη τήν ὥρα νά μᾶς πῆ δυό λόγια, ἤτανε ἐκτός ἑαυτοῦ. Δέν καταλάβαινε πῶς ἦταν, δίχως προσευχή, δέν εἶχε τήν “εὐχή” στό στόμα του. Ξύπνησε ἔτσι ἄσχημα, δέν ἔκανε φαίνεται προσευχή ἀποβραδίς, ἴσως δέν ἦταν ἡ προσευχή του καλή ἀποβραδίς καί σηκώθηκε μέ τέτοια ταραχή». Τέτοια νά σκεφτώμαστε, γιά νά τόν συγχωροῦμε. «Εὐλόγησον» νά πῆς, «συγχώρησόν με» καί τράβηξέ του καί κομποσχοινάκι. Πᾶρε τό κομποσχοινάκι καί βγές πιό ἔξω καί ἄρχισε λοιπόν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, φώτισον τήν δούλη Σου»· διότι εἴμαστε σέ μιά Μονή. Ἡ μιά νά φτύνη καί ἡ ἄλλη νά γλύφη καί νά μή ὑπάρχη μέσα στήν ψυχή μας αὐτή ἡ κηλίδα.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
http://www.hristospanagia.gr/?p=32354