“ Ἀδιαλείπτως καί προσεχῶς δεῖ τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι”
Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου
“Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ
Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ”
Ὁ Γέροντας μᾶς θύμιζε διαρκῶς τόν λόγο: ὅτι ἡ φύλαξις τοῦ στόματος, ἐάν κανείς σιωπᾶ μέ ἐπίγνωσι, ξυπνᾶ τήν συνείδησι πρός τόν Θεό. Καί μᾶς ἔλεγε πώς ὅσο ἐμεῖς σιωποῦμε καί ἀγωνιζόμαστε στόν ἀπαρρησίαστο τρόπο συμπεριφορᾶς, τόσο θά μᾶς ἐπισκέπτονται τά δάκρυα.
Καί πράγματι, δέν ξέραμε τί θά πῇ ἀργολογία μέσα στήν ἀδελφότητα μας. Συνεχῶς λέγαμε τήν εὐχή. Μιλοῦσε ὁ Γέροντας καί ὁ Γερο-Ἀρσένιος, μά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι μεταξύ μας δέν μιλούσαμε. Μπροστά στόν Γέροντα ἤμασταν πάντα σιωπηλοί καί συνεσταλμένοι. Ἰδίως ἐγώ οὔτε τολμοῦσα νά μιλήσω μέ ἀδελφό μπροστά στόν Γέροντα.
Ἀλλά ἡ σιωπή δέν ὀφειλόταν τόσο στό ὅτι θά μᾶς μάλωνε ὁ Γέροντας, ἀλλά καί στό γεγονός πώς εἴχαμε τόσο σεβασμό καί τό ἀπαρρησίαστο πού δέν μπορούσαμε νά κάνουμε κάτι τέτοιο. Νά μιλήσουμε μεταξύ μας, ἐνῶ εἶναι ὁ Γέροντας μπροστά; Θεός φυλάξοι!
Ἐπίσης δέν μᾶς ἐπέτρεπε ὁ Γέροντας μέσα στή συνοδεία νά φέρουμε ξένο λόγο ἀνάμεσά μας. Νά ποῦμε γιά κάποιον ἄλλον, τό τί ἔκανε καί πῶς ἐπορεύθη. Δέν ξέραμε τί γινόταν ἔξω ἀπό τό καλύβι μας. Ἐπιστατοῦσε πολύ στό θέμα τῆς ἀργολογίας. Ἡ κατάκρισις ἦταν ἀνύπαρκτη.
Ὅταν ἐπιχειροῦσε κανείς νά μιλήσῃ ὁ Γέροντας αὐστηρά τοῦ ἔλεγε:
Θά χάσῃς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ταλαίπωρε καί θά κτυπᾶς τό κεφάλι σου. Γιατί νά κάθεσαι νά κατακρίνῃς; Τί σέ ἐνδιαφέρει; Ἐδῶ μέσα δέν χωροῦν νέα καί εἰδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπή καί εὐχή! Τίποτε ἄλλο. Δέν ἤρθαμε ἐδῶ νά περάσουμε τόν καιρό μας. Ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ, ἀγρυπνεῖ, τρέχει ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ σάν λιοντάρι, ποιόν θά βρῇ σέ ἀμέλεια, σέ ραθυμία, σέ ἀπρόσεκτη κατάστασι, νά τόν ἁρπάξῃ. Πρέπει νά ᾿ χωμε τό νοῦ μας.
Τόσο μᾶς φύλαγε νά μήν ἀργολογήσουμε καί κυρίως νά μήν κατακρίνουμε πρᾶξι ἄλλου ἀνθρώπου ἐκτός τῆς συνοδείας μας. Μά μήτε μεταξύ μας κατακρίναμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Αὐτό ἦταν ἄγνωστο γιά τήν ἀδελφότητά μας. Ὁ Γέροντας δέν ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του λέξι γιά κανένα. Ὅλα σ᾿ αὐτόν τόν Γέροντα τά ὀφείλουμε.
Καμμιά φορά ὁ Γερο-Ἀρσένιος, ἐπειδή ἦταν παππούλης καί πολύ ἁπλός, πήγαινε νά πῇ κανένα λόγο γιά κάποιον ἀδελφό ἐκτός τῆς συνοδείας ἤ γιά κάποιο νέο πού ἔμαθε. Ἀμέσως ὁ Γέροντας τοῦ ἔλεγε αὐστηρά.
Ἀρσένιε, πρόσεχε! Μήν ἀργολογεῖς. Τήν εὐχή νά λές.
Ἔλα τζάνεμ, τί εἶπα;
Μ᾿ αὐτό πού εἶπες, εἶναι σέ θέσι νά σοῦ στερήσῃ τήν εὐλογία τῆς προσευχῆς. Τί ἄλλο θέλεις;
Γι᾿ αὐτό ὁ Γέροντας συχνά, γιά νά διδάξῃ ἐμᾶς τούς νεωτέρους, ἀλλά καί γιά νά κρατήσῃ στήν ταπείνωσι τόν θαυμαστό πατέρα Ἀρσένιο, συχνά τόν μάλωνε μπροστά μας γιά κάθε του σφαλματάκι. Ὁ πατήρ Ἀρσένιος μέχρι πού γέρασε, δεχόταν ἀγόγγυστα τίς ἐπιπλήξεις ἀπό τόν Γέροντα Ἰωσήφ. Γι᾿ αὐτό καί ἀγίασε κι᾿ ἐγινε σεβάσμιος σάν τόν Ἀβραάμ, διότι τήρησε τήν ὑπακοή μέ ἀνδρεία μέχρι τέλους.
Μᾶς δίδασκε ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι ἰδανικό πρᾶγμα ἡ σιωπή καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές. Ἄν πάρουμε μιά ζυγαριά καί βάλουμε ὅλες τίς ἀρετές ἀπό τήν μιά πλευρά καί τήν σιωπή ἀπό τήν ἄλλη, ἡ σιωπή θά βαραίνῃ. Γιατί ὅταν σιωπᾷ ἐν γνώσει του ὁ μοναχός, θά προσεύχεται καί προσευχόμενος θά ἔχει κατάνυξι, πένθος, δάκρυα, ἠρεμία καί γαλήνη. Ἐπίσης δέν θά κατακρίνη, δέν θά ἀργολογῆ, δέν θά ψεύδεται, δέν θά συκοφαντῇ καί δέν θά μιλάῃ ἀκαίρως. Ἐπομένως ἡ ψυχή του ἀποκτᾷ βαρύτητα Χάριτος, διότι μέ τήν σιωπή ἔρχεται τό πένθος, τό πένθος φέρνει τά δάκρυα, τά δάκρυα τήν κάθαρσι καί ἡ κάθαρσις ἀξιώνει τόν ἄνθρωπο νά ζήσῃ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του ἀπολαμβάνοντας τά ἀπόρρητα μυστήριά του, πού δέν μπορεῖ κανένας ποτέ οὔτε νά τά φαντασθῇ οὔτε νά τά περιγράψῃ. Μέ τέτοια ὑψηλή διδασκαλία γιά τήν σιωπή καί τήν ἐπιτήρησι πού εἴχαμε δέν μπορούσαμε καί δέν θέλαμε οὔτε νά ἀργολογήσουμε οὔτε καί νά κατακρίνουμε.
Ἀπόδειξις, ὅτι ποτέ μεταξύ μας, ἐμεῖς τά ἀδέλφια τῆς συνοδείας, δέν σκανδαλισθήκαμε καί δέν ἀλληλοπικραθήκαμε! Καίτοι κρατούσαμε τήν σιωπή τόσο αὐστηρά, εἴχαμε πολύ μεγάλη ἀγάπη μεταξύ μας. Ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο θυσιαζόμασταν. Ἄν καί ἐξωτερικά δέν μιλοῦσα μέ τόν ἀδελφό μου, ἐν τούτοις ἐσωτερικά τόν ἀγκάλιαζα νοερά.
Μιά φορά, εἶχε περάσει ἀπό κοντά μας ὁ πατήρ Ἐφραίμ ὁ Βολιώτης. Ἕνας μεγαλύτερος ἀδελφός τῆς συνοδείας μας μίλησε λίγο μαζί του. Ἐγώ ὅμως, ὡς μικρότερος πού ἤμουν, ποῦ νά τολμήσω; Ἄν καί ὑπῆρξε πνευματικός μου στόν κόσμο καί σημαντικά μέ βοήθησε ν᾿ ἀκολουθήσω τήν μοναχική ζωή, γιά μένα ἦταν σάν ξένος. Πῶς νά ἀφήσω τόν Γέροντά μου καί νά μιλήσω μαζί του; Οὔτε μία λέξη δέν εἶπα. Μέ πιάνει, λοιπόν, ὁ Γέροντας καί μοῦ λέει:
Κούτσικο, βλέπεις τόν μεγάλο σου ἀδελφό πόσο μιλάει μέ τόν Πνευματικό σου;
Ἐγώ δέν μιλάω.
Ἐσύ δέν μιλᾶς, τό ξέρω.
( Μέ πρόσεχε, ὅπως καί ὅλους καί δέν τοῦ ξέφευγε τίποτε)
Ἐκεῖνος εἶναι μεγαλύτερος καί ἐγώ εἶμαι μικρός καί ἀσήμαντος τί νά μιλήσω;
Ὅσο σιωπᾶς τώρα, τόσο καί θά μιλήσῃς ἀργότερα ἐν μέσῳ Ἐκκλησίας καί θά τό δῇς μιά μέρα αὐτό!
Αὐτός μιλοῦσε προορατικά, ἀλλά ποῦ νά ξέρω ἐγώ τί ἤθελε νά πῇ; Πίστευα μέν ὅτι κάτι σπουδαῖο ἔλεγε, ἀλλά δέν τό καταλάβαινα. Νόμιζα ὅτι σέ κάποια ἐκκλησία θά μιλήσω. Τώρα ὅμως, πού πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Γέροντος, καταλαβαίνω ὅτι ἐννοοῦσε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ὑπηρέτησα καί στό ἐξωτερικό. Τότε ἐγώ σκεφτόμουν τόν θάνατο συνέχεια, καί ἀπήντησα:
Γέροντα, ἀπ᾿ αὐτήν τήν καλύβα καί γιά τόν οὐρανό.
Ἡ σιωπή δημιουργοῦσε τήν σιγή καί τήν ἠρεμία στήν ψυχή, πού καρπός αὐτῶν ἦταν τό πένθος. Καί ἀπό τό πένθος οἱ θεῖες ἐμπνεύσεις, οἱ πεπυρακτωμένοι λογισμοί θείας ἐνεργείας, μέ θέρμη πνευματική καί ἀναβρασμό καρδιάς.
Καί μᾶς ἐναλλάσσονταν οἱ πνευματικές καταστάσεις, ἀκριβῶς ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος:
«ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ ἐναλλάσσει καταστάσεις…, ἐνίοτε αἰσθάνεται τόν ἑαυτό της σάν στρατιώτη Χριστοῦ, ὁπλισμένον ἄφοβα, τρομερόν καί προκαλώντας τούς δαίμονας εἰς πόλεμον, ἄλλοτε ὡς νύμφη Χριστοῦ κεκαλλωπισμένη διά τόν νυμφίον αὐτῆς Ἰησοῦν, ἄλλοτε, Ὡς παιδίον Θεοῦ, ὡς τέκνον Θεοῦ, αἰσθανόμενον μέσα του τόν Πατέρα τῶν Φώτων τήν οἰκειότητα τοῦ παιδιοῦ, τήν παρρησίαν τοῦ παιδιοῦ μετά τοῦ Πατρός του, τοῦ Οὐρανίου».1
Καί πολλές φορές ἀπό τήν πλημμύρα τῆς νυκτερινῆς Χάριτος, ἐκρατεῖτο ἡ κατάστασις αὐτή καί τήν ἡμέρα, πού κυλοῦσε μέ ἀπόλυτη εἰρήνη κι᾿ αὐτή μέ τήν σειρά της πάλι ὡδηγοῦσε σέ θεωρία Θεοῦ.
Ὄχι μόνο δέν ἀργολογούσαμε ἤ περιττολογούσαμε, ἀλλά οὔτε νά σκεφθοῦμε τίποτε περισσότερο ἀπό τόν Θεό ἐπιτρέπαμε στό ἑαυτό μας. Καί ἡ σιωπή, ἡ προσευχή καί ἡ θεωρία δημιουργοῦσαν ἕνα πένθος ἀγαθό στήν ψυχή μας.
Μά, μνήμη θανάτου ἦταν;
Μά, μνήμη κρίσεως Θεοῦ;
Μά, ἐνθύμησι τῶν πεπραγμένων ἁμαρτιῶν μας;
Μά, ὅ,τιδήποτε ἦταν, τά δάκρυα μας πέφτανε βροχή.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο:“Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ 1897 – 1959
σελ. 338-342.”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις : Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
1Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Λόγος ΛΓ΄, Ἀδιαλείπτως καί προσεχῶς δεῖ τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι, P. G. 34, 741.
http://www.hristospanagia.gr/?p=34260#more-34260