Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου
1. Διά
τήν φιλόθεον ψυχήν, τό νά ἐνθυμῆται συνεχῶς τόν Θεόν εἶναι πρᾶγμα
εὐσεβές καί πού δέν ἔχει κόρον. Διά τῶν λόγων ὅμως εἶναι πρᾶγμα τολμηρόν
νά περιγράψῃ αὐτά πού ἔχουν σχέσιν μέ τόν Θεόν. Διότι ἡ διάνοια πέφτει
πολύ ἔξω ἀπό τήν ἀξίαν τῶν πραγμάτων καί ὁ λόγος ἐπίσης παρουσιάζει μέ
ἀσάφειαν αὐτά πού ἔχουν κατανοηθῆ. Ἐάν λοιπόν ἡ διάνοιά μας ὑπολείπεται
πάρα πολύ ἀπό τό μέγεθος τῶν πραγμάτων, ὁ δέ λόγος εἶναι κατώτερος καί
ἀπό τήν ἰδίαν τήν διάνοιαν, πῶς δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ σιωπή διά νά μή
νομισθῇ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς κατωτερότητος τῶν λόγων διατρέχει κίνδυνον τό
θαῦμα τῆς θεολογίας; Εἰς ὅλα τά λογικά ὄντα λοιπόν ἐκ φύσεως ὑπάρχει
μέσα τούς ἡ ἐπιθυμία νά δοξάζουν τόν Θεόν, ὅλοι ὅμως ἐξ ἴσου ὑστεροῦν
εἰς τό νά ὁμιλήσουν ἐπαξίως διά τόν Θεόν. Καί ἀκόμη ὁ ἕνας διαφέρει ἀπό
τόν ἄλλον ὡς πρός τόν πόθον τῆς εὐσεβείας.
Κανείς
ὅμως δέν ἔχει σκοτισθῆ τόσον καί δέν ἐξαπατᾷ τόν ἑαυτόν του, ὥστε νά
νομίζῃ ὅτι ἔχει φθάσει εἰς τό ἀκρότατον σημεῖον τῆς κατανοήσεως. Ἀλλά
ὅσον καί ἄν φανῇ ὅτι προκόπτει εἰς τήν γνῶσιν, τόσον περισσότερον
αἰσθάνεται τήν ἀδυναμίαν. Τέτοιος ὑπῆρξεν ὁ Ἀβραάμ! Τέτοιος ὑπῆρξεν ὁ
Μωϋσῆς! Ὅταν ἠμπόρεσαν νά ἰδοῦν τόν Θεόν, ὅσον ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τόν
ἰδῇ, τότε ὁ καθένας περισσότερον ἐταπείνωνε τόν ἑαυτόν του. Ὁ Ἀβραάμ
ὠνόμαζε τόν ἑαυτόν του «γῆν καί σποδόν»2 καί ὁ Μωϋσῆς ἔλεγεν «εἶμαι ἀδύνατος εἰς τήν φωνήν καί τραυλός»3.
Διότι ἔβλεπε τήν ἀδυναμίαν τῆς γλώσσης, ἡ ὁποία δέν ἠμποροῦσε νά τόν
ἐξυπηρετήσῃ εἰς τά μεγάλα νοήματα. Πλήν ὅμως ἐπειδή κάθε αὐτί εἶναι
ἀνοικτόν τώρα διά νά ἀκούσῃ θεολογικήν διδασκαλίαν καί δέν ὑπάρχει κόρος
διά τέτοια ἀκούσματα εἰς τήν συνάθροισιν, πού ἐπιβεβαιώνει τόν λόγον
τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ ὅτι «τό αὐτί δέν γεμίζει μέ τό νά ἀκούῃ»4,
εἶναι ἀνάγκη νά ὁμιλήσωμεν, ὅσον ἠμποροῦμεν. Θά εἴπωμεν δέ ὄχι ὅσος
εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ὅσον ἠμποροῦμεν ἡμεῖς. Διότι οὔτε, ἐπειδή ἀδυνατοῦμεν
νά διαπεράσωμεν μέ τά μάτια μας τό διάστημα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς,
παραιτούμεθα κιόλας καί ἀπό τό νά παρατηροῦμεν ὅσον ἠμποροῦμεν. Ἔτσι καί
τώρα μέ ταπεινά λόγια θά ἐκπληρώσωμεν τό χρέος πρός τήν εὐσέβειαν καί
θά ἐπιτρέψωμεν εἰς τό μεγαλεῖον τῆς φύσεως νά ἔχῃ τό προβάδισμα τῆς
νίκης ἔναντι κάθε λόγου. Διότι οὔτε αἱ γλῶσσαι τῶν ἀγγέλων, ὁποῖαι καί
ἄν εἶναι, οὔτε αὐταί τῶν ἀρχαγγέλων, ἀφοῦ συνενωθοῦν μαζί μέ ὁλόκληρον
τήν λογικήν φύσιν, θά ἠμπορέσουν νά φθάσουν εἰς τό ἐλάχιστον μέρος,
ἐκτός ἐάν ἐξισωθοῦν μέ τό ὅλον. Ἐσύ ὅμως ἐάν ἐπιθυμῇς νά λέγῃς ἤ νά
ἀκούῃς κάτι διά τόν Θεόν, νά ἐγκαταλείψῃς τό σῶμά σου, νά ἀφήσῃς τάς
σωματικάς αἰσθήσεις, νά ἐγκαταλείψῃς τήν γῆν, νά ἐγκαταλείψῃς τήν
θάλασσαν, νά πετάξῃς ἐπάνω ἀπό τόν ἀέρα, νά περιφρονήσῃς τάς ἐποχάς καί
τήν εὐταξίαν τῶν καιρῶν, τόν διάκοσμον τῆς γῆς, νά εὑρεθῇς ἐπάνω ἀπό
τούς αἰθέρας, νά διαβῇς τά ἄστρα, τά θαυμαστά γύρω ἀπό αὐτά, τήν
εὐπρέπειάν των, τάς διαστάσεις των, καί τό τί χρειάζονται εἰς τό σύμπαν·
τήν εὐταξίαν, τήν λαμπρότητα, τήν θέσιν, τήν κίνησιν καί ποῖαι εἶναι αἱ
μεταξύ των σχέσεις ἤ ἀποστάσεις. Ὅλα αὐτά ἀφοῦ τά διαβῇς μέ τήν
λογικήν, ἀφοῦ ὑπερβῇς τόν οὐρανόν καί εὑρεθῇς ἐπάνω ἀπό αὐτόν, νά
παρατηρήσῃς μέ μόνην τήν διάνοιαν τά κάλλη πού ὑπάρχουν ἐκεῖ· τάς
ἐπουρανίους δυνάμεις, τάς χοροστασίας τῶν ἀγγέλων, τάς ἐπιστασίας τῶν
ἀρχαγγέλων, τήν δόξαν τῶν κυριοτήτων, τά προεδρεῖα τῶν θρόνων, τάς
δυνάμεις, τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας. Ἀφοῦ διατρέξῃς τά σύμπαντα καί μέ
τούς λογισμούς σου ἀνατείλῃς ἐπάνω ἀπό ὅλην τήν κτίσιν καί ἀνυψώσῃς τόν
νοῦν σου πέραν ἀπό αὐτά, νά ἐννοήσῃς τήν θείαν φύσιν· σταθεράν,
ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀπαθῆ, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀδιαίρετον, φῶς
ἀπλησίαστον5,
δύναμιν ἀπερίγραπτον, μέγεθος ἀπεριόριστον, δόξαν πού ὑπεραστράπτει,
ἀγαθότητα ἀξιοπόθητον, ὀμορφιάν ἀνυπέρβλητον καί πού προσβάλλει μέν
σφοδρά τήν πληγωμένην ψυχήν, ἀλλά δέν ἠμπορεῖ διά τοῦ λόγου νά ἐκφρασθῇ
ἐπαξίως.
2. Ἔκεῖ
ὑπάρχουν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ἀδημιούργητος φύσις,
τό ἀξίωμα τοῦ Δεσπότου, ἡ φυσική ἀγαθότης. Ὁ Πατήρ εἶναι ἡ ἀρχή τῶν
ὅλων. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεων τῶν ὄντων. Εἶναι ἡ ρίζα τῶν ζωντανῶν
ὑπάρξεων. Εἶναι αὐτός ἀπό ὅπου προῆλθεν ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ σοφία, ἡ
δύναμις, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ6, πού εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἀπό τόν Πατέρα, ὁ ζωντανός Λόγος, πού εἶναι Θεός καί ὁ ὁποῖος εἶναι κοντά εἰς τόν Θεόν7.
Αὐτός ὑπῆρχε, δέν προσετέθη. Ὑπῆρχε πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας. Δέν
ἀπεκτήθη ἐπί πλέον ὕστερα. Εἶναι Υἱός, δέν εἶναι ἀπόκτημα. Εἶναι
ποιητής, δέν εἶναι ποίημα. Εἶναι κτίστης, δέν εἶναι κτίσμα. Εἶναι ὅλα
ὅσα εἶναι καί ὁ Πατήρ του. Εἶπα· Υἱός καί Πατήρ. Παρακαλῶ νά φυλάσσῃς
αὐτάς τάς ἰδιότητας. Ἐνῷ παραμένει κατά τήν ὕπαρξιν του Υἱός, εἶναι ὅλα
ὅσα καί ὁ Πατήρ, σύμφωνα μέ τόν λόγον τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου πού εἶπεν·
«ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας μου, εἶναι ἰδικά μου»8.
Πράγματι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς τήν πρωτότυπον μορφήν εἶναι τῆς εἰκόνος.
Διότι «εἴδαμεν», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τήν δόξαν του, μίαν δόξαν πού
ἔχει ἕνας μονογενής Υἱός ἀπό τόν πατέρα του»9.
Δηλαδή, τά θαύματα πού τοῦ ἐδόθησαν δέν προέρχονται ἀπό δωρεάν καί
χάρισμα, ἀλλά ἀπό τήν φυσικήν κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ πού ἔχει τό ἀξίωμα τῆς
πατρικῆς θεότητος. Διότι τό νά λάβῃς εἶναι κοινόν γνώρισμα καί εἰς αὐτήν
τήν κτίσιν, τό νά ἔχῃς ὅμως ἀπό τήν φύσιν εἶναι γνώρισμα αὐτοῦ ὁ ὁποῖος
ἐγεννήθη. Σάν Υἱός λοιπόν φυσικά ἔχει αὐτά πού εἶναι τοῦ Πατρός. Σάν
μονογενής ὅμως ἔχει ὅλα γενικῶς εἰς τόν ἑαυτόν του, χωρίς νά μοιράζεται
τίποτε μέ κάποιον ἄλλον. Ἀπό τήν ἴδίαν λοιπόν τήν ὀνομασίαν τοῦ Υἱοῦ
διδασκόμεθα, ὅτι κοινωνεῖ μέ τήν πατρικήν φύσιν. Δέν ἔχει κτισθῆ κατόπιν
προσταγῆς, ἀλλά ἀπό τήν οὐσίαν χωρίς διάλειμμα ἐξέλαμψεν. Εἶναι
ἡνωμένος μαζί μέ τόν Πατέρα αἰωνίως· ἴσος εἰς ἀγαθότητα, ἴσος εἰς
δύναμιν, καί κοινωνός τῆς δόξης τοῦ Πατρός. Διότι, μέ τό νά δεικνύῃ εἰς
τόν ἑαυτόν ὁλόκληρον τόν Πατέρα, τί ἄλλο εἶναι παρά σφραγίς καί εἰκών;
Ὅσα δέ σοῦ λέγει μετά ταῦτα διά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀναφερόμενος εἰς
τήν οἰκονομίαν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, τήν ὁποίαν ἐπετέλεσεν ἀφοῦ
ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς σαρκικά, μέ τό νά λέγῃ δηλαδή ὅτι ἀποστέλλεται καί
τίποτε δέν ἠμπορεῖ ἀπό μόνος του νά κάμῃ καί ὅτι ἔλαβεν ἐντολή καί ἄλλα
παρόμοια, νά μή σοῦ δώσουν ἀφορμάς διά νά ἐλαττώσῃς τήν θεότητα τοῦ
Μονογενοῦς. Διότι ἡ συγκατάβασις πρός τήν ἰδικήν σου ἀδυναμίαν δέν
πρέπει νά γίνῃ ἐλάττωσις τῆς ἀξίας τοῦ δυνατοῦ. Νά ἐννοῇς λοιπόν τήν μέν
φύσιν θεοπρεπῶς, τά δέ λόγια πού πού εἶναι κάπως ταπεινά νά τά δέχεσαι
ὅπως ἁρμόζουν εἰς τήν οἰκονομίαν τῆς ἐνσαρκώσεως. Δι᾿ αὐτά ἐάν ἠθέλαμεν
τώρα νά ὁμιλήσωμεν, θά κατέληγεν εἰς ἀπεραντολογίαν.
3.
Ἀλλά ἄς ἐπανέλθωμεν εἰς τό προκείμενον θέμα. Ὅτι δηλαδή ἡ διάνοια ἡ
ὁποία ἠμπόρεσε καί ἀπό τά ὑλικά πάθη νά καθαρισθῇ καί νά ἐγκαταλείψῃ
ὁλόκληρον τήν νοητήν κτίσιν καί ὡσάν ἰχθύς νά ἀναδυθῇ ἀπό τά βάθη πρός
τήν ἐπιφάνειαν, ἀφοῦ φθάσῃ εἰς τό καθαρόν ἀπό τήν κτίσιν μέρος, ἐκεῖ θά
ἰδῇ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅπου εἶναι ὁ Υἱός, καί ὅπου εἶναι ὁ Πατήρ, νά τά
ἔχῃ ὅλα καί αὐτό κατά τήν φύσιν οὐσιωδῶς ἡνωμένα, δηλαδή τήν ἀγαθότητα,
τήν εὐθύτητα, τόν ἁγιασμόν, τήν ζωήν. Διότι, λέγει, «τό Πνεῦμά σου τό
ἀγαθόν»10. Καί πάλιν «Πνεῦμα εὐθές»11, καί πάλιν «τό Πνεῦμα τό ἅγιον»12. Καί ὁ Ἀπόστολος λέγει, «ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς»13.
Ἀπ᾿ αὐτά τίποτε τό ἐπίκτητον δέν ὑπάρχει εἰς αὐτό. Τίποτε δέν
συνυπάρχει πού νά προσετέθη κατόπιν. Ἀλλ᾿ ὅπως ἡ θερμότης εἵναι
ἀχώριστος ἀπό τήν φωτιάν καί ἡ λάμψις ἀπό τό φῶς, ἔτσι καί ὁ ἁγιασμός
καί ἡ ζωοποιός δύναμις, ἡ ἀγαθότης καί ἡ εὐθύτης ἀπό τό Πνεῦμα. Ἐκεῖ
λοιπόν στέκεται τό Πνεῦμα, ἐκεῖ εἰς τήν μακαρίαν φύσιν. Δέν ἀριθμεῖται
μαζί μέ πολλά, ἀλλα εἰς τήν Τριάδα θεωρεῖται. Δέν ἐμπεριέχεται. Διότι
ὅπως ὁ Πατήρ ἕνας, καί ὁ Υἱός ἕνας, ἔτσι ἕνα καί τό ἅγιον Πνεῦμα. Τά
λειτουργικά ὅμως πνεύματα, καθένα τάγμα μᾶς ὑποδηλώνει πλῆθος
πανάριθμον. Νά μή ζητᾷς λοιπόν εἰς τήν κτίσιν αὐτό πού εἵναι πέραν ἀπό
τήν κτίσιν. Νά μή κατεβάζῃς αὐτό πού ἁγιάζει εἰς τήν θέσιν αὐτοῦ πού
ἁγιάζεται. Αὐτό γεμίζει τούς ἀγγέλους, γεμίζει τούς ἀρχαγγέλους, ἁγιάζει
τάς δυνάμεις, δίδει ζωήν εἰς τά σύμπαντα. Αὐτό μερίζεται εἰς ὁλόκληρον
τήν κτίσιν καί κατά διάφορον τρόπον μετέχεται ἀπό τό καθένα, ἀλλά δέν
ἐλαττώνεται ἀπ᾿ αὐτά πού μετέχουν. Εἰς ὅλα δίδει τήν χάριν του. Δέν
καταναλίσκεται ὅμως εἰς αὐτούς πού μετέχουν, ἀλλά καί αὐτοί πού ἔχουν
λάβει εἶναι γεμάτοι καί τό ἴδιον δέν εἶναι ἐλλιπές. Καί ὅπως ὁ ἥλιος πού
ἀκτινοβολεῖ εἰς τά σώματα καί κατά ποικίλον τρόπον μετέχεται ἀπό αὐτά,
χωρίς νά ἐλαττώνεται ἀπ᾿ αὐτά πού μετέχουν, ἔτσι καί τό Πνεῦμα δίδει εἰς
ὅλα ἀπό τήν χάριν του χωρίς νά μειώνεται καί νά διασπᾶται. Ὅλους τούς
φωτίζει, διά νά κατανοήσουν τόν Θεό. Ἐμπνέει τούς προφήτας, κάμνει
σοφούς νομοθέτας, τελειοποιεῖ ἱερεῖς, ἐνισχύει βασιλεῖς, κάμνει
δικαίους, σεμνύνει ἐγκρατεῖς, θεραπεύει, δίδει ζωήν εἰς τούς νεκρούς,
ἐλευθερώνει τούς αἰχμαλώτους, κάμνει υἱούς αὐτούς πού ἔχουν ἀποξενωθῆ
αὐτά τά ἐπιτελεῖ μέ τήν ἀναγέννησιν. Ἐάν παραλάβῃ τελώνην, ὁ ὁποῖος
πιστεύει, τόν ἀναδεικνύει εὐαγγελιστήν14. Ἐάν ἔλθῃ εἰς ψαράν, τόν κάμνει θεολόγον15. Ἐάν συναντήσῃ διώκτην μετανοιωμένον, τόν καθιστᾷ ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν, κήρυκα τῆς πίστεως, σκεῦος ἐκλεκτόν16.
Μ᾿ αὐτό οἱ ἀδύνατοι γίνονται ἰσχυροί, οἱ πτωχοί γίνονται πλούσιοι, οἱ
ἀγράμματοι γίνονται σοφώτεροι ἀπό τούς σοφούς. Ὁ Παῦλος ἄν καί ἦταν
ἀδύναμος ἀλλά μέ τήν παρουσίαν τοῦ Πνεύματος, τά μανδήλια τοῦ σώματός
του ἐθεράπευαν αὐτούς πού τά ἐδέχοντο17.
Ὁ Πέτρος καί αὐτός ἄν καί περιεβάλλετο σῶμα ἀδύναμον, ἀλλά λόγῳ τῆς
χάριτος τοῦ Πνεύματος πού κατοικοῦσε μέσα του ἡ σκιά πού ἔπιπτεν ἀπό τό
σῶμά του ἀπεμάκρυνε τάς ἀσθενείας τῶν βασανιζομένων18,
ἀλλά ἐδώριζαν ὑγείαν πού ἦταν πολυτιμοτέρα ἀπό πολλά χρυσᾶ νομίσματα.
Διότι ὁ χωλός ἀφοῦ ἐπῆρε ἀπό πολλούς χρήματα, παρέμεινεν ἀκόμη ζητιάνος.
Ὅταν ὅμως ἐδέχθη τήν χάριν ἀπό τόν Πέτρον, ἔπαυσε νά ζητιανεύῃ.
Ἐπηδοῦσε σάν ἐλάφι καί ἐδόξαζε τόν Θεόν. Ὁ Ἰωάννης δέν ἐγνώριζε τήν
κοσμικήν σοφίαν, ἀλλ᾿ εἶπε λόγια μέ τήν δύναμιν τοῦ Πνεύματος, πρός τά
ὁποῖα καμμιά σοφία δέν ἠμπορεῖ νά παραβληθῇ. Αὐτό καί εἰς τόν οὐρανόν
ὑπῆρξε καί τήν γῆν ἐπλήρωσε καί παντοῦ εἶναι παρόν καί πουθενά δέν
περικλείεται. Ὁλόκληρον ἐνοικεῖ εἰς τόν καθένα καί ὁλόκληρον εἶναι μαζί
μέ τόν Θεόν. Διακονεῖ τάς δωρεάς ὄχι κατά τρόπον ὑπηρετικόν, ἀλλά κατά
τρόπον αὐθεντικόν διανέμει τά χαρίσματα. Διότι «μοιράζει εἰς τόν καθένα,
λέγει, ὅπως αὐτό θέλει»19.
Ἀποστέλλεται κατ᾿ οἰκονομίαν, ἀλλά δρᾷ αὐτεξουσίως. Ἄς εὐχηθοῦμεν αὐτό
νά παρευρίσκεται εἰς τάς ψυχάς μας καί νά μή μᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτέ μέ τήν
χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ
δύναμις εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!!!
Ἀπό τό βιβλίο: “ΟΜΙΛΙΕΣ”
Ἐκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
1Ἀπό
τόν τόμον 7 τῶν ἔργων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τῶν ἐκδόσεων «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ», Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 29-41, μόνο τήν ἑρμηνεία.
19 Β΄: Κορ. Ιβ΄:11
http://www.hristospanagia.gr/?p=17718#more-17718