Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:https://www.youtube.com/watch?v=gLBhVtGU8y8
Συνεχίζουμε σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα τό θέμα
γιά τό ἄγχος, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐλευθερία. Εἴχαμε ἀναφέρει ὅτι
μία πηγή ἄγχους γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι οἱ διάφορες θλίψεις, οἱ
διάφορες ἐξωτερικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες δέ μᾶς ἀρέσουν, γιατί εἶναι
ἀντίθετες μέ τήν ἄνεση, μέ τή φιλαυτία καί τήν καλοπέρασή μας. Στή ρίζα
βέβαια αὐτοῦ τοῦ ἄγχους εἴναι πάντοτε ἡ ἀπιστία ἤ τουλάχιστον ἡ ὀλιγοπιστία.
Μία ἄλλη αἰτία ἄγχους, παρεμφερής καί αὐτή, εἶναι ἡ πολυτελής καί
πολύπλοκη ζωή, ἡ ὁποία ἔχει ὡς αἰτία της τήν ἀνασφάλεια πού νιώθουν οἱ
ἄνθρωποι, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀπιστία, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό,
από τήν ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια καί τόν στηριγμό στίς δικές μας
ἀνθρώπινες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ ἀνεπαρκεῖς, πολύ φτωχές καί
πολύ ἀδύναμες στό νά ἱκανοποιήσουν αὐτές τίς πολύπλοκες ἀπαιτήσεις πού
δημιουργοῦμε στόν ἑαυτό μας, διότι σάν νά ἐξαρτῶνται τά πάντα ἀπό μᾶς,
πρέπει νά φροντίσουμε γιά ὅλα.
Ὁ
Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἁπλοποιεῖστε τή ζωή σας, γιά νά φύγει τό
ἄγχος. Ἀπό τήν κοσμική εὐτυχία, βγαίνει τό κοσμικό ἄγχος». Θά πεῖτε:
- Ὑπάρχει καί πνευματικό ἄγχος;
-
Ναί, ὑπάρχει καί πνευματικό ἄγχος, ὅταν κανείς δέν τά πιάσει σωστά τά
πνευματικά θέματα καί στεναχωριέται ἐκεῖ πού δέν πρέπει.
«Ὅσο ἀπομακρύνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τή φυσική ζωή, τήν ἁπλή καί
προχωροῦν στήν πολυτέλεια, τόσο αὐξάνει καί τό ἀνθρώπινο ἄγχος. Καί ὅσο
ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, ἑπόμενο εἶναι νά μή βρίσκουν πουθενά
ἀνάπαυση».
Αὐτά λέει ὁ Γέροντας Παΐσιος, γιατί πραγματικά ἡ ρίζα μας εἶναι ὁ Θεός
καί Αὐτός εἶναι ὁ ὄντως Ὤν, Αὐτός πού πραγματικά ὑπάρχει καί Αὐτός πού
πραγματικά μπορεῖ νά μᾶς στηρίξει. Μόνο Αὐτός. Ὅσο λοιπόν φεύγουμε ἀπό
τόν Θεό, δέν ἔχουμε ποῦ νά στηριχτοῦμε καί φυσικά δέν ἔχουμε ποῦ νά
ἀναπαυτοῦμε.
«Γι ̓ αὐτό» αὐτοί οἱ ἄνθρωποι «γυρίζουν ἀνήσυχοι ἀκόμη καί γύρω ἀπό τό
φεγγάρι -σάν το λουρί τῆς μηχανῆς γύρω ἀπό τήν τρελλή ρόδα- γιατί
ὁλόκληρος ὁ πλανήτης μας δέν χωράει τήν πολλή τους ἀνησυχία».
Ὁ Γέροντας ἀφήνει ὑπονοούμενα γιά τή σύγχρονη πραγματικότητα, πού ἐνῶ
ἔχουμε τέτοια τεχνολογία καί μποροῦμε νά πᾶμε γύρω ἀπό τό φεγγάρι καί νά
γυρίσουμε γύρω ἀπό τή γῆ, ἡσυχία δέ βρίσκουμε στήν ταραγμένη μας
διάνοια.
«Ἀπό τήν κοσμική καλοπέραση, ἀπό την κοσμική εὐτυχία, βγαίνει τό
κοσμικό ἄγχος. Ἡ ἐξωτερική μόρφωση μέ τό ἄγχος ὁδηγεῖ καθημερινῶς
ἑκατοντάδες ἀνθρώπων (ἀκόμη καί μικρά παιδιά μέ ἄγχος) στίς ψυχαναλύσεις
καί στούς ψυχιάτρους καί κτίζει συνεχῶς Ψυχιατρεῖα καί μετεκπαιδεύει
ψυχιάτρους, ἐνῶ πολλοί ψυχίατροι οὔτε Θεό πιστεύουν, οὔτε ψυχή
παραδέχονται».
Παρόλα αὐτά, ὑπάρχει μία διάχυτη πεποίθηση στόν ἀπομακρυσμένο ἀπό τόν
Θεό ἄνθρωπο, τόν ἐκκοσμικευμένο, ὅτι ἐκεῖ θά μπορέσει νά θεραπευτεῖ.
Ὄμως, δέν θεραπεύεται καί αὐτό φαίνεται στήν πράξη καί στήν
πραγματικότητα, ὅπου ἐνῶ ἔχουμε ὅλο καί περισσότερα ψυχιατρεῖα, τόσο
αὐξάνονται οἱ ψυχοπαθεῖς.
«Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά βοηθήσουν ψυχές, ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι εἶναι γεμάτοι ἀπό ἄγχος»;
Δέν ἔχω τίποτα μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Τούς ἀγαπῶ πάρα πολύ καί ὁ
Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος τούς ἀγαποῦσε πάρα πολύ καί ὁ Ἅγιος Γέροντας
Παΐσιος. Ὅμως εἴμαστε ἐνάντια σέ αὐτό πού ὁνομάζεται «Ψυχολογία» καί
«Ψυχιατρική». Καταρχήν ὁ ὅρος εἶναι παραπλανητικός. Θά ἔπρεπε νά
ὁνομάζονται διαφορετικά αὐτές οἱ ἐπιστῆμες καί νά ἔχουν καί μία ἄλλη
βάση. Γιατί δυστυχῶς ὁ Φρόυντ, ὁ Γιούνγκ καί οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν
μία πολύ λανθασμένη βάση. Ὅπως προχωράει ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική
ἔρευνα, ἀποδεικνύεται ἀκόμη περισσότερο ὅτι ἡ βάση τους ἦταν
ἀποκρυφιστική. Στηριζόταν σέ ἐπικοινωνία μέ πονηρά πνεύματα.
Λέει ὁ Φρόυντ ὅτι πείστηκε ὅτι ἡ θεωρία του εἶναι σωστή, γιατί ἔκανε ἔρευνα.
- Ποιά ἦταν ἡ ἔρευνα πού ἔκανε;
Ἦταν ἀκριβῶς αὐτές οἱ ἐπικλήσεις δαιμόνων.
- Εἶναι δυνατόν οἱ δαίμονες νά δώσουν κάτι καλό στόν ἄνθρωπο;
Σέ καμία περίπτωση. Γι’αὐτό βλέπουμε τήν ἀποτυχία τῆς Ψυχολογίας καί
τῆς Ψυχιατρικῆς. Ἄν ἦταν ὄντως ἐπιτυχημένη μέθοδος, δέ θά εἴχαμε τόσες
πολλές σχολές ψυχοθεραπείας. Ὑπάρχουν περίπου 200 σχολές ψυχοθεραπείας
μέ διαφορετική φιλοσοφία ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη καί πολλές φορές μέ
ἀντικρουόμενη φιλοσοφία. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει θεραπεία μέ αὐτήν
τή μέθοδο. Στήν Ἰατρική, τό ξέρουμε πολύ καλά, ὅτι ὅπου ὑπάρχουν πολλά
φάρμακα, οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει θεραπεία. Ἐνῶ ὄταν ὑπάρχει θεραπεία,
ξέρεις τό συγκεκριμένο φάρμακο πού θεραπεύει τήν ἀρρώστια, τό δίνεις καί ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται.
Δέν πρέπει ἑπομένως νά ἀναζητήσουμε τή θεραπεία στούς ψυχίατρους καί
στούς ψυχολόγους, ἀλλά στήν ψυχική κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί
κυρίως ἀπό τήν ἀπιστία. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού ἀσχολοῦνται μέ αὐτές τίς
ἐπιστῆμες ὁμολογοῦν πολλές φορές πώς ἔχουν οἱ ἴδιοι πρόβλημα καί ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν εἰδικότητα, ἐλπίζοντας νά αὐτοθεραπευτοῦν.
- Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν ἐνῶ εἶσαι ἄρρωστος, νά ἐπαγγέλεσαι τή θεραπεία τῶν ἄλλων;
Κάποτε εἶχε ἔρθει ἕνας ψυχολόγος στό Ἅγιο Ὄρος καί μοῦ εἶπε: «Ἦρθα
γιατί μέ ἔπιασαν τά ὑπαρξιακά μου καί σκέφτηκα μήπως βρῶ ἐδῶ κάποια
ἀπάντηση». Αὐτός ὁ ἄνθρωπος λοιπόν δέχεται ἀνθρώπους καί τούς
συμβουλεύει ὥστε νά λύσουν τά προβλήματά τους, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν ἔχει
λύσει ἀκόμα τά δικά του.
«Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά παρηγορηθεῖ ἀληθινά, ἄν δέν πιστέψει
στόν Θεό καί στήν ἀληθινή ζωή, τή μετά θάνατον, τήν αἰώνια»;
Γιατί τό βασικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος
δέν ἀπαντήσει σ’ αὐτό τό πρόβλημα, δέ βρίσκει λύτρωση καί ἀνάπαυση στή
ζωή του.
«Ὄταν συλλάβει ὁ ἄνθρωπος τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, τῆς ἀληθινῆς, τό
ὁποῖο εἶναι ἀκριβῶς ἡ μετάνοια, τότε φεύγει ὅλο τό ἄγχος του καί ἔρχεται
ἡ Θεία παρηγοριά, καί θεραπεύεται».
- Ποιός εἶναι ὁ λόγος πού ὑπάρχουμε, γιατί ἤρθαμε σ’ αὐτήν τή ζωή;
Ὁ Θεός μᾶς ἔφερε στή ζωή ἀκριβῶς γιά νά προετοιμαστοῦμε καί νά
γυρίσουμε στήν πραγματική μας πατρίδα, ζωή καί κατάσταση, πού ἁρμόζει
στόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ ζωή μέσα στόν Θεό. Ἄν δέν το καταλάβει ὁ
ἄνθρωπος, ὅτι αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ζωή του ἐδῶ στή γῆ, τότε γεμίζει μέ
ἄγχος. Ὅταν τό καταλάβει, τότε φεύγει ὅλο τό ἄγχος, ἔρχεται ἡ Θεία
παρηγοριά καί θεραπεύεται.
Προσέξτε τί λέει χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος:
«Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ
Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό
βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι κορυφαῖος ἀσκητής – ἡσυχαστής. Τά γραπτά του τά
‘Ἀσκητικά’ του, εἶναι γλυκύτατα. Πολλές φορές ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔμενε
δύο ὧρες σέ μία πρόταση. Τήν σκεφτόταν καί τήν ξανασκεφτόταν. Ἔχει πάρα
πολύ βάθος τό κείμενο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί πάρα πολύ λύτρωση φέρνει στούς
ἀνθρώπους, διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτός γράφει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι πού ἀναπαύει πραγματικά τήν ψυχή μας.
«Πᾶνε νά ἠρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε μέ ἠρεμιστικά, εἴτε μέ θεωρίες
γιόγκα, καί τήν πραγματική ἠρεμία, πού ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθεῖ ὁ
ἄνθρωπος, δέν τήν ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθει ἡ θεία παρηγοριά μέσα τους».
Ἔχουμε ἀναφέρει κι ἄλλες φορές αὐτό πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: ὁ
ταπεινόφρων ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ἄν κολλήσει ὁ οὐρανός στή γῆ, οὐ
θροεῖται, δέν ταράζεται, δέ φεύγει ἀπό αὐτήν τήν ἀνάπαυση, πού χαρίζει
στήν ψυχή τήν ταπεινή, ἡ ταπείνωση.
Ταπείνωση σημαίνει νά εἶσαι κάτω ἀπό ὅλους. Ἀφοῦ εἶσαι στόν Ἅδη τῆς
ταπείνωσης, δέν ἔχεις φόβο νά πέσεις, νά πᾶς πιό κάτω. Ὁ ταπεινός δέ
φοβᾶται νά πέσει.
- Ποιός φοβᾶται μῆπως πέσει;
Αὐτός πού εἶναι ψηλά, ὁ ὑψηλόφρων, ὁ ὑπερήφανος. Τόν ταπεινόφρωνα ἄνθρωπο ὅμως
δέν τόν ταράζει τίποτα, καμία πτώση, καμία ἀλλαγή. Οὔτε αὐτό τό
ἀνεπαίσθητο θρόισμα πού κάνουν τά φύλλα δέ νιώθει ἡ ψυχή του στίς
διάφορες ἐξωτερικές ἀλλαγές.
«Καί οἱ διάφοροι τουρίστες, πού ἔρχονται ἀπό ξένες χῶρες καί περπατοῦν
στούς δρόμους, μέσα στόν ἥλιο, στή ζέστη, μέσα στή σκόνη, μέσα στήν τόση
φασαρία, σκέψου πόσο ὑποφέρουν! Τί ζόρισμα, τί σφίξιμο ἐσωτερικό ἔχουν,
ὥστε τό σκάσιμο αὐτό τό ἐξωτερικό τό θεωροῦν ἀνάσα! Πόσο τούς διώχνει ὁ
ἑαυτός τους, πού θεωροῦν ἀνάπαυση ὅλη αὐτήν τήν ταλαιπωρία»! Πράγματι
ὁρισμένες φορές βλέπουμε κάποιους φορτωμένους σέ ποδήλατα νά ἀνεβαίνουν
μεγάλες ἀνηφόρες! Ὅπως λέει ὁ Γέροντας τί ζόρισμα νιώθουν, πού αὐτή τή
μεγάλη ταλαιπωρία τή θεωροῦν ἀναψυχή. Πόσο τούς διώχνει ὁ ἑαυτός τους,
πού θεωροῦν ἀνάπαυση ὅλη αὐτήν τήν ταλαιπωρία!
«Ὅταν δοῦμε ἄνθρωπο μέ μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καί λύπη, ἐνῶ τά ἔχει
ὅλα -τίποτα δέν τοῦ λείπει- πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός».
Ὁ Θεός εἶναι πού ἀναπαύει πραγματικά τήν ψυχή, ἡ ὁποία ψυχή δέ γεμίζει
μέ τίποτα, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι πλασμένη γιά την αἰωνιότητα. Δέ γεμίζει,
παρά μόνο μέ τήν αἰωνιότητα, παρά μόνον μέ τό ἄπειρο δηλαδή, πού εἶναι ὁ
Θεός.
«Τελικά, οἱ ἄνθρωποι βασανίζονται καί ἀπό τόν πλοῦτο, γιατί τά ὑλικά ἀγαθά δέν τούς γεμίζουν· εἶναι διπλό βάσανο».
Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἄν γίνουν πλούσιοι θά ἀναπαυτοῦν. Ἔτσι ὅμως προσθέτουν ἀκόμη ἕνα βάσανο. Ἤδη ὑπάρχει ἕνα κενό καί προσπαθοῦν νά τό γεμίσουν μέ τά χρήματα. Τό μόνο πού συμβαίνει ὅμως εἶναι ὅτι μεγαλώνει τό κενό τους καί ἔχουν προσθέσει στή ζωή τους καί ἕνα ἀκόμα βάσανο, τά χρήματα. Ἔτσι βασανίζονται διπλά.
«Ξέρω ἀνθρώπους πλούσιους, πού τά ἔχουν ὅλα, δέν ἔχουν καί παιδιά καί
βασανίζονται. Βαριοῦνται πού κοιμοῦνται, βαριοῦνται νά περπατήσουν,
βασανίζονται ἀπό ὅλα. ‘Ἐντάξει, ἀφοῦ ἔχεις ἐλεύθερο χρόνο, λέω σέ
κάποιον, κάνε πνευματικά’. Κάνε προσευχή, πήγαινε στόν Ἑσπερινό, πήγαινε
στή Λειτουργία, «‘Διάβασε μία Ὥρα, διάβασε λίγο ἀπό τό Εὐαγγέλιο’. ‘Δέ
μπορῶ’, λέει. ‘Κάνε
ἕνα καλό, πήγαινε σέ κανένα νοσοκομεῖο καί δές κανέναν ἄρρωστο’. ‘Ποῦ
νά πάω ὥς ἐκεῖ, σοῦ λέει, καί τί θά βγεῖ’; ‘Πήγαινε νά βοηθήσεις κανέναν
φτωχό στή γειτονιά σου’. ‘Ὄχι, δέν μ ̓ εὐχαριστεῖ, λέει,οὔτε αὐτό’. Νά
ἔχει ἐλεύθερο χρόνο, νά ἔχει ἕνα σωρό σπίτια, νά ἔχει ὅλα τά καλά, καί
νά βασανίζεται! Ξέρετε πόσοι τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν; Καί
βασανίζονται, μέχρι νά τους στρίψει τό μυαλό. Φοβερό! Κι ἄν τυχόν δέ
δουλεύουν, ἀλλά μόνον ἀπό τίς περιουσίες ἔχουν εἰσοδήματα, εἶναι οἱ πιό
βασανισμένοι ἄνθρωποι. Ἐνῶ, ἄν ἔχουν τουλάχιστον μιά δουλειά, εἶναι
καλύτερα».
Εἶναι καλύτερα νά ἔχουν μιά δουλειά, γιατί ξεφεύγει λίγο ὁ νοῦς ὅταν
ἀπασχολοῦνται μέ τήν ἐργασία. Ἔρχεται καί κάποια Χάρη στόν ἄνθρωπο.
Γιατί ἡ ἐργασία, ὅταν γίνεται σωστά καί δέν εἶναι δουλεία, εἶναι μία προσφορά ἀγάπης καί τραβάει λίγο τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ σημερινή ζωή μέ τό συνεχές κυνηγητό εἶναι κόλαση. Οἱ ἄνθρωποι
συνέχεια βιάζονται, τρέχουν». Μάλιστα στή σύγχρονη ἠλεκτρονική ἐποχή μας
οἱ ἄνθρωποι τρέχουν περισσότερο. «Αὐτήν τήν ὥρα πρέπει νά βρίσκονται
ἐδῶ, τήν ἄλλη ἐκεῖ,τήν ἄλλη πιό πέρα· ἀφοῦ,γιά νά μήν ξεχνοῦν τί ἔχουν
νά κάνουν, χρειάζεται νά τά γράφουν. Μέσα σέ τόσο τρέξιμο πάλι καλά πού
θυμοῦνται τά ὀνόματά τους!… Οὔτε τόν ἑαυτό τους γνωρίζουν. Ἀλλά πῶς νά
τόν γνωρίσουν; Γίνεται νά καθρεφτισθεῖς σέ θολά νερά; Ὁ Θεός νά μέ
συγχωρέσει, ἀλλά ὁ κόσμος κατήντησε σωστό τρελλοκομεῖο. Δέ σκέφτονται οἱ
ἄνθρωποι τήν ἄλλη ζωή· μόνο ζητᾶνε ὅλο καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά. Γι ̓
αὐτό καί δέ βρίσκουν ἡσυχία καί τρέχουν συνέχεια».
Αὐτό ὅλο εἶναι τέχνη τοῦ πονηροῦ, στήν ὁποία βεβαίως τέχνη ὑποκύπτουμε
κι ἐμεῖς, γιατί ὁ πονηρός δέν μᾶς ἀναγκάζει νά κάνουμε κάτι. Κάνει μόνο
προτάσεις καί μοιάζει μέ τόν Φαραώ, τόν ἀρχαῖο αὐτόν τύραννο τῶν
Ἑβραίων.
- Τί ἔκανε ὁ Φαραώ στούς Ἑβραίους;
Τούς ἔδινε πολλή δουλειά καί πολύ φαΐ. Ἔτσι τούς εἶχε καταπιεσμένους
καί ὑπόδουλους. Γιατί τό ἔκανε αὐτό; Γιά νά μή σκέφτονται τόν Θεό, τήν
ἐλευθερία καί νά μή θέλουν νά φύγουν. Τό ἴδιο κάνει καί σέ μᾶς ὁ
διάβολος σήμερα. Πολλή δουλειά καί πολύ φαγητό. Τώρα ὁ Θεός μᾶς παίρνει
λίγο τό φαΐ μήπως
καί συνέλθουμε! Μπορεῖ νά συνέλθουμε λίγο.. Γιά νά ποθήσουμε τήν
ἀληθινή ἐλευθερία μας, γιατί σήμερα δέν ἔχουμε ἀληθινή ἐλευθερία, ἀλλά
δουλεία. Τό παραδεχόμαστε κιόλας λέγοντας:‘Ἔχω δουλειά’, ἄρα ἔχω
δουλεία, ἄρα εἶμαι δοῦλος.
«Εὐτυχῶς πού ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν αἰώνια σ ̓ αὐτήν
τή ζωή, μεγαλύτερη κόλαση δέ θά ὑπῆρχε, ἔτσι ὅπως ἔχουν κάνει τή ζωή
τους. Μέ αὐτό τό ἄγχος, ἄν ζοῦσαν ὀκτακόσια, ἐννιακόσια χρόνια, ὅπως
στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, θά ζοῦσαν μιά μεγάλη κόλαση». Ἄν δέν εἶχαν σκάσει
ἀπό τό πολύ ἄγχος. «Τότε στά πρῶτα χρόνια, ζοῦσαν ἁπλά καί ζοῦσαν καί
πολλά χρόνια, γιά νά διατηρεῖται ἡ Παράδοση».
Ἦταν σκόπιμο αὐτό. Ζοῦσαν τόσα πολλά χρόνια γιατί ἔπρεπε ἡ ἱστορία τοῦ
Ἀδάμ, γιά παράδειγμα νά μεταλαμπαδευτεῖ στούς ἑπόμενους. Ζοῦσε λοιπόν ὁ
Ἀδάμ ὀχτακόσια, ἐννιακόσια χρόνια καί ἔλεγε τήν ἱστορία στά ἐγγόνια, στά
δισέγγονα κτλ. Ἔτσι, ἀπό στόμα σέ στόμα διατηροῦσαν τήν παράδοση.
«Τώρα γίνεται αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός: ‘Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν
ἐναὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐάν δέ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καί τό
πλεῖον αὐτῶν κόπος καί πόνος’. Ἑβδομῆντα χρόνια εἶναι ἴσα ἴσα γιά νά
τακτοποιήσουν τά παιδιά τους οἱ ἄνθρωποι».
Μᾶς δίνει ὁ Θεός δηλαδή τό ἐλάχιστο πού χρειαζόμαστε, γιά νά μή
βασανιζόμαστε. Πάλι ἀπό ἀγάπη μᾶς περιόρισε τά χρόνια ὁ Θεός, γιατί δέν
ξέρουμε νά ζήσουμε σωστά.
«Μιά μέρα πέρασε ἀπό τό Καλύβι ἕνας γιατρός πού ζεῖ στήν Ἀμερική καί
μοῦ ἔλεγε γιά τή ζωή ἐκεῖ πέρα. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ κατήντησαν μηχανές· Ὅλη
μέρα δουλεύουν. Κάθε μέλος τῆς οἰκογενείας πρέπει νά ἔχει δικό του
αὐτοκίνητο. Ὕστερα στό σπίτι, γιά νά κινεῖται ὁ καθένας ἄνετα, πρέπει νά
ἔχουν τέσσερις τηλεοράσεις. Καί δῶσ ̓ του καί δουλεύουν καί
κουράζονται, γιά νά βγάζουν πολλά χρήματα, γιά νά ποῦν πώς εἶναι
τακτοποιημένοι καί εὐτυχισμένοι. Ἀλλά τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τήν
εὐτυχία; Τέτοια ζωή γεμάτη ἄγχος καί μέ ἕνα συνεχές κυνηγητό δέν εἶναι
εὐτυχία· εἶναι κόλαση. Τί νά τήν κάνεις τή ζωή μέ τέτοιο ἄγχος; Ἄν
ἔπρεπε ὅλος ὁ κόσμος νά ζεῖ τή ζωή αὐτή, δέν θά τήν ἤθελα. Ἄν ὁ Θεός
ἔλεγε σ ̓ αὐτούς τούς ἀνθρώπους: ‘Δέν σᾶς τιμωρῶ γιά τήν ζωή πού ζεῖτε,
ἀλλά θά σᾶς ἀφήσω αἰώνια νά ζεῖτε ἔτσι’, αὐτό γιά μένα θά ἦταν μία
μεγάλη κόλαση».
Δηλαδή ἡ κόλαση φτιάχνεται ἀπό ἐμᾶς. Δέ μᾶς βάζει ὁ Θεός στήν κόλαση.
«Γι ̓ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι δέν ἀντέχουν νά ζοῦν σέ τέτοιες συνθῆκες
καί βγαίνουν ἔξω στήν ὕπαιθρο χωρίς κατεύθυνση καί σκοπό. Σχηματίζουν
ὁμάδες, ἔξω στή φύση, ἄλλοι μέ πρόγραμμα τή γυμναστική, ἄλλοι μέ κάτι
ἄλλο». Ἔρχονται καί οἱ διάφορες αἱρέσεις καί δίνουνε δαιμονικές
‘διεξόδους’ στόν ἄνθρωπο. Ἄλλος ἀσχολεῖται μέ τόν ἀποκρυφισμό, ἄλλος μέ
τή μαγεία, ἄλλος μέ τό ἐσωτερικό φῶς γιά νά ἀποκτήσει ἐμπειρίες
-δαιμονικές ὅμως ἐμπειρίες- καί νά γλυτώσει λίγο ἀπό αὐτή τήν κόλαση πού
φέρνει τό ἄγχος.
«Μοῦ εἶπαν γιά μερικούς πού βγαίνουν στήν ὕπαιθρο καί τρέχουν ἤ φεύγουν
στά βουνά καί ἀνεβαίνουν σέ ὕψος 6.000μ. Κρατοῦν τήν ἀναπνοή τους καί
ἔπειτα την ἀφήνουν καί πάλι εἰσπνέουν βαθιά…» Μ’ αὐτή τή βαθιά ἀναπνοή
νομίζουν ὅτι τούς φεύγει τό ἄγχος. «Χαμένα πράγματα. Αὐτό δείχνει πώς ἡ
καρδιά τους εἶναι πλακωμένη ἀπό τό ἄγχος καί ζητάει διέξοδο. Σέ ἕναν
τέτοιο εἶπα: «Ἐσεῖς σκάβετε λάκκο, τόν κάνετε μεγάλο, θαυμάζετε γιά τόν
λάκκο πού ἀνοίξατε καί γιά τό βάθος του καί… πέφτετε μέσα καί πᾶτε κάτω.
Ἐνῶ ἐμεῖς σκάβουμε λάκκο καί βρίσκουμε μέταλλα.Ἔχει νόημα ἡ ἄσκησή μας,
γιατί γίνεται γιά κάτι ἀνώτερο».
Ἐννοεῖ ὁ Γέροντας τήν ἄσκηση πού κάνουμε, ἡ ὁποία γίνεται γιά τόν Χριστό καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας.
Τό ἄγχος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ἐρώτηση στόν Γέροντα:
- Γέροντα, λαϊκοί πού ζοῦν πνευματικά, ὅταν γυρίζουν τό βράδυ ἀπό τή δουλειά κουρασμένοι, δυσκολεύονται νά κάνουν τό Ἀπόδειπνο καί στενοχωροῦνται.
-
Ὅταν ἐπιστρέφουν ἀργά τό βράδυ ἀπό τή δουλειά καί εἶναι κουρασμένοι,
ποτέ νά μή στριμώχνουν μέ ἄγχος τόν ἑαυτό τους, ἀλλά πάντα μέ φιλότιμο
νά λένε στόν ἑαυτό τους: ‘Ἐάν δέ μπορεῖς νά διαβάσεις ὁλόκληρο τό
Ἀπόδειπνο, διάβασε τό μισό ἤ τό ἕνα τρίτο’ καί νά προσπαθοῦν ἄλλη φορά
νά μήν κουράζονται πολύ τήν ἡμέρα. Νά ἀγωνίζονται, ὅσο μποροῦν, μέ
φιλότιμο καί νά τά ἐμπιστεύονται ὅλα στόν Θεό καί ὁ Θεός θά ἐνεργήσει. Ὁ
νοῦς πάντα νά βρίσκεται κοντά στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μελέτη.
Θέλει μία διάκριση. Ὅλη τήν ἡμέρα νά κρατᾶμε δυνάμεις, ὥστε τό βράδυ νά μή δίνουμε ὅπως ἔλεγε καί ἕνας μακαριστός Ἁγιορείτης τό «μπούχτισμά
μας» στόν Θεό καί νά θέλουμε νά τελειώνουμε γρήγορα. Νά ἔχουμε λίγη
δύναμη γιά νά δώσουμε στόν Θεό αὐτό πού πρέπει. Ἄν ὡστόσο δέν τό
καταφέρεις κάποια στιγμή, μήν σέ πιάσει ἄγχος καί ἀγωνία. Ὁ Θεός εἶναι
ὅλος ἀγάπη. Εἶναι πάνω στόν Σταυρό γιά σένα καί γιά μένα προσωπικά.
Ἔδωσε τό αἷμα Του. Δέν εἶναι τιμωρός ἤ ἕνας φορεοεισπράκτορας πού
περιμένει κάθε βράδυ τή δόση του γιά νά μᾶς φανεῖ ἵλεως. Ὁ Θεός πάντα
εἶναι ἵλεως, ἀκόμη καί ἄν δέν Τοῦ ποῦμε τίποτα. Νά μήν ἀγχωνόμαστε καί
νά μήν ταραζόμαστε. Ἐδῶ περνᾶμε στό πνευματικό ἄγχος, τό ὁποῖο εἴπαμε
πιάνει καμιά φορά αὐτούς πού ἀγωνίζονται πνευματικά.
«Νά ἀγωνίζονται, ὅσο μποροῦν, μέ φιλότιμο καί νά τα ἐμπιστεύονται ὅλα
στόν Θεό, καί ὁ Θεός θά ἐνεργήσει». Θυμάστε ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Συμεών
τοῦ νέου Θεολόγου,
- Πῶς ὁ Ἅγιος Συμεών εἶδε τό φῶς;
Ἦταν πολύ νέος καί εἶχε περάσει ἡ ἡμέρα μέσα στή πόλη μαζί μέ τόν
Γέροντά του μέ μία πολύ μεγάλη σωματική κόπωση. Ἀλλά ἦταν μέσα στήν
ὑπακοή καί αὐτό εἶχε σημασία. Τό σημαντικό δέν εἶναι τί κάνεις, ἀλλά ἄν
αὐτό πού κάνεις τό κάνεις μέ εὐλογία. Ὅλη τήν ἡμέρα λοιπόν δέν κάνανε
προσευχή, ἀφοῦ ἦταν μέσα στούς δρόμους. Κατάκοποι ἔφτασαν τό βράδυ στό
κελί τους. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε νά πεῖ μόνο τό Τρισάγιο καί νά
κοιμηθεῖ. Δέν τόν ἄφησε νά κάνει τόν κανόνα του ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Μέ τό
πού εἶπε τό Τρισάγιο ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί ὁ ἅγιος Συμεών εἶδε τό
Ἄκτιστο Φῶς. Εἶχε τήν κορυφαία αὐτή ἐμπειρία τῆς θεώσεως μέ ἕνα
τρισάγιο!
- Τί θέλει νά δείξει λοιπόν ὁ Θεός μέ αὐτό;
Ὅτι δέν μένει στίς ποσότητες, στούς τύπους καί στό τυπικό. Ἡ ἁγιότητα
ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὑπακοή πού κάνουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο
ἐκφράζεται μέσα ἀπό τόν Πνευματικό μας Πατέρα. Αὐτό ἔχει σημασία. Πολλοί
κάνουν πολλά τυπικά, προσευχές, μεγάλες νηστεῖες, ἀλλά δέ θέλουν νά
κάνουν ὑπακοή. Τούς λέει κάτι ὁ Πνευματικός τους καί ἀντιδροῦνε. Πολλές
φορές ἡ Ἐξομολόγηση
γίνεται μία ‘πάλη’ μέ αὐτόν τόν ὑποτίθεται ‘πνευματικό’ ἄνθρωπο πού δέ
θέλει νά κάνει ὑπακοή στόν Πνευματικό του Πατέρα, ἀλλά κάνει τά δικά του
τυπικά καί τίς δικές του ἀσκήσεις.
«Ὁ νοῦς πάντα νά βρίσκεται κοντά στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μελέτη».
- Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μᾶς ὅλη τὴν ἡμέρα;
Ὁ Θεός θέλει ὅλη τήν ἡμέρα τόν νοῦ σου. Ὄχι μόνο τά λίγα λεπτά στό
Ἀπόδειπνο. Διότι, ἄν δέν εἶναι ὅλη τή μέρα ὁ νοῦς σου στόν Θεό, καί αὐτά
τά λίγα λεπτά τοῦ Ἀπόδειπνου, δέν θά τά κάνεις σωστά.
- Μιά ὑπέρμετρη ἄσκηση, Γέροντα, πῶς εἶναι μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ;
- Ἄν γίνεται ἀπό φιλότιμο, χαίρεται καί ὁ ἄνθρωπος, χαίρεται καί ὁ Θεός γιά τό φιλότιμο παιδί Του.
Ἄν εἶναι ἀπό φιλότιμο, σημαίνει ἀπό ἀγάπη πραγματική πρός τόν Θεό. Νά
μήν τήν κάνουμε γιά νά γίνουμε ἐμεῖς ἅγιοι καί νά ξεπεράσουμε τούς
ἄλλους ἀνθρώπους πού δέν κάνουν τέτοιες ἀσκήσεις. Νά μήν τήν κάνουμε
δηλαδή ἀπό ἐγωισμό.
«Ἄν σφίγγεται ἀπό αγάπη, στάζει μέλι στήν καρδιά του. Ἐνῶ, ἄν σφίγγεται
ἀπό ἐγωισμό, βασανίζεται». Ἄν ἔχει ἀποκτήσει ἄγχος μέ τούς ἄλλους πού
προχωρᾶνε πιό γρήγορα, αὐτό εἶναι δαιμονικό. Τότε βρίσκεται σέ πλάνη ὁ
ἄνθρωπος.«Κάποιος πού ἀγωνιζόταν ἐγωιστικά καί σφιγγόταν μέ ἄγχος, εἶπε:
«Ὦ Χριστέ μου, πολύ στενή τήν ἔκανες τήν πύλη, δέν χωράω». Ἐνῶ, ἄν
ἀγωνιζόταν ταπεινά, θά χωροῦσε». Δέν εἶναι ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη, ἀλλά
ἐμεῖς εἴμαστε ‘χοντροί’ ἀπό τόν ἐγωισμό τόν πολύ. «Ὅσοι ἀγωνίζονται
ἐγωιστικά μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες κ.λπ., ταλαιπωροῦνται χωρίς πνευματική ὠφέλεια, γιατί δέρουν ἀέρα καί ὄχι δαίμονες».
Ὁ δαίμονας δέ φοβᾶται τίς ἀσκήσεις, ἀλλά τήν ταπείνωση. Στόν Ἅγιο
Ἀντώνιο εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θά περάσει ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου,
διά τῆς ταπεινοφροσύνης. Δέν τοῦ εἶπε διά τῆς νηστείας, οὔτε διά τῆς
ἀγρυπνίας, οὔτε διά τῶν μετανοιῶν, ἀλλά διά τῆς ταπεινοφροσύνης. Οἱ
ἀσκήσεις ὅλες γι’ αὐτό πρέπει νά γίνονται. Γιά νά προχωράει ὁ ἄνθρωπος καί νά φτάνει σέ αὐτήν τήν ταπεινοφροσύνη τῆς καρδιᾶς.
«Ἀντί νά διώχνουν πειρασμούς, δέχονται περισσότερους, καί ἑπόμενο εἶναι
νά συναντοῦν πολλή δυσκολία στόν ἀγώνα τους, νά νιώθουν πνίξιμο ἀπό
ἄγχος. Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται πολύ, μέ πολλή ταπείνωση καί μέ πολλή
ἐλπίδα στόν Θεό, ἡ καρδιά τους χαίρεται καί ἡ ψυχή τους φτερουγίζει.
- Τί σημαίνει μέ πολλή ταπείνωση;
Ἀκόμα κι ἄν κάνουν κάτι καλό, νά ποῦν ὅτι δέν τό ἔκαναν αὐτοί, ἀλλά ὁ
Θεός. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι τό νά ἔχεις τόν
ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὅλους καί νά ἐπιγράφεις στόν Θεό ὅλα τά κατορθώματα,
πού ὑποτίθεται ὅτι κάνεις ἐσύ. Δέν τά κάνεις ἐσύ, ἀλλά ὁ Θεός.
«Στήν πνευματική ζωή θέλει προσοχή. Ὅταν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κινοῦνται ἀπό κενοδοξία, μένουν μέ ἕνα κενό στήν ψυχή τους».
Δέ γεμίζει ἡ ψυχή, γιατί στοχεύουν στή δόξα καί τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτό νά προσέχετε νά μή λέτε σέ κανέναν τίς πνευματικές σας
ἐμπειρίες, τό πολύ πολύ νά τίς λέτε στόν Πνευματικό σας. Γιατί πολλές
φορές πίσω ἀπό αὐτό ὑποκρύπτεται ἡ κενοδοξία.
«Δέν ὑπάρχει τό πλήρωμα, τό φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς καί ὅσο
μεγαλώνουν τήν κενοδοξία τους, μεγαλώνει καί τό κενό μέσα τους καί
περισσότερο ὑποφέρουν. Ὅπου ἄγχος καί ἀπελπισία, ἐκεῖ ταγκαλίστικη
πνευματική ζωή. Γιά τίποτε νά μήν ἔχετε ἄγχος. Τό ἄγχος εἶναι τοῦ
διαβόλου».
Ἀκόμα κι ἄν δεῖς ὅτι χειροτερεύεις, παρόλο ποῦ προσπαθεῖς, νά μή σέ πιάνει ἄγχος. Ὁ Ἅγιος
Νικόδημος τό λέει σαφῶς: «Βλέπεις ὅτι χειροτερεύεις; Νά συνεχίσεις ν’
ἀγωνίζεσαι καί ὁ Θεός θά σέ σώσει». Γιατί ὁ Θεός δέ θέλει ἀποτελέσματα,
ἀλλά προσπάθεια. Ἀρκεῖ ἡ προσπάθεια. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Μπορεῖ νά μὴ βλέπουμε ἀποτελέσματα. Ἀκόμα καί αὐτό εἶναι γιά τό καλό
μας. Ἄν βλέπαμε ἀποτελέσματα, ἴσως νά γινόμασταν ὑπερήφανοι καί
ἐνδεχομένως νά τά χάναμε ὅλα. Γιά νά μή μᾶς δίνει ὁ Θεός ἀποτελέσματα,
σημαίνει ὅτι αὐτό μᾶς χρειάζεται. Ἐμεῖς ἁπλῶς θά προσπαθοῦμε νά κάνουμε
ταπεινά τόν κανόνα μας, τή μετάνοιά μας καί τότε ὁ Θεός θά μᾶς σώσει.
Ἀρκεῖ νά μᾶς βρεῖ σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα καί ὄχι στήν παραίτηση καί στήν ἀπελπισία πού θέλει νά μᾶς ρίξει ὁ διάβολος.
«Ὄταν βλέπετε ἄγχος, νά ξέρετε ὅτι ἔκεῖ ἔχει βάλει τήν οὐρά του τό
ταγκαλάκι. Ὁ διάβολος δέν πηγαίνει κόντρα». Δέ σοῦ ἀντιστέκεται. «Ἄν
ὑπάρχει μία τάση, σπρώχνει κι αὐτός, γιά νά ταλαιπωρήσει καί νά πλανήσει
τόν ἄνθρωπο». Ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει μία τάση νά κάνει ἄσκηση, νά κάνει
νηστεῖες,ὁ διάβολος δέν τόν ἐμποδίζει, τόν σπρώχνει νά κάνεις ὑπερβολές.
Μέχρι πού νά διαλύσει τό σῶμα του, νά πέσει στήν ὑπερηφάνεια καί στό
τέλος νά τόν ἀχρηστέψει.
Ἄν ἀχρηστέψεις τό σῶμα, δέν μπορεῖς νά ἐκφράσεις τή μετάνοιά σου γιατί ἡ
ψυχή ἐκφράζεται μέσα ἀπό τό σῶμα. Γι’ αὐτό ἔλεγαν οἱ ἅγιοι ‘δέν εἴμαστε
σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι’.
Ἄλλο παράδειγμα, «Τόν εὐαίσθητο λ.χ. τόν κάνει ὑπερευαίσθητο». Βάζει ὁ
διάβολος στόν ἄνθρωπο τά λεγόμενα μορμολίκια, δηλαδή ἀνυπόστατους
λογισμούς, πού νομίζει ὄτι δέν κάνει ἀρκετά πράγματα καί ἔχει τύψεις καί
φοβίες. Ἔτσι βασανίζει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο κάνοντάς τον νά πιστεύει
ὅτι ἁμάρτησε,
ἐνῶ δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντισταθεῖ καί νά
περιφρονήσει τόν λογισμό. Νά τό πεῖ στόν Πνευματικό του καί ἐκεῖνος θά
τοῦ πεῖ τί θά κάνει, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ὁ ευαίσθητος, νά μή γίνει
ὑπερευαίσθητος.
«Ὄταν ἔχεις διάθεση νά κάνεις μετάνοιες, σπρώχνει καί ὁ διάβολος νά
κάνεις περισσότερες ἀπό τήν ἀντοχή σου καί, ἄν οἱ δυνάμεις σου εἶναι
περιορισμένες, δημιουργεῖται μιά νευρικότητα, γιατί δέν τά βγάζεις πέρα,
καί στή συνέχεια σοῦ δημιουργεῖ ἄγχος μέ ἐλαφρά ἀπελπισία καταρχάς καί
μετά συνεχίζει».
Τό σῶμα ἐπαναστατεῖ καί άντιδρᾶ γιατί ὁ ἄνθρωπος θέλει νά πετύχει τόν
στόχο πού ἔχει βάλει νά κάνει τόσες μετάνοιες καί δημιουργεῖται αὐτή ἡ
νευρικότητα ἐπειδή τελικά δέν τά καταφέρνει.
«Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν
ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις ἔπεφτα νά κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ
πειρασμός: «Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν
ανάγκη». Σηκωνόμουν καί ἔκανα μετάνοιες, ὅ,τι μποροῦσα. Μόλις ἔπεφτα νά
κοιμηθῶ, ἄρχιζε ξανά: «Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν κι ἐσύ κοιμᾶσαι; Σήκω!»
Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι πού ἔφθασα νά πῶ: «Ἄχ, νά μοῦ κόβονταν τά πόδια,
τί καλά! Θά ἦμουν τότε δικαιολογημένος, ἀφοῦ
δέ θά μποροῦσα νά κάνω μετάνοιες». Μιά Μεγάλη Σαρακοστή τήν ἔβγαλα μέ
τό ζόρι, γιατί πήγαινα νά στριμώξω τόν ἑαυτό μου περισσότερο ἀπό τήν
ἀντοχή μου».
Δηλαδή τόν πήγαινε στά ὅρια τῆς αὐτοκτονίας. Βλέπετε πῶς ὁ διάβολος
ἐκμεταλλεύτηκε τήν εὐαισθησία καί τήν ἀγάπη πού εἶχε ὁ Γέροντας γιά τούς
ἀνθρώπους καί πῆγε νά τόν πλανήσει. Βέβαια ὁ Γέροντας ἦταν ἀρχάριος καί
δικαιολογεῖτο. Τό ἴδιο πράγμα ἔκανε ὁ διάβολος καί στόν Μέγα Ἀντώνιο
καί τοῦ φώναζε νά ξυπνήσει. Ἐκεῖνος ὅμως, πού καταλάβαινε τήν πλάνη,
γυρνοῦσε ἀπό τό ἄλλο πλευρό. Δέν πρέπει νά ἀκοῦμε ὅ,τι μᾶς λέει ὁ
διάβολος.
«Ὄταν νιώθουμε στόν ἀγώνα
μας ἄγχος, νά ξέρουμε ὅτι δέν κινούμαστε στό χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν
εἶναι τύραννος νά μᾶς πνίγει. Καθένας νά ἀγωνίζεται μέ φιλότιμο, ἀνάλογα
μέ τίς δυνάμεις του καί νά καλλιεργεῖ τό φιλότιμο, γιά νά ἀναπτυχθεῖ ἡ
ἀγάπη πρός τόν Θεό. Τότε θά πιέζεται ἀπό τό φιλότιμο, καί ὁ ἀγώνας του,
δηλαδή οἱ πολλές μετάνοιες, οἱ πολλές νηστεῖες κ.λπ., δέ θά εἶναι τίποτε
ἄλλο παρά τά ξεσπάσματα τῆς ἀγάπης του καί θά προχωρεῖ μέ πνευματική
λεβεντιά».
Ὅ,τι κάνει σχεδόν δέν θά τό θυμᾶται καθόλου, γιατί ὁ νοῦς του θά εἶναι
στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε το αὐτό. Ὁ Θεός ποτέ δέ φέρνει θλίψη καί
ἄγχος στόν ἄνθρωπο. Ὅλα αὐτά πού νιώθουμε, τάχα σάν τύψεις, εἶναι
διαμονικά πράγματα. Ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος τήν εὐαισθησία μας.
«Δέν πρέπει, δηλαδή, νά ἀγωνίζεται κανείς μέ ἀρρωστημένη σχολαστικότητα
καί νά πνίγεται μετά ἀπό ἄγχος, παλεύοντας μέ τούς λογισμούς, ἀλλά νά
ἁπλοποιήσει τόν ἀγώνα του καί νά ἐλπίζει στόν Χριστό καί ὄχι στόν ἑαυτό του».
Ἔρχονται μερικοί ἄνθρωποι καί μέ ἄγχος μέ ρωτοῦν «Τί προσευχή νά κάνω,
τί λόγια νά λέω»; Εἶναι ἁπλά τά πράγματα. Ἁπλῶς θά ποῦμε στόν Θεό αὐτό
πού ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας. Δέ χρειάζεται ἀρρωστημένη
σχολαστικότητα, ἀλλά ἁπλότητα.
«Ὁ Χριστός ὅλο ἀγάπη, καλοσύνη καί παρηγοριά εἶναι καὶ ποτέ δέν πνίγει,
ἀλλά ἔχει ἄφθονο πνευματικό ὀξυγόνο, θεία παρηγοριά». ‘Μή ἅψη μηδέ
γεύση’ (Κολ.2,21), δέν θέλει ἔτσι ὁ Θεός. «Ἄλλο εἶναι λεπτή ἐργασία
πνευματική», νά ἐπιτηρεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά τόν πιάνεις ἐκεῖ πού
σφάλλει μέ νηφαλιότητα «κι ἄλλο εἶναι ἀρρωστημένη σχολαστικότητα, ἡ
ὀποία πνίγει μέ τό ἐσωτερικό ἄγχος, ἀπό τό ἐξωτερικό ἀδιάκριτο ζόρισμα,
πού σπάει καί τό κεφάλι μέ πονοκέφαλο».
-
Γέροντα, ἕνας πού ἀπό τή φύση του σκέφτεται πολύ καί ζορίζεται τό
κεφάλι του, πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίσει τά πράγματα, γιά νά μήν
κουράζεται;
-
῎Αν κινεῖται κανείς ἁπλά, δέν κουράζεται. Ὅταν ὅμως μπεῖ ἔστω καί λίγο ὁ
ἐγωισμός, σφίγγεται, γιά νά μήν κάνει κανένα λάθος καί κουράζεται. Δέν
πειράζει, ἄς κάνει καί κανένα λάθος καί ἄς τόν μαλώσουν καί λίγο. Αὐτό
πού λές, μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ λ.χ. σέ ἕναν Δικαστικό, πού συνέχεια
ἔχει νά ἀντιμετωπίσει δύσκολες ὑποθέσεις καί φοβᾶται μήπως κρίνει ἄδικα
καί γίνει αὐτός αἰτία νά τιμωρηθοῦν ἀθῶες ψυχές.
Σ’ αὐτή τήν περίπτωση δικαιολογεῖται κάπως γιά νά μήν ἀδικήσει καμία
ψυχή. Μέ τόν Θεό ὅμως δέν εἶναι τό ἴδιο. Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη εἶναι
βέβαια ἄτεγκτη, ἐνῶ ἡ θεία δικαιοσύνη ἔχει ἔλεος. Τά πνευματικά δέν
κουράζουν. Ὁ ἄνθρωπος κουράζεται ὅταν ὑπάρχει πάθος μέσα σέ αὐτήν τήν
προσπάθεια πού κάνει, ὑπάρχει ἡ κενοδοξία καί ὁ ἐγωισμός.
«Πονοκέφαλος στήν πνευματική ζωή παρουσιάζεται, ὅταν
κανείς φέρνει εὐθύνη καί βρίσκεται σέ ἀδιέξοδο γιατί πρέπει νά πάρει
μιά ἀπόφαση, ἡ οποία θά εἶναι εἰς βάρος κάποιων καί ἄν δέν τήν πάρει,
ἀδικοῦνται ἄλλοι».
Ἐκεῖ λοιπόν εἶναι τό δίλημμα. Θά πρέπει νά διαλέξεις. Ἄν πάρεις
ἀπόφαση, κάποιοι θά ἔχουν ἔνα μεῖον, ἄν δέν τήν πάρεις ἀδικοῦνται ἄλλοι.
Ἐκεῖ εἶναι πού πρέπει νά σέ φωτίσει ὁ Θεός καί νά προσέξεις πολύ τί θά
κάνεις.
«Ὅταν δηλαδή στριμώχνεται συνέχεια ἡ συνείδηση. Ἐσύ, ἀδελφή, νά
προσέξεις νά μήν κάνεις πνευματική δουλειά μέ τό μυαλό ἀλλά μέ τήν
καρδιά».
Ἀπό τήν παιδεία μας δυστυχῶς ἔχουμε μάθει νά δουλεύουμε μέ τό μυαλό, μέ
τή λογική. Ἀλλά τά πνευματικά θέματα δέ λύνονται μέ τή λογική. Λύνονται
μέ τήν πίστη, μέ τήν λειτουργία τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος
βλέπει τόν Θεό.
«Καί νά μήν κάνεις καί δουλειά, χωρίς νά ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό ταπεινά, γιατί ἀλλιῶς
θά ἀγωνιᾶς, θά κουράζεις καί τό μυαλό καί θά νιώθεις ἄσχημα ψυχικά.
Μέσα στήν ἀγωνία συνήθως εἶναι κρυμμένη ἡ ἀπιστία. Ἀλλά καί ἀπό
ὑπερηφάνεια μπορεῖ νά ἔχει κανείς ἀγωνία».
Ξεκινᾶς μία πνευματική ἐργασία; Ἄφησέ τη στόν Θεό καί πές τό «Θεέ μου
Ἐσύ δίδαξέ με, φώτισέ με πῶς νά πορευτῶ, πῶς νά συνεχίσω τήν πνευματική
ἐργασία». Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι σήμερα εἶναι μέσα στήν ἀγωνία, ἐπειδή
ὑπάρχει σέ αὐτούς ἡ ἀπιστία.
- Πόσοι ἄνθρωποι πιστεύουν στόν Θεό ἀληθινά σήμερα; Πόσοι τόν ἐμπιστεύονται καί Τόν παίρνουν ὁδηγό στή ζωή τους;
Γι’ αὐτό ἔχουμε ὅλοι ἀγωνία καί ὅλο ρωτᾶμε τί θά γίνει καί πῶς θά
γίνει. Αὐτήν τήν ἀγωνία τήν ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος γιά νά περάσει τά
δικά του μέτρα καί σταθμά.
Ὁ ἄνθρωπος καί ἀπό ὑπερηφάνεια νιώθει ἀγωνία. Δέ θέλει νά τόν θίξουν,
δέ θέλει νά ἀποτύχει. Ἔτσι ἔχει μία μόνιμη ἀγωνία καί αὐτή μπορεῖ νά
φτάσει μέχρι καί τήν κατάθλιψη. Οἰ ἄνθρωποι κλείνονται στόν ἑαυτό τους,
ἐπειδή φοβοῦνται τήν κρίση καί τήν ἀπόρριψη. Ὅλο ὅμως αὐτό πηγάζει ἀπό
τή μεγάλη ὑπερηφάνεια.
Οἱ κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αὐτοί πού ζοῦν στά παλάτια καί ἔχουν ὅλες
τίς εὐκολίες». Ἀλλʹ ὅμως μακάριοι εἶναι αὐτοί πού κατόρθωσαν νά
ἁπλοποιήσουν τή ζωή τους καί ἐλευθερώθηκαν ἀπό τή θηλειά τῆς κοσμικῆς
αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν, ἴσον τῶν πολλῶν δυσκολιῶν καί
ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τό φοβερό ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δέν
ἁπλοποιήσει τή ζωή του ὁ ἄνθρωπος, βασανίζεται. Ἐνῶ, ἄν τήν ἁπλοποιήσει,
δέ θά ἔχει αὐτό τό ἄγχος».
Βλέπετε πῶς τό ταυτίζει ὁ Γέροντας. Οἱ πολλές εὐκολίες εἶναι πολλές
δυσκολίες. Δυστυχῶς οἱ δαίμονες ἔσπρωξαν τούς ἀνθρώπους νά φτιάξουν
αὐτόν τόν λεγόμενο δυτικό πολιτισμό, ὁ ὁποῖος καταρρέει καί ξαναγυρνᾶμε
στή βαρβαρότητα. Κι ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα αὐτή ἡ διάχυτη πεποίθηση ὅτι ἡ
εὐτυχία συνεπάγεται ἄνεση. Εἶναι λάθος αὐτή ἡ ἐξίσωση. Γιατί ἡ ἄνεση δέ
φέρνει εὐτυχία, ἀλλά ἀνία. Αὐτό τό παρατηροῦμε στά νέα παιδιά πού
συνέχεια παραπονιοῦνται ὅτι βαριοῦνται. Δέν ξέρουν τί νά κάνουν. Δέ
φταίει, αὐτό πού λένε μερικοί, ὅτι τά παιδιά νιώθουν ἔτσι γιατί
κλείστηκαν μέσα στα διαμερίσματα. Ὁ αληθινός λόγος δέν εἶναι αὐτός, ἀλλά
τό ὅτι ἐμεῖς δέν τούς δείξαμε τόν Θεό.
Ἀκόμα καί μέσα στό διαμέρισμα νά εἶναι κλεισμένος κάποιος, ἄν ἔχει τόν Θεό νιώθει σάν νά εἶναι στόν Παράδεισο. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γέροντας
Παΐσιος ὅτι καί στή φυλακή νά ἦταν δέ θά εἶχε πρόβλημα, θά ἦταν μιά
χαρά. Ἡ χειρότερη φυλακή εἶναι αὐτά τά λεγόμενα «λευκά κελιά». Ἐκεῖ μέσα
σέ κλείνουν καί δέ βλέπεις κανέναν ἄνθρωπο, δέ διαβάζεις τίποτα καί
τρελαίνεσαι. Ἄν ὅμως
βάλεις μέσα στό λευκό κελί ἕναν Χριστιανό δέ θά τρελαθεῖ, γιατί ἔχει νά
μιλήσει μέ τόν Θεό, μέ τούς Ἀγγέλους καί μέ τούς Ἁγίους. Κάνει καί τή
φυλακή Παράδεισο. Ἑπομένως δέ μᾶς φταίει ὁ πολιτισμός. Ἐμεῖς φταῖμε πού
δέ βάλαμε τόν Θεό στή ζωή μας καί δέν Τόν μάθαμε καί στά παιδιά μας.
«Ἕνας Γερμανός μία φορά στό Σινά εἶπε σέ ἕνα Βεδουϊνάκι πού ἦταν
πανέξυπνο: ‘Ἐσύ εἶσαι ἔξυπνο, μπορεῖς νά μάθεις γράμματα’. ‘Καί μετά;’,
τόν ρωτάει ἐκεῖνο. ‘Μετά θά γίνεις μηχανικός’. ‘Καί μετά;’. ‘Μετά θʹ
ἀνοίξεις ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων’. ‘Καί μετά;». «Μετά θά τό
μεγαλώσεις». «Καί μετά;». «Μετά θά πάρεις καί ἄλλους νά δουλεύουν καί θά
ἔχεις πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, τοῦ λέει, νά ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, νά
βάλω ἄλλον ἕναν πονοκέφαλο καί μετά νά βάλω καί ἕναν ἄλλον; Δέν εἶναι
καλύτερα τώρα πού ἔχω ἥσυχο τό κεφάλι μου;». Πόση σοφία ἀπό ἕνα
Βεδουϊνάκι μέσα στήν ἔρημο τοῦ Σινά!
«Ὁ περισσότερος πονοκέφαλος εἶναι ἀπό αὐτές τίς σκέψεις, νά κάνουμε
αὐτό, νά κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν ἦταν πνευματικές οἱ σκέψεις, θά ἔνιωθε
κανείς πνευματική παρηγοριά καί δέ θά εἶχε πονοκέφαλο. Τώρα καί στούς
κοσμικούς τονίζω πολύ τήν ἁπλότητα». Γιατί μιλοῦσε ἤδη ὁ Γέροντας στούς
μοναχούς γιά τήν ἁπλότητα, οἱ ὁποῖοι πρέπει ἐπίσης νά προσέχουν, γιατί
ὑπάρχει κίνδυνος νά πιάσει κι αὐτούς ἡ ἀρρώστια αὐτή τῆς πολυτέλειας καί
τῆς πολυπλοκότητας. Ἐνῶ ἡ κατεξοχήν ἀρετή τῆς ἁπλότητας προσιδιάζει
στούς μοναχούς, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς χριστιανούς, τῶν ὁποίων, ὅπως
γνωρίζουμε, ἡ ζωή τους πρέπει νά μοιάζει μέ τή ζωή τῶν μοναχῶν.
«Γιατί πολλά ἀπό αὐτά πού κάνουν, δέ χρειάζονται καί τούς τρώει τό
ἄγχος. Τούς μιλάω γιά τή λιτότητα καί τήν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω:
‘Ἁπλοποιεῖστε τή ζωή σας, γιά νά φύγει τό ἄγχος’. Καί τά περισσότερα
διαζύγια ἀπό ʹκεῖ ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα ἔχουν νά
κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί ζαλίζονται. Δουλεύουν καί οἱ δύο, πατέρας καί
μάνα, ἀφήνουν καί τά παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα, μικρό
θέμα, μεγάλος καυγάς,
αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν». Ὅλα αὐτά ξεκινᾶνε ἀπό τήν
ὁλιγοπιστία μας, τίς πολλές ἐπιθυμίες καί ἀνάγκες, πού δέν εἶναι
πραγματικές. «Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τή ζωή τους, θά ἦταν καί ξεκούραστοι
καί χαρούμενοι. Αὐτό τό ἄγχος εἶναι καταστροφή».
«Μιά φορά βρέθηκα σέ ἕνα σπίτι πού ἦταν ὅλο πολυτέλεια καί καθώς
συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: ‘Ζοῦμε στόν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι
στεροῦνται’. ‘Ζεῖτε στήν κόλαση, τούς λέω. ‘Ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί’
(Λουκ. 12,20), εἶπε ὁ Θεός στόν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστός μέ ρωτοῦσε: ‘Ποῦ
θέλεις νά σέ βάλουμε, σέ μία φυλακή ἤ σέ ἕνα σπίτι σάν αὐτό;», θά ἔλεγα:
‘Σέ μία σκοτεινή φυλακή’. Γιατί ἡ φυλακή θά μέ βοηθοῦσε. Θά μοῦ θύμιζε
τόν Χριστό, θά μοῦ θύμιζε τούς ἁγίους Μάρτυρες, θά μοῦ θύμιζε τούς
ἀσκητές πού ἦταν στίς ὀπές τῆς γῆς, θά μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακή
θά ἔμοιαζε καί λίγο μέ τό κελί μου καί θά χαιρόμουν. Αὐτό τό δικό σας,
τί θά μοῦ θύμιζε καί σέ τί θά μέ βοηθοῦσε; Γιʹ αὐτό οἱ φυλακές μέ
ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπό ἕνα σαλόνι κοσμικό ἀλλά καί ἀπό ἕνα
ὡραῖο κελί μοναχοῦ. Χίλιες φορές στή φυλακή παρά σέ ἕνα τέτοιο σπίτι».
«Κάποτε, πού εἶχα φιλοξενηθεῖ στήν Ἀθήνα σʹ ἕναν φίλο μου, μέ
παρακάλεσε νά δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίσει, γιατί ἄλλη ὥρα δέν
εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καί συνέχεια δοξολογοῦσε τόν Θεό.
Εἶχε καί πολλή ταπείνωση καί ἁπλότητα καί μέ παρακαλοῦσε νά εὔχομαι γιά
τήν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφός αὐτός ἦταν περίπου τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καί
εἶχε ἑπτά παιδιά. Δυό τό ἀνδρόγυνο καί ἄλλοι δυό οἱ γονεῖς του (πρέπει
τούς γονεῖς νά τούς ἔχουμε στό σπίτι καί ὄχι μακριά ἤ στό γηροκομεῖο),
ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καί ἔμεναν ὅλοι σέ ἕνα δωμάτιο. Μοῦ ἔλεγε μέ τήν
ἁπλότητα πού εἶχε: ‘Ὄρθιους μᾶς χωράει τό δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν
ξαπλώνουμε, δέ μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα
κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιά κουζίνα καί βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καί στέγη
Πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι πού μένουν στήν ὕπαιθρο’. Βλέπετε πῶς
σκεφτότανε; Δέν ἔλεγε ἄλλοι ἔχουν 200 τ.μ. κι ἐμεῖς τίποτα, ἀλλά ὅτι
ἄλλοι δέν ἔχουν οὔτε στέγη. Συνέκρινε τόν ἑαυτό του μέ ἐκείνους πού ἦταν
σέ χειρότερη κατάσταση.
«Ἡ ἐργασία του ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στήν Ἀθήνα καί ἔφευγε πρίν
φωτίσει, γιά νά βρεθεῖ ἐγκαίρως στόν Πειραιά, ὅπου ἐργαζόταν. Ἀπό τήν
ὀρθοστασία καί τίς πολλές ὑπερωρίες τά πόδια του εἶχαν κιρσούς καί τόν
ἐνοχλοῦσαν, ἀλλά ἡ πολλή ἀγάπη του πρός τήν οἰκογένειά του τόν ἔκανε νά
ξεχνάει τούς πόνους καί τίς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τόν ἑαυτό
του συνέχεια καί ἔλεγε ὅτι δέν ἔχει ἀγάπη, γιατί δέν κάνει καλοσύνες
σάν Χριστιανός, καί ἐπαινοῦσε τή γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλοσύνες,
γιατί ἐκτός ἀπό τά παιδιά καί τά πεθερικά της, πού φρόντιζε, πήγαινε
καί ἔπαιρνε τά ροῦχα ἀπό τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τά ἔπλενε, τούς
συγύριζε καί τά σπίτια, τούς ἔφτιαχνε καί καμιά σούπα. Ἔβλεπε κανείς στό
πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τή Θεία Χάρη. Εἶχε
μέσα του τόν Χριστό καί ἦταν γεμάτος χαρά καί τό δωμάτιό του γεμάτο ἀπό
παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοί πού δέν ἔχουν μέσα τους τόν Χριστό εἶναι
γεμάτοι ἀπό ἄγχος, καί δυό ἄνθρωποι νά εἶναι, δέ χωρᾶνε μέσα σέ ἕντεκα
δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοί ἄνθρωποι μέ τόν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σʹ
ἕνα δωμάτιο».
Ἀυτοί οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σέ ἕνα δωμάτιο καί ἦταν καί πολύ χαρούμενοι
καί εὐτυχισμένοι. Γιατί τό πρόβλημα δέν εἶναι πού μένεις, ἀλλά μέ ποιόν
μένεις, ἄν ἔχεις μέσα σου τόν Χριστό.
«Ἀκόμη καί πνευματικοί ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καί νά ἔχουν, βλέπεις νά
μή χωροῦν, γιατί μέσα τους δέν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστός ὁλόκληρος. Ἄν οἱ
γυναῖκες πού ζοῦσαν στά Φάρασα ἔβλεπαν τήν πολυτέλεια πού ὑπάρχει
σήμερα, θά ἔλεγαν: «Θά ρίξει ὁ Θεός φωτιά νά μᾶς κάψει! Ἐγκατάλειψη
Θεοῦ!». Ἐκεῖνες μάζευαν τίς δουλειές τάκα‐τάκα. Πρωί‐πρωί
ἔπρεπε νά βγάλουν τά γίδια, μετά νά συμμάσουν τό σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν
στά ἐξωκκλήσια» Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας. Νά γιατί φτιάχναμε
ἐξωκκλήσια! Οἱ παλιοί ἄνθρωποι πήγαιναν ἐκεῖ καί προσεύχονταν καί
μάλιστα μέ ἡσυχαστικό τρόπο. «..ἤ μαζεύονταν στίς σπηλιές καί μία πού
ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μετά δῶσʹ
του μετάνοιες, ἔλεγαν καί τήν εὐχή. Καί δούλευαν, κουράζονταν. Μία
γυναίκα ἔπρεπε νά ξέρει νά ράβει ὅλα τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καί τά
ἔρραβαν μέ τό χέρι. Μηχανές τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σέ καμιά πόλη, στά
χωριά δέν εἶχαν. Ἄν ὑπῆρχε στά Φάρασα ὅλο καί ὅλο μία μηχανή τοῦ χεριοῦ.
Ἔρραβαν ἀκόμη καί τοῦ ἄνδρα τά ροῦχα καί ἦταν πιό ἄνετα καί τίς κάλτσες
τίς ἔπλεκαν στό χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλά τούς περίσσευε καί
χρόνος, γιατί τά εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δέν κοιτοῦσαν
λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τή χαρά τῆς καλογερικῆς. Καί ἄν, γιά παράδειγμα, ἡ
κουβέρτα δέν ἦταν καλά στρωμένη καί κρεμόταν λίγο ἀπό τή μία μεριά καί
ἔλεγες: «Σιάξε τήν κουβέρτα», θά σοῦ ἔλεγαν: «Σέ ἐμποδίζει στήν προσευχή
σου;».
«Αὐτήν τή χαρά τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δέν τή γνωρίζουν.
Νομίζουν ὅτι δέν πρέπει νά στερηθοῦν, νά ταλαιπωρηθοῦν». Τελείως λάθος,
γιατί ἡ χαρά ἔρχεται μέσα ἀπό τή στέρηση καί τόν κόπο. Βέβαια ἀπό τόν
κόπο πού κάνεις ἀπό ἀγάπη στόν Θεό, ὄχι ἀπό τόν κόπο πού κάνουν οἱ
γιόγκηδες καί οἱ διάφοροι ἄλλοι τσαρλατάνοι, οἱ ὁποῖοι κάνουν φοβερές
ἀσκήσεις ἀλλά γιά τόν πονηρό καί ὄχι γιά τόν Θεό καί ταλαιπωροῦνται
μάταια.
«Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιό ἁπλά, θά ἦταν
ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καί ἀπελπισία στήν ψυχή. ‘Ὁ τάδε
πέτυχε πού ἔφτιαξε δύο πολυκατοικίες ἤ πού ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ. Ἐγώ
δέν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δέν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ,
χάθηκα!’. Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καί ἀρχίζει: ‘Ὁ ἄλλος ἔχει
καλύτερο. Νά πάρω καί ἐγώ’. Παίρνει τό καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι
ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικά καί πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δέν ἔχουν.
Ἐνῶ ἄλλος πού δέν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζει τόν Θεό, χαίρεται: ‘Δόξα
τῷ Θεῷ’,
λέει, ‘ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερά τά πόδια μου καί μπορῶ νά
περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μέ κομμένα πόδια, δέ μποροῦν νά
ἐξυπηρετηθοῦν, νά βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νά τούς
ὑπηρετεῖ, ἐνῶ ἐγώ ἔχω τά πόδια μου!’. Καί ἕνας κουτσός πού λέει: ‘Καί
ἄλλοι πού δέν ἔχουν καί τά δυό πόδια;’, καί αὐτός χαίρεται».
«Ἡ ἀχαριστία καί ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπό ὑλικά
πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπό στενοχώρια καί ἄγχος, γιατί πότε
τρέμει μήν τοῦ τά πάρουν καί πότε μήν τοῦ πάρουν τήν ψυχή».
Τώρα πιά φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι νά κυκλοφορήσουν σέ συνοικεῖες τῆς Ἀθήνας
γιατί ἐκεῖ πού περπατοῦν μπορεῖ νά τούς ἁρπάξουν τόν χρυσό Σταυρό πού
φορᾶνε. Γιατί νά φορᾶς χρυσό Σταυρό; Φόρεσε ἕναν ξύλινο. Βλέπετε παντοῦ ὑπάρχει κενοδοξία. Ὅσο περισσότερα ἔχεις, τόσο πιό πολύ τρέμεις μή σοῦ τά ἁρπάξουν, μήν τά χάσεις.
«Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπό τήν Ἀθήνα καί μοῦ λέει: ‘Πάτερ, ἔχασα
τήν ἐπαφή μέ τά παιδιά μου, ἔχασα τά παιδιά μου’. ‘Πόσα παιδιά ἔχεις;’,
τοῦ λέω. ‘Δύο’, μοῦ λέει. ‘Τά μεγάλωσα μέ τοῦ πουλιοῦ τό γάλα. Τί ἤθελαν
καί δέν τό εἶχαν! Ἀκόμη καί αὐτοκίνητο τά πήρα’. Ἀπό τή συζήτηση βγῆκε
ὅτι εἶχε καί αὐτός δικό του αὐτοκίνητο καί ἡ γυναίκα του δικό της καί τά
παιδιά δικό τους. Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντί νά λύσεις τά
προβλήματά σου, τά μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαράζ γιά τά
αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικό νά τόν πληρώνεις τετραπλάσια, γιά νά τά
διορθώνεις, χώρια πού κινδυνεύετε καί οἱ τέσσερις κάθε στιγμή νά
σκοτωθεῖτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τή ζωή σου, θά ἦταν ἑνωμένη ἡ
οἰκογένειά σου, θά καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί δέ θά εἶχες αὐτά τά
προβλήματα. Δέ φταῖνε τά παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς πού δέν φρόντισες νά
δώσεις ἄλλη ἀγωγή στά παιδιά σου. Μία οἰκογένεια τέσσερα αὐτοκίνητα,
ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικό κ.λπ. Ἄς πάει ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτή ἡ
εὐκολία γεννάει δυσκολίες».
Δέν ὑπάρχει οὔτε ἐπικοινωνία, ἀλλά προπάντων κολλᾶμε στήν ὕλη.
Ἀσχολούμαστε μέ ὅλα αὐτά, γιατί αὐτά θέλουν φροντίδες. Ποῦ νά μείνει
μετά χρόνος γιά προσευχή, γιά Θεία Λειτουργία, γιά Ἑσπερινό, γιά
πνευματική μελέτη..;
«Ἄλλη φορά ἦρθε ἕνας ἄλλος οἰκογενειάρχης στό Καλύβι -ἦταν πέντε ἄτομα ἡ
οἰκογένειά του- καί μοῦ λέει: ‘Πάτερ, ἔχουμε ἕνα αὐτοκίνητο καί
σκέφτομαι νά πάρουμε ἄλλα δύο. Θά μᾶς διευκολύνει’. Καί πόσο θά σᾶς
δυσκολέψει τό σκέφτηκες; τοῦ λέω. Τό ἕνα τό βάζεις ἐκεῖ σέ μία τρύπα, τά
τρία ποῦ θά τά βάλεις; Θά θέλεις ἕνα γκαράζ καί μία ἀποθήκη γιά
καύσιμα. Θά διατρέχετε τρεῖς κινδύνους. Καλύτερα νά ἔχετε ἕνα καί νά
περιορίσετε τίς ἐξόδους σας. Θά ἔχετε χρόνο νά δεῖτε τά παιδιά σας. Θά
ἔχετε τήν ἠρεμία σας. Ἡ ἁπλοποίηση εἶναι τό πᾶν. ‘Δέν τό σκέφθηκα αὐτό’,
μοῦ λέει».
-
Γέροντα, μᾶς εἶπε κάποιος ὅτι δύο φορές δέ μποροῦσε νά σταματήσει τόν
συναγερμό τοῦ αὐτοκινήτου. Τή μία φορά, γιατί εἶχε μπεῖ μία μύγα καί τήν
ἄλλη, γιατί εἶχε μπεῖ ὁ ἴδιος ἀντικανονικά στό αὐτοκίνητο.
-
Μαρτυρική εἶναι ἡ ζωή τους, γιατί δέν ἁπλοποιοῦν τά πράγματα. Οἱ
περισσότερες εὐκολίες, δυσκολίες προξενοῦν. Οἱ κοσμικοί πνίγονται ἀπό τά
πολλά. Ἔχουν γεμίσει εὐκολίες καί ἔκαναν τή ζωή τους δύσκολη. Ἄν δέν
ἁπλοποιήσει κανείς τά πράγματα, μία εὐκολία γεννάει ἕνα σωρό δυσκολίες.
«Ὅταν ἤμασταν μικρά, κόβαμε τό καρούλι στίς ἄκρες, βάζαμε μία σφήνα
μέσα καί κάναμε ἕνα ὡραῖο παιχνίδι καί χαιρόμασταν μʹ αὐτό. Τά μικρά
παιδιά χαίρονται μέ ἕνα αὐτοκινητάκι πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ὁ πατέρας τους,
ὅταν ἀγοράζει μερσεντές. Ἄν ρωτήσεις ἕνα κοριτσάκι: ‘Τί θέλεις, ἕνα
κουκλάκι ἤ μία πολυκατοικία;’, νά δεῖς, θά σοῦ πεῖ: ‘Ἕνα κουκλάκι’. Καί
τελικά τά μικρά παιδιά γνωρίζουν τή ματαιότητα τοῦ κόσμου».
- Γέροντα, τί βοηθάει περισσότερο, γιά νά καταλάβει κανείς αὐτήν τή χαρά τῆς λιτότητας;
-
Νά συλλάβει κανείς τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν
Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6,33). Ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ ἁπλότητα καί κάθε
σωστή ἀντιμετώπιση.
Αὐτό νά εὐχηθοῦμε γιά ἐαυτούς καί ἀλλήλους. Νά ζητᾶμε πρῶτα τή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά μᾶς προστεθοῦν. Ἡ Θεία Πρόνοια θά φροντίσει
γιά ὅλα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης