Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος δέν
εἶναι ὁ «κουλτουριάρης», αὐτός πού συχνάζει σέ διαλέξεις, κοντσέρτα ἤ
θέατρα. Ἀληθινά πνευματικός εἶναι ὁ ἁγιοπνευματικός ἄνθρωπος. Εἶναι
αὐτός, πού ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα· κινεῖται καί ἐμπνέεται ἀπό Αὐτό.
Ὁ θεραπευμένος (πνευματικά ὑγιής) ἄνθρωπος ἔχει τό φωτισμό ἀπό τήν Θεία Χάρη καί- ἄν θέλει ὁ Θεός- τή θέωση, ἐπίσης ἀπό τήν Θεία Χάρη[1]. Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού βρίσκεται στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, δηλαδή ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία στήν πληρέστερη μορφή της εἶναι αὐτενεργοῦσα[2]. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δέν προσεύχεται κάνοντας δική του προσπάθεια, ἀλλά «ἀκούει» ἐντός του[3] τήν προσευχή, πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα «κράζον Ἀββᾶ ὁ Πατήρ»[4]. «Στήν Ἐκκλησία», τόνιζε ὁ ὅσιος Πορφύριος, «γίνεται ἡ Θεία συνουσία, γινόμαστε ἔνθεοι»[5]. Ἡ ἀγάπη Του θέλει νά μᾶς κάνει «θεούς κατά Χάριν καί δωρεάν»[6]. Αὐτό τό κάνει διά τοῦ θεραπευτηρίου, πού λέγεται Ἐκκλησία σ’ ὅσους ἀφήνονται στήν θεραπευτική Του φροντίδα.Ἡ θέωση εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας.
Ὀφείλουμε, δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «νά γίνουμε ἄκτιστοι κατά Χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος»[7]. Μέσα στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἄκτιστοι, πεθαίνοντας κατά τόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί ζώντας τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ζώντας μέσα στό Χριστό καί ὁ Χριστός μέσα μας[8].
Ὁ θεραπευμένος ἔχει κατορθώσει, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία πεθαίνουμε ὡς πρός τή σάρκα, ὡς πρός τά πάθη καί ζοῦμε ἀπό τώρα μέσα στόν Παράδεισο. Ὁ βιολογικός θάνατος «γίνεται ἡ γέφυρα», δίδασκε ὁ ἅγιος Πορφύριος, «πού θά τήν περάσομε σέ μιά στιγμή, γιά νά συνεχίσομε νά ζοῦμε ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί»[9]. Μέ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη δίνεται ἡ δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά γίνει κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ θεραπευόμενος φανερώνει βαθμηδόν τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν «κατά Θεόν κτισθέντα»[10]. Τό Ἁγιοπνευματικό φῶς φωτίζει τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει μία καλή διάθεση (διάθεση μετανοίας), ὥστε νά δεῖ ἀκόμη καθαρώτερα τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη του. Στή συνέχεια συνεργάζεται μαζί του ὥστε, ἐάν καί ἐκεῖνος θέλει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά διά τῆς τελείας καί «ὁλοκλήρου» μετανοίας[11]. Ἔτσι ξεμπερδεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερούμενος ἀπό ὅλα τά κόμπλεξ (συναισθήματα ἐγωιστικά κατωτερότητας[12] ἤ ἀνωτερότητας, ζήλειας, φθόνου[13], μνησικακίας κ.λ.π.) καί τίς ἐξαρτήσεις, πού τοῦ εἶχε δημιουργήσει ἡ ἁμαρτωλή ζωή. Χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι φῶς ἐπίσης, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος παραμένει «μπερδεμένος»[14] ψυχικά, δηλ. φίλαυτος καί ἐγωιστής.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκκλησιαστικά, καθαρίζεται· ὅσο περιορίζει, χαλιναγωγεῖ ἤ καί ξερριζώνει τά πάθη του τόσο φωτίζεται. Ἑνώνεται μέ τόν Θεό, μετέχει στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, γίνεται ἔνθεος[15]. «Ὅταν εἴμαστε μέ τόν Χριστό», βεβαίωνε ὁ φωτισμένος ὅσιος Γέροντας, «εἴμαστε μέσα στό φῶς, κι’ ὅταν ζοῦμε μέσα στό φῶς, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει σκότος»[16]. Ἡ κατάσταση ὅμως αὐτή τοῦ φωτισμοῦ δέν εἶναι μόνιμη. Ἐάν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος πάλι σκοτίζεται. Ἡ ταπείνωση, τό πένθος, τά δάκρυα καί γενικά ὁ πνευματικός ἀγώνας εἶναι αὐτά, πού συντηροῦν τό φῶς[17].
Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φανερός στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο. «Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα», διακήρυσσε ὁ ἅγιος Γέροντας, «ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιή»[18]. Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος φανερώνει -χωρίς νά τό θέλει πολλές φορές- καί στούς ἄλλους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»[19]. Πρό πάντων ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελῆ, πού εἶναι ἄκτιστη. Τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτά πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται… οὐ λογίζεται τό κακόν…πάντα στέγει, πάντα πιστεύει…ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»[20].
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἄγχος, οὔτε στενοχώριες, ὁπότε καί τό σῶμα του λειτουργεῖ κανονικά. Ὁ ἄνθρωπος, πού ζεῖ σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, τῆς πνευματικῆς ὑγείας, ζεῖ στήν ἀληθινή παραδείσια εὐτυχία ἀπό αὐτήν τή ζωή. Ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας στήν ἄπειρη μακαριότητά Του. Ἡ Θεία Χάρη ἔχει μεταμορφώσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Λειτουργεῖ θαυμάσια καί ἡ ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα. «Πᾶνε τότε ὅλες οἱ ἀρρώστιες», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος· καί συνέχιζε: «Οὔτε κολίτις, οὔτε θυρεοειδής, οὔτε στομάχι, οὔτε τίποτα»[21]. Τό ἐνδοκρινολογικό σύστημα καθώς καί ὅλα τά ἄλλα ὀργανικά συστήματα, λειτουργοῦν κανονικά, ὁπότε καί ὅλο τό σῶμα[22].
Ἡ σωματική ὑγεία εἶναι συνάρτηση τῆς πνευματικῆς. «Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες» δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «προέρχονται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ τό ἄγχος. Τό ἄγχος αὐτό τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος»[23]. Οἱ προδιαγραφές τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας εἶναι νά κινηθοῦμε ἀγαπητικά, μέ Θεῖο Ἔρωτα πρός Αὐτόν. Ὅσο δέν τό κάνουμε γεμίζουμε μέ μελαγχολία, ἄγχος καί νιώθουμε ἄδειοι, διότι λείπει ἡ Θεία Χάρη. «Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό», ἐπισήμαινε ὁ ὅσιος Γέροντας, «ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία, μέ τό κακό»[24]. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος, πού δέν καταπνίγει τήν θρησκευτική του ὁρμή, ἔχει ὑγεία.
Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος δέν ζεῖ διπλῆ ζωή: Καί μέ τό Θεό καί μέ τόν κόσμο-διάβολο-παλαιό ἄνθρωπο. Εἶναι ἀδύνατη ἡ ταυτόχρονη παρουσία φωτός καί σκότους. Ὁ ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος ἄνθρωπος «ἐφόσον ἔχει τό φῶς», ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος, «δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[25].
Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος πιστεύει, δηλ. ἐμπιστεύεται τόν Θεό. Ἔτσι «παραθέτει τούς πάντες καί τά πάντα»[26] στόν Θεό, ὁπότε εἰρηνεύει, γαληνεύει. Ἡ ψυχή εἶναι ἀναπαυμένη καί χαριτωμένη. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν παραδείσια ζωή, ἔχοντας τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, πού κράζει στήν καρδιά του «Πατέρα!»[27].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει ξεπεράσει τό φόβο τοῦ θανάτου, καί τῆς κολάσεως. Δέν τρομάζει στήν ἰδέα ὅτι θά πεθάνει, διότι εἶναι μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου, ζεῖ μέ τόν Χριστό, πού πάτησε τό θάνατο μέ τό δικό Του ἑκούσιο θάνατο. «Ἀφότου ἔγινα μοναχός», ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, «πίστευσα ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Ἔτσι ἔνιωθα καί νιώθω πάντα, ὅτι εἶμαι αἰώνιος καί ἀθάνατος. Τί ὡραῖα!»[28].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ποτέ δέν παύει νά ἀγωνίζεται. Ἀκόμη καί ὅταν ἁμαρτάνει, δέν ἀπελπίζεται, διότι ὑπάρχει τό μυστήριο τῆς μετανοίας. «Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί», ἔλεγε ὁ μακαριστός ὅσιος Πορφύριος. «Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι’ ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο»[29].
Ὁ θεραπευμένος ψυχοσωματικά ἄνθρωπος δέν βασανίζεται ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά νοσήματα καί προβλήματα (κατάθλιψη, φοβίες, ἀνασφάλειες, στρές κ.λ.π.). Σήμερα κατ’ ἐξοχήν οἱ ἄνθρωποι βασανιζόμαστε ἀπό τά ἀνωτέρω, διότι δέν προσπαθοῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας. Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ἄνθρωποι, μᾶς δείχνουν τόν δρόμο. Οἱ ἴδιοι θεραπεύτηκαν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν πρότυπα γιά τή δική μας θεραπεία. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν γεμάτη ἀγάπη πρός τόν Θεό, μεταβάλλει τήν κατάθλιψη σέ χαρά. Οἱ Ἅγιοι «εἶχαν εὕρει τρόπο», δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά»[30]. Τό κάνανε μέ τό δόσιμο στό Θεό. Ὁ ὅσιος Γέροντας γνώριζε πάρα πολλά γύρω ἀπό αὐτά τά λεγόμενα «ψυχολογικά» καί τούς «λεγόμενους ψυχιάτρους»[31]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἔχει τήν πρός Θεόν ἀγάπη, καί τήν ταπείνωση, πού τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτοφυλάκιση τῆς κατάθλιψης. Ἡ προσευχή του, ἡ ὁποία γίνεται «μέ λαχτάρα»[32], εἶναι τό ἀντιφάρμακο στήν κατάθλιψη, διότι αὐτή ἡ προσευχή ὁδηγεῖ στήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί στήν γνήσια ταπείνωση. Τό κύριον αἴτιον τῆς κατάθλιψης, τῆς νωθρότητος, τῆς ἀκηδίας, τῆς τεμπελιᾶς καί γενικά τῶν λεγόμενων «ψυχολογικῶν προβλημάτων» εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ὁ «μεγάλος ἐγωισμός»[33]. Ὁ ἅγιος Γέροντας, ὅλα τά ἀνωτέρω «ψυχολογικά», τά ἀποκαλεῖ «πειρασμικά»[34], δηλ. δαιμονικά. Εἶναι ἀποτελέσματα δαιμονικῶν ἐνεργειῶν, δαιμονικῶν ἐπηρρειῶν, τίς ὁποῖες βέβαια «ἐγκολπώνεται» ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου του.
Οἱ «λεγόμενοι ψυχίατροι», γιά νά μήν χρησιμοποιοῦν «τή λέξη» διάβολος (ὁ ὁποῖος κάνει τόν ἄνθρωπο νά φέρεται ἐγωιστικά), ἔχουν ἐφεύρει, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, ἄλλες λέξεις, ὅπως ἀνασφάλεια κ.λ.π[35].
Ὁ πνευματικά ὑγιής πιστεύει σωστά, σύμφωνα μέ ὀρθόδοξα δόγματα. Πιστεύει σωστά στήν Ἁγία Τριάδα, στόν Χριστό, ἀκόμη καί σέ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τό διάβολο καί τίς ἐνέργειές του. «Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ ὅσιος Γέροντας, «πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας»[36]. Ἡ ψυχιατρική ὕπουλα πολεμᾶ τήν ὀρθή πίστη, διότι δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου.
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐγωισμό, δέν ἔχει δικό του θέλημα. Προσπαθεῖ πάντα νά ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν στενοχωριέται καί δέν καταθλίβεται, γιατί ἔχει τήν ὑπακοή, ἡ ὁποία εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας «ἔχει πάντα τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, καί στά δυσάρεστα»[37]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του, ἀλλά πάντα αὐτό, πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέληματα καί ἐπιθυμίες, αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει[38].Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀναπαύει τούς γύρω του, ἐνῶ ὁ ἀσθενής καί δαιμονοκρατούμενος ταλαιπωρεῖ τό περιβάλλον του, χωρίς νά τό θέλει[39].
Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ὑποκύπτει στόν κακό λογισμό, ἐξ ἀρχῆς[40]. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γι’ αὐτόν. «Σήμερα οἱ ἄνθρωποι», δίδασκε ὁ ὅσιος Γέροντας, «ζητοῦν νά τούς ἀγαπήσουν καί γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν. Τό σωστό εἶναι νά μήν ἐνδιαφέρεσαι ἄν σέ ἀγαποῦν, ἀλλά ἄν ἐσύ ἀγαπᾶς τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή»[41]. Τό πᾶν εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὅλα τά προβλήματα τακτοποιοῦνται. Ὁ πνευματικά ὑγιής προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ὁπότε ἐμποδίζει τόν πονηρό νά κυριαρχήσει ἐπάνω του. Ὅταν δέχεται δαιμονική προσβολή, δέν ταράζεται ἀλλά προσεύχεται. Τότε, παρατηροῦσε ὁ ἅγιος Πορφύριος, καί ὁ πονηρός ἀπομακρύνεται[42]. Ἄς παρακαλοῦμε τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό διά πρεσβειῶν καί τοῦ ἁγίου Πορφυρίου νά μᾶς χαρίζει τήν ἀληθινή πνευματικότητα καί ζωή ὥστε νά Τόν δοξάζουμε εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν
http://www.hristospanagia.gr/?p=35126#more-35126
Ὁ θεραπευμένος (πνευματικά ὑγιής) ἄνθρωπος ἔχει τό φωτισμό ἀπό τήν Θεία Χάρη καί- ἄν θέλει ὁ Θεός- τή θέωση, ἐπίσης ἀπό τήν Θεία Χάρη[1]. Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού βρίσκεται στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, δηλαδή ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία στήν πληρέστερη μορφή της εἶναι αὐτενεργοῦσα[2]. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δέν προσεύχεται κάνοντας δική του προσπάθεια, ἀλλά «ἀκούει» ἐντός του[3] τήν προσευχή, πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα «κράζον Ἀββᾶ ὁ Πατήρ»[4]. «Στήν Ἐκκλησία», τόνιζε ὁ ὅσιος Πορφύριος, «γίνεται ἡ Θεία συνουσία, γινόμαστε ἔνθεοι»[5]. Ἡ ἀγάπη Του θέλει νά μᾶς κάνει «θεούς κατά Χάριν καί δωρεάν»[6]. Αὐτό τό κάνει διά τοῦ θεραπευτηρίου, πού λέγεται Ἐκκλησία σ’ ὅσους ἀφήνονται στήν θεραπευτική Του φροντίδα.Ἡ θέωση εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας.
Ὀφείλουμε, δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «νά γίνουμε ἄκτιστοι κατά Χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος»[7]. Μέσα στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἄκτιστοι, πεθαίνοντας κατά τόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί ζώντας τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ζώντας μέσα στό Χριστό καί ὁ Χριστός μέσα μας[8].
Ὁ θεραπευμένος ἔχει κατορθώσει, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία πεθαίνουμε ὡς πρός τή σάρκα, ὡς πρός τά πάθη καί ζοῦμε ἀπό τώρα μέσα στόν Παράδεισο. Ὁ βιολογικός θάνατος «γίνεται ἡ γέφυρα», δίδασκε ὁ ἅγιος Πορφύριος, «πού θά τήν περάσομε σέ μιά στιγμή, γιά νά συνεχίσομε νά ζοῦμε ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί»[9]. Μέ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη δίνεται ἡ δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά γίνει κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ θεραπευόμενος φανερώνει βαθμηδόν τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν «κατά Θεόν κτισθέντα»[10]. Τό Ἁγιοπνευματικό φῶς φωτίζει τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει μία καλή διάθεση (διάθεση μετανοίας), ὥστε νά δεῖ ἀκόμη καθαρώτερα τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη του. Στή συνέχεια συνεργάζεται μαζί του ὥστε, ἐάν καί ἐκεῖνος θέλει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά διά τῆς τελείας καί «ὁλοκλήρου» μετανοίας[11]. Ἔτσι ξεμπερδεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερούμενος ἀπό ὅλα τά κόμπλεξ (συναισθήματα ἐγωιστικά κατωτερότητας[12] ἤ ἀνωτερότητας, ζήλειας, φθόνου[13], μνησικακίας κ.λ.π.) καί τίς ἐξαρτήσεις, πού τοῦ εἶχε δημιουργήσει ἡ ἁμαρτωλή ζωή. Χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι φῶς ἐπίσης, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος παραμένει «μπερδεμένος»[14] ψυχικά, δηλ. φίλαυτος καί ἐγωιστής.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκκλησιαστικά, καθαρίζεται· ὅσο περιορίζει, χαλιναγωγεῖ ἤ καί ξερριζώνει τά πάθη του τόσο φωτίζεται. Ἑνώνεται μέ τόν Θεό, μετέχει στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, γίνεται ἔνθεος[15]. «Ὅταν εἴμαστε μέ τόν Χριστό», βεβαίωνε ὁ φωτισμένος ὅσιος Γέροντας, «εἴμαστε μέσα στό φῶς, κι’ ὅταν ζοῦμε μέσα στό φῶς, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει σκότος»[16]. Ἡ κατάσταση ὅμως αὐτή τοῦ φωτισμοῦ δέν εἶναι μόνιμη. Ἐάν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος πάλι σκοτίζεται. Ἡ ταπείνωση, τό πένθος, τά δάκρυα καί γενικά ὁ πνευματικός ἀγώνας εἶναι αὐτά, πού συντηροῦν τό φῶς[17].
Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φανερός στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο. «Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα», διακήρυσσε ὁ ἅγιος Γέροντας, «ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιή»[18]. Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος φανερώνει -χωρίς νά τό θέλει πολλές φορές- καί στούς ἄλλους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»[19]. Πρό πάντων ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελῆ, πού εἶναι ἄκτιστη. Τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτά πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται… οὐ λογίζεται τό κακόν…πάντα στέγει, πάντα πιστεύει…ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»[20].
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἄγχος, οὔτε στενοχώριες, ὁπότε καί τό σῶμα του λειτουργεῖ κανονικά. Ὁ ἄνθρωπος, πού ζεῖ σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, τῆς πνευματικῆς ὑγείας, ζεῖ στήν ἀληθινή παραδείσια εὐτυχία ἀπό αὐτήν τή ζωή. Ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας στήν ἄπειρη μακαριότητά Του. Ἡ Θεία Χάρη ἔχει μεταμορφώσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Λειτουργεῖ θαυμάσια καί ἡ ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα. «Πᾶνε τότε ὅλες οἱ ἀρρώστιες», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος· καί συνέχιζε: «Οὔτε κολίτις, οὔτε θυρεοειδής, οὔτε στομάχι, οὔτε τίποτα»[21]. Τό ἐνδοκρινολογικό σύστημα καθώς καί ὅλα τά ἄλλα ὀργανικά συστήματα, λειτουργοῦν κανονικά, ὁπότε καί ὅλο τό σῶμα[22].
Ἡ σωματική ὑγεία εἶναι συνάρτηση τῆς πνευματικῆς. «Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες» δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «προέρχονται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ τό ἄγχος. Τό ἄγχος αὐτό τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος»[23]. Οἱ προδιαγραφές τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας εἶναι νά κινηθοῦμε ἀγαπητικά, μέ Θεῖο Ἔρωτα πρός Αὐτόν. Ὅσο δέν τό κάνουμε γεμίζουμε μέ μελαγχολία, ἄγχος καί νιώθουμε ἄδειοι, διότι λείπει ἡ Θεία Χάρη. «Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό», ἐπισήμαινε ὁ ὅσιος Γέροντας, «ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία, μέ τό κακό»[24]. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος, πού δέν καταπνίγει τήν θρησκευτική του ὁρμή, ἔχει ὑγεία.
Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος δέν ζεῖ διπλῆ ζωή: Καί μέ τό Θεό καί μέ τόν κόσμο-διάβολο-παλαιό ἄνθρωπο. Εἶναι ἀδύνατη ἡ ταυτόχρονη παρουσία φωτός καί σκότους. Ὁ ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος ἄνθρωπος «ἐφόσον ἔχει τό φῶς», ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος, «δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[25].
Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος πιστεύει, δηλ. ἐμπιστεύεται τόν Θεό. Ἔτσι «παραθέτει τούς πάντες καί τά πάντα»[26] στόν Θεό, ὁπότε εἰρηνεύει, γαληνεύει. Ἡ ψυχή εἶναι ἀναπαυμένη καί χαριτωμένη. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν παραδείσια ζωή, ἔχοντας τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, πού κράζει στήν καρδιά του «Πατέρα!»[27].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει ξεπεράσει τό φόβο τοῦ θανάτου, καί τῆς κολάσεως. Δέν τρομάζει στήν ἰδέα ὅτι θά πεθάνει, διότι εἶναι μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου, ζεῖ μέ τόν Χριστό, πού πάτησε τό θάνατο μέ τό δικό Του ἑκούσιο θάνατο. «Ἀφότου ἔγινα μοναχός», ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, «πίστευσα ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Ἔτσι ἔνιωθα καί νιώθω πάντα, ὅτι εἶμαι αἰώνιος καί ἀθάνατος. Τί ὡραῖα!»[28].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ποτέ δέν παύει νά ἀγωνίζεται. Ἀκόμη καί ὅταν ἁμαρτάνει, δέν ἀπελπίζεται, διότι ὑπάρχει τό μυστήριο τῆς μετανοίας. «Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί», ἔλεγε ὁ μακαριστός ὅσιος Πορφύριος. «Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι’ ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο»[29].
Ὁ θεραπευμένος ψυχοσωματικά ἄνθρωπος δέν βασανίζεται ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά νοσήματα καί προβλήματα (κατάθλιψη, φοβίες, ἀνασφάλειες, στρές κ.λ.π.). Σήμερα κατ’ ἐξοχήν οἱ ἄνθρωποι βασανιζόμαστε ἀπό τά ἀνωτέρω, διότι δέν προσπαθοῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας. Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ἄνθρωποι, μᾶς δείχνουν τόν δρόμο. Οἱ ἴδιοι θεραπεύτηκαν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν πρότυπα γιά τή δική μας θεραπεία. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν γεμάτη ἀγάπη πρός τόν Θεό, μεταβάλλει τήν κατάθλιψη σέ χαρά. Οἱ Ἅγιοι «εἶχαν εὕρει τρόπο», δίδασκε ὁ ἅγιος Γέροντας, «νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά»[30]. Τό κάνανε μέ τό δόσιμο στό Θεό. Ὁ ὅσιος Γέροντας γνώριζε πάρα πολλά γύρω ἀπό αὐτά τά λεγόμενα «ψυχολογικά» καί τούς «λεγόμενους ψυχιάτρους»[31]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἔχει τήν πρός Θεόν ἀγάπη, καί τήν ταπείνωση, πού τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτοφυλάκιση τῆς κατάθλιψης. Ἡ προσευχή του, ἡ ὁποία γίνεται «μέ λαχτάρα»[32], εἶναι τό ἀντιφάρμακο στήν κατάθλιψη, διότι αὐτή ἡ προσευχή ὁδηγεῖ στήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί στήν γνήσια ταπείνωση. Τό κύριον αἴτιον τῆς κατάθλιψης, τῆς νωθρότητος, τῆς ἀκηδίας, τῆς τεμπελιᾶς καί γενικά τῶν λεγόμενων «ψυχολογικῶν προβλημάτων» εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ὁ «μεγάλος ἐγωισμός»[33]. Ὁ ἅγιος Γέροντας, ὅλα τά ἀνωτέρω «ψυχολογικά», τά ἀποκαλεῖ «πειρασμικά»[34], δηλ. δαιμονικά. Εἶναι ἀποτελέσματα δαιμονικῶν ἐνεργειῶν, δαιμονικῶν ἐπηρρειῶν, τίς ὁποῖες βέβαια «ἐγκολπώνεται» ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου του.
Οἱ «λεγόμενοι ψυχίατροι», γιά νά μήν χρησιμοποιοῦν «τή λέξη» διάβολος (ὁ ὁποῖος κάνει τόν ἄνθρωπο νά φέρεται ἐγωιστικά), ἔχουν ἐφεύρει, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, ἄλλες λέξεις, ὅπως ἀνασφάλεια κ.λ.π[35].
Ὁ πνευματικά ὑγιής πιστεύει σωστά, σύμφωνα μέ ὀρθόδοξα δόγματα. Πιστεύει σωστά στήν Ἁγία Τριάδα, στόν Χριστό, ἀκόμη καί σέ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τό διάβολο καί τίς ἐνέργειές του. «Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ ὅσιος Γέροντας, «πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας»[36]. Ἡ ψυχιατρική ὕπουλα πολεμᾶ τήν ὀρθή πίστη, διότι δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου.
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐγωισμό, δέν ἔχει δικό του θέλημα. Προσπαθεῖ πάντα νά ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν στενοχωριέται καί δέν καταθλίβεται, γιατί ἔχει τήν ὑπακοή, ἡ ὁποία εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας «ἔχει πάντα τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, καί στά δυσάρεστα»[37]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του, ἀλλά πάντα αὐτό, πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέληματα καί ἐπιθυμίες, αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει[38].Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀναπαύει τούς γύρω του, ἐνῶ ὁ ἀσθενής καί δαιμονοκρατούμενος ταλαιπωρεῖ τό περιβάλλον του, χωρίς νά τό θέλει[39].
Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ὑποκύπτει στόν κακό λογισμό, ἐξ ἀρχῆς[40]. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γι’ αὐτόν. «Σήμερα οἱ ἄνθρωποι», δίδασκε ὁ ὅσιος Γέροντας, «ζητοῦν νά τούς ἀγαπήσουν καί γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν. Τό σωστό εἶναι νά μήν ἐνδιαφέρεσαι ἄν σέ ἀγαποῦν, ἀλλά ἄν ἐσύ ἀγαπᾶς τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή»[41]. Τό πᾶν εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὅλα τά προβλήματα τακτοποιοῦνται. Ὁ πνευματικά ὑγιής προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ὁπότε ἐμποδίζει τόν πονηρό νά κυριαρχήσει ἐπάνω του. Ὅταν δέχεται δαιμονική προσβολή, δέν ταράζεται ἀλλά προσεύχεται. Τότε, παρατηροῦσε ὁ ἅγιος Πορφύριος, καί ὁ πονηρός ἀπομακρύνεται[42]. Ἄς παρακαλοῦμε τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό διά πρεσβειῶν καί τοῦ ἁγίου Πορφυρίου νά μᾶς χαρίζει τήν ἀληθινή πνευματικότητα καί ζωή ὥστε νά Τόν δοξάζουμε εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο: Τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Γέροντα Πορφύριο τόν Ἁγιορείτη
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[1] Πρωτ. Ἰ. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, σελ. 35-36.
[2] Ὅ.π. σελ. 49- 50 καί 52. Ἐπίσης βλ. στό: Ἀρχιμ. Σωφρόνιου (Σαχάρωφ), Περί προσευχῆς, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 151.
[3] Πρβλ. Ὁσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ζ΄ἔκδοσις, σελ. 77.
[4] Γαλ. 4, 6.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 201.
[6] Ὅ.π. σελ. 194.
[7] Ὅ.π. σελ. 195.
[8] Βλ. Κολ. 3,9· Ρωμ. 6, 6· Ἐφ. 4, 22.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 199.
[10] Ἐφ. 4, 24.
[11] Πρβλ. Ματθ. 5, 20.
[12] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 321.
[13] Πρβλ. ὅ.π. σελ. 452-454.
[14] Ὅ.π. σελ. 208.
[15] Ὅ.π. σελ. 201.
[16] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 201.
[17] Πρβλ. ὅ.π.
[18] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 374.
[19] Γαλ. 5, 22-23.
[20] Α΄Κορ. 13, 4-8.
[21] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 375.
[22] Ὅ.π. σελ. 375.
[23] Ὅ.π. σελ. 375.
[24] Ὅ.π. σελ. 374-375.
[25] Ὅ.π. σελ. 209.
[26] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θ. Λειτουργία: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
[27] Ρωμ.8, 15.
[28] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 199.
[29] Ὅ.π. σελ. 199.
[30] Ὁσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη,Ἔκδοσις Ι.Γ.Η.Μ.Σ.,σελ. 12.
[31] Ὅ.π. σελ. 13.
[32] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 270.
[33] Ὅ.π. σελ. 12.
[34] Ὅ.π. σελ. 12
[35] Ὅ.π. σελ. 16.
[36] Ὅ.π. σελ. 16.
[37] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 320.
[38] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 19.
[39] Ὅ.π.
[40] Ὅ.π. σελ. 19-20.
[41] Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στό γέροντα Πορφύριο, σελ. 40.
[42] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 317.