Ἡ λύπη, ὅπως ἀναφέρθηκε, εἶναι μία δύναμη πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό
μετά τήν πτώση, γιά νά βοηθηθοῦμε στήν μετάνοια. Ἐμεῖς ὅμως (λόγῳ τῶν
παθῶν μας καί μέ τήν ὑποβολή-ἐπήρρεια τοῦ πονηροῦ) τήν χρησιμοποιοῦμε
κακῶς καί πέφτουμε στήν κατάσταση τῆς κατάθλιψης.
«Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στόν Παράδεισο», γράφει ὁ Jean Claude Larchet, «δέν γνώριζε τήν λύπη, πού ἐμφανίστηκε μετά τό ἀδαμικό παράπτωμα…
Ὀφείλουμε νά διακρίνουμε δύο μορφές λύπης. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖ τμῆμα αὐτοῦ πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «ἀδιάβλητα καί φυσικά πάθη», δηλαδή ὅσα ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τά ὁποῖα δέν εἶναι κακά, μολονότι παρέχουν μαρτυρία τῆς πτώσης του ἀπό τήν προηγούμενη κατάσταση τελειότητας.Ἡ μορφή τῆς λύπης, πού ἀποτελεῖ τμῆμα τῶν φυσικῶν παθῶν, ὄχι μόνο εἶναι «ἀδιάβλητη» ἀλλά μπορεῖ καί ὀφείλει νά χρησιμεύει ὡς βάση μιᾶς ἀρετῆς: τῆς «κατά Θεόν λύπης» (Β΄Κορ. 7, 10).
Ἡ συγκεκριμένη ἀρετή ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά θλίβεται γιά τήν πτώση του, νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά λυπᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς πρώτης τελειότητας, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό, καί ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν κατάσταση τῆς μετάνοιας, τοῦ πνευματικοῦ πένθους, τῆς κατάνυξης καί βρίσκει τήν πραγμάτωσή της στό χάρισμα τῶν δακρύων. Εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητη γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ὥστε νά ξαναβρεῖ τήν ὁδό τῆς Βασιλείας καί τήν ἐδεμική κατάσταση στήν ἐν Χριστῷ ἐπανολοκλήρωσή του. Νά γιατί ὁ Ἅγιος Μάξιμος γράφει: «τά πάθη γίνονται καλά στούς σπουδαίους, ὅταν… τά μεταχειρίζονται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, ὅπως τήν λύπη ὡς διορθωτική μεταμέλεια σέ κάποιο παρόν κακό»[23].
Ἀντίθετα, ἡ δεύτερη μορφή λύπης (ἰσοδύναμη νοηματικά ἡ λέξη ἀθυμία),… εἶναι πάθος καί νόσος τῆς ψυχῆς: συνίσταται στήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς λύπης…
Ἀντί νά χρησιμοποιεῖ τήν λύπη γιά νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ὁ ἄνθρωπος τήν χρησιμοποιεῖ ἀντίθετα: κλαίει γιά τήν ἀπώλεια τῶν αἰσθητῶν ἀγαθῶν[24], ὀδυνᾶται γιά τήν ἀδυναμία του νά ἱκανοποιήσει τήν ὅποια ἐπιθυμία καί ν’ ἀπολαύσει τήν ὅποια ἀναμενόμενη ἠδονή ἤ ἀκόμη καί γιά τό γεγονός ὅτι ἔχει ὑποστεῖ ὄχληση στίς σχέσεις του μέ τούς ὁμοίους του. Χρησιμοποιεῖ λοιπόν τήν λύπη ὄχι φυσιολογικά ἀλλά παρά φύσιν. «Στό πάθος αὐτό», παρατηρεῖ ὁ JeanClaudeLarchet, «ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει διπλή παθολογική συμπεριφορά: ἀφενός μέν δέν θλίβεται, ὅπως θά ὄφειλε νά πράττει μόνιμα γι’ αὐτό πού συνιστᾶ πραγματικά θλιβερή κατάσταση –τό καθεστώς πτώσης, ἁμαρτίας, νόσου– καί ἀφετέρου λυπᾶται γιά ἀντικείμενα, καταστάσεις, συνθῆκες κ.λπ. πού δέν τό ἀξίζουν. Ἡ δύναμη τῆς θλίψης, πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δέν τοῦ χρησιμεύει (σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅταν τοῦ τήν δώρισε) γιά νά ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλ’ ἀντίθετα χρησιμοποιεῖται ἄκαιρα, παράλογα καί ἀφρόνως σέ σχέση μέ τόν φυσικό σκοπό της, γιά νά ἐκδηλώσει τήν προσκόλλησή του στόν κόσμο· καί τελικά τίθεται στήν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας κατά παράδοξο τρόπο»[25].
Τά πάθη (καί οἱ δαίμονες πού τά ὑποκινοῦν) εἶναι ἐκεῖνα πού διαστρέφουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν στό νά κάνει κακή διαχείρηση τῆς λύπης του. Τό κύριο πάθος πού παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο σέ λύπη διαβλητή, ἔνοχη καί ἁμαρτωλή εἶναι ὁ ἐγωισμός-ὑπερηφάνεια γι’ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν κατάθλιψη.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
«Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στόν Παράδεισο», γράφει ὁ Jean Claude Larchet, «δέν γνώριζε τήν λύπη, πού ἐμφανίστηκε μετά τό ἀδαμικό παράπτωμα…
Ὀφείλουμε νά διακρίνουμε δύο μορφές λύπης. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖ τμῆμα αὐτοῦ πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «ἀδιάβλητα καί φυσικά πάθη», δηλαδή ὅσα ἔχουν ἐνσωματωθεῖ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τά ὁποῖα δέν εἶναι κακά, μολονότι παρέχουν μαρτυρία τῆς πτώσης του ἀπό τήν προηγούμενη κατάσταση τελειότητας.Ἡ μορφή τῆς λύπης, πού ἀποτελεῖ τμῆμα τῶν φυσικῶν παθῶν, ὄχι μόνο εἶναι «ἀδιάβλητη» ἀλλά μπορεῖ καί ὀφείλει νά χρησιμεύει ὡς βάση μιᾶς ἀρετῆς: τῆς «κατά Θεόν λύπης» (Β΄Κορ. 7, 10).
Ἡ συγκεκριμένη ἀρετή ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά θλίβεται γιά τήν πτώση του, νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά λυπᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς πρώτης τελειότητας, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό, καί ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν κατάσταση τῆς μετάνοιας, τοῦ πνευματικοῦ πένθους, τῆς κατάνυξης καί βρίσκει τήν πραγμάτωσή της στό χάρισμα τῶν δακρύων. Εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητη γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ὥστε νά ξαναβρεῖ τήν ὁδό τῆς Βασιλείας καί τήν ἐδεμική κατάσταση στήν ἐν Χριστῷ ἐπανολοκλήρωσή του. Νά γιατί ὁ Ἅγιος Μάξιμος γράφει: «τά πάθη γίνονται καλά στούς σπουδαίους, ὅταν… τά μεταχειρίζονται γιά τήν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, ὅπως τήν λύπη ὡς διορθωτική μεταμέλεια σέ κάποιο παρόν κακό»[23].
Ἀντίθετα, ἡ δεύτερη μορφή λύπης (ἰσοδύναμη νοηματικά ἡ λέξη ἀθυμία),… εἶναι πάθος καί νόσος τῆς ψυχῆς: συνίσταται στήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς λύπης…
Ἀντί νά χρησιμοποιεῖ τήν λύπη γιά νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ὁ ἄνθρωπος τήν χρησιμοποιεῖ ἀντίθετα: κλαίει γιά τήν ἀπώλεια τῶν αἰσθητῶν ἀγαθῶν[24], ὀδυνᾶται γιά τήν ἀδυναμία του νά ἱκανοποιήσει τήν ὅποια ἐπιθυμία καί ν’ ἀπολαύσει τήν ὅποια ἀναμενόμενη ἠδονή ἤ ἀκόμη καί γιά τό γεγονός ὅτι ἔχει ὑποστεῖ ὄχληση στίς σχέσεις του μέ τούς ὁμοίους του. Χρησιμοποιεῖ λοιπόν τήν λύπη ὄχι φυσιολογικά ἀλλά παρά φύσιν. «Στό πάθος αὐτό», παρατηρεῖ ὁ JeanClaudeLarchet, «ὁ ἄνθρωπος ἐκδηλώνει διπλή παθολογική συμπεριφορά: ἀφενός μέν δέν θλίβεται, ὅπως θά ὄφειλε νά πράττει μόνιμα γι’ αὐτό πού συνιστᾶ πραγματικά θλιβερή κατάσταση –τό καθεστώς πτώσης, ἁμαρτίας, νόσου– καί ἀφετέρου λυπᾶται γιά ἀντικείμενα, καταστάσεις, συνθῆκες κ.λπ. πού δέν τό ἀξίζουν. Ἡ δύναμη τῆς θλίψης, πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δέν τοῦ χρησιμεύει (σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅταν τοῦ τήν δώρισε) γιά νά ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλ’ ἀντίθετα χρησιμοποιεῖται ἄκαιρα, παράλογα καί ἀφρόνως σέ σχέση μέ τόν φυσικό σκοπό της, γιά νά ἐκδηλώσει τήν προσκόλλησή του στόν κόσμο· καί τελικά τίθεται στήν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας κατά παράδοξο τρόπο»[25].
Τά πάθη (καί οἱ δαίμονες πού τά ὑποκινοῦν) εἶναι ἐκεῖνα πού διαστρέφουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν στό νά κάνει κακή διαχείρηση τῆς λύπης του. Τό κύριο πάθος πού παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο σέ λύπη διαβλητή, ἔνοχη καί ἁμαρτωλή εἶναι ὁ ἐγωισμός-ὑπερηφάνεια γι’ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν κατάθλιψη.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη – Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[23]Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον,
1, PG 90, 269B :«…καλά γίνεται καί τά πάθη ἐν τοῖς σπουδαίοις ὁπηνίκα…
πρός τήν τῶν οὐρανίων μεταχειρίζονται κτῆσιν, οἷον…τήν λύπην διορθωτικήν
ἐπί παρόντι κακῷ μεταμέλειαν».
[25]Jean Claude Larchet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων ,τομ. Α΄, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, 2008, σελ. 299-301.
http://www.hristospanagia.gr/?p=35750#more-35750
http://www.hristospanagia.gr/?p=35750#more-35750