Όταν συνῆλθε κάπως ἀπό τήν ἔκπληξή του, τόν ξαναρώτησε:
-Σέ παρακαλῶ, γέροντα, μιά καί γνωρίζεις ὅλες τίς σκέψεις μου, πές μου: Ἀπό ποῦ ἦρθε αὐτός ὁ λογισμός; Ἀπό μένα γεννήθηκε ἤ ἦρθε ἀπ’ ἀλλοῦ;
-Ἀπ’ τό διάβολος γεννήθηκε, πού ἤθελε νά διαστρέψει τή σωστή σου ἄποψη καί νά σοῦ δημιουργήσει σύγχυση. Ἀλλά καλά ἔκανες καί τόν φανέρωσες ἀμέσως, γιατί ἀλλιῶς θά χωνόταν βαθιά μέσα στήν καρδιά σου καί δύκολα θά ξερριζωνόταν. Ὁ ἄνθρωπος, βλέπεις, ἔχει τούς φυσικούς του λογισμούς, μέ τούς ὁποίους διακρίνει τί πρέπει νά κάνει καί τί ὄχι. Ἔχει ὅμως καί δυό λογιῶν ἀκόμα λογισμούς, πού τόν διατάζουν: Τούς δαιμονικούς (πονηρούς) καί ἀγγελικούς (ἀγαθούς). Πρέπει λοιπόν νά ἐξετάζει προσεκτικά ὅλους τούς λογισμούς πού μπαινοβγαίνουν στό νοῦ του, νά ξεχωρίζει αὐτούς πού τοῦ βάζει ὁ πονηρός καί νά τούς διώχνει. Αὐτό ὅμως μπορεῖ νά τό κάνει μόνο ὅταν ἔχει νοῦ καθαρό καί ἀμέριμνο.