Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:
«Περί φιλαυτίας 1ο μέρος»
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ
καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, μέ ὅση δύναμη καί φώτιση μᾶς δίνει ὁ Θεός, θά
ἐξετάσουμε σήμερα το κύριο πάθος ἀπό τό ὁποῖο πηγάζουν ὅλα τά πάθη κατά
τούς Πατέρες καί εἶναι τό πάθος τῆς φιλαυτίας, πού κυριεύει τήν ψυχή
μας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἐγωισμό, ἀλλά γιά φιλαυτία. Ὁ ὅρος
ἐγωισμός εἶναι νεότερος.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες
συμφωνοῦν ὅλοι στό ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα καί ἡ τροφός ὅλων τῶν
ἄλλων παθῶν καί τῶν κακιῶν. Ἄν ἀναλύσουμε τή λέξη φιλαυτία, σημαίνει
ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας. Ὁ Κύριος, στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, στό 12ο κεφάλαιο στόν 25ο
στίχο, ἀναφέρθηκε σέ αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶχε πεῖ συγκεκριμένα «ὁ φιλῶν
τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολλέσει αὐτήν καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ
τούτῳ εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.». Αὐτός δηλαδή, πού ἀγαπάει τήν
ψυχή του, θά τήν χάσει καί αὐτός πού μισεῖ τήν ψυχή του σέ αὐτόν τόν
κόσμο, θά τήν φυλάξει στήν αἰωνιότητα.
Ἡ
λέξη «ψυχή», ἀναφέρεται στή ζωή. Πραγματικά αὐτός πού ἔχει αὐτήν τήν
ὑπερβολική ἀγάπη πρός τή ζωή καί τόν ἑαυτό του, καταστρέφεται καί χάνει
τή ζωή του. Ἀντίθετα αὐτός πού πετάει αὐτήν τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του
καί δέν τόν λογαριάζει, φυλάει οὐσιαστικά τόν ἑαυτό του.
Ἀκούγεται λίγο
παράξενο αὐτό. Πρόκειται γιά τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό
μας, ἡ ὁποία τελικά σκοτώνει τόν ἑαυτό μας. Ὅταν ὅμως κανείς βγαίνει ἀπό
τόν ἑαυτό του, βγαίνει ἀπό τή φυλακή του καί ἐλευθερώνεται. Αὐτή εἶναι ἡ
ἔξοδος γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει φτιάξει ἔτσι,
ὥστε νά εἴμαστε κοινωνικοί, ἀγαπητικοί, νά βγαίνουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας,
νά διαγράφουμε αὐτήν τήν ἄρρωστη ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί νά
πηγαίνουμε πρός αὐτήν τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον.
Τότε σώζουμε τήν ψυχή μας καί διασώζουμε τήν ὕπαρξή μας.
Ἡ ψυχή μας εἶναι
φτιαγμένη γιά νά ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Ὅσο δέν κινεῖται
πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση, ἀλλά μένει καί ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό της,
ἀρρωσταίνει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται καί δέν προσπαθεῖ νά
ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, ἀρρωσταίνει. Τότε προκύπτουν τά
λεγόμενα ψυχολογικά, φοβίες καί ἄλλα, τά ὁποῖα εἶναι ἀκριβῶς τά
ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας, τοῦ δαίμονα δηλαδή, γιατί πίσω ἀπό τά πάθη
κρύβονται οἱ δαίμονες.
Ὁ Χριστός μᾶς λέει
ὅτι ὅποιος ἀγαπάει τόν ἑαυτό του καί ἐγκλωβίζεται σ’ αὐτό, οὐσιαστικά
ὑποκύπτει στό δαιμόνιο τῆς φιλαυτίας καί γι’ αὐτό ἀρρωσταίνει καί χάνει
τελικά τήν ὕπαρξη, τή ζωή καί τήν ψυχή του.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος
περιγράφει τά χαρακτηριστικά τῶν ἀνθρώπων τῶν ἐσχάτων χρόνων. Ἀνάμεσα
στά ἄλλα ἀναφέρει καί τό πάθος τῆς φιλαυτίας, τό ὁποῖο θά κυριαρχεῖ.
Ὁπωσδήποτε τώρα βρισκόμαστε στούς ἐσχάτους χρόνους καί γι’ αὐτό
κυριαρχεῖ ἡ φιλαυτία στούς ἀνθρώπους σέ τέτοιο βαθμό. Λέει στόν μαθητή
του τόν Τιμόθεο «Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται
καιροί χαλεποί· ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι,
ἀλαζόνες[...]» (Β΄Τιμ. 3,1).
Ἑπομένως οἱ δύο
αὐτές ἀναφορές στήν Ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λέει ὅτι ὅποιος
ἀγαπάει τήν ψυχή του θά τήν χάσει καί ἡ δεύτερη, ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, πού λέει ὅτι στούς ἔσχατους καιρούς οἱ ἄνθρωποι θά γίνουν
φίλαυτοι, εἶναι ἀρκετές γιά νά φανερώσουν τό μεγάλο κακό πού προξενεῖ
στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό πάθος τῆς φιλαυτίας.
- Πῶς μποροῦμε νά τό καταπολεμήσουμε;
Ὅλοι ἔχουμε τό πάθος
τῆς φιλαυτίας, ὅσο δέν κινούμαστε ἐναντίον του καί δέν τό πολεμᾶμε. Θά
πρέπει νά ζήσουμε σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά ἀκολουθήσουμε τή
θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό.
Κατ’ ἀρχήν νά
δώσουμε τόν ὁρισμό τοῦ πάθους, σύμφωνα μέ τούς ἅγιους Πατέρες. Φιλαυτία
εἶναι ἡ μεγάλη, ὑπερβολική καί ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε πρός τόν ἑαυτό
μας. Δέν εἶναι ἡ σωστή ἀγάπη, γιατί σωστή ἀγάπη εἶναι νά πετάξουμε τόν
ἑαυτό μας καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Κατά τόν Ὅσιο Νικήτα
τόν Στηθᾶτο «Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ἄλογος φιλία τοῦ σώματος». Οἱ Πατέρες
τό κάνουν ἀκόμα πιό συγκεκριμένο, ἀφοῦ λένε ἡ φιλία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ
ἀγάπη πρός τό σῶμα μας, ἡ ὁποία εἶναι ἄλογη. «Ἥτις φίλαυτόν τέ
ἀποτελοῦσαν, ἤτοι φιλόψυχον καί φιλοσώματον». Ἡ ὁποία ἀφοῦ κάνει τόν
μοναχό -καί κατ’ ἐπέκταση κάθε χριστιανό- φίλαυτο, τόν κάνει νά ἀγαπάει
τό σῶμα του καί τήν ψυχή του, δηλαδή τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό
τή βασιλεία Του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἀγαπᾶ ὑπερβολικά καί ἀποκλειστικά τήν ψυχή καί τό σῶμα του, ἀγνοώντας
ἐντελῶς τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, τότε λέμε ὅτι ἔχει τό πάθος
τῆς φιλαυτίας.
- Εἶναι κακό νά ἀγαπᾶμε τήν ψυχή μας;
Κάτι τέτοιο
ἀκούγεται παράδοξο. Ἄν ἀγαπᾶμε ὑπερβολικά καί μόνο τήν ψυχή μας, χωρίς
νά λογαριάζουμε τούς ἄλλους, τότε εἶναι ὄντως κακό. Αὐτό τό συναντοῦμε
κάποιες φορές στήν ἐξομολόγηση. Κάποιοι παραπονιοῦνται γιατί τούς
παίρνουν τή σειρά ἄλλα ἄτομα. Ἔτσι, βάζουν τήν ψυχή τους πάνω ἀπό τῶν
συνανθρώπων τους. Ἡ ἀγάπη εἶναι νά βάλουμε τήν ψυχή τῶν ἄλλων πάνω ἀπό
τή δική μας. Θά πρέπει νά σκεφτοῦμε λοιπόν ὅτι ὁ συνάνθρωπός μας, θά
ἔχει μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό ὅτι ἐμεῖς καί εὐχαρίστως νά τοῦ παραχωροῦμε
τή σειρά. Ἄλλοι πάλι, ὅταν κάποιος ἐξομολογούμενος ἀργεῖ, ἐπειδή λίγο
τούς καθυστερεῖ, δυσανασχετοῦν καί θυμώνουν. Δέν δείχνουν ὑπομονή καί
ἀγάπη. Σκέφτονται πάλι ἐγωιστικά.
Λέει ὁ ἅγιος
Μάξιμος: «Φιλαυτία δέ ἐστι, τό πρός τό σῶμα πάθος», εἶναι δηλαδή ἡ
φιλαυτία ἡ ἀγάπη πού ἔχουμε πρός τό σῶμα μας. Κάνει καί ἀλλοῦ ἀναφορά
γιά τό πάθος τῆς φιλαυτίας «Φιλαυτία ἐστίν ἡ πρός τό σῶμα ἐμπαθής καί
ἄλογος φιλία ᾗ ἀντίκειται ἀγάπη καί ἐγκράτεια». Ἀφοῦ τονίζει ὅτι ἡ
φιλαυτία εἶναι ἡ παθιασμένη καί ἄλογη ἀγάπη γιά τό σῶμα μας, μᾶς δίνει
καί τό φάρμακο.
Τά φάρμακα που, κατά
τόν ἅγιο Μάξιμο, ἐξουδετερώνουν τή φιλαυτία εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ
ἐγκράτεια. Πρέπει δηλαδή νά κάνουμε ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ φιλαυτία εἶναι
ἀντίθετη στήν ἀγάπη καί στήν ἐγκράτεια καί ἀντιστρόφως ἡ ἀγάπη καί ἡ
ἐγκράτεια εἶναι ἀντίθετες στή φιλαυτία.
Φυσικά δέν ἐννοοῦμε
φιλαυτία τή φροντίδα τοῦ σώματος, πού εἶναι μέσα στά φυσιολογικά ὅρια,
ἀλλά τήν ὑπερβολική φροντίδα τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ὅταν δηλαδή
κάποιος τρώει, ὅσο χρειάζεται, αὐτό δέν εἶναι φιλαυτία. Ἀλλά, ὅπως λέει
καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἄν διαλέξεις μεταξύ δύο φαγητῶν, πού ἔχουν τήν ἴδια
θρεπτική ἀξία τό πιό νόστιμο, αὐτό ἔχει φιλαυτία. Ἄν ὅμως εἶσαι
ἄρρωστος, ἔχεις ἀνορεξία καί πρέπει νά φᾶς κάτι γιά νά διεγείρεις τήν
ὄρεξή σου καί διαλέξεις τότε τό πιό νόστιμο, αὐτό ἔχει διάκριση.
Ἀναλύοντας ὁ ἅγιος
Μάξιμος τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς φιλαυτίας γράφει ὅτι «στόν
μοναχό -καί κατ’ ἐπέκτασιν στόν κάθε χριστιανό-ἡ φιλαυτία φέρνει
λογισμούς. Τοῦ λέει τό πάθος νά ἐλεήσει τό σῶμα του καί νά τό λυπηθεῖ.
Νά πάει νά φάει, ἐνῶ δέν εἶναι ἀκόμα ἡ ὥρα καί ἐνῶ δέν τό χρειάζεται.
Τοῦ λέει νά οἰκονομήσει τάχα καί νά τακτοποιήσει τό σῶμα του, γιά νά μήν
ἀρρωστήσει. Ρίχνει σιγά σιγά αὐτό τό πάθος τόν χριστιανό στόν βόθρο,
στήν ἀκαθαρσία καί τή βρωμιά τῆς φιληδονίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
εἶναι κοσμικός καί δέν εἶναι μοναχός, τοῦ βάζει συνεχῶς λογισμούς γιά νά
προσέξει τό σῶμα του καί τοῦ διεγείρει συνεχῶς νέες ἐπιθυμίες. Τόν
προτρέπει, χάριν οἰκονομίας καί ὑγείας τοῦ σώματος, νά ἐνδιαφέρεται
περισσότερο ἀπό ὅσο πρέπει γιά νά ἀπολαύσει τίς τροφές καί ἄλλα
πράγματα, τήν ἄνεση, τήν καλοπέραση γιά νά ἐκπληρώσει τίς ἐπιθυμίες του.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γεμίζει λογισμούς καί ἐπιθυμίες, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ
πάθους. Αὐτό ἐκμεταλλεύεται καί ἡ τηλεόραση, καθώς καί οἱ ἄλλες
ἐταιρεῖες καί συνεχῶς μᾶς προβάλλουν διαφημίσεις καί μᾶς διεγείρουν
ἐπιθυμίες μέσω αὐτῶν.
Τό πάθος τῆς
φιλαυτίας κάνει τόν ἄνθρωπο νά προτιμᾷ περισσότερο ἀπό τούς κόπους τῆς
ἀρετῆς τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Ἐπιλέγει νά μήν πονάει ἑκούσια σέ
διάφορα ἔργα, πού φέρνουν τήν ἀρετή καί ἔτσι καθιστᾶ τήν ψυχή του χαύνη.
Ἀποχαυνώνεται ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται ἄτονος στό νά πορευθεῖ στό στάδιο
τῆς ἡσυχίας, τῆς προσευχῆς καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Λέει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: «Τίποτα ἄλλο δέν κάνει τήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ
χαύνη, τεμπέλικη καί ἀνόητη, ὅσο τήν κάνει τό πάθος τῆς φιλαυτίας». Γι’
αὐτό καί ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ὀνομάζει τό πάθος αὐτό «παγκάκιστον
φιλαυτίαν».
Στό Εὐαγγέλιο ἔχουμε
ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα φίλαυτου ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτό τοῦ ἄφρονος
πλουσίου. Αὐτός ἔλεγε «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά·
ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,19). Εἶναι ἀνόητος, ἄφρων,
φίλαυτος καί θέλει νά μαζέψει ὑλικά ἀγαθά, γιατί νομίζει ὅτι μέ αὐτά θά
χορτάσει τήν πεινασμένη ψυχή του. Ὁ φίλαυτος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή
θεραπεία τῆς ψυχῆς του, οὔτε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά τήν
ἐξυπηρέτηση τῶν συνανθρώπων του. Ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του καί
κυρίως γιά τό σῶμα του. Ἔχει γίνει φιλοσώματος, φιλήδονος καί νομίζει
ὅτι καί ἡ ψυχή του θά ἀναπαυτεῖ, ὅταν ἀναπαυτεῖ τό σῶμα του. Αὐτό εἶναι
τό τραγικό λάθος του.
Γι’ αὐτό καί σήμερα,
πού ζοῦμε μέ πολλή σωματική ἄνεση, νιώθουμε μεγάλη ἀνία. Τά νέα παιδιά
συνέχεια παραπονιοῦνται ὅτι βαριοῦνται. Οἱ γονεῖς ἀποροῦν πού συμβαίνει
αὐτό γιατί νομίζουν ὅτι τούς τά ἔδωσαν ὅλα. Δέν ἀναλογίζονται ὅμως ὅτι
δέν τούς ἔδωσαν τό βασικότερο, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός γεμίζει
τήν ψυχή, διώχνοντας τήν ἀνία καί τό ἀνικανοποίητο. Ἡ ψυχή δέν
θεραπεύεται, παρά μόνο ἄν ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Πορφύριος λέει ὄτι
«εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς πρῶτα νά ἐρωτευτεῖ τόν Θεό καί τότε
θεραπεύεται». Ἄν δέν μάθουμε στό παιδί νά προσεύχεται καί ν’ ἀγαπᾶ ἔτσι
τόν Θεό, μέσω τῆς προσευχῆς, ἄν δέν τό μάθουμε νά ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία
μέ ὅλους τούς τρόπους, πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἀγαπήσουμε
τόν Θεό, τότε ἀφήνουμε τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἄδεια. Δέν ἔχουμε κάνει
τίποτα ἀπολύτως ὠφέλιμο γιά τό παιδί.
Αὐτός λοιπόν ὁ ἄφρων
πλούσιος εἶναι ὁ φίλαυτος, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται μόνο νά μαζεύει. Ἐνῶ
εἶχε πάρα πολλά ἀγαθά καί θά μποροῦσε νά ἀνοιχτεῖ στόν πλησίον, κάνοντας
πολλές ἐλεημοσύνες, ὠφελώντας ἔτσι τήν ψυχή του, ἐκεῖνος ἐπέλεξε νά
γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του, νά κάνει μεγαλύτερες καί νά μαζέψει ἀκόμα
περισσότερα. Ὁ φίλαυτος μαζεύει πλοῦτο, χρήματα, ἡδονές, κυνηγᾶ τη
μάταιη δόξα τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἀπό τή
φιλαυτία ξυπνοῦν τά τρία μεγάλα πάθη: ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία και ἡ
φιλοδοξία.
- Ποιά εἶναι τά φρικτά ἀποτελέσματα πού ἔχει αὐτό τό πάθος τῆς φιλαυτίας στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου;
Λέει ὁ ἅγιος Νικήτας
ὁ Στηθᾶτος ὅτι τό σπουδαῖο ἐμπόδιο τῆς προκοπῆς εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅσο
κι ἄν προσπαθήσει κάποιος, ἄν δέν διώξει πρῶτα τή φιλαυτία, δέν θά
καταφέρει ποτέ νά προχωρήσει πνευματικά. Πόσες φορές προσπαθοῦμε νά
κόψουμε ἕνα πάθος καί δέν μποροῦμε, γιατί ἀπό πίσω κρύβεται τό μεγάλο
θηρίο τῆς φιλαυτίας, ποῦ μᾶς γεμίζει μέ λογισμούς. Σκεφτόμαστε ὅτι ἄν
δέν φᾶμε, ἄν δέν κοιμηθοῦμε 9 ὧρες, θά ἀρρωστήσουμε. Αὐτό εἶναι μιά
ἀπάτη. Πρέπει νά διώξουμε αὐτόν τόν λογισμό, τοῦ νά μήν πάθει κάτι ἡ
ὑγεία μας, ὅπως λέμε στό Ἅγιο Ὄρος κάπως εἰρωνικά «ἡ πολύτιμος ὑγεία
μας». Νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας μέσω τῆς νηστείας, τῆς ἐγκράτειας, νά
σπάσουμε τό κλείσιμο στόν ἐγωισμό μας, νά προσευχηθοῦμε καί νά πονέσουμε
γιά τόν πλησίον, ὥστε νά προχωρήσουμε πνευματικά.
Ἡ φιλαυτία ὑποβάλει
σάν λογισμό στούς ἀνθρώπους ὅτι θά ἀρρωστήσουν καί ὅτι θά ἀποκτήσουν
νόσους πού δύσκολα θά θεραπευτοῦν. Ἔτσι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ μέ θέληση
καί διάθεση νά προχωρήσει πνευματικά, μέ τέτοιους λογισμούς λόγω τῆς
φιλαυτίας, ψυχραίνεται ὁ ἀρχικός του ζῆλος καί τά παρατάει.
Τήν κακοπάθεια ἡ
φιλαυτία τήν συκοφαντεῖ στόν ἀγωνιστή χριστιανό καί τόν πείθει νά τήν
ἀφήσει. Δημιουργεῖ λογισμούς γιά διάφορες ἀσθένειες ἀναγκάζοντας ἔτσι
τήν ψυχή νά ὀπισθοχωρήσει. Τήν πείθει νά μήν ἀναλάβει ἀγῶνες ἀσκητικούς
γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή θεραπεία τῶν παθῶν πού
τήν ἀπασχολοῦν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος λέει: «ἔτσι ἡ φιλαυτία εἶναι ἕνα περικάλυμμα πού ὄχι μόνο δέν
ἀφήνει τήν ψυχή νά ἐργασθεῖ τή θεραπεία της, ἀλλά καί τῆς ἀποκρύπτει τά
πάθη πού ὑπάρχουν σ’ αὐτήν». Ἔτσι ὁ φίλαυτος, οὔτε πάει μπροστά
προχωρώντας πνευματικά, οὔτε καί μέσα του βλέπει σωστά. Οὐσιαστικά εἶναι
ἕνας τυφλός.
«Ὁ φίλαυτος δέν θέλει νά βλέπει τόν ἑαυτό του, δέν θέλει νά αἰσθάνεται τήν πνευματική του φτώχεια».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος
ἀναφέρει «Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα τῶν κακῶν, γιατί ἀπό αὐτήν
γεννιοῦνται οἱ πρῶτοι καί ἐμπαθεῖς καί γενικώτατοι τρεῖς ἐμμανεῖς
λογισμοί τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας». Αὐτά
εἶναι τά τρία κυρίαρχα πάθη, ἀπό τά ὁποῖα κυβερνιέται ὁ κόσμος. Ὁ
κοσμικός ἄνθρωπος ἐνεργεῖ μέ ἕνα ἀπό αὐτά τά τρία κίνητρα. Εἴτε μέ τό
κίνητρο νά ἀποκτήσει χρήματα, εἰτε μέ τό κίνητρο νά ἀποκτήσει ἐπαίνους
καί δόξα, εἴτε μέ τό νά ἔχει ἡδονές. Μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἔχει καί τά
τρία πάθη. Ὅλα αὐτά εἶναι γεννήματα τῆς φιλαυτίας.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει ἀκόμα :
- «ἡ φιλαυτία εἶναι καί μητέρα τῆς πολυλογίας». Μέσω τῆς πολυλογίας ἱκανοποιοῦμε τή φιλοδοξία μας, τρέφουμε τόν ἐγωισμό μας.
- «εἶναι ἡ μητέρα καί
τῆς ἡδυφαγίας». Τρῶμε φαγητά πού φέρνουν ἡδονή, τά ὁποῖα εἶναι αἴτια
τῆς ἀκολασίας, ἀφοῦ ἀπό τά ὡραῖα φαγητά πού φέρνουν ἡδονή, παρασυρόμαστε
καί στά σαρκικά πάθη.
- «εἶναι ἡ μητέρα ἀκόμα καί τῆς φιλαργυρίας», γιατί ὅταν κανείς ἀποταμιεύει χρήματα πάλι αἰσθάνεται μιά ἀσφάλεια ἐγωιστική.
- «εἶναι ἡ μητέρα καί
τῆς κενοδοξίας. Αὐτά εἶναι αἴτια τοῦ μίσους πρός τόν πλησίον». Ὅποιος
ἔχει φιλαργυρία καί κενοδοξία, μισεῖ καί τόν πλησίον.
«Γενικότερα, θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει τή φιλαυτία, ἔχει καί ὅλα τά πάθη», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος.
Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση
προήλθε ἀπό τήν πτώση. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἔπεσαν ἀπό τόν
Παράδεισο, μπῆκε στή ζωή μας αὐτό, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «οἱ
δερμάτινοι χιτῶνες», δηλαδή «ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα». Γίναμε θνητοί,
ἐνῶ θά μπορούσαμε, ἄν κάναμε ὑπακοή νά μέναμε ἀθάνατοι καί μπῆκε μέσα
μας ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ φθορά, πού δέν ὑπῆρχε ὡς τότε. Ἀποτέλεσμα
αὐτῆς τῆς κατάστασης εἶναι ἡ φιλαυτία.
Ὁ ἄνθρωπος νιώθει
ἀνασφαλής καί κλείνεται στόν ἑαυτό του. Φυσικά τό ἐκμεταλλεύεται καί ὁ
διάβολος καί ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει πάρα πολύ.
Ἄν κανείς μπεῖ ἐνεργά μέσα στήν Ἐκκλησία ζώντας τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ξεπερνάει τή φθορά καί τή θνητότητα.
- Γιατί γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση μέ τόσο πανηγυρικό τρόπο;
Γιατί πλέον γιά τόν
χριστιανό δέν ὑπάρχει θάνατος, θνητότητα. Ἔχει πατηθεῖ ὁ θάνατος. Ὁ
βιολογικός θάνατος δέν εἶναι παρά ἕνα πέρασμα ἀπό μιά αἴθουσα σέ μιά
ἄλλη αἴθουσα, ἀπό ἕναν γήινο χῶρο πού ζοῦμε τώρα, σέ ἕναν πνευματικό
χῶρο. Ὅποιος δέν ἔχει ζήσει μέσα στήν Ἐκκλησία δέν τά ζεῖ αὐτά καί εἶναι
δέσμιος τῆς φιλαυτίας. Ἔτσι τρέμει τόν θάνατο, τή φθορά, τήν ἀρρώστια
καί εἶναι ὑποδουλωμένος σέ αὐτό τό πάθος.
Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁ
Πρεσβύτερος λέει «δέν ὑπάρχει κακία χειρότερη ἀπό τή φιλαυτία, γιατί
αὐτή εἶναι μητέρα πού γεννάει πάρα πολλά τέκνα. Τά τέκνα της εἶναι ὁ
αὐτοέπαινος στήν καρδιά, ἡ αὐταρέσκεια, ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ὁ
φθόνος, ἡ κενοδοξία καί ἡ κορωνίδα ὅλων τῶν παθῶν, πού εἶναι ἡ
ὑπερηφάνεια. Ἡ φιλαυτία δέν εἶναι μόνο ἡ μητέρα τῶν παθῶν, ἀλλά καί τῶν
ἐμπαθῶν λογισμῶν».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει
«ὁ λογισμός τῆς γαστριμαργίας γεννᾶ τόν λογισμό τῆς πορνείας. Ὁ λογισμός
τῆς κενοδοξίας, γεννᾶ τόν λογισμό τῆς ὑπερηφάνειας. Ἀπό τούς λογισμούς
τῆς γαστριμαργίας, τῆς κενοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας, γεννιοῦνται ὅλοι
οἱ ἄλλοι λογισμοί: τῆς λύπης, τῆς ὀργῆς, τῆς μνησικακίας, τοῦ φθόνου,
τῆς καταλαλιᾶς κ.τ.λ. Καί ὅλοι αὐτοί οἱ λογισμοί γεννιοῦνται ἀπό τή
φιλαυτία».
Πόσο ἄριστοι γιατροί
ἦταν οἱ ἅγιοι! Γνώριζαν πολύ καλά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τή
θεραπεία. Ὅλα αὐτά τά ἀγνοοῦν οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι καί ψυχολόγοι. Ἐδῶ
μᾶς λέει πῶς γεννιέται ὁ ἕνας λογισμός ἀπό τόν ἄλλον καί ποῦ ὁδηγεῖ.
«Ἡ φιλαυτία εἶναι
κάλυμμα τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά προχωρήσει στή
γνώση καί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν Λόγων πού ὑπάρχουν μέσα στήν κτίση»,
λέει ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος.
Κάθε ὄν πού ὑπάρχει,
ἔχει μέσα του ἕναν λόγο πού ὑπάρχει καί ἐξηγεῖ τό γιατί ὑπάρχει. Αὐτός ὁ
λόγος εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Καθετί ὑπάρχει διότι θέλει ὁ Θεός Λόγος,
δηλαδή ὁ Χριστός, νά ὑπάρχει. Κάθε πράγμα ὑπάρχει, γιατί πορεύεται πρός
τόν Θεό Λόγο. Ἔχει ἕνα τέρμα πού εἶναι πάλι ὁ Χριστός.
Ὅλα αὐτά ὅμως ὁ
φίλαυτος δέν τά βλέπει. Εἶναι ἐντελῶς τυφλός. Δέ μπορεῖ νά δεῖ τήν
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τή λέμε «Θεία Πρόνοια» καί «Δημιουργική
Ἐνέργεια», μέ τήν ὁποία φτιάχτηκε, κατευθύνεται, συντηρεῖται καί
κυβερνιέται ὅλος ὁ κόσμος καί ὅλη ἡ ἱστορία. Ὁ φίλαυτος δέν τά βλέπει
ὅλα αὐτά καί τά ἐξηγεῖ θεοποιώντας τή φύση ἤ λέγοντας πώς ὅλα ἔγιναν
τυχαία. Δέν ὑπάρχει ὅμως οὔτε Θεός φύση, οὔτε τύχη. Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι
ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς καί προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ὁ
φίλαυτος ὅμως δέ μπορεῖ νά δεῖ τίποτα πέρα ἀπό τόν ἑαυτό του, οὔτε τόν
Θεό, οὔτε τόν συνάνθρωπο. Εἶναι τυφλός καί ἔτσι γίνεται μισόΘεος καί
μισάνθρωπος.
Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος
Μάξιμος «Μή ἔσο αὐτάρεσκος καί οὐκ ἔση μισάδελφος καί μή ἔσο φίλαυτος
καὶ ἔση φιλόθεος». Δηλαδή, μήν εἶσαι αὐτάρεσκος καί δέν θά μισεῖς τόν
ἀδελφό σου καί μήν εἶσαι φίλαυτος καί θά ἀγαπᾶς τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι λοιπόν
λένε ὅτι ὅταν πάψουμε νά ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, τότε θά γίνουμε
φιλόΘεοι. Τότε θά βροῦμε τόν Θεό.
Ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό
μας, ἡ καρδιά μας εἶναι κατειλημμένη ἀπό τόν ἑαυτό μας καί δέν ὑπάρχει
χῶρος νά μπεῖ σ’ αὐτήν οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ὁ συνάνθρωπος. Γι’ αὐτό, ὁ
ἄνθρωπος πού δέν ζεῖ σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά
διώξει τή φιλαυτία –μόνο ὑπακούωντας στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ,
καταφέρνουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τή φιλαυτία- δέν μπορεῖ νά εἶναι
φιλόθεος, οὐτε καί φιλάνθρωπος, κι ἄς λέει ὅτι ἀγαπάει τούς ἀνθρώπους
καί τόν Θεό. Στό βάθος ἀγαπάει μόνο τόν ἑαυτό του. Ὁ φίλαυτος, ἀκόμα κι
ἄν κάνει φιλανθρωπίες, ἔχει σκοπό νά τόν γνωρίσουν καί νά τόν ἐπαινέσουν
οἱ ἄλλοι, ὄχι γιατί ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν ἀδελφό του. Αὐτή ὅμως εἶναι
μεγάλη ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος
λοιπόν νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτό τό παγκάκιστο πάθος, πού λέγεται φιλαυτία.
Ἄν κάποτε ἀξιωθεῖ ν’ ἀφαιρέσει αὐτό τό περικάλυμμα καί δεῖ μέ ἀκρίβεια
τά πάθη, πού κάλυπτε καί ἔτρεφε, τότε θά πενθήσει πάρα πολύ. «Τότε δέν
θά τοῦ ἔφτανε ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του γιά νά μετανοήσει. Ἀκόμα κι ἄν
ζοῦσε ἄλλα 100 χρόνια, ἤ κι ἄν ἔβγαινε ὅλος ὁ Ἰορδάνης ποταμός ἀπό τά
μάτια του σάν δάκρυα», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
- Σέ τί ἔγκειται ἡ θεραπεία τῆς φιλαυτίας;
Ἔγκειται στό νά
καταδιώξει ὁ ἄνθρωπος τή φιλαυτία, ὅπου κι ἄν τή συναντήσει. Γενικῶς,
ὅπως εἴπαμε, ἀντίκειται στή φιλαυτία, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια.
- Πῶς θά καταδιώξουμε τή φιλαυτία, ὅπου κι ἄν τή συναντήσουμε;
Πρῶτον ἀπαιτεῖται νά
διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρετή τῆς αὐταπάρνησης. Νά μή διστάζει,
δηλαδή, νά κάνει ὁποιεσδήποτε θυσίες καί νά ἀνεχθεῖ τίς ὁποιεσδήποτε
στερήσεις, προκειμένου νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά τίς τηρεῖ,
ἀκόμα κι ἄν χρειαστεῖ νά δώσει τή ζωή του, νά ἔχει δηλαδή μαρτυρικό
φρόνημα. Αὐτό τό λέει καί ὁ Χριστός μας «ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει
πρέπει πρῶτα νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἔπειτα νά σηκώσει τόν σταυρό
του» (Μαρκ. 8,34 ). Αὐτή ἡ αὐταπάρνηση εἶναι πολύ βασική προϋπόθεση γιά
νά πολεμήσουμε τή φιλαυτία καί τόν ἐγωισμό, πού εἶναι ἡ ρίζα τῆς
ἀρρώστιας.
Ὅλες οἱ ἀρρώστιες τῆς
ψυχῆς θεραπεύονται μέ τό διώξιμο τῆς φιλαυτίας. Τή φιλαυτία τή
διώχνουμε μόνο ἄν τήν ἀντικαταστήσουμε μέ τή φιλοθεΐα. Τότε θεραπεύεται ἡ
ψυχή, ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Δέ μποροῦμε ὅμως ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό,
ὅσο ἀγαπᾶμε ἀκόμα τόν ἑαυτό μας. Γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, πρέπει ν’
ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά πάρουμε μετά τήν ἀπόφαση νά ἀντέξουμε
ἀκόμα καί τή σταύρωσή μας, προκειμένου νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό.
Λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος «οὐδενός λόγον ποιοῦμαι, οὐδέ ἔχω τήν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς
τελειῶσαι τόν δρόμον μου μετά χαρᾶς, καί τήν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρά
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τό εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ»
(Πρ. 20,24). Δηλαδή λέει «δέ λογαριάζω τή ζωή μου ὡς πολύτιμη, οὔτε δίνω
σημασία σέ τίποτα, παρά μόνο στοχεύω νά τελειώσω τόν δρόμο μου μετά
χαρᾶς καί νά τελειώσω τή διακονία, τήν ἐντολή καί τήν ὑπηρεσία, πού
ἀνέλαβα ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ, νά δώσω μαρτυρία γιά τό εὐαγγέλιο τῆς χάρης
τοῦ Θεοῦ». Δέ λογαριάζει τίποτα ἄλλο, παρά μόνο τό νά τηρεῖ τίς ἐντολές
τοῦ Θεοῦ. Ἀντίστοιχα καί σέ ὅλους ἐμᾶς ὁ Θεός ἔχει δώσει ἐντολές ὄχι
πίεσης, ἀλλά σωτηρίας. Εἶναι ἐντολές, πού, ὅταν τίς ἀκολουθήσουμε,
ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό καί διασώζουμε τήν ψυχή μας, θεραπευόμαστε.
Ὁ χριστιανός γιά νά
θεραπευτεῖ ἀπό τή φιλαυτία καί ἀπό ὅλα τά πάθη πού συνδέονται μέ αὐτήν,
πρέπει νά εἶναι διατεθειμένος νά ὑποβληθεῖ σέ ὁποιαδήποτε θυσία. Νά
κάνει τό ἀντίθετο ἀπό αὐτά πού τοῦ ὑπαγορεύει ἡ φιλαυτία καί τά διάφορα
πάθη, πού εἶναι τέκνα της. Χρειάζεται μιά ἐγκράτεια σέ ὅλα τά ἔργα.
Ἐπίσης, ὁ νοῦς πρέπει
νά στραφεῖ πρός τόν Θεό. Ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος νά βλέπει πρός τόν
Θεό, εἶναι ὁ ὁφθαλμός τῆς ψυχῆς. Εἶναι φτιαγμένος νά στρέφεται διά τῆς
προσευχῆς πρός τόν Θεό, ὄχι πρός τά γήινα, πρός τίς ἡδονές, τά χρήματα
καί τή μάταιη δόξα. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τόν νοῦ μας διά τῆς ὅλης
θεραπευτικῆς ἀγωγῆς. Μᾶς μαθαίνει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τή μετάνοια,
τή νηστεία, τήν ἐξομολόγηση, τήν ὑπομονή, τήν ἄσκηση καί ἔτσι θεραπεύει
τόν νοῦ μας. Ὅταν ὁ νοῦς μας γευθεῖ τή γλυκύτητα καί τή Θεία ἀγάπη, τότε
ἀποδεσμεύεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαυτίας. Τότε ἀποκτάει μία ἀνδρεία γιά
νά διαφυλάξει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ στή ζωή του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος λέει «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ», ὅταν
δηλαδή γευθεῖς τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν οὐρανίων, τότε εὔκολα
καταφρονεῖς τά «ἀγαθά» τῆς φιλαυτίας. Τότε ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ ὅτι
ὅλα ὅσα μᾶς προωθεῖ ἡ φιλαυτία ὡς ἀγαθά δέν εἶναι τίποτα μπροστά στήν
ὑπέρτατη ἡδονή, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ἀπαιτεῖται λοιπόν
προσπάθεια γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί προσπάθεια νά ἀγαπήσουμε καί
τούς ἄλλους. Νά σπάσουμε αὐτό τό ἐγωιστικό κλείσιμο στόν ἑαυτό μας. Ἡ
φιλαυτία μᾶς κλείνει στόν εαυτό μας καί χρειάζεται νά γίνει ἕνα ἄνοιγμα
πρός τόν πλησίον. Ἀκόμα κι ἄν δέν τό νιώθουμε, ἀκόμα κι ἄν δέν τό θέλει ἡ
καρδιά μας πραγματικά, ἄς ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη μας ἔστω καί ἄν εἶναι
ἐξωτερικό στήν ἀρχή, ὥστε νά καταφέρουμε νά σπάσουμε καί νά γκρεμίσουμε
τή φυλακή μας, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Εἶναι σκόπιμο νά βγοῦμε ἀπό τόν
ἑαυτό μας καί νά σταματήσουμε νά τόν σκεφτόμαστε. Νά ἀσχοληθοῦμε λίγο μέ
τόν πλησίον καί σιγά-σιγά θά ἀγαπήσουμε πραγματικά καί τόν συνάνθρωπο.
Ἄς θυσιάσουμε καθετί,
πού προξενεῖ ἀνάπαυση σέ ἐμᾶς καί σωματική ἄνεση, προκειμένου νά βγοῦμε
ἀπό αὐτό τό πάθος καί ἀπό αὐτήν τή φυλακή. Οἱ ἅγιοι ἐκδήλωσαν αὐτήν τή
θυσιαστική ἀγάπη στή ζωή τους, ἀφοῦ πάνω ἀπό τή δική τους σωτηρία,
ἔβαζαν τή σωτηρία του ἀδελφῶν τους. Ἡ ἀγάπη αὐτή δέν πρέπει νά δείχνεται
μόνο μέ χορήγηση χρημάτων, ἀλλά καί μέ μετάδοση σωτηρίου λόγου καί
σωματικῆς διακονίας. Ἐκτός δηλαδή ἀπό τήν ἐλεημοσύνη, νά προσπαθήσουμε
νά λέμε σωστά λόγια στούς ἄλλους. Σήμερα σπάνια ἀκοῦμε σωστούς λόγους.
Οἱ συμβουλές πού δίνονται πολλές φορές ἀπό τά ΜΜΕ, ἤ καί ἀπό ἐπίδοξους
συμβουλάτορες, εἶναι λάθος. Δέν ἀκούγονται τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λόγια
δικά τους ἤ λόγια πού τούς ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες νά ποῦν. Εἶναι
σπουδαῖο νά πεῖς ἕναν σωστό λόγο στόν συνάνθρωπο, εἶναι μεγάλη
ἐλεημοσύνη.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος
ἀναφέρει ὅτι ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο τά χρήματα, ἀλλά καί μιά σωματική
ἐξυπηρέτηση, ἡ διακονία πού θά δώσεις στόν ἄλλον, λίγο χρόνο ἔστω νά
τόν ἀκούσεις. Προπάντων νά ἐνδιαφερθεῖς γιά τήν ψυχή του.
Γιά νά πολεμήσουμε τή
φιλαυτία πρέπει νά ἀναπτύξουμε μέσα μας ἕνα ἅγιο μίσος. Ὁ π. Σωφρόνιος,
ἕνας σύγχρονος ἅγιος, τό ὀνομάζει «αὐτομίσος». Αὐτό εἶναι ἅγιο μίσος ὡς
πρός τόν ἑαυτό μας. Ὅσο μισοῦμε τόν ἑαυτό μας, τόσο θά ἀπαλλασσόμαστε
ἀπό τή φιλαυτία καί θά ἀνοίγονται οἱ ὁρίζοντες τοῦ πνεύματός μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔχει πεῖ
«ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν
τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰω. 12,25). Ὅποιος
δηλαδή μισήσει τή ζωή του σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δηλαδή δέν προσπαθεῖ νά
ἐνταχθεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο μέ τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτός θά τή
φυλάξει σέ αὐτήν τή ζωή. Ἄν ἀγαπήσουμε αὐτόν τόν κόσμο, αὐτόματα μισοῦμε
τόν Θεό, γινόμαστε ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καί χάνουμε τήν αἰώνια ζωή.
Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος εἶναι ἀποκαλυπτικός, ἀλλά καί ἀπόλυτα ἀπαιτητικός, στό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιο, στό 14ο
Κεφάλαιο λέει: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ
καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς
ἀδελφάς, ἔτι δε καί τήν ψυχήν ἑαυτοῦ, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής».
Ὅποιος δηλαδή ἔρχεται σέ ἐμένα καί δέν μισεῖ τόν πατέρα του καί τή
μητέρα του καί τή γυναίκα του καί τά παιδιά καί τούς ἀδελφούς καί τίς
ἀδελφές, ἀκόμα καί τήν ἴδια του τή ζωή, αὐτός δέ μπορεῖ νά εἶναι μαθητής
μου. Συγκλονιστικός αὐτός ὁ λόγος. Ἕνα ἅγιο μίσος πρός καθετί καί πρός
καθέναν, ὁ ὁποῖος ἐμποδίζει τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἀκόμα καί στήν
ἴδια τή ζωή μας. Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο εἶναι ἡ φιλοσωματία καί ἡ
φιλοψυχία μας. Αὐτά ἐμποδίζουν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί δέν μποροῦν νά
μᾶς καταστήσουν μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Πολλές φορές ἡ ἀγάπη πρός τούς
συγγενεῖς μας, στούς κοντινούς, οὐσιαστικά εἶναι ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό
μας, εἶναι ἕνα διευρυμένο ἐγώ. Εἶναι ἡ προέκταση τοῦ ἐγώ μας καί αὐτό
εἶναι τό ἐμπόδιο πρός τόν Χριστό.
Ἔλεγε κάποιος -θεολόγος κιόλας- ἕναν τραγικό λόγο ὅτι ὅταν ἔρθει ὁ
ἀντίχριστος, θά πάρει τό χάραγμα, γιά νά θρέφει τή γυναίκα του καί τά
παιδιά του. Αὐτός εἶχε ἕνα διευρυμένο ἐγώ, τή γυναίκα του καί τά παιδιά
του. Οὐσιαστικά πίσω ἀπό αὐτούς κρυβόταν ὁ ἑαυτός του, λές καί οἱ
ὑπόλοιποι δέν ἔχουν Θεό!Ὁπότε γίνεται ἐμπόδιο ἡ φιλαυτία του ν’
ἀκολουθήσει τόν Θεό.
Αὐτό τό ἅγιο
αὐτομίσος, ὅταν ριζώσει μέσα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή μετάνοια. Τότε
ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἀληθινά νά μετανοήσει καί νά ἐκφράσει τή μετάνοιά
του. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι κάτι θεωρητικό, ἀλλά ἐκφράζεται καί σωματικά. Ὁ
ἄνθρωπος δακρύζει, κάνει μετάνοιες, νηστεύει, προσεύχεται, κοπιάζει,
θυσιάζεται γιά τόν ἄλλον. Τότε δείχνεις πραγματικά ὅτι μετανοεῖς. Ἄν δέν
ἔχεις διάθεση νά κακοπαθήσεις, στήν πραγματικότητα φανερώνεις τήν
ἀμετανοησία σου.
Αὐτή ἡ φλογερή καί
ἐπίπονη μετάνοια εἶναι ἐκείνη πού δέν θά μᾶς ἀφήσει μετά νά ἀγαποῦμε τόν
ἑαυτό μας μέ τά πονηρά του θελήματα καί τά ἁμαρτωλά του πάθη. Μέ τή
μετάνοια εἴμαστε σκληροί στόν ἑαυτό μας, προκειμένου νά εὐαρεστήσουμε
στόν Θεό καί νά φυλάξουμε τά δικαιώματά Του. Ἕνας ἄνθρωπος, πού ἔχει
συντετριμμένη καρδιά καί λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του πραγματικά, θά
ἔχει καί ἐγκράτεια. Στήν καθημερινότητά μας, ἄν κάποιος μᾶς λυπήσει, μᾶς
κόβεται ἡ ὄρεξη. Πολύ περισσότερο κανείς ἐγκρατεύεται, ὅταν λυπηθεῖ
βαθιά γιά τίς ἁμαρτίες του καί αὐτό τοῦ φαίνεται πολύ φυσιολογικό. Ἕνας
ἄνθρωπος, πού καλοπερνάει, δείχνει ὅτι δέν ἔχει λυπηθεῖ ἀρκετά γιά τίς
ἁμαρτίες του.
Εἶναι δόγμα στήν
πνευματική ζωή ὅτι ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας καί ἔχουμε φιλαυτία, τόσο
μισοῦμε καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό. Ἀντίθετα ὅσο μισοῦμε τόν ἑαυτό
μας, τόσο ἀγαπᾶμε καί πλησιάζουμε τόν Θεό. Ὅταν διαγράψουμε τελείως τόν
ἑαυτό μας, τότε πραγματικά βρίσκουμε τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι, πού εἶχαν
διαγράψει τόν ἑαυτό τους καί εἶχαν ταπεινωθεῖ στόν ἔσχατο βαθμό,
ἐκτοξεύτηκαν σέ πολύ ὑψηλά ἐπίπεδα ἀρετῆς καί ταπεινότητας.
Πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε
ὁπωσδήποτε ἀπό αὐτήν τήν παγκάκιστο φιλαυτία. Δυστυχῶς παρατηροῦμε ὅτι
ὅλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας, κυριαρχεῖται ἀπό αὐτό τό πάθος. Ἀκόμα καί
χριστιανοί, διακατέχονται τόσο πολύ ἀπό αὐτό τό πάθος τῆς φιλαυτίας, μέ
ἀπότέλεσμα νά μή βιώνουν τή ζωή τῆς ἀγάπης. Ἕνας φίλαυτος δέν ἔχει
ἀγάπη. Δυστυχῶς τό ζοῦμε αὐτό. Θεωρητικά εἴμαστε χριστιανοί κι ὅμως δέν
ἀγαπᾶμε, γιατί εἴμαστε φίλαυτοι, ἐγωιστές καί ἀτομιστές. Ἔτσι, ὅλη μας ἡ
προσπάθεια πρέπει νά κατευθυνθεῖ στό ‘κάλυμμα’ τῆς φιλαυτίας, πού δέν
μᾶς ἀφήνει νά γίνουμε πρόσωπα καί ἄρα μέλη τῆς Ἔκκλησίας του Χριστοῦ καί
πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος, πού εἶναι πολύ πρακτικός, μᾶς ἔχει πεῖ ἀρκετά καί ὡραῖα πράγματα γιά αὐτό τό πάθος. Ἄς ἀναφέρουμε κάποια:
- Γέροντα, τί εἶναι ἡ φιλαυτία;
- Τό νά κάνεις τά χατίρια τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου. Νά ἀγαπᾶς δηλαδή τόν παλαιό σου ἄνθρωπο.
Στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία, ὁ παλαιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν παθῶν, τό κακό κομμάτι πού ἔχουμε μέσα μας.
Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας :
- Καί ἡ γαστριμαργία
καί ὁ ἐγωισμός καί τό πεῖσμα καί ἡ ζήλεια, πρακτορεῖο τους ἔχουν τή
φιλαυτία. Καί βλέπεις, ἄλλος ἀπό φιλαυτία ζητάει τό βόλεμά του, τήν
ἀνάπαυσή του καί δέν λογαριάζει κανέναν. Ἄλλος φροντίζει σχολαστικά γιά
τό φαγητό του, γιά τόν ὕπνο του, μήν τυχόν καί πάθει τίποτε ἡ ὑγεία του.
Ἄλλος ζητᾶ νά τόν ὑπολογίζουν, νά τόν ἐκτιμοῦν∙ λίγο νά μήν τοῦ δώσουν
σημασία, νά μήν κάνουν τό θέλημά του, ἀντιδράει. Σοῦ λέει: «Γιατί δέν μέ
ὑπολόγισαν; Θά τούς δείξω ἐγώ». Φοβερό πράγμα ἡ φιλαυτία!
- Γέροντα πῶς μπορεῖ νά λέει κανείς: «ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν» (ψαλμ. 43,23);
- Ἄν θυσιάζεις τό
θέλημά σου γιά χάρη τοῦ ἄλλου. Τό θέλημα ἔχει τόν ἑαυτό μας μέσα, ἔχει
φιλαυτία. Ὅποιος δέν ἐξετάζει, ἄν αὐτό πού ἀναπαύει τόν ἑαυτό του
ἀναπαύει καί τόν ἄλλον καί ἀρχίζει μέ μιά ἀπαίτηση: «θέλω ἐκεῖνο, θέλω
τό ἄλλο», ἤ «γιατί δέν μοῦ τό ἔκανες ἐκεῖνο, γιατί δέν μοῦ τό ἔκανες τό
ἄλλο;», αὐτός τελικά θά κανοναρχεῖται ἀπό τόν διάβολο.
Τότε μπορεῖ κανείς νά
τό λέει σωστά καί ἀληθινά, ὅτι ‘γιά χάρη σου πεθαίνουμε κάθε μέρα’,
ὅταν θυσιάζεται. Γιά νά τό λέει ὁ ψαλμός, τουτέστιν τό Ἅγιο Πνεῦμα,
σημαίνει ὅτι πρέπει νά τό κάνουμε. Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο
εἶναι ἡ ἐλευθερία του, τό θέλημα. Ὅταν κανείς λοιπόν θυσιάζει τό θέλημά
του γιά χάρη τοῦ ἄλλου, ἐκτός ἁμαρτίας βέβαια, τότε πραγματικά
ἐκπληρώνει αὐτήν τήν ἐντολή. Εἶναι ὄντως ἐντολή. Τό εἶπε ὁ Χριστός στήν
Καινή Διαθήκη, ὅτι πρέπει νά ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί νά σηκώνουμε
τόν σταυρό μας (Μαρκ. 8,34). Ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας σημαίνει ἄρνηση τοῦ
θελήματός μας. Ἔτσι πάλι ἐρχόμαστε στό θέμα τῆς ὑπακοῆς. Μέσω τῆς
ὑπακοῆς σκοτώνουμε τή φιλαυτία. Ὅλα τά ἐγωιστικά θελήματα πού ἔχουμε
εἶναι οὐσιαστικά θελήματα πού ἐξυπηρετοῦν τή φιλαυτία μας. Ὅταν κανείς
κόβει τό θέλημά του καί θυσιάζεται γιά τόν ἄλλον, τότε θεραπεύεται ἀπό
τή φιλαυτία.
Εἶναι πολύ σημαντικό
αὐτό πού λέει ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά ἐξετάζουμε, ἄν αὐτό πού ἀναπαύει
ἐμᾶς ἀναπαύει καί τόν ἄλλον. Διαφορετικά, αὐτός πού συνέχεια θέλει καί
ἀπαιτεῖ, κανοναρχεῖται ἀπό τόν διάβολο.
- Μερικοί Γέροντα, ὅταν δέν γίνεται αὐτό πού θέλουν, δέ μποροῦν νά ἡσυχάσουν.
- Πῶς νά ἡσυχάσουν,
ἀφοῦ ἔχουν τόν ἑαυτό τους μέσα σέ αὐτό πού θέλουν. Ἄν κανείς ἔχει τόν
ἑαυτό του σέ ὅ,τι θέλει, μπορεῖ νά ἔχει καί τόν Χριστό; Ὅταν ὅμως δέν
ἔχει τόν ἑαυτό του καί ἔχει τό ἕνα, τό κυριότερο, δηλαδή τόν Χριστό,
τότε τά ἔχει ὅλα. Ὅταν δέν ἔχει τόν Χριστό, τίποτε δέν ἔχει. Ἄν ὁ
ἄνθρωπος πετάξει τόν ἑαυτό του, ὁ Θεός τοῦ τά δίνει ὅλα κατά τρόπο
θαυμαστό.
Γιατί ταραζόμαστε
ὅταν δέ γίνεται αὐτό πού θέλουμε; Γιατί βέβαια ἔχουμε ἐπενδύσει ἐκεῖ
μέσα τή φιλαυτία μας. Ἤ θά ἔχεις τόν ἑαυτό σου ἤ τόν Χριστό. Θά πρέπει
νά θέλεις αὐτό, πού θέλει καί ὁ Χριστός.
Ὅσο σκεφτόμαστε τόν
ἑαυτό μας, ἀποτυγχάνουμε. Ὅσο σκεφτόμαστε τόν ἄλλον, τότε ἐπιτυγχάνουμε
αὐτά πού θέλαμε νά πετύχουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Ἔρχεται δηλαδή ὁ Θεός
καί μᾶς δίνει αὐτά πού χρειαζόμαστε, ἀκριβῶς γιατί ἐμεῖς ξεχάσαμε τόν
ἑαυτό μας καί ἀσχοληθήκαμε μέ τόν ἄλλον. Κάνοντας αὐτό πού ἀναπαύει τόν
ἄλλον, γίνεται καί τό δικό σου κατά τόν καλύτερο τρόπο.
- Γέροντα, ἐγώ ὅταν μᾶς μιλᾶτε γιά τό πέταμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, αἰσθάνομαι ἕναν φόβο, μήπως δέν τό ἀντέξω.
- Ἔ, τί πάθαμε! Εἶναι
σάν νά λές: «Ἄν πετάξω τά πάθη, τί θά ἔχω μετά;». Γιατί, ὅταν λέω νά
πετάξουμε τόν ἑαυτό μας, ἐννοῶ νά πετάξουμε τά πάθη μας, νά ἀπεκδυθοῦμε
τόν παλαιό μας ἄνθρωπο. Γιά τόν μεγάλο πού ἔχει ἐπίγνωση εἶναι λιγάκι
βαρύ νά πεῖ: «Δέν μπορῶ νά πετάξω τόν ἑαυτό μου». Ἄν σοῦ ποῦν: «πάρε τό
βαριό καί γκρέμισε αὐτόν τόν τοῖχο» κι ἐσύ εἶσαι μαθημένη μέ τήν πένα,
δικαιολογεῖται νά πεῖς: «δέν μπορῶ». Ἀλλά γιά τήν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ
ἀνθρώπου δέ χρειάζονται δυνάμεις σωματικές∙ ταπείνωση χρειάζεται.
«Οἱ λογισμοι τοῦ
ἀνθρώπου δειλοί» (Σοφ. 9,14), ὅπως λέει στήν Γραφή. Σκέφτόμαστε: ‘Θά τά
καταφέρω; Μήπως σκοτώσω τόν ἑαυτό μου’;
Τό μυστικό πάλι
εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν θέλουμε νά ἀπελευθερωθοῦμε πολύ γρήγορα ἀπό τά
πάθη μας, πρέπει νά ταπεινωθοῦμε, νά κάνουμε ὑπακοή στούς ἄλλους, νά
βγοῦμε ἀπό τή φιλαυτία καί τόν ἐγωισμό μας,γιά νά ἀποκτήσουμε ὑγεία.
Κοιτᾶξτε πόσο ὡραῖα μᾶς τά λέει ὁ Γέροντας:
- Φιλαυτία εἶναι τό
νά φάει ἤ νά ξεκουραστεῖ κανείς παραπάνω ἀπό ὅσο τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο.
Κανονικά πρέπει νά δίνουμε στό σῶμα μόνο αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη. Ἄλλο
ἐπιθυμία καί ἄλλο ἀνάγκη. Ἄλλο εἶναι νά θέλω νά εὐχαριστήσω τό σῶμα καί
ἄλλο νά δώσω στό σῶμα αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη. Μπορεῖ τό σῶμα, ὁ «κακός
τελώνης», ὅπως τό λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος, νά ζητάει παραπάνω γιατί καί ὁ
ὀργανισμός εἶναι ὅπως τόν ἔχει συνηθίσει κανείς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό
στομάχι περιορισμένο, τότε εὔκολα μπορεῖ νά κάνει ἐγκράτεια.
Διαφορετικά γίνεται δοῦλος στό στομάχι, γιατί καί τό στομάχι μετά ἔχει
ἀνάγκη νά γεμίζει. Να! Πάρε ἕναν, πού εἶναι πολύ χοντρός. Αὐτός τόση
ἀποθήκη πού ἔχει κάνει, θέλει νά βάλει τουλάχιστον μισό μοσχάρι μέσα γιά
νά χορτάσει καί νά πιεῖ μετά καί δύο μπετόνια νερό!
Μία ἀνέκδοτη ἱστορία
λέει ὅτι δώσανε σέ κάποιον ἕνα στομάχι νά τό γεμίσει μέ ἄμμο καί νά τό
φέρει πίσω γεμάτο. Τό γέμισε αὐτός καί τό ἔβαλε στήν πλάτη καί τό
πήγαινε. Στό δρόμο ὅμως πού πήγαινε, τό στομάχι ἄνοιγε. Εἶναι ἰδιότητα
τοῦ μυός τοῦ στομάχου νά διατείνεται. Ὁπότε ἀναγκαζόταν νά βάλει κι ἄλλη
ἄμμο. Τό ξαναέβαλε στόν ὦμο, πάλι αὐτό ξεχείλωνε. Τό ξαναγέμισε γιά
τρίτη φορά, γιά τέταρτη κ.λ.π. Τελικά δέν κατάφερε νά τό πάει ποτέ
γεμάτο!
Ὅσο γεμίζουμε τό
στομάχι, αὐτό μεγαλώνει καί θέλει κι ἄλλο καί δέν γεμίζει ποτέ. Γι’ αὐτό
λέει καί ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι μιά συνήθεια. Ἀντίθετα, ὅταν κανείς
ἐγκρατεύεται, μικραίνει τό στομάχι καί χορταίνει μέ λίγο.
- Παλιά Γέροντα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πιό δυνατό ὀργανισμό ἤ βίαζαν τόν ἑαυτό τους;
- Εἶχαν φυσικά καί
λίγο πιό δυνατό ὀργανισμό, ἀλλά βίαζαν καί τόν ἑαυτό τους. Ὁ
Χατζη-Γιώργης ἔδινε στά καλογέρια του κάθε μέρα λίγο μέλι καί καρύδια.
Καί ἦταν παιδιά δεκαπέντε χρονῶν, πάνω στήν ἀνάπτυξη, ἀλλά εἶχαν τήν
πνευματική ἀνάπτυξη! Σήμερα μπαίνει μιά κοσμική λογική: «νά μή νηστέψουν
τά παιδιά, γιά νά μήν ἀρρωστήσουν, νά μή λείψει τίποτε ἀπό τά παιδιά,
γιά νά μή δυσκολευθοῦν» καί τελικά ζοῦν κακομοιριασμένα καί θέλουν
μπριζόλες συνέχεια, ἀλλά καί αὐτό πάλι δέν τά βοηθάει σέ τίποτε. Ἄν
χαίρεται κανείς, ὅταν δέν τρώει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε
τρέφεται. Ἄν προτιμάει τό ἄνοστο ἀπό τό νόστιμο,γιά τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, τότε ἀπό τό ἄνοστο γεύεται Χριστό.
Τό λάθος τῶν γονέων
εἶναι ὅτι δέν προσέχουν τά παιδιά καί τρέφονται τά σαρκικά πάθη καί ἡ
φιληδονία καί δέν μαθαίνουν νά ἐγκρατεύονται. Τελικά καί στίς ὑποβολές
τοῦ πονηροῦ δέν μποροῦν νά ποῦν ὄχι, στή συνέχεια, γιατί δέν ἔχουν μάθει
ἀπό μικρά νά κάνουν ἐγκράτεια στίς ἡδονές τοῦ λάρυγγα.
- Γέροντα, σήμερα ἕνα
γεροντάκι δυσκολευόταν νά ἀνεβεῖ τίς σκάλες τῆς ἐκκλησίας καί, ἐνῶ
περνοῦσαν πολλοί ἀπό ‘κεῖ, κανένας δέν πήγαινε νά τό βοηθήσει.
- «Καί ἱερεύς ἰδών
αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν… καί λευίτης ἰδών αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν» (Λουκ.
10,31-32). Ἔχουν δίκαιο… Δέν ξέρουν… Δέν ἄκουσαν ποτέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ
καλοῦ Σαμαρείτη! Τί νά πῶ; Ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, δέν ἀγαπᾶμε τούς
ἄλλους. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας νικᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας, γι’
αὐτό κινούμαστε ἔτσι. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του περισσότερο ἀπό
τούς ἄλλους, δέν ζεῖ σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καί ὁ Χριστός,
ἄν σκεφτόταν τόν Ἑαυτό Του, θά καθόταν στόν οὐρανό, δέν θά ἐρχόταν στή
γῆ νά ταλαιπωρηθεῖ, νά σταυρωθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει. Σήμερα, λίγο-πολύ,
στούς περισσότερους ἀνθρώπους ὑπάρχει φιλαυτία∙ δέν ὑπάρχει τό πνεῦμα
τῆς θυσίας. Ἔχει μπεῖ τό πνεῦμα: «νά μήν πάθω ἐγώ κακό». Ξέρετε πόσο
πονάω, ὅταν βλέπω τί κόσμος ὑπάρχει! Τώρα πού ἤμουν στό Νοσοκομεῖο, μιά
μέρα χρειάστηκε νά σηκώσουν ἕναν ἄρρωστο κατάκοιτο, γιά νά τόν
μεταφέρουν σέ ἄλλο θάλαμο. Ἦταν ἕνας νοσοκόμος πού, ἐνῶ αὐτή ἦταν ἡ
δουλειά του, δέν πῆγε νά βοηθήσει καθόλου. «Δέν μπορῶ, μοῦ πονάει ἡ
μέση», εἶπε μέ μιά ἀδιαφορία! Βλέπεις ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο! Καί νά δεῖς,
μιά νοσοκόμα, πού εἶχε δύο παιδάκια καί περίμενε καί τρίτο, ζορίστηκε ἡ
καημένη μαζί μέ μιά ἄλλη καί τόν σήκωσαν. Τόν ἑαυτό της δέν τόν σκέφθηκε
καθόλου. Ξέχασε ὅτι ἦταν σέ τέτοια κατάσταση κι ἔτρεξε νά βοηθήσει τόν
ἄρρωστο! Ὅταν βλέπω ἕναν ἄνθρωπο νά δυσκολεύεται, νά μήν ἔχει κουράγιο
καί νά γίνεται θυσία, γιά νά ἐξυπηρετήσει τούς ἄλλους, ξέρετε τί χαρά
μοῦ δίνει; Ὤ, μεγάλη χαρά! Ἡ καρδιά μου σκιρτάει. Νιώθω νά ἔχω συγγένεια
μαζί του, γιατί κι αὐτός ἔχει συγγένεια μέ τόν Θεό.
Τό πνεῦμα τοῦ
Εὐαγγελίου εἶναι ν’ ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό
μας. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ἀρκετό ν’ ἀγαπήσεις τούς ἄλλους, ὅσο τόν
ἑαυτό σου. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως, πρέπει νά τούς ἀγαπᾶμε περισσότερο
ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὅπως ὁ Χριστός μας μᾶς ἀγάπησε περισσότερο ἀπό τόν
ἑαυτό Του, πέθανε γιά μᾶς καί εἶπε «ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ν΄ ἀγαπᾶτε ὁ
ἕνας τόν ἄλλον» (Ἰω. 15,12). Ἐμᾶς δέν μᾶς νοιάζει γιά τούς ἄλλους.
Κλειδώνουμε τίς πόρτες μας, κλειδώνουμε καί τίς καρδιές μας.
- …………..(ἐρώτηση).
Ὁ Γέροντας εἶχε
πραγματικά πολύ τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Κάποια φορά εἶχε πάει ἕνα παιδάκι
μέ ‘ψυχολογικά’, πού νόμιζε ὅτι δέν τό ἀγαπάει κανένας. Τότε κάθισε ὁ
Γέροντας σέ μιά πλάκα ἀκίνητος γιά ὀκτώ ὧρες, μέχρι πού κρύωσε, γιά νά
τοῦ δείξει πόσο τό ἀγαπάει. Βλέπετε οἱ ἅγιοι πόσο πνεῦμα θυσίας ἔχουν!
Ἐμεῖς πολλές φορές δέν ἔχουμε οὔτε ἕνα λεπτό γιά νά ἀφιερώσουμε στόν
ἄλλον.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/