«Ὁ
γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ· ὁ δέ ἐκείνων ἄγευστος
ἐπί κτήμασιν ἀγάλλεται».(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Λόγος ΙΣΤ’ Περί
φιλαργυρίας ἐν ᾧ καί περί ἀκτημοσύνης)
«Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)· ἐκεῖνος, ὅμως, πού δέν τά γεύθηκε ἐκεῖνα (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά), χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του» .(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Λόγος ΙΣΤ’ Γιά τήν φιλαργυρία καί γιά τήν ἀκτημοσύνη).
Τήν σημερινή ἡμέρα , ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἐκκλησία μας, μᾶς προβάλλει μιά μεγάλη ἀσκητική μορφή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Τό ἀπόφθεγμα, πού μόλις τώρα ἀναφέραμε, εἶναι δικό του. Μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ πανσόφου Σιναϊτου Πατρός, ἄς ἀποπειραθοῦμε νά τό ἀναλύσουμε καί νά ἐμβαθύνουμε κάπως σ’ αὐτό, ἀντλώντας πολύτιμα διδάγματα γιά τή ζωή μας. Ἄς εἴναι αὐτή ἡ προσπάθεια μία ἐλάχιστη τιμή στόν μεγάλο Ἅγιο καί μιά ἀφορμή γιά ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του, ὥστε ὄχι μόνο νά ἀκοῦμε, ἀλλά καί νά ἐφαρμόζουμε τίς σωτήριες ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτές τίς ἐντολές,, πού μέ τόση ἐνάργεια καί βαθύτητα, μᾶς ἀνέλυσε (ὁ ἅγιος Ἰωάννης) στό περισπούδαστο βιβλίο του «Ἡ Κλῖμαξ».Τό ὀνόμασε ἔτσι, διότι κλιμακωτά, μᾶς ἀνεβάζει στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν τήν ἀγάπη ἀναλύοντας σέ τριάντα Λόγους τίς διάφορες ἀρετές καί τά ἀντίστοιχα πάθη, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀποταγή, δηλ. τήν ἀπάρνηση τοῦ κόσμου, συνεχίζοντας μέ τήν ὑπακοή τήν μετάνοια, τήν πραότητα κ.ο.κ.καί τελειώνοντας μέ τήν ἀγάπη καί τόν Λόγο πρός τόν Ποιμένα. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι οὐσιαστικά μιά ἐκτενέστατη ἐπιστολή πρός τόν ἡγούμενο τῆς Ραϊθοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννη.
«Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)· ἐκεῖνος, ὅμως, πού δέν τά γεύθηκε ἐκεῖνα, (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του».
Μᾶς διδάσκει ὁ κατανυκτικώτατος ἀσκητικός Πατήρ: «Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)». Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού γεύθηκε τά οὐράνια ἀγαθά, γεύθηκε τήν ἄπειρη γλυκύτητά τους, αὐτός μέ εὐκολία καταφρονεῖ , περιφρονεῖ τά γηϊνα.
Εἶναι τόση ἡ ἀγαλλίαση, ἡ εὐχαρίστηση, ἡ χαρά τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, πού μαζί μέ τόν μέγα Ἀπόστολο Παῦλο θεωρεῖ ὅλα τά γήϊνα «σκύβαλα». Τά βλέπει σάν τίποτα, σάν κάτι χωρίς ἀξία, ὅπως καί πράγματικά ἔτσι εἶναι. Δέν χωράει κἄν σύγκριση ἀνάμεσα στά ἄνω καί στά κάτω, στά οὐράνια καί στά ἐπίγεια. Εἶναι τέτοιο τό γέμισμα τῆς ψυχῆς, τόση ἡ πλημμύρα τῆς χάριτος πού οἱ ἅγιοι παρακαλοῦσαν: «Θεέ μου συγκράτησε τά κύματα τῆς χάριτός Σου. Δέν ἀντέχω ἄλλη χαρά. Μοῦ φαίνεται ὅτι θά λιώσω ἀπό τήν πολλή χαρά. Δέν ἀντέχω ἄλλο!».Ζεῖ σέ ἄλλο κόσμο αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγγελικό, οὐράνιο. Περπατεῖ στή γῆ, ἀλλά δέν περπατεῖ· πετάει, κάνει οὐράνιες πνευματικές πτήσεις καί κολυμβᾶ γεμᾶτος εὐφροσύνη μέσα στόν ὠκεανό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πολυτιμώτερο ἀπ’ αὐτή τή θεϊκή χάρη καί χαρά. Δέν ἑλκύεται ἀπό τίποτε ἡ καρδιά του παρά μόνο ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἐπίγεια τόσο ἐφήμερη δόξα, τά χρήματα, τά κτήματα, ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος, τά πολύτιμα αὐτά σκουπίδια, ἡ καρριέρα, ἡ δύναμη, ἡ ἐξουσία, ἡ κοσμική ἐπιρροή καί ἐπιφάνεια, ἡ σωματική καλοπέραση καί οἱ κατώτερες ἡδονές εἶναι γι’ αὐτόν σάν νά μήν ὑπάρχουν. Καμμιά σκέψη, καμμιά ἐπιθυμία, κανένα ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Τά πετάει, τά προσπερνάει, τά ἀφήνει πίσω του καί τελείως ἐλεύθερος καί ἀνάλαφρος πορεύεται πίσω ἀπό τόν γλυκύτατο Κύριο Ἰησοῦ. Αἰτία, ἀφορμή ἄν θέλετε γι’ αὐτή του τήν στάση ζωῆς εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη ἡ γλυκύτατη γεύση τῶν ἄνω. Δέν ἀρκέστηκε στήν περιγραφή τῶν ἄλλων, ἀλλά θά λέγαμε, γεύθηκε ἀπό μόνος του, ἀπέκτησε ἐμπειρία τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, τῶν γλυκυτέρων «ὑπέρ μέλι καί κηρίον». Ἔκανε ὅλες τίς ἀπαιτούμενες ἐνέργειες, πλησίασε στό θρόνο τῆς χάριτος καί ἔλαβε ὅ,τι ζητοῦσε. Κατ’ ἀρχήν πίστεψε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του στόν Κύριο. Ἔδειξε ἐμπιστοσύνη στά θεῖα Του λόγια, στίς ὑποσχέσεις Του καί τήρησε τίς ἐντολές Του. Διότι μόνο ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει στόν Κύριο, νά Τόν ἀγαπήσει καί νά λάβει τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων του. Μόνο μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί τήν ἀποφασιστική διόρθωση τῆς ζωῆς μας εὐαρεστοῦμε στόν Κύριο καί μετέχουμε στήν μακαρία ζωή Του. Διότι πραγματικά αὐτό γίνεται. Ὁ πανάγαθος Κύριος μᾶς κάνει συμμέτοχους στήν μακαριότητά Του, ἀρκεῖ νά ἀγωνιστοῦμε κατά τοῦ κακοῦ καί νά οἰκειωθοῦμε τό καλό. Τό λέει καθαρά στήν Ἀποκάλυψη «Τῷ νικῶντι δώσω καθῖσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου».Δηλ. σ’ αὐτόν πού θά νικήσει στόν ἀγῶνα κατά τοῦ κακοῦ θά τοῦ δώσω νά καθίσω μαζί μου στόν θρόνο μου, δηλ. θά τόν κάνω μέτοχο τῆς μακαριότητός μου καί τῆς δόξας μου». Καί τότε ποιά οὐράνια χαρά καί ἀγαλλίαση! Ἀλλά ὄχι μόνο τότε…Καί τώρα! Ἀπό τώρα! Προγεύεται ἀπό αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τά μελλοντικά ἀγαθά. Καί εἶναι τόσο συγκλονιστική, τόσο καταλυτική, τόσο συντριπτική αὐτή ἡ πρόγευση μέ τήν εἰρήνη τήν χαρά τήν γλυκύτητα πού φέρνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέ πάρα πολύ μεγάλη εὐχέρεια καταφρονεῖ ὃλα αὐτά τά τάχατες «εὐχάριστα» καί ἡδονικά τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς γῆς. Συμπερασματικά θά λέγαμε ὅτι ἀξίζει νά πειραματιστοῦμε, νά δοκιμάσουμε, νά προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε ἐμπειρία τῶν ἄνω. Θέλουμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀληθινά, ζητᾶμε αὐτή τήν γεύση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ζητᾶμε τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τά γήϊνα, τά χαμηλά τά πρόσκαιρα, τά ψεύτικά, τά χρυσόχαρτα καί τίς ψευτοαπολαύσεις τοῦ κόσμου. Ὅμως πάλι ἡ καρδιά μας μᾶς προδίδει, ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός, ὁ κόσμος μᾶς ἐπηρρεάζει, ἡ ἁμαρτία μᾶς θαμπώνει, ἡ σάρκα μᾶς βαραίνει. Τί θά κάνουμε; Πῶς θά ἐλευθερωθοῦμε; Ποῦ θά βροῦμε τή δύναμη νά ἀποτινάξουμε αὐτό τό βαρύ ζυγό; Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος. Νά ζήσουμε κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο, νά γευτοῦμε κάτι ἀσύγκριτα γλυκύτερο. Νά μποῦμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα καί νά καθήσουμε στό οὐράνιο τραπέζι. Νά τρυφήσουμε, νά γλεντήσουμε, νά ξεφαντώσουμε πνευματικά. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς παρακινεῖ: «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου καί δώσει σοι τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου». «Κατατρύφησον» δηλ. ἁπόλαυσε στό μέγιστο βαθμό , μέχρι ἐκεῖ πού δέν παίρνει ἄλλο τόν Κύριό σου καί θά σοῦ ἱκανοποιήσει τά αἰτήματα τῆς καρδιᾶς σου· θά σοῦ γεμίσει τήν ψυχή σου, θά σοῦ ἐκπληρώσει κάθε βαθύτερη ἐπιθυμία σου, κάθε ἐνδόμυχο πόθο σου. Μόνο ἔνα σοῦ ζητάει: Νά κάνεις ὅ,τι πρέπει γιά νά μπορέσεις νά Τόν ἀπολαύσεις. Δέν μᾶς καλεῖ σέ στέρηση, σέ βασανιστήρια, σέ δουλεία, σέ ἀπώλεια ,σέ ζωή στερημένη καί μίζερη, ἀλλά σέ χαρά, σέ γλέντι, σέ ἀπόλαυση, σέ γεύση ἀληθινῆς ποιότητας ζωῆς. Μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς χαρίσει τά πάντα καί σάν ἀνταπόδοση δέν μᾶς ζητάει τίποτε ἄλλο παρά τό νά καθίσουμε στό τραπέζι Του, νά μποῦμε δηλ. ἐνεργά καί οὐσιαστικά διά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας στή ζωή τῆς ἐκκλησίας καί νά γλυκαθοῦμε ἀπό τά οὐράνια ἀγαθά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαπᾶνε.
Ἄν δέν τό κάνουμε, ἄν δέν γευθοῦμε τά ἄνω, θά μείνουμε σέ μιά χαμοζωή μέ μιά «νομιζόμενη» χαρά, πού δέν εἶναι αὐτό πού ζητᾶμε.Τότε δυστυχῶς θά ἐκπληρώνεται σέ μᾶς τό δεύτερο σκέλος τοῦ ἀποφθέγματος: «ἐκεῖνος πού δέν γεύθηκε ἐκεῖνα (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του».
Τό βλέπουμε τόσο ἔντονα στή σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει παραφρονήσει. Ἄγευστος τελείως ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά καί τήν οὐράνια γλυκύτητά τους πού δέν συγκρίνεται μέ τίποτε, χαίρεται ἤ μᾶλλον νομίζει ὅτι χαίρεται μέ τά διάφορα ἀποκτήματά του. Μέ τά χρήματα, τήν δόξα καί τίς κατώτερες ἡδονές.Πιστεύει ὅτι αὐτά θά τοῦ χαρίσουν τήν πολυπόθητη εὐτυχία. Γι’ αὐτό καί ἔχει δοθεῖ σ’ ἕνα ξέφρενο κυνηγητό αὐτῶν καί μόνο αὐτῶν. Γι’ αὐτό καί ἀγάλλεται ὅταν ἀποκτήσει κάτι ἀπ’ αὐτά. Καί εἶναι ἱκανοποιημένος, ἀφοῦ δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο, κάτι καλλίτερο γιά νά γεμίσει τό ὑπαρξιακό του κενό καί νά διασκεδάσει τήν πλήξη του. Καί περνάει ἡ ζωή μέσα στό λάθος…χωρίς ἀληθινή χαρά, χωρίς αὐτό τό πολυπόθητο γέμισμα… καί ὁ ἄνθρωπος …ἕνα κενό! Διότι ἡ ψυχή ἔχει ἄπειρο βάθος καί δέν γεμίζει παρά μόνο μέ τόν ἄπειρο Θεό. Τά σκύβαλα αὐτά τοῦ κόσμου, εἶναι ἀδύνατο νά γεμίσουν τήν ψυχή. Ὅμως, δυστυχῶς, ὁ ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος, μέσα στήν ἀπέλπισία του στρέφεται πρός αὐτά. Προσπαθεῖ σάν τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς νά γεμίσει τήν ψυχή μέ τά ξυλοκέρατα τῶν διαφόρων κτήσεών του μάταια βεβαίως. Δέν διανοεῖται κἄν, τήν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ Ἄλλου, τοῦ τελείου Θεοῦ καί τῆς ἀπείρου μακαριότητός Του στήν ὁποία μᾶς καλεῖ νά συμμετάσχουμε. Χαίρεται καί ἀγάλλεται μέ αὐτά τά πρόσκαιρα καί ἀνάξια τοῦ βαθύτερου εἶναι του, ὅπως κι ἕνας ἀετός μέσα στό ἄνετο κλουβί του. Τί κι ἄν τό κλουβί εἶναι χρυσό; Αὐτός δέν μπορεῖ νά πετάξει. Ἀγνοεῖ τά αἰθέρια ὕψη γιά τά ὁποῖα πλάστηκε. Δέν χαίρεται τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ, τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Μένει κολλημένος στή γῆ, ἐνῶ εἶναι πλασμένος γιά τόν οὐρανό. Ἔτσι καί ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος. Ἐνῷ εἶναι πλασμένος γιά τό Θεό καί τήν θέωση, τήν μετοχή στή θεία ζωή καί μακαριότητα, μένει λόγῳ τῆς ἀπιστίας του ἄγευστος ὅλων αὐτῶν τῶν καλῶν καί χαίρεται μέ τά χρυσᾶ δεσμά του καί τήν τεχνολογικά τέλεια καί μέ ὅλες τίς ἀνέσεις …φυλακή του. Ἀγάλλεται μέ τίς κτήσεις του καί μένει ἀνεκπλήρωτος ὁ προορισμός του. Κλείνει τά μάτια του σάν τήν στρουθοκάμηλο καί λέει: «ἀφοῦ δέν βλέπω τίποτα δέν ὑπάρχει τίποτα…φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκωμεν»
Χαίρεται μέ τίς κτήσεις καί τά χρήματα διότι πιστεύει ὅτι αὐτά θά τοῦ χαρίσουν περισσότερες ἡδονές καί ἄρα μεγαλύτερη ἀπόλαυση! Πόσο ὅμως αὐταπατᾶται! Ἡ ψυχή του μένει πάντα τό ἴδιο ἄδεια καί πεινασμένη γιά τή θεία χάρη, τή θεϊκή χαρά.
Ἀξίζει ἐδῶ νομίζω νά σταθοῦμε καί νά κάνουμε μιά αὐτοκριτική. Ἄραγε πῶς εἴμαστε τοποθετημένοι ἀπέναντι στίς διάφορες κτήσεις μας; Χαιρόμαστε γι’ αὐτές; Μᾶς ἑλκύουν; Μᾶς γεμίζουν αὐτοπεποίθηση καί ἀγαλλίαση; τίς θεωροῦμε σάν τήν παρηγοριά τῆς ζωῆς μας; εἴμαστε δεμένοι μ’ αὐτές; ἄν σέ μιά στιγμή τά χάσουμε ὅλα ὅπως ὁ Ἰώβ θά λυπηθοῦμε;Ἄν ναί τότε κάτι δέν πάει καλά στή ζωή μας, καθόλου καλά μάλιστα. Σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἄγευστοι τῶν ἄνω, τῶν οὐρανίων παρηγοριῶν καί ἀπολαύσεων· σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τόν προορισμό μας πού εἶναι ἡ ὁμοίωση μέ τόν ἀνενδεῆ Θεό. Ἡ ἀπεξάρτησή μας ἀπό κάθε τί τό ὑλικό – «ὡς ἔχοντες καί μή κατέχοντες» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- καί ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἕνωσή μας μέ τήν Ἁγία Τριάδα δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ. Ἀντίθετα μάλιστα ἔγινε μέσα μας μιά ὀλέθρια ὑποκατάσταση καί ψευτοαναπλήρωση τῆς βαθύτερης καί οὐσιαστικότερης ἀνάγκης τῆς ψυχῆς μας. Στή θέση τῶν ἄνω βάλαμε τά κάτω, στή θέση τῶν οὐρανίων ἀπολαύσεων βάλαμε τίς γήινες πού παρέχουν οἱ διάφορες κτήσεις. Στή θέση τοῦ Θεοῦ βάλαμε τόν μαμωνᾶ. Ἀλλά μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».Αὐτός ὁ διχασμός, ἡ διπλῆ ζωή δέν μπορεῖ νά συνεχιστεῖ στήν αἰωνιότητα. Δέν μπορεῖς νά περπατᾶς σέ δύο δρόμους ταυτόχρονα· θά σχιστεῖς στή μέση. Διά τοῦτο «ὄπισθεν ὁλοταχῶς» ἤ μᾶλλον «πρός τά ἄνω ὁλοταχῶς». Ἄς ριχτοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά ἐπιτύχουμε αὐτήν τήν γεύση τῶν ἄνω, ἄς γλυκαθοῦμε ἀπό τόν Κύριο, ἄς «κατατρυφήσουμε τοῦ Κυρίου». Τότε μέ μεγάλη εὐκολία θά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ ὅλα τά γήϊνα καί θά πετάξουμε σάν ἄγγελοι πρός τήν ἀληθινή μακαριότητα καί ἀγαλλίαση.
Ἄν ἤδη μπήκαμε στόν ἀγῶνα εἴμαστε μακάριοι.Ἄν ὄχι ἀξίζει νά δοκιμάσουμε. Μοῦ ἔλεγε πρίν λίγες ἡμέρες γεμᾶτος ἀγαλλίαση ἕνας νέος ἄνδρας, πού μόλις βρῆκε τό δρόμο, μέσα ἀπό τήν εἰλικρινῆ μετάνοια: «Διαβάζω τά βιβλία τοῦ π. Παϊσιου καί λέω· μά ὑπῆρχαν αὐτά τά πράγματα κι ἐγώ τόσα χρόνια τά ἀγνοοῦσα!». Καί βέβαια ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν στήν αἰωνιότητα· διότι ὁ Θεός καί ἡ ἀγαλλίαση πού χαρίζει ἀπ’ αὐτή τή ζωή θά ὑπάρχει πάντα.
Ἀλλοίμονο ἀδελφοί μου ἄν δέν τήν γευθοῦμε.
Ὁ Θεός διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος βλέποντας τόν εἰλικρινή πνευματικό μας ἀγῶνα, νά μᾶς χαρίσει τήν γεύση τῶν ἐπηγγελμένων οὐρανίων ἀγαθῶν ὥστε μέ εὐχέρεια νά καταπατήσουμε τά χαμαίζηλα πάθη καί τίς κατώτερες ἡδονές καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς οὐρανίου μακαριότητος.
http://www.hristospanagia.gr/?p=38978#more-38978
«Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)· ἐκεῖνος, ὅμως, πού δέν τά γεύθηκε ἐκεῖνα (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά), χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του» .(Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Λόγος ΙΣΤ’ Γιά τήν φιλαργυρία καί γιά τήν ἀκτημοσύνη).
Τήν σημερινή ἡμέρα , ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἐκκλησία μας, μᾶς προβάλλει μιά μεγάλη ἀσκητική μορφή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Τό ἀπόφθεγμα, πού μόλις τώρα ἀναφέραμε, εἶναι δικό του. Μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ πανσόφου Σιναϊτου Πατρός, ἄς ἀποπειραθοῦμε νά τό ἀναλύσουμε καί νά ἐμβαθύνουμε κάπως σ’ αὐτό, ἀντλώντας πολύτιμα διδάγματα γιά τή ζωή μας. Ἄς εἴναι αὐτή ἡ προσπάθεια μία ἐλάχιστη τιμή στόν μεγάλο Ἅγιο καί μιά ἀφορμή γιά ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του, ὥστε ὄχι μόνο νά ἀκοῦμε, ἀλλά καί νά ἐφαρμόζουμε τίς σωτήριες ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτές τίς ἐντολές,, πού μέ τόση ἐνάργεια καί βαθύτητα, μᾶς ἀνέλυσε (ὁ ἅγιος Ἰωάννης) στό περισπούδαστο βιβλίο του «Ἡ Κλῖμαξ».Τό ὀνόμασε ἔτσι, διότι κλιμακωτά, μᾶς ἀνεβάζει στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν τήν ἀγάπη ἀναλύοντας σέ τριάντα Λόγους τίς διάφορες ἀρετές καί τά ἀντίστοιχα πάθη, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀποταγή, δηλ. τήν ἀπάρνηση τοῦ κόσμου, συνεχίζοντας μέ τήν ὑπακοή τήν μετάνοια, τήν πραότητα κ.ο.κ.καί τελειώνοντας μέ τήν ἀγάπη καί τόν Λόγο πρός τόν Ποιμένα. Τό βιβλίο αὐτό εἶναι οὐσιαστικά μιά ἐκτενέστατη ἐπιστολή πρός τόν ἡγούμενο τῆς Ραϊθοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννη.
«Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)· ἐκεῖνος, ὅμως, πού δέν τά γεύθηκε ἐκεῖνα, (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του».
Μᾶς διδάσκει ὁ κατανυκτικώτατος ἀσκητικός Πατήρ: «Ἐκείνος πού γεύθηκε τά ἄνω (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) μέ εὐκολία καταφρονεῖ τά κάτω (δηλ, τά ἐπίγεια)». Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού γεύθηκε τά οὐράνια ἀγαθά, γεύθηκε τήν ἄπειρη γλυκύτητά τους, αὐτός μέ εὐκολία καταφρονεῖ , περιφρονεῖ τά γηϊνα.
Εἶναι τόση ἡ ἀγαλλίαση, ἡ εὐχαρίστηση, ἡ χαρά τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, πού μαζί μέ τόν μέγα Ἀπόστολο Παῦλο θεωρεῖ ὅλα τά γήϊνα «σκύβαλα». Τά βλέπει σάν τίποτα, σάν κάτι χωρίς ἀξία, ὅπως καί πράγματικά ἔτσι εἶναι. Δέν χωράει κἄν σύγκριση ἀνάμεσα στά ἄνω καί στά κάτω, στά οὐράνια καί στά ἐπίγεια. Εἶναι τέτοιο τό γέμισμα τῆς ψυχῆς, τόση ἡ πλημμύρα τῆς χάριτος πού οἱ ἅγιοι παρακαλοῦσαν: «Θεέ μου συγκράτησε τά κύματα τῆς χάριτός Σου. Δέν ἀντέχω ἄλλη χαρά. Μοῦ φαίνεται ὅτι θά λιώσω ἀπό τήν πολλή χαρά. Δέν ἀντέχω ἄλλο!».Ζεῖ σέ ἄλλο κόσμο αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγγελικό, οὐράνιο. Περπατεῖ στή γῆ, ἀλλά δέν περπατεῖ· πετάει, κάνει οὐράνιες πνευματικές πτήσεις καί κολυμβᾶ γεμᾶτος εὐφροσύνη μέσα στόν ὠκεανό τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πολυτιμώτερο ἀπ’ αὐτή τή θεϊκή χάρη καί χαρά. Δέν ἑλκύεται ἀπό τίποτε ἡ καρδιά του παρά μόνο ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἐπίγεια τόσο ἐφήμερη δόξα, τά χρήματα, τά κτήματα, ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος, τά πολύτιμα αὐτά σκουπίδια, ἡ καρριέρα, ἡ δύναμη, ἡ ἐξουσία, ἡ κοσμική ἐπιρροή καί ἐπιφάνεια, ἡ σωματική καλοπέραση καί οἱ κατώτερες ἡδονές εἶναι γι’ αὐτόν σάν νά μήν ὑπάρχουν. Καμμιά σκέψη, καμμιά ἐπιθυμία, κανένα ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Τά πετάει, τά προσπερνάει, τά ἀφήνει πίσω του καί τελείως ἐλεύθερος καί ἀνάλαφρος πορεύεται πίσω ἀπό τόν γλυκύτατο Κύριο Ἰησοῦ. Αἰτία, ἀφορμή ἄν θέλετε γι’ αὐτή του τήν στάση ζωῆς εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη ἡ γλυκύτατη γεύση τῶν ἄνω. Δέν ἀρκέστηκε στήν περιγραφή τῶν ἄλλων, ἀλλά θά λέγαμε, γεύθηκε ἀπό μόνος του, ἀπέκτησε ἐμπειρία τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, τῶν γλυκυτέρων «ὑπέρ μέλι καί κηρίον». Ἔκανε ὅλες τίς ἀπαιτούμενες ἐνέργειες, πλησίασε στό θρόνο τῆς χάριτος καί ἔλαβε ὅ,τι ζητοῦσε. Κατ’ ἀρχήν πίστεψε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του στόν Κύριο. Ἔδειξε ἐμπιστοσύνη στά θεῖα Του λόγια, στίς ὑποσχέσεις Του καί τήρησε τίς ἐντολές Του. Διότι μόνο ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει στόν Κύριο, νά Τόν ἀγαπήσει καί νά λάβει τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων του. Μόνο μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί τήν ἀποφασιστική διόρθωση τῆς ζωῆς μας εὐαρεστοῦμε στόν Κύριο καί μετέχουμε στήν μακαρία ζωή Του. Διότι πραγματικά αὐτό γίνεται. Ὁ πανάγαθος Κύριος μᾶς κάνει συμμέτοχους στήν μακαριότητά Του, ἀρκεῖ νά ἀγωνιστοῦμε κατά τοῦ κακοῦ καί νά οἰκειωθοῦμε τό καλό. Τό λέει καθαρά στήν Ἀποκάλυψη «Τῷ νικῶντι δώσω καθῖσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου».Δηλ. σ’ αὐτόν πού θά νικήσει στόν ἀγῶνα κατά τοῦ κακοῦ θά τοῦ δώσω νά καθίσω μαζί μου στόν θρόνο μου, δηλ. θά τόν κάνω μέτοχο τῆς μακαριότητός μου καί τῆς δόξας μου». Καί τότε ποιά οὐράνια χαρά καί ἀγαλλίαση! Ἀλλά ὄχι μόνο τότε…Καί τώρα! Ἀπό τώρα! Προγεύεται ἀπό αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τά μελλοντικά ἀγαθά. Καί εἶναι τόσο συγκλονιστική, τόσο καταλυτική, τόσο συντριπτική αὐτή ἡ πρόγευση μέ τήν εἰρήνη τήν χαρά τήν γλυκύτητα πού φέρνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὥστε ὁ ἄνθρωπος μέ πάρα πολύ μεγάλη εὐχέρεια καταφρονεῖ ὃλα αὐτά τά τάχατες «εὐχάριστα» καί ἡδονικά τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς γῆς. Συμπερασματικά θά λέγαμε ὅτι ἀξίζει νά πειραματιστοῦμε, νά δοκιμάσουμε, νά προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε ἐμπειρία τῶν ἄνω. Θέλουμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀληθινά, ζητᾶμε αὐτή τήν γεύση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ζητᾶμε τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τά γήϊνα, τά χαμηλά τά πρόσκαιρα, τά ψεύτικά, τά χρυσόχαρτα καί τίς ψευτοαπολαύσεις τοῦ κόσμου. Ὅμως πάλι ἡ καρδιά μας μᾶς προδίδει, ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός, ὁ κόσμος μᾶς ἐπηρρεάζει, ἡ ἁμαρτία μᾶς θαμπώνει, ἡ σάρκα μᾶς βαραίνει. Τί θά κάνουμε; Πῶς θά ἐλευθερωθοῦμε; Ποῦ θά βροῦμε τή δύναμη νά ἀποτινάξουμε αὐτό τό βαρύ ζυγό; Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος. Νά ζήσουμε κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο, νά γευτοῦμε κάτι ἀσύγκριτα γλυκύτερο. Νά μποῦμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα καί νά καθήσουμε στό οὐράνιο τραπέζι. Νά τρυφήσουμε, νά γλεντήσουμε, νά ξεφαντώσουμε πνευματικά. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς παρακινεῖ: «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου καί δώσει σοι τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου». «Κατατρύφησον» δηλ. ἁπόλαυσε στό μέγιστο βαθμό , μέχρι ἐκεῖ πού δέν παίρνει ἄλλο τόν Κύριό σου καί θά σοῦ ἱκανοποιήσει τά αἰτήματα τῆς καρδιᾶς σου· θά σοῦ γεμίσει τήν ψυχή σου, θά σοῦ ἐκπληρώσει κάθε βαθύτερη ἐπιθυμία σου, κάθε ἐνδόμυχο πόθο σου. Μόνο ἔνα σοῦ ζητάει: Νά κάνεις ὅ,τι πρέπει γιά νά μπορέσεις νά Τόν ἀπολαύσεις. Δέν μᾶς καλεῖ σέ στέρηση, σέ βασανιστήρια, σέ δουλεία, σέ ἀπώλεια ,σέ ζωή στερημένη καί μίζερη, ἀλλά σέ χαρά, σέ γλέντι, σέ ἀπόλαυση, σέ γεύση ἀληθινῆς ποιότητας ζωῆς. Μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς χαρίσει τά πάντα καί σάν ἀνταπόδοση δέν μᾶς ζητάει τίποτε ἄλλο παρά τό νά καθίσουμε στό τραπέζι Του, νά μποῦμε δηλ. ἐνεργά καί οὐσιαστικά διά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας στή ζωή τῆς ἐκκλησίας καί νά γλυκαθοῦμε ἀπό τά οὐράνια ἀγαθά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαπᾶνε.
Ἄν δέν τό κάνουμε, ἄν δέν γευθοῦμε τά ἄνω, θά μείνουμε σέ μιά χαμοζωή μέ μιά «νομιζόμενη» χαρά, πού δέν εἶναι αὐτό πού ζητᾶμε.Τότε δυστυχῶς θά ἐκπληρώνεται σέ μᾶς τό δεύτερο σκέλος τοῦ ἀποφθέγματος: «ἐκεῖνος πού δέν γεύθηκε ἐκεῖνα (δηλ. τά οὐράνια, θεϊκά ἀγαθά) χαίρεται μέ τά διάφορα κτήματά του».
Τό βλέπουμε τόσο ἔντονα στή σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει παραφρονήσει. Ἄγευστος τελείως ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά καί τήν οὐράνια γλυκύτητά τους πού δέν συγκρίνεται μέ τίποτε, χαίρεται ἤ μᾶλλον νομίζει ὅτι χαίρεται μέ τά διάφορα ἀποκτήματά του. Μέ τά χρήματα, τήν δόξα καί τίς κατώτερες ἡδονές.Πιστεύει ὅτι αὐτά θά τοῦ χαρίσουν τήν πολυπόθητη εὐτυχία. Γι’ αὐτό καί ἔχει δοθεῖ σ’ ἕνα ξέφρενο κυνηγητό αὐτῶν καί μόνο αὐτῶν. Γι’ αὐτό καί ἀγάλλεται ὅταν ἀποκτήσει κάτι ἀπ’ αὐτά. Καί εἶναι ἱκανοποιημένος, ἀφοῦ δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο, κάτι καλλίτερο γιά νά γεμίσει τό ὑπαρξιακό του κενό καί νά διασκεδάσει τήν πλήξη του. Καί περνάει ἡ ζωή μέσα στό λάθος…χωρίς ἀληθινή χαρά, χωρίς αὐτό τό πολυπόθητο γέμισμα… καί ὁ ἄνθρωπος …ἕνα κενό! Διότι ἡ ψυχή ἔχει ἄπειρο βάθος καί δέν γεμίζει παρά μόνο μέ τόν ἄπειρο Θεό. Τά σκύβαλα αὐτά τοῦ κόσμου, εἶναι ἀδύνατο νά γεμίσουν τήν ψυχή. Ὅμως, δυστυχῶς, ὁ ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος, μέσα στήν ἀπέλπισία του στρέφεται πρός αὐτά. Προσπαθεῖ σάν τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς νά γεμίσει τήν ψυχή μέ τά ξυλοκέρατα τῶν διαφόρων κτήσεών του μάταια βεβαίως. Δέν διανοεῖται κἄν, τήν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ Ἄλλου, τοῦ τελείου Θεοῦ καί τῆς ἀπείρου μακαριότητός Του στήν ὁποία μᾶς καλεῖ νά συμμετάσχουμε. Χαίρεται καί ἀγάλλεται μέ αὐτά τά πρόσκαιρα καί ἀνάξια τοῦ βαθύτερου εἶναι του, ὅπως κι ἕνας ἀετός μέσα στό ἄνετο κλουβί του. Τί κι ἄν τό κλουβί εἶναι χρυσό; Αὐτός δέν μπορεῖ νά πετάξει. Ἀγνοεῖ τά αἰθέρια ὕψη γιά τά ὁποῖα πλάστηκε. Δέν χαίρεται τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ, τήν ἀληθινή ἐλευθερία. Μένει κολλημένος στή γῆ, ἐνῶ εἶναι πλασμένος γιά τόν οὐρανό. Ἔτσι καί ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος. Ἐνῷ εἶναι πλασμένος γιά τό Θεό καί τήν θέωση, τήν μετοχή στή θεία ζωή καί μακαριότητα, μένει λόγῳ τῆς ἀπιστίας του ἄγευστος ὅλων αὐτῶν τῶν καλῶν καί χαίρεται μέ τά χρυσᾶ δεσμά του καί τήν τεχνολογικά τέλεια καί μέ ὅλες τίς ἀνέσεις …φυλακή του. Ἀγάλλεται μέ τίς κτήσεις του καί μένει ἀνεκπλήρωτος ὁ προορισμός του. Κλείνει τά μάτια του σάν τήν στρουθοκάμηλο καί λέει: «ἀφοῦ δέν βλέπω τίποτα δέν ὑπάρχει τίποτα…φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκωμεν»
Χαίρεται μέ τίς κτήσεις καί τά χρήματα διότι πιστεύει ὅτι αὐτά θά τοῦ χαρίσουν περισσότερες ἡδονές καί ἄρα μεγαλύτερη ἀπόλαυση! Πόσο ὅμως αὐταπατᾶται! Ἡ ψυχή του μένει πάντα τό ἴδιο ἄδεια καί πεινασμένη γιά τή θεία χάρη, τή θεϊκή χαρά.
Ἀξίζει ἐδῶ νομίζω νά σταθοῦμε καί νά κάνουμε μιά αὐτοκριτική. Ἄραγε πῶς εἴμαστε τοποθετημένοι ἀπέναντι στίς διάφορες κτήσεις μας; Χαιρόμαστε γι’ αὐτές; Μᾶς ἑλκύουν; Μᾶς γεμίζουν αὐτοπεποίθηση καί ἀγαλλίαση; τίς θεωροῦμε σάν τήν παρηγοριά τῆς ζωῆς μας; εἴμαστε δεμένοι μ’ αὐτές; ἄν σέ μιά στιγμή τά χάσουμε ὅλα ὅπως ὁ Ἰώβ θά λυπηθοῦμε;Ἄν ναί τότε κάτι δέν πάει καλά στή ζωή μας, καθόλου καλά μάλιστα. Σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἄγευστοι τῶν ἄνω, τῶν οὐρανίων παρηγοριῶν καί ἀπολαύσεων· σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε τόν προορισμό μας πού εἶναι ἡ ὁμοίωση μέ τόν ἀνενδεῆ Θεό. Ἡ ἀπεξάρτησή μας ἀπό κάθε τί τό ὑλικό – «ὡς ἔχοντες καί μή κατέχοντες» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- καί ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἕνωσή μας μέ τήν Ἁγία Τριάδα δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ. Ἀντίθετα μάλιστα ἔγινε μέσα μας μιά ὀλέθρια ὑποκατάσταση καί ψευτοαναπλήρωση τῆς βαθύτερης καί οὐσιαστικότερης ἀνάγκης τῆς ψυχῆς μας. Στή θέση τῶν ἄνω βάλαμε τά κάτω, στή θέση τῶν οὐρανίων ἀπολαύσεων βάλαμε τίς γήινες πού παρέχουν οἱ διάφορες κτήσεις. Στή θέση τοῦ Θεοῦ βάλαμε τόν μαμωνᾶ. Ἀλλά μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».Αὐτός ὁ διχασμός, ἡ διπλῆ ζωή δέν μπορεῖ νά συνεχιστεῖ στήν αἰωνιότητα. Δέν μπορεῖς νά περπατᾶς σέ δύο δρόμους ταυτόχρονα· θά σχιστεῖς στή μέση. Διά τοῦτο «ὄπισθεν ὁλοταχῶς» ἤ μᾶλλον «πρός τά ἄνω ὁλοταχῶς». Ἄς ριχτοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά ἐπιτύχουμε αὐτήν τήν γεύση τῶν ἄνω, ἄς γλυκαθοῦμε ἀπό τόν Κύριο, ἄς «κατατρυφήσουμε τοῦ Κυρίου». Τότε μέ μεγάλη εὐκολία θά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ ὅλα τά γήϊνα καί θά πετάξουμε σάν ἄγγελοι πρός τήν ἀληθινή μακαριότητα καί ἀγαλλίαση.
Ἄν ἤδη μπήκαμε στόν ἀγῶνα εἴμαστε μακάριοι.Ἄν ὄχι ἀξίζει νά δοκιμάσουμε. Μοῦ ἔλεγε πρίν λίγες ἡμέρες γεμᾶτος ἀγαλλίαση ἕνας νέος ἄνδρας, πού μόλις βρῆκε τό δρόμο, μέσα ἀπό τήν εἰλικρινῆ μετάνοια: «Διαβάζω τά βιβλία τοῦ π. Παϊσιου καί λέω· μά ὑπῆρχαν αὐτά τά πράγματα κι ἐγώ τόσα χρόνια τά ἀγνοοῦσα!». Καί βέβαια ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν στήν αἰωνιότητα· διότι ὁ Θεός καί ἡ ἀγαλλίαση πού χαρίζει ἀπ’ αὐτή τή ζωή θά ὑπάρχει πάντα.
Ἀλλοίμονο ἀδελφοί μου ἄν δέν τήν γευθοῦμε.
Ὁ Θεός διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος βλέποντας τόν εἰλικρινή πνευματικό μας ἀγῶνα, νά μᾶς χαρίσει τήν γεύση τῶν ἐπηγγελμένων οὐρανίων ἀγαθῶν ὥστε μέ εὐχέρεια νά καταπατήσουμε τά χαμαίζηλα πάθη καί τίς κατώτερες ἡδονές καί νά ἀξιωθοῦμε τῆς οὐρανίου μακαριότητος.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ
Ἀρχιμ. Σάββας Αγιορείτης