ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
(Διά τήν μακαρίαν καί ἀείμνηστον
ὑπακοήν)
1. Προχωρώντας πρός τά ἐμπρός ὁ λόγος ἔφθασε ὁμαλά καί κανονικά
στούς πύκτας καί ἀθλητάς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπως πρίν ἀπό τόν καρπό
ἀναφαίνεται τό ἄνθος, ἔτσι καί πρίν ἀπό τήν ὑπακοή προηγεῖται ἡ
ξενιτεία, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ θελήματος. Μέ τίς δύο αὐτές ἀρετές,
ὡσαν μέ χρυσές πτέρυγες ἀνέρχεται ἄκοπα στόν οὐρανό ἡ ὁσία ψυχή. Ἴσως
μάλιστα γι᾿ αὐτό κάποιος πνευματοφόρος ἄνθρωπος νά ἔψαλλε: «Τίς δώσει
μοι πτέρυγας ὡσεί περιστερᾶς, καί πετασθήσομαι»– μέ τήν πρᾶξι – «καί
καταπαύσω»– μέ τήν θεωρία καί τήν ταπείνωσι;1.2. Ἄν συμφωνῆτε καί σεῖς, δέν πρέπει οὔτε τό ἐξωτερικό σχῆμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν πολεμιστῶν νά παραβλέψωμε καί νά μή τό παρουσιάσωμε μέ πλήρη περιγραφή. Πῶς δηλαδή κρατοῦν γερά τήν ἀσπίδα τῆς πίστεως καί ἐμπιστοσύνης πρός τόν Θεόν καί τόν γυμναστή τους, καί μέ αὐτήν, θά ἐλέγαμε, ἀποκρούουν κάθε λογισμό ἀπιστίας ἤ μεταβάσεως καί ἀναχωρήσεως (ἀπό τή Μονή).
Πῶς ἔχουν ἀνεσπασμένη συνεχῶς τήν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος καί φονεύουν κάθε ἰδικό τους θέλημα πού θά ἀναφανῆ πῶς ἔχουν φορέσει τούς σιδερένιους θώρακες τῆς ὑπομονῆς καί τῆς πραότητος καί μ᾿ αὐτούς ἀποκρούουν κάθε ὑβρεολογία, κάθε λέξι πού σουβλίζει καί κάθε λόγο πού ρίπτεται ἐναντίον τους σάν βέλος. Πῶς φοροῦν καί τήν «περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου»2, τή σκέπη δηλαδή πού τούς παρέχει ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος. Καί δέν στέκονται μέ δεμένα τά πόδια· ἀλλά τό ἔνα τό προβάλλουν – εἶναι πρόθυμοι δηλαδή γιά ὑπηρεσία – , καί τό ἄλλο τό ἔχουν ἀκίνητο – εἶναι πρόθυμοι δηλαδή γιά προσευχή.
Ὑπακοή σημαίνει ἐνταφιασμός τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καί ἀνάστασις τῆς ταπεινώσεως. Δέν ἀντιλέγει ὁ νεκρός οὔτε ξεχωρίζει τά καλά ἀπό ἐκεῖνα πού τοῦ φαίνονται ὡς πονηρά. Διότι ὁ Γέροντάς του, πού τοῦ ἐθανάτωσε μέ τρόπο θεάρεστο τήν ψυχή, αὐτός θά δώση λόγο γιά ὅλα. Ὑπακοή σημαίνει νά ἀποθέσωμε τήν ἰδική μας διάκρισι στήν πλούσια διάκρισι τοῦ Γέροντος.
***
8. Ὅσοι θέλουν νά τρέφουν πάντοτε ἀδίστακτη ἐμπιστοσύνη στούς Γέροντες, ἐπιβάλλεται νά διατηροῦν ἀλησμόνητα καί ἀνεξάλειπτα στήν καρδιά τους οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νά ἐνσπείρουν μέσα τους ἀμφιβολία, νά τά ἐνθυμοῦνται καί νά τούς ἀποστομώνουν.
Ὅσο δέ ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Γέροντα θάλλει μέσα στήν καρδιά, τόσο τό σῶμα προθυμοποιεῖται σέ κάθε διακονία. Ἐνῶ, ὅταν σκοντάψη στήν ἀπιστία, θά πέση, διότι «πᾶν ὅ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν»3.
9. Ἀπό τόν λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει νά ἐξετάσης ἤ νά κατακρίνης τόν Ἡγούμενο, τινάξου μακρυά σάν ἀπό πορνεία. Μή δώσης καθόλου ἄδεια στόν ὄφι αὐτόν οὔτε τόπο οὔτε εἴσοδο οὔτε ἀρχή. Καί ἀπάντησε στόν δράκοντα: «Ὦ ἀπατεών, δέν ἀνέλαβα ἐγώ νά κρίνω τόν Ἡγούμενο, ἀλλά ἐκεῖνος νά κρίνη ἐμένα. Δέν διωρίσθηκα ἐγώ κριτής του, ἀλλά αὐτός ἰδικός μου».
10. Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τήν ψαλμωδία ὅπλο,
τήν προσευχή τεῖχος,
τά καθαρά δάκρυα λουτρό,
ἐνῶ τήν μακαρία ὑπακοή τήν ἐχαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρίς αὐτήν, κανείς ἀπό τούς ἐμπαθεῖς δέν θά κατορθώση νά ἰδῆ τόν Κύριον.
11. Ὁ ὑποτακτικός καταδικάζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Καί ἄν μέν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ὑπακούη τελείως –ἔστω καί ἄν αὐτό δέν φαίνεται τελείως– τότε ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπό κάθε καταδίκη. Ἐάν ὅμως ἱκανοποιῆ σέ μερικά πράγματα τό θέλημά του –ἔστω καί ἄν φαίνεται ἐξωτερικά ὅτι ὑπακούει– τότε σηκώνει ὁ ἴδιος τό φορτίο του. Στήν περίπτωση αὐτή, ἄν ὁ Γέροντας δέν παύη νά τόν ἐλέγχη, ἔχει καλῶς. Ἄν ὄμως ἐσιώπησε, τότε δέν ξεύρω τί νά εἰπῶ!
Ὅσοι ὑποτάσσονται ἐν Κυρίῳ μέ ἁπλότητα, αὐτοί τελειώνουν καλά τόν δρόμο τους, διότι, ἀποφεύγοντες τήν λεπτολόγο ἐξέτασι τοῦ Γέροντος, δέν προσελκύουν κατεπάνω τους τήν πανουργία τῶν δαιμόνων.
12. ( Ἀφοῦ ἔλθωμε στό Κοινόβιο), πρίν ἀπό ὅλα ἄς ἐξομολογηθοῦμε τίς ἁμαρτίες μας στόν καλό μας δικαστή, (τόν Γέροντα), καί μόνο σέ αὐτόν· ἄν ὅμως μᾶς προστάξη, καί ἐνώπιον ὅλων. Διότι πληγές πού φανερώνονται, δέν χειροτερεύουν, ἀλλά θεραπεύονται.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
1Ψαλμ. Νδ΄: 7.
2Ἐφεσ. Στ΄ :17.
3Ρωμ. Ιδ΄ : 23.
http://www.hristospanagia.gr/?p=46809#more-46809