ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

«Θεωρητικό» μέρος α΄

 
Ὅσιος Θεόδωρος Ἐδέσσης



Πόσο μεγάλος εἶναι ἀγώνας νά σπάσει ἄνθρωπος τόν γερό αὐτό δεσμό καί νά ἐλυθερωθεῖ ἀπό τή λατρεία τῆς ὕλης καί νά ἀποκτήσει τήν ἕξη τῶν καλῶν! Χρειάζεται πράγματι γενναία καί ἀνδρεία ψυχή γιά νά ξεμακρύνει ἀπό τήν ὕλη. Ἐκεῖνο πού φροντίζομε δέν εἶναι μόνο κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιατί αὐτό δέν εἶναι κυρίως ἀρετή, ἀλλά προπαρασκευή ἀρετῆς. Χρειάζεται ἐκτός ἀπό τήν κάθαρση τῶν κακῶν συνηθειῶν, καί ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Κάθαρση τῆς ψυχῆς εἶναι, γιά μέν τό λογιστικό μέρος της, ἀπαλλαγή καί τέλεια ἐξάλειψη τῶν γηίνων καί ἀσταθῶν, δηλαδή τῶν ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν· γιά δέ τό ἐπιθυμητικό, τό νά μή κινεῖται καθόλου πρός τήν ὕλη, μήτε νά ἀποβλέπει στήν αἴσθηση, ἀλλά νά εἶναι πειθήνιο στό λογικό.
Γιά τό θυμικό, ἀκολούθως, τό νά μήν ταράζεται ποτέ γιά ὅσα συμβαίνουν. Μετά τήν κάθαρση αὐτή καί τή νέκρωση διόρθωση τῶν χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται καί ἀνάβαση καί θέωση. Γιατί πρέπει, ἀφοῦ ἀφήσει κανείς τό κακό, νά πράξει τό ἀγαθό1, κι ἀκόμη νά ἀπαρνηθεῖ πρῶτα τόν ἑαυτό του καί ἀφοῦ σηκώσει τό σταυρό του, νά ἀκολουθεῖ τόν Κύριο2 πρός τήν ὑπέρτατη κατάσταση τῆς θεώσεως.Ποιά εἶναι ἀνάβαση καί θέωση; Γιά τό νοῦ, τελειότατη γνώση τῶν ὄντων καί Ἐκείνου πού εἶναι πάνω ἀπό τά ὄντα, ὅσο αὐτό εἶναι ἐφικτό στήν ἀνθρώπινη φύση. Γιά τή βούληση, ὁλοκληρωτική καί συνεχής τάση καί κίνηση πρός τό Πρῶτο Καλό. Γιά τό θυμικό, πολύ δραστήρια καί πολύ πρακτική κίνηση πρός τό ποθητό, ἀκούραστη καί ἀνυποχώρητη, πού δέν τήν ἀνακόπτει καμιά δυσκολία πού παρουσιάζεται, ἀλλά προχωρεῖ παράφορα καί χωρίς ἐπιστροφή. Τόσο πιό σφοδρή πρέπει νά εἶναι πρός τά καλά κίνηση τῆς ψυχῆς, ἀπό τήν κίνηση πρός τά κακά, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τά νοητά κάλλη ἀπό τά αἰσθητά. Καί τόσο μόνο νά ἐνδιαφέρεται γιά τή σάρκα, ὅσο φτάνει γιά τή συντήρησή της καί τόν πορισμό τῶν ἀναγκαίων γιά τήν ὕπαρξη, ὥστε νά μήν καταστραφεῖ βίαια τό ζωντανό σῶμα. Αὐτά νά τά ἀποφασίσει κανείς εἶναι εὐκολότατο· νά τά πράξει ὅμως, πολύ πιό κοπιαστικό. Γιατί δέν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οἱ δυσκολοκίνητες ἐκεῖνες ἕξεις τῆς ψυχῆς, οὔτε βέβαια ἀπόκτηση τῆς γνώσεως γίνεται χωρίς ἱδρώτα. Ἀλλά καί τό νά ἀτενίζει κανείς καί νά τείνει διαρκῶς πρός τήν μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται μέ πολλούς κόπους καί σέ πολύ χρόνο, μέχρις ὅτου νά συνηθίσει βούληση νά ἀκολουθεῖ αὐτή τήν τάση. Καί χρειάζεται πολλή ἀντίσταση τοῦ νοῦ στήν αἴσθηση πού τόν τραβᾶ πρός τά κάτω, καί αὐτή εἶναι πάλη καί μάχη πρός τό σῶμα, ὁποία δέν ἔχει διάλειμμα ὥς τό θάνατο, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι λιγόστεψε ἀπό τό μαρασμό τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας καί τήν ὑποδούλωση τῆς αἰσθήσεως στήν ὑπέρτερη γνώση τοῦ νοῦ. 
Πρέπει ὅμως νά σημειωθεῖ τοῦτο· ὅτι ψυχή πού δέν φωτίστηκε μέ τό βάπτισμα, ἐπειδή δέν εἶναι φυσικό νά βοηθεῖται ἀπό τό Θεό, οὔτε νά καθαρθεῖ γνήσια μπορεῖ, οὔτε πρός τό θεῖο φῶς νά ὑψωθεῖ, ὅπως εἴπαμε. Γιατί ὅσα εἰπώθηκαν, πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι εἰπώθηκαν γιά τούς πιστούς. Ἀλλά γιά μεγαλύτερη διασάφησή τους, πρέπει νά ποῦμε λίγα γιά τή διαφορά τῆς γνώσεως.
γνώση εἶναι κατά φύση καί ὑπέρ φύση. Καί δεύτερη θά γίνει φανερή ἀπό τήν πρώτη.
Κατά φύση λέμε τή γνώση πού ἀποκτᾶ ψυχή περί τῆς κτίσεως ἀπό τήν ἔρευνα καί τήν ἀναζήτηση, μεταχειριζόμενη τά φυσικά μέσα καί τίς δυνάμεις, ὅσο δηλαδή εἶναι ἐφικτό στήν ψυχή πού εἶναι δεμένη μέ τήν ὕλη. Γιατί ὅπως ἔχει λεχθεῖ στά περί αἰσθήσεως καί φαντασίας καί νοῦ, ἀμβλύνεται ἐνέργεια τοῦ νοῦ λόγω τῆς ἑνώσεως καί ἀναμίξεως μέ τό σῶμα. Ἕνεκα τούτου δέν μπορεῖ νά ἔρθει σ᾿ ἐπαφή μέ τά νοερά, ἀλλά γιά νά νοήσει ἔχει ἀνάγκη στήν ὑλική διάσταση καί τήν πυκνή ὑφή. Χρειάζονται λοιπόν στό νοῦ πού εἶναι μέσα σέ σῶμα, ἀνάλογες εἰκόνες γιά νά μπορέσει νά τά ἐννοήσει αὐτά. Ὅση λοιπόν γνώση λάβει ἕνας τέτοιος νοῦς μέ τή μέθοδο τή φυσική, πού τοῦ εἶναι μέσα οἰκεία, αὐτή τή γνώση τή λέμε φυσική.
Ὑπερφυσική ὅμως εἶναι γνώση πού ἔρχεται στό νοῦ πέρα ἀπό τή φυσική του μέθοδο καί δύναμη, ὅταν δηλαδή τά νοούμενα ὑπερβαίνουν τίς δυνατότητες τοῦ νοῦ πού εἶναι ἑνωμένος μέ σῶμα, ὥστε νά εἶναι γνώση πού ἁρμόζει σέ νοῦ χωρίς σῶμα. Αὐτή γνώση δίνεται μόνο ἀπό τό Θεό, ὅταν βρεῖ τό νοῦ νά εἶναι πολύ καθαρμένος ἀπό κάθε ὑλική προσκόλληση καί νά κατέχεται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
Δέν διαιρεῖται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο μόνον γνώση, ἀλλά καί ἀρετή. Ἄλλη εἶναι ἀρετή πού δέν ὑπερβαίνει τή φύση, ὁποία καί λέγεται φυσική, καί ἄλλη ἀρετή ὁποία πραγματοποιεῖται ἀπό τό Πρῶτο Καλό καί ὁποία εἶναι πάνω ἀπό τή φυσική δύναμη καί κατάσταση, καί τήν ὁποία εἶναι πρέπον νά ὀνομάσομε ὑπερφυσική. Καί τή φυσική γνώση καί ἀρετή μπορεῖ νά τήν ἔχει καί ἀφώτιστος (ἀβάπτιστος) ἄνθρωπος, ἐνῶ τήν ὑπερφυσική, διόλου. Γιατί, πῶς νά τήν ἔχει, ἀφοῦ εἶναι ἀμέτοχος τοῦ αἰτίου πού τήν πραγματοποιεῖ; φωτισμένος ὅμως μπορεῖ νά τίς ἔχει καί τίς δύο. μᾶλλον τήν ὑπερφυσική ἀρετή δέν μπορεῖ διόλου νά τήν ἀποκτήσει ἄν δέν ἀποκτήσει πρωτύτερα τή φυσική. Νά μετέχει ὅμως στήν ὑπερφυσική γνώση, χωρίς νά ἔχει τή φυσική, δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο. Ἀλλά πρέπει νά γνωρίζομε καί τοῦτο· ὅτι, ὅπως αἴσθηση καί φαντασία ἔχουν καί τά ἄλογα ζῶα, καί τίς ἔχει καί ἄνθρωπος τίς δυνάμεις αὐτές, πολύ καλύτερες καί ὑψηλότερες, ἔτσι καί τίς φυσικές ἀρετές καί γνώσεις τίς ἔχουν καί οἱ δύο, ἀλλά ἀπείρως καλύτερα καί ὑψηλότερα τίς ἔχει φωτισμένος ἀπό τόν ἀφώτιστο. Ἀκόμη φυσική γνώση πού ἀναφέρεται στίς ἀρετές καί τίς ἀντίθετες μέ τήν ἀρετή συνήθειες, εἶναι καί αὐτή δύο εἰδῶν· μία εἶναι ψιλό ὄνομα, ὅταν αὐτός πού φιλοσοφεῖ γι᾿ αὐτά, δέν ἔχει πείρα ἀπό τίς καταστάσεις αὐτές, καί ὁποία μερικές φορές διστάζει· ἄλλη εἶναι ἔμπρακτη καίνά πῶ ἔτσιἔμψυχη, ὅταν γνώση βεβαιώνεται ἀπό τήν πείρα. Αὐτή εἶναι σαφής καί ἀξιόπιστη, χωρίς δισταγμό καί ἀμφιβολία. Ἔπειτα ἀπό αὐτά, τέσσερα εἶναι ἐκεῖνα πού ἐναντιώνονται στό νοῦ σχετικά μέ τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς.
Πρῶτο, συνήθεια τῶν κακῶν ἕξεων, ὁποία ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἐπιχειρεῖ νά τόν πείσει μέ τή μακρά συνήθεια νά φέρεται πρός τά γήινα.
Δεύτερο, ἐνέργεια τῆς αἰσθήσεως, ὁποία φανερώνεται στά αἰσθητά κάλλη καί σύρει μαζί της καί τό νοῦ.
Τρίτο, ἐξασθένηση τῆς νοερῆς ἐνέργειας, τήν ὁποία ἔχει πάθει λόγω τῆς ἑνώσεώς του μέ τό σῶμα. Γιατί δέν ἀνταποκρίνεται νοῦς στό νοητό ὅπως ὅραση στό ὁρατό καί γενικῶς ὅπως αἴσθηση στό αἰσθητό· λέγοντας νοῦ ἐννοῶ τό νοῦ τῆς ψυχῆς, ὁποία βρίσκεται ἀκόμη στό σῶμα. Ἐπειδή οἱ ἄυλοι Νόες ἐντονότερα ἀντιλαμβάνονται τά νοητά ἀπό ὅ,τι τά ἀνθρώπινα μάτια τά ὁρατά. Ἀλλά ὅπως ἐλαττωματική ὅραση δέν ἀποτυπώνει σαφή καί καθαρά εἴδωλα ἀπό τά ὁρατά, ἀλλά συγκεχυμένα καί ἀσαφή, ἔτσι καί νοῦς μας ἀντιλαμβάνεται τά νοητά. Καθώς δέν μπορεῖ νά παρατηρεῖ καθαρά τά νοητά κάλλη, δέν μπορεῖ οὔτε νά τά ποθεῖγιατί κατά τό μέτρο τῆς γνώσεως εἶναι καί τό μέτρο τῆς ἐπιθυμίας, καί ταυτόχρονα παρασύρρεται πρός τά αἰσθητά κάλλη, γιατί τά βλέπει μέ μεγαλύτερη διαύγεια· ἐπειδή εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι γεμάτος πάντοτε ἀπό ἕνα πού τοῦ φαίνεται καλό, εἴτε εἶναι ὄντως καλό, εἴτε ὄχι.
Τέταρτο, ἐπηρεασμός ἀπό τούς ἀκάθαρτους καί μισάνθρωπους δαίμονες, οἱ ὁποῖοι στήνουν παγίδεςδέν μποροῦμε νά ὑπολογίσομε πόσες καί ποιοῦ εἴδουςἀλοίμονο, σέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ δρόμου, γιά τίς ψυχές, μέ κάθε μέσο καί τρόπο, μέ τίς αἰσθήσεις, μέ τά λόγια, μέ τό νοῦ, μέ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν, μποροῦμε νά ποῦμε. Ἀπό αὐτούς, ἄν Ἐκεῖνος πού σήκωσε στόν ὦμο Του τό πλανωμένο πρόβατο3 δέν ἔκανε μέ τήν ἄπειρη φροντίδα Του ἀνώτερους ἐκείνους πού βλέπουν πρός Αὐτόν, δέν θά διέφευγε ποτέ καμιά ψυχή.
Γιά νά ἀποφύγομε λοιπόν ὅλα αὐτά, χρειαζόμαστε τρία πράγματα.
Πρῶτο καί μέγιστο, νά βλέπομε ὁλόψυχα πρός τό Θεό, καί ἀπό Αὐτόν νά ζητοῦμε βοήθεια, ἀφοῦ Τοῦ ἀναθέσομε ὅλη τήν ἐλπίδα μας, πιστεύοντας ἀπολύτως ὅτι ἄν Ἐκεῖνος δέν βοηθήσει, ἀναπόφευκτα θά μᾶς πάρουν αὐτοί πού τραβοῦν ἀπό τό ἄλλο μέρος.
Δεύτερο, τό ὁποῖο νομίζω προξενεῖ καί τό πρῶτο, εἶναι συνεχής τροφή τοῦ νοῦ μέ γνώση. Γνώση ἐννοῶ τή θεωρία ὅλων τῶν ὄντων, αἰσθητῶν καί νοητῶν, πῶς εἶναι αὐτά καθ᾿ ἑαυτά καί πῶς σχετίζονται μέ τήν πρώτη Ἀρχή, καθώς ἀπό αὐτήν προέρχονται καί σ᾿ αὐτήν ἀναφέρονται· καί ἐπιπλέον τή θεωρία τοῦ Αἰτίου τῶν ὄντων ὅπως τήν ἀποκτοῦμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, γνωρίζονας τίς ἐνέργειες καί τίς ἰδιότητές Του. Εἶναι πρόξενο πολλῆς καθάρσεως τό νά ἐξετάζομε μέ μεγάλη ἐπιμέλεια τίς φύσεις τῶν ὄντων· καί αὐτό μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἐμπαθή πρός αὐτά διάθεση καί τήν ἀπάτη πού εἶναι γύρω ἀπ᾿ αὐτά καί μᾶς ἀνυψώνει πάρα πολύ πρός τήν Ἀρχή τῶν ὅλων, καί ἀπό τά ὡραῖα καί θαυμαστά καί μεγάλα, μᾶς κάνει νά βλέπομε σάν σέ καθρέφτη τό Κάλλιστο καί Θαυμαστότατο καί Μέγιστο ἤ μᾶλλον Ἐκεῖνο πού ὑπερβαίνει κάθε κάλλος καί θαυμασιότητα καί μέγεθος. Ὅταν πάντοτε ἡ διάνοια ἀσχολεῖται μέ αὐτά, δέν εἶναι δυνατό νά μήν ποθήσει τό ὄντως ἀγαθό· γιατί ἄν ἕλκεται ἀπό αὐτό πού τῆς εἶναι ξένο, πολύ περισσότερο θά πάει πρός τό οἰκεῖο. Καί ὅταν τ᾿ ἀγαπήσει αὐτά ἡ ψυχή, πῶς θά ἀνεχθεῖ νά ἀσχολεῖται μέ ἐπιμονή μέ τά γήινα καί μ᾿ ἐκεῖνα πού τήν ἀποτραβοῦν ἀπό τό ἀγαπώμενο; Ἀλλ᾿ ἀκόμη καί αὐτή ἡ ζωή θά τῆς φαίνεται δυσάρεστη γιατί ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά τά καλά. Γιατί κι ἄν, ὅπως εἴπαμε, ὁ νοῦς ὁ συνδεδεμένος μέ τήν ὕλη θεωρεῖ ἀμυδρά τή νοητή καλλονή, ὡστόσο τά νοητά ἀγαθά εἶναι τέτοια καί τόσο μεγάλα, ὥστε καί μιά μικρή σταλαγματιά καί μιά θαμπή φανέρωση τοῦ ὠκεάνιου ἐκείνου κάλλους, μπορεῖ νά πείσει τό νοῦ νά πετάξει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά αἰσθητά καί πρός τά νοητά μόνο νά στραφεῖ καί νά μή δέχεται νά ἀποχωρεῖ ἀπό τήν ἀπόλαυσή τους, ὁ,τιδήποτε λυπηρό καί ἄν τοῦ συμβεῖ.
Τρίτο, πρέπει νά ὑπάρχει ἐπιπλέον ἡ νέκρωση τοῦ σώματος πού εἶναι συνδεδεμένο μαζί του. Ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατο νά δέχεται τίς φανερώσεις ἐκεῖνες σαφεῖς καί εὐδιάκριτες. Τό σῶμα νεκρώνεται μέ τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τή χαμαικοιτία, μέ σκληρά τά ἀπαραίτητα ἐνδύματα, μέ τούς πόνους καί τούς κόπους. Ἔτσι νεκρώνεται ἡ σάρκα, ἤ μᾶλλον συσταυρώνεται μέ τόν Χριστό· καί γίνεται λεπτή καί καθαρή καί ἐλαφρή καί εὐκίνητη καί ἔτσι ἀκολουθεῖ εὔκολα τίς κινήσεις τοῦ νοῦ καί δέν ἐναντιώνεται, ἀλλά ἀνυψώνεται μαζί μέ τό νοῦ πού πετᾶ ψηλά· ὥστε χωρίς τή νέκρωση αὐτή, κάθε ἐπιμέλεια εἶναι μάταιη.
Αὐτή ἡ σεβάσμια τριάδα, ὅταν συγκροτηθεῖ μέ τήν ἁρμονική συνύπαρξη τῶν τριῶν πού ἀναφέρθηκαν παραπάνω, γεννᾶ μέσα στήν ψυχή τόν κύκλο τῶν μακαρίων ἀρετῶν. Γιατί εἶναι ἀδύνατο σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι στολισμένοι μέ αὐτά τά τρία, ἤ νά βρεθεῖ ἴχνος κακίας ἤ νά ἀπουσιάζει κάποια ἀρετή. Ἀλλά ἴσως νά θλίβει τό λογικό ἡ ἀπόρριψη τῶν χρημάτων, ἤ ἡ περιφρόνηση τῆς δόξας, γιατί ἕως ὅτου εἶναι ἡ ψυχή δεμένη μέ αὐτά, πληγώνεται ἀπό πολλά πάθη. Καί ἐγώ βεβαιώνω ἐπιμόνως ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά πετάξει ψηλά ἡ ψυχή πού εἶναι προσηλωμένη στόν πλοῦτο καί στή δόξα. Οὔτε καί εἶναι δυνατό νά ἐπιμένει σ᾿ αὐτά ἡ ψυχή, ὅταν ἔχει ἀθληθεῖ ἀρκετά στά τρία πού εἴπαμε, ὥστε νά τῆς γίνουν συνήθεια. Γιατί ἄν ἡ ψυχή γνωρίζει ὅτι τίποτε δέν εἶναι πραγματικά καλό, ἐκτός ἀπό τόν ὕψιστο Θεό· κι εἶναι πεπεισμένη ὅτι ἀπό τά ἄλλα, ὅσο πιό ὅμοιο εἶναι κάτι μέ τό Πρῶτο Καλό, τόσο ὡραιότερο εἶναι, πῶς θά ἀγαπήσει ἤ θά δεχτεῖ ἄργυρο ἤ χρυσό ἤ κάτι ἄλλο γήινο; Τά ἴδια λέω καί γιά τή δόξα.
Ἀλλά δέν ἐξαιροῦνται ἀπό τό λόγο καί οἱ φροντίδες, οἱ ὁποῖες κυρίως κρατοῦν κάτω τόν ἄνθρωπο. Γιά ποιό πράγμα θά φροντίσει ἐκεῖνος πού δέν παθαίνεται γιά κανένα γήινο καί δέν στρέφεται σ᾿ αὐτά; Γιατί τό νέφος τῶν φροντίδων σχηματίζεται ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις, ἄς ποῦμε, τῶν βασικῶν παθῶν, ἐννοῶ τή φιληδονία, τή φιλαργυρία καί τή φιλοδοξία· ὥστε ὁ ἐλεύθερος ἀπό τά πάθη αὐτά, εἶναι καί ξένος ἀπό φροντίδες. Ἀλλά οὔτε ἡ φρόνηση, πού θεωρεῖται συμπλήρωμα τῆς σοφίας καί εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή δύναμη ἀπό ὅσες σηκώνουν τόν ἄνθρωπο πρός τά ἐπάνω, λείπει ἀπ᾿ αὐτά πού εἴπαμε. Γιατί στή γνώση τῶν ἀρετῶν συμπεριλαμβάνεται καί ἡ ἀκριβέστατη διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, γιά τά ὁποῖα ἀπαιτεῖται προπαντός φρόνηση. Τούς τρόπους τῆς χρησιμοποιήσεως καί τῆς πάλης, θά διδάξει ἡ πείρα καί ἡ ἐναντίον τοῦ σώματος πάλη.
συνεχίζεται……

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
«ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ» Τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν
Τόμος β΄
(σελ.34-42 )
Ἐκδόσεις:Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»


Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/ 
 
1Ψαλμ. 33 : 15.
2Ματθ. Ιστ΄ : 24.
3Λουκ. Ιε΄ : 5.
http://www.hristospanagia.gr/?p=56966 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...