ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ ΄
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Εὐλογημένα μου παιδιά,
Ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη καί «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ
Θεός ἐν αὐτῷ»1.Ὅποιος Χριστιανός δεν ἔχει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν
καρδιά του, δέν ἔχει ζωή Χριστοῦ στήν ψυχή του. Αὐτό τό μεγάλο ἔργο τῆς
φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τό νά κατεβῆ ὁ Θεός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, νά γίνη
ἄνθρωπος , νά λάβη σάρκα, νά κατοικήση ἀνάμεσά μας, νά ,μᾶς πλησιάση,
δέν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἀπέραντη φιλανθρωπία τῆς θείας ἀγάπης. Ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή, πού μᾶς προστατεύει καί μᾶς φροντίζει γιά
ὅλα.Ἐμείς οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε καί λυποῦμε τόν Θεόν. Ἀσεβοῦμε
πολλάκις, ἀλλά ἡ φιλανθρωπία Του εἶναι ἀπέραντη καί ὅλα τά συγχωρεῖ.
Ὅλοι μας, καί πρῶτος ἐγώ, ἔχουμε λυπήσει αὐτήν τήν μεγάλη καρδιά τοῦ
Θεοῦ πού λέγεται ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτό θά πρέπει νά
προσέξουμε τήν ζωή μας στήν συνέχεια , νά μή Τοῦ δώσουμε ξανά τήν πίκρα
τῆς ἁμαρτίας.Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ στό Ἰερόν Εὐαγγέλιον , εἶναι
μία, ὅσον γίνεται, ἀκριβής ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρός τόν
ἁμαρτωλόν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ βλέπουμε ὅτι ὁ
ἀσωτος υἱός, πού ἀπεικονίζει κάθε ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἐπάνω στή γῆ, ζήτησε
ἀπό τόν πατέρα του νά τοῦ δώση τό μέρος πού τοῦ ἀνήκε ἀπό τήν πατρική
περιουσία. Βέβαια, πάρα πολύ ἄφρονα καί ἄμυλα ζήτησε νά πάρη τό μερίδιό
του καί νά ἀποσπασθῆ ἀπό τήν πατρική στέγη, ἀπό την πατρική ἀγάπη, ἀπό
τήν πατρική φροντίδα. Καί νομίζοντας ὅτι εἶναι ἱκανός μόνος του νά
φροντίση τά περί τῆς ζωῆς του, ἔφυγε, ἀλλά ἡ ἀμυαλοσύνη του πληρώθηκε
πάρα πολύ ἀκριβά. Ὅπως διαλαμβάνει τό Ἅγιον Εὐαγγέλιόν μας, ὁ ἄσωτος
αὐτός υἱός κατεσπατάλησε ὅλην αὐτήν τήν περιουσία, ζώντας μιά πολύ- πολύ
ἁμαρτωλή ζωή.Ἡ ἁμαρτία ὅμως γεννᾶ θάνατο. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας
θάνατος» 2. Ὁ μισθός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ψυχικός θάνατος, ἀλλά πολλάκις
γίνεται αἰτία νά πεθάνη κανείς καί σωματικά.
Ὁ ἄσωτος υἱός, ἀφοῦ ἐσπατάλησε ὅ,τι εἶχε πάρει σάν περιουσία,
κατήντησε νά βόσκη χοίρους καί νά ζῆ μέ τά ξυλοκέρατα. Ἔτσι καί ὁ
ἄνθρωπος, ὁ Χριστιανός ὅταν πάρη τήν περιουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ διά
τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί μετά ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτήν τήν Χάρι, διότι
διέκοψε κάθε ἐπαφή μέ τόν Θεό Πατέρα, καταντά νά γίνη σκεύος τοῦ
διαβόλου, σκεύος τῆς ἁμαρτίας, «ζῶν ἀσώτως» μακράν τοῦ Θεοῦ καί
κυλιόμενος συνεχῶς ἀπό ἁμαρτίας εἰς ἁμαρτίαν.Βλέπουμε πάλι στήν παραβολή
ὅτι ὁ ἄσωτος κάποια στιγμή ἦρθε στόν ἑαυτόν του καί κατάλαβε τό λάθος
του. Ὅταν ἔπραττε τήν ἁμαρτία, φαίνεται ὅτι ἦταν ἐκτός ἑαυτού, ἐκτός
λογικής , ἐκτός συνέσεως καί σωφροσύνης. Ἦρθε στόν ἑαυτόν του , λέγει ὁ
Χριστός μας καί σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δε λιμώ ἀπόλλυμαι!»3. «Ἐγώ ἐδώ στά ξένα
χάνομαι. Καλύτερα νά γυρίσω πίσω καί δέν θά ζητήσω ἀπό τόν πατέρα μου νά
μέ ἀποκαλῆ παιδί του, διότι δέν εἶμαι ἄξιος, ἀλλά θά τοῦ πῶ νά μέ κάνη
ὡς ἕναν ἀπό τούς μισθίους του, ἀπό τους ὑπηρέτες του. Αὐτοί περνοῦν τόσο
καλά ἐκεῖ· νά γίνω κι ἐγώ ἕνας τέτοιος μου εἶναι ἀρκετό. Δέν ἔχω
πρόσωπο νά τοῦ ζητήσω υἱοθεσία, διότι ἀπώλεσα τήν ἀξιοπρέπεια τῆς
υἱοθεσίας. Σπατάλησα ὅ,τι εἶχα σάν κληρονομία ἀπό τον πατέρα μου∙ τώρα
μου ἀρκεῖ νά ἐπιστρέψω καί νά γίνω ἕνας ὑπηρέτης του».
Αὐτά καί τόσα ἄλλα σκέφθηκε καί πῆρε τήν ἀπόφασι νά ξεκινήση. Πρίν
ἀκόμα ξεκινήση, ὁ πατέρας του βγῆκε ἀπό τό σπίτι καί τόν περίμενε ἔξω μέ
ἀνοιγμένη στοργικά τήν ἀγκαλιά του. Τόσο πολύ εἶναι ἕτοιμος ὁ Θεός νά
δεχθῆ ἕναν ἁμαρτωλό. Πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς σωτηρίας, πῆρε
τόν δρόμο τόν ἴσιο ὁ ἄσωτος κι ἔφθασε στό πατρικό σπίτι του. Ὁ πατέρας
ἀμέσως τόν δέχθηκε, τόν ἀγκάλιασε, τόν φίλησε, ἔκλαψε ἐπάνω του· κι
αὐτός ἐπίσης ὁ ἄσωτος, κι ἄρχισε νά τοῦ λέει: «Ἥμαρτον, Πάτερ, εἰς τόν
οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ἀλλά
ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου»4.
Τί ἀπαντᾶ ὁ Πατέρας; «Ξέχασέ τα ὅλα, ὅ,τι κι ἄν ἔκανες. Μοῦ ἀρκεῖ ἡ
ἐπιστροφή σου· μοῦ φθάνει ὅτι γύρισες στό σπίτι. Ἤσουν πεθαμένος καί
ἀνέζησες, χαμένος καί εὑρέθης. Αὐτό φθάνει. Τά κρίματα ὅλα, τά σφάλματα,
τήν σπατάλη τῆς περιουσίας, ξέχασέ τα ὅλα».
Ἀμέσως διατάζει λουτρό. Ἀφοῦ ἔκανε λουτρό, τόν ἔντυσε τῆς υἱοθεσίας
τήν λαμπρά στολή καί τοῦ ἔβαλε δαχτυλίδι στό χέρι του. Τά πάντα ἄλλαξαν.
Κι ἐκεῖ πού ἦταν βρώμικος, βοσκός χοίρων, γιά μιά στιγμή μέ τήν
ἐπιστροφή του ἔγινε παιδί τοῦ Θεοῦ, ἔγινε παιδί Βασιλέως, ὁλόλαμπρος,
στολισμένος! Δέν τό περίμενε αὐτό τό πρᾶγμα. Ὁ πατέρας τόση στοργή, τόση
ἀγάπη, τόση ἀλλαγή! Τί ματαιοφροσύνη καί τί πλάνη πού εἶχα, σκέφθηκε ὁ
ἄσωτος, ὅταν ἤμουν μακρυά του!
Τελικά διέταξε νά σφαγῆ ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί νά ἀρχίση ἡ μεγάλη
συναυλία τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Καί ἄρχισε ἡ μεγάλη πανήγυρις.
Τά πάντα ἔλαμπαν μέσα στό παλάτι τοῦ πατέρα κι αὐτός εἶχε βγῆ ἔξω ἀπό
τόν ἑαυτόν του ἀπό τό θαῦμα τῆς σωτηρίας του. Ὁ δέ πατέρας ἐκαλλωπίζετο
μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ παιδιοῦ του καί ἦταν ὅλος χαρά καί εὐφροσύνη.
Αὐτό εἶναι μία ἐλάχιστη εἰκόνα τῆς ἀγάπης, πού ἔχει στήν
πραγματικότητα ὁ Θεός πρός τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ὁ Πατέρας ὁ Οὐράνιος
εἶναι πανέτοιμος, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψη καί ζητήση τήν
συγγνώμη καί τήν ἐπιστροφή στόν σώφρονα βίο, νά συγχωρήση καί νά ξεχάση
τά πάντα. Ἀρκεῖ μόνον ὁ ἄνθρωπος νά ἔλθη στόν ἑαυτόν του, δηλαδή νά
καταλάβη τά σφάλματά του, νά ταπεινώση τό φρόνημα, νά ἀναγνωρίση ὅτι
ἔσφαλε, νά ζητήση συγγνώμη καί ὁ Θεός θά τοῦ εἰπῆ: «Ξέχασέ τά ὅλα παιδί
μου, φθάνει πού γύρισες. Ὅλα τά συγχωρῶ, ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψες κοντά
Μου».
Ἔρχεται ὁ ἄλλος, ὁ ἐχθρός τοῦ ἄνθρωπου, ὁ Διάβολος , μέ τήν ,μεγάλη
του πονηρία , μέ τήν τέχνη του, μέ τήν μαστοριά του καί σφυρίζει στό
αὐτί τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί λέει: «Ὁ Θεός δέν σέ συγχωρεῖ, εἶσαι πολύ
ἁμαρτωλός. Ἔκανες ἐγκλήματα. Τώρα σέ περιμένει μεγάλη τιμωρία καί
κόλασι. Μήν πλησιάζης τόν Θεό καθόλου. Δέν εἶσαι ἄξιος νά σηκώσεις τά
μάτια σου νά προσευχηθῆς καί νά ζητήσης συγνώμη. Ὁ Θεός εἶναι
ὠργισμένος», καί τόσα ἄλλα.
Ὁ ἁμαρτωλός δέν πρέπει νά πιστέψη σέ ὅλα αὐτά. Ἕνας πατέρας ἤ μία
μητέρα, ὅταν ἐπιστρέψη τό παιδί τους ἀπό μία ἁμαρτωλή, ἄσωτη ζωή, καί ἄν
ἀκόμη τούς εἶχε προηγουμένως ὑβρίσει, τούς εἶχε δείρει, τούς εἶχε
σπρώξει, τούς εἶχε «μουντζώσει», ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἐπιστρέψη, ἀμέσως θά τό
ἀγκαλιάσουν, θά τοῦ δώσουν συγγνώμη καί δέν θά λογισθοῦν τίποτε κακό∙
ἀρκεῖ πού τό παιδί τους γύρισε στό σπίτι μετανιωμένο.Ἐάν μία μητέρα μέ
τήν ἀνθρώπινη καρδιακή ἀγάπη , πού δέν συγκρίνεται μέ τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, δίνη τόση συγνώμη καί τόσο ἔλεος στό παραστρατημένο καί ἐπιστρέφον
παιδί της, πολλῷ μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ Ἄπειρος στήν ἀγάπη καί στήν
εὐσπλαχνία θά δώση συγγνώμη καί ἔλεος καί φιλανθρωπία! Δέν πρέπει νά
δώσουμε ἀκρόασι στούς ψιθυρισμούς τοῦ ἀποστάτου διαβόλου. Αὐτός δέν
ἔμαθε τήν ταπείνωσι, γι᾿ αὐτό καί εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν στιγμή
πού θά σκηνώση στόν λογισμό τοῦ ἀνθρώπου ἡ ταπείνωσις, ἀμέσως ἀρχίζει
καί ἡ ἐπιστροφή του. Ἄρα ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐκεῖνα τά
κακά πού μᾶς κρατάνε μακρυά ἀπό τόν Θεό.Τήν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἄν
τήν ζήσουμε μέσα στήν σκέψι καί στήν καρδιά μας, θά ἀντλοῦμε συνεχῶς
μετάνοια καί ἐπιστροφή καί θά πλουτίζουμε τήν ψυχή μας μέ ἀγάπη Θεοῦ. Θά
νοιώθουμε τόν Θεό Πατέρα μας στοργικό , μέ μία ἀγάπη πού δέν ἔχει
μέτρο. Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη εἶναι ἀδύνατον νά ἀστοχήσουμε. Ὅσα κι ἄν
μᾶς ψιθυρίζη ὁ ἐχθρός διότι ἐγκληματήσαμε στήν ζωή, ὅταν δοῦμε στόν
καθρέπτη τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τό Πρόσωπον τοῦ Οὐρανίου πατρός μας, ἀμέσως
ὅλοι οἱ λογισμοί τοῦ διαβόλου θά διασκεδασθοῦν.
Ἦταν δύο μοναχοί, πού κάποτε ὁ διάβολος τούς παρέσυρε καί
ἐγκατέλειψαν τήν ἔρημο, τό σχῆμα, κι ἔγιναν λαϊκοί. Κάποτε ὁ Θεός
ἐπέβλεψε, ἐμνήσθη τῶν κόπων τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀφιερώσεώς τους, καί οἱ
πνευματικοί τούς ἔβαλαν κανόνα, ἕνα χρόνο ὁ καθένας ξεχωριστά, νά ζήση
ἔγκλειστος· δηλαδή νά μή βλέπουν ἄνθρωπο, ἀλλά μόνο νά προσεύχωνται καί
νά τούς δίνουν λίγη τροφή. Μέ τόν κανόνα τοῦ ἑνός χρόνου θά τούς
συγχωροῦσαν τό σφάλμα καί θά τούς ἔδιναν τήν Θεία Κοινωνία. Μετά ἀπό ἕνα
χρόνο τούς ἔβγαλαν ἀπό τήν ἔγκλειστη ζωή τῆς μετανοίας. Ὁ ἕνας φαινόταν
λαμπρός μέ πρόσωπο ὄχι πολύ στεγνό, ἀλλά εὐχάριστο. Ὁ ἄλλος ἦταν πολύ
καταβεβλημένος. Ἡ τροφή ἦταν ἡ ἴδια, τά ἁμαρτήματα τά ἴδια, ἀλλά στό
πρόσωπο φαινόταν ἡ διαφορά τους. Ἐρώτησαν τόν ἕναν:
Ἐσύ Πάτερ, τί σκεφτόσουν κλεισμένος μέσα στό κελλί σους;
Σκεφτόμουνα, ὅτι λύπησα τόν Θεό κι ὅτι κόλασα τήν ψυχή μου·
σκεφτόμουνα τό τί μέ περιμένει, σκεφτόμουνα ὅτι θά ζήσω αἰώνια μετά τῶν
δαιμόνων. Καί εὑρισκόμενος μέ τήν θεωρία κάτω στήν κόλασι ἔχανα τή
δύναμί μου, λυπόμουνα πάρα πολύ κι ἀπό τά δάκρυα στέγνωσα.
Ἐρώτησαν κατόπιν τόν ἄλλον:
Ἐσύ Πάτερ, πῶς ἤσουν στήν ἔγκλειστη μετάνοιά σου;
Ἔγώ σκεφτόμουνα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σκεφτόμουνα ποῦ ἤμουν, ποῦ μέ
εἶχε παρασύρει ὁ δαίμονας, πῶς τό χέρι τοῦ Θεοῦ μέ τράβηξε καί μ᾿ ἔφερε
πίσω στόν ὄμορφο βίο τοῦ μοναχοῦ πού εἶχα ζήσει, κι ἀναπολοῦσα τήν
πρότερη ζωή μου καί πῶς κατήντησα· καί πῶς πάλι ὁ Θεός μέ τήν Σταύρωσή
Του, μέ τό Ἄχραντον Αἷμά Του, μέ ἔφερε ἐδώ καί μέ ἀξίωσε νά πάρω τήν
Θεία Κοινωνία μετά ἀπό ἕνα χρόνο, καί ἔτσι νά γίνω ἐλεύθερος καί νά ζῶ
μέ τούς Πατέρες, ὅπως ἤμουν πρῶτα, καί χαιρόμουν. Ἡ χαρά αὐτή μέ ἔκανε
νά μή νοιώθω αὐτό τό στέγνωμα κι αὐτήν τήν κατάθλιψι.
Τότε οἱ Πατέρες ἔβγαλαν τό συμπέρασμα ὅτι καί οἱ δύο τους εἶχαν τήν
ἴδια ἐπιτυχία μετανοίας. Ὁ μέν μέ τήν κόλασι καί ὁ ἄλλος μέ τήν ἀγάπη
πρός τόν Θεό, μετενόησαν σωστά κι ἐπέστρεψαν στήν μοναχική ζωή μέ
ἐπιτυχία.
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι καί ὅταν μετανοοῦμε καί κλαῖμε σκεπτόμενοι τίς
ἁμαρτίες μας καί λογιζώμεθα τήν κόλασι, τά βάσανα ἐκεῖ κάτω, τόν αἰώνιο
χωρισμό ἀπό τόν Θεό, ἀπό τούς ἀγγέλους κι ἀπό τό φῶς, ὅλα αὐτά μᾶς
θεραπεύουν καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀποκτήσουμε κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί ὁ
Θεός μᾶς στέλνει τήν ἀγάπη Του. Ἐπίσης καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται τήν
τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα, ὥστε νά τόν γυρίση πίσω, χωρίς νά
σιχαθῆ τίς βρωμιές του, τίς ἀσωτίες του, τίς βλασφημίες του, τά
ἐγκλήματά του, καί νά τόν σώση καί νά τόν φέρη στόν καθαρό βίο τῆς
μετανοίας καί τῆς ἐπιστροφῆς, πῶς νά μή κλαίη ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεόν
καί πῶς νά μή χαίρεται!
Κι αὐτή ἡ πλευρά εἶναι τόσο εὐλογημένη, ὅσο καί ἡ ἄλλη. Ὁ ἄνθρωπος μέ
τήν ἀναγνώρισι τῆς ἁμαρτίας ἀφ᾿ ἑνός, ἀλλά καί τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ ἀφ᾿ ἑτέρου, σώζεται καί ἐπιστρέφει στόν δρόμο, στήν λεωφόρο πού
ἔχει σάν τέλος τήν Χρυσῆ Πύλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Πόσο πρέπει νά ἀναλογιζώμεθα ὅτι ὁ Χριστός μας, γιά νά ζήσουμε κοντά
Του, γιά νά ζήσουμε ἑνωμένοι μαζί Του, μᾶς χάρισε τόν «μόσχο τόν
σιτευτόν», πού εἶναι τό Ἅγιον Σῶμά Του καί τό Τίμιον Αἷμά Του! Ἐάν τό
αἷμα τῶν τράγων καί ταύρων καί σποδός δαμάλεως, ὅπως ἀναφέρεται στήν
Παλαιά Διαθήκη, ἐκαθάριζε τούς «κεκοινωμένους», πόσο μᾶλλον τό Αἶμα τοῦ
Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας! «Εἰ γάρ τό αἷμα ταύρων καί
τράγων καί σποδός δαμάλεως ῥαντίζουσα τούς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρός
τήν τῆς σαρκός καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ …καθαριεῖ τήν
συνείδησιν ἡμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων»5. Ἐάν, λοιπόν, τό αἷμα τῶν ζῶων στίς
θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν εἰς θέσιν νά συγχωρήση ἁμαρτίες
ἀνθρώπων, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πολλῷ μᾶλλον τό Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου,
τό Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ καθαρίζει καί ἁγιάζει καί σώζει τόν ἁμαρτωλό!
Διότι τρώγοντας αὐτά τά Ἅγια Μυστήρια γινόμεθα κι ἐμεῖς «κατα χάρι»
θεοί. «θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες»6. Κατά χάριν καί κατά μέθεξιν
γινόμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ.
Τό θαύμα τῶν μυστηρίων
Ἐκεῖνο στό ὁποῖον χρειάζεται νά δώσουμε μεγάλη σημασία, εἶναι τό πῶς
πρέπει νά προσερχώμεθα στήν Θεία Κοινωνία. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό
Τίμιον Αἷμά Του εἶναι Ἅγιον καί Πανάγιον. Ἐγώ τί εἶμαι; Ποιός εἶμαι;
Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ἕνας ἐλεεινός, ἕνας ἐγκληματίας.
Προσέρχομαι. Πῶς προσέρχομαι; Ἄν προσέρχωμαι ἐν μετανιίᾳ, ἐν
ἐξομολογήσει καί μέ ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ μου, κοινωνῶ Σῶμα καί Αἷμα
Χριστοῦ, κοινωνῶ αἰώνιον ζωήν. Διά τῆς Θείας Κοινωνίας γίνομαι μέτοχος
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· «κληρονόμος μέν Θεοῦ, συγκληρονόμος δέ
Χριστοῦ»7. Συγκληρονόμος Χριστοῦ σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός διά τῆς Θείας
Κοινωνίας κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν θά γίνη συγκάτοικος τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπου ὁ Χριστός, θά εἶναι κι αὐτός ὁ χριστιανός πού θά μεταλαμβάνη τά
Ἅγια Μυστήρια μέ μετάνοια καί ἐπιστροφή.
Τό κακό εἶναι ὅτι ἐγκληματοῦμε μπροστά στήν τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ
εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Του, ἐμεῖς δέν ἀνταποκρινόμεθα ὅσο χρειάζεται.
Μᾶς ἔχει συγχωρήσει ὅλα τά ἁμαρτήματα καί θά μᾶς τά συγχωρῆ μέχρι
τέλους τῆς ζωῆς μας. Ἐμεῖς «τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ» γι᾿ αὐτήν τήν
μεγάλη ἀγάπη Του; Νά τήν ἀναπολοῦμε συνέχεια, νά τήν ζοῦμε· κι αὐτή ἡ
ἀγάπη θά μᾶς δίνη κουράγιο, γιά νά ἀντιμετωπίζουμε τήν ζωή μέ ἐπιτυχία.
Κι ὅταν ἀκόμη δοκιμαζώμεθα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοὐλάχιστον ἄς Τόν
εὐχαριστοῦμε λέγοντας τήν φράσι τοῦ Ἰώβ τοῦ πολυάθλου· «ὡς ἔδοξε τῷ
Κυρίῳ ἐγένετο· εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Κάθε δοκιμασία εἶναι
«ἐν πράξει» μία ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· εἴτε εἰς βάθος εἴτε εἰς
ὕψος, οὐδαμῶς στερεῖται τῆς ἀγάπης καί τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ. Ἄπειροι
εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ἀναρίθμητοι οἱ χριστιανοί πού ἀποδίδουν τήν ἐπιστροφή
τους, εἴτε τοῦ ἑαυτοῦ τους εἴτε ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας τους σέ
κάποια δοκιμασία τῆς ζωῆς.
Ὅταν νοιώθη ἕνας ἄνθρωπος ὅτι κάποιος μεγάλος ἄρχοντας τόν ἀγαπᾶ, τόν
προστατεύει, τόν βοηθᾶ, ὅτι ἔχει ἀνά πᾶσαν στιγμήν τήν ὑποστήριξί του,
περπατᾶ στόν δρόμο μέ πολλή ἄνεσι καί ἀσφάλεια· καί καλλωπίζεται καί
καμαρώνει ὅτι ὁ ἄρχοντας εἶναι δικός του. Ἐάν ἔτσι σκέπτεται κάποιος γιά
ἕναν ἄρχοντα μεγάλο, πόσο μᾶλλον πρέπει ἐμεῖς οἱ χριστιανοί νά δώσουμε
ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό μας τήν καρδιά μας, ὅταν πιστεύουμε ἀπόλυτα,
ἀκράδαντα κι ἀμετάκλητα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας, εἶναι Αὐτός πού
σταυρώθηκε γιά μᾶς, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι Αὐτός, πού μᾶς ἀγάπησε μέ
τέλεια ἀγάπη! Κανένας δέν μᾶς ἀγαπᾶ, ὅπως ὁ Χριστός. Ἀπόδειξις εἶναι
ὅτι, ὅταν μετανοήση ἕνας ἄνθρωπος, δίνει τό σῆμα στά ἀγγελικά τάγματα νά
πανηγυρίσουν. «Χαρά μεγάλη ἐν τῷ οὐρανῷ γίνεται ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ
μετανοοῦντι»8.
Μόνο νά σκεφθοῦμε ὅτι ἡ χαρά τῶν ἀγγέλων εἶναι ἀνάκφραστη, ὅταν
ἀκούσουν, ὅταν πληροφορηθοῦν, ὅτι κάποιος μεγάλος ἁμαρτωλός κάτω στή γῆ
μετανόησε καί γύρισε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε πόση εἶναι ἡ
ἀγάπη τους γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς! Σκεφθῆτε τήν χαρά τοῦ ἀγγέλου πού
ἐτάχθη ἀπό τό Ἱερόν Βάπτισμα νά φυλάττη αὐτόν τόν μετανοημένο ἁμαρτωλό,
πού ὅμως δέν τόν εἶχε ἀγκαταλείψει ποτέ, ἔστω καί ἐάν ἐστέκετο
ἀπομακρυσμένος λόγῳ τῆς ἁμαρτίας! Ὁ ἄγγελος, ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου πάντα προσεύχεται καί παρακαλεῖ τόν Θεό.
Βλέπουμε πάλι στό Ἱερόν Εὐαγγέλιον ὅτι γιά τήν ἄκαρπον συκῆν, ἔρχεται ὁ γεωργός καί λέει στόν ὑπηρέτη:
Ἔρχομαι κάθε χρόνο καί δέν βρίσκω καρπό· κόψε την γιά νά μή πιάνη καί τόν τόπο καί νά φυτέψουμε κάτι ἄλλο.
Τί ἀπαντᾶ ὁ ὑπηρέτης;
Ἄφησέ την κι αὐτόν τόν χρόνο· θά βάλω κοπριά, θά σκάψω, θά ποτίσω, καί ἴσως καρπίση.
Θά πρεριμένω, εἶπε τό ἀφεντικό πάλι.
Ἔτσι κι ὁ φύλακας ἄγγελος. Πολλές φορές φθάνει τό δρεπάνι τοῦ θανάτου
νά θερίση τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο γιά τήν ἁμαρτία καί ὁ ἄγγελος παρακαλεῖ
καί λέει:
Κύριε, ἄφησε ἀκόμη αὐτήν τήν ψυχή· δώσε της χρόνο, ἴσως καί
μετανοήση, ἴσως ἐπιστρέψη, ἴσως ἀναγνωρίση τό λάθος καί γυρίση κοντά
Σου.
Καί περιμένει ὁ Θεός. Αὐτό φανερώνει τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ φύλακος
ἀγγέλου πρός τόν ἄνθρωπο. Καίτοι ἀκόμη ὁ ἄνρθωπος βρωμάει ἀπό τήν
ἁμαρτία, ὁ ἄγγελος ἀκολουθεῖ ἀπό κοντά.
Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος κατέβηκε ἀπό τήν ἔρημο σέ μία πολιτεία γιά κάποι
λόγο πνευματικό. Εἶδε ἕναν νεαρό ἔξω ἀπό μία αὐλή νά κάθεται καί νά
κλαίη. Κατάλαβε ὅτι εἶναι ἄγγελος Θεοῦ. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέγει:
Πιστεύω ὅτι δέν εἶσαι ἄνθρωπος, ὅτι εἶσαι ἄγγελος Θεοῦ. Ἐφ᾿ ὅσον εἶσαι ἄγγελος, γιατί κλαῖς;
Πράγματι δέν εἶμαι ἄνθρωπος, ὅπως τό ἐννόησες· εἶμαι ἄγγελος φύλακας
μιᾶς ψυχῆς, ἑνός Χριστιανοῦ. Κάθομαι καί κλαίω, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού μοῦ
δόθηκε νά φυλάξω, αὐτήν τήν στιγμή ἁμαρτάνει μέσα σ᾿ αὐτό τό σπίτι καί
τόν περιμένω ἐδῶ, γιά νά συνεχίσω τήν προστασία του κλαίγοντας καί
παρακαλώντας τόν Θεό νά τόν συγχωρήση, νά τόν φωτίση νά μή ξαναπράξη
αὐτό τό ἁμάρτημα.
Θαύμασε ὁ ἅγιος τήν ἀγάπη τοῦ ἀγγέλου πρός τόν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό τά
ἀναρίθμητα πλήθη τῶν ἀγγέλων πανηγυρίζουν ἔτσι μέ τήν ἐπιστροφή ἑνός
ἁμαρτωλοῦ.
Βλέπετε τί Θεόν ἔχουμε; Βλέπετε τί Χριστόν ἔχουμε καί τί μεγάλη
ἐλπίδα σ᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων! Γι᾿ αὐτό ἄς μήν
ἀπελπιζώμεθα, ἄς μή χάνουμε τό θάρρος, ἀλλά μετά παρρησίας νά
προσερχώμεθα στόν Θρόνο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ζητώντας ἔλεος καί
συγγνώμη, ὄχι μόνον γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά γιά κάθε ἄνθρωπο ἐπάνω στή
γῆ. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ, εἶναι πλάσματα τοῦ
Θεοῦ καί γιά ὅλους σταυρώθηκε ὁ Χριστός.
Ἔχουμε ὅμως καί τά πλανεμένα πρόβατα, πού πρέπει κι αὐτά νά
ἐπιστρέψουν καί χρήζουν προσευχῆς. Ποιοί θά προσευχηθοῦν γι᾿ αὐτά τά
πλάσματα; Θά προσευχηθοῦν αὐτοί πού ἐδέχθησαν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού
ἔχουν τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν ἐλεηθῆ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Εἴμεθα ὑπόχρεοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά προσευχώμεθα γιά κάθε ἄνθρωπο.
Δέν εἶναι μόνον ἁμαρτία ἡ κάθε παράβασις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
ἁμαρτία εἶναι καί ὅταν δέν προσευχώμεθα γιά τούς ἄλλους ἀνθώπους, γιατί
δέν ἐκπληρώνουμε τό καθῆκον τῆς ἀγάπης μας πρός κάθε ψυχή. Ἐνῷ ὁ Χριστός
ἀγαπᾶ ὅλον τόν κόσμο καί γιά τόν κόσμο αὐτόν σταυρώθηκε, ἐμεῖς
προσευχόμεθα μόνον γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς δικούς μας, καί ἴσως
ξεχνοῦμε ὅλους τούς ἄλλους. Ὅλοι αὐτοί ὅμως οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι
ξεχασμένοι ἀπό τόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ. Νά γονατίζουμε, νά σηκώνουμε τά
χέρια μας καί νά κάνουμε θερμότατη προσευχή μέ ὅλη τήν καρδιά μας γιά
κάθε ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε οἱ προσευχές τί δύναμι ἔχουν.
Ἔρχονται ἄνθρωποι στήν μετάνοια, ἄν καί δέν τούς μίλησε κανείς γιά
μετάνοια καί ἐπιστροφή. Κάτι συμβαίνει στήν ζωή καί γυρίζουν,
ἐπιστρέφουν. Κάποια προσευχή ἔπιασε. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσευχώμεθα καί
νά ἐκφράζουμε ἔτσι τήν ἀγάπη μας. Νά γινώμεθα ἐλάχιστες εἰκόνες καί
ἀντίτυπα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν πλισίον.
Ἄς δώσουμε τιμή καί δόξα στήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Δόξα τῇ φιλανθρωπίᾳ Σου Κύριε, τήν ὁποίαν ἅπλωσες τόσο ἀπειροπλούσια
ἐπάνω στή γῆ καί ἐκάλυψες μέ τήν δόξα Σου καί μέ τήν συγγνώμη Σου τά
ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος! Ἀμήν!
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱεράς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
Τόμος α΄
Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
1 Α΄ Ἰωαν. 4 : 16.
2 Ρωμ. 6 : 23.
3 Λουκ. 15, 17
4Λουκ. Ιε΄ : 19.
5 Ἑβρ. Θ΄ : 13 – 14.
6Ψαλμ. 81 : 6.
7Ρωμ. Η΄ : 17.
8Λουκ. Ιε΄ : 7.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια
δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά
Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com