«Ὅταν ἀντιστέκεστε καί κρατᾶτε τό μέτωπο γερά, καί δέν χάνετε τό θάρρος σας, τά πάντα ὑποχωροῦν!»
“ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑὍταν ἤμουν ἀρχάριος, ἄρχισαν νά δουλεύουν οἱ λογισμοί φυγῆς. Ἕνας λογισμός μοῦ θύμιζε τό σπίτι μου, ἄλλος τόν πνευματικό μου, πού ἤθελε νά κάνουμε μοναστήρι, ἄλλος λογισμός μοῦ ἔλεγε νά γυρίσω πίσω. Πώ-πώ-πώ! Ἀσταμάτητη ροή! Ἐγώ ἀγωνιζόμουν καί ἀντιστεκόμουν ἐναντίον τῶν λογισμῶν. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας:
- Ἐντάξει, ὅλα καλά. Μήν ἀφήνεις τά καθήκοντά σου, τήν ἀγρυπνία σου, τόν κανόνα σου, τήν προσευχή σου καί τότε δέν θά ἐπικρατήσῃ ποτέ ὁ διάβολος τῆς φυγῆς.
Πήγαινα καμιά φορά καί στόν Γέρο-Ἀρσένιο:
- Μήν στενοχωριέσαι κι᾿ ἐγώ πολεμήθηκα κι᾿ ὁ Γέροντας πολεμήθηκε μοῦ ἔλεγε.
Ἐπίσης, ὅταν οἱ λογισμοί τῆς ὑπερηφένειας καί τῆς ἀμέλειας μᾶς πολεμοῦσαν, ὁ Γέροντας μᾶς δίδασκε νά τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ τέλεια περιφρόνησι καί ἀδιαφορία:
- Κρατᾶτε τήν εὐχή! Φουρτούνα εἶναι , θά περάσῃ. Θά ὑποχωρήσῃ! Ὅταν ἀντιστέκεστε καί κρατᾶτε τό μέτωπο γερά, καί δέν χάνετε τό θάρρος σας, τά πάντα ὑποχωροῦν! Οὕτως ἤ ἄλλως αὐτή εἶναι ἡ τακτική τοῦ διαβόλου: νά ἐπιτίθεται, γιά νά σπάσῃ τό μέτωπο, νά ρίξῃ τό τεῖχος καί νά γκρεμίσῃ ὅ,τι ὄρθιο ὑπάρχει. Νά κρατᾶτε τό τεῖχος γερά καί αὐτός θά ὑποχωρήσῃ. Καί οἱ λογισμοί ὑποχωροῦσαν.
Λοιπόν, ἀγώνας! Μάχη στῆθος μέ στῆθος. Καί ἅμα ἔβλεπα καμμιά μεγάλη δυσκολία, δηλαδή φοβερή πίεσι τῶν λογισμῶν, ἔπαιρνα ἕνα ξύλο καί ράβδιζα τόν ἑαυτό μου καί βρίζοντάς τον ἔκοβα τούς λογισμούς καί κατευναζόταν ὁ πόλεμος. Κι᾿ ἄν ἐρχόταν καί δεύτερη καί τρίτη φορά νά μέ προσβάλῃ ὁ λογισμός, μέ περισσότερη μανία τόν ἀντιμετώπιζα μέ τήν ἴδια τακτική.
Ἔλεγα αὐτόν μου τόν πόλεμο στόν Γέροντα καί αὐτός, ὡς πολυέμπειρος πολεμιστής τοῦ πνεύματος, μοῦ ἀπαντοῦσε:
- Δέν εἶναι τίποτε αὐτά. Μήν φοβᾶσαι. Εἶναι σάν ἐκεῖνο τόν ἀδελφό στά Πατερικά βιβλία πού πελάγωσε καί λέει: «Γέροντα, τόσοι λογισμοί, τόσα πάθη! Πῶς θά μπορέσω ἐγώ νά τά ξερριζώσω; Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Γέροντα, πελάγωσα». Καί τοῦ λέει ὁ ἔμπειρος ἀββᾶς: «Παιδί μου, οἱ λογισμοί δέν ξεπηδοῦν ὅλοι μαζωμένοι, δέν ξεσηκώνονται ὅλα τά πάθη μονομιᾶς νά σέ πνίξουν». Τώρα θά ξεπηδήσῃ ὁ σαρκικός λογισμός. Χτύπα τον, κόψε τήν φαντασία, τό πρόσωπο πού σέ σκανδαλίζει, διῶξ᾿ το, σβύσ᾿ το, ὅπως σβύνῃς ἕναν διάβολο ἀπό τήν φαντασία σου, ὅπως σβύνουμε κάτι μ᾿ ἕνα σφουγγάρι. Σβῦσε τήν εἰκόνα καί κράτα τήν εὐχή. Τελείωσε ἡ ὑπόθεσις. Τόν στραγγάλισες τόν λογισμό. Θά ξαναρθῇ; Στραγγάλισέ τον ξανά. Λοιπόν, ἔρχεται λογισμός ἀμελείας καί σοῦ λέει: «Κοιμήσου!» «Ὄχι, γιατί νά κοιμηθῶ;» Ἔρχεται λογισμός κατακρίσεως καί σοῦ ψιθυρίζει: «Πές αὐτόν τόν λόγο!» «Ὄχι δέν θά τόν πῶ!». Ἔτσι γίνεται ὁ πόλεμος.
Ὁ Γέροντας, βλέποντας τούς λογισμούς μου καί τόν ἀγῶνα μου καί θέλοντας νά μέ δοκιμάσῃ, σάν ἔμπειρος στρατηγός, μοῦ λέει:
- Πῶς θά τά βγάλῃς πέρα, ἐσύ μιά σταλιά ἄνθρωπος καί τιποτένιος; Εἶσαι φουσκωμένος ἀπό λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους πού ἔχεις! Δέν πιστεύω νά τά βγάλῃς πέρα!
- Γέροντα, ἕνα κι᾿ ἕνα κάνουν δύο. Ὑποχώρησις καθόλου. Μέ τήν εὐχή σας θά ρίξω τόν ἑαυτό μου στή φωτιά καί ὅπου βγῶ. Πίσω καί ἦττα στούς λογισμούς, ὄχι!
- Καλά, καλά θά δοῦμε.
- Ἑτοιμάσου νά σέ κάνω μεγαλόσχημο. Πρίν ὅμως, θά ὑπογράψῃς τόν θάνατό σου. Εἴτε πονέσῃς εἴτε ἀρρωστήσῃς, ἕνα θἄχῃς στή σκέψη σου: ὅτι ὁ θάνατος μόνο θά σέ χωρίσῃ ἀπό ᾿ δῶ. Μή ζητήσῃς παράκλησι, μή ζητήσῃς θεραπεῖες. Εἶσαι ἀποφασισμένος γιά τόν θάνατο; Κάτσε! Ἄν ὄχι, φύγε.
Ἡ κανονική τάξις, βέβαια, εἶναι νά περάσῃ ὁ δόκιμος μοναχός πολύ περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Ἡ ἀπόφασις ὅμως ρυθμίζεται ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τούς ἀνθρώπους. Καί ὁ Γέροντας μέ τήν ἐμπειρία του διέκρινε πώς ἔτσι ἔπρεπε νά γίνῃ. Μόλις ἔγινα Μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες.
Τό εἶχαμε σάν τυπικό.
Καμμιά φορά ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα φυσικό λόξυγγα. Τό ἐκμεταλλεύθηκε αὐτό ὁ διάβολος κι᾿ ἄρχισε νά μοῦ λέῃ μέ τόν λογισμό: « Ἄ, αὐτό πού κάνει τώρα ὁ Γέροντας φανερώνει ὅτι ἔχει δαιμόνιο μέσα του. Τό δαιμόνιο κάνει αὐτό τόν λόξυγγα». Πώ! Πώ! Τί πίκρα, τί φαρμάκι, πού ἦρθε μέσα στήν ψυχή μου. «Ἄκοῦς νά μοῦ λέγῃ ἔτσι ὁ λογισμός!» Ἐγώ δέν εἶχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μοῦ ἦρθαν, ἀναστατώθηκα. Μπάαα! ἀδύνατον νά παραδεχθῶ γιά τόν Γέροντα, μου αὐτόν τόν λογισμό! «Θά σέ σφάξω!» εἶπα μέσα μου καί ἔκανα ἀγῶνα μέ τήν ἀντίρρησι. Ὅταν τό εἶπα στόν Γέροντα, πού ἦταν ἀσκητής πεπειραμένος καί θαυμάσιος, χαμογελοῦσε:
- Μή στεναχωριέσαι, παιδί μου, ἄς τον νά λέῃ ὅ,τι θέλει αὐτός. Καμιά σημασία. Λέγε τήν εὐχούλα, θά σοῦ πῇ κι᾿ ἄλλα. Ἀπό τό ἕνα αὐτί νά μπαίνουν καί ἀπό τό ἄλλο νά βγαίνουν. Τό ξέρασμα τοῦ Ἅδου εἶναι ἀτέλειωτο. Μέ τόν διάβολο, δέν τά βγάζει κανείς πέρα τόσο εὔκολα. Μήν κάνης ἀντιρρητικό λόγο, διότι εἶσαι μικρός καί ἄπειρος. Μόνο νά περιφρονῇς τόν λογισμό, νά λέγῃς τήν εὐχή συνεχῶς καί θά φύγῃ μόνος του. «Μπαινάκιας καί βγαινάκιας». Μόνο περιφρόνα τόν λογισμό, λέγε τήν εὐχή καί θά φύγῃ μόνος του.
- Ὄχι, Γέροντα, μέ τόν δικό μου λογισμό θά δώσω μάχη, δέν θά τόν ἀφήσω νά μοῦ πῇ ἐμένα γιά σᾶς, τόν Γέροντά μου!
- Χμ!, ἔκανε ἐκεῖνος καί χαμογελοῦσε. Θά ἔλεγε μέσα του: «Τοῦτος ὁ μικρός δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται». Καί μέ ἄφησε νά ἀγωνισθῶ μέ τήν ἀντίρρησι.
Καί γιά ὧρες ὁλόκληρες ἔκανα ἀντιρρητικό πόλεμο, ἄν καί δέν εἶχα ἐμπειρία πάνω σ᾿ αὐτόν. Ἁπλῶς μέ χαρακτήριζε μιά φυσική τόλμη καί ἔκανα αὐτήν τήν μάχη, παρ᾿ ὅτι ἤμουν μικρός στή γνῶσι καί στήν πεῖρα. Πήγαινα νά κάνω ἀντίρρησι, πού εἶναι γιά φθασμένους ἀγωνιστές, ἐνῶ ἐγώ ἔπρεπε νά ξεφεύγω μέ τήν περιφρόνησι, γιά νά γλυτώνω γρήγορα.
Αὐτή ἡ μάχη κράτησε μέρες! Ὁ πονηρός μέ σφυροκοποῦσε καί μοῦ ἔκλεβε ὧρες ἀπό τήν ἀγρυπνία, γιά νά μάχωμαι μαζί του. Τελικά καταλήγοντας εἶπα μέσα μου: «χρειάζεται ἄμεση δράσι». Πῆρα καί ἐγώ τό ξύλο καί εἶπα: «Τί εἶπες, γιά τόν Γέροντα;» Πάτ! καί κτυποῦσα μέ τό ξύλο τά πόδια μου καί πηδοῦσα ὁλόκληρος ἀπό τόν πόνο.
Καί μέ τόν τρόπο αὐτόν κόπηκε ὁ συγκεκριμένος πόλεμος. Κι᾿ ἔτσι, δέν μέ ἐνόχλησε ἄλλο. Δέν τόν ξαναγνώρισα ποτέ αὐτόν τόν φονικό λογισμό, καίτοι τόν Γέροντα τόν ἔπιανε κάποτε-κάποτε ὁ φυσικός του λόξυγγας, ἐγώ οὔτε κἄν θυμόμουν ὅτι πολεμήθηκα κάποτε ἀπ᾿ αὐτό τό πρᾶγμα. Τόσο ἀπότομα ἐξαφανίσθηκαν οἱ λογισμοί σάν νά μήν ὑπῆρξαν ποτέ.
Μοῦ ἔφυγε καί ἡ ἔννοια ὅτι πολεμήθηκα, διότι ἀντέκρουσα μέ θάρρος καί αὐταπάρνησι αὐτόν τόν πόλεμο. Ὅποιος ὅμως ὑποχωρεῖ, γεμίζει σιγά-σιγά σαβούρα ἡ ψυχή του καί βρωμάει. Ὁ κάθε κακός λογισμός γίνεται ἕνα ἀπόστημα στήν ψυχή, πού ἄν δέν τό πετάξῃς βιαίως, πληγιάζει, σαπίζει καί βρωμάει.
Μιά Πεντηκοστή μᾶς ἔχει φέρει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες καί σταφύλια.
Γυρίζει καί μᾶς λέει ὁ Γέροντας:
- Τούς ντουρβᾶδες στήν πλάτη καί δρόμο. Θά μᾶς φᾶνε τά ποντίκια.
Μόλις μπῆκα στήν πόρτα τῆς καλύβας του, πᾶνε οἱ λογισμοί! Ἔφυγαν ὅλοι. Ποῦ νά τολμήσουν οἱ δαίμονες νά ἀντικρύσουν τόν μάστορά τους!!!
Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχα τήν εὐκαιρία ἐκείνη τήν στιγμή νά δῶ τόν Γέροντα κατ᾿ ἰδίαν, γιατί μᾶς εἶπε νά φύγουμε, γιά νά ἀλλάξουμε τά ροῦχα μας καί νά ξεκουρασθοῦμε, εἶπα μέσα μου: «Πειρασμέ, θά σέ κανονίσω.» Μάζεψα, λοιπόν, ἕνα τσουβάλι πέτρες καί εἶπα. «Τώρα θά σοῦ βάλω κανόνα, πού δέν ἤθελες νά κουβαλήσῃς φορτίο τέτοια μέρα καί θά κοιμηθῆς πάνω στίς πέτρες. Ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό εἶχε μεγαλύτερο μαρτύριο». Τό γεγονός δέν ἔχει ἀξία, ὅμως γιά τήν προαίρεσί μου ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕναν μικρό μισθό.
Ὅταν κοιμήθηκα, εἶδα ὅτι βρέθηκα σέ μιά πεδιάδα. Δεξιά μου ἦταν ὁ πατήρ Ἰωσήφ, ὁ νεώτερος, καί ἀριστερά μου ὁ πατήρ Ἀρσένιος. Καί ἀριστερά, στήν κορυφή ἑνός ὡραίου κατάφυτου πράσινου λόφου, βρισκόταν ὁ Γέροντας καί γυρίζει καί μᾶς λέει: «Θά περάσῃ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Νά πέσετε νά πάρετε τήν εὐχή του».
Τοῦ ἔκανα μέ νεῦμα: «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!» Ὅταν ἦλθε, χωρίς κἄν νά τόν κοιτάξω, ἔβαλα μετάνοια. Δέν ξέρω ὁ ἀδελφός τί ἔκανε. Καθώς σηκωνόμουν, ἀντί νά δῶ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, εἶδα τόν Χριστό σάν μικρό παιδάκι. Αὐτό ἔσκυψε, μοῦ χαμογέλασε, μέ ἀσπάσθηκε κι᾿ ἔφυγε. Τί χαρά μοῦ ἦλθε!
Μόλις ξύπνησα, εἶχα χαρά στήν ψυχή μου. Πῆγα στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπα ὅτι εἶδα αὐτό. Μέ ρώτησε τί λογισμούς εἶχα τήν ἡμέρα. Τοῦ εἶπα τούς λογισμούς πού εἶχα, πῶς τούς ἀντέκρουσα καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα.
- Ὁ Θεός τούς δούλους του ἔτσι τούς παρηγορεῖ, ὅταν κάνουν κάποιο ἀγῶνα. Ἀλλά ἐσύ στό ἑξῆς νά μή βάζῃς πέτρες.
Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: “Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης
http://www.hristospanagia.gr/?p=28170#more-28170