ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Ἀρχιμ. Ἀρσένιος Κατερέλος, Εὐχή γιά ζῶντες καί κεκοιμημένους

ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΖΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ
ρχιμανδρίτης ρσένιος Κατερέλος,
γούμενος . Μονς γίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
φο εχηθομε »καλό πόλοιπο τς γίας Τεσσαρακοστς, γαπητοί μου δελφοί, νά πενθυμίσωμε, τι κατά τήν προηγούμενή μας σύναξι, εχαμε λοκληρώσει τήν προσευχή το ησο γιά λους τούς ζντας, λέγοντας »Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μς».
Σήμερα σκόπιμα ξανατονίζομε, τι γιά νά προσευχηθομε γιά κάποιους λέγοντας τήν εχή, δέν χρειάζεται νά κουραζώμαστε καί νά ζαλιζώμαστε ναφέροντες συνεχς τά νόματά τους. ρκε τήν πρώτη μόνο φορά νά ναφέρωμε τά νόματα τν νθρώπων ατν καί μετά νά λέμε μόνο καί συνεχς τό »Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μς». Χωρίς δηλαδή μετά νά παναλαμβάνωμε τά νόματα ατά, διότι στό »μς» συμπεριλαμβάνονται, καί λόκληρη νθρωπότητα, καί κατά ναν ντελς ξεχωριστό καί διαίτερο τρόπο, τά νόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά ες τήν ρχή.
Καί στό σημεο ατό νθυμούμεθα, τι ταν μαστε κόμη λαϊκοί καί κάποια μέρα εσερχόμεθα στό γιον ρος, συναντήσαμε κε στό καράβι, κάποιον κύριο, ποος μεταξύ τν λλων μς επε τά ξς: «, φο θά πς στόν Γέροντα Παΐσιο, πές του νά κάμη προσευχή γιά μένα. Εμαι Νάρκισσος. Θά καταλάβη Γέροντας. Ξέρει τήν περίπτωσί μου».γώ μετά μία-δυό μέρες πγα στόν Γέροντα. λλά τήν στιγμή πού φθασα στόν Γέροντα εχα ξεχάσει τό νομα το κυρίου πού μο εχε π νά διαβιβάσω στόν Γέροντα τήν κεσία του γιά προσευχή. Καί επα στόν π. Παΐσιο:
- «Γέροντα, μο επε κάποιος νά κάνετε προσευχή. Σς ξέρει καί τόν ξέρετε. Συγγνώμη, λλά ξέχασα τώρα τό νομά του, γιατί εναι λίγο σπάνιο».
Καί μο πήντησε π. Παΐσιος:
- «, καί; ς τό ξέχασες. Τό νομα τό ξέρει Θεός. Ξέρει Θεός ποιός εναι νθρωπος ατός. γώ θά κάνω προσευχή γιά τό τομο ατό καί ξέρει Θεός τί πρόβλημα χει».
Πρίν μως προχωρήσωμε καί μιλήσωμε γιά τήν προσευχή το ησο ποία ναφέρεται στούς κεκοιμημένους, ς πομε λίγα λόγια, σέ πρώτη βέβαια φάσι, γιά τό κομβοσχοίνι, μις καί ρωτηθήκαμε δημόσια περί ατο.
Τό κομβοσχοίνι δέν εναι μέν ποχρεωτικό νά χρησιμοποιται κατά τήν προσευχή το ησο. μως, τελικά, στήν πρξι, εναι πολύ πρακτικό, πολύ χρήσιμο, καί ρα πιβεβλημένο, πέρα γιά πέρα. Δηλαδή εναι πιό ποτελεσματική εχή, ταν λέγεται μέ τό κομβοσχοίνι, ταν εμαστε περίσπαστοι.
Κατ ρχάς, ατό καθ αυτό τό κομβοσχοίνι εναι ελογημένο, φ σον χη στήν κρη τό σημεο το Σταυρο. κάθε κόμπος χει 7 9, νομίζω, σταυρούς – ς μή μπομε, τώρα, σέ λεπτομέρειες τέτοιου εδους. παράδοσις λέγει, τι βρέθηκε ατός σταυροειδής κόμπος γιά νά μή μπορ νά πλησιάση διάβολος. Διότι φρίττει διάβολος, ταν βλέπη τό σημεο το Σταυρο. πως πί παραδείγματι συνέβη σέ κάποιον μοναχό, που εχε φτιάξει κόμπους γιά νά μετράη τίς εχές του καί διάβολος λυνε ατούς τούς κόμπους.
πρώτη τώρα χρησιμότητα το κομποσχοινιο εναι νά μς δείχνη, νά μς δίνη ναν σταθερό καί ατόματο ρυθμό, μία σταθερή συχνότητα ταν λέμε τήν εχή. Νά ναφέρωμε π ατο τι ντιστοιχία εναι: νας κόμπος πού μετρμε, μία εχή νά λέμε. χι δηλαδή νά λέμε μία εχή καί νά προσπερνομε πολλούς κόμπους. Γιατί δυστυχς πό κακή σως συνήθεια, παρατηρεται κάποιες φορές ατό τό φαινόμενο. Νά λέγη δηλαδή κάποιος μιά εχή καί νά περνάη τούς κόμπους δυό-δυό, τρες-τρες, δέκα-δέκα. Δέν εναι σωστό ατό. λλωστε δέν χει κανένα νόημα.
Δέν πρέπει, τό ξανατονίζομε, νά λέμε τήν εχή μηχανικά καί βεβιασμένα, λλά νά χωνεύωμε καλά τό νόημα τν λέξεων πού προφέρομε. πως συμβαίνει ταν παρακαλομε να ψηλά στάμενο πρόσωπο γιά να ατημά μας, προσέχομε χι μόνο τί θά πομε, λλά καί πς θά τό πομε. , ατό σχύει, κατά μείζονα λόγο γιά τόν οράνιο Βασιλέα, τόν Βασιλέα τν βασιλευόντων, τόν Κύριο μν ησο Χριστό.
πό τήν μία λοιπόν πρέπει νά χωνεύωμε καλά τά λόγια τς προσευχς, καί τσι χι μόνο δέν θά κουραζώμαστε, λλά θά ξεκουραζώμαστε πό τά λόγια τς προσευχς. πί πλέον θά μεγιστοποιομε τήν προσωπική μας φέλεια, ποία πορρέει πό τήν εχή. πό τήν λλη μως νά μήν φήνωμε χρονικά κενά πό εχή σέ εχή, γιά νά μή προλαβαίνη νος μας νά μετεωρίζεται καί νά σκέφτεται λλα πράγματα καί νά διαχέεται, διαίτερα, ταν εμαστε στήν ρχή ατς τς πνευματικς ργασίας τς προσευχς.
πί πλέον τώρα σον φορ στίς εσπνοές – κπνοές κατά τήν διάρκεια τς εχς, πό εχή σέ εχή, καί γενικώτερα στίς διάφορες τεχνικές μεθόδους ατοσυγκεντρώσεως, πως τό νά καθώμαστε σέ κάποιο σκαμνάκι, νά χωμε ρισμένη στάσι, νά στρέφωμε τό κεφάλι πρός τό στθος, κλπ. – χωρίς λα ατά νά τά περιφρονομε, κάθε λλο -, μως θεωρομε σκόπιμο, στήν φάσι ατή τολάχιστον, νά μή τά ναφέρωμε σέ γενικό πίπεδο.  Καί τοτο, πειδή φοβόμαστε νά μήν πάρξουν παρανοήσεις καί γίνουν λα ατά ατοσκοπός. Διότι τελικός στόχος καί καρπός τς προσευχς μας πρέπει νά εναι διά βίου πέκδυσις το παλαιο νθρώπου καί νθεη ταπείνωσις.
Διότι, ατές ο τεχνικές μέθοδοι, διαίτερα τεχνική τς ναπνος, παιτον σωστό δηγό, πειδή πάρχουν διάφοροι κίνδυνοι, χι μόνο πνευματικοί, λλά καί ργανικοί. Δηλαδή μπορε νά νομίση προσευχόμενος τι δθεν εναι σέ μέτρα, προχωρημένος, κλπ., σέ βαθμό μάλιστα νά φθάση καί σέ ατήν τούτην τήν πλάνη. Διότι ο πλνες στήν προσευχή, ταν λείπη τό σωτερικό γιές πνευματικό προσωπικό πόβαθρο, δέν εναι λίγες, οτε εκολοδιάκριτες.
να πλό παράδειγμα ς ναφέρωμε: Σκεφθετε κάποιον ρχάριο νά χη πέσει »μέ τά μοτρα» – συγγνώμη γιά τήν κφρασι – στήν ργασία τς εχς καί νά λέγη τήν εχή διάλειπτα καί πό τόν πολύ ζλο νά μή λέγη »καλημέρα» στόν  ποιονδήποτε περαστικό  δίπλα του γιά νά μή χάση, δθεν, τόν ερμό τς προσευχς. ν ατός δέν συνετισθ, λλά συνεχίση μέ τό διο φρόνημα νά περιφρον τόν ναν καί τόν λλον πού περνάει δίπλα του καί νά λέγη τήν εχή, κανείς δέν μπορε νά προβλέψη πόσο σοβαρά προβλήματα, πνευματικς καί ργανικς φύσεως, μπορε νά ποκτήση.
λλά, πέρα πό τούς προαναφερθέντας κινδύνους, κυριώτερος λόγος πού δέν ναφερόμεθα στίς διάφορες τεχνικές εναι τι πιστεύομε κράδαντα, τι ο τεχνικές ατές τελικά πολύ μικρό ρόλο παίζουν στήν καρποφορία τς προσευχς. Διότι, λο σχεδόν τό βάρος πέφτει στόν ν γένει σωστό μας πνευματικό γνα. Γιατί,ποιος πί παραδείγματι, λέγει τήν εχή το ησο καί κάνει »συμβόλαιο» μέ τόν Χριστό, χι νά συγχωρηθ, νά διορθωθ, νά ταπεινωθ καί νά φωτισθ, λλά λέγει τήν εχή γιά νά ποκτήση κάποια πνευματικά χαρίσματα, πως νά καυχιέται τι »χει τήν εχή», τότε Θεός, καί πάλι πό γάπη, δέν θά το δώση τά ναμενόμενα χαρίσματα γιά νά μήν λαζονευθ.
ς διαβάσωμε τί λέγει σχετικά κάποιος Ρσος στάρετς πί το θέματος ατο. Λέγει: «ς φήσωμε στόν διο τόν Κύριό μας τήν μεταμόρφωσι τς συγκεντρωμένης προφορικς προσευχς μας σέ νοερά προσευχή καί σέ καρδιακή προσευχή. Θά τήν μεταμορφώση, δίχως λλο, σάν μς δ στω καί λίγο ριμασμένους, καθαρισμένους, μέ τήν φαρμογή τν ντολν». Καί συνεχίζει λέγοντας παρακάτω: «ποιος εναι νήπιος σέ πνευματική νάπτυξι, δέν εναι κατάλληλος γιά πνευματικές δωρεές. Δέν θά τίς χρησιμοποιήση γιά τήν δόξα το Θεο, οτε γιά φέλεια δική του, γιά φέλεια το πλησίον».
Καί συνεχίζει λέγοντας: «Θά τίς χρησιμοποιήση, τοναντίον, γιά νά πλήξη τόν αυτό του. Θά γίνη λαζόνας καί θά φουσκώση μέ τήν μοιραία παρσι καί τήν καταστρεπτική περιφρόνησι το πλησίον. Καί ταν, ν δέν χωμε χαρίσματα καί χομε να σωρό δυναμίες, συνεχς κομπάζωμε καί ταπεινώνωμε τόν λλον, τί θά συνέβαινε, ν μς εχαν μπιστευθ κάποιον θησαυρό πνευματικό, κάποια εδικά χαρίσματα; Δέν θά γινόταν ατό ατία μις κόμη πιό τρομερς καταστροφς μας;»
πως μς λεγε π. Παΐσιος: «Θέλει Θεός νά μς δώση λίγη Χάρι, καί πρίν καλά-καλά μς τήν δώση, περηφανευόμαστε, νομίζομε τι κάτι εμαστε, καί τσι, γιά καλό δικό μας, δέν μς τήν δίνει καθόλου».
Μά, νθρωπέ μου, περηφανεύεσαι γιά τήν Χάρι; Μά τό λέγει τυμολογικά καί δια λέξις τι εναι »χάρις». Τό τι θέλει δηλαδή Θεός καί σο τήν δίνει, δέν σημαίνει τι εναι Θεός δεσμευμένος νά σο τήν δώση πωσδήποτε, νθρωπέ μου».
Καί σέ κάποια λλη συνάφεια λεγε σχετικά, γιά τό διο θέμα, π. Παΐσιος, τι πολλές φορές μοιάζει νθρωπος σάν να μικρό παιδάκι, να βρέφος, πού προσπαθε νά νεβ μία μεγάλη σκάλα. Καί ν βρίσκεται στό πρτο σκαλί, προσπαθε νά πάη στό δεύτερο. Δέν τά καταφέρνει. Προσπαθε, πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει… Ατό γίνεται πολλές φορές, σπου τό πιάνει μάνα του, γιατί τό λυπται, καί μέ μις τό τοποθετε στό τελευταο σκαλί. Καί μετά λέει τό παιδάκι στόν αυτό του: »Μπράβο μου, πο νέβηκα!» , νθρωπος, ν σκέφτεται πως επαμε πρίν, σκέφτεται κόμη πιό νώριμα καί πό ατό τό βρέφος.
τσι λοιπόν γιά νά πανέλθωμε, τό πρτο πλεονέκτημα το κομβοσχοινιο εναι σταθερός ρυθμός. Βέβαια, ν θέλωμε κόμη πιό πολύ νά μβαθύνωμε στό θέμα τς συχνότητας, πού γιά μς εναι πάρα πολύ σοβαρό θέμα, καλό εναι νά ναφέρωμε τό ξς: κάθε νθρωπος, ν γωνισθ γιά κάποιο διάστημα ες τό πνευματικό γώνισμα τς προσευχς το ησο, κάποια στιγμή ποκτ μία δική του, ς τήν νομάσωμε τσι, στιγμιαία »διοσυχνότητα» εχς (δηλαδή τς περιόδου κείνης). Ατή συμβαίνει νά εναι καί συχνότητα μέ τήν ποία λέγει νθρωπος τήν προσευχή, ταν εχή λέγεται πό μόνη της ατενέργητα, βίαστα, νοερά, καρδιακά. πί παραδείγματι, ταν προσευχόμενος κοιμται, ταν ξυπνάη καί ντιλαμβάνεται νά λέγεται εχή πό μόνη της μέσα του, , ατή κριβς διοσυχνότητα εναι καί πιό νδεικνυομένη συχνότητα γιά νά κφέρεται εχή πό τόν νθρωπο ατό νά πσα ρα καί στιγμή. τσι, κατά τόν ταπεινό μας λογισμό, νομίζομε τι χομε σωτερικό πνευματικό συντονισμό κατά τόν ποο μεγιστοποιονται τά φέλη τς εχς.
πίσης δεύτερη μεγάλη βοήθεια πού μς παρέχει τό κομβοσχοίνι, εναι τι μς πενθυμίζει νά λέμε τήν εχή ταν νος μας ταξειδεύη τδε-κακεσε, πέρα-δθε, κλπ. Εναι δηλαδή τρόπον τινά νας τέλειος πομνηματιστής. Διότι μς πενθυμίζει συνεχς νά λέμε τήν εχή. Διότι, πως καταλαβαίνετε, άν κρατς στό χέρι σου τό κομβοσχοίνι, καί νά ξεφύγης λίγο – πού σίγουρα θά ξεφεύγωμε κάπου-κάπου – , ταν κοιτς τό κομβοσχοίνι, ατό θά σο πενθυμίζη τό ερό καί διάκοπο χρέος σου. τσι εναι πάρα πολύ καλό νά κρατμε τό κομβοσχοίνι στό χέρι – ταν βέβαια εναι φικτό – καί νά μή τό ποχωριζώμεθα. Καί άν τό ποχωρισθομε – ατό εναι εχή βέβαια – νά εναι μόνον πό πολλή νεξέλεγκτη πνευματική χαρά-δονή.
πως συνέβαινε σέ κάποια ψυχή, πού σταματοσε τήν εχή καί φηνε τό κομβοσχοίνι, πειδή γοητεύετο. Καί ταν πυρπολτο πό τήν πολλή θεία δονή καί πό τήν περφυσική θεία λάμψι, τς φαινόταν πολύς χρόνος πού προσευχόταν σ ατήν τήν κατάστασι γιά πολύ λίγος. καλύτερα, τς φαινόταν τι σταματοσε χρόνος, καθ σον τότε πρχε μπειρικά ϋλη ασθησις το ϋλου Θεο. λλά γιά νά γίνωνται ατά καί λλα νώτερα, ραιότερα, γοητευτικώτερα, χρειάζεται πολύς καί σωστός γνας.
Καί στό σημεο ατό, πειδή λοι μας πογοητευόμεθα, λίγο-πολύ πό τήν μή συγκέντρωσι το νοός μας, θά σς διαβάσω, γαπητοί μου δελφοί, ποσπασματικά, να κομμάτι πό τόν γιο ωάννη τόν Χρυσόστομο. Λέγει ερός Πατήρ:
« θύμησις το νόματος το ησο διεγείρει τόν χθρό γιά μάχη. Γιατί μία ψυχή πού πιέζει τόν αυτό της νά λέη τήν προσευχή το ησο, μπορε μέ ατήν τήν δια τήν προσευχή νά βρ ,τιδήποτε. Καί γαθό, καί πονηρό. Πρτα ψυχή μπορε νά δ τό πονηρό στά μύχια τς καρδις της, νά τό ντοπίση δηλαδή, καί στερα μπορε νά δ τό γαθό. προσευχή ατή μπορε νά ποκινήση τόν φι σέ δρσι. Καί δια ατή μπορε νά τόν συντρίψη μετά. προσευχή ατή μπορε νά ξεχώση τήν μαρτία πού ζε μέσα μας φωλιασμένη καί δια ατή προσευχή μπορε νά τήν ξερριζώση καί νά τήν ξοστρακίση». Καί καταλήγει ερός Χρυσόστομος λέγοντας: «Χρειάζεται πολύς χρόνος καί μόχθος γιά νά διωχθ χθρός καί νά γκατασταθ μέσα μας Χριστός».
Γιά τό θέμα τώρα τν δυσκολιν κατά τήν προσευχή, πάνω π λα Θεός βλέπει τήν διάθεσι στόν νθρωπο. Εναι νθρώπινο κάποιες φορές, πό κούρασι καί πό κηδία, ν τό θέλετε, πό κάποια ψυχική ταραχή, πό κάποια λλα ατια, νά χωμε κάποιες παρενέργειες πού βέβαια δέν εναι παινετές. λλά καί τότε εναι πολύ καλύτερα νά λέμε τήν εχή, πό τό νά μή προσπαθομε καθόλου τήν νά λέμε.
Μς λεγε π. Παΐσιος σχετικά: «Νά, σήμερα μο λθε νας κοσμικός μέ φόρα καί σκανδαλίσθηκε γιατί πγε σέ κάποιο μοναστήρι καί εδε νά γελάη, στήν κκλησία μέσα, νας μοναχός. Καί τόν ρχισα καί το επα: »Βρέ, ατός μοναχός κατ ρχάς, εναι κκλησιαστικός τς Μονς – τόν ξερε Γέροντας. Δηλαδή σχεδόν λη μέρα εναι μέσα στήν κκλησία. να κτάωρο, πάνω-κάτω, εναι ο κολουθίες μις μέρας, τό εκοσιτετράωρο. πί πλέον πό τό κτάωρο, κκλησιαστικός χρειάζεται τρες-τέσσερις ρες γιά νά τοιμάση, καντήλια, πολυελαίους καί λα τά σχετικά γιά τίς προβλεπόμενες καθημερινές κολουθίες. , εναι φυσικό νά μή κάθεται λες ατές τίς ρες πάντα κολώνα μέσα στήν κκλησία». Καί το επα: »Ξέρεις τί γνα κάνει ατός; Καί σύ σκανδαλίσθηκες, καϋμένε; σύ τί κάνεις; Πς να τέταρτο, μισή  ρα, τήν Κυριακή στήν κκλησία. Καί ν πς, καί πς πς, καίγιατί πς…. Καί μετά, τήν πόλοιπη βδομάδα, πο πηγαίνεις, πο συχνάζεις, τί κάνεις; ς μή τό προχωρήσωμε…. Καί σκανδαλίζεσαι, γιατί ατός γέλασε λιγάκι, γιατί κουράσθηκε λίγο καί λαγοκοιμήθηκε στήν κκλησία καί τά παρόμοια; Ατός εναι ελογημένος πνος, ντός τς Κιβωτο, μέσα στήν κκλησία. Θεός δέν τά μετράει τσι. ς μή κάνωμε σάν τούς Καθολικούς, πού πνε λίγο στήν κκλησία καί κάθονται σάν βρεγμένες γάτες, σάν παγόβουνα. μες ο ρθόδοξοι τήν κκλησία τήν ασθανόμαστε σπίτι μας καί καθόμαστε πιό νετα, πιό φυσικά καί πιό νθρώπινα»».
Τό τρίτο πί πλέον στοιχεο πού χει τό κομβοσχοίνι, εναι τι εναι νας πολύ καλός μετρητής. Μπορομε δηλαδή μέ ατό νά μετρμε τίς εχές το κανόνα μας, τίς εχές πού λέμε. Καί ς γνωστόν πάρχουν κομβοσχοίνια τριαντατριάρια, πενηντάρια, κατοστάρια, τριακοσάρια καί δωδεκάρια. Βέβαια τά δωδεκάρια καί τά τριαντατριάρια εναι πιό εχρηστα νά τά χη κανείς καί ταν εναι σέ χρο δημόσιο, γιά νά μή γίνεται δηλαδή ντιληπτός, στε νά μή προκαλ
πίσης πάρχουν ο σταυρωτές εχές πού γίνονται μέ τό κομβοσχοίνι.  Σέ ατές τίς περιπτώσεις, κρατμε, ν θέλωμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ριστερό χέρι καί μέ τό διο ατό χέρι, τό ριστερό δηλαδή, μετρμε τίς εχές πού λέμε. Τώρα, μέ τό δεξί χέρι, παράλληλα μέ τήν κάθε εχή πού λέμε το ησο, κάνομε τό σημεο το Σταυρο, τό ποο ατό σημεο συνοδεύεται μέ μία μικρή μας ταυτόχρονη πόκλισι, μέ μία δηλαδή λαφρυά μικρή μετάνοια, πως λέγεται. λλά πρέπει ατή κίνησις νά εναι χαλαρή, γιά νά μή γίνεται διάσπασις στήν εχή. ννοιολογικά βέβαια ταιριάζει σέ κάθε εχή πού κάνομε μαζί μέ τόν σταυρό μας, ταν φθάσωμε στό »λέησόν με», τότε κριβς τό δεξί μας χέρι νά βρίσκεται στό κατώτερο σημεο τς ποκλίσεώς μας. Βέβαια ατά τά κομβοσχοίνια γίνονται, ετε εμαστε ρθιοι, ετε εμαστε γονατιστοί.
Ατο το εδους τά κομβοσχοίνια, μαζί μέ τίς δαφιαες μετάνοιες, παρτίζουν τόν λεγόμενο »πνευματικό προσωπικό κανόνα» τν μοναχν καί χι μόνο τν μοναχν, λλά καί κάποιων λαϊκν. Θεωρονται πιό δραστικά πό τά πλ κομβοσχοίνια, τά ποα γίνονται λεύθερα χωρίς ταυτόχρονες σταυρωτές ποκλίσεις. Ατά τά λεύθερα λεγόμενα κομβοσχοίνια μπορομε νά τά κάνωμε, ετε ταν εμαστε ρθιοι, ετε περπατντας, ετε γονατιστοί, ετε καθιστοί, ετε ταν εμαστε κόμη καί στό κρεββάτι, νάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι. ν, πως δη επαμε, τά σταυρωτά κομβοσχοίνια γίνωνται ταν εμαστε κυρίως ρθιοι.  Καί ταν πάρχη κάποιος λόγος, κάποιο πρόβλημα γείας, κάποια περβολική κόπωσις, τότε τά κάνομε γονατιστοί.
πίσης μέ τό κομβοσχοίνι γίνονται καί ο »δαφιαες» στρωτές μετάνοιες. Δηλαδή, πό ρθιοι πού εμαστε, πέφτομε κάτω στό δάπεδο, στηριζόμενοι στά χέρια μας, καί σκύβομε σπου κεφαλή μας νά κουμπήση σχεδόν τό δάπεδο. Παράλληλα μέ λην ατήν τήν κίνησι, κάνομε τό σημεο το Σταυρο, μέ τό δεξί μας χέρι, καί κρατντας τό κομβοσχοίνι μέ τό ριστερό, μετρμε τίς μετάνοιες πού κάνομε.
Στίς μετάνοιες νδείκνυται, χωρίς βέβαια νά εναι παραίτητο, νά λέμε τήν εχή πιό ναλυτικά, δηλαδή νά λέμε »Κύριε ησο Χριστέ Υέ το Θεο, λέησόν με τόν μαρτωλόν». Βέβαια, ατό εναι θέμα καθαρά προσωπικό. Κατά τήν γνώμη μας εναι καλύτερα νά λέμε λόκληρο τόν στίχο ατόν τς προσευχς γιά νά προλαβαίνωμε νά κάνωμε, πως δη επαμε, τήν πλήρη μετάνοια, δηλαδή πό ρθιοι νά πέφτωμε γονατιστοί καί  ν συνεχεί κεφαλή μας να βρίσκεται σχεδόν μπρούμυτα κάτω, καί κατόπιν ντίστροφα νά σηκωνώμεθα πάλι ρθιοι. πομένως χρειάζεται κάποιος χρόνος. πότε, ν λέμε πιό πολλές λέξεις στήν κάθε εχή, προλαβαίνομε νά κάνωμε λην ατήν τήν κίνησι πιό φυσιολογικά, πιό νετα, πιό ρμονικά. Βέβαια, καί στήν περίπτωσι ατή, πρέπει νά φροντίζωμε, γιατί τσι ταιριάζει ννοιολογικά, ταν λέμε τό »λέησόν με τόν μαρτωλό», κατά τήν στιγμή κείνη πού λέμε τήν λέξι »τόν μαρτωλό», νά ερίσκεται κεφαλή μας στήν πιό χαμηλή θέσι, σχεδόν δηλαδή στό δαφος. Γιατί τσι, μέ τήν στρωτή μετάνοια, παραστατικά κδηλώνομε, δείχνομε τήν πτσι μας, λόγ τς προσωπικς μας μαρτίας νώπιον το Θεο. Ατά ς πρός τά κομβοσχοίνια.
Βέβαια ξανατονίζομε τι μες πού εμαστε στόν κόσμο, μέ να σωρό ποχρεώσεις, πρέπει νά ξασκηθομε νά λέμε τήν εχή ψιθυριστά νοερά καί χωρίς κομβοσχοίνι. Παράλληλα δηλαδή μέ λλες σχολίες πού χομε, κατά τίς ποες τίς περισσότερες σως φορές, δέν εναι δυνατόν, οτε λλωστε ρμόζει, νά κρατμε παράλληλα μέ τήν εχή μας καί τό κομβοσχοίνι. πως καί νχη βέβαια τό πργμα ς πρός τό κομβοσχοίνι, κενο πού χει σημασία εναι τι δέν πρέπει νά προκαλομε τούς λλους. Δέν πρέπει νά πιδεικνυώμεθα δημόσια. Ταυτόχρονα μως πρέπει νά χωμε νθεο ζλο γιά μολογία πίστεως, εχς, κλπ. λα ατά βέβαια εναι θέμα διακρίσεως καί ποτέ δέν μπαίνουν σέ καλούπια.
Στό σημεο ατό, ς ναφερθομε καί στούς κεκοιμημένους, πς γίνεται δηλαδή εχή το ησο γιά τούς π αἰῶνος κεκοιμημένους δελφούς μας.
Μς εχε ρωτήσει, φοιτητές ντες κείνη τήν ποχή, π. Παΐσιος τό ξς: «Τί εναι πιό χρήσιμο, πιό ναγκαο, νά προσευχώμαστε γιά τούς ζωντανούς γιά τούς κεκοιμημένους;» Καί μες παντήσαμε, συναισθηματικά σως: «Γιά τούς ζωντανούς, γιά νά μετανοήσουν». Καί μς επε σοφός Γέροντας: «Εναι προτιμώτερο νά προσευχώμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί ατοί δέν μπορον πλέον νά ατοβοηθηθον, πως ο ζντες ο ποοι μπορον πό μόνοι τους νά μετανοήσουν».
τσι λοιπόν πιβάλλεται μέ τό παραπάνω νά προσευχώμαστε μέ τήν μέθοδο ατή τς προσευχς το ησο γιά τούς κεκοιμημένους λέγοντας, στήν περίπτωσι ατή: »Κύριε ησο Χριστέ, νάπαυσον τούς δούλους Σου». Παρακαλ νά προσέξωμε, ποτέ νά μή γράφωμε τήν λέξι »πεθαμένοι» στά ψυχοχάρτια νά τήν ναφέρωμε στίς κουβέντες μας, γιατί πλούστατα στήν ρθοδοξία δέν πάρχουν πεθαμένοι, πειδή ναμένεται Κοινή νάστασις τν νεκρν. Ο κεκοιμημένοι δέν μπορον πλέον νά βοηθήσουν τόν αυτό τους, διότι ληξε γι ατούς προθεσμία. πανάγαθος μως Θεός καί δικαιότατος Κριτής, στω καί τήν τελευταία στιγμή, θέλει λους νά τούς σώση, »πάντας νθρώπους θέλει σωθναι». Γι ατό περιμένει πό μς κάτι, στήν περίπτωσι ατή.
δ εναι να πάρα πολύ λεπτό σημεο, στό ποο φαίνεται ρχοντιά το Θεο. λλά δυστυχς ατή ρχοντιά το Θεο, ντί νά μς συγκιν, νά μς φιλοτιμ καί νά μς γοητεύη, πολλές φορές μς σκανδαλίζει καί μς ποπροσανατολίζει. ν προκειμέν, στό θέμα μας, άν πενέβαινε πό μόνος του Θεός γιά νά σώση τίς ψυχές ατές τν κεκοιμημένων, οσιαστικά θά παραβίαζε τήν λευθερία τους, τήν λευθερία μας δηλαδή γενικώτερα, τό ατεξούσιό μας, πού εναι τό μεγαλύτερο γαθό μας. Διότι δέν πάρχει λογικό δημιούργημα νευ λευθερίας. Καί ντίστροφα, κάθε λεύθερο δημιούργημα εναι, κ κατασκευς, ξ ρισμο, λογικό. Καί μεγαλύτερη διαφορά πού χομε πό τά λογα ζα, δέν εναι δύναμις – πί παραδείγματι πάρχουν ζα πολύ πιό δυνατά καί πολύ πιό δύνατα, ν τό θέλετε, πό μς -, οτε τόσο νοημοσύνη. λλά, ς μήν πεκταθομε. μεγαλυτέρα διαφορά μας εναι λευθερία καί λογική.
Γιά νά γίνωμε πιό σαφες: Κανένα ζο, σο δυνατό κι ν εναι, δέν διανοεται νά λλάξη τό φυσικό περιβάλλον στό ποο ζε. ν νθρωπος ς γνωστόν, εναι κανός νά φέρη τά πάνω κάτω, νά τά κάνη λα γνώριστα. λλά, καί ατς κόμα Θεός, στό λο σχέδιο τς σωτηριολογίας Του ναντι το νθρώπου, σεβάσθηκε καί νήργησε τσι στε νά μή παραβιασθ νθρωπίνη λευθερία, στω καί λάχιστα. Γιατί εμαστε κ κατασκευς λεύθεροι καί πιμένει νά μς θέλη λευθέρους. λλο θέμα βέβαια, τι φιστάμεθα τίς συνέπειες τς λευθερίας μας.
Μία φορά ρωτήσαμε τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο: «Γιατί δέν σαρκώθηκε πιό πρίν Χριστός, στε νά πάρχη βεβαιότητα τς σωτηρίας γιά περισσοτέρους νθρώπους;» Καί μς πήντησε: «Τό θελε, λλά δέν ερισκε τόν κατάλληλο νθρωπο. Βρκε τήν Παναγία μεμπτη,  πού δέχθηκε λεύθερα τόν Εαγγελισμό Της πό τόν ρχάγγελο Γαβριήλ». ς γνωστόν, Παναγία μετά τόν σεσοφισμένο δισταγμό της επε τό περίφημο »δού δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρμα σου». Καί μετά πό ατές τίς λέξεις τς Παναγίας Μητέρας μας, Θεός γινε νθρωπος γιά νά κάνη μς τούς νθρώπους θεούς κατά Χάριν.
, ς τό γενικεύσωμε κάπως. Γιατί δέν κάνει στήν πόχή μας προκλητικά θαύματα Χριστός;  Γιατί δηλαδή στά πρτα χρόνια το Χριστιανισμο γίνοντο πάρα-πάρα πολλά θαύματα, ν μετέπειτα πεχώρησε ποσότης ατν τν θαυμάτων; Πολλά τά ατια: πίστις, γωνιστική διάθεσις καί πολλά λλα. λλά, κυριωτέρα ατία εναι πειδή πλέον σέβεται Θεός τήν λευθερία μας. Τότε, στήν ρχή δηλαδή τς διαδόσεως το Χριστιανισμο, πρχε νάγκη νά γίνουν πολλά θαύματα. πρχε νάγκη νά πάρχη γιά παράδειγμα τό κτακτο χάρισμα τς γλωσσολαλις κατά τήν Πεντηκοστή. Καί τοτο, χι γιατί τό θαμα εχε καί χει καμμία διαίτερη ξία, λλά πειδή, μέ φορμή καί ατία τό θαμα, ταν εκολώτερο νά πιστέψουν ο νθρωποι στήν διδασκαλία τν γίων ποστόλων καί λων τν τότε ργατν το Εαγγελίου, ο ποοι μέ τά θαύματα τά ποα καναν, γίνοντο, λοι ατοί, πιό πιστευτοί καί πιό ποδεκτοί στό κροατήριό τους. λλά, άν τά τότε θαύματα, τά ποα γίνοντο σωρηδόν, άν συνεχίζοντο μέ τήν δια συχνότητα καί ργότερα, τότε οσιαστικά θά καταργετο νθρωπίνη λευθερία, διότι τό συνεχές προκλητικό θαμα οσιαστικά καταργε τήν πίστι καί δημιουργε μιά μορφή καταναγκασμο.
πότε ν προκειμέν τώρα γιά τούς κεκοιμημένους περιμένει πό μς καλός Θεός νά προσφέρωμε λεύθερα τό δικό μας ατεξούσιο, τήν δική μας λευθερία, βίαστα, πό φιλότιμο, πέρ τν ψυχν ατν τν κεκοιμημένων γιά νά βρ, ς μς πιτραπ κφρασις, γιά νά βρ φορμή Θεός νά βοηθήση καί λες ατές τίς ψυχές τν κεκοιμημένων. Καί τσι ο πάντες φελονται. Καί ο σεσωσμένοι, καί ο κολασμένοι, φ σον καί στίς δύο καταστάσεις πάρχουν πειρες, τελείωτες, διαβαθμίσεις. Στόν μέν Παράδεισο, »ες τήν οκία δηλαδή το Πατρός», πως λέγει καί Γραφή, »πολλαί μοναί εσί». πάρχουν πολλές καταστάσεις σεσωσμένων, νάλογα μέ τό πόσο γνα καναν πί τς γς. πως κριβς στόν Παράδεισο, τό διο καί στήν κόλασι πάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις. Βλέπετε, γαπητοί μου δελφοί, καί στόν Παράδεισο πάρχουν τά λεγόμενα πνευματικά »πηγαδάκια». κενο πού θέλω νά συνειδητοποιήσωμε στό σημεο ατό εναι τι, ταν νθρωπος πεθαίνη χωρίζεται ψυχή του πό τό σμα του. ψυχή πηγαίνει στόν οκεο τόπο που κε προγεύεται, τήν Κόλασι, τόν Παράδεισο.
λλά καί στόν Παράδεισο δέν πάρχει πλήρης, τετελεσμένη κατάστασις, φ σον δέν πάρχουν τά ναστημένα σώματα τν σεσωσμένων νθρώπων. Δέν χει γίνει Κοινή νάστασις τν κεκοιμημένων. κόμη καί ο γιοι, κτός φυσικά τς περαγίας Θεοτόκου καί το Θεανθρώπου πρωτοτόκου δελφο μας ησο Χριστο, λοι ο γιοι, ερίσκονται στόν Παράδεισο μόνον ς ψυχές. Καί ταν επε Κύριος, τι βλασφημία κατά το γίου Πνεύματος – πού πως χομε ξηγήσει σέ λλη σύναξι εναι μετανοησία – δέν θά συγχωρηθ, οτε τώρα, οτε ες τόν μέλλοντα αἰῶνα, ξηγον, ο θεόσοφοι ρμηνευτές, τι Χριστός ννοοσε ν προκειμέν τι μέλλων αών εναι χρονική περίοδος ποία ξεκιν πό τόν προσωπικό θάνατο το καθενός νθρώπου καί φθάνει μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία το Χριστο. Τότε θά λθη ριστικά καί λοκληρωμένα Βασιλεία το Θεο. πότε, σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα λόγια το Χριστο συμπεραίνεται τι μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία ο λλες μαρτίες μπορον νά συγχωρηθον, νάλογα βέβαια μέ τήν βαρύτητα τν μαρτιν, μέ τήν προσευχή τς στρατευομένης κκλησίας, δηλαδή μέ τίς προσευχές λων μν γιά τούς κεκοιμημένους δελφούς μας.
τσι λοιπόν, παράλληλα μέ τά τρισάγια, τά μνημόσυνα, μαζί μέ τά νόματα πού δίνομε στήν Προσκομιδή γιά μνημόνευσι, μαζί μέ τά Σαρανταλείτουργα καί τίς λεημοσύνες πέρ τν ψυχν τν κεκοιμημένων, παράλληλα μέ λα ατά πού χει θεσπίσει θεοπνεύστως γία μας Μητέρα κκλησία, νδείκνυται καί πιβάλλεται νά λέμε, εκαίρως-καίρως, τό »Κύριε ησο Χριστέ, νάπαυσον τούς δούλους σου».
λλά γιά τά πόλοιπα πού φορον τούς κεκοιμημένους, γαπητοί μου δελφοί, πρτα Θεός, θά συνεχίσωμε μέ περαιτέρω νάλυσι στήν πόμενή μας σύναξι.
(σπερινή μιλία στόν . Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό τος 1999)
http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/06/blog-post_3140.html
http://www.hristospanagia.gr/?p=27436#more-27436 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...