ΟΜΙΛΙΑ ΣΤ΄
Εὐλογημένα μου παιδιά,
θά ὁμιλήσουμε διά τήν χριστομίμητον ὑπακοήν. Θά ξεκινήσουμε τόν λόγο ἀπό ἕνα ὠφελιμώτατο παράδειγμα ὑπακοῆς ἀπό τό Γεροντικό.
Διαβάζουμε ἐκεῖ, ὅτι ἦταν ἕνας Γέροντας, πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕναν πολύ καλόν ὑποτακτικό. Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ὑπακοῆς του, ὁ Γέροντας αὐτός μετά τήν λῆξι τοῦ Ἀποδείπνου, τοῦ ἔλεγε μερικές συμβουλές καί τόν ἀπέλυε νά πάη νά ξεκουραστῆ, γιά νά σηκωθοῦν στόν Ὄρθρο, νά διαβάσουν τήν ἀκολουθία.
Μιά μέρα ἐνῷ ὁ ὑποτακτικός αὐτός διάβαζε τό Ἀπόδειπνο, ὁ Γέροντας νύσταξε καί κοιμήθηκε. Τελείωσε τό Ἀπόδειπνο καί ὁ Γέροντας συνέχισε νά κοιμᾶται. Ὁ ὑποτακτικός βλέποντας τόν Γέροντα νά ἔχη ἀποκοιμηθῆ ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας, δέν ἠθέλησε νά τόν ξυπνήση, γιά νά τόν ἀπολύση, ἀλλά ἔκανε ὑπομονή.
Ὁ διάβολος βλέποντας τήν καλή συνήθεια τοῦ ὑποτακτικοῦ νά παίρνη τήν εὐχή τοῦ Γέροντα καί ἔτσι νά ἀπολύεται γιά ξεκούρασι, θέλησε νά τοῦ τήν χαλάση καί τοῦ ψιθύριζε:
-
Φύγε, ὁ Γέροντας κοιμᾶται, μή τόν ἀνησυχῆς, φύγε.
Ὁ ὑποτακτικός ἔλεγε:
-
Ἄς μή τόν ἐνοχλήσω. Θά κάνω ὑπομονή, θά τόν ἀφήσω νά ξεκουραστῆ.
-
Φύγε, τοῦ ἔλεγε, θά σοῦ πάρη πολλή ὥρα, δέν θά ἔχης μετά καιρό γιά ξεκούρασι. Πῶς θά σηκωθῆς στήν ἀκολουθία, κουράστηκες ὅλη τήν ἡμέρα.
-
Ὄχι, θά κάνω ὑπομονή.
Ἀντιστάθηκε ἑπτά φορές σέ ἑπτά ἐπιθέσεις τοιούτων λογισμῶν.
Μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα ὁ Γέροντας ξύπνησε, εἶδε ὅτι πέρασε τόσος χρόνος, τόν εἶδε ἐκεῖ καί τοῦ εἶπε:
-
Παιδί μου δέν ἔφυγες;
-
Πῶς νά φύγω, Γέροντα, χωρίς τήν εὐχή σας, χωρίς νά μέ ἀπολύσετε; Θά μποροῦσα νά ξεκουραστῶ καί νά σᾶς ἀφήσω ἔτσι;
-
Ἐφ᾿ ὅσον ἔγινε ἔτσι τό πρᾶγμα, μιά καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ὄρθρου, ἄς διαβάσουμε τήν ἀκολουθία καί μετά πηγαίνεις καί ξεκουράζεσαι.
-
Νά ᾿ ναι εὐλογημένο.
Πράγματι διάβασαν τήν ἀκολουθία καί ἔφυγε ὁ ὑποτακτικός μέ τήν ἀπόλυσι καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντος νά ξεκουραστῆ. Τό ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γέροντας.
Στόν ὕπνο του ὁ Γέροντας εἶδε τό ἑξῆς: Βρέθηκε μέσα σέ ἕνα ναό καί ἐκεῖ ἦταν ἕνας Δεσποτικός Θρόνος. Ἐπάνω στόν θρόνο αὐτό εἶδε ἑπτά στεφάνια. Τά ἔβλεπε ὁ Γέροντας καί ἔλεγε μέ τόν λογισμό του: «Τί ὡραῖα στεφάνια! Ποιός ξέρει τίνος μεγάλου Γέροντος ἀσκητοῦ θά εἶναι αὐτά γιά τούς κόπους, τούς μόχθους, τίς ἀρετές του καί τόσα ἄλλα!». Τόν πλησίασε ἕνας ἱεροπρεπής ἄνθρωπος καί τοῦ λέει:
-
Τί διαλογίζεσαι, Γέροντα, γιά τούς στεφάνους αὐτούς;
-
Σκέπτομαι ὅτι θά εἶναι κανενός μεγάλου ἀσκητοῦ, ὁ ὁποῖος τούς κέρδισε μέ τούς ἀγῶνες του.
-
Ὄχι, ἔχεις λάθος στούς λογισμούς σου· αὐτά τά στεφάνια εἶναι τοῦ ὑποτακτικοῦ σου.
-
Ὁ δικός μου; Μά πῶς;
-
Ναί, μάλιστα, ὁ δικός σου· τά κέρδισε ἀπόψε τή νύχτα. Ρώτησέ τον καί θά μάθης.
Μετά ἀπό αὐτό ἦλθε στόν ἑαυτό του ὁ Γέροντας. Ξεκουράστηκε κι ὁ ὑποτακτικός καί ἦρθε τό πρωΐ νά βάλη μετάνοια γιά τό ἐργόχειρο. Τοῦ λέει:
-
Παιδί μου, ἀπόψε τί λογισμούς εἶχες, τί ἀγῶνα εἶχες;
-
Δέν εἶχα Γέροντα τίποτα, ἐντάξει ἤμουνα.
-
Γιά σκέψου λίγο, κάνε μιά ἀνασκόπησι πῶς πέρασες τή νύχτα!
-
Τί νά σκεφθῶ, Γέροντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά πῶ, εἶναι ὅτι, ὅταν ἐσεῖς νυστάξατε στό ἀπόδειπνο, πολεμήθηκα ἑπτά φορές ἀπό τόν λογισμό νά σᾶς ξυπνήσω· νά σᾶς ἐγκαταλείψω καί νά πάω νά ξεκουρασθῶ. Ἀντιστάθηκα ὅμως στόν δαιμονικό αὐτό λογισμό, καί δέν ὑποχώρησα, ἕως ὅτου ξυπνήσατε, ὅπως εἴδατε. Αὐτόν τόν πόλεμο τόν εἶχα, ἀλλά ἄλλο τίποτε δέν εἶχα…
-
Καλά, παιδί μου, πήγαινε στό ἐργόχειρό σου.
Σκέφθηκε ὁ Γέροντας ὅτι ἀντιστεκόμενος ὁ ὑποτακτικός, πράγματι σέ μιά νύχτα κέρδισε ἑπτά στεφάνια· καί ἦταν νέος, λίγο καιρό ὑποτακτικός!
Αὐτό τό ὠφέλιμο περιστατικό μᾶς διδάσκει ὅτι τό κέρδος τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι πάρα πολύ μεγάλο, ὅταν συνειδητά ἀσκῆ τήν χριστομίμητον ὑποκοήν. Τό ὅτι ἀντιστάθηκε ὁ μοναχός αὐτός στήν ἐπίθεσι τοῦ διαβόλου, ὀφείλεται στό ὅτι εἶχε διδαχθῆ ἀπό τόν Γέροντά του τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν καί ἐφαρμόζοντας τήν πνευματική ὑπακοή κέρδισε ἑπτά στεφάνια.
Ἔτσι διδάσκουμε κι ἐδῶ βάσει τῶν Πατερικῶν καί λέμε ὅτι, ἐάν θέλουμε νά σωθοῦμε, νά περπατήσουμε ἄνετα, θαρραλέα, ἐλπιδοφόρα, σωτήρια καί μέ προοπτική μεγάλης τιμῆς καί δόξης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἐφαρμόσουμε αὐτήν τήν εὐλογημένη ἀρετή τῆς ὑπακοῆς. Ὁ πειράζων προσπαθεῖ νά ἔρθη μέ κάθε τέχνη, μέ κάθε τρόπο, μέ κάθε πονηρία, νά ἀφαιρέση, νά ξεθωριάση, νά ξεφτίση τήν ἀκρίβεια τῆς ὑπακοῆς ἀπό τόν ὑποτακτικό, νά τόν κάνη «τύποις» ὑποτακτικό, ἐνῷ στήν οὐσία εἶναι ἰδιόρρυθμος. Πῶς γίνεται κανείς ἰδιόρρυθμος; Ζῆ μέν στό μοναστήρι, ζῆ σέ μία ἀδελφότητα, σέ μιά συνοδεία, ἀλλά κάνοντας τό δικό του θέλημα καί μή ρωτώντας γι᾿ αὐτό πού κάνει χωρίς εὐλογία, γίνεται «τύποις» ὑποτακτικός, γιατί οὐσιαστικά ἰδιορρυθμεῖ.
Κάθε πρᾶγμα, πού κάνει ὁ ὑποτακτικός χωρίς τήν σφραγίδα τῆς ὑπακοῆς, εἶναι ἄκυρο. Ὅσο καί νά φαίνεται ὠφέλιμο, ὅσο καί νά φαίνεται χρήσιμο σάν ἀρετή, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἔχει τήν σφραγίδα τῆς εὐλογίας, δέν στέκει σωστά. Εἶναι σάν νά φτιάχνουμε ἕνα ἔγγραφο μέ ὅλους τούς τύπους καί τούς νόμους· ὅταν ὅμως δέν ὑπογραφῆ ἀπό τόν εἰδικό αὐτό τό ἔγγραφο, ὅπου καί νά πάη, εἶναι ἄκυρο. Ρωτᾶνε: «Σφραγίδα ἔχει; Ὑπογραφή ἔχει; Ἐντάξει. Ἄν ὄχι, πήγαινε πρῶτα νά ὑπογράψη καί νά βάλη σφραγίδα ὁ διευθυντής καί μετά νά προχωρήσουμε τήν ὑπόθεσι».
Ἔτσι καί στήν ὑπακοή· μόνον ἡ σφραγίδα καί ἡ ὑπογραφή τοῦ Γέροντος ἔχει δύναμι, κῦρος. Ὅταν πῆ ὁ Γέροντας: «Ναί, παιδί μου, φτιάξε το αὐτό τό πρᾶγμα, προχώρησέ το, ἔχεις εὐλογία», ἐντάξει θά πάη. Ὅταν ὅμως ὁ ὑποτακτικός κάνη τό δικό του θέλημα, κατά τή δική του κρίσι, ὅ,τι κι ἄν κάνη, δέν ἔχει καμμία ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Παρ᾿ ὅτι θά τοῦ πῆ ὁ λογισμός τῆς ἰδιορρυθμίας ὅτι προχωρεῖς καλά, κι αὐτό καλό εἶναι τό ἔργο, καί θά χαρῆς σ᾿ ἐκεῖνο, στό ἄλλο, διότι πλουτίζεις, κάνεις κάποιον ἀγῶνα πνευματικό, μοναχικό, γεννιέται μία ψεύτικη ἐλπίδα σωτηρίας. Αὐτό εἶναι ἀπάτη, μήν ξεγελιόμαστε.
Φερ᾿ εἰπεῖν, μεταξύ τῶν ἄλλων ὑποχρεώσεων ἔχουμε καθῆκον σάν μοναχοί, τήν προσέλευσι στήν ἐκκλησία. Τό
Μοναστήρι ἔχει στό μέσον τό Καθολικό μεταξύ τῶν καθηκόντων τοῦ
κοινοβιάτου εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός. Ὅταν μέ τήν παραμικρή αἰτία ἀπουσιάζη ὁ
κοινοβιάτης ἀπό τήν ἐκκλησία, αὐτό σημαίνει παρακοή, σημαίνει μή
ἐφαρμογή ἑνός ἀπαραιτήτου καθήκοντος. Ἔχουμε λίγο πόνο, ἔχουμε λίγη
ζάλη, μᾶς πονάει λίγο τό πόδι κ.λ.π., γιατί νά ἀπουσιάσουμε ἀπό τήν
ἐκκλησία, ἀπό τό σύνολο τῶν ἀδελφῶν, ἀπό τήν ζεστασιά τῆς ἀκολουθίας καί
τῆς Θείας Λειτουργίας; Αὐτό δέν εἶναι παρακοή; Χρειάζεται θυσία καί
αὐταπάρνησι. Ὅταν ὁ Γέροντας νουθετῆ καί λέη νά μή λείπουμε ἀπό τήν
ἐκκλησία, παρά μόνο σέ περίπτωσι συγκεκριμένη, ὅπως μία ἀσθένεια πού δέν
μᾶς τό ἐπιτρέπει, ἤ ὅταν εἴμεθα σέ ὑπακοή ἐκτός μονῆς, ὁπότε δέν θά
εἴμεθα στήν ἐκκλησία. Ἁπλῶς αὐτό τό φέρνω σάν παράδειγμα παραβάσεως μιᾶς
πνευματικῆς ὑπακοῆς.
Ἔχει
καθῆκον φερ᾿ εἰπεῖν, ὅπου κι ἄν πάη ἕνας ὑποτακτικός νά πάρη τήν εὐχή
τοῦ Γέροντος καί νά φύγη νά ἐκτελέση τήν ὑπακοή του. Εἶναι δυνατόν νά
φύγη κάποιος ἀπό τό μοναστήρι καί νά μήν πάρη τήν εὐχή τοῦ Γέροντος; Ἐάν
τοῦ βρεθῆ θάνατος στό δρόμο; Τό πρῶτο, τό σοβαρότερο καθῆκον, ὁ πρῶτος
λόγος, πού θά ζητηθῆ ἀπό τόν Χριστό μας τήν ὥρα τῆς κρίσεως τῆς ψυχῆς
ἑνός ὑποτακτικοῦ, εἶναι ἐάν ἐφήρμοσε, ἐάν ἐκτέλεσε τήν ὑποχρέωσί του
πάνω στήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς. Τό πρῶτο πού θά ρωτήση ὁ Χριστός θά εἶναι: «Παιδί μου, αὐτά τά ἔργα πού ἔκανες, τά ἔχεις κάνει μέ εὐλογία καί ὑπακοή; Ἄν ναί, πέρασε μέσα». Θά
δῆ τήν σφραγίδα τῆς ὑπακοῆς, θά ἐλέγξη τά χαρτιά τοῦ ὑποτακτικοῦ, τά
ἔργα του, καί ὅποιο θά ἔχη σφραγίδα, θά ἐγκριθῆ· ὅποιο δέν θά ἔχη, θά
κατακριθῆ καί ὡς ἄχρηστο θά τό πετάξη ἔξω. Νά προσέξουμε πάρα πολύ νά μή
κάνουμε κάτι πού δέν θά εἶναι μέσα στήν ὑπακοή, πού δέν θά ἔχη τήν εὐχή
καί τήν εὐλογία.
Μεγάλη
ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀσύλληπτη ἡ ὠφέλεια καί ἡ τιμή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
ὅταν ὁ ὑποτακτικός ἀφήση αὐτόν τόν κόσμο διά τοῦ θανάτου τοῦ σώματος καί
περάση στήν ἄλλη ζωή ἄνετα, ἀκίνδυνα, ἀθόρυβα ἀπό τά τελώνια. Πῶς θά
συναντήση τά τελώνια, αὐτές τίς ὁμάδες τῶν δαιμόνων μέ ὅλη τήν κακία καί
τήν ἀγριότητα, πού θά κρατοῦν στά χέρια τους τά ἁμαρτήματά του καί τά
σφάλματά του!
Ὅταν
ὅμως ὁ ὑποτακτικός τελειώση τήν ζωή του μέσα στήν ὑπακοή μέ ἐπιτυχία,
θά περάση ἄνετα, κατευθεῖαν θά πάη στόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά Τόν
προσκυνήση. Καί ὁ Χριστός θά τόν εὐλογήση, καί θά τόν δῆ σάν μία
συνέχεια τῆς δικῆς Του ὑπακοῆς πρός τόν Οὐράνιον Πατέρα. Ὅταν δῆ μπροστά
Του τόν ὑποτακτικό, θά ἐνθυμηθῆ τήν δική Του ὑπακοή, πού ἔκανε εἰς τούς
κατά κόσμον γονεῖς Του, εἰς τόν μνήστορα Ἰωσήφ καί εἰς τήν Παναγία μας.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ ὑποτακτικός στολισθῆ μέ τήν ὀμορφιά καί τό κάλλος τῆς
ὑπακοῆς καί παρουσιασθῆ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὑπέρμαχος νικητής, ὁ Χριστός
θά τόν περάση μέσα στά ἰδιαίτερα Του. Ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι ὁ τόπος ὁ
μακάριος, ὁ ὁλόφωτος τόπος, ὁ κενός τόπος, πού κατεῖχε πρίν τό τάγμα τοῦ
Ἑωσφόρου. Θά πάρη μία θέσι κοντά στόν Θρόνο τοῦ Χριστοῦ καί μέσα σ᾿
ἐκείνη τήν ἀμύθητη δόξα καί τιμή θά ψάλλη αἰώνια ὕμνους στόν Χριστό μας.
Ὅλα
αὐτά, λοιπόν, τά κερδίζει ὁ ὑποτακτικός μέ μία ἁπλῆ ὑπακοή. Τίποτε
περισσότερο· δέν χρειάζεται φιλοσοφία καί θεολογία τό θέμα· «Εὐλόγησον» καί «Νά᾿ναι εὐλογημένο». Ἀπό
δῶ καί πέρα βαδίζει θετικά γιά τόν Οὐρανό. Εἴμεθα ἡ καλύτερη μερίδα,
εἴμεθα οἱ διαλεγμένοι –ὄχι ἐγώ, ἀλλά ἐσεῖς– ἀπό τόν Θεό σ᾿ αὐτήν τήν
μοναχική ὑποταγή. Τί εὐτυχέστερο; Τί καλύτερο; Ἐάν ξέρατε τί ἔχετε στά
χέρια σας, ἐάν μπορούσατε νά ἐκτιμήσετε τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, πόσο
εὐτυχισμένοι θά ἔπρεπε νά εἶσθε! Ὅποιος κρατήση τήν ὑποταγή καί τίς
συμβουλές τοῦ Γέροντος, μακάριος εἶναι. Κρατᾶ στά χέρια του τόν πολύτιμο
μαργαρίτη, βρῆκε τόν θησαυρό πού ἀναφέρει τό Ἱερόν Εὐαγγάλιον καί θά
γίνη πλούσιος στόν οὐρανό.
Μακάριος
ὁ ὑποτακτικός, ὁ ταπεινός στό φρόνημα, πού θά κάνη ὑπακοή καί θά περάση
στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν δόξῃ. Αὐτός ὁ ἁπλοῦς εἶναι ὁ ἐξυπνότερος καί ὁ
πιό ἐπιτυχημένος· αὐτόν μακαρίζω ἐγώ!
Ὅπως ἔλεγε κι ὁ μακαριστός μου Γέροντας: «Ἕναν
καλό ὑποτακτικό δέν τόν βάζω μέ πόσους ἐρημῖτες, ἡσυχαστές». «Γιατί
Γέροντα;» «Διότι ὁ ἡσυχαστής κάνει τό δικό του θέλημα, κινεῖται ὅπως
θέλει. Ὁ καλός ὅμως ὑποτακτικός δέν ἦρθε νά ποιῆ τό δικό του θέλημα,
ἀλλά τό θέλημα τοῦ Γέροντός του!» Τό θέλημα εἶναι ἡ ὅλη δυσκολία, διότι περιορίζεται καί στριμώχνεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν
ἤμουν ὑποτακτικός τά ἔζησα, τά ἔνοιωσα, τά γεύθηκα, τά νοσταλγῶ τώρα,
ἀλλά τώρα διατάσσω καί δυσκολεύω τούς ἄλλους· ἀλλοίμονό μου! Ἐπειδή
λοιπόν δέν ξέρουμε τήν ὥρα καί τήν στιγμή πού θά φύγουμε, ἐσεῖς
προσπαθῆστε νά βρεθῆτε στήν καλή ὑπακοή καί νά περάσετε ἐπάνω καί νά
εὔχεσθε καί γιά μένα τόν ταλαίπωρο.
Ἕνας
ὑποτακτικός εἶχε κάποιον Γέροντα. Σάν δόκιμος στίς ἀρχές φαίνεται ὅτι
ἦταν προκομένος, ὅτι ἀντιδροῦσε, ἀντιλογοῦσε, δέν συμφωνοῦσε μέ τόν
Γέροντα καί τόν στενοχωροῦσε. Ἦταν μάλιστα παιδί ἀστυνομικοῦ καί
ὑποτακτικός ἐκεῖ ἔξω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Γέροντας
τόν νουθετοῦσε ὅ,τι ἐχρειάζετο, ἀλλά αὐτός συνέχιζε αὐτόν τόν τρόπο τοῦ
φέρεσθαι. Κάποια μέρα τοῦ λέει:
-
Παιδί μου, κοίταξε, δέν πρόκειται νά σωθῆς, δέν γίνεται ἔτσι δουλειά. Μ᾿ αὐτήν τήν διαγωγή δέν μπορῶ νά σέ κάνω μοναχό. Λοιπόν ἤ συμμορφώνεσαι ἤ θά σέ στείλω στόν πατέρα σου. Ἄν δέν ἀλλάξης τρόπον ζωῆς, σέ λίγες μέρες θά φύγης.
Ὁ
ὑποτακτικός ἀκούγοντας αὐτά, ἔνοιωσε σάν νά συνῆλθε ἀπό ἕνα λήθαργο,
ἀπό μία μέθη, ἀπό τή ζάλη τοῦ διαβόλου. Λέει στόν Γέροντα:
-
Τί θέλεις, Γέροντα, νά κάνω γιά νά σέ ἀναπαύσω καί νά γίνω μοναχός; Νά μή μέ στείλης πίσω, γιατί δέν θέλω νά γυρίσω στόν πατέρα μου καί στόν κόσμο.
-
Παιδί μου, δέν ζητῶ θεολογία καί φιλοσοφία νά μάθης ἐδῶ, ἀλλά δύο – τρία πραγματάκια καί τελειώνει τό θέμα.
-
Τί εἶναι αὐτά, Γέροντα;
-
Νά, παιδί μου: «Εὐλόγησον» καί «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο». Θά σοῦ λέω νά κάνης κάτι, θά λές: «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο». Θά κάνης ἕνα σφάλμα, ἀμέσως θά πῆς: «Εὐλόγησον, Γέροντα, ἁμάρτησα, συγχώρησέ με, ἔκανα αὐτό, συγγνώμη». Ὅταν θά προστάζεσαι, θά λές: «Νά ᾿ ναι εὐλογημένο».
-
Τότε νά μείνω Γέροντα· δέν εἶναι τόσο δύσκολο νά προσπαθήσω· δῶσε μου τήν εὐχή σου.
Πράγματι αὐτός ὁ ὑποτακτικός τήν συμβουλή τοῦ Γέροντος τήν ἔκανε πρᾶξι ἀπό τότε. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
-
Παιδί μου, πάρε τόν «ντορβά» σου, βάλε τό ἐργόχειρό μας καί πήγαινε ἐπάνω στίς Καρυές· πούλησέ το, ἀγόρασε κι αὐτά πού σοῦ λέω καί ἔλα πίσω.
Τήν
ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν μοτόρ καί καραβάκι ὅπως τώρα. Ὑπῆρχε μία
βαρκούλα μέ τά κουπιά, μέ τήν ὁποία οἱ Πατέρες ἐρχόντουσαν στήν Δάφνη,
καί ἀπό κεῖ πεζοπορώντας ἀνέβαιναν στίς Καρυές, ἔκαναν τίς δουλειές τους
καί ἐπέστρεφαν. Σκεφθῆτε πόσες ὧρες χρειαζόταν ἀπό τήν Δάφνη, γιά νά
φθάση στήν Λαύρα μέ τή βάρκα, καί ἀπό κεῖ νά βγῆ ἐπάνω στό ἀσκητήριο.
Ἔτσι καί ἔγινε. Πῆρε τόν «ντορβά» τοῦ μέ τό ἐργόχειρο καί μετά ἀπό ὧρες
πλεύσι, ἔφτασε στήν Δάφνη, ἀνέβηκε στίς Καρυές, τελείωσε τήν ὑπακοή του
καί ἐπέστρεψε. Μέ ὅλον ὅμως αὐτόν τόν κόπο στήν ἐπιστροφή ἵδρωσε πάρα
πολύ. Κι ὅπως ἦταν οἱ Πατέρες τότε μέ τά ράσα καί τά κουκούλια μέσα στή
βάρκα, γιά νά διαβάσουν τόν Ἑσπερινό καί τό Ἀπόδειπνο μέχρι νά φθάσουν
στό μοναστήρι τῆς Λαύρας, ἔτσι ἦταν κι αὐτό τό παιδί. Ἐπειδή δέ ἦταν
πολύ σεμνός, ἄν καί εἶχε ἱδρώσει, ντράπηκε νά ἀλλάξη φανέλλα κάπου στήν
πολύωρη διαδρομή, ἔμεινε ἔτσι ἱδρωμένο καί πῆρε βαρύ κρυολόγημα. Τήν
ἐποχή ἐκείνη δροῦσε πολύ ἡ φυματίωσι, ὅπως τώρα ὁ καρκίνος. Ἔτσι τό
κρυολόγημα αὐτό –ἐπειδή καί ἡ δίαιτά τους ἦταν ὁπωσδήποτε πολύ ἀσκητική–
γύρισε σέ φυματίωσι.
Ὅταν βάρυνε πλέον κι ἔφτασε στό τέλος, ὁ Γέροντας τόν ἔκανε μοναχό καί τόν ὠνόμασε Ἀκάκιο. Ἦταν
πλέον σωστός στήν ὑπακοή του ὁ Ἀκάκιος. Λίγες στιγμές πρίν νά φύγη ἀπό
τόν κόσμο, εἶδε τόν ἄγγελό του καί φώναξε στόν Γέροντα:
-
Γέροντα, βλέπεις τόν ἄγγελο, πού εἶναι δίπλα μου;
-
Ὄχι παιδί, μου, δέν τόν βλέπω.
-
Ἐδώ εἶναι Γέροντα, δέν τόν βλέπεις τί ὡραῖος πού εἶναι;
Λέγοντας
αὐτά τά λόγια παρέδωσε τήν ἁγία ψυχούλα του στά χέρια τοῦ ἀγγέλου καί
κέρδισε τόν Παράδεισο μέσα σέ λίγο διάστημα, μέ μία ἁπλῆ ὑπακοή.
συνεχίζεται…
ΤέλοςκαίτῷΘεῷδόξα!
Ἀπότόβιβλίο:“ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
ΓέροντοςἘφραίμΦιλοθεΐτου
ἜκδοσειςἹερᾶςΜονῆςΦιλοθέουἍγιονὌρος
Τόμοςα΄
Κεντρικήδιάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣΚΥΨΕΛΗ»