ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

«Ὑπακοή καί πνευματικός ἀγώνας», μέρος α΄

ΟΜΙΛΙΑ Ζ΄
Πατέρες μου,
Ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό ἕνα πνευματικό μου παιδί, σέ κάποιο θέμα μοῦ εἶχε ἀντιλογήσει, καί ὁπωσδήποτε μέ εἶχε λυπήσει. Τήν ἐπαύριο ἦρθε καί ζήτησε συγγνώμη μέ πολλή μετάνοια, μέ πολύ πόνο, κι ἐγώ βέβαια ὁλοψύχως τόν συγχώρεσα.
Μοῦ εἶπε:
«Γέροντα, ἔχω νά σᾶς πῶ τό ἑξῆς: Μετά ἀπό τή λύπη, πού σᾶς προξένησα, πῆγα νά κοιμηθῶ, ἀλλά δέν μέ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Δέν ξέρω πῶς μοῦ συνέβη καί εἶδα, Γέροντα, ὅτι βρέθηκα σάν στόν Ἱερό Γολγοθᾶ καί εἶδα τόν Χριστό ἐπάνω στόν Σταυρό, Ἐσταυρωμένο, ἀκριβῶς σέ φυσικό μέγεθος, ζωντανότατο καί ἀπό τίς πληγές Του ἔτρεχε αἷμα. Ἐγώ μόλις εἶδα τόν Χριστό στόν Σταυρό ἐπάνω, ἄρχισα νά βάζω μετάνοιες, νά Τόν παρακαλῶ νά μοῦ συγχωρέση ὅλα μου τά ἁμαρτήματα καί ἔλεγα διάφορα λόγια μέ μετάνοια καί ἀγάπη. Κι ἔτσι πού πρόσεχα νά δῶ τί θά μοῦ πῆ, τί ὕφος ἔχει, γιά νά κατατοπιστῶ ἀνάλογα, πῶς τέλος πάντων βρίσκομαι ἐγώ μπροστά στόν Χριστό, πολύ ἁμαρτωλός, ὀλιγώτερο, συγχωρημένος, ἀσυγχώρητος, ἔτσι, ὅπως ἔκανα μετάνοιες καί Τόν κοίταζα, βλέπω νά μοῦ κάνη νεῦμα νά κοιτάξω δεξιά Του. Κοιτάζω δεξιά καί βλέπω ἐσᾶς νά στέκεσθε ἐκεῖ. Τότε μοῦ εἶπε ὁ Χριστός:

“ Ἐάν δέν σέ συγχωρέση αὐτός, ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ διάκονος καί τό στόμα Μου, Ἐγώ δέν σέ συγχωρῶ! Δι᾿ αὐτοῦ θά ἔλθη ἡ συγχώρησις σέ σένα”. Ἐγώ πάλι ἔβαζα μετάνοιες καί ἔκλαιγα, καί πάλι μοῦ ἔλεγε ὅτι μόνον δι᾿ αὐτοῦ θά συγχωρεθῆς.
Συνῆλθα ἀπό ὅλο αὐτό τό γεγονός καί μέ κατεῖχε τόσο μεγάλος πόνος, τόσο μετάνοια, πού ἤθελα, ἄν ἦταν δυνατόν, ἐκείνη τήν στιγμή, νά ἔλθω, νά πέσω στά πόδια σας, νά μέ συγχωρέσετε. Τώρα βρίσκομαι σέ μία κατάστασι τόσο πολύ ὄμορφη ψυχικά, ὅπως ἤμουν τότε πού πρωτοῆλθα, ὅταν σᾶς πρωτογνώρισα, ὅταν ἔνοιωσα τήν πρώτη Χάρι κοντά σας».
Αὐτό πού μοῦ διηγήθηκε δέν ἦταν ὄνειρο, ἀλλά καθαρή ὀπτασία. Ἀπόδειξις ἦταν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πολύ ἐμφανής στό πρόσωπό του, ἡ Χάρις ἦταν ἔκδηλη ἐπάνω του. Ἦταν μία ἀκόμη ἀπόδειξις ὅτι αὐτό ἦταν ἀληθινή ὀπτασία καί ὄχι ὄνειρο.
Ὁπωσδήποτε ὁ μοναχός αὐτός μετά ἔδειξε μετάνοια καί ἀλλαγή. Σκέπτομαι κι αὐτό πού λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, κάτι συγγενές μέ αὐτό, πού συνέβη σ᾿ αὐτό τό παιδί. «Ὅταν λυπήση ὁ ὑποτακτικός τόν Θεό, ὁ ὑποτακτικός ἔχει τόν πνευματικό του πατέρα μεσίτη, πού παρακαλεῖ τόν Θεό κι ὁ Θεός τόν συγχωρεῖ γιά τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἐνῷ ὅταν λυπήση τόν πνευματικό του πατέρα, ποιός θά μεσιτεύση στόν Θεό, γιά νά τόν συγχωρέση!» (Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Λόγος Δ΄. Περί τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου ὑπακοῆς, παράγραφος 127΄).
Οἱ παλαιοί ὑποτακτικοί εἶχαν πάρα πολύ μεγάλη προσοχή εἰς τό νά μή λυπήσουν τόν πνευματικό ὁδηγό, διότι σκεφτόντουσαν ὅτι, ἄν κάτι τέτοιο πράξουν, ὁπωσδήποτε θά βάλουν ἕνα σοβαρό ἐμπόδιο στόν δρόμο τῆς πνευματικῆς προόδου καί δέν θά προχωρήσουν πρός τήν ἕνωσι μέ τόν Θεό.
Καί ἐφ᾿ ὅσον ὁ πνευματικός ὁδηγός εἶναι ὁ μεσίτης, εἶναι ὁ πνευματικός Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος μεσιτεύει γιά ὁποιονδήποτε λόγο στόν Θεό γιά τήν συγχώρεσι, ἀλλά καί τήν πρόοδο τοῦ ὑποτακτικοῦ, ὅταν ὁ ὑποτακτικός τόν λυπήση μέ ὁποιοδήποτε σφάλμα, τότε μπαίνει μπροστά ἕνα τεῖχος, πού ἐμποδίζει ἔτσι τήν ἀπό Θεοῦ εὐλογία στόν ὑποτακτικό. Γίνεται μεταξύ τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ ὑποτακτικοῦ ἕνα μεσότοιχο, πού ἄν δέν πέση, οἱ ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός δέν πλησιάζουν, δέν ἔρχονται στόν ὑποτακτικό, γιά νά γίνη φωτεινός ἄνθρωπος.
Προσπαθοῦσαν οἱ τότε Πατέρες, ὄχι νά μή λυπήσουν τόν Γέροντα, πού τόν εἶχαν πολύ ψηλά, ἀλλα οὔτε τούς ἀδελφούς τους. Σκεπτόντουσαν ὅτι, ὅταν κάποιος λυπῆ τόν ἀδελφό του, λυπεῖ τόν Θεό.
Ὅπως ἕνας Γέροντας πού βάδιζε μέ κάποιους ἀδελφούς τή νύχτα γιά νά πᾶνε σ᾿ ἕνα μέρος καί εἶχαν πάρει κι ἕναν ὁδηγό – μοναχό, πού ἤξερε τόν δρόμο γιά κεῖ, πού θέλανε νά πᾶνε. Τήν ἡμέρα λόγῳ τῆς ζέστης δέν βάδιζαν καί διάλεγαν τή νύχτα, πού εἶχε κάπως δροσιά. Ἀφοῦ βάδισαν ἀρκετά, κάπως κατάλαβαν ὅτι δέν πᾶνε καλά, ὅτι ἔχει κάνει λάθος ὁ ὁδηγός καί εἶπαν στόν Γέροντα οἱ ἄλλοι μοναχοί:
Γέροντα, νομίζουμε, ὅτι δέν πᾶμε καλά.
Κι ἐγώ τό βλέπω, παιδιά, ἀλλά κάνετε ὑπομονή, νά μή λυπήσουμε τόν ἀδελφό. Ἐγώ θά κάνω ὅτι κουράσθηκα· θά πῶ ὅτι δέν μπορῶ νά περπατήσω περισσότερο, ὁπότε θά σταματήσουμε· θά φέξη ὁ Θεός τήν ἡμέρα, θά δῆ ὁ ἀδελφός ὅτι ἔκαμε λάθος κι ἔτσι δέν θά τόν λυπήσουμε.
Πράγματι εἶπε ὁ Γέροντας:
Παιδιά, ἐγώ δέν μπορῶ νά προχωρήσω ἄλλο, κουράσθηκα· ἄς παραμείνουμε ἐδῶ πού βρεθήκαμε καί τό πρωΐ ἔχει ὁ Θεός πάλι.
Πράγματι ἔμειναν ἐκεῖ καί τό πρωΐ, ὅταν ξημέρωσε, ὁ ἀδελφός ὁδηγός εἶδε ὅτι εἶχε κάνει λάθος καί πρόσπεσε στόν Γέροντα:
Συγχώρεσέ με, Γέροντα, ἔκανα λάθος.
Δέν πειράζει, παιδί μου, ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι καί κάνουμε λάθη.
Κι ἔτσι δέν τόν λύπησαν τόν ἀδελφό.
Σέ ἕναν Γέροντα δέν προξενεῖται λύπη μόνον, ὅταν ὁ ὑποτακτικός τοῦ ἀντιλογῆ, φιλονικῆ καί τόν παρακούη, ἀλλά λυπεῖται καί ὅταν ὁ ὑποτακτικός δέν βαδίζη καλά τήν πνευματική του ζωή· ἀντιθέτως χαίρεται ὅταν προοδεύη. Ὅπως μία μητέρα, ὅταν βλέπη ὅτι τό παιδί της εἶναι ἄρρωστο, λυπᾶται καί προσπαθεῖ νά τό κάνη καλά, κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τόν πνευματικό πατέρα, ὅταν ὁ ὑποτακτικός του δέν πάη καλά· λυπᾶται, προσεύχεται καί ἀγωνίζεται, ὅσο εἶναι δυνατόν, γιά νά τόν θεραπεύση.
Ὅπως καί ἄλλοτε σᾶς ἔχω πῆ, ὅταν πρωτοπῆγα στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ Γέροντάς μου, σάν μικρός πού ἤμουν καί ἀρχάριος, πολύ μέ συμβούλευε. Μεταξύ τῶν ἄλλων μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, οἱ Πατέρες ἐδῶ οἱ παλαιοί, μᾶς λέγανε, ὅτι ἐάν ὁ ὑποτακτικός ἀναπαύση τόν Γέροντά του, ἀνέπαυσε τόν Θεό. Ἐάν δέν ἀναπαύση τόν Γέροντά του μέ τήν ζωή του γενικώτερα, δέν ἔχει ἀναπαύσει μήτε τόν Θεό».
Αὐτήν τήν πολύ μικρή συμβουλή, ἀλλά πολύ μεγάλη σέ πνευματική δύναμι, τήν ἔβαλα μέσα στήν ψυχή μου, τήν ἔκανα «πιστεύω μου», τήν ἔκανα κτῆμα μου καί εἶπα: «Ἐδῶ θά ποντάρω στήν ζωή μου· ἐφ᾿ ὅσον ἔχει τόσο μεγάλη ὠφέλεια αὐτή ἡ συμβουλή, ὅταν κανείς τήν ἐφαρμόση, τήν ταιριάση στόν ἑαυτό του, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, θά προσπαθήσω νά μήν τόν λυπήσω ποτέ στήν ζωή μου καί μέ τήν ζωή μου νά τόν ἀναπαύσω». Ἔτσι προσπάθησα νά ἀναπαύσω διπλᾶ τόν Γέροντα. Ὁ Θεός γνωρίζει κατά πόσον δέν τόν λύπησα καί πόσο τόν ἀνέπαυσα. Εἶδα στήν πρᾶξι ὅμως ὅτι ὁ ὑποτακτικός, ὅταν προσπαθῆ νά φυλάξη τίς ἐντολές, τίς παραγγελίες τοῦ Γέροντος, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ προπορεύεται μπροστά του.
Δέν εἶναι ποτέ δυνατόν ὁ ὑποτακτικός πού μέ ταπείνωσι ἔχει ἀναπαύσει τόν πνευματικό του πατέρα, νά ἀποτύχη στήν πνευματική του ζωή καί πολύ περισσότερο, νά μήν κερδίση τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φύσει ἀδύνατον· κι ὅταν λέμε, φύσει ἀδύνατον, ἐννοοῦμε χίλια τοῖς ἑκατό σίγουρο. Ὅταν συμβουλεύει ὁ ὑποτακτικός καί προσπαθεῖ νά ἐφαρμόση στήν πρᾶξι τίς συμβουλές, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτύχη, νά μή βρῆ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Βλέπουμε στόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅτι μέ τήν τέλεια ὑπακοή του, μέ τήν τέλεια πίστι του καί μέ ζωτική δύναμι τήν ταπείνωσί του, κατόρθωσε ὄχι ἁπλῶς νά γευθῆ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τοῦ δόθηκε «μέ τό τσουβάλι», πού λέμε, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔγινε αὐτός πού ἔγινε καί ὀνομάσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας Νέος Θεολόγος, διότι δέχθηκε τήν ἄνω θεολογία κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τήν σπούδασε τήν θεολογία στό θρανίο, ἀλλά στόν κόπο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀφοσιώσεως.
Ἐφ᾿ ὅσον μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός μέ τό ἄπειρον ἔλεός Του νά ἔλθουμε ἐδῶ καί στήν συνέχεια νά φορέσουμε τό τετιμημένο ράσο τοῦ μοναχοῦ, γιατί τόν χρόνο αὐτόν τῆς ζωῆς μας νά μή τόν ἀξιοποιήσουμε κατά τόν καλύτερο τρόπο, ὥστε νά γεμίση καρποφόρα ἡ ψυχή μας ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι μία ζωή μέ εὐλογίες, μία ζωή μέ πολλή ψυχική ἀνάπαυσί;
Στήν ἀρχή, βέβαια, θά κουραστῆ ὁ ἄνθρωπος, γιατί φέρνει μαζί του ἕναν ὁλόκληρον κόσμο ἀπό πάθη, σκέψεις, φαντασίες κ.λ.π. Θά κοπιάση λίγο στήν ἀρχή. Μετά ὅμως, ἀφοῦ περάση ἡ πρώτη δυσκολία, στήν συνέχεια ἔρχεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ὁ καρπός αὐτῶν τῶν κόπων πού κατέβαλε στήν δοκιμαστική περίοδο· νοιώθει εὐτυχισμένα, ὁ δρόμος του εἶναι ἀνοιχτός καί ἡ μεγάλη του χαρά εἶναι νά βλέπη τόν ἑαυτόν του πλουτισμένο μέ μιά πλούσια ἐμπειρία ἐπάνω στούς πολέμους τοῦ διαβόλου, πού λέγεται ἀπό τούς Πατέρες «δευτέρα Χάρις» τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πρώτη Χάρις εἶναι νά νοιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νά νοιώσουμε τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μία ὅμως «δευτέρα Χάρις» εἶναι ἡ πεῖρα, ἡ ὁποία μένει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξίτηλη, πού ποτέ δέν χάνεται, ποτέ δέν ξεθωριάζει. Στήν ἀρχή πειραζόμεθα, καί εἶναι πάρα πολύ φυσικό νά πολεμηθοῦμε, γιατί ἔτσι ταιριάζει στό δρόμο μας. Παράλληλα ὅμως μᾶς μένει στό τέλος αὐτή ἡ πεῖρα, ἡ δευτέρα Χάρις πού ἔχει μεγάλη ἀξία. Δέν ἔχει ἀξία μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, γιατί ὠφελούμεθα ἀπό αὐτήν, ἀλλά ἔχοντας τήν γνῶσι θά βοηθήσουμε κι ἕναν ἀδύναμο ἀδελφό, ἕναν πολεμούμενο, ἕναν ἀρχάριο. Πῶς ἐμᾶς μᾶς βοήθησαν ἄλλοι ἄνθρωποι; Ἔτσι θά βοηθήσουμε κι ἐμεῖς ὑποχρεωτικά ἕναν πολεμούμενο ἀδελφό μας.
Γι᾿ αὐτό νά μή παραξενευόμεθα, ὅταν μᾶς κινοῦνται οἱ πόλεμοι, ὅταν μᾶς προσβάλλουν οἱ πειρασμοί.
Νά ξέρουμε ὅτι ἡ πρώτη χάρις ὑποχωρεῖ, ἐγκαταλείπει ἐνίοτε τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν δοκιμάση, καί πολλές φορές γονατίζει κάτω ἀπό τό βάρος ἑνός πολέμου, ἑνός σταυροῦ. Τότε ἔρχεται ἡ δευτέρα χάρις τῆς πείρας ἔρχεται ὁ ἀγαθός Κυρηναῖος καί τοῦ παίρνει τόν σταυρό· ὄχι ὅτι σηκώνει τόν πειρασμό, ἀλλά τόν συμβουλεύει καί τοῦ λέει: «Κάνε ὑπομονή· θά περάσει κι αὐτός ὁ πόλεμος, ὅπως πέρασε κι ὁ προηγούμενος. Κάνε ὑπομονή, δοκιμασία εἶναι. Δέν θυμᾶσαι ἐκεῖνο τόν πειρασμό, μετά πού ὑποχώρησε, πόση Χάρι Θεοῦ ἦρθε; Ἔτσι καί αὐτός ὁ πειρασμός θά ὑποχωρήση, κάνε λίγο ὑπομονή· δέν ξέρεις ὅτι ὁ Θεός κάνει θαύματα;» Αὐτά τόν νουθετεῖ ἡ δευτέρα χάρις καί ἔτσι μέ τήν γνῶσι πού παίρνει καί μέ τό θάρρος πού δέχεται ἀπό τίς συμβουλές αὐτές, ἐλαφρώνει ἀπό τόν πειρασμό, τονώνεται στήν ὑπομονή, στό θάρρος καί στήν πίστι στό Θεό καί ἔτσι ξεκουράζεται ψυχικά καί ξεπερνάει τήν δυσκολία.
Ἔτσι κατόπιν μέ τήν φώτισι τῆς δευτέρας χάριτος ξέρουμε ὅτι ἐπιβάλλεται νά ἔρθη ὁ πειρασμός, ἡ ἐνόχλησι ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τά πάθη, ἀπό τόν πλησίον· ἐπιβάλλεται νά πολεμηθοῦμε. Ἔτσι θά ἁγνισθοῦμε, ἔτσι θά καταβάλουμε κάπως κι ἐμεῖς κόπους. Οἱ κόποι αὐτοί θά μποῦν σάν θεμέλιος λίθος, ὅπου θά χτισθῆ κατόπιν τό ὡραῖο σπίτι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μετά θά μᾶς μείνη ἡ σπουδαία ἐμπειρία στούς τρόπους τοῦ πολέμου καί στόν τρόπο καί τήν πονηρία, μέ τήν ὁποία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος. Ἄλλωστε, ἐάν δέν ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά πολεμηθοῦμε, πῶς θά μάθουμε αὐτήν τήν τέχνη καί τήν ἐπιστήμη!
Στόν πόλεμο ἐπάνω νά φανοῦμε ἀνδρεῖοι, γενναῖοι, πείσμονες, παμπόνηροι, ὅταν ἀντικρούωμε τόν πονηρό. Ἔτσι μᾶς συμβουλεύει ἡ Ἁγία Συγκλητική: «Παμπόνηρος ὁ διάβολος, ὅταν μᾶς πολεμάη, παμπόνηροι κι ἐμεῖς, ὅταν τόν ἀντικρούωμε». Κι ὅταν γενναῖα ἀντικρούσωμε κι ἀποκρούσωμε τόν διάβολο, αὐτό εἶναι κατόρθωμα, εἶναι ἡ νίκη· ἀπ᾿ ἐδῶ ἀρχίζει ἡ πρόοδος καί τό ἄνοιγμα γιά τήν Χάρι καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Συνεχίζεται….
 Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
 Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
Τόμος α΄
Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
 http://www.hristospanagia.gr/?p=27269#more-27269
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...