Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
«Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά περάσει κανείς
τήν πλατιά θάλασσα χωρίς πλοῖο ἤ καράβι, ἔτσι
δέν μπορεῖ νά φτάσει στήν ἀγάπη χωρίς τόν φόβο»
Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
Ἡ διακονία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο ἔχει νομοθετηθεῖ ἀπό τόν Κύριο
ἁπλά καί ξεκάθαρα. Ἐμεῖς, ὅμως, ἔχουμε γίνει τόσο πολύπλοκοι καί πονηροί
στόν λογισμό, ἔχουμε ἀποξενωθεῖ τόσο ἀπό τήν πνευματική σκέψη, πού, γιά
νά διακονήσουμε τόν Θεό σωστά καί ἀρεστά σ᾿ Ἐκεῖνον, χρειαζόμαστε
ἐπιμελημένη νουθετησή καί χειραγώγηση. Πολύ συχνά ἀναλαμβάνουμε τή
διακονία τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἐνάντιο στούς ὁρισμούς Του, κι ἔτσι ὄχι μόνο
δέν ὠφελοῦμε ἀλλά καί βλάπτουμε τίς ψυχές μας.Ἔτσι, λοιπόν, μερικοί, διαβάζοντας στήν Ἁγία Γραφή πώς ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἀρετή1, διαβάζοντας πώς ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη2, προσπαθοῦν ἀμέσως νά ἀναπτύξουν στήν καρδιά τους τό αἴσθημα αὐτό καί νά τό βάλουν στίς προσευχές τους, στούς εὐλαβικούς λογισμούς τους, σ᾿ ὅλες τίς πράξεις τους.
Ὁ Θεός δέν δέχεται αὐτή τήν ἀκάθαρτη θυσία. Ζητάει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἀγάπη, ἀλλά ἀγάπη ἀληθινή, πνευματική, ἁγία, ὄχι ἀγάπη ψεύτικη, σαρκική, μολυσμένη ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν ἡδυπάθεια.
Δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀγαπήσει κανείς τόν Θεό διαφορετικά παρά μόνο μέ μιά ἀγάπη πού ἔχει καθαριστεῖ καί ἁγιαστεῖ ἀπό τή θεία χάρη. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ξεχύνεται στίς ψυχές τῶν ἀληθινῶν δούλων Του μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος3. Ἀπεναντίας, ἡ ἀγάπη ὡς φυσική μεταπτωτική ἰδιότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων περιέχει τήν ἁμαρτία. Ἄς καταγινόμαστε σταθερά στή διακονία τοῦ Θεοῦ, ἄς ἐπιδιώκουμε σταθερά τήν ἕνωση μέ τόν Θεό μ᾿ αὐτή τήν ἁγία ἀγάπη! Ὁ Θεός εἶναι ἅγιος καί ἀναπαύεται μόνο στούς ἁγίους4. Μάταια προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεχθεῖ μέσα του τόν Θεό, ὅσο Ἐκεῖνος δέν εὐδοκεῖ νά ἔρθει. Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι θεόκτιστος ναός, πού δημιουργήθηκε γιά νά γίνει κατοικία τοῦ Θεοῦ5. Αὐτός ὁ ναός ὅμως, πρίν ἁγιαστεῖ, βρίσκεται σέ θλιβερή ἐρήμωση καί χρειάζεται ἀνακαίνιση.
Ἡ πρόωρη προσπάθεια ἀναπτύξεως στήν καρδιά τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ αὐταπάτη, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει τήν ψυχή ἀπό τήν ὀρθή διακονία τοῦ Θεοῦ, τή ρίχνει σέ διάφορες πλάνες καί τήν ὁδηγεῖ τελικά στήν καταστροφή. Θά τό ἀποδείξουμε, χρησιμοποιώντας τήν Ἁγία Γραφή καί τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Θά δείξουμε ἐπίσης, πρῶτον, ὅτι ἡ πορεία πρός τόν Χριστό ἀρχίζει καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν καθοδήγηση τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καί, δεύτερον, ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ μακάρια ἀνάπαυση κοντά Του. Αὐτή τήν ἀνάπαυση ἀπολαμβάνουν ὅσοι φτάνουν στό τέρμα τοῦ ἀόρατου δρόμου πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀλήθεια ἀπεικονίζεται μέ «σκιές»6 καί τά ἐξωτερικά γεγονότα δηλώνουν ἀλληγορικά καταστάσεις πού στήν Καινή Διαθήκη συντελοῦνται στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Διηγεῖται, γιά παράδειγμα, ἡ Παλαιά Διαθήκη τή φοβερή θανάτωση τῶν δύο γιῶν τοῦ Ἀαρῶν, τοῦ Ναδάβ καί τοῦ Ἀβδιούδ, ἱερέων τοῦ Ἰσραήλ. «Πῆραν ὁ καθένας τό θυμιατήρι του», ἀναφέρει τό Λευιτικό, «ἔβαλαν ἀναμμένα κάρβουνα, πρόσθεσαν θυμίαμα καί πρόσφεραν στόν Κύριο μιά φωτιά πού ἦταν ἀνίερη, γιατί δέν εἶχαν λάβει ἐντολή νά τήν προσφέρουν»7. Μόνο ἁγιασμένη φωτιά, πού φυλαγόταν στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου8, μποροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ κατά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ἔστειλε φωτιά, κι ἔγιναν παρανάλωμα· πέθαναν ἐκεῖ, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου»9.
Ἡ ἀνίερη ἐκείνη φωτιά στά θυμιατήρια τῶν ἱερέων τοῦ Ἰσραήλ συμβολίζει τή μεταπτωτική ἀνθρώπινη ἀγάπη, πού εἶναι ἀποξενωμένη ἐντελῶς ἀπό τόν Θεό. Ἡ θυσία τῶν τολμηρῶν ἱερέων συμβολίζει τή νέκρωση τῆς ψυχῆς, πού ἀδιάκριτα καί παράνομα προσφέρει στόν Θεό τήν ἀκάθαρτη ἐπιθυμία της. Μιά τέτοια ψυχή θανατώνεται, καταστρέφεται μέσα στήν αὐταπάτη της, μέσα στή φωτιά τῶν παθῶν της. Ἀπεναντίας, ἡ ἱερή φωτιά, ἡ ὁποία καί μόνο ἔπρεπε νά χρησιμοποιεῖται στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, συμβολίζει τήν εὐλογημένη, τήν πνευματική καί ἁγία ἀγάπη. Ἡ φωτιά τῆς λατρείας προέρχεται ὄχι ἀπό τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἀπό τή Σκηνή τοῦ Θεοῦ. «Ἦρθε ἡ φωτιά μέσα στήν καρδιά», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «καί ἀνέστησε τήν προσευχή. Καί ἀφοῦ ἡ προσευχή ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἡ φωτιά (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) κατέβηκε στό ἀνώγι τῆς ψυχῆς»10. «Προσέξτε», προειδοποιεῖ ὁ προφήτης, «ὅλοι ἐσεῖς πού πορεύεστε στή ζωή σας μέ τό φῶς τῆς δικῆς σας φωτιᾶς, τῆς φωτιᾶς τῆς πεσμένης σας φύσεως, πού τή δυναμώσατε, ἀντί νά τή σβήσετε. Θά καταστραφεῖτε στίς φλόγες τοῦ ἅδη»11.
Ὅμοια διδάσκει καί ἡ Καινή Διαθήκη μέ τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων, στούς ὁποίους κάποιος ἀπό τούς καλεσμένους ἦρθε δίχως γαμήλια φορεσιά. Ὅταν ὁ βασιλιάς μπῆκε στήν αἴθουσα τοῦ γάμου καί τόν εἶδε, εἶπε στούς ὑπηρέτες: «Δέστε του τά πόδια καί τά χέρια καί πάρτε τον! Βγάλτε τον ἔξω στό σκοτάδι!»12.
Τό δέσιμο τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν σημαίνει τή στέρηση κάθε δυνατότητας πνευματικῆς προόδου. Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάσταση φτάνει ἐκεῖνος πού παίρνει ἐσφαλμένη πνευματική κατεύθυνση, ἐκεῖνος πού, ἐνῶ βρίσκεται ἀκόμα στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτωλότητας, στρέφεται κατευθείαν στήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, βέβαια, συντελεῖ στήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀλλά μόνο τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἤδη καθαρθεῖ μέ τή μετάνοια.
Ἡ φράση, «Βγάλτε τον ἔξω στό σκοτάδι!», σημαίνει τήν πτώση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στήν πλάνη καί τήν αὐταπάτη. Σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ὅλα τά γεννήματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, δηλαδή κάθε σκέψη καί κάθε αἴσθημα, εἶναι σκοτεινά καί ἐχθρικά πρός τόν Θεό.
Οἱ ὑπηρέτες, στούς ὁποίους παραδίνεται ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος, εἶναι οἱ δαίμονες. Αὐτοί, ἄν καί μισοῦν παράφορα τόν Θεό, εἶναι δοῦλοι τῆς παντοδυναμίας Του καί τῆς πανσοφίας Του. Κυριεύουν μόνο τούς ἀνθρώπους πού παραδίνονται στήν ἐξουσία τους. Καί ποιοί παραδίνονται στή δαιμονική ἐξουσία; Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ὑποταγή στόν Θεό καί ἀκολουθοῦν δρόμο ἀπαγορευμένο ἀπ᾿ Αὐτόν, ὑπακούοντας στή δική τους γνώμη καί στό δικό τους θέλημα.
Ἡ ἁγία ἀγάπη ἐγκωμιάζεται καί ὑμνεῖται στή Γραφή πληθωρικά. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρώτη ἐπιστολή του πρός τούς χτιστιανούς τῆς Κορίνθου, ἀφοῦ ἀπαρίθμησε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τή θαυματουργία, τήν προφητεία, τή διάκριση τῶν πνευμάτων, τή γλωσσολαλιά κ.ἄ.13, εἶπε: «Νά ἐπιδιώκετε μέ ζῆλο τά σημαντικότερα χαρίσματα. Καί σᾶς δείχνω ἕναν πολύ ἀνώτερο ἀκόμα δρόμο»14. Τί μπορεῖ νά εἶναι ἀνώτερο ἀπό τήν προφητεία ἤ τή θαυματουργία ἤ τή γνώση ξένων γλωσσῶν, γνώση χαρισμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὄχι ἀποκτημένη μέ τόν συνηθισμένο ἀνθρώπινο τρόπο; «Ἄν μπορῶ νά λαλῶ ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί τῶν ἀγγέλων», ἀπαντᾶ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, «ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, τά λόγια μου ἀκούγονται σάν ἦχος χάλκινης καμπάνας ἤ σάν κυμβάλου ἀλαλαγμός. Κι ἄν ἔχω τῆς προφητείας τό χάρισμα, κι ἄν κατέχω ὅλα τά μυστήρια κι ὅλη τή γνώση, κι ἄν ἔχω ἀκόμα ὅλη τήν πίστη, ἔτσι πού νά μετακινῶ βουνά, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, εἶμαι ἕνα τίποτα. Κι ἄν ἀκόμα μοιράσω στούς φτωχούς ὅλα μου τά ὑπάρχοντα, κι ἄν παραδώσω στή φωτιά τό σῶμα μου γιά νά καεῖ, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, σέ τίποτα δέν ὠφελοῦμαι… Ποτέ ἡ ἀγάπη δέν θά πάψει νά ὑπάρχει. Τά θεῖα μηνύματα τῶν προφητῶν κάποτε δέν θά ὑπάρχουν πιά· ἡ γλωσσολαλιά θά πάψει· ἡ γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ θά σταματήσει. Γιατί καί ἡ γνώση μας καί ἡ προφητεία μας περιορίζονται μονάχα σ᾿ ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας. Ὅταν, ὅμως, θά ἔρθει τό τέλειο πού περιμένουμε, τότε τό μερικό θά πάψει νά ὑπάρχει»15.
Καί ποιό εἶναι αὐτό τό τέλειο; Ἡ ἀγάπη. Αὐτή «δένει μαζί ὅλες τίς ἀρετές σέ τέλειο σύνολο»16. Πρέπει, λοιπόν, νά φτάσει κανείς στήν τελειότητα ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν, γιά ν᾿ ἀποκτήσει καί τήν τελειότητα ὅλων τῶν τελειοτήτων, τήν ἀγάπη.
«Ὅποιος ἀγαπᾶ, δείχνει ὅτι ἔχει ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ὅτι γνωρίζει τόν Θεό»17.
«Ὁ Θεόςεἶναι ἀγάπη· κι ὅποιος ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη, ζεῖ μέσα στόν Θεό, κι ὁ Θεός μέσα σ᾿ αὐτόν»18.
«Ἔχουμε τή βεβαιότητα πώς εἴμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός σέ κοινωνία μ᾿ ἐμᾶς, ἐπειδή μᾶς ἔδωσε τό Πνεῦμα Του»19. Μόνο ἡ σαφής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας ἀποδεικνύει αὐθεντικά ὅτι ἔχουμε ἀποκτήσει τήν ἁγία, τή χαρισματική ἀγάπη. Ὅποιος δέν ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄς μήν ἔχει αὐταπάτες –δέν μπορεῖ νά εἶναι κατοικία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη ξεχύνεται στίς καρδιές μας μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ ὁποίου εἶναι ἰδιότητα καί ἐνέργεια. Σ᾿ ὅποιον δίνεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, δίνεται καί ἡ ἰδιότητα Του, ἡ ἐνέργεια Του, ἡ ἀγάπη20.
«Ὅταν ἀποκτήσει κανείς τήν ἀγάπη, μαζί μ᾿ αὐτήν ντύνεται τόν ἴδιο τόν Θεό», λέει ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος21.
Ἴσως κάποιοι νά ἀντιτείνουν: “Εἴμαστε χριστιανοί κι ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Μέ τό Βάπτισμα ὅλες οἱ ἀδυναμίες τῆς πεσμένης φύσεως θεραπεύονται, τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ἀποκαθίστανται στήν προπτωτική τους κατάσταση, ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιδημεῖ στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε κακό, ἑπομένως καί ἀπό τή σαρκική καί ἐγωίστική ἀγάπη”.
Ἔτσι εἶναι! Ἀλλά ἡ χαρισματική κατάσταση τῆς ἀναγεννήσεως καί ἀνακαινίσεως, στήν ὁποία βρισκόμαστε ἀμέσως μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα, χρειάζεται νά ἐνισχυθεῖ καί νά στερεωθεῖ. Αὐτό πραγματοποιεῖται, ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές. «Θά μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου, ἄν τηρήσετε τίς ἐντολές μου», εἶπε ὁ Κύριος. «Μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου, γιά νά εἶμαι κι ἐγώ ἑνωμένος μαζί σας. Ὅπως ἡ κληματόβεργα δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει ἀπό μόνη της, ἄν δέν εἶναι μέ τό κλῆμα, τό ἴδιο κι ἐσεῖς, ἄν δέν μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου. Ἄν κάποιος δέν μένει ἑνωμένος μαζί μου, θά τόν πετάξουν ἔξω σάν τήν κληματόβεργα, καί θά ξεραθεῖ. Τίς βέργες αὐτές τίς μαζεύουν, τίς ρίχνουν στή φωτιά, καί καίγονται»22. Ὅποιος δέν ἐνισχύει μέ τήν εὐαγγελική διαγωγή τά χαρίσματα πού ἀπέκτησε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, αὐτός χάνει ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ἡ ἀνέκφραστη καί συγκλονιστική λαμπρότητα», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «πού μᾶς χαρίστηκε στό Βάπτισμα, παραμένει σ᾿ ἐμᾶς μία ἤ δύο ἡμέρες. Ἔπειτα τή σβήνουμε, ρίχνοντας ἐπάνω της τήν καταιγίδα τῶν βιοτικῶν ὑποθέσεων καί κρύβοντας τίς ἀκτίνες της μέ πυκνά σύννεφα»23. Μετά τή ζωοποίησή μας μέ τό ἀναγεννητικό Βάπτισμα, νεκρώνουμε πάλι τόν ἑαυτό μας, ζώντας σαρκικά, ζώντας ἁμαρτωλά, ζώντας γιά τίς ἐπίγειες ἀπολαύσεις καί ἀπολαβές.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Δέν εἴμαστε ὀφειλέτες στή σάρκα, ὥστε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς σαρκικές ἐπιθυμίες. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τίς ἁμαρτωλές ἐπίθυμίες τους, δέν μποροῦν ν᾿ ἀρέσουν στόν Θεό. Οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁδηγοῦν στόν θάνατο»24.
Ὅταν δέν ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές, ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος παραμένει ἀνενέργητη καί ἀτελέσφορη, ὅπως ὁ φωτεινός ἥλιος πού καλύπτεται ἀπό τά σύννεφα, ἤ τό χρυσό νόμισμα πού εἶναι χωμένο στή γῆ. Ὅσο παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, τόσο αὐτή ἐνεργεῖ μέσα μας, καμιά φορά μάλιστα ἐνεργεῖ καί δυνατότερα ἀπ᾿ ὅσο ἐνεργοῦσε πρίν ἀπό τό Βάπτισμα.
Ὡστόσο, ὁ πνευματικός θησαυρός, πού μᾶς δόθηκε μέ τό θεῖο Μυστήριο, δέν μᾶς ἀφαιρεῖται· παραμένει μέσα μας ὥς τόν θάνατο. «Κι ἄν τόν σκεπάσουμε, μολονότι δέν πρέπει, μέ τήν κακή χρήση τῶν προσκαίρων, μέ τή φροντίδα τῶν βιοτικῶν ὑποθέσεων καί μέ τήν ὁμίχλη τῶν παθῶν, ἔχουμε ἀκόμα καί τότε τή δυνατότητα μέ τή μετάνοια καί μέ τήν ἐκπλήρωση τῶν θεουργικῶν ἐντολῶν νά ἀνακτήσουμε τήν ὑπερφυσική αὐτή λαμπρότητα καί νά τή δοῦμε νά προβάλλει ὁλοφάνερα»25. Γι᾿ αὐτό, τό δικό μας καθῆκον εἶναι ἡ μετάνοια γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή μας, ἡ πάλη μέ τίς ἁμαρτωλές συνήθειές μας, ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῶν παθῶν καί ἡ θλίψη γιά τίς ἀθέλητες ἦττες μας ἀπ᾿ αὐτά, ἡ ἄσκηση βίας στόν ἑαυτό μας γιά τήν ἐκπλήρωση ὅλων τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Ὀφείλουμε νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, νά συμφιλιωθοῦμε μαζί Του, νά Του δείξουμε ἔμπρακτα τήν ἀφοσίωσή μας, νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία. Ἄλλωστε, χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν συμφιλιωμένων εἶναι ἡ ἁγία ἀγάπη. Κι αὐτή τήν ἀγάπη δέν εἴμαστε ἄξιοι νά τή ζητᾶμε ἐμεῖς ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός τήν ἔχει καί τήν προσφέρει ἀπό μόνος Του, θέλει ὅμως ἀπό μᾶς νά γίνουμε ἱκανοί γιά νά τή δεχθοῦμε.
Τόν πλανεμένο ἐκεῖνον ἄνθρωπο, πού ἀπό οἴηση καί ψυχική τύφλωση ἔνιωθε ἱκανοποιημένος μέ τόν ἑαυτό του, ὁ Κύριος τόν ἐλέγχει καί τόν καλεῖ σέ θερμή μετάνοια, ἐνώ παράλληλα τοῦ ἀπευθύνει τήν παρηγορητική ὑπόσχεση: «Νά, στέκομαι μπροστά στήν πόρτα καί χτυπῶ. Ἄν κάποιος ἀκούσει τή φωνή μου καί μοῦ ἀνοίξει τήν πόρτα, θά μπῶ στό σπίτι του καί θά δειπνήσω μαζί του, κι αὐτός μαζί μου. Τόν νικητή θά τόν βάλω νά καθήσει μαζί μου στό θρόνο μου, ὅπως κάθησα κι ἐγώ νικητής μαζί μέ τόν Πατέρα μου στό θρόνο Του»26. Αὐτά λέει ἡ παναγία Ἀγάπη. Ὁ ἁμαρτωλός, ὅμως, πού ἐπιμένει στά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί συνάμα ἰσχυρίζεται πώς νιώθει ἀγάπη γιά τόν Θεό, αὐτός ἄς γνωρίζει ὅτι ἡ ἀγάπη του εἶναι ἀφύσικη, εἶναι ἐγωιστική, εἶναι ἕνα ἀπατηλό συναισθηματικό παιχνίδι, δημιούργημα φαντασιώσεως καί ὑπερηφάνειας. «Ὅποιος ἁμαρτάνει, οὔτε εἶδε οὔτε γνώρισε ποτέ τόν Θεό»27, πού εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Ἄς στραφοῦμε στούς πολίτες τῆς ἐρήμου, σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν στίς σπηλιές καί τίς τρύπες τῆς γῆς, στούς ἀνθρώπους πού ὁ κόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά τούς ἔχει28, τούς ἁγίους μοναχούς. Αὐτοί ἐπιδόθηκαν στήν ὑψηλότερη ἐπιστήμη, τήν ἐπιστήμη πού ἔφερε ὁ Κύριος ἀπό τούς οὐρανούς καί πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή θεογνωσία, τή γνώση τοῦ Θοῦ. Μέ τήν ἀληθινή, τήν ἐμπειρική θεογνωσία ὁδηγήθηκαν καί στήν ἀληθινή ἀνθρωπογνωσία, τή γνώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταια προσπαθοῦσαν καί προσπαθοῦν ν᾿ ἀποκτήσουν αὐτή τή γνώση οἱ σοφοί τοῦ κόσμου τούτου μέ τό φῶς τῆς μεταπτωτικῆς σκοτισμένης διάνοιάς τους. Ἐδῶ χρειάζεται τό φῶς τοῦ Χριστοῦ! Μόνο μ᾿ αὐτό τό φῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τόν Θό καί τόν ἑαυτό του. Μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ οἱ ὅσιοι ἐρημοπολίτες βρῆκαν τό πολύτιμο μαργαριτάρι, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Στά θεόπνευστα συγγράμματά τους μᾶς προειδοποιοῦν γιά τίς πνευματικές συμφορές πού βρίσκουν συνήθως ὅσους ἀναζητοῦ πρόωρα τήν ἀγάπη.
Μέ ξεχωριστή σαφήνεια ἀναφέρεται στό θέμα ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἀπό τά συγγράμματα τοῦ ὁποίου παραθέτουμε στή συνέχεια μερικές σχετικές μαρτυρίες καί ψυχωφελεῖς νουθεσίες.
«Ὁ σοφός Κύριος», λέει ὁ μεγάλος δάσκαλος τῶν μοναστῶν, «εὐδοκήσε νά τρῶμε μέ ἱδρώτα τό (πνευματικό) ψωμί (τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό). Κι αὐτό δέν τό ἔκανε ἀπό κακία, ἀλλά γιά νά μήν πάθουμε (πνευματική) δυσπεψία καί πεθάνουμε (ψυχικά). Κάθε ἀρετή εἶναι μητέρα τῆς ἑπομένης. Ἄν, λοιπόν, ἀφήσεις τή μητέρα, πού γεννᾶ τίς ἀρετές, καί πᾶς ν᾿ ἀναζητήσεις τίς θυγατέρες, πρίν ἀποκτήσεις τή μητέρα τους, τότε οἱ ἀρετές ἐκεῖνες γίνονται ὀχιές μέσα στήν ψυχή. Ἄν δέν τίς πετάξεις μακριά σου, θά πεθάνεις γρήγορα»29.
«Ἡ πνευματική γνώση ἀκολουθεῖ μέ τρόπο φυσικό τήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ἀλλά καί τῶν δύο αὐτῶν προηγοῦνται ὁ φόβος καί ἡ ἀγάπη. Ὁ φόβος, πάλι, προηγεῖται τῆς ἀγάπης. Ὅποιος ὑποστηρίζει μέ ἀναίδεια πώς εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει τίς τελευταῖες πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν πρώτων, ἀναμφίβολα βάζει τό πρῶτο θεμέλιο γιά τήν καταστροφή τῆς ψυχῆς του. Γιατί ὁ δρόμος πού ὅρισε ὁ Κύριος εἶναι τοῦτος: ἡ πνευματική γνώση καί οἱ ἀρετές νά γεννιοῦνται ἀπό τόν φόβο καί τήν ἀγάπη»30.
Στήν ἀπάντησή του σέ μιάν ἐπιστολή τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Θαυματουργοῦ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ γράφει: «Ἔγραψες στήν ἐπιστολή σου πώς ἡ ψυχή σου ἀγάπησε ν᾿ ἀγαπήσει τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔφτασες σ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη, μολονότι ἔχεις πολλή ἐπιθυμία ν᾿ ἀγαπᾶς. Ἔγραψες ἀκόμα ὅτι ἐπιθυμεῖς τήν ἀναχώρηση στήν ἔρημο, δείχνοντας ἔτσι πώς ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἄρχισε μέσα σου, καί, τέλος, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀνάβει σταθερά στήν καρδιά σου καί τήν θερμαίνει.
»Μεγάλα εἶναι αὐτά, ἄν εἶναι ἀληθινά. Ὡστόσο, δέν ἤθελα νά γραφοῦν ἀπό σένα, γιατί δέν παρουσιάζουν κανονική σειρά. Ἄν, πάλι, τά ἀνέφερες ἁπλῶς γιά νά διατυπώσεις ἐρώτηση, ἡ σειρά αὐτῆς τῆς ἐρωτήσεως θά ἔπρεπε νά ἦταν ἄλλη. Γιατί αὐτός πού λέει πώς ἡ ψυχή του δέν ἔχει ἀκόμα παρρησία στήν προσευχή, ἐπειδή δέν νίκησε τά πάθη, πῶς τολμᾶ νά πεῖ πώς ἡ ψυχή του ἀγάπησε ν᾿ ἀγαπήσει τόν Θεό; Δέν ὑπάρχει τρόπος νά γεννηθεῖ σέ μιά ψυχή ἡ θεία ἀγάπη, πίσω ἀπό τήν ὁποία τρέχεις μυστικά στήν ἀναχωρητική ζωή, ἄν ἡ ψυχή αὐτή δέν νίκησε τά πάθη. Ἐσύ, ὅμως, εἶπες πώς ἡ ψυχή σου δέν νίκησε τά πάθη καί ἀγάπησε ν᾿ ἀγαπήσει τόν Θεό. Ἐδῶ ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει κανονική σειρά. Ἔτσι, ἐγώ δέν καταλαβαίνω τί ἐννοεῖ αὐτός πού λέει ὅτι δέν νίκησε τά πάθη, ἀλλά ἀγάπησε ν᾿ ἀγαπήσει τόν Θεό. Ἐσύ, βέβαια, θά πεῖς ὅτι δέν ἔγραψες “ἀγαπῶ”, ἀλλά “ἀγαπῶ ν᾿ ἀγαπήσω”. Οὔτε κι αὐτό, ὅμως, ἔχει θέση, ἄν ἡ ψυχή δέν βρίσκεται σέ καθαρότητα.
»Ἄν, πάλι, θέλεις ἁπλῶς ἕναν λόγο νά πεῖς, ὄχι μόνο ἐσύ ἀλλά ὁ καθένας τό λέει ὅτι θέλει ν᾿ ἀγαπήσει τόν Θεό· καί ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί καθένας προφέρει εὔκολα αὐτόν τόν λόγο, στόν ὁποῖο ὅμως μόνο ἡ γλώσσα κινεῖται, ἐνῶ ἡ ψυχή δέν αἰσθάνεται τί λέει.
»Πολλοί ἄρρωστοι δέν γνωρίζουν κάν πώς εἶναι ἄρρωστοι. Ἡ κακία, λοιπόν, εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς καί ἡ πλάνη ἀπώλεια τῆς ἀλήθειας. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ὡστόσο, ἐνῶ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπ᾿ αὐτές τίς ψυχικές ἀρρώστιες, διακηρύσσουν τήν ὑγεία τους καί ἐπαινοῦνται ἀπό πολλούς. Ἄν ἡ ψυχή δέν θεραπευθεῖ ἀπό τήν κακία καί δέν σταθεροποιηθεῖ στή φυσική ὑγεία, μέ τήν ὁποία πλάστηκε, ἄν δέν ἀναγεννηθεῖ ἀπό τήν ὑγεία τοῦ Πνεύματος, δέν εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιθυμήσει τά ὑπερφυσικά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Γιατί ὅσο ἡ ψυχή βρίσκεται στήν ἀρρώστια τῶν παθῶν, δέν μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τά πνευματικά χαρίσματα, οὔτε καί γνωρίζει νά τά ἐπιθυμεῖ συνειδητά· τά ἐπιθυμεῖ μόνο ἀπό τήν ἀκρόαση καί τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν»31.
«Ἡ ἐργασία τοῦ σταυροῦ εἶναι διπλή, ἐπειδή καί ἡ φύση μας εἶναι διπλή, διαιρεῖται δηλαδή σέ δύο μέρη. Ἡ μία συνίσταται στό νά ὑπομένει κανείς τίς θλίψεις τῆς σάρκας. Αὐτή συντελεῖται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς καί ὄνομάζεται πράξη. Ἡ ἄλλη συνίσταται στή λεπτή ἐργασία τοῦ νοῦ, στή μελέτη τῶν θείων, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί παρόμοια. Αὐτή ἐνεργεῖται στό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς καί ὀνομάζεται θεωρία. Ἡ πρώτη, δηλαδή ἡ πράξη, καθαρίζει τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ τή δύναμη τοῦ ζήλου. Ἡ δεύτερη καθαρίζει τό νοητό μέρος τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐνέργεια τῆς ψυχικῆς ἀγάπης, πού εἶναι σφοδρός φυσικός πόθος. Ὁ καθένας, λοπόν, πού, πρίν, γυμναστεῖ τελείως στήν πρώτη ἐργασία, καταπιάνεται μέ τή δεύτερη ἀπό ἔρωτα γιά τή γλυκυτητά της, γιά νά μήν πῶ ἀπό ὀκνηρία, τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεό. Καί τοῦτο γιατί τόλμησε νά ὀνειρευθεῖ τή δόξα τοῦ σταυροῦ, πρίν νεκρωθεῖ ὡς πρός τή σάρκα, πρίν δηλαδή θεραπεύσει τήν ἀσθένεια τῶν λογισμῶν μέ τήν ὑπομονή στήν ἐργασία τῆς ἀτιμώσεως τοῦ σταυροῦ.
»Αὐτό ἀκριβῶς εἶπαν καί οἱ παλαιοί ἅγιοι, ὅτι, ἄν ὁ νοῦς θελήσει ν᾿ ἀνεβεῖ στόν σταυρό πρίν ἀπαλλαγοῦν τά αἰσθητήρια ἀπό τήν ἀσθένεια, ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω του. Ἡ ἀνάβαση στόν σταυρό προκαλεῖ τή θεία ὀργή, ὅταν γίνεται ὄχι μέ τόν πρῶτο τρόπο, δηλαδή μέ τήν ὑπομονή στίς θλίψεις, πού εἶναι σταύρωση τῆς σάρκας, ἀλλά μέ τόν δεύτερο τρόπο, δηλαδή τή θεωρία, πού ἀκολουθεῖ τή θεραπεία τῆς ψυχῆς. Ὅποιος, λοιπόν, βιάζεται νά φανταστεῖ μέ τούς λογισμούς του τά ὑψηλά καί θεῖα νοήματα, ἐνῶ ἡ διάνοιά του εἶναι μολυσμένη μέ τά αἰσχρά πάθη, αὐτός ἀπειλεῖται μέ ἐπιτίμιο. Κι αὐτό γιατί δέν καθάρισε πρῶτα τή διάνοιάα του μέ θλίψεις καί δέν κατανίκησε τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἀλλά, μέ βάση ὅσα ἁπλῶς ἄκουσε καί διάβασε σέ βιβλία, ἔτρεξε μπροστά νά βαδίσει σ᾿ ἕναν δρόμο γεμάτο γνόφο, ἐνῶ αὐτός εἶναι τυφλός.
»Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν καλή ὅραση, πού εἶναι γεμάτοι φῶς καί πού βρῆκαν ὁδηγούς μέ θεία χάρη, βρίσκονται κι αὐτοί σέ κίνδυνο νύχτα καί μέρα. Τά μάτια τους εἶναι γεμάτα δάκρυα. Ἐξαιτίας τῶν κινδύνων τῆς ὁδοιπορίας, τῶν ἀπότομων γκρεμῶν, πού συναντοῦν, καί τῶν φανταστικῶν μορφῶν καί εἰκόνων, πού ἐναλλάσσονται μέ τίς πραγματικές, καταγίνονται στήν προσευχή καί τό κλάμα ὅλη τή μέρα καί τή νύχτα.
«Τά θεῖα, λένε οἱ Πατέρες, ἔρχονται μόνα τους, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεσαι ἐσύ. Ναί, ἀλλά αὐτό συμβαίνει ἄν ὁ τόπος εἶναι καθαρός καί ὄχι ρυπαρός»32.
συνεχίζεται….
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” τομ. γ΄
Ἐκδόσεις: Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Βλ. Α΄ Κορ. Ιγ΄ : 13.
2Βλ. Α΄ Ἰω. Δ΄: 8.
3Πρβλ. Ρωμ. Ε΄ : 5.
4Πρβλ. Ἡσ. 57 : 15.
5Βλ. Α΄ Κορ. Γ΄ : 16.
6Βλ. Κολ. Β΄ : 17. Ἑβρ. Ι΄: 1.
7Λευιτ. Ι΄: 1.
8Σ.τ.μ.: ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν κινητό ἱερό τῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τίς περιπλανήσεις τους στήν ἔρημο. Εἶχε τή μορφή σκηνῆς (Ἐξ. 25 :1 – 27 : 21), ἀλλά τό ἀκριβές σχῆμα της δέν εἶναι γνωστό. Τά μέρη της, πάντως, ἦταν ἀντίστοιχα τῶν μερῶν τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα.
9Λευιτ. Ι ΄: 2.
10Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ΚΗ΄: 47.
11Πρβλ. Ἡσ. 50 : 11. Βλ. καί Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Ἀποκρίσεις, ρξγ΄-163).
12Ματθ. Κβ΄: 13.
13Βλ. Α΄ Κορ. Ιβ΄:1-11.
14Α΄ Κορ. Ιβ΄: 31
15Α΄ Κορ. Ιγ΄: 1-3, 8-10.
16Κολ. Γ΄:14.
17Α΄ Ἰω. Δ΄: 7.
18Α΄ Ἰω. Δ: 16.
19Α΄ Ἰω. Δ΄: 13.
20Πρβλ. Ρωμ. Ε΄: 5.
21Λόγοι Ἀσκητικοί, ΠΑ΄, 16.
22Ἰω. ιε΄: 10, δ΄: 6.
23Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών σύν Θεῷ ἀκριβής περί τῶν αἱρουμένων ἡσύχως βιῶναι καί μοναστικῶς, ε΄.
24Ρωμ. Η΄: 12, 8 : 6.
25Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, ὅ.π., ς΄.
26Ἀποκ. Γ΄: 20-21.
27Α΄ Ἰω. Γ΄: 6.
28Πρβλ. Ἑβρ. Ια΄: 38.
29Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΞΗ΄: 6.
30Ὅ.Π., Μδ΄: 2.
31Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν Ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 39-40.
32Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Λ΄: 17-19.
http://www.hristospanagia.gr/?p=30797