Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει, ἀφενός, ὅτι «ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνός, κι ἔτσι παραμένει αἰώνιος»1, καί, ἀφετέρου, ὅτι «ὅποιος ἀγαπᾶ, δέν φοβᾶται· ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τόν φόβο· γιατί ὁ φόβος σχετίζεται μέ τήν τιμωρία, κι ὅποιος φοβᾶται τήν τιμωρία δείχνει πώς δέν ἔχει φτάσει στήν τέλεια ἀγάπη»2.
Τά δύο αὐτά χωρία φαίνεται νά ἀντιφάσκουν. Δέν συμβαίνει, ὅμως, αὐτό στήν πραγματικότητα. Τήν ἐξήγηση μᾶς τή δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες:
«Ὑπάρχουν δύο εἴδη φόβων, ἕνας ἀρχικός καί ἕνας τέλειος.
Ὁ πρῶτος εἶναι χαρακτηριστικός τῶν ἀρχαρίων, θά λέγαμε, στήν πνευματική ζωή, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι χαρακτηριστικός τῶν ἁγίων, αὐτῶν πού ἔχουν πιά τελειωθεῖ πνευματικά κι ἔχουν φτάσει στό μέτρο τῆς ἁγίας ἀγάπης.
Ὅποιος, δηλαδή, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν φόβο τῆς τιμωρίας, αὐτός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος.
Δέν ἀγωνίζεται γιά τό ἴδιο τό καλό, ἀλλά ἐπειδή φοβᾶται τίς τιμωρίες. Ἄλλος, ὅμως, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή χαίρεται ἰδιαίτερα μέ τό νά εἶναι ἡ ζωή του εὐάρεστη στόν Θεό. Αὐτός γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ καλοῦ. Αὐτός γεύθηκε τί σημαίνει νά εἶναι κανείς ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Αὐτός ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀγάπη πού ὁ ἅγιος (Ἰωάννης ὁ Θεολόγος) τήν ὀνομάζει τέλεια. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τόν ὁδηγεῖ στόν τέλειο φόβο. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος φοβᾶται καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπό φόβο γιά τίς τιμωρίες, ὄχι ἀπό φόβο μήπως κολαστεῖ, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, ἐπειδή γεύθηκε τή γλυκύτητα πού δοκιμάζει ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό, καί φοβᾶται μήπως τή χάσει, μήπως τή στερηθεῖ. Αὐτός, λοιπόν, ὁ τέλειος φόβος, πού προέρχεται ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη, ἀπομακρύνει τόν ἀρχικό φόβο. Καί γι᾿ αὐτό λέει: “ Ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τόν φόβο”. Εἶναι, ὅμως, ἀδύνατο νά φθάσει κανείς διαφορετικά στόν τέλειο φόβο, παρά μόνο μέ τόν ἀρχικό»3.
Τό ἴδιο τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ τόν ἅγιο, τόν εὐλαβικό φόβο σ᾿ ἐκεῖνα τά λογικά Του πλάσματα, πού, χάρη στήν καθαρότητα καί τήν ἀρετή τους, ἀξιώθηκαν νά βρεθοῦν κοντά Του καί νά συμμετέχουν στή μακαριότητά Του. «Ὁ Θεός, πού δοξάζεται ἀπό τή χορεία τῶν ἁγίων, εἶναι μεγάλος καί φοβερός σέ ὅλους ὅσοι Τόν περιβάλλουν»4.
Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἄραγε, εἶναι δυνατό ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Θεό; Εἶναι! Ἀλλά θά Τόν ἀγαπήσουμε μέ τόν τρόπο πού πρόσταξε ὁ Ἴδιος. Θά ἐπιδιώξουμε τήν κατάκτηση τῆς ἀγάπης μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις καί ἔτσι ὅπως μᾶς ὑπέδειξε Ἐκεῖνος: Δέν θά παραδινόμαστε στά σαρκικά πάθη καί τήν ἀπατηλή οἴηση! Δέν θά ἀνάβουμε στήν καρδιά μας τή φωτιά τῆς ἡδυπάθειας καί τῆς κενοδοξίας, πού εἶναι τόσο βδελυρές στόν Θεό καί τόσο καταστροφικές γιά μᾶς! Νά πῶς μᾶς ζητάει ὁ Κύριος νά Τόν ἀγαπᾶμε: «Μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου. Καί θά μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου, ἄν τηρήσετε τίς ἐντολές μου, ὅπως ἐγώ τήρησα τίς ἐντολές τοῦ Πατέρα μου, καί γι᾿ αὐτό μένω πιστός στήν ἀγάπη Του»5. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, μᾶς ἔδωσε τό παράδειγμα αὐτῆς τῆς διαγωγῆς, ἀφοῦ «ταπεινώθηκε θεληματικά, ὑπακούοντας (στόν Πατέρα Του) μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ»6.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τόν ἐγωισμό, πού νομίζουμε ὅτι προσθέτει ἀξία στή μηδαμινότητά μας. Ἄς ἐγκολπωθοῦμε τήν ταπείνωση, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τίς πτώσεις μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας. Τήν ἀγάπη μας στόν Χριστό θά τήν ἀποδείξουμε μέ τήν ὑπακοή μας στόν Χριστό. Τήν ἀγάπη μας στόν Θεό Πατέρα θά τήν ἀποδείξουμε μέ τήν ὑπακοή μας στόν Υἱό Του, ὁ ὁποῖος «δέν μᾶς δίδαξε ἀπό μόνος Του», ἀλλά κήρυξε ὅ,τι Τοῦ ὅρισε ὁ Πατέρας, πού Τόν ἔστειλε. «Καί ὅ,τι ὁρίζει Ἐκεῖνος, ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή»7.
«Ἐκεῖνος πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, αὐτός μέ ἀγαπᾶ», εἶπε ὁ Κύριος. «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τόν λόγο μου. Ὅποιος δέν μέ ἀγαπᾶ, δέν τηρεῖ τά λόγια μου»8. Τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, λοιπόν, ἀναγνωρίζει ὁ Σωτήρας ὡς τή μοναδική ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.
«Γι᾿ αὐτό, ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ Προφῆτες οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, φύλαγαν στίς καρδιές τους τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί δέν φρόντιζαν γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τήν ἁγιοπνευματική ἀγάπη πρός τόν Θεό καί γιά τό καλό, ὄχι μόνο μέ τά λόγια ἤ μέ τήν ἁπλή γνώση, ἀλλά καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα… Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκαν τή δική τους ἀντίληψη γιά τό δίκαιο καί τό σωστό, ζήτησαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (πού βρίσκεται διατυπωμένο στή διδασκαλία καί τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου). Στή συνέχεια βρῆκαν καί τήν ἀγάπη, πού εἶναι κρυμμένη κατά φύση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού μᾶς ἀφησε πολλές ἐντολές γιά τήν ἀγάπη, μᾶς πρόσταξε νά ζητᾶμε πρῶτα τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματός τοῦ Θεοῦ9, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι αὐτή ἡ ἐφαρμογή εἶναι μητέρα τῆς ἀγάπης»10.
Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά ἀποκτήσουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἄς ἀγαπήσουμε πρῶτα τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἄς πουλήσουμε κάθε ἐπιθυμία, κάθε κακία, κάθε πάθος μας. Καί μέ τό τίμημα τῆς αὐταπαρνήσεως ἄς ἀγοράσουμε τό χωράφι τῆς καρδιᾶς μας, τό ὁποῖο πρίν ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀγορά δέν μᾶς ἀνήκει. Ἄς τό καλλιεργήσουμε μέ τίς θεῖες ἐντολές, καί θά βροῦμε θαμμένον ἐκεῖ τόν οὐράνιο θησαυρό τῆς ἀγάπης11.
Τί μᾶς περιμένει, ὅμως, σ᾿ αὐτό τό χωράφι; Μᾶς περιμένουν κόποι καί ἀρρώστιες. Μᾶς περιμένει ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, πού δέν θά μᾶς ἀφήσει νά τόν νικήσουμε εὔκολα. Μᾶς περιμένει ἡ ἁμαρτία, πού ζεῖ καί στόν νοῦ καί στήν καρδιά καί στό σῶμα μας. Σκληρός ἀγώνας χρειάζεται, γιά νά ὑποταχθεῖ ὁ ὑπερήφανος καί τυφλός νοῦς στόν Χριστό καί τίς ἐντολές Του. Ἀλλά κι ὅταν ὁ νοῦς ὑποταχθεῖ, νέος ἀγώνας πρέπει ν᾿ ἀρχίσει γιά τή συμμόρφωση τῆς διεστραμμένης καί σκληρῆς καρδιᾶς πρός τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ἐναντιώνεται. Τέλος, ὅταν καί ἡ καρδιά ὑποταχθεῖ στόν Χριστό, θά πρέπει νά ἔρθει κοντά Του καί τό σῶμα, προορισμένο κι αὐτό γιά τόν οὐρανό.
Στόν ἀόρατο πόλεμό μας κάθε βῆμα σημαδεύεται ἀπό τήν ἄσκηση, σημαδεύεται ἀπό τό μαρτύριο, σημαδεύεται ἀπό τόν ἱδρώτα τοῦ μόχθου καί τῆς βίας πού ἀσκοῦμε πάνω στόν ἑαυτό μας. Τή μιά βγαίνουμε νικητές καί τήν ἄλλη νικημένοι. Τή μία γεννιέται μέσα μας ἡ ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἄλλη διαπιστώνουμε ὅτι τά σδεσμά μας εἶναι τόσο γερά, πού ὄχι μόνο δέν σπᾶνε μά οὔτε κάν χαλαρώνουν, ὅσα μέσα κι ἄν χρησιμοποιοῦμε.
Μᾶς καταβάλλουν,
πρῶτον, ἡ ἀδυναμία τόσο τῆς φύσεως ὅσο καί τῆς προαιρέσεως,
δεύτερον, ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ, πού προκλήθηκε ἀπό τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή μας ζωή,
τρίτον, ἡ διαστροφή τῆς καρδιᾶς, πού ἀπέκτησε κακές συνήθειες, καί,
τέταρτον, ἡ ροπή τοῦ σώματος πρός τήν ἁμαρτία, ροπή πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἐπανειλημμένη γεύση σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Μᾶς πολεμοῦν, τέλος, καί τά πονηρά πνεύματα, πού θέλουν νά μᾶς κρατήσουν στήν αἰχμαλωσία.
Νά λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ στενός δρόμος, ἕνας δρόμος γεμάτος δυσκολίες, ἕνας δρόμος στρωμένος μέ ἀγκάθια. Ἀπό τόν δρόμο αὐτό, ὅμως, ἡ θρηνητική προσευχή ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο στή συμφιλίωση μέ τόν Θεό. Ἀρκεῖ ἡ προσευχή αὐτή νά ἐμπνέεται ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά συνοδεύεται ἀπό τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἀπό τά ἔργα τῆς μετάνοιας καί τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἡ σχέση τοῦ θείου φόβου μέ τή θεία ἀγάπη ἐξηγεῖται ἔξοχα ἀπό τούς πνευματοφόρους Πατέρς Ἰσαάκ τόν Σύρο καί Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Μέ τά λαμπρά τους λόγια στολίζουμε τόν φτωχό μας λόγο.
«Ἡ μετάνοια », λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «δόθηκε στούς ἀνθρώπους μετά τό Βάπτισμα ὡς χάρη μετά τή χάρη. Γιατί μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη ἀναγέννηση ἀπό τόν Θεό, κι ἐκεῖνο πού δεχθήκαμε ὡς ἀρραβώνα μέ τήν πίστη, τό παίρνουμε ὡς χάρισμα μέ τή μετάνοια. Μετάνοια εἶναι ἡ θύρα τοῦ ἐλέους ἡ ἀνοιγμένη σ᾿ ἐκείνους πού τήν ἀναζητοῦν. Ἀπ᾿ αὐτή τή θύρα περνᾶμε πρός τό θεῖο ἔλεος, ἀλλιῶς δέν βρίσκουμε ἔλεος. Γιατί “ὅλοι ἔχουν ἁμαρτήσει”, σύμφωνα μέ τή θεία Γραφή, “καί ὁ Θεός τούς δικαιώνει χωρίς ἀντάλλαγμα, μέ τή χάρη Του”12. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη χάρη καί γεννιέται στήν καρδιά ἀπό τήν πίστη καί τόν φόβο. Ὁ φόβος εἶναι τό πατρικό ραβδί πού μᾶς παιδαγωγεῖ, ὥσπου νά φτάσουμε στόν παράδεισο τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Κι ὅταν φτάσουμε ἐκεῖ, μᾶς ἀφήνει καί φεύγει.
»Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία βρίσκεται ἡ ἀπόλαυση ὅλων τῶν μακαρισμῶν. Ἐκεῖ ὁ μακάριος Παῦλος δοκίμασε τροφή ὑπερφυσική καί, ἀφοῦ γεύθηκε καρπούς ἀπό τό δένδρο τῆς ζωῆς, ἀναφώνησε: “Μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί νοῦς ἀνθρώπου δέν φαντάστηκε ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν”13. Ὁ Ἀδάμ, μετά τή συμβουλή τοῦ διαβόλου, δέν μπόρεσε νά γευθεῖ τούς καρπούς αὐτοῦ τοῦ δένδρου14.
» Τό δένδρο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία ξέπεσε ὁ Ἀδάμ καί δέν συνάντησε πιά τή χαρά, ἀλλά δούλευε καί μοχθοῦσε στή γῆ τή γεμάτη ἀγκάθια15. Ὅσοι στερήθηκαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν βαδίζουν στόν σωστό δρόμο, τρῶνε μέ ἱδρώτα τό ψωμί τους, τό ψωμί πού ἐπιτράπηκε στόν πρωτόπλαστο νά τρώει μετά τήν πτώση του16. Ὥσπου νά βροῦμε τήν ἀγάπη, στή γῆ μέ τ᾿ ἀγκάθια θά ἐργαζόμαστε, ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια θά σπέρνουμε καί θά θερίζουμε. Ἀκόμα κι ἄν ὁ σπόρος μας γίνει σπόρος δικαιοσύνης, κάθε ὥρα θά μᾶς πληγώνουν τ᾿ ἀγκάθια. Ἀκόμα κι ἄν δικαιωθοῦμε, πάλι μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μας θά ζοῦμε.
»Ὅταν ὅμως, βροῦμε τήν ἀγάπη, θά τρεφόμαστε μέ ἄρτο οὐράνιο, θά παίρνουμε δύναμη δίχως ἔργα καί κόπους. Ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, “πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό κι ἔδωσε ζωή στόν κόσμο”17. Αὐτή εἶναι ἡ τροφή τῶν ἀγγέλων. Ὅποιος βρῆκε τήν ἀγάπη, τρώει τόν Χριστό κάθε μέρα καί κάθε ὥρα, κι ἀπ᾿ αὐτό γίνεται ἀθάνατος. Τό εἶπε Ἐκεῖνος: “Ὅποιος τρώει ἀπό τόν ἄρτο πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, θά ζήσει αἰώνια”18. Μακάριος εἶναι ὅποιος τρώει ἀπό τόν ἄρτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Καί τό ὅτι ὅποιος τρώει ἀπό τήν ἀγάπη τρώει τόν Χριστό, τόν Θεό τῶν ὅλων, τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Ἰωάννης, λέγοντας: “Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη”19. Ὅποιος, λοιπόν, ζεῖ στήν ἀγάπη, παίρνει ζωή ἀπό τόν Θεό καί, ἐνῶ βρίσκεται ἀκόμα στόν κόσμο τοῦτο, ἀναπνέει τόν ἀέρα ἐκεῖνο τῆς ἀναστάσεως ἤδη ἀπό ἐδῶ. Μ᾿ αὐτόν τόν ἀέρα θά εὐφραίνονται οἱ δίκαιοι μετά τήν ἀνάσταση.
»Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ βασιλεία πού ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος μυστικά στούς Ἀποστόλους, ὅταν τούς εἶπε ὅτι θά φᾶνε στή βασιλεία Του. Τί ἄλλο ἀλήθεια, παρά ἀγάπη σημαίνουν τά λόγια Του, “στή βασιλεία μου θά τρῶτε καί θά πίνετε στό τραπέζι μου”20; Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανή νά θρέψει τόν ἄνθρωπο ἀντί γιά τροφή καί ποτό. Αὐτό εἶναι “τό κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου”21.
Μακάριος εἶναι ὅποιος ἤπιε ἀπ᾿ αὐτό τό κρασί.
Τό ἤπιαν οἱ ἀκόλαστοι κι ἔγιναν σεμνοί·
τό ἤπιαν οἱ ἁμαρτωλοί καί λησμόνησαν τούς δρόμους τῶν ἁμαρτημάτων· τό ἤπιαν οἱ μέθυσοι κι ἔγιναν νηστευτές·
τό ἤπιαν οἱ πλούσιοι καί πόθησαν τή φτώχεια·
τό ἤπιαν οἱ ἄρρωστοι κι ἔγιναν δυνατοί·
τό ἤπιαν οἱ ἀπαίδευτοι κι ἔγιναν σοφοί.
»Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά περάσει κανείς τήν πλατιά θάλασσα χωρίς πλοῖο ἤ καράβι, ἔτσι δέν μπορεῖ νά φτάσει στήν ἀγάπη χωρίς τόν φόβο. Τή βρωμερή θάλασσα (τῶν παθῶν), πού βρίσκεται ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί τόν νοερό παράδεισο, μποροῦμε νά τήν περάσουμε μέ τό καράβι τῆς μετάνοιας, πού ὁδηγεῖται ἀπό τούς κωπηλάτες τοῦ φόβου. Ἄν οἱ κωπηλάτες τοῦ φόβου δέν ὀδηγοῦν τό πλοῖο τοῦτο τῆς μετάνοιας, μέ τό ὁποῖο περνᾶμε τή θάλασσα τοῦ κόσμου μέ προορισμό τόν Θεό, βουλιάζουμε σ᾿ αὐτή τή βρωμερή θάλασσα. Ἡ μετάνοια εἶναι τό πλοῖο, ὁ φόβος εἶναι ὁ κυβερνήτης καί ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεϊκό λιμάνι.
»Μᾶς ἐπιβιβάζει, λοιπόν, ὁ φόβος στό πλοῖο τῆς μετάνοιας, μᾶς περνᾶ ἀπό τή βρωμερή θάλασσα τοῦ βίου καί μᾶς ὁδηγεῖ στό θεϊκό λιμάνι, τήν ἀγάπη, ὅπου φτάνουν μέ τή μετάνοια “ὅλοι ὅσοι εἶναι κουρασμένοι καί φορτωμένοι”22. Κι ὅταν φτάσουμε στήν ἀγάπη, φτάσαμε στόν Θεό. Τελείωσε τό ταξίδι μας. Περάσαμε στό νησί πού βρίσκεται πέρα ἀπό τόν κόσμο. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα»23.
Τό περιεχόμενο τοῦ δέκατου ἕβδομου ὕμνου τοῦ ὁσίου Συμεών, πού παραθέτουμε στή συνέχεια, συνοψίζεται στήν ἐπικεφαλίδα του: «Ὁ φόβος γεννᾶ τήν ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη ξεριζώνει τόν φόβο ἀπό τήν ψυχή καί μένει μόνη σ᾿ αὐτήν, καθώς εἶναι Πνεῦμα θεῖο καί ἅγιο».
Γράφει λοιπόν, ὁ Ὅσιος σ᾿ αὐτόν τόν ὕμνο:
Πῶς νά ὑμνήσω, πῶς νά δοξάσω,
πῶς καί ἐπάξια νά ἐγκωμιάσω
Αὐτόν πού τά πολλά μου παραβλέπει
ἁμαρτήματα, τόν Θεό μου;
Πῶς στά οὐράνια νά κοιτάξω,
πῶς τά μάτια νά σηκώσω;
Πῶς τό στόμα, Σωτήρα μου, ν᾿ ἀνοίξω
καί πῶς τά χείλη νά κινήσω;
Πῶς τά χέρια μου ν᾿ ἁπλώσω
πρός τοῦ οὐρανοῦ τά ὕψη;
Ποιά ν᾿ ἀνακαλύψω λόγια,
ποιές νά Σοῦ προσφέρω φράσεις;
Μέ τί θάρρος νά μιλήσω
κι ἄφεση νά Σοῦ ζητήσω
γιά τ᾿ ἀμέτρητά μου λάθη
καί τό πλῆθος τῶν πταισμάτων;
Ναί, τά ἔργα πού ἔχω πράξει
ξεπερνοῦν κάθε συγγνώμη.
Τί Σοῦ λέω, Σωτήρα, ξέρεις .
Κάθε πλάσμα ἔχω περάσει,
πράττοντας στή φύση ἐνάντια.
Νά με ἀπ᾿ τά ζῶα πιό κάτω,
ἀπ᾿ τῆς θάλασσας τά κήτη
κι ἀπ᾿ τῆς γῆς τά κτήνη ὅλα.
Κι ἀπ᾿ τά ἑρπετά πιό κάτω
πῆγα, ναί, κι ἀπ᾿ τά θηρία·
πάτησα τίς ἐντολές Σου,
ἄλογο λές κι ἤμουν πλάσμα.
Μέ τό σῶμα μολυσμένο
καί ψυχή ὅλη ρυπωμένη,
πῶς μπροστά Σου θά τολμήσω
νά σταθῶ, ὁ δυστυχισμένος,
νά μέ δεῖς, νά Σ᾿ ἀντικρίσω;
Πῶς τή δόξα Σου ν᾿ ἀντέξω
καί τό φῶς τό ἀκτινοβόλο
τοῦ Ἀγίου Πνεύματός Σου;
Πῶς νά μή βαδίσω μόνος
στό σκοτάδι, πού ἔχω πράξει
ἔργα σκοτεινά καί εἶμαι
πέρα ἀπ᾿ τῶν ἁγίων τά πλήθη;
Πῶς ν᾿ ἀντέξω τή φωνή Σου
πού στό σκότος θά μέ στείλει,
ἀφοῦ ἀπό ᾿ δῶ σηκώνω
γιά τά ἔργα καταδίκη;
Φρίττω σύγκορμος καί τρέμω
καί φωνάζω Σου γεμάτος
ἀπό ἔκπληξη καί φόβο:
Ἄλλος ὅμοια, Σωτήρα,
δέν Σοῦ ἔφταιξε, τό ξέρω,
οὔτε κι ἔπραξε τίς πράξεις
πού ἔπραξα, ὁ δυστυχισμένος,
κι ἔτσι ἔγινα καί σ᾿ ἄλλους
τῆς ἀπώλειας ἡ αἰτία.
Μά καί τοῦτο τό γνωρίζω,
τό πιστεύω, ναί, Θεέ μου,
ὅτι μέγεθος πταισμάτων
καί βουνό ἁμαρτημάτων
καί αἰσχρότητα ὅποιων ἔργων
ποτέ δέν θά ξεπεράσει
τό φιλάνθρωπο καί μέγα,
μᾶλλον πάνω κι ἀπό μέγα
κι ἀπό νοῦ πάνω καί λόγο,
ἔλεός Σου, πού σκορπίζεις
πλούσια σ᾿ ὅσους ἔχουν φταίξει
καί μετανοοῦν μέ θέρμη·
τούς ἁγνίζεις, τούς φωτίζεις,
μέ τό φῶς τούς πλημμυρίζεις
καί μέ τή θεότητά Σου,
ἀλλά καί μιλᾶς μαζί τους
σάν μ᾿ ἀληθινούς Σου φίλους.
Ἄμετρή Σου ἡ καλοσύνη
καί ἀνέκφραστη ἡ ἀγάπη!
Καί γιά τοῦτο Σοῦ προσφέρω
καί μέ θέρμη Σοῦ φωνάζω:
Ὅπως δέχτηκες, σάν ἦρθαν,
ἕναν ἄσωτο, μιά πόρνη,
Εὔσπλαχνε, δέξου κι ἐμένα,
πού μετανοῶ ἀπ᾿ τά βάθη
τῆς ψυχῆς μου· καί τά δάκρυα
σάν πηγές λογάρισέ τα,
πού κυλοῦν, Χριστέ, συνέχεια,
καί μ᾿ αὐτά τῆς ψυχῆς πλύνε
καθώς καί τούς σώματός μου
τίς κηλίδες ἀπ᾿ τά πάθη!
Ἀπό κάθε πονηρία
ξέπλυνε καί τήν καρδιά μου!
Γιατί αὐτή εἶν᾿ ἡ ρίζα
κι ἡ πηγή τῆς ἁμαρτίας·
τοῦ σπορά τοῦ Πονηροῦ εἶναι.
Ἀπό κεῖ εἶναι πού βλαστάνει
κι ἀνεβαίνει καί ψηλώνει
κι πετάει κλώνους πλῆθος
πονηρίας καί κακίας.
Τοῦ κακοῦ, Χριστέ, τίς ρίζες
ἀπ᾿ τά βάθη ἀνάσπασέ τες.
Τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς μου
τούς ἀγρούς καθάρισέ τους.
Φύτεψε σ᾿ αὐτούς τόν φόβο
τόν δικό σου, Ἐλεήμων!
Καν᾿ τόν ἄξιο νά ριζώσει,
δυνατούς βλαστούς νά βγάλει,
νά τρανέψει,νά ψηλώσει,
συνεχῶς νά μεγαλώνει,
σάν τηρῶ τίς ἐντολές Σου.
Μά ὑπάρχουν καί τά δάκρυα
πού ἀδιάκοπα κυλᾶνε.
Καί ποτίζεται ὁ φόβος
ἀπ᾿ αὐτά κι ὅλο θεριεύει·
κι ὅσο στήν ψυχή ριζώνει,
τόσο πιό ψηλά ἀνεβαίνει.
Μέ τόν φόβο μεγαλώνει
ἡ ταπείνωση ἀπό δίπλα,
καί μέ τήν ταπείνωση ὅλα
ἀφανίζονται τά πάθη.
Μέ τά πάθη παίρνει δρόμο
καί τό πλῆθος τῶν δαιμόνων.
Καί τό θέαμα νά τ᾿ ὡραῖο:
Σάν βασίλισσα ἕνα γύρο
οἱ ἀρετές ἀκολουθοῦνε,
φύλακες μαζί καί φίλες
τῆς κυρᾶς καί ὑπηρέτριες.
Κι ὅταν ὅλες μαζευτοῦνε
κι ἑνωθοῦνε μεταξύ τους,
ἀνθεῖ ἀνάμασά τους ὅπως
δένδρο σέ νερῶν ἀνάβρες
φυτρωμένο, ἔτσι ὁ φόβος
ὁ δικός Σου καί μου δείχνει
ἄνθος ξένο λιγό-λίγο.
Ναί, Χριστέ μου, ἄνθος ξένο!
Ξένο λέω, γιατί δίνουν
τά φυτά ὅλα τόν καρπό τους,
κι ἔχει κάθε δένδρο σπόρο
ὅπως τό εἶδος του τόν θέλει,
ἐνῶ ὁ φόβος ὁ δικός Σου
καί λουλούδι βγάζει ξένο
καί καρπό παρόμοια ξένο
κι ἄλλο ὁλότελα ἀπ᾿ τόν ἴδιο.
Γιατί εἶν᾿ ὁ φόβος πάντα
σκυθρωπότητα γεμάτος,
κι ὅποιους τοῦτος κυριεύει,
μελαγχολικούς τούς κάνει
νά ᾿ναι συνεχῶς σάν δοῦλοι,
πού πληγές πολλές ἀξίζουν
καί κάθε ὥρα περιμένουν
νά ᾿ρθει ὁ χάρος νά τούς πάρει.
Κι ἐνῶ βλέπουν τό δρεπάνι,
ἀγνοοῦν πάντως τήν ὥρα
καί δέν ἔχουν οὔτ᾿ ἐλπίδα
οὔτε καί πληροφορία
γιά συγχώρησή τους τέλεια.
Μά τό τέρμα τούς τρομάζει,
γιά τό τέλος νιώθουν φρίκη,
γιατί περιφέρουν, Θεέ μου,
τήν ἀμφίβολη ἐκείνη
τήν ἀπόφαση τῆς δίκης.
Τοῦ ἀνθοῦ, λοιπόν, τοῦ φόβου
εἶναι ἄφατο τό κάλλος
καί πιό ἄφατος ὁ τρόπος:
Ἀνοιχτό καθώς τόν βλέπεις,
ξαφνικά χάνεται πάλι!
Φυσικό αὐτό δέν εἶναι,
οὔτε καί συνηθισμένο.
Φύση ὑπέρτερη εἶναι τοῦτο,
ξεπερνᾶ τήν κάθε φύση.
Τή μιά φαίνεται ὡραῖο
ἄνθος πέρ᾿ ἀπό τά λόγια,
καί τόν νοῦ μου κλέβει ὅλο,
κάνοντάς με νά τό βλέπω·
δέν ἀφήνει νά θυμᾶμαι
τίποτα πού φόβο φέρνει.
Ἀλλά νά ξεχάσω ὅλα
τοῦτα ξαφνικά μέ κάνει
καί πετάει μακριά μου.
Καί τοῦ φόβου δίχως ἄνθος
ἔμεινε πάλι τό δένδρο.
Καί λυπᾶμαι καί στενάζω
καί μέ θέρμη Σοῦ κραυγάζω.
Καί τό ἄνθος πάλι βλέπω
πάνω στά κλαδιά τοῦ δένδρου.
Κι ἔχοντας, Χριστέ, τό βλέμμα
μόνο στ᾿ ἄνθος καρφωμένο,
δέν τό βλέπω πιά τό δένδρο.
Κι ὅσο πιό συχνά τό ἄνθος
λουλουδίζει, καί μέ σέρνει
σκλάβο ὁ πόθος μου κοντά του,
δένει ἡ ἀγάπη τόν καρπό της.
Μά καί πάλι δέν τό θέλει
νά σταθεῖ πάνω στό δένδρο
τοῦτος ὁ καρπός τοῦ φόβου,
ἀλλά, μόλις ὡριμάσει
τέλεια, τότε τόν βλέπεις
μόνο του, δίχως τό δένδρο.
Γιατί ὁ φόβος στήν ἀγάπη
δέν ὑπάρχει πιά καθόλου,
οὔτε πάλι δίχως φόβο
μέσα στήν ψυχή γεννιέται.
Ξεπερνᾶ τό θαῦμα, ἀλήθεια,
κάθε λογική καί σκέψη:
Νά μᾶς δίνει ἕνα δένδρο
ἄνθος καί καρπό μέ κόπο,
κι ὁ καρπός τοῦ δένδρου πάλι
ὅλο νά τό ξεριζώνει
καί νά μένει μοναχός του!
Πῶς καρπός χωρίς τό δένδρο
γίνεται, νά πῶ δέν ξέρω.
Τώρα μένει πιά καί ὑπάρχει
ἡ ἀγάπη μόνη, δίχως
τόν γεννήτορά της φόβο.
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι
ὅλη, ἀλήθεια, εὐφροσύνη,
καί χαρά καί καρδιᾶς τέρψη
πλημμυρίζει ὅποιον τήν ἔχει,
καί τόν βγάζει ἀπό τόν κόσμο
ὅσο ἀκόμα εἶναι στό σῶμα.
Αὐτό ὁ φόβος νά τό κάνει
δύναμη καμιά δέν ἔχει·
στά ὁρατά ἀφοῦ ὑπάρχει
καί στά αἰσθητά ὅλα μέσα,
πῶς μπορεῖ τόν φοβισμένο
ἄραγε ἀπ᾿ αὐτά νά βγάλει
κι αἰσθητά νά τόν συνδέσει
μέ τ᾿ ἀόρατα τελείως;
Δέν μπορεῖ καθόλου, ἀλήθεια!
Καί τό ἄνθος κι ὁ καρπός του,
τά γεννήματα τοῦ φόβου,
ἔξω ἀπό τόν κόσμο εἶναι
καί τόν νοῦ ν᾿ ἀρπάζουν ξέρουν
καί μαζί του νά σηκώνουν
τήν ψυχή ἔξω ἀπ᾿ τόν κόσμο.
Πές μου, πῶς ἔξω ἀπ᾿ τόν κόσμο
ἡ ἀγάπη αὐτά τά βγάζει;
Θέλω καθαρά νά ξέρω.–
Ἄφραστα, εἶπα, εἶναι τοῦτα.
Ὅμως, πρόσεξε καί ἄκου:
Πνεῦμα θεῖο εἶν᾿ ἡ ἀγάπη!»24.
Μέ ποιόν τρόπο συμβαίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή στήν καρδιά;
Μέ ποιόν τρόπο γίνεται αὐτή ἡ ἀσύλληπτη μετάβαση ἀπό τόν φόβο στήν ἀγάπη;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει ἡ ἁγία πείρα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σύγχρονός μας καί συμπατριώτης μας Γεώργιο ὁ Ἔγκλειστος τῆς Μονῆς τοῦ Ζαντόνσκ, κόσμημα καί δόξα τοῦ μοναχισμοῦ, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔφτασε στή χριστιανική τελειότητα25, σέ ἐμπιστευτικές παραινέσεις του ἀποκάλυψε γιά τόν ἑαυτό του τά ἀκόλουθα:
«Θέλω νά πῶ λίγα λόγια γιά τήν οὐσία τῆς ἀγάπης. Εἶναι μιά λεπτή, πολύ λεπτή φλόγα. Εἶναι ἀσύλληπτη ἀπό κάθε νοῦ καί ἐλαφρότερη ἀπό κάθε νοῦ. Οἱ ἐνέργειές της εἶναι γοερές, θαυμαστές καί ἱερές. Ξεχύνονται στήν ψυχή ἀπό τό Ἅγιο καί “πανταχοῦ παρόν” Πνεῦμα. Μόλις ἀγγίξει τήν καρδιά αὐτή ἡ φλόγα, κάθε λογισμός καί κάθε αἴσθημα ταραχῆς ἐξαφανίζονται, δίνοντας τή θέση τους στήν ἡσυχία, τήν ταπείνωση, τή χαρά, τήν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα.
»Γιά πολλά, πού μέ ἀφοροῦσαν, ἤμουν ἀποκαλυπτικός σ᾿ ἐσᾶς. Θά γίνω τώρα πιό ἀποκαλυπτικός. Εἶχα περάσει ἐδῶ, στή μόνωση, ἕξι χρόνια, νομίζω, ὅταν ὁ Κύριος εὐαρρεστήθηκε νά φέρει στήν καρδιά μου τήν τέλεια συντριβή. Τότε πιά νόμισα ὅτι χανόμουνα καί ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ θά ἔκαιγε τήν ψυχή μου, γιατί αὐτή, βυθισμένη στήν ἀθυμία καί τήν ἀδιαφορία, εἶχε παραβεῖ τόν νόμο Του… Ἡ ψυχοσωματική μου κατάρρευση ἦταν ἀπόλυτη. Μόλις πού ἀνάσαινα. Ὡστόσο, διαρκῶς ἐπαναλάμβανα μέσα στήν καρδιά: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν”.
»Ξαφνικά, σέ μιά στιγμή, ἡ φλόγα τῆς καθαρῆς ἀγάπης ἄγγιξε τήν καρδιά μου. Καί τότε ἡ κατάστασή μου ἄλλαξε ὁλοκληρωτικά. Γέμισα ἀπό δύναμη, εὐεξία, χαρά ἀνεξήγητη. Τόσο ἤμουνα συνεπαρμένος, πού ποθοῦσα νά μέ βασάνιζαν, νά μέ κομμάτιαζαν, νά μ᾿ ἔβριζαν. Τό ποθοῦσα γιά νά συγκρατήσω μέσα μου τή γλυκιά φλόγα τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους ὅλους. Τόσο δυνατή καί ἡδονική εἶναι αὐτή ἡ φλόγα, πού κάθε πίκρα καί κάθε προσβολή τίς μεταβάλλει σέ ἀπολαύσεις.
»Ὅσο περισσότερα ξύλα ρίχνουμε στή φωτιά, τόσο αὐτή φουντώνει. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς θλίψεις πού μᾶς προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι: Ὅσο περισσότερες εἶναι αὐτές, τόσο φουντώνει στήν καρδιά ἡ ἁγία ἀγάπη. Καί τί ἐλευθερία, τί φῶς! Λόγια δέν ὑπάρχουν γιά νά τά περιγράψουν. Θά χαιρόμουν, ἄν κάποιος μοῦ στεροῦσε τά σωματικά μάτια, γιά νά μή βλέπω τό μάταιο φῶς. Θά χαιρόμουν, ἄν κάποιος μ᾿ ἔπαιρνε σάν κακοῦργο καί μ᾿ ἔστηνε στόν τοίχο, γιά νά μήν ἀκούω φωνή, νά μή βλέπω σκιά ἀνθρώπου…»26.
«Ἡ ἀγάπη», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «δέν γνωρίζει τήν ντροπή, καί γι᾿ αὐτό δέν ξέρει νά φέρεται μέ εὐπρέπεια. Ἡ ἀγάπη ἔχει ἀπό τή φύση της τήν ἰδιότητα νά μήν ντρέπεται καί νά ξεφεύγει ἀπό τό μέτρο της. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού σέ βρῆκε, λιμάνι κάθε χαρᾶς!»27.
Οἱ θεῖες εὐλογίες ἔρχονται μόνες τους, τότε πού δέν τίς περιμένουμε καί δέν ἐλπίζουμε νά τίς λάβουμε. Ἀλλά γιά νά ἔρθουν, πρέπει πρῶτα νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τή μετάνοια. Στή μετάνοια περιέχονται ὅλες οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μετάνοια φτάνει ὁ χριστιανός πρῶτα στόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί μετά στή θεία ἀγάπη.
Ἄς γείρει στό στῆθος τοῦ Κυρίου ὁ Ἰωάννης, ὁ παρθένος καί θεολόγος μαθητής, «πού τόν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς»28! Ἄς γείρουν μαζί του καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀχώριστοι τῆς ἁγίας ἀγάπης! Δέν εἶναι γιά μᾶς αὐτός ὁ τόπος. Ἡ δική μας θέση εἶναι στό πλῆθος τῶν λεπρῶν, τῶν παραλύτων, τῶν τυφλῶν, τῶν κουφῶν, τῶν μουγγῶν, τῶν δαιμονισμένων. Μαζί τους μᾶς τοποθετεῖ ἡ κατάσταση τῶν ψυχῶν μας καί μαζί τους θά παρουσιαστοῦμε στόν Σωτήρα μας. Ὥς τότε, ἄς ἔχουμε στά χείλη μας τόν κατανυκτικό Κανόνα στόν γλυκύτατο Ἰησοῦ29, ὅπως μᾶς προτρέπει ἡ μητέρα μας, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθάει νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας. Γιατί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μᾶς ἐξασφαλίζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό θεῖο ἔλεος.
Ὁ Κύριος μᾶς υἱοθέτησε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἐμεῖς, ὅμως, διαλύσαμε τόν ἱερό μας σύνδεσμο μ᾿ Ἐκεῖνον, παραβαίνοντας τίς ἐντολές Του καί διαπράττοντας μοιχεία μέ τή βδελυρή ἁμαρτία. «Ἄρχοντες τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρρων»30 ἀποκαλεῖ ὁ Κύριος τόν λαό Του μετά τήν πτώση του στήν ἀνομία, τόν λαό ἐκεῖνο γιά τόν ὁποῖο πρωτύτερα εἶχε διακηρύξει: «Ὁ λαός, πού προῆλθε ἀπό τόν Ἰακώβ, ἔγινε μερίδιο τοῦ Κυρίου, κληρονομιά Του ἔγινε ὁ Ἰσραήλ»31.
Ὁ ἄσωτος υἱός τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, ἀφοῦ σκόρπισε τήν περιουσία του σέ χώρα μακρινή, κάνοντας ἁμαρτωλή ζωή, βρέθηκε σέ ἀπερίγραπτη δυστυχία. Ἡ τραγική του κατάσταση τόν ἔκανε νά συνέλθει. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά ἐνεργήσει μέ τόν πιό συνετό τρόπο. «Θά σηκωθῶ», συλλογίστηκε, «θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: “Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ᾿ ἐσένα! Δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου. Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου!”»32. Χωρίς καμιά χρονοτριβή ἔκανε πράξη τήν ταπεινή του σκέψη. «Καί ἐνῶ ἦταν ἀκόμα μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του καί τόν σπλαχνίστηκε»33.
Τό ἴδιο ἄς κάνουμε κι ἐμεῖς, πού ἀπαρνηθήκαμε τή θεία υἱοθεσία καί ριχτήκαμε στίς μάταιες μέριμνες καί τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις: Ὅταν ἀποφασίσουμε νά ἐπιστρέψουμε στόν οὐράνιο Πατέρα μας, ἄς πλησιάσουμε στόν ἔνδοξο καί μεγαλόπρεπο θρόνο Του μέ βαθιά ταπείνωση καί εὐλαβικό φόβο.
Πρώτη ἐνέργειά μας πρέπει νά εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων μας καί ἡ ἐξομολόγησή τους·
δεύτερη, ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς·
τρίτη, ἡ ἔναρξη νέας ζωῆς, σύμφωνης μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές.
Ἡ ψυχή τῶν προσευχῶν μας καί ὅλων τῶν εὐσεβῶν ἀσκήσεών μας πρέπει νά εἶναι τό αἴσθημα τῆς μετάνοιας. Ὀφείλουμε νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο τῆς ἀγάπης, ἀνάξιο τῆς υἱοθεσίας τοῦ Θεοῦ. «Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου!», λέει ὁ μετανοημένος ἄσωτος υἱός, πού μοχθεῖ στό χωράφι τῆς μετάνοιας κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο βλέμμα ἑνός τρομεροῦ ἐπιστάτη, τοῦ φόβου! Δέν θά ἐπιζητήσουμε χαρίσματα πού δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, χαρίσματα γιά τά ὁποῖα δέν ὡριμάσαμε ἀκόμα. Ὅσο βρισκόμαστε, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ Εὐαγγελίου, «κάτω ἀπό ἐξουσία»34, ὅσο δηλαδή ἐξουσιαζόμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πονηρά πνεύματα, θά ὁμολογοῦμε μαζί μέ τόν συνετό ἐκεῖνο ἀξιωματικό: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχθῶ στό σπίτι μου. Πές, ὅμως, ἕναν μόνο λόγο, καί θά γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου»35.
«Νομίζω», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, «ὅτι, ὅπως ὁ γιός δέν ἀμφιβάλλει γιά τόν πατέρα του καί δέν τοῦ ζητάει, γιά παράδειγμα, “Δίδαξέ με τήν τάδε τέχνη” ἤ “Δῶσε μου τό τάδε πράγμα”, ἔτσι καί ὁ μοναχός πρέπει νά μήν ἀμφιβάλλει γιά τόν Θεό καί νά μήν Τοῦ ζητάει, “Δῶσε μου τοῦτο κι ἐκεῖνο “. Γιατί πρέπει νά γνωρίζει πώς ὁ Θεός φροντίζει γιά μᾶς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἕνας πατέρας γιά τό γιό του. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει νά ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας, νά πενθήσουμε γιά τά αἴτια τῶν ἁμαρτημάτων πού διαπράξαμε ἀθέλητα, εἴτε μέ τούς λογισμούς εἴτε μέ τά ἔργα, καί νά ποῦμε μέ καρδιά γεμάτη συντριβή τά λόγια τοῦ τελώνη: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τόν ἁμαρτωλό”36…
»Ὁ γιός ἑνός βασιλιά, ὅταν εἶναι ἄρρωστος, δέν λέει στόν πατέρα του, “Κάνε με βασιλιά, ἀλλά φροντίζει πρῶτα γιά τήν ἀρρώστια του, καί μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του ἡ βασιλεία τοῦ πατέρα γίνεται ὁπωσδήποτε δική του. Ἔτσι, ἀκριβῶς, καί ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ, βρίσκοντας τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς του, εἰσέρχεται μαζί μέ τόν Πατέρα στήν καθαρότητα τῆς φύσεως καί βασιλεύει στή δόξα τοῦ Πατέρα του»37. Ἀμήν.
Ἔρημος ἁγίου Σεργίου
1844
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” τομ. γ΄
Ἐκδόσεις: Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Ψαλμ. 18 : 10.
2Α΄ Ἰω. Δ΄: 18.
3Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Δ΄, 47.
4Ψαλμ. 88 : 8.
5Ἰω. Ιε΄ : 9 – 10.
6Φιλιπ. Β΄: 8.
7Ἰω. Ιβ΄ : 49-50.
8Ἰω. Ιδ΄: 21, 23, 24.
9Βλ. Ματθ. Στ΄: 33.
10Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία Πνευματικαί, ΛΖ΄, 2, 3.
11Πρβλ. Ματθ. Ιγ΄: 44.
12Ρωμ. Γ΄: 23, 24.
13Α΄ Κορ. Β΄: 9.
14Βλ. Γεν. Γ΄: 22.
15Βλ. Γεν. Γ΄: 18, 23.
16Βλ. Γεν. Γ΄: 19.
17Ἰω. Στ΄: 51, 33.
18Πρβλ. Ἰω. Στ΄: 51.
19Α΄ Ἰω. Δ΄: 8, 16.
20Λουκ. Κβ΄: 30.
21Ψαλμ. 103 : 15.
22 Ματθ. Ια΄: 28.
23 Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΟΒ΄, 4 -12.
24 Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Θείων ὕμνων ἔρωτες, ΙΖ΄, στιχ. 1-236.
25 Σ.τ.Μ.: Πρόκειται γιά τόν ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς Γεώργιο Μασούριν (1789-1836), ὁ ὁποῖος τό 1807 κατατάχθηκε στόν ρωσικό στρατό καί τό 1812 πολέμησε ἐναντίον τῶν Γάλλων εἰσβολέων. Τό 1818 ἐγκαταβίωσε ὡς δόκιμος μοναχός στή Μονή τοῦ Ζαντόνσκ, ὅπου ἀσκήθηκε ἔγκλειστος γιά δεκαεφτά χρόνια. Ἀπό βαθιά ταπείνωση, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος, ὅταν ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Στρατόνικος, ζήτησε νά μή γίνει γνωστή ἡ ἀπόκαρσή του, ἔτσι ὥστε οἱ ἄλλοι νά τόν ἀντιμετωπίζουν πάντοτε ὡς δόκιμο. «Ποταμό χάριτος» χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος τίς ἐπιστολές του, οἱ ὁποῖες ἐκδόθηκαν μετά τήν κοίμησή του.
26 Γεωργίου τοῦ Ἐγκλείστου, Ἐπιστολή 37η (τῆς 22.11.1824 πρός τή Μαρία Πετρόβνα Καλτσέβα).
27 Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΝΗ΄, 8-9.
28 Ἰω. Κα΄: 20.
29 Σ.τ.Μ.: Ὁ Κανών ἱκετήριος εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τοῦ μοναχοῦ Θεοκτίστου τοῦ Στουδίτου περιέχεται στό Μέγα Ὡρολόγιον.
30 Ἡσ. 1 : 10.
31 Δευτ. 32 : 9.
32 Λουκ. Ιε΄: 18 – 19.
33 Λουκ. Ιε΄: 20.
34 Ματθ. Η΄: 9.
35 Ματθ. Η΄ : 8.
36 Λουκ. Ιη΄: 13.
37 Ἀββᾶ Ίσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 31-32, 33.
http://www.hristospanagia.gr/?p=30857#more-30857
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει, ἀφενός, ὅτι «ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνός, κι ἔτσι παραμένει αἰώνιος»1, καί, ἀφετέρου, ὅτι «ὅποιος ἀγαπᾶ, δέν φοβᾶται· ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τόν φόβο· γιατί ὁ φόβος σχετίζεται μέ τήν τιμωρία, κι ὅποιος φοβᾶται τήν τιμωρία δείχνει πώς δέν ἔχει φτάσει στήν τέλεια ἀγάπη»2.
Τά δύο αὐτά χωρία φαίνεται νά ἀντιφάσκουν. Δέν συμβαίνει, ὅμως, αὐτό στήν πραγματικότητα. Τήν ἐξήγηση μᾶς τή δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες:
«Ὑπάρχουν δύο εἴδη φόβων, ἕνας ἀρχικός καί ἕνας τέλειος.
Ὁ πρῶτος εἶναι χαρακτηριστικός τῶν ἀρχαρίων, θά λέγαμε, στήν πνευματική ζωή, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι χαρακτηριστικός τῶν ἁγίων, αὐτῶν πού ἔχουν πιά τελειωθεῖ πνευματικά κι ἔχουν φτάσει στό μέτρο τῆς ἁγίας ἀγάπης.
Ὅποιος, δηλαδή, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν φόβο τῆς τιμωρίας, αὐτός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος.
Δέν ἀγωνίζεται γιά τό ἴδιο τό καλό, ἀλλά ἐπειδή φοβᾶται τίς τιμωρίες. Ἄλλος, ὅμως, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή χαίρεται ἰδιαίτερα μέ τό νά εἶναι ἡ ζωή του εὐάρεστη στόν Θεό. Αὐτός γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ καλοῦ. Αὐτός γεύθηκε τί σημαίνει νά εἶναι κανείς ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Αὐτός ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀγάπη πού ὁ ἅγιος (Ἰωάννης ὁ Θεολόγος) τήν ὀνομάζει τέλεια. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τόν ὁδηγεῖ στόν τέλειο φόβο. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος φοβᾶται καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπό φόβο γιά τίς τιμωρίες, ὄχι ἀπό φόβο μήπως κολαστεῖ, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, ἐπειδή γεύθηκε τή γλυκύτητα πού δοκιμάζει ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό, καί φοβᾶται μήπως τή χάσει, μήπως τή στερηθεῖ. Αὐτός, λοιπόν, ὁ τέλειος φόβος, πού προέρχεται ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη, ἀπομακρύνει τόν ἀρχικό φόβο. Καί γι᾿ αὐτό λέει: “ Ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τόν φόβο”. Εἶναι, ὅμως, ἀδύνατο νά φθάσει κανείς διαφορετικά στόν τέλειο φόβο, παρά μόνο μέ τόν ἀρχικό»3.
Τό ἴδιο τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ τόν ἅγιο, τόν εὐλαβικό φόβο σ᾿ ἐκεῖνα τά λογικά Του πλάσματα, πού, χάρη στήν καθαρότητα καί τήν ἀρετή τους, ἀξιώθηκαν νά βρεθοῦν κοντά Του καί νά συμμετέχουν στή μακαριότητά Του. «Ὁ Θεός, πού δοξάζεται ἀπό τή χορεία τῶν ἁγίων, εἶναι μεγάλος καί φοβερός σέ ὅλους ὅσοι Τόν περιβάλλουν»4.
Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἄραγε, εἶναι δυνατό ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Θεό; Εἶναι! Ἀλλά θά Τόν ἀγαπήσουμε μέ τόν τρόπο πού πρόσταξε ὁ Ἴδιος. Θά ἐπιδιώξουμε τήν κατάκτηση τῆς ἀγάπης μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις καί ἔτσι ὅπως μᾶς ὑπέδειξε Ἐκεῖνος: Δέν θά παραδινόμαστε στά σαρκικά πάθη καί τήν ἀπατηλή οἴηση! Δέν θά ἀνάβουμε στήν καρδιά μας τή φωτιά τῆς ἡδυπάθειας καί τῆς κενοδοξίας, πού εἶναι τόσο βδελυρές στόν Θεό καί τόσο καταστροφικές γιά μᾶς! Νά πῶς μᾶς ζητάει ὁ Κύριος νά Τόν ἀγαπᾶμε: «Μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου. Καί θά μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη μου, ἄν τηρήσετε τίς ἐντολές μου, ὅπως ἐγώ τήρησα τίς ἐντολές τοῦ Πατέρα μου, καί γι᾿ αὐτό μένω πιστός στήν ἀγάπη Του»5. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, μᾶς ἔδωσε τό παράδειγμα αὐτῆς τῆς διαγωγῆς, ἀφοῦ «ταπεινώθηκε θεληματικά, ὑπακούοντας (στόν Πατέρα Του) μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ»6.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τόν ἐγωισμό, πού νομίζουμε ὅτι προσθέτει ἀξία στή μηδαμινότητά μας. Ἄς ἐγκολπωθοῦμε τήν ταπείνωση, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τίς πτώσεις μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας. Τήν ἀγάπη μας στόν Χριστό θά τήν ἀποδείξουμε μέ τήν ὑπακοή μας στόν Χριστό. Τήν ἀγάπη μας στόν Θεό Πατέρα θά τήν ἀποδείξουμε μέ τήν ὑπακοή μας στόν Υἱό Του, ὁ ὁποῖος «δέν μᾶς δίδαξε ἀπό μόνος Του», ἀλλά κήρυξε ὅ,τι Τοῦ ὅρισε ὁ Πατέρας, πού Τόν ἔστειλε. «Καί ὅ,τι ὁρίζει Ἐκεῖνος, ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή»7.
«Ἐκεῖνος πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, αὐτός μέ ἀγαπᾶ», εἶπε ὁ Κύριος. «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τόν λόγο μου. Ὅποιος δέν μέ ἀγαπᾶ, δέν τηρεῖ τά λόγια μου»8. Τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, λοιπόν, ἀναγνωρίζει ὁ Σωτήρας ὡς τή μοναδική ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.
«Γι᾿ αὐτό, ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ Προφῆτες οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, φύλαγαν στίς καρδιές τους τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί δέν φρόντιζαν γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τήν ἁγιοπνευματική ἀγάπη πρός τόν Θεό καί γιά τό καλό, ὄχι μόνο μέ τά λόγια ἤ μέ τήν ἁπλή γνώση, ἀλλά καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα… Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκαν τή δική τους ἀντίληψη γιά τό δίκαιο καί τό σωστό, ζήτησαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ (πού βρίσκεται διατυπωμένο στή διδασκαλία καί τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου). Στή συνέχεια βρῆκαν καί τήν ἀγάπη, πού εἶναι κρυμμένη κατά φύση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού μᾶς ἀφησε πολλές ἐντολές γιά τήν ἀγάπη, μᾶς πρόσταξε νά ζητᾶμε πρῶτα τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματός τοῦ Θεοῦ9, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι αὐτή ἡ ἐφαρμογή εἶναι μητέρα τῆς ἀγάπης»10.
Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά ἀποκτήσουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἄς ἀγαπήσουμε πρῶτα τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἄς πουλήσουμε κάθε ἐπιθυμία, κάθε κακία, κάθε πάθος μας. Καί μέ τό τίμημα τῆς αὐταπαρνήσεως ἄς ἀγοράσουμε τό χωράφι τῆς καρδιᾶς μας, τό ὁποῖο πρίν ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀγορά δέν μᾶς ἀνήκει. Ἄς τό καλλιεργήσουμε μέ τίς θεῖες ἐντολές, καί θά βροῦμε θαμμένον ἐκεῖ τόν οὐράνιο θησαυρό τῆς ἀγάπης11.
Τί μᾶς περιμένει, ὅμως, σ᾿ αὐτό τό χωράφι; Μᾶς περιμένουν κόποι καί ἀρρώστιες. Μᾶς περιμένει ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, πού δέν θά μᾶς ἀφήσει νά τόν νικήσουμε εὔκολα. Μᾶς περιμένει ἡ ἁμαρτία, πού ζεῖ καί στόν νοῦ καί στήν καρδιά καί στό σῶμα μας. Σκληρός ἀγώνας χρειάζεται, γιά νά ὑποταχθεῖ ὁ ὑπερήφανος καί τυφλός νοῦς στόν Χριστό καί τίς ἐντολές Του. Ἀλλά κι ὅταν ὁ νοῦς ὑποταχθεῖ, νέος ἀγώνας πρέπει ν᾿ ἀρχίσει γιά τή συμμόρφωση τῆς διεστραμμένης καί σκληρῆς καρδιᾶς πρός τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ἐναντιώνεται. Τέλος, ὅταν καί ἡ καρδιά ὑποταχθεῖ στόν Χριστό, θά πρέπει νά ἔρθει κοντά Του καί τό σῶμα, προορισμένο κι αὐτό γιά τόν οὐρανό.
Στόν ἀόρατο πόλεμό μας κάθε βῆμα σημαδεύεται ἀπό τήν ἄσκηση, σημαδεύεται ἀπό τό μαρτύριο, σημαδεύεται ἀπό τόν ἱδρώτα τοῦ μόχθου καί τῆς βίας πού ἀσκοῦμε πάνω στόν ἑαυτό μας. Τή μιά βγαίνουμε νικητές καί τήν ἄλλη νικημένοι. Τή μία γεννιέται μέσα μας ἡ ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἄλλη διαπιστώνουμε ὅτι τά σδεσμά μας εἶναι τόσο γερά, πού ὄχι μόνο δέν σπᾶνε μά οὔτε κάν χαλαρώνουν, ὅσα μέσα κι ἄν χρησιμοποιοῦμε.
Μᾶς καταβάλλουν,
πρῶτον, ἡ ἀδυναμία τόσο τῆς φύσεως ὅσο καί τῆς προαιρέσεως,
δεύτερον, ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ, πού προκλήθηκε ἀπό τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή μας ζωή,
τρίτον, ἡ διαστροφή τῆς καρδιᾶς, πού ἀπέκτησε κακές συνήθειες, καί,
τέταρτον, ἡ ροπή τοῦ σώματος πρός τήν ἁμαρτία, ροπή πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἐπανειλημμένη γεύση σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Μᾶς πολεμοῦν, τέλος, καί τά πονηρά πνεύματα, πού θέλουν νά μᾶς κρατήσουν στήν αἰχμαλωσία.
Νά λοιπόν, ποιός εἶναι ὁ στενός δρόμος, ἕνας δρόμος γεμάτος δυσκολίες, ἕνας δρόμος στρωμένος μέ ἀγκάθια. Ἀπό τόν δρόμο αὐτό, ὅμως, ἡ θρηνητική προσευχή ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο στή συμφιλίωση μέ τόν Θεό. Ἀρκεῖ ἡ προσευχή αὐτή νά ἐμπνέεται ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά συνοδεύεται ἀπό τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἀπό τά ἔργα τῆς μετάνοιας καί τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἡ σχέση τοῦ θείου φόβου μέ τή θεία ἀγάπη ἐξηγεῖται ἔξοχα ἀπό τούς πνευματοφόρους Πατέρς Ἰσαάκ τόν Σύρο καί Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Μέ τά λαμπρά τους λόγια στολίζουμε τόν φτωχό μας λόγο.
«Ἡ μετάνοια », λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «δόθηκε στούς ἀνθρώπους μετά τό Βάπτισμα ὡς χάρη μετά τή χάρη. Γιατί μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη ἀναγέννηση ἀπό τόν Θεό, κι ἐκεῖνο πού δεχθήκαμε ὡς ἀρραβώνα μέ τήν πίστη, τό παίρνουμε ὡς χάρισμα μέ τή μετάνοια. Μετάνοια εἶναι ἡ θύρα τοῦ ἐλέους ἡ ἀνοιγμένη σ᾿ ἐκείνους πού τήν ἀναζητοῦν. Ἀπ᾿ αὐτή τή θύρα περνᾶμε πρός τό θεῖο ἔλεος, ἀλλιῶς δέν βρίσκουμε ἔλεος. Γιατί “ὅλοι ἔχουν ἁμαρτήσει”, σύμφωνα μέ τή θεία Γραφή, “καί ὁ Θεός τούς δικαιώνει χωρίς ἀντάλλαγμα, μέ τή χάρη Του”12. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη χάρη καί γεννιέται στήν καρδιά ἀπό τήν πίστη καί τόν φόβο. Ὁ φόβος εἶναι τό πατρικό ραβδί πού μᾶς παιδαγωγεῖ, ὥσπου νά φτάσουμε στόν παράδεισο τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Κι ὅταν φτάσουμε ἐκεῖ, μᾶς ἀφήνει καί φεύγει.
»Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία βρίσκεται ἡ ἀπόλαυση ὅλων τῶν μακαρισμῶν. Ἐκεῖ ὁ μακάριος Παῦλος δοκίμασε τροφή ὑπερφυσική καί, ἀφοῦ γεύθηκε καρπούς ἀπό τό δένδρο τῆς ζωῆς, ἀναφώνησε: “Μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί νοῦς ἀνθρώπου δέν φαντάστηκε ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν”13. Ὁ Ἀδάμ, μετά τή συμβουλή τοῦ διαβόλου, δέν μπόρεσε νά γευθεῖ τούς καρπούς αὐτοῦ τοῦ δένδρου14.
» Τό δένδρο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία ξέπεσε ὁ Ἀδάμ καί δέν συνάντησε πιά τή χαρά, ἀλλά δούλευε καί μοχθοῦσε στή γῆ τή γεμάτη ἀγκάθια15. Ὅσοι στερήθηκαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν βαδίζουν στόν σωστό δρόμο, τρῶνε μέ ἱδρώτα τό ψωμί τους, τό ψωμί πού ἐπιτράπηκε στόν πρωτόπλαστο νά τρώει μετά τήν πτώση του16. Ὥσπου νά βροῦμε τήν ἀγάπη, στή γῆ μέ τ᾿ ἀγκάθια θά ἐργαζόμαστε, ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια θά σπέρνουμε καί θά θερίζουμε. Ἀκόμα κι ἄν ὁ σπόρος μας γίνει σπόρος δικαιοσύνης, κάθε ὥρα θά μᾶς πληγώνουν τ᾿ ἀγκάθια. Ἀκόμα κι ἄν δικαιωθοῦμε, πάλι μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου μας θά ζοῦμε.
»Ὅταν ὅμως, βροῦμε τήν ἀγάπη, θά τρεφόμαστε μέ ἄρτο οὐράνιο, θά παίρνουμε δύναμη δίχως ἔργα καί κόπους. Ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, “πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό κι ἔδωσε ζωή στόν κόσμο”17. Αὐτή εἶναι ἡ τροφή τῶν ἀγγέλων. Ὅποιος βρῆκε τήν ἀγάπη, τρώει τόν Χριστό κάθε μέρα καί κάθε ὥρα, κι ἀπ᾿ αὐτό γίνεται ἀθάνατος. Τό εἶπε Ἐκεῖνος: “Ὅποιος τρώει ἀπό τόν ἄρτο πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, θά ζήσει αἰώνια”18. Μακάριος εἶναι ὅποιος τρώει ἀπό τόν ἄρτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Καί τό ὅτι ὅποιος τρώει ἀπό τήν ἀγάπη τρώει τόν Χριστό, τόν Θεό τῶν ὅλων, τό ἐπιβεβαιώνει ὁ Ἰωάννης, λέγοντας: “Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη”19. Ὅποιος, λοιπόν, ζεῖ στήν ἀγάπη, παίρνει ζωή ἀπό τόν Θεό καί, ἐνῶ βρίσκεται ἀκόμα στόν κόσμο τοῦτο, ἀναπνέει τόν ἀέρα ἐκεῖνο τῆς ἀναστάσεως ἤδη ἀπό ἐδῶ. Μ᾿ αὐτόν τόν ἀέρα θά εὐφραίνονται οἱ δίκαιοι μετά τήν ἀνάσταση.
»Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ βασιλεία πού ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος μυστικά στούς Ἀποστόλους, ὅταν τούς εἶπε ὅτι θά φᾶνε στή βασιλεία Του. Τί ἄλλο ἀλήθεια, παρά ἀγάπη σημαίνουν τά λόγια Του, “στή βασιλεία μου θά τρῶτε καί θά πίνετε στό τραπέζι μου”20; Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανή νά θρέψει τόν ἄνθρωπο ἀντί γιά τροφή καί ποτό. Αὐτό εἶναι “τό κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου”21.
Μακάριος εἶναι ὅποιος ἤπιε ἀπ᾿ αὐτό τό κρασί.
Τό ἤπιαν οἱ ἀκόλαστοι κι ἔγιναν σεμνοί·
τό ἤπιαν οἱ ἁμαρτωλοί καί λησμόνησαν τούς δρόμους τῶν ἁμαρτημάτων· τό ἤπιαν οἱ μέθυσοι κι ἔγιναν νηστευτές·
τό ἤπιαν οἱ πλούσιοι καί πόθησαν τή φτώχεια·
τό ἤπιαν οἱ ἄρρωστοι κι ἔγιναν δυνατοί·
τό ἤπιαν οἱ ἀπαίδευτοι κι ἔγιναν σοφοί.
»Ὅπως δέν εἶναι δυνατό νά περάσει κανείς τήν πλατιά θάλασσα χωρίς πλοῖο ἤ καράβι, ἔτσι δέν μπορεῖ νά φτάσει στήν ἀγάπη χωρίς τόν φόβο. Τή βρωμερή θάλασσα (τῶν παθῶν), πού βρίσκεται ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί τόν νοερό παράδεισο, μποροῦμε νά τήν περάσουμε μέ τό καράβι τῆς μετάνοιας, πού ὁδηγεῖται ἀπό τούς κωπηλάτες τοῦ φόβου. Ἄν οἱ κωπηλάτες τοῦ φόβου δέν ὀδηγοῦν τό πλοῖο τοῦτο τῆς μετάνοιας, μέ τό ὁποῖο περνᾶμε τή θάλασσα τοῦ κόσμου μέ προορισμό τόν Θεό, βουλιάζουμε σ᾿ αὐτή τή βρωμερή θάλασσα. Ἡ μετάνοια εἶναι τό πλοῖο, ὁ φόβος εἶναι ὁ κυβερνήτης καί ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεϊκό λιμάνι.
»Μᾶς ἐπιβιβάζει, λοιπόν, ὁ φόβος στό πλοῖο τῆς μετάνοιας, μᾶς περνᾶ ἀπό τή βρωμερή θάλασσα τοῦ βίου καί μᾶς ὁδηγεῖ στό θεϊκό λιμάνι, τήν ἀγάπη, ὅπου φτάνουν μέ τή μετάνοια “ὅλοι ὅσοι εἶναι κουρασμένοι καί φορτωμένοι”22. Κι ὅταν φτάσουμε στήν ἀγάπη, φτάσαμε στόν Θεό. Τελείωσε τό ταξίδι μας. Περάσαμε στό νησί πού βρίσκεται πέρα ἀπό τόν κόσμο. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα»23.
Τό περιεχόμενο τοῦ δέκατου ἕβδομου ὕμνου τοῦ ὁσίου Συμεών, πού παραθέτουμε στή συνέχεια, συνοψίζεται στήν ἐπικεφαλίδα του: «Ὁ φόβος γεννᾶ τήν ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη ξεριζώνει τόν φόβο ἀπό τήν ψυχή καί μένει μόνη σ᾿ αὐτήν, καθώς εἶναι Πνεῦμα θεῖο καί ἅγιο».
Γράφει λοιπόν, ὁ Ὅσιος σ᾿ αὐτόν τόν ὕμνο:
Πῶς νά ὑμνήσω, πῶς νά δοξάσω,
πῶς καί ἐπάξια νά ἐγκωμιάσω
Αὐτόν πού τά πολλά μου παραβλέπει
ἁμαρτήματα, τόν Θεό μου;
Πῶς στά οὐράνια νά κοιτάξω,
πῶς τά μάτια νά σηκώσω;
Πῶς τό στόμα, Σωτήρα μου, ν᾿ ἀνοίξω
καί πῶς τά χείλη νά κινήσω;
Πῶς τά χέρια μου ν᾿ ἁπλώσω
πρός τοῦ οὐρανοῦ τά ὕψη;
Ποιά ν᾿ ἀνακαλύψω λόγια,
ποιές νά Σοῦ προσφέρω φράσεις;
Μέ τί θάρρος νά μιλήσω
κι ἄφεση νά Σοῦ ζητήσω
γιά τ᾿ ἀμέτρητά μου λάθη
καί τό πλῆθος τῶν πταισμάτων;
Ναί, τά ἔργα πού ἔχω πράξει
ξεπερνοῦν κάθε συγγνώμη.
Τί Σοῦ λέω, Σωτήρα, ξέρεις .
Κάθε πλάσμα ἔχω περάσει,
πράττοντας στή φύση ἐνάντια.
Νά με ἀπ᾿ τά ζῶα πιό κάτω,
ἀπ᾿ τῆς θάλασσας τά κήτη
κι ἀπ᾿ τῆς γῆς τά κτήνη ὅλα.
Κι ἀπ᾿ τά ἑρπετά πιό κάτω
πῆγα, ναί, κι ἀπ᾿ τά θηρία·
πάτησα τίς ἐντολές Σου,
ἄλογο λές κι ἤμουν πλάσμα.
Μέ τό σῶμα μολυσμένο
καί ψυχή ὅλη ρυπωμένη,
πῶς μπροστά Σου θά τολμήσω
νά σταθῶ, ὁ δυστυχισμένος,
νά μέ δεῖς, νά Σ᾿ ἀντικρίσω;
Πῶς τή δόξα Σου ν᾿ ἀντέξω
καί τό φῶς τό ἀκτινοβόλο
τοῦ Ἀγίου Πνεύματός Σου;
Πῶς νά μή βαδίσω μόνος
στό σκοτάδι, πού ἔχω πράξει
ἔργα σκοτεινά καί εἶμαι
πέρα ἀπ᾿ τῶν ἁγίων τά πλήθη;
Πῶς ν᾿ ἀντέξω τή φωνή Σου
πού στό σκότος θά μέ στείλει,
ἀφοῦ ἀπό ᾿ δῶ σηκώνω
γιά τά ἔργα καταδίκη;
Φρίττω σύγκορμος καί τρέμω
καί φωνάζω Σου γεμάτος
ἀπό ἔκπληξη καί φόβο:
Ἄλλος ὅμοια, Σωτήρα,
δέν Σοῦ ἔφταιξε, τό ξέρω,
οὔτε κι ἔπραξε τίς πράξεις
πού ἔπραξα, ὁ δυστυχισμένος,
κι ἔτσι ἔγινα καί σ᾿ ἄλλους
τῆς ἀπώλειας ἡ αἰτία.
Μά καί τοῦτο τό γνωρίζω,
τό πιστεύω, ναί, Θεέ μου,
ὅτι μέγεθος πταισμάτων
καί βουνό ἁμαρτημάτων
καί αἰσχρότητα ὅποιων ἔργων
ποτέ δέν θά ξεπεράσει
τό φιλάνθρωπο καί μέγα,
μᾶλλον πάνω κι ἀπό μέγα
κι ἀπό νοῦ πάνω καί λόγο,
ἔλεός Σου, πού σκορπίζεις
πλούσια σ᾿ ὅσους ἔχουν φταίξει
καί μετανοοῦν μέ θέρμη·
τούς ἁγνίζεις, τούς φωτίζεις,
μέ τό φῶς τούς πλημμυρίζεις
καί μέ τή θεότητά Σου,
ἀλλά καί μιλᾶς μαζί τους
σάν μ᾿ ἀληθινούς Σου φίλους.
Ἄμετρή Σου ἡ καλοσύνη
καί ἀνέκφραστη ἡ ἀγάπη!
Καί γιά τοῦτο Σοῦ προσφέρω
καί μέ θέρμη Σοῦ φωνάζω:
Ὅπως δέχτηκες, σάν ἦρθαν,
ἕναν ἄσωτο, μιά πόρνη,
Εὔσπλαχνε, δέξου κι ἐμένα,
πού μετανοῶ ἀπ᾿ τά βάθη
τῆς ψυχῆς μου· καί τά δάκρυα
σάν πηγές λογάρισέ τα,
πού κυλοῦν, Χριστέ, συνέχεια,
καί μ᾿ αὐτά τῆς ψυχῆς πλύνε
καθώς καί τούς σώματός μου
τίς κηλίδες ἀπ᾿ τά πάθη!
Ἀπό κάθε πονηρία
ξέπλυνε καί τήν καρδιά μου!
Γιατί αὐτή εἶν᾿ ἡ ρίζα
κι ἡ πηγή τῆς ἁμαρτίας·
τοῦ σπορά τοῦ Πονηροῦ εἶναι.
Ἀπό κεῖ εἶναι πού βλαστάνει
κι ἀνεβαίνει καί ψηλώνει
κι πετάει κλώνους πλῆθος
πονηρίας καί κακίας.
Τοῦ κακοῦ, Χριστέ, τίς ρίζες
ἀπ᾿ τά βάθη ἀνάσπασέ τες.
Τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδιᾶς μου
τούς ἀγρούς καθάρισέ τους.
Φύτεψε σ᾿ αὐτούς τόν φόβο
τόν δικό σου, Ἐλεήμων!
Καν᾿ τόν ἄξιο νά ριζώσει,
δυνατούς βλαστούς νά βγάλει,
νά τρανέψει,νά ψηλώσει,
συνεχῶς νά μεγαλώνει,
σάν τηρῶ τίς ἐντολές Σου.
Μά ὑπάρχουν καί τά δάκρυα
πού ἀδιάκοπα κυλᾶνε.
Καί ποτίζεται ὁ φόβος
ἀπ᾿ αὐτά κι ὅλο θεριεύει·
κι ὅσο στήν ψυχή ριζώνει,
τόσο πιό ψηλά ἀνεβαίνει.
Μέ τόν φόβο μεγαλώνει
ἡ ταπείνωση ἀπό δίπλα,
καί μέ τήν ταπείνωση ὅλα
ἀφανίζονται τά πάθη.
Μέ τά πάθη παίρνει δρόμο
καί τό πλῆθος τῶν δαιμόνων.
Καί τό θέαμα νά τ᾿ ὡραῖο:
Σάν βασίλισσα ἕνα γύρο
οἱ ἀρετές ἀκολουθοῦνε,
φύλακες μαζί καί φίλες
τῆς κυρᾶς καί ὑπηρέτριες.
Κι ὅταν ὅλες μαζευτοῦνε
κι ἑνωθοῦνε μεταξύ τους,
ἀνθεῖ ἀνάμασά τους ὅπως
δένδρο σέ νερῶν ἀνάβρες
φυτρωμένο, ἔτσι ὁ φόβος
ὁ δικός Σου καί μου δείχνει
ἄνθος ξένο λιγό-λίγο.
Ναί, Χριστέ μου, ἄνθος ξένο!
Ξένο λέω, γιατί δίνουν
τά φυτά ὅλα τόν καρπό τους,
κι ἔχει κάθε δένδρο σπόρο
ὅπως τό εἶδος του τόν θέλει,
ἐνῶ ὁ φόβος ὁ δικός Σου
καί λουλούδι βγάζει ξένο
καί καρπό παρόμοια ξένο
κι ἄλλο ὁλότελα ἀπ᾿ τόν ἴδιο.
Γιατί εἶν᾿ ὁ φόβος πάντα
σκυθρωπότητα γεμάτος,
κι ὅποιους τοῦτος κυριεύει,
μελαγχολικούς τούς κάνει
νά ᾿ναι συνεχῶς σάν δοῦλοι,
πού πληγές πολλές ἀξίζουν
καί κάθε ὥρα περιμένουν
νά ᾿ρθει ὁ χάρος νά τούς πάρει.
Κι ἐνῶ βλέπουν τό δρεπάνι,
ἀγνοοῦν πάντως τήν ὥρα
καί δέν ἔχουν οὔτ᾿ ἐλπίδα
οὔτε καί πληροφορία
γιά συγχώρησή τους τέλεια.
Μά τό τέρμα τούς τρομάζει,
γιά τό τέλος νιώθουν φρίκη,
γιατί περιφέρουν, Θεέ μου,
τήν ἀμφίβολη ἐκείνη
τήν ἀπόφαση τῆς δίκης.
Τοῦ ἀνθοῦ, λοιπόν, τοῦ φόβου
εἶναι ἄφατο τό κάλλος
καί πιό ἄφατος ὁ τρόπος:
Ἀνοιχτό καθώς τόν βλέπεις,
ξαφνικά χάνεται πάλι!
Φυσικό αὐτό δέν εἶναι,
οὔτε καί συνηθισμένο.
Φύση ὑπέρτερη εἶναι τοῦτο,
ξεπερνᾶ τήν κάθε φύση.
Τή μιά φαίνεται ὡραῖο
ἄνθος πέρ᾿ ἀπό τά λόγια,
καί τόν νοῦ μου κλέβει ὅλο,
κάνοντάς με νά τό βλέπω·
δέν ἀφήνει νά θυμᾶμαι
τίποτα πού φόβο φέρνει.
Ἀλλά νά ξεχάσω ὅλα
τοῦτα ξαφνικά μέ κάνει
καί πετάει μακριά μου.
Καί τοῦ φόβου δίχως ἄνθος
ἔμεινε πάλι τό δένδρο.
Καί λυπᾶμαι καί στενάζω
καί μέ θέρμη Σοῦ κραυγάζω.
Καί τό ἄνθος πάλι βλέπω
πάνω στά κλαδιά τοῦ δένδρου.
Κι ἔχοντας, Χριστέ, τό βλέμμα
μόνο στ᾿ ἄνθος καρφωμένο,
δέν τό βλέπω πιά τό δένδρο.
Κι ὅσο πιό συχνά τό ἄνθος
λουλουδίζει, καί μέ σέρνει
σκλάβο ὁ πόθος μου κοντά του,
δένει ἡ ἀγάπη τόν καρπό της.
Μά καί πάλι δέν τό θέλει
νά σταθεῖ πάνω στό δένδρο
τοῦτος ὁ καρπός τοῦ φόβου,
ἀλλά, μόλις ὡριμάσει
τέλεια, τότε τόν βλέπεις
μόνο του, δίχως τό δένδρο.
Γιατί ὁ φόβος στήν ἀγάπη
δέν ὑπάρχει πιά καθόλου,
οὔτε πάλι δίχως φόβο
μέσα στήν ψυχή γεννιέται.
Ξεπερνᾶ τό θαῦμα, ἀλήθεια,
κάθε λογική καί σκέψη:
Νά μᾶς δίνει ἕνα δένδρο
ἄνθος καί καρπό μέ κόπο,
κι ὁ καρπός τοῦ δένδρου πάλι
ὅλο νά τό ξεριζώνει
καί νά μένει μοναχός του!
Πῶς καρπός χωρίς τό δένδρο
γίνεται, νά πῶ δέν ξέρω.
Τώρα μένει πιά καί ὑπάρχει
ἡ ἀγάπη μόνη, δίχως
τόν γεννήτορά της φόβο.
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι
ὅλη, ἀλήθεια, εὐφροσύνη,
καί χαρά καί καρδιᾶς τέρψη
πλημμυρίζει ὅποιον τήν ἔχει,
καί τόν βγάζει ἀπό τόν κόσμο
ὅσο ἀκόμα εἶναι στό σῶμα.
Αὐτό ὁ φόβος νά τό κάνει
δύναμη καμιά δέν ἔχει·
στά ὁρατά ἀφοῦ ὑπάρχει
καί στά αἰσθητά ὅλα μέσα,
πῶς μπορεῖ τόν φοβισμένο
ἄραγε ἀπ᾿ αὐτά νά βγάλει
κι αἰσθητά νά τόν συνδέσει
μέ τ᾿ ἀόρατα τελείως;
Δέν μπορεῖ καθόλου, ἀλήθεια!
Καί τό ἄνθος κι ὁ καρπός του,
τά γεννήματα τοῦ φόβου,
ἔξω ἀπό τόν κόσμο εἶναι
καί τόν νοῦ ν᾿ ἀρπάζουν ξέρουν
καί μαζί του νά σηκώνουν
τήν ψυχή ἔξω ἀπ᾿ τόν κόσμο.
Πές μου, πῶς ἔξω ἀπ᾿ τόν κόσμο
ἡ ἀγάπη αὐτά τά βγάζει;
Θέλω καθαρά νά ξέρω.–
Ἄφραστα, εἶπα, εἶναι τοῦτα.
Ὅμως, πρόσεξε καί ἄκου:
Πνεῦμα θεῖο εἶν᾿ ἡ ἀγάπη!»24.
Μέ ποιόν τρόπο συμβαίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή στήν καρδιά;
Μέ ποιόν τρόπο γίνεται αὐτή ἡ ἀσύλληπτη μετάβαση ἀπό τόν φόβο στήν ἀγάπη;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει ἡ ἁγία πείρα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σύγχρονός μας καί συμπατριώτης μας Γεώργιο ὁ Ἔγκλειστος τῆς Μονῆς τοῦ Ζαντόνσκ, κόσμημα καί δόξα τοῦ μοναχισμοῦ, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔφτασε στή χριστιανική τελειότητα25, σέ ἐμπιστευτικές παραινέσεις του ἀποκάλυψε γιά τόν ἑαυτό του τά ἀκόλουθα:
«Θέλω νά πῶ λίγα λόγια γιά τήν οὐσία τῆς ἀγάπης. Εἶναι μιά λεπτή, πολύ λεπτή φλόγα. Εἶναι ἀσύλληπτη ἀπό κάθε νοῦ καί ἐλαφρότερη ἀπό κάθε νοῦ. Οἱ ἐνέργειές της εἶναι γοερές, θαυμαστές καί ἱερές. Ξεχύνονται στήν ψυχή ἀπό τό Ἅγιο καί “πανταχοῦ παρόν” Πνεῦμα. Μόλις ἀγγίξει τήν καρδιά αὐτή ἡ φλόγα, κάθε λογισμός καί κάθε αἴσθημα ταραχῆς ἐξαφανίζονται, δίνοντας τή θέση τους στήν ἡσυχία, τήν ταπείνωση, τή χαρά, τήν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα.
»Γιά πολλά, πού μέ ἀφοροῦσαν, ἤμουν ἀποκαλυπτικός σ᾿ ἐσᾶς. Θά γίνω τώρα πιό ἀποκαλυπτικός. Εἶχα περάσει ἐδῶ, στή μόνωση, ἕξι χρόνια, νομίζω, ὅταν ὁ Κύριος εὐαρρεστήθηκε νά φέρει στήν καρδιά μου τήν τέλεια συντριβή. Τότε πιά νόμισα ὅτι χανόμουνα καί ὅτι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ θά ἔκαιγε τήν ψυχή μου, γιατί αὐτή, βυθισμένη στήν ἀθυμία καί τήν ἀδιαφορία, εἶχε παραβεῖ τόν νόμο Του… Ἡ ψυχοσωματική μου κατάρρευση ἦταν ἀπόλυτη. Μόλις πού ἀνάσαινα. Ὡστόσο, διαρκῶς ἐπαναλάμβανα μέσα στήν καρδιά: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν”.
»Ξαφνικά, σέ μιά στιγμή, ἡ φλόγα τῆς καθαρῆς ἀγάπης ἄγγιξε τήν καρδιά μου. Καί τότε ἡ κατάστασή μου ἄλλαξε ὁλοκληρωτικά. Γέμισα ἀπό δύναμη, εὐεξία, χαρά ἀνεξήγητη. Τόσο ἤμουνα συνεπαρμένος, πού ποθοῦσα νά μέ βασάνιζαν, νά μέ κομμάτιαζαν, νά μ᾿ ἔβριζαν. Τό ποθοῦσα γιά νά συγκρατήσω μέσα μου τή γλυκιά φλόγα τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους ὅλους. Τόσο δυνατή καί ἡδονική εἶναι αὐτή ἡ φλόγα, πού κάθε πίκρα καί κάθε προσβολή τίς μεταβάλλει σέ ἀπολαύσεις.
»Ὅσο περισσότερα ξύλα ρίχνουμε στή φωτιά, τόσο αὐτή φουντώνει. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς θλίψεις πού μᾶς προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι: Ὅσο περισσότερες εἶναι αὐτές, τόσο φουντώνει στήν καρδιά ἡ ἁγία ἀγάπη. Καί τί ἐλευθερία, τί φῶς! Λόγια δέν ὑπάρχουν γιά νά τά περιγράψουν. Θά χαιρόμουν, ἄν κάποιος μοῦ στεροῦσε τά σωματικά μάτια, γιά νά μή βλέπω τό μάταιο φῶς. Θά χαιρόμουν, ἄν κάποιος μ᾿ ἔπαιρνε σάν κακοῦργο καί μ᾿ ἔστηνε στόν τοίχο, γιά νά μήν ἀκούω φωνή, νά μή βλέπω σκιά ἀνθρώπου…»26.
«Ἡ ἀγάπη», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «δέν γνωρίζει τήν ντροπή, καί γι᾿ αὐτό δέν ξέρει νά φέρεται μέ εὐπρέπεια. Ἡ ἀγάπη ἔχει ἀπό τή φύση της τήν ἰδιότητα νά μήν ντρέπεται καί νά ξεφεύγει ἀπό τό μέτρο της. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού σέ βρῆκε, λιμάνι κάθε χαρᾶς!»27.
Οἱ θεῖες εὐλογίες ἔρχονται μόνες τους, τότε πού δέν τίς περιμένουμε καί δέν ἐλπίζουμε νά τίς λάβουμε. Ἀλλά γιά νά ἔρθουν, πρέπει πρῶτα νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τή μετάνοια. Στή μετάνοια περιέχονται ὅλες οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μετάνοια φτάνει ὁ χριστιανός πρῶτα στόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί μετά στή θεία ἀγάπη.
Ἄς γείρει στό στῆθος τοῦ Κυρίου ὁ Ἰωάννης, ὁ παρθένος καί θεολόγος μαθητής, «πού τόν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς»28! Ἄς γείρουν μαζί του καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀχώριστοι τῆς ἁγίας ἀγάπης! Δέν εἶναι γιά μᾶς αὐτός ὁ τόπος. Ἡ δική μας θέση εἶναι στό πλῆθος τῶν λεπρῶν, τῶν παραλύτων, τῶν τυφλῶν, τῶν κουφῶν, τῶν μουγγῶν, τῶν δαιμονισμένων. Μαζί τους μᾶς τοποθετεῖ ἡ κατάσταση τῶν ψυχῶν μας καί μαζί τους θά παρουσιαστοῦμε στόν Σωτήρα μας. Ὥς τότε, ἄς ἔχουμε στά χείλη μας τόν κατανυκτικό Κανόνα στόν γλυκύτατο Ἰησοῦ29, ὅπως μᾶς προτρέπει ἡ μητέρα μας, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθάει νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας. Γιατί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μᾶς ἐξασφαλίζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό θεῖο ἔλεος.
Ὁ Κύριος μᾶς υἱοθέτησε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἐμεῖς, ὅμως, διαλύσαμε τόν ἱερό μας σύνδεσμο μ᾿ Ἐκεῖνον, παραβαίνοντας τίς ἐντολές Του καί διαπράττοντας μοιχεία μέ τή βδελυρή ἁμαρτία. «Ἄρχοντες τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρρων»30 ἀποκαλεῖ ὁ Κύριος τόν λαό Του μετά τήν πτώση του στήν ἀνομία, τόν λαό ἐκεῖνο γιά τόν ὁποῖο πρωτύτερα εἶχε διακηρύξει: «Ὁ λαός, πού προῆλθε ἀπό τόν Ἰακώβ, ἔγινε μερίδιο τοῦ Κυρίου, κληρονομιά Του ἔγινε ὁ Ἰσραήλ»31.
Ὁ ἄσωτος υἱός τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, ἀφοῦ σκόρπισε τήν περιουσία του σέ χώρα μακρινή, κάνοντας ἁμαρτωλή ζωή, βρέθηκε σέ ἀπερίγραπτη δυστυχία. Ἡ τραγική του κατάσταση τόν ἔκανε νά συνέλθει. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά ἐνεργήσει μέ τόν πιό συνετό τρόπο. «Θά σηκωθῶ», συλλογίστηκε, «θά πάω στόν πατέρα μου καί θά τοῦ πῶ: “Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ᾿ ἐσένα! Δέν εἶμαι ἄξιος πιά νά λέγομαι γιός σου. Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου!”»32. Χωρίς καμιά χρονοτριβή ἔκανε πράξη τήν ταπεινή του σκέψη. «Καί ἐνῶ ἦταν ἀκόμα μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του καί τόν σπλαχνίστηκε»33.
Τό ἴδιο ἄς κάνουμε κι ἐμεῖς, πού ἀπαρνηθήκαμε τή θεία υἱοθεσία καί ριχτήκαμε στίς μάταιες μέριμνες καί τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις: Ὅταν ἀποφασίσουμε νά ἐπιστρέψουμε στόν οὐράνιο Πατέρα μας, ἄς πλησιάσουμε στόν ἔνδοξο καί μεγαλόπρεπο θρόνο Του μέ βαθιά ταπείνωση καί εὐλαβικό φόβο.
Πρώτη ἐνέργειά μας πρέπει νά εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων μας καί ἡ ἐξομολόγησή τους·
δεύτερη, ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς·
τρίτη, ἡ ἔναρξη νέας ζωῆς, σύμφωνης μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές.
Ἡ ψυχή τῶν προσευχῶν μας καί ὅλων τῶν εὐσεβῶν ἀσκήσεών μας πρέπει νά εἶναι τό αἴσθημα τῆς μετάνοιας. Ὀφείλουμε νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο τῆς ἀγάπης, ἀνάξιο τῆς υἱοθεσίας τοῦ Θεοῦ. «Κάνε με σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου!», λέει ὁ μετανοημένος ἄσωτος υἱός, πού μοχθεῖ στό χωράφι τῆς μετάνοιας κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο βλέμμα ἑνός τρομεροῦ ἐπιστάτη, τοῦ φόβου! Δέν θά ἐπιζητήσουμε χαρίσματα πού δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, χαρίσματα γιά τά ὁποῖα δέν ὡριμάσαμε ἀκόμα. Ὅσο βρισκόμαστε, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ Εὐαγγελίου, «κάτω ἀπό ἐξουσία»34, ὅσο δηλαδή ἐξουσιαζόμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πονηρά πνεύματα, θά ὁμολογοῦμε μαζί μέ τόν συνετό ἐκεῖνο ἀξιωματικό: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχθῶ στό σπίτι μου. Πές, ὅμως, ἕναν μόνο λόγο, καί θά γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου»35.
«Νομίζω», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, «ὅτι, ὅπως ὁ γιός δέν ἀμφιβάλλει γιά τόν πατέρα του καί δέν τοῦ ζητάει, γιά παράδειγμα, “Δίδαξέ με τήν τάδε τέχνη” ἤ “Δῶσε μου τό τάδε πράγμα”, ἔτσι καί ὁ μοναχός πρέπει νά μήν ἀμφιβάλλει γιά τόν Θεό καί νά μήν Τοῦ ζητάει, “Δῶσε μου τοῦτο κι ἐκεῖνο “. Γιατί πρέπει νά γνωρίζει πώς ὁ Θεός φροντίζει γιά μᾶς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἕνας πατέρας γιά τό γιό του. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει νά ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας, νά πενθήσουμε γιά τά αἴτια τῶν ἁμαρτημάτων πού διαπράξαμε ἀθέλητα, εἴτε μέ τούς λογισμούς εἴτε μέ τά ἔργα, καί νά ποῦμε μέ καρδιά γεμάτη συντριβή τά λόγια τοῦ τελώνη: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τόν ἁμαρτωλό”36…
»Ὁ γιός ἑνός βασιλιά, ὅταν εἶναι ἄρρωστος, δέν λέει στόν πατέρα του, “Κάνε με βασιλιά, ἀλλά φροντίζει πρῶτα γιά τήν ἀρρώστια του, καί μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του ἡ βασιλεία τοῦ πατέρα γίνεται ὁπωσδήποτε δική του. Ἔτσι, ἀκριβῶς, καί ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ, βρίσκοντας τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς του, εἰσέρχεται μαζί μέ τόν Πατέρα στήν καθαρότητα τῆς φύσεως καί βασιλεύει στή δόξα τοῦ Πατέρα του»37. Ἀμήν.
Ἔρημος ἁγίου Σεργίου
1844
Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἁγίου Ἰγνατίου ΜπριαντσανίνωφἈπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” τομ. γ΄
Ἐκδόσεις: Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Ψαλμ. 18 : 10.
2Α΄ Ἰω. Δ΄: 18.
3Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλίαι, Δ΄, 47.
4Ψαλμ. 88 : 8.
5Ἰω. Ιε΄ : 9 – 10.
6Φιλιπ. Β΄: 8.
7Ἰω. Ιβ΄ : 49-50.
8Ἰω. Ιδ΄: 21, 23, 24.
9Βλ. Ματθ. Στ΄: 33.
10Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία Πνευματικαί, ΛΖ΄, 2, 3.
11Πρβλ. Ματθ. Ιγ΄: 44.
12Ρωμ. Γ΄: 23, 24.
13Α΄ Κορ. Β΄: 9.
14Βλ. Γεν. Γ΄: 22.
15Βλ. Γεν. Γ΄: 18, 23.
16Βλ. Γεν. Γ΄: 19.
17Ἰω. Στ΄: 51, 33.
18Πρβλ. Ἰω. Στ΄: 51.
19Α΄ Ἰω. Δ΄: 8, 16.
20Λουκ. Κβ΄: 30.
21Ψαλμ. 103 : 15.
22 Ματθ. Ια΄: 28.
23 Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΟΒ΄, 4 -12.
24 Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Θείων ὕμνων ἔρωτες, ΙΖ΄, στιχ. 1-236.
25 Σ.τ.Μ.: Πρόκειται γιά τόν ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς Γεώργιο Μασούριν (1789-1836), ὁ ὁποῖος τό 1807 κατατάχθηκε στόν ρωσικό στρατό καί τό 1812 πολέμησε ἐναντίον τῶν Γάλλων εἰσβολέων. Τό 1818 ἐγκαταβίωσε ὡς δόκιμος μοναχός στή Μονή τοῦ Ζαντόνσκ, ὅπου ἀσκήθηκε ἔγκλειστος γιά δεκαεφτά χρόνια. Ἀπό βαθιά ταπείνωση, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος, ὅταν ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Στρατόνικος, ζήτησε νά μή γίνει γνωστή ἡ ἀπόκαρσή του, ἔτσι ὥστε οἱ ἄλλοι νά τόν ἀντιμετωπίζουν πάντοτε ὡς δόκιμο. «Ποταμό χάριτος» χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος τίς ἐπιστολές του, οἱ ὁποῖες ἐκδόθηκαν μετά τήν κοίμησή του.
26 Γεωργίου τοῦ Ἐγκλείστου, Ἐπιστολή 37η (τῆς 22.11.1824 πρός τή Μαρία Πετρόβνα Καλτσέβα).
27 Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΝΗ΄, 8-9.
28 Ἰω. Κα΄: 20.
29 Σ.τ.Μ.: Ὁ Κανών ἱκετήριος εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τοῦ μοναχοῦ Θεοκτίστου τοῦ Στουδίτου περιέχεται στό Μέγα Ὡρολόγιον.
30 Ἡσ. 1 : 10.
31 Δευτ. 32 : 9.
32 Λουκ. Ιε΄: 18 – 19.
33 Λουκ. Ιε΄: 20.
34 Ματθ. Η΄: 9.
35 Ματθ. Η΄ : 8.
36 Λουκ. Ιη΄: 13.
37 Ἀββᾶ Ίσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 31-32, 33.
http://www.hristospanagia.gr/?p=30857#more-30857