ΣΤ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά
Ἄν θυμόμασταν, ἀδελφοί μου, τά λόγια τῶν ἁγίων Γερόντων, ἄν τά
μελετούσαμε, δύσκολα θά πέφταμε στήν ἁμαρτία, δύσκολα θά παραμελούσαμε
τούς ἑαυτούς μας. Γιατί ἄν, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς συμβούλευσαν ἐκεῖνοι, δέν
καταφρονούσαμε τά μικρά καί ὅσα θεωροῦμε ἀσήμαντα, δέν θά φτάναμε νά
πέσουμε στά μεγάλα καί βαριά. Πάντοτε σᾶς λέω, ὅτι ἀπό αὐτά τά μικρά,
δηλαδή ἀπό τό νά λέμε: «τί σημασία ἔχει αὐτό, τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο;»,
κακοσυνηθίζει ἡ ψυχή καί ἀρχίζει νά μήν δίνει σημασία καί στά μεγάλα.
Ξέρεις πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι νά κρίνεις τόν πλησίον; Πραγματικά, τί
μπορεῖ νά εἶναι βαρύτερο ἀπ᾿ αὐτό; Τί ἄλλο μισεῖ τόσο πολύ καί
ἀποστρέφεται ὁ Θεός σάν τήν κατάκριση; Ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν καί οἱ Πατέρες, δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό αὐτήν. Καί ὅμως λένε ὅτι ἀπό αὐτά τά μικροπράγματα φτάνει κανείς σ᾿ αὐτό τό τόσο μεγάλο κακό. Ἀπό τό νά δεχτεῖ μιά μικρή ὑποψία γιά τόν πλησίον, ἀπό τό νά λέει: «Τί σημασία ἔχει ἄν ἀκούσω τί λέει αὐτός ὁ ἀδελφός; Τί σημασία ἔχει ἄν δῶ ποῦ πάει αὐτός ὁ ἀδελφός ἤ τί πάει νά κάνει αὐτός ὁ ξένος;» ἀρχίζει ὁ νοῦς νά ἀφήνει τίς δικές του ἁμαρτίες καί ν᾿ ἀπασχολεῖται μέ τή ζωή τοῦ πλησίον. Ἀπό ἐκεῖ φτάνει κανείς στήν κατάκριση, στήν καταλαλιά, στήν ἐξουδένωση. Ἀπό ἐκεῖ πέφτει σ᾿ ὅσα κατακρίνει. Ἐπειδή δέν φροντίζει γιά τίς δικές του κακίες ἐπειδή δέν κλαίει, ὅπως εἶπαν οἱ Πατέρες1, τόν πεθαμένο ἑαυτόν του, δέν μπορεῖ σέ τίποτα ἀπολύτως νά διορθώσει τόν ἑαυτόν του, ἀλλά πάντοτε ἀπασχολεῖται μέ τόν πλησίον. Καί τίποτα δέν παροργίζει τόσο τό Θεό, τίποτα δέν ξεγυμνώνει τόσο τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ὁδηγεῖ στήν ἐγκατάλειψη, ὅσο ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση καί ἡ ἐξουδένωση τοῦ πλησίον.
Γιατί ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ καταλαλιά καί ἄλλο ἡ κατάκριση καί ἄλλο ἡ ἐξουδένωση. Καταλαλιά εἶναι τό νά διαδίδεις μέ λόγια τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματα τοῦ πλησίον π.χ. ὁ τάδε εἶπε ψέματα ἤ ὀργίστηκε ἤ πόρνευσε ἤ κάτι τέτοιο ἔκαμε. Λέγοντας ὅλα αὐτά, ἤδη κάνεις «καταλαλεῖ», δηλαδή, μιλάει μέ ἐμπάθεια ἐναντίον κάποιου, συζητάει μέ ἐμπάθεια γιά τό ἁμάρτημά του.
Κατάκριση εἶναι τό νά κατηγορήσει κανείς τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, λέγοντας ὅτι αὐτός εἶναι ψεύτης, εἶναι ὀργίλος, εἶναι πόρνος. Γιατί ἔτσι κατέκρινε τήν ἴδια τή διάθεση τῆς ψυχῆς του, λέγοντας ὅτι εἶναι τέτοια ἡ ζωή του, τέτοιος εἶναι αὐτός καί σάν τέτοιο τόν κατέκρινε. Καί αὐτό εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία. Γιατί εἶναι ἄλλο νά πεῖ κανεῖς ὅτι κάποιος ὀργίστηκε καί ἄλλο νά πεῖ ὅτι κάποιος εἶναι ὀργίλος καί νά βγάλει συμπέρασμα, ὅπως εἶπα, γιά ὅλη του τή ζωή. Καί τόσο πιό βαριά ἀπό κάθε ἄλλη ἁμαρτία εἶναι ἡ κατάκριση, ὥστε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός νά φτάσει νά πεῖ: « Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα ἀπο τό μάτι σου τό δοκάρι, καί τότε κοίταξε νά βγάλεις τήν ἀγκίδα ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Λουκ. Στ΄: 42). Καί παρομοίασε τή μέν ἁμαρτία τοῦ πλησίον μέ ἀγκίδα, τή δέ κατάκριση μέ τό δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά εἶναι ἡ κατάκριση, πού ξεπερνάει σχεδόν κάθε ἄλλη ἁμαρτία. Καί ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ὅταν προσευχόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό γιά τά κατορθώματά του, δέν ἔλεγε ψέματα, ἀλλά ἀλήθεια, καί δέν κατακρίθηκε γιατί εὐχαρίστησε τό Θεό. Γιατί ἔχουμε χρέος νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό, ἄν ποτέ ἀξιωθοῦμε νά κάνουμε κάτι καλό, ἐπειδή Αὐτός συνεργάστηκε μαζί μας καί μᾶς βοήθησε. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν κατακρίθηκε ἐπειδή εἶπε: « Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους» – δηλαδή, δέν κάνω αὐτά πού κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἤ κάνω μερικά πράγματα πού οἱ ἄλλοι δέν τά κάνουν – (Λουκ. Ιη΄: 11), ἀλλά κατακρίθηκε ὅταν γύρισε τό βλέμμα του στόν Τελώνη καί εἶπε: «Οὔτε σάν αὐτόν ἐδῶ τόν Τελώνη». Τότε ἁμάρτησε, γιατί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν κατέκρινε σάν πρόσωπο, κατέκρινε τή διάθεση τῆς ψυχῆς του. Καί μ᾿ ἕνα λόγο, κατέκρινε ὁλόκληρη τή ζωή του. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Τελώνης ἔφυγε ἀπό τό Ναό περισσότερο δικαιωμένος ἀπ᾿ αὐτόν.
Γιατί τίποτα δέν εἶναι πιό βαρύ, τίποτα πιό ἐπιζήμιο, ὅπως πολλές φορές λέω, ἀπό τό νά κατακρίνει κανείς ἤ νά ἐξουδενώνει τόν πλησίον. Γιατί νά μήν κατακρίνουμε καλύτερα τούς ἑαυτούς μας καί τά ἐλατώματά μας, πού τά ξέρουμε πολύ καλά καί πού γι᾿ αὐτά θά δώσουμε λόγο στό Θεό. Γιατί ἁρπάζουμε τήν κρίση ἀπό τό Θεό; Τί ζητᾶμε ἀπό τό πλάσμα Του; Ἀλήθεια! Δέν πρέπει νά τρέμουμε ὅταν ἀκοῦμε τί συνέβη στό μεγάλο ἐκεῖνο Γέροντα, πού ὅταν ἄκουσε ὅτι κάποιος ἀδελφός ἔπεσε σέ πορνεία εἶπε: «Ἄχ! Ἔκανε ἄσχημα!» δέν ξέρετε τί φρικτό πράγμα ἀναφέρει γι᾿ αὐτόν τό Γεροντικό; Δέν λέει ὅτι πῆγε ὁ ἅγιος ἄγγελος τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ πού ἁμάρτησε σ᾿ αὐτόν καί τοῦ εἶπε: «Νά, αὐτός πού κατέκρινες, κοιμήθηκε. Ποῦ λοιπόν προστάζεις νά τόν βάλω, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ στήν κόλαση»; Ὑπάρχει τίποτα φοβερότερο ἀπ᾿ αὐτό τό βάρος; Τί ἄλλο σημαίνει ὁ λόγος τοῦ ἀγγέλου στό Γέροντα, παρά σάν νά τοῦ ἔλεγε: «Ἐπειδή ἐσύ εἶσαι ὁ κριτής τῶν δικαίων καί τῶν ἁμαρτωλῶν, πές μου τί προστάζεις γι᾿ αὐτήν τήν ταπεινή ψυχή; Τῆς δίνεις χάρη; Τήν καταδικάζεις»; Ὥστε νά μείνει ἔκπληκτος ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας καί νά περάσει ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του μέ στεναγμούς, μέ δάκρυα, μέ ἀμέτρητους κόπους, παρακαλώντας τό Θεό νά τόν συγχωρέσει γι᾿ αὐτή τήν ἁμαρτία – καί αὐτά συνέβηκαν ἀφοῦ πρόσπεσε στά πόδια τοῦ ἀγγέλου καί πῆρε συγχώρεση. Γιατί, λέγοντας ὁ ἄγγελος: «Νά, ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε πόσο μεγάλο εἶναι τό βάρος τῆς κατακρίσεως, μήν τό ξανακάνεις», σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τόν συγχώρεσε. Καί ὅμως δέν ἐπέτρεψε στήν ψυχή του νά χάσει ποτέ τή συντριβή γι᾿ αὐτό τό ἁμάρτημα, μέχρι πού πέθανε.
Λοιπόν, τί ζητᾶμε καί ἐμεῖς ἀπό τόν πλησίον; Γιατί θέλουμε νά πάρουμε ἐπάνω μας τά βάρη τῶν ἄλλων; Ἐμεῖς ἔχουμε τί νά φροντίσουμε, ἀδελφοί μου. Καθένας ἄς ἔχει τό νοῦ του στόν ἑαυτόν του καί στίς ἁμαρτίες του. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ εἴτε νά δικαιώσει εἴτε νά κατακρίνει τόν καθένα, γιατί Αὐτός μόνο ξέρει τοῦ καθενός τήν κατάσταση καί τή δύναμη καί τό περιβάλλον καί τά χαρίσματα καί τήν ἰδιοσυγκρασία καί τίς ἰδιαίτερες ἱκανότητές του καί κρίνει σύμφωνα μ᾿ ὅλα αὐτά, ὅπως τά ἔργα τοῦ ἐπισκόπου καί διαφορετικά τοῦ ἄρχοντα, ἀλλιῶς τοῦ ἡγουμένου καί ἀλλιῶς τοῦ ὑποτακτικοῦ, ἀλλιῶς τοῦ νέου καί ἀλλιῶς τοῦ γέρου, ἀλλιῶς τοῦ ἄρρωστου καί ἀλλιῶς τοῦ γεροῦ. Καί ποιός μπορεῖ νά κρίνει σύμφωνα μ᾿ αὐτές τίς προϋποθέσεις παρά μόνον Αὐτός πού δημιούργησε τά πάντα, Αὐτός πού ἔπλασε τά πάντα καί γνωρίζει τά πάντα;
Θυμᾶμαι ὅτι ἄκουσα πώς κάποτε συνέβη κάτι σχετικό μέ τό θέμα αὐτό. Ἕνα πλοῖο γεμάτο σκλάβους, ἀγκυροβόλησε κοντά σέ μιά πόλη. Ζοῦσε δέ σ᾿ ἐκείνη τήν πόλη μιά μοναχή μέ πολύ ἅγία ζωή καί πολλά προσοχή στόν ἑαυτόν της. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἄραξε τό πλοῖο ἐκεῖνο χάρηκε, γιατί ἤθελε νά ἀγοράσει ἕνα πολύ-πολύ μικρό κοριτσάκι. Ἐπειδή σκέφθηκε: «Θά τήν πάρω καί θά τήν ἀναθρέψω ὅπως θέλω, γιά νά μή μάθει τίποτα ἀπό τήν κακία τοῦ κόσμου». Ἔστειλε λοιπόν καί κάλεσε τόν καραβοκύρη τοῦ πλοίου ἐκεῖνου, καί ἔμαθε ὅτι εἶχε δυό πολύ μικρά κοριτσάκια, ὅπως ἀκριβῶς τά ἤθελε ἡ μοναχή. Καί ἀμέσως μέ χαρά δίνει τό ἀντίτιμο καί παίρνει τό ἕνα κοριτσάκι μαζί της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ὁ καραβοκύρης ἀπό τό μέρος πού κατοικοῦσε ἐκεῖνη ἡ ἁγία, μόλις λίγο ἀπομακρύνθηκε, τόν συναντάει μιά κακόφημη καί μολυσμένη γυναίκα καί βλέπει τό ἄλλο κοριτσάκι πού ἦταν μαζί του. Τῆς ἦρθε τότε ἡ ἐπιθυμία νά τό ἀγοράσει καί τό ἀγόρασε. Συμφώνησε, ἔδωσε τό ἀντίτιμο καί ἔφυγε παίρνοντάς το μαζί της.
Βλέπετε τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, βλέπετε «ἀνεξιχνίαστη βουλή»; Ποιός μπορεῖ νά τό ἐξηγήσει; Πῆρε λοιπόν ἡ ἁγία ἐκείνη μοναχή τό κοριτσάκι ἐκείνο καί τό ἀνέθρεψε μέ φόβο Θεοῦ, συνηθίζοντάς το σέ κάθε καλή πράξη, διδάσκοντας κάθε λεπτομέρεια τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί κάνοντάς το νά γνωρίσει τό ἄρωμα πού πηγάζει ἀπό τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Πῆρε καί ἡ κακόφημη τή δύστυχη ἐκείνη μικρή καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί, τί ἄλλο μποροῦσε νά τή διδάξει ἡ ἀκόλαστη ἐκείνη παρά τό πῶς νά καταστρέψει τήν ψυχή της; Τί μποροῦμε λοιπόν νά ποῦμε γιά τή φοβερή αὐτή βουλή τοῦ Θεοῦ; Καί οἱ δυό ἦταν μικρές καί οἱ δυό πουλήθηκαν, χωρίς νά ξέρουν ποῦ πᾶνε. Καί βρέθηκαν ἡ μιά στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἄλλη ἔπεσε στά χέρια τοῦ διαβόλου. Μποροῦμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι ἄν κάτι ἀπαιτεῖ ἀπό τή μιά ὁ Θεός, τό περιμένει καί ἀπό τήν ἄλλη; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄν λοιπόν πέσουν καί οἱ δυό στήν πορνεία ἤ σέ κάποιο ἄλλο παράπτωμα εἶναι ποτέ δυνατόν νά ποῦμε ὅτι θά κριθοῦν μέ τό ἴδιο μέτρο, ἔστω καί ἄν ἀκόμα πέσουν στό ἴδιο σφάλμα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἡ μιά ἔμαθε ὅλα τά σχετικά μέ τήν κρίση, ἔμαθε τά πάντα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ζώντας μέρα – νύκτα μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄλλη ἀντίθετα, ὅλα τά αἰσχρά, ὅλα τά διαβολικά. Πῶς λοιπόν μπορεῖ νά ἀπαιτήσει κανείς καί ἀπό τίς δυό τήν ἴδια ἀκρίβεια;
Λοιπόν, τίποτα ἀπολύτως δέν μπορεῖ νά ξέρει ὁ ἄνθωπος ἀπό τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Μόνον Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού καταλαβαίνει τά πάντα καί εἶναι σέ θέση νά κρίνει τόν καθένα, ὅπως μόνον Αὐτός γνωρίζει.
συνεχίζεται…
Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΣΤ΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 187-195)Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα
http://www.hristospanagia.gr/?p=31154