Ὁ Γέροντας Ἀντώνιος Γρηγοριάτης (+1915-2002).
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ὁ Γέροντας Ἀντώνιος, κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Νικολάου, καταγόταν ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας. Γεννήθηκε τό 1915 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἐπειδή, εἶχα συνάψει μαζί του στενές ἀδελφικές σχέσεις, συχνά τόν ρωτοῦσα γιά τήν ζωή του καί τήν οἰκογένειά του.
Ὁ ἴδιος λοιπόν μοῦ ἔλεγε τά ἑξῆς: «Οἱ γονεῖς μου, ὀνόματι Νικόλαος καί Ἀθηνᾶ, ἦταν εὐσεβεῖς ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία.
Ὁ πατέρας μου ἐγνώριζε λίγα γράμματα, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καθόλου, ἀφοῦ μετά δυσκολίας κατάφερε νά μάθη στά γεράματά της τό «Πάτερ ἡμῶν…». Μόνο ἕνα πρᾶγμα ἐγνώριζαν: Νά θρησκεύουν, ὅπως τούς ἐφώτιζε ὁ Πανάγαθος Θεός.
Ὁ πατέρας μου ἀπέθανε στίς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1944, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τότε στήν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ἡ γνωστή φοβερή πεῖνα, ἡ ὁποία ἐθέριζε ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας. Ἐμεῖς εἴμασταν τρία ἀδέλφια καί ἐμέναμε τότε στήν Ἀθήνα.
Ἡ μητέρα μας, μέ τήν βοήθεια καλῶν γειτόνων τακτοποιοῦσε στό πατρικό μας σπίτι τά ἀναγκαῖα γιά τήν κηδεία τοῦ πατέρα μας. Σέ λίγο θά κατεβαίναμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα στόν Πύργο. Τό βράδυ στήν κηδεία ἦσαν πάνω ἀπό 100 ἄτομα. Λόγῳ τῆς πείνας ἔβρασαν χυλό ἀπό καλαμποκάλευρο καί ἔφαγαν.
Τήν ἑπομένη τό πρωΐ, ὅταν ἐπρόκειτο νά γίνη ἡ ἔξοδος τοῦ νεκροῦ ἀπό τό σπίτι γιά τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας στήν ἐκκλησία, εἶδε ἡ μητέρα μου ἕνα ἐξαίσιο φαινόμενο.Τό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ πατέρα μου ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Τό φῶς πού εἶδε, μοῦ εἶπε κατόπιν, ἦτο τόσο ἐκτυφλωτικό, ὥστε παρ᾿ ὀλίγο νά βάλη τίς φωνές. Ἴσως μ᾿ ἐρωτήσετε, ποιά ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ πατέρα μου, ὥστε νά τόν περιλούση τό ἄκτιστο φῶς μετά τήν κοίμησί του;
Οἱ γονεῖς μου, συνεχίζει νά διηγῆται ὁ Γέρο-Ἀντώνιος, ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶχαν μιά ἀρκετά μεγάλη ἀγροτική περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν μαζί μέ ἄλλους πατριῶτες κι ἔτσι στήν Κατοχή ὄχι μόνο δέν ἐπείνασαν, ἀλλά καί βοήθησαν πολύ κόσμο.
Μάλιστα, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα μου, μέ πλησίασε μία γυναῖκα χήρα καί μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπί πέντε χρόνια, τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, τήν βοήθησε ὁ πατέρας μου δίνοντάς της κάθε ἡμέρα σιτάρι καί ἄλλα ἀναγκαῖα.
Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους καί μέ ὅλο τόν κόσμο. Ἀπό τόν πατέρα μου οὐδέποτε δέχθηκα κάποιο ράπισμα, μά οὔτε καί σκανδαλίσθηκα ἀπό κάποια ἄπρεπη συμπεριφορά του. Τούς ἐγνωμονῶ, διότι μέ δίδαξαν τήν ἀρετή μέ τήν ζωή τους, ἀσχέτως ἄν ἐγώ, δέν τούς μιμήθηκα στήν τόσο ὑψηλή κοινωνική τους ἀλληλεγγύη καί καλωσύνη. Ἀξιώθηκα μέ τίς εὐχές τους νά γίνω μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί πάντοτε ζῶ μέ τήν ἐντύπωσι αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας πού συνέβη στήν ἁπλῆ καί ἀγράμματη μητέρα μου. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους».
Μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Πύργο, λόγω καί τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, ἔμεινε πλέον ὁριστικά ἐκεῖ, ἀσχολούμενος λίγο μέ γεωργικές ἐργασίες καί περισσότερο ἀναστρεφόμενος ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπί πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ἐπίτροπος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πύργου. Πολλές ἐπισκευές τοῦ ναοῦ, ὅπως τό καινούργιο τέμπλο, τά προπύλαια, ἡ ἐπίστρωσις μέ μαρμάρινες πλάκες τῆς αὐλῆς ἔγιναν καί μέ τήν δική του συμβολή καί συμπαράστασι.
Τά χρόνια περνοῦσαν, οἱ γονεῖς του τόν ἐγκατέλειψαν καί ἡ ἀγωνία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του ἤδη ἄρχισε νά ἐμφανίζεται στόν ὁρίζοντα τῆς διανοίας του.
Ἡ γνωριμία του μέ τόν συνταξιοῦχο νοματάρχη τῆς Χωροφυλακῆς κ. Ἠλία Ζῶτο κατέληξε στήν ἀπό κοινοῦ συμφωνία γιά ἀναχώρησί τους ἐκ τοῦ ματαίου κόσμου.
Μία λοιπόν πρωΐα τοῦ μηνός Ἰουλίου τοῦ 1974 οἱ δύο μεσόκοποι ἄνδρες ἔλαβαν τήν μεγάλη καί ἀμετάκλητη ἀπόφασι: ὁριστική ἐγκατάστασις στό Ἅγιον Ὄρος. Προβληματίσθηκε λίγο ὁ κ. Ἠλίας, ἡλικίας τότε 42 ἐτῶν, πού θ᾿ ἀφήση τήν σύζυγό του, πρώην καθηγήτρια τῶν γαλλικῶν. Τήν ἔπεισε νά μεταβῆ κι αὐτή σέ μοναστήρι γιά νά σώση τήν ψυχή της. Πράγματι, αὐτή ἐπῆγε στήν Μονή Κεχροβουνίου τῆς Τήνου καί οἱ δύο ἄνδρες γιά τόν Ἄθωνα.
Μετέβησαν στήν Νέα Σκήτη, στό Κελλίον τῶν Ἀβραμαίων, πού εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Τότε Γέροντάς τους ἦτο ὁ Γέρο-Ἀβράμιος μέ συνοδεία τόν ἱερομ. Σεραφείμ, τόν μοναχό Θεοφύλακτο, συνασκητή τοῦ μεγάλου Ἡσυχαστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου καί τόν μοναχό Ἀνδρέα.
Ἐκάρησαν ἐκεῖ μεγαλόσχημοι μοναχοί λαμβάνοντας τά μοναχικά ὀνόματα ὁ μέν Κωνσταντῖνος ὠνομάσθηκε Ἀντώνιος μοναχός καί ὁ Ἠλίας Πέτρος μοναχός. Τά πρῶτα διακονήματά τους στά ὁποῖα διατάχθηκαν ἦσαν, ὁ μέν π. Ἀντώνιος ν᾿ ἀσχολῆται μέ τήν κουζίνα καί τούς κήπους, ὁ δέ π. Πέτρος μέ τήν ἁγιογραφία.
Ἐπειδή μπῆκαν καί οἱ δυό της σέ μεγάλη ἡλικία στόν μονήρη βίο, ὁ μέν μον. Ἀντώνιος 59 ἐτῶν ὁ δέ μον. Πέτρος 42, δέν ἠμπόρεσαν νά ἀνταποκρισθοῦν στά καθήκοντά τους ζώντας σ᾿ ἕνα Κελλίο, ὅπου οἱ ἀνάγκες γιά παντός εἴδους ἐργασίες εἶναι ἐπηυξημένες.
Μέ εὐλογία λοιπόν τοῦ Γέροντά τους π. Ἀβραμίου, μετά ἀπό ἕνα περίπου χρόνο ἦλθαν καί ἐκοινοβίασαν στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου. Τότε Γέροντας ἦτο ὁ ἀρχιμ. π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τήν παράκλησι τοῦ Γέροντος Ἀβραμίου νά ὑποδεχθῆ τούς δύο Ἀδελφούς.
Ὁ Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου ἀνάθεσε στούς Ἀδελφούς διακονήματα, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές τους. Τόν μέν Γέρο-Ἀντώνιο ἐνέταξε μέ κανονική ἐκλογή στό σῶμα τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως, τόν π. Πέτρο ἀπέστειλε διακονητή τῶν δένδρων τοῦ Μύλου, Καθίσματος πρός τιμήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, πού ἀπέχει 20 λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή καί βρίσκεται στήν διαχωριστική χαράδρα τῶν δύο Μονῶν Γρηγορίου καί Σιμωνόπετρας.
Ὁ Γέρο Ἀντώνιος ὑπηρέτησε περί τά 20 χρόνια Προϊστάμενος τῆς Μονῆς μας. Ἀρκετά χρόνια ἀντιπροσώπευσε τήν Μονή στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί δύο φορές διηκόνησε καί σάν Ἐπιστάτης Αὐτῆς. Διακρίθηκε γιά τόν ζῆλο του τόσο στά Παναγιορειτικά ζητήματα, ὅσο καί στά ζητήματα τῆς Μονῆς.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό πιστούς καί ἀθορύβους συνεργάτες τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος, τόν ὁποῖον καί ἐστήριξε στά πρῶτα δύκολα χρόνια τῆς ἡγουμενείας του. Ἄλλωστε πιό κάτω θά διαβάσουμε μέ τί λόγια τόν ἐπήνεσε τόν Γέρο Ἀντώνιο, ἀλλά μετά τήν κοίμησί του.
Στήν ἐκκλησία συμμετεῖχε ἀπό βαθείας νυκτός σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Λόγω τοῦ ἁπλοϊκοῦ χαρακτῆρος του συμπεριφερόταν πάντα φιλικά καί ἀδελφικά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή τόν χαρακτήριζε ἕνα αὐθόρμητο χιοῦμορ, παντοῦ γινόταν εὐπρόσδεκτος καί εὐχάριστος. Ἠρέσκετο νά ἀσχολῆται μέ τά ἀναμενόμενα γεγονότα, μέ τούς ἐπικειμένους πολέμους, μέ τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου, γι᾿ αὐτό εἶχε ὀνομασθῆ, χάριν εὐθυμίας, ἀπό τούς νεωτέρους Πατέρες πρόεδρος τοῦ Κ.Ε.Δ.Ε.Κ, δηλαδή τοῦ Κέντρου διδασκαλίας ἐπερχομένων καταστάσεων….
Διηκόνησε μέ πολλή ἐπιμέλεια καί στήν τράπεζα τῆς Μονῆς, ὅπου, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του, προλάβαινε νά προετοιμάζη τά πάντα κατά τρόπο ἀρμονικό μέ τούς βοηθούς του.
Ἕνα χρόνο πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἔλαβε τό διακόνημα τοῦ θυρωροῦ καί βιβλιοπώλου τῆς Μονῆς. Ἦτο πρόθυμος καί πολύ ἐξυπηρετικός.
Προτοῦ κατέλθουν στήν παραλία οἱ Προσκυνητές, εἶχε πεταχθῆ ἔξω ἀπό τήν πρωϊνή τράπεζα, εἶχε ἀνοίξη τίς προθῆκες καί περίμενε σάν τόν καλό ψαρᾶ νά ρίξη τό ἀγκίστρι του.
Χάριν ἀστεϊότητος ἔλεγε στούς βιαστικά διερχομένους ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς μας: «Πᾶρτε σωσίβια γιά νά κολυμπᾶτε μέσα στά νερά τῆς ἀφρισμένης θάλασσας τῆς κοινωνίας μας». Καί ἐννοοῦσε φυσικά τήν προμήθεια πνευματικῶν βιβλίων.
Συχνά τόν ἔπαιρνα νά τόν κεράσω στό Ἀρχονταρίκι ἕνα καφέ ἤ ἔνα τσάϊ. Ἐρχόταν μέ χαρά. Πάντοτε εἶχε κάποια σοφή κουβέντα νά μοῦ ἐκμυστηρευθῆ μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ποικίλων ἐμπειριῶν του. Ἀγαποῦσε μέ πάθος τήν Πατρίδα μας, τήν ὁποία καί ὑπηρέτησε σάν λοχίας στό Ἀλβανικό Μέτωπο. Πόσο γελοῦσε ἀπό χαρά, ὅταν μοῦ ἐδιηγόταν μέ ποιούς ἔξυπνους τρόπους νικοῦσαν τούς Ἰταλούς ἤ πῶς ἀκινητοποιοῦσαν τά τάνκς.
Στίς στροφές τῶν δρόμων, ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου θά περνοῦσαν τά ἰταλικά τάνκς μέ τίς ἐρπύστριες, ἔστρωναν οἱ δικοί μας στρατιῶτες κάτω στόν δρόμο κουβέρτες τοῦ ὕπνου γιά νά ….κοιμηθοῦν ἐκεῖ γιά πάντα τά τάκνς τῶν Ἰταλῶν. Περιεπλέκοντο οἱ κουβέρτες μέσα στίς ἐρπύστριες καί τά βαρέα αὐτά ὀχήματα ἀκινητοποιοῦντο….
Ὁσάκις μετέβαινα στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή μοῦ εὐχόταν μέ στοργική ἀγάπη καί χαρά. Ἀκόμη μοῦ ἔδωσε κι ἕνα φυλακτό, πού τοῦ τό ἔδωσε ἡ μητέρα του, γιά νά τό ἔχω πάντα μαζί μου. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔδειχνε τήν μεγάλη του ἐκτίμησι πρός τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἰδικώτερα τῆς Μονῆς μας, πού ξεκίνησε νά γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος π. Γεωργίου ἀπό τό 1978.
-Πάτερ Ἀντώνιε, τόν ρώτησα, θυμᾶσαι νά μοῦ διηγηθῆς τήν ἱστορία ἐκείνη, πού μοῦ εἶχες πῆ παλαιότερα για κάποιον γιατρό, τοῦ ὁποίου ἀρώστησε τό παιδί του ἀπό λευχαιμία καί θεραπεύθηκε θαυματουργικά;
-Καί βέβαια νά σοῦ τήν ὑπενθυμίσω διότι εἶναι συγκλονιστική:
Ὅταν ἤμουν ἀκόμη λαϊκός στόν Πύργο τῆς Ἠλείας, εἶχα στενή φιλία μέ τόν γιατρό κ. Νικόλαο Π…. Αὐτός μετά τόν γάμο του ἀπέκτησε ἕνα παιδάκι, τό ὁποῖο στήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἀρώστησε ἀπό λευχαιμία. Κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια ἦτο γι᾿ αὐτό ματαιοπονία.
Σέ λίγο θά ἐρχόταν ὁ θάνατος τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ του. Ὁ πατέρας ἀπελπίσθηκε τελείως ἀπό πλευρᾶς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί σάν γιατρός ἦτο σίγουρος γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ του. Ἦτο ὅμως πολύ θρησκευόμενος ἄνθρωπος καί πάνω στήν ἀνάγκη του, κατέφυγε στόν Θεό.
Μία ἡμέρα ἐπήγαινε μέ τό ἄλογό του καβάλα στό κτῆμα του, πού ἀπεῖχε ἀπό τόν Πύργο δυόμισυ ὧρες. Στόν δρόμο συλλογιζόταν ποιός θά μποροῦσε νά τόν βοηθήση στήν ἔσχατη αὐτή ἀγωνία του.
Σκέφθηκε πάλι τόν Θεό καί ποθοῦσε νά Τόν παρακαλέση, ἀλλά πῶς καί ποῦ νά ρθῆ σέ μιά ἐπικοινωνία μαζί Του; Δέν ἄντεξε ὅμως ἄλλο. Σταμάτησε σέ μιά στροφή τοῦ δρόμου.
Κατέβηκε ἀπό τό ἄλογό του, ἐσήκωσε μέ πόθο καί πόνο τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε στόν Θεό μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς καρδιᾶς του:
«Θεέ μου, ποῦ εἶσαι; Τό παιδί μου χάνεται. Βοήθησέ με. Βλέπε τόν πόνο μου, τά δάκρυά μου, καί λυπήσου με. Μόνο Ἐσύ τώρα μπορεῖς νά μέ βοηθήσης».
Καβάλλισε τό ἄλογό του καί συνέχισε τόν δρόμο του κλαίγοντας. Πιό πάνω, μετά ἀπό ἕνα ἀνήφορο, ἔβγαινε σ᾿ ἕνα ξέφωτο καί νά μπροστά του ἡ ἀποκάλυψις. Εἶδε τόν Δεσπότη Χριστό, ὁ Ὁποῖος στεκόταν στόν ἀέρα καί σέ ἀπόστασι ψηλά ἀπό τήν γῆ περί τά 200 μέτρα. Ἦτο περιβεβλημένος μέ λαπρότατο φῶς καί μέ μιά ἐξαίσια δόξα.
Τόσο καθαρά τόν ἔβλεπε, ὥστε διέκρινε καί τίς φλέβες τῶν ποδιῶν Του, ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ ἔλεγε. Ἐκύτταξε τόν γιατρό ἀρκετά λεπτά καί κατόπιν μέ σταθερή Δεσποτική φωνή τοῦ εἶπε: «Μήν ἀνησυχῆς, τό παιδί σου θά γίνη καλά». Κι ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά του.
Μόλις συνῆλθε ἀπ᾿ αὐτό τό ἐν ἐγρηγόρσει θαῦμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὁ γιατρός ἀμέσως δέχθηκε καταιγισμό λογισμῶν ἀμφιβολίας. Τοῦ ἔλεγε ὁ διάβολος ὅτι: «αὐτό πού εἶδες, μή τό πιστεύης. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φαντασίας σου, λόγῳ τῆς ψυχολογικῆς σου καταστάσεως».
Καί πρίν ἀκόμη προφθάση ὁ γιατρός νά συγκατατατεθῆ σ᾿ αὐτούς τούς πονηρούς λογισμούς, παρουσιάσθηκε αἰφνιδίως καί πάλι μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου καί, ὅπως σοῦ εἶπα, θά γίνη τό παιδί σου καλά». Καί πάλιν ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ γιατρός λοιπόν, ἀντί νά πάη στό χωράφι του, γύρισε στόν Πύργο γιά νά συναντήση τό παιδί του. Ἡ γριά μητέρα του τόν εἶδε νά ἔρχεται καί τόν φώναξε πρώτη: «Ἔλα παιδί μου, νά ἰδῆς τήν κορούλα σου. Σηκώθηκε καί παίζει στό δωματιό της μέ τά παιγνίδια της».
Μπαίνοντας μέσα ὁ γιατρός διεπίστωσε τό θαῦμα. Ὅταν ρώτησε τήν μητέρα του ποιά ὥρα θεραπεύτηκε τό παιδί του, ἐκείνη τοῦ εἶπε καί ἦτο ἡ ὥρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίσθηκε στόν δρόμο.
Ἦλθε ὁ καιρός νά ἐξέλθη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Κύριος τόν ἐπισκέφθηκε μέ δυνατούς πόνους. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι δέν μποροῦσε νά λέγη τήν εὐχή. Μία φορά πῆγα στό Κελλί του. Τόν βρῆκα ξαπλωμένον.
-Τί κάνεις, Γέρο-Ἀντώνιε;
-Κλαίω καί στενοχωριέμαι, διότι δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ, ἀλλά ὁ Κύριος μέ παρηγόρησε.
-Μέ τί τρόπο σέ παρηγόρησε;
-Ἄκουσα φωνή νά ἔρχεται ἀπό τό νταβάνι. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἦτο ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Μή στενοχωριέσαι, πού δέν μπορεῖς νά προσευχηθῆς. Ἡ ὑπομονή σου στούς πόνους εἶναι γιά μένα προσευχή».
Ἡ πάθησίς του, σύμφωνα μέ τήν διάγνωσι τῶν ἰατρῶν τῆς Μονῆς μας, εἶχε σχέσι μέ ἀναπνευστικά προβλήματα, χωρίς κάποια δυνατή ἰατρική ἐπέμβασι. Οἱ γιατροί μας, μοναχοί τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἐμήνυσαν ὅτι εἶναι δυνατή ἡ χειρουργική του ἐπέμβασις, ἀλλά μέ περιορισμένες τίς ἐλπίδες ἐπιτυχίας της.
Ὁπότε ὁ Γέρο-Ἀντώνιος τούς εἶπε: «Ἀφῆστε με νά πεθάνω μέ εἰρήνη ἐδῶ στό Μοναστήρι μας. Τί θά μέ ὠφελήση ἄν ζήσω ἀκόμη ἕνα ἤ δύο χρόνια; Ἤδη ἔζησα 87 χρόνια μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μετά ἀπό 5 μῆνες ὁ Γέρο-Ἀντώνιος μετέβη σ᾿ Αὐτόν πού ἐπόθησε καί Τόν ὑπηρέτησε στό Ἅγιον Ὄρος περίπου 30 χρόνια.
Μετά τήν Ἀκολουθία τῆς Κηδείας του, ὁ Σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος εἶπε τά ἑξῆς λόγια, τά ὁποῖα καταχωροῦμε ἐδῶ αὐτούσια:
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί τέκνα ἐν Κυρίῳ πνευματικά, ἡ κοίμησις τοῦ μκακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας π. Ἀντωνίου, εἶναι ὑπόθεσις λύπης μέν διά τόν πρόσκαιρον χωρισμόν, ἀλλά καί χαρᾶς, διότι οὗτος ἠγωνίσθη θεοφιλῶς καί ἐξεπλήρωσε ὅσα ἔταξε διά τοῦ ἀναδόχου του κατά τό ἅγιον Βάπτισμα γενόμενος Χριστιανός καί ὅσα ὑπεσχέθη πρό τριάκοντα περίπου ἐτῶν γενόμενος μεγαλόσχημος Μοναχός.
Ὅλοι εἴμεθα μάρτυρες τῆς θεαρέστου πολιτείας του. Πιστός, ταπεινός, ὑπάκουος, προσευχητικός, φιλάδελφος, φιλοπονώτατος. Οὐδέποπτε κατέκρινε καί πάντοτε ἐμερίμνα διά νά ἔχη εἰρηνικάς σχέσεις μέ τούς ἀδελφούς.
Κατά τήν ἱεράν αὐτήν στιγμήν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά τοῦ ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνην μου διά τήν εὐλάβειαν καί τόν σεβασμόν, τόν ὁποῖον ἔτρεφε πρός τό ἀξίωμα τοῦ Καθηγουμένου, ἀλλά καί πρός τό ταπεινό μου πρόσωπον.
Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Γέροντα καί πρός τήν Γεροντικήν Σύναξιν ἐδέχθη τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου καί ἐπί ἀρκετά ἔτη διηκόνησε εὐσυνειδήτως καί ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς παρά τῆ Ἱερᾶ Κοινότητι.
Ἦλθεν εἰς μεγάλην ἡγλικίαν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἔχων ἤδη εἰς τόν κόσμον ἀγωνισθῆ ὡς πιστόν τέκνον τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς μοναχός ἔτι περισσότερον ἠγωνίσθη καί ἐχαριτώθη.
Καρπός τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος ὑπῆρξε καί ἡ μακαρία τελευτή του. Μέ τελείαν ἐμπιστοσύνην εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τελείαν εἰρήνην εἰς τήν ψυχήν του, ἀλλά καί ἰσχυράν ἐλπίδα εἰς τήν Προστάτιδα ἡμῶν Κυρίαν Θεοτόκον καί εἰς τούς Ἁγίους τῆς Μονῆς μας, Νικόλαον τόν Θαυματουργόν, Γρηγόριον τόν Κτίτορα καί Ἀναστασίαν τήν Ρωμαίαν, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ Ζῶντος.
Οἱ πόνοι τῆς ἀσθενείας δέν τοῦ ἐμείωσαν τήν πηγαίαν χαράν τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Χριστόν.
Εἴθε καί ἡμεῖς οἱ περιλειπόμενοι νά τύχωμεν τοιαύτης μακαρίας τελευτῆς.
Πιστεύω ὅτι τόν π. Ἀντώνιον ἔχομεν τώρα πρεσβευτήν εἰς τόν Πανάγιον Τριαδικόν μας Θεόν.
Ὄντως «μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον», ἀείμνηστε ἀδελφέ μας, «ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἀναβάσεις
http://www.hristospanagia.gr/?p=21705#more-21705
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ὁ Γέροντας Ἀντώνιος, κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Νικολάου, καταγόταν ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας. Γεννήθηκε τό 1915 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἐπειδή, εἶχα συνάψει μαζί του στενές ἀδελφικές σχέσεις, συχνά τόν ρωτοῦσα γιά τήν ζωή του καί τήν οἰκογένειά του.
Ὁ ἴδιος λοιπόν μοῦ ἔλεγε τά ἑξῆς: «Οἱ γονεῖς μου, ὀνόματι Νικόλαος καί Ἀθηνᾶ, ἦταν εὐσεβεῖς ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία.
Ὁ πατέρας μου ἐγνώριζε λίγα γράμματα, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καθόλου, ἀφοῦ μετά δυσκολίας κατάφερε νά μάθη στά γεράματά της τό «Πάτερ ἡμῶν…». Μόνο ἕνα πρᾶγμα ἐγνώριζαν: Νά θρησκεύουν, ὅπως τούς ἐφώτιζε ὁ Πανάγαθος Θεός.
Ὁ πατέρας μου ἀπέθανε στίς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1944, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τότε στήν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ἡ γνωστή φοβερή πεῖνα, ἡ ὁποία ἐθέριζε ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας. Ἐμεῖς εἴμασταν τρία ἀδέλφια καί ἐμέναμε τότε στήν Ἀθήνα.
Ἡ μητέρα μας, μέ τήν βοήθεια καλῶν γειτόνων τακτοποιοῦσε στό πατρικό μας σπίτι τά ἀναγκαῖα γιά τήν κηδεία τοῦ πατέρα μας. Σέ λίγο θά κατεβαίναμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα στόν Πύργο. Τό βράδυ στήν κηδεία ἦσαν πάνω ἀπό 100 ἄτομα. Λόγῳ τῆς πείνας ἔβρασαν χυλό ἀπό καλαμποκάλευρο καί ἔφαγαν.
Τήν ἑπομένη τό πρωΐ, ὅταν ἐπρόκειτο νά γίνη ἡ ἔξοδος τοῦ νεκροῦ ἀπό τό σπίτι γιά τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας στήν ἐκκλησία, εἶδε ἡ μητέρα μου ἕνα ἐξαίσιο φαινόμενο.Τό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ πατέρα μου ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Τό φῶς πού εἶδε, μοῦ εἶπε κατόπιν, ἦτο τόσο ἐκτυφλωτικό, ὥστε παρ᾿ ὀλίγο νά βάλη τίς φωνές. Ἴσως μ᾿ ἐρωτήσετε, ποιά ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ πατέρα μου, ὥστε νά τόν περιλούση τό ἄκτιστο φῶς μετά τήν κοίμησί του;
Οἱ γονεῖς μου, συνεχίζει νά διηγῆται ὁ Γέρο-Ἀντώνιος, ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶχαν μιά ἀρκετά μεγάλη ἀγροτική περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν μαζί μέ ἄλλους πατριῶτες κι ἔτσι στήν Κατοχή ὄχι μόνο δέν ἐπείνασαν, ἀλλά καί βοήθησαν πολύ κόσμο.
Μάλιστα, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα μου, μέ πλησίασε μία γυναῖκα χήρα καί μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπί πέντε χρόνια, τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, τήν βοήθησε ὁ πατέρας μου δίνοντάς της κάθε ἡμέρα σιτάρι καί ἄλλα ἀναγκαῖα.
Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους καί μέ ὅλο τόν κόσμο. Ἀπό τόν πατέρα μου οὐδέποτε δέχθηκα κάποιο ράπισμα, μά οὔτε καί σκανδαλίσθηκα ἀπό κάποια ἄπρεπη συμπεριφορά του. Τούς ἐγνωμονῶ, διότι μέ δίδαξαν τήν ἀρετή μέ τήν ζωή τους, ἀσχέτως ἄν ἐγώ, δέν τούς μιμήθηκα στήν τόσο ὑψηλή κοινωνική τους ἀλληλεγγύη καί καλωσύνη. Ἀξιώθηκα μέ τίς εὐχές τους νά γίνω μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί πάντοτε ζῶ μέ τήν ἐντύπωσι αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας πού συνέβη στήν ἁπλῆ καί ἀγράμματη μητέρα μου. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους».
Μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Πύργο, λόγω καί τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, ἔμεινε πλέον ὁριστικά ἐκεῖ, ἀσχολούμενος λίγο μέ γεωργικές ἐργασίες καί περισσότερο ἀναστρεφόμενος ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπί πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ἐπίτροπος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πύργου. Πολλές ἐπισκευές τοῦ ναοῦ, ὅπως τό καινούργιο τέμπλο, τά προπύλαια, ἡ ἐπίστρωσις μέ μαρμάρινες πλάκες τῆς αὐλῆς ἔγιναν καί μέ τήν δική του συμβολή καί συμπαράστασι.
Τά χρόνια περνοῦσαν, οἱ γονεῖς του τόν ἐγκατέλειψαν καί ἡ ἀγωνία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του ἤδη ἄρχισε νά ἐμφανίζεται στόν ὁρίζοντα τῆς διανοίας του.
Ἡ γνωριμία του μέ τόν συνταξιοῦχο νοματάρχη τῆς Χωροφυλακῆς κ. Ἠλία Ζῶτο κατέληξε στήν ἀπό κοινοῦ συμφωνία γιά ἀναχώρησί τους ἐκ τοῦ ματαίου κόσμου.
Μία λοιπόν πρωΐα τοῦ μηνός Ἰουλίου τοῦ 1974 οἱ δύο μεσόκοποι ἄνδρες ἔλαβαν τήν μεγάλη καί ἀμετάκλητη ἀπόφασι: ὁριστική ἐγκατάστασις στό Ἅγιον Ὄρος. Προβληματίσθηκε λίγο ὁ κ. Ἠλίας, ἡλικίας τότε 42 ἐτῶν, πού θ᾿ ἀφήση τήν σύζυγό του, πρώην καθηγήτρια τῶν γαλλικῶν. Τήν ἔπεισε νά μεταβῆ κι αὐτή σέ μοναστήρι γιά νά σώση τήν ψυχή της. Πράγματι, αὐτή ἐπῆγε στήν Μονή Κεχροβουνίου τῆς Τήνου καί οἱ δύο ἄνδρες γιά τόν Ἄθωνα.
Μετέβησαν στήν Νέα Σκήτη, στό Κελλίον τῶν Ἀβραμαίων, πού εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Τότε Γέροντάς τους ἦτο ὁ Γέρο-Ἀβράμιος μέ συνοδεία τόν ἱερομ. Σεραφείμ, τόν μοναχό Θεοφύλακτο, συνασκητή τοῦ μεγάλου Ἡσυχαστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου καί τόν μοναχό Ἀνδρέα.
Ἐκάρησαν ἐκεῖ μεγαλόσχημοι μοναχοί λαμβάνοντας τά μοναχικά ὀνόματα ὁ μέν Κωνσταντῖνος ὠνομάσθηκε Ἀντώνιος μοναχός καί ὁ Ἠλίας Πέτρος μοναχός. Τά πρῶτα διακονήματά τους στά ὁποῖα διατάχθηκαν ἦσαν, ὁ μέν π. Ἀντώνιος ν᾿ ἀσχολῆται μέ τήν κουζίνα καί τούς κήπους, ὁ δέ π. Πέτρος μέ τήν ἁγιογραφία.
Ἐπειδή μπῆκαν καί οἱ δυό της σέ μεγάλη ἡλικία στόν μονήρη βίο, ὁ μέν μον. Ἀντώνιος 59 ἐτῶν ὁ δέ μον. Πέτρος 42, δέν ἠμπόρεσαν νά ἀνταποκρισθοῦν στά καθήκοντά τους ζώντας σ᾿ ἕνα Κελλίο, ὅπου οἱ ἀνάγκες γιά παντός εἴδους ἐργασίες εἶναι ἐπηυξημένες.
Μέ εὐλογία λοιπόν τοῦ Γέροντά τους π. Ἀβραμίου, μετά ἀπό ἕνα περίπου χρόνο ἦλθαν καί ἐκοινοβίασαν στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου. Τότε Γέροντας ἦτο ὁ ἀρχιμ. π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τήν παράκλησι τοῦ Γέροντος Ἀβραμίου νά ὑποδεχθῆ τούς δύο Ἀδελφούς.
Ὁ Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου ἀνάθεσε στούς Ἀδελφούς διακονήματα, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές τους. Τόν μέν Γέρο-Ἀντώνιο ἐνέταξε μέ κανονική ἐκλογή στό σῶμα τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως, τόν π. Πέτρο ἀπέστειλε διακονητή τῶν δένδρων τοῦ Μύλου, Καθίσματος πρός τιμήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, πού ἀπέχει 20 λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή καί βρίσκεται στήν διαχωριστική χαράδρα τῶν δύο Μονῶν Γρηγορίου καί Σιμωνόπετρας.
Ὁ Γέρο Ἀντώνιος ὑπηρέτησε περί τά 20 χρόνια Προϊστάμενος τῆς Μονῆς μας. Ἀρκετά χρόνια ἀντιπροσώπευσε τήν Μονή στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί δύο φορές διηκόνησε καί σάν Ἐπιστάτης Αὐτῆς. Διακρίθηκε γιά τόν ζῆλο του τόσο στά Παναγιορειτικά ζητήματα, ὅσο καί στά ζητήματα τῆς Μονῆς.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό πιστούς καί ἀθορύβους συνεργάτες τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος, τόν ὁποῖον καί ἐστήριξε στά πρῶτα δύκολα χρόνια τῆς ἡγουμενείας του. Ἄλλωστε πιό κάτω θά διαβάσουμε μέ τί λόγια τόν ἐπήνεσε τόν Γέρο Ἀντώνιο, ἀλλά μετά τήν κοίμησί του.
Στήν ἐκκλησία συμμετεῖχε ἀπό βαθείας νυκτός σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Λόγω τοῦ ἁπλοϊκοῦ χαρακτῆρος του συμπεριφερόταν πάντα φιλικά καί ἀδελφικά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή τόν χαρακτήριζε ἕνα αὐθόρμητο χιοῦμορ, παντοῦ γινόταν εὐπρόσδεκτος καί εὐχάριστος. Ἠρέσκετο νά ἀσχολῆται μέ τά ἀναμενόμενα γεγονότα, μέ τούς ἐπικειμένους πολέμους, μέ τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου, γι᾿ αὐτό εἶχε ὀνομασθῆ, χάριν εὐθυμίας, ἀπό τούς νεωτέρους Πατέρες πρόεδρος τοῦ Κ.Ε.Δ.Ε.Κ, δηλαδή τοῦ Κέντρου διδασκαλίας ἐπερχομένων καταστάσεων….
Διηκόνησε μέ πολλή ἐπιμέλεια καί στήν τράπεζα τῆς Μονῆς, ὅπου, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του, προλάβαινε νά προετοιμάζη τά πάντα κατά τρόπο ἀρμονικό μέ τούς βοηθούς του.
Ἕνα χρόνο πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἔλαβε τό διακόνημα τοῦ θυρωροῦ καί βιβλιοπώλου τῆς Μονῆς. Ἦτο πρόθυμος καί πολύ ἐξυπηρετικός.
Προτοῦ κατέλθουν στήν παραλία οἱ Προσκυνητές, εἶχε πεταχθῆ ἔξω ἀπό τήν πρωϊνή τράπεζα, εἶχε ἀνοίξη τίς προθῆκες καί περίμενε σάν τόν καλό ψαρᾶ νά ρίξη τό ἀγκίστρι του.
Χάριν ἀστεϊότητος ἔλεγε στούς βιαστικά διερχομένους ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς μας: «Πᾶρτε σωσίβια γιά νά κολυμπᾶτε μέσα στά νερά τῆς ἀφρισμένης θάλασσας τῆς κοινωνίας μας». Καί ἐννοοῦσε φυσικά τήν προμήθεια πνευματικῶν βιβλίων.
Συχνά τόν ἔπαιρνα νά τόν κεράσω στό Ἀρχονταρίκι ἕνα καφέ ἤ ἔνα τσάϊ. Ἐρχόταν μέ χαρά. Πάντοτε εἶχε κάποια σοφή κουβέντα νά μοῦ ἐκμυστηρευθῆ μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ποικίλων ἐμπειριῶν του. Ἀγαποῦσε μέ πάθος τήν Πατρίδα μας, τήν ὁποία καί ὑπηρέτησε σάν λοχίας στό Ἀλβανικό Μέτωπο. Πόσο γελοῦσε ἀπό χαρά, ὅταν μοῦ ἐδιηγόταν μέ ποιούς ἔξυπνους τρόπους νικοῦσαν τούς Ἰταλούς ἤ πῶς ἀκινητοποιοῦσαν τά τάνκς.
Στίς στροφές τῶν δρόμων, ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου θά περνοῦσαν τά ἰταλικά τάνκς μέ τίς ἐρπύστριες, ἔστρωναν οἱ δικοί μας στρατιῶτες κάτω στόν δρόμο κουβέρτες τοῦ ὕπνου γιά νά ….κοιμηθοῦν ἐκεῖ γιά πάντα τά τάκνς τῶν Ἰταλῶν. Περιεπλέκοντο οἱ κουβέρτες μέσα στίς ἐρπύστριες καί τά βαρέα αὐτά ὀχήματα ἀκινητοποιοῦντο….
Ὁσάκις μετέβαινα στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή μοῦ εὐχόταν μέ στοργική ἀγάπη καί χαρά. Ἀκόμη μοῦ ἔδωσε κι ἕνα φυλακτό, πού τοῦ τό ἔδωσε ἡ μητέρα του, γιά νά τό ἔχω πάντα μαζί μου. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔδειχνε τήν μεγάλη του ἐκτίμησι πρός τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἰδικώτερα τῆς Μονῆς μας, πού ξεκίνησε νά γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος π. Γεωργίου ἀπό τό 1978.
-Πάτερ Ἀντώνιε, τόν ρώτησα, θυμᾶσαι νά μοῦ διηγηθῆς τήν ἱστορία ἐκείνη, πού μοῦ εἶχες πῆ παλαιότερα για κάποιον γιατρό, τοῦ ὁποίου ἀρώστησε τό παιδί του ἀπό λευχαιμία καί θεραπεύθηκε θαυματουργικά;
-Καί βέβαια νά σοῦ τήν ὑπενθυμίσω διότι εἶναι συγκλονιστική:
Ὅταν ἤμουν ἀκόμη λαϊκός στόν Πύργο τῆς Ἠλείας, εἶχα στενή φιλία μέ τόν γιατρό κ. Νικόλαο Π…. Αὐτός μετά τόν γάμο του ἀπέκτησε ἕνα παιδάκι, τό ὁποῖο στήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἀρώστησε ἀπό λευχαιμία. Κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια ἦτο γι᾿ αὐτό ματαιοπονία.
Σέ λίγο θά ἐρχόταν ὁ θάνατος τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ του. Ὁ πατέρας ἀπελπίσθηκε τελείως ἀπό πλευρᾶς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί σάν γιατρός ἦτο σίγουρος γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ του. Ἦτο ὅμως πολύ θρησκευόμενος ἄνθρωπος καί πάνω στήν ἀνάγκη του, κατέφυγε στόν Θεό.
Μία ἡμέρα ἐπήγαινε μέ τό ἄλογό του καβάλα στό κτῆμα του, πού ἀπεῖχε ἀπό τόν Πύργο δυόμισυ ὧρες. Στόν δρόμο συλλογιζόταν ποιός θά μποροῦσε νά τόν βοηθήση στήν ἔσχατη αὐτή ἀγωνία του.
Σκέφθηκε πάλι τόν Θεό καί ποθοῦσε νά Τόν παρακαλέση, ἀλλά πῶς καί ποῦ νά ρθῆ σέ μιά ἐπικοινωνία μαζί Του; Δέν ἄντεξε ὅμως ἄλλο. Σταμάτησε σέ μιά στροφή τοῦ δρόμου.
Κατέβηκε ἀπό τό ἄλογό του, ἐσήκωσε μέ πόθο καί πόνο τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε στόν Θεό μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς καρδιᾶς του:
«Θεέ μου, ποῦ εἶσαι; Τό παιδί μου χάνεται. Βοήθησέ με. Βλέπε τόν πόνο μου, τά δάκρυά μου, καί λυπήσου με. Μόνο Ἐσύ τώρα μπορεῖς νά μέ βοηθήσης».
Καβάλλισε τό ἄλογό του καί συνέχισε τόν δρόμο του κλαίγοντας. Πιό πάνω, μετά ἀπό ἕνα ἀνήφορο, ἔβγαινε σ᾿ ἕνα ξέφωτο καί νά μπροστά του ἡ ἀποκάλυψις. Εἶδε τόν Δεσπότη Χριστό, ὁ Ὁποῖος στεκόταν στόν ἀέρα καί σέ ἀπόστασι ψηλά ἀπό τήν γῆ περί τά 200 μέτρα. Ἦτο περιβεβλημένος μέ λαπρότατο φῶς καί μέ μιά ἐξαίσια δόξα.
Τόσο καθαρά τόν ἔβλεπε, ὥστε διέκρινε καί τίς φλέβες τῶν ποδιῶν Του, ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ ἔλεγε. Ἐκύτταξε τόν γιατρό ἀρκετά λεπτά καί κατόπιν μέ σταθερή Δεσποτική φωνή τοῦ εἶπε: «Μήν ἀνησυχῆς, τό παιδί σου θά γίνη καλά». Κι ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά του.
Μόλις συνῆλθε ἀπ᾿ αὐτό τό ἐν ἐγρηγόρσει θαῦμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὁ γιατρός ἀμέσως δέχθηκε καταιγισμό λογισμῶν ἀμφιβολίας. Τοῦ ἔλεγε ὁ διάβολος ὅτι: «αὐτό πού εἶδες, μή τό πιστεύης. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φαντασίας σου, λόγῳ τῆς ψυχολογικῆς σου καταστάσεως».
Καί πρίν ἀκόμη προφθάση ὁ γιατρός νά συγκατατατεθῆ σ᾿ αὐτούς τούς πονηρούς λογισμούς, παρουσιάσθηκε αἰφνιδίως καί πάλι μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου καί, ὅπως σοῦ εἶπα, θά γίνη τό παιδί σου καλά». Καί πάλιν ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ γιατρός λοιπόν, ἀντί νά πάη στό χωράφι του, γύρισε στόν Πύργο γιά νά συναντήση τό παιδί του. Ἡ γριά μητέρα του τόν εἶδε νά ἔρχεται καί τόν φώναξε πρώτη: «Ἔλα παιδί μου, νά ἰδῆς τήν κορούλα σου. Σηκώθηκε καί παίζει στό δωματιό της μέ τά παιγνίδια της».
Μπαίνοντας μέσα ὁ γιατρός διεπίστωσε τό θαῦμα. Ὅταν ρώτησε τήν μητέρα του ποιά ὥρα θεραπεύτηκε τό παιδί του, ἐκείνη τοῦ εἶπε καί ἦτο ἡ ὥρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίσθηκε στόν δρόμο.
Ἦλθε ὁ καιρός νά ἐξέλθη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Κύριος τόν ἐπισκέφθηκε μέ δυνατούς πόνους. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι δέν μποροῦσε νά λέγη τήν εὐχή. Μία φορά πῆγα στό Κελλί του. Τόν βρῆκα ξαπλωμένον.
-Τί κάνεις, Γέρο-Ἀντώνιε;
-Κλαίω καί στενοχωριέμαι, διότι δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ, ἀλλά ὁ Κύριος μέ παρηγόρησε.
-Μέ τί τρόπο σέ παρηγόρησε;
-Ἄκουσα φωνή νά ἔρχεται ἀπό τό νταβάνι. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἦτο ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Μή στενοχωριέσαι, πού δέν μπορεῖς νά προσευχηθῆς. Ἡ ὑπομονή σου στούς πόνους εἶναι γιά μένα προσευχή».
Ἡ πάθησίς του, σύμφωνα μέ τήν διάγνωσι τῶν ἰατρῶν τῆς Μονῆς μας, εἶχε σχέσι μέ ἀναπνευστικά προβλήματα, χωρίς κάποια δυνατή ἰατρική ἐπέμβασι. Οἱ γιατροί μας, μοναχοί τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἐμήνυσαν ὅτι εἶναι δυνατή ἡ χειρουργική του ἐπέμβασις, ἀλλά μέ περιορισμένες τίς ἐλπίδες ἐπιτυχίας της.
Ὁπότε ὁ Γέρο-Ἀντώνιος τούς εἶπε: «Ἀφῆστε με νά πεθάνω μέ εἰρήνη ἐδῶ στό Μοναστήρι μας. Τί θά μέ ὠφελήση ἄν ζήσω ἀκόμη ἕνα ἤ δύο χρόνια; Ἤδη ἔζησα 87 χρόνια μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μετά ἀπό 5 μῆνες ὁ Γέρο-Ἀντώνιος μετέβη σ᾿ Αὐτόν πού ἐπόθησε καί Τόν ὑπηρέτησε στό Ἅγιον Ὄρος περίπου 30 χρόνια.
Μετά τήν Ἀκολουθία τῆς Κηδείας του, ὁ Σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος εἶπε τά ἑξῆς λόγια, τά ὁποῖα καταχωροῦμε ἐδῶ αὐτούσια:
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί τέκνα ἐν Κυρίῳ πνευματικά, ἡ κοίμησις τοῦ μκακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας π. Ἀντωνίου, εἶναι ὑπόθεσις λύπης μέν διά τόν πρόσκαιρον χωρισμόν, ἀλλά καί χαρᾶς, διότι οὗτος ἠγωνίσθη θεοφιλῶς καί ἐξεπλήρωσε ὅσα ἔταξε διά τοῦ ἀναδόχου του κατά τό ἅγιον Βάπτισμα γενόμενος Χριστιανός καί ὅσα ὑπεσχέθη πρό τριάκοντα περίπου ἐτῶν γενόμενος μεγαλόσχημος Μοναχός.
Ὅλοι εἴμεθα μάρτυρες τῆς θεαρέστου πολιτείας του. Πιστός, ταπεινός, ὑπάκουος, προσευχητικός, φιλάδελφος, φιλοπονώτατος. Οὐδέποπτε κατέκρινε καί πάντοτε ἐμερίμνα διά νά ἔχη εἰρηνικάς σχέσεις μέ τούς ἀδελφούς.
Κατά τήν ἱεράν αὐτήν στιγμήν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά τοῦ ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνην μου διά τήν εὐλάβειαν καί τόν σεβασμόν, τόν ὁποῖον ἔτρεφε πρός τό ἀξίωμα τοῦ Καθηγουμένου, ἀλλά καί πρός τό ταπεινό μου πρόσωπον.
Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Γέροντα καί πρός τήν Γεροντικήν Σύναξιν ἐδέχθη τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου καί ἐπί ἀρκετά ἔτη διηκόνησε εὐσυνειδήτως καί ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς παρά τῆ Ἱερᾶ Κοινότητι.
Ἦλθεν εἰς μεγάλην ἡγλικίαν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἔχων ἤδη εἰς τόν κόσμον ἀγωνισθῆ ὡς πιστόν τέκνον τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς μοναχός ἔτι περισσότερον ἠγωνίσθη καί ἐχαριτώθη.
Καρπός τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος ὑπῆρξε καί ἡ μακαρία τελευτή του. Μέ τελείαν ἐμπιστοσύνην εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τελείαν εἰρήνην εἰς τήν ψυχήν του, ἀλλά καί ἰσχυράν ἐλπίδα εἰς τήν Προστάτιδα ἡμῶν Κυρίαν Θεοτόκον καί εἰς τούς Ἁγίους τῆς Μονῆς μας, Νικόλαον τόν Θαυματουργόν, Γρηγόριον τόν Κτίτορα καί Ἀναστασίαν τήν Ρωμαίαν, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ Ζῶντος.
Οἱ πόνοι τῆς ἀσθενείας δέν τοῦ ἐμείωσαν τήν πηγαίαν χαράν τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Χριστόν.
Εἴθε καί ἡμεῖς οἱ περιλειπόμενοι νά τύχωμεν τοιαύτης μακαρίας τελευτῆς.
Πιστεύω ὅτι τόν π. Ἀντώνιον ἔχομεν τώρα πρεσβευτήν εἰς τόν Πανάγιον Τριαδικόν μας Θεόν.
Ὄντως «μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον», ἀείμνηστε ἀδελφέ μας, «ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἀναβάσεις
http://www.hristospanagia.gr/?p=21705#more-21705