Πῶς μπορεῖ ὁ προσευχόμενος νὰ ἀρχίσει καὶ νὰ συνηθίσει τὴν εὐχὴ
Τοῦ πατρὸς Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου
Ε,
εἶναι εὐκολότερο, ἐδῶ λίγο, λίγο νὰ δώσομε ἔτσι αὐτὴ τὴν ἔννοια, αὐτὴ
τὴν διάσταση, πῶς ὁ ἐργαζόμενος στὸ γραφεῖο, ὁ καθηγητής, ὁ δάσκαλος,
στὸ γιαπὶ ὁ ἐργαζόμενος, στὸ μόχθο καὶ λοιπά, μπορεῖ νὰ λέει τὴν εὐχή;
Μπορεῖ
νὰ τὴ λέει τὴν εὐχὴ ἀρκεῖ νὰ κάνει, πῶς νὰ τὸ πεῖ κανείς… καὶ μία
προπαίδεια. Ὅπως προετοιμάζεται ὁ καθηγητὴς καὶ ὁ δάσκαλος γιὰ τὸ
μάθημα, καὶ κάθε ἄλλος ἐπαγγελματίας καὶ τεχνίτης, ὅπως σπουδάζει αὐτὸς
ποὺ θὰ γίνει γιατρὸς καὶ ὁ ἄλλος ποὺ θὰ γίνει δικηγόρος, κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον ὑπάρχει μία περίοδος ἂς τὸ ποῦμε τρόπον τινά, κατὰ τὴν ὁποίαν
προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐγκολπωθεῖ ἐσωτερικὰ μέσα του ὅσο τὸ δυνατὸν
περισσότερο αὐτὴ τὴν εὐχή. Συνέχεια