Δεῖτε ἐδῶ:Εὐχή, νῆψις καί ἡσυχία. Μέρος α’
Εἶναι ἄραγε ἁμαρτωλή αὐτή ἡ προσβολή;
Ὄχι! ἀλλά «ἔλεγχος τοῦ αὐτεξουσίου θελήματός μας». Ἀμέσως μετά τήν προσβολή ἀρχίζει ἡ πάλη τῆς θελήσεώς μας, ἡ ὁποία ἤ θά διώξη τήν παράσιτη καί σιχαμερή εἰκόνα μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μέ τήν καταφρόνησι ἤ μέ τόν ἀντιρρητικό λόγο καί τήν αὐτομεμψία ἤ θά τήν ἀποδεχθῆ καί θ᾿ ἀρχίση νά συνδιαλέγεται μαζί της μέ ἐμπάθεια. Ἡ πάλη αὐτή λέγεται καί συνδυασμός, ἡ ἁμαρτία ὅμως ἀρχίζει ἀπό τό σημεῖον τῆς συγκαταθέσεως, τῆς παραχωρήσεως τοῦ πνεύματός μας στήν θεομίσητη εἰκόνα καί λογισμό, ὁπότε δείχνουμε ἐνδιαφέρον, προσοχή καί εὐχαρίστησι. Ἤδη ἔχουμε δηλαδή μέσα μας τήν ἁμαρτία σάν πρᾶξι (πβ. Ματθ. ε΄: 28).
Ἡ παραμονή τῶν ματαίων καί ἀργῶν λογισμῶν μέσα στόν νοῦ πιστοποιεῖ ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ράθυμος καί ἀργή.
Καί ἡ ράθυμος ψυχή, πού δέν μεριμνᾶ γία τήν πνευματική της τροφή, σύντομα πεθαίνει πνευματικά.«Ὅτι χλιαρός εἶ… μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» ( Ἀποκ. γ΄: 16). Προηγεῖται τό ξεσήκωμα ἀπό τήν νάρκη τῆς χλιαρότητος καί ἀκηδίας καί ἕπεται ἡ ἀναζήτησις γιά τήν εὔρεσι τροφῆς, δηλαδή ὁ κόπος καί ἡ βία γιά τήν κάθαρσι ἀπό τά πάθη, τίς ἀδυναμίες, τίς ἰδιοτροπίες, ἀλλά καί ἀπό τούς ἁπλούς μετεωρισμούς, καί ἔπειτα βραβεύεται ἡ ψυχή μέ οὐράνιες γεύσεις ἀπό τήν Τράπεζα τῆς θείας θεωρίας.
Τό ὅτι ἔχουμε μετεωρισμούς στήν Εὐχή ἤ καί τό χειρότερο διάφορες ἀκάθαρτες σκέψεις, αὐτό φανερώνει ὅτι ἀκόμη δέν καθαρισθήκαμε ἀπό τά πάθη. Δέν ἔχουμε τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς (νῆψι), πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός σάν βασική προϋπόθεσι γιά νά κατέβη καί «μονήν ἐν αὐτῇ ποιήση». (πβ. Ἰωάν. ιδ΄: 23).
Καί πῶς «Κύριον τόν Θεόν ἁγιάσωμεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (πβ. Α΄ Πέτρ. γ΄: 15), ἄν αὐτή ἡ καρδιά ἐξακολουθῆ νά εἶναι ἀκάθαρτη ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς; Καί πῶς θά γίνη «ἡ κένωσις τοῦ Θείου Λόγου» μέσα μας, ὅταν ἡ ψυχή μας εἶναι ἀκόμη δεμένη μέ τήν σάρκα καί τόν κόσμο;
Τούς τρόπους τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποδεσμεύσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν τυραννίαν τῶν παθῶν καί τοῦ διαβόλου, μᾶς τούς διδάσκουν οἱ Νηπτικοί Πατέρες ἀναλυτικά, ὡς ἀπόσταγμα τῆς βιωματικῆς τους ἐμπειρίας.
«Πολλῆς πάντως ἔχομεν ἀνάγκης ἐκ τῆς προσοχῆς ἐπί τῶν αἰσθήσεων καί τῆς συνεχοῦς Εὐχῆς καί τῶν σωματικῶν πόνων καί τῆς πιστῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, διά νά καθαρίσωμεν τελείως τήν ψυχήν καί οὔτω νά καταστήσωμεν ἔνοικον τόν Θεόν εἰς τάς καρδίας ἡμῶν. Τοῦ λοιποῦ θά ἐκτελῶμεν ἀπλανῶς τάς θείας Αὐτοῦ προσταγάς» (Ἀββᾶ Φιλήμονος, Λόγος περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος, Φιλοκαλία…, τ. Β΄σελ. 316), λέγει καί καταλήγει ὁ Ἀββᾶς Φιλήμων.
Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος λέγει τά ἑξῆς: «Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού γεννιέται τυφλός δέν μπορεῖ νά δῆ τό φῶς τοῦ ἡλίου καί νά χαρῆ τήν ποικίλη ὀμορφιά τῆς φύσεως, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού δέν βαδίζει μέ τήν πνευματική μέθοδο τῆς νήψεως, δέν θά μπορέση ν᾿ ἀπολαύση καί νά οἰκειοποιηθῆ πλούσια τίς φωτοχυσίες καί ἐλλάμψεις τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὔτε θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πονηρά καί μισητά γιά τόν Θεό ἔργα, λόγια καί λογισμούς καί οὔτε θά μπορέση κατά τήν ἕξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα νά περάση κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα νά περάση ἐλεύθερα ἀπό τούς ταρταραίους ἄρχοντας, τά τελώνια» ( Ἱερομονάχου Ἰω. Νήψη καί προσευχή,… σελ. 109).
Στήν συνέχεια ὁ ἴδιος πατήρ μᾶς παρουσιάζει τέσσερις τρόπους νήψεως:
Πρῶτος τρόπος, εἶναι ἡ ἐπίμονος στάσις τοῦ λογισμοῦ ἤ ἀναλυτικώτερα ἡ ἄκρα προσοχή τοῦ νοῦ στούς λογισμούς πού ἐπιδιώκει νά βάζη μέσα στήν καρδιά ὁ διάβολος. Τίς σπειρόμενες αἰσχρές, πονηρές ἀλλά καί ἀργές καί μάταιες σκέψεις, σάν κλέφτες τίς βλέπει ἡ ψυχή πού κάνει πνευματικό ἀγῶνα, καί προσπαθεῖ ἀμέσως νά ἀντιληφθῆ τί ἐπιδιώκουν νά κάμουν μέ τίς προσβολές αὐτές οἱ γεννήτορες τοῦ κακοῦ. Ἀκόμη παρακολουθεῖ ποιά μορφή θέλουν νά στήσουν οἱ δαίμονες γιά νά ἀποπειραθοῦν μέ τήν φαντασία νά ἀπατήσουν τόν νοῦ καί νά τόν ἕλξουν στήν συγκατάθεσι τῆς ἁμαρτίας.
Δεύτερος τρόπος, νήψεως εἶναι ἡ ἀδιάλειπτος ἐπίκλησις τοῦ γλυκυτάτου Ὄνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλη τήν ἀγαπητική διάθεσι τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί μέ φόβο, ταπείνωσι καί κατάνυξι, εἴτε προφορικά εἴτε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο.
Τρίτος τρόπος εἶναι ἡ συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κολάσεως. Ἔτσι καλλιεργοῦνται τό χαροποιόν πένθος καί τά καθαρτικά δάκρυα, ἀλλά καί ὁ ὑπόλοιπος κατάλογος τῶν ἀρετῶν.
Τέτερτος τρόπος εἶναι ὅταν ἡ κεκαθαρμένη καρδιά παραμένη σταθερά σιωπηλή καί ἥσυχη ἀπό κάθε λογισμό καί κίνησι ἐμπαθῶν νοημάτων, ἐνῶ συγχρόνως ἀενάως εὔχεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό λέγεται Καρδιακή ἡσυχία ἤ πνευματική Λατρεία.
Ὅλοι οἱ πιό πάνω τρόποι βοηθοῦν ἐξ ἴσου στήν ἐσωτερική καθαρότητα, περισσότερο δέ ἡ συνεχής ἀπασχόλησις τοῦ νοῦ -χωρίς κανένα λογισμό καί μέ ἄκρα προσοχή- μέ τήν Εὐχή. Ἄλλωστε, ἡ νῆψις καί ἡ προσοχή εἶναι οἱ πλέον ἀπαραίτητες ἀρετές γιά τήν καλλιέργια τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
Ἠ πνευματική ὅμως ἐργασία τῆς καθάρσεως καί τῆς ἐπανόδου τῆς ψυχῆς στόν ἑαυτό της ἔχει τρία μεγάλα ἐμπόδια: τόν κόσμο, τήν σάρκα καί τόν διάβολο. Ἔτσι, κάθε φιλότιμη ψυχή θά παλέψη ἐναντίον τους μέ τούς διαφόρους τρόπους νήψεως, γιά νά καθαρισθῆ ὁ δρόμος πού θά τήν ὁδηγήση στήν ἕνωσί της μέ τόν Θεό!
Ἐάν λοιπόν ὁ χριστιανός ἐπιθυμῆ ν᾿ ἀνέλθη τήν ζωηφόρο κλίμακα τῶν θείων χαρισμάτων, ὀφείλει ν᾿ ἀμεριμνήση ἀπό ὅσα τόν περιβάλλουν, ἀνθρώπους καί πράγματα. Γι᾿ αὐτό μία ὁδός τοῦ ἀπομένει: αὐτή πού βαδισαν οἱ Ἁγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων.
Νά, ὁ σκοπός καί τό τέρμα ὄχι μόνο τῶν «ἐνσάρκων ἀγγέλων», δηλαδή τῶν μοναχῶν καί ἡσυχαστῶν τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν παντός βαθμοῦ, ὄπως καί ὅλων τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πού ἀγωνίζονται μέσα στόν κόσμο: ἡ κατά Χάριν τελείωσις. Μόνο ἡ τελεία κατά Χάριν καθαρότης ἐπιτρέπει τήν παρρησία στόν Θεό! Καί τότε πλέον μποροῦν μέ τίς ὁσιακές τους προσευχές νά στηρίξουν καί αὐτήν τήν οἰκουμένη!
Εἶναι ἄραγε ἁμαρτωλή αὐτή ἡ προσβολή;
Ὄχι! ἀλλά «ἔλεγχος τοῦ αὐτεξουσίου θελήματός μας». Ἀμέσως μετά τήν προσβολή ἀρχίζει ἡ πάλη τῆς θελήσεώς μας, ἡ ὁποία ἤ θά διώξη τήν παράσιτη καί σιχαμερή εἰκόνα μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μέ τήν καταφρόνησι ἤ μέ τόν ἀντιρρητικό λόγο καί τήν αὐτομεμψία ἤ θά τήν ἀποδεχθῆ καί θ᾿ ἀρχίση νά συνδιαλέγεται μαζί της μέ ἐμπάθεια. Ἡ πάλη αὐτή λέγεται καί συνδυασμός, ἡ ἁμαρτία ὅμως ἀρχίζει ἀπό τό σημεῖον τῆς συγκαταθέσεως, τῆς παραχωρήσεως τοῦ πνεύματός μας στήν θεομίσητη εἰκόνα καί λογισμό, ὁπότε δείχνουμε ἐνδιαφέρον, προσοχή καί εὐχαρίστησι. Ἤδη ἔχουμε δηλαδή μέσα μας τήν ἁμαρτία σάν πρᾶξι (πβ. Ματθ. ε΄: 28).
Ἡ παραμονή τῶν ματαίων καί ἀργῶν λογισμῶν μέσα στόν νοῦ πιστοποιεῖ ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ράθυμος καί ἀργή.
Καί ἡ ράθυμος ψυχή, πού δέν μεριμνᾶ γία τήν πνευματική της τροφή, σύντομα πεθαίνει πνευματικά.«Ὅτι χλιαρός εἶ… μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» ( Ἀποκ. γ΄: 16). Προηγεῖται τό ξεσήκωμα ἀπό τήν νάρκη τῆς χλιαρότητος καί ἀκηδίας καί ἕπεται ἡ ἀναζήτησις γιά τήν εὔρεσι τροφῆς, δηλαδή ὁ κόπος καί ἡ βία γιά τήν κάθαρσι ἀπό τά πάθη, τίς ἀδυναμίες, τίς ἰδιοτροπίες, ἀλλά καί ἀπό τούς ἁπλούς μετεωρισμούς, καί ἔπειτα βραβεύεται ἡ ψυχή μέ οὐράνιες γεύσεις ἀπό τήν Τράπεζα τῆς θείας θεωρίας.
Τό ὅτι ἔχουμε μετεωρισμούς στήν Εὐχή ἤ καί τό χειρότερο διάφορες ἀκάθαρτες σκέψεις, αὐτό φανερώνει ὅτι ἀκόμη δέν καθαρισθήκαμε ἀπό τά πάθη. Δέν ἔχουμε τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς (νῆψι), πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός σάν βασική προϋπόθεσι γιά νά κατέβη καί «μονήν ἐν αὐτῇ ποιήση». (πβ. Ἰωάν. ιδ΄: 23).
Καί πῶς «Κύριον τόν Θεόν ἁγιάσωμεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (πβ. Α΄ Πέτρ. γ΄: 15), ἄν αὐτή ἡ καρδιά ἐξακολουθῆ νά εἶναι ἀκάθαρτη ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς; Καί πῶς θά γίνη «ἡ κένωσις τοῦ Θείου Λόγου» μέσα μας, ὅταν ἡ ψυχή μας εἶναι ἀκόμη δεμένη μέ τήν σάρκα καί τόν κόσμο;
Τούς τρόπους τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποδεσμεύσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν τυραννίαν τῶν παθῶν καί τοῦ διαβόλου, μᾶς τούς διδάσκουν οἱ Νηπτικοί Πατέρες ἀναλυτικά, ὡς ἀπόσταγμα τῆς βιωματικῆς τους ἐμπειρίας.
«Πολλῆς πάντως ἔχομεν ἀνάγκης ἐκ τῆς προσοχῆς ἐπί τῶν αἰσθήσεων καί τῆς συνεχοῦς Εὐχῆς καί τῶν σωματικῶν πόνων καί τῆς πιστῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, διά νά καθαρίσωμεν τελείως τήν ψυχήν καί οὔτω νά καταστήσωμεν ἔνοικον τόν Θεόν εἰς τάς καρδίας ἡμῶν. Τοῦ λοιποῦ θά ἐκτελῶμεν ἀπλανῶς τάς θείας Αὐτοῦ προσταγάς» (Ἀββᾶ Φιλήμονος, Λόγος περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος, Φιλοκαλία…, τ. Β΄σελ. 316), λέγει καί καταλήγει ὁ Ἀββᾶς Φιλήμων.
Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος λέγει τά ἑξῆς: «Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού γεννιέται τυφλός δέν μπορεῖ νά δῆ τό φῶς τοῦ ἡλίου καί νά χαρῆ τήν ποικίλη ὀμορφιά τῆς φύσεως, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού δέν βαδίζει μέ τήν πνευματική μέθοδο τῆς νήψεως, δέν θά μπορέση ν᾿ ἀπολαύση καί νά οἰκειοποιηθῆ πλούσια τίς φωτοχυσίες καί ἐλλάμψεις τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὔτε θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πονηρά καί μισητά γιά τόν Θεό ἔργα, λόγια καί λογισμούς καί οὔτε θά μπορέση κατά τήν ἕξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα νά περάση κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα νά περάση ἐλεύθερα ἀπό τούς ταρταραίους ἄρχοντας, τά τελώνια» ( Ἱερομονάχου Ἰω. Νήψη καί προσευχή,… σελ. 109).
Στήν συνέχεια ὁ ἴδιος πατήρ μᾶς παρουσιάζει τέσσερις τρόπους νήψεως:
Πρῶτος τρόπος, εἶναι ἡ ἐπίμονος στάσις τοῦ λογισμοῦ ἤ ἀναλυτικώτερα ἡ ἄκρα προσοχή τοῦ νοῦ στούς λογισμούς πού ἐπιδιώκει νά βάζη μέσα στήν καρδιά ὁ διάβολος. Τίς σπειρόμενες αἰσχρές, πονηρές ἀλλά καί ἀργές καί μάταιες σκέψεις, σάν κλέφτες τίς βλέπει ἡ ψυχή πού κάνει πνευματικό ἀγῶνα, καί προσπαθεῖ ἀμέσως νά ἀντιληφθῆ τί ἐπιδιώκουν νά κάμουν μέ τίς προσβολές αὐτές οἱ γεννήτορες τοῦ κακοῦ. Ἀκόμη παρακολουθεῖ ποιά μορφή θέλουν νά στήσουν οἱ δαίμονες γιά νά ἀποπειραθοῦν μέ τήν φαντασία νά ἀπατήσουν τόν νοῦ καί νά τόν ἕλξουν στήν συγκατάθεσι τῆς ἁμαρτίας.
Δεύτερος τρόπος, νήψεως εἶναι ἡ ἀδιάλειπτος ἐπίκλησις τοῦ γλυκυτάτου Ὄνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλη τήν ἀγαπητική διάθεσι τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί μέ φόβο, ταπείνωσι καί κατάνυξι, εἴτε προφορικά εἴτε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο.
Τρίτος τρόπος εἶναι ἡ συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κολάσεως. Ἔτσι καλλιεργοῦνται τό χαροποιόν πένθος καί τά καθαρτικά δάκρυα, ἀλλά καί ὁ ὑπόλοιπος κατάλογος τῶν ἀρετῶν.
Τέτερτος τρόπος εἶναι ὅταν ἡ κεκαθαρμένη καρδιά παραμένη σταθερά σιωπηλή καί ἥσυχη ἀπό κάθε λογισμό καί κίνησι ἐμπαθῶν νοημάτων, ἐνῶ συγχρόνως ἀενάως εὔχεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό λέγεται Καρδιακή ἡσυχία ἤ πνευματική Λατρεία.
Ὅλοι οἱ πιό πάνω τρόποι βοηθοῦν ἐξ ἴσου στήν ἐσωτερική καθαρότητα, περισσότερο δέ ἡ συνεχής ἀπασχόλησις τοῦ νοῦ -χωρίς κανένα λογισμό καί μέ ἄκρα προσοχή- μέ τήν Εὐχή. Ἄλλωστε, ἡ νῆψις καί ἡ προσοχή εἶναι οἱ πλέον ἀπαραίτητες ἀρετές γιά τήν καλλιέργια τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
Ἠ πνευματική ὅμως ἐργασία τῆς καθάρσεως καί τῆς ἐπανόδου τῆς ψυχῆς στόν ἑαυτό της ἔχει τρία μεγάλα ἐμπόδια: τόν κόσμο, τήν σάρκα καί τόν διάβολο. Ἔτσι, κάθε φιλότιμη ψυχή θά παλέψη ἐναντίον τους μέ τούς διαφόρους τρόπους νήψεως, γιά νά καθαρισθῆ ὁ δρόμος πού θά τήν ὁδηγήση στήν ἕνωσί της μέ τόν Θεό!
Ἐάν λοιπόν ὁ χριστιανός ἐπιθυμῆ ν᾿ ἀνέλθη τήν ζωηφόρο κλίμακα τῶν θείων χαρισμάτων, ὀφείλει ν᾿ ἀμεριμνήση ἀπό ὅσα τόν περιβάλλουν, ἀνθρώπους καί πράγματα. Γι᾿ αὐτό μία ὁδός τοῦ ἀπομένει: αὐτή πού βαδισαν οἱ Ἁγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων.
Νά, ὁ σκοπός καί τό τέρμα ὄχι μόνο τῶν «ἐνσάρκων ἀγγέλων», δηλαδή τῶν μοναχῶν καί ἡσυχαστῶν τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν παντός βαθμοῦ, ὄπως καί ὅλων τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πού ἀγωνίζονται μέσα στόν κόσμο: ἡ κατά Χάριν τελείωσις. Μόνο ἡ τελεία κατά Χάριν καθαρότης ἐπιτρέπει τήν παρρησία στόν Θεό! Καί τότε πλέον μποροῦν μέ τίς ὁσιακές τους προσευχές νά στηρίξουν καί αὐτήν τήν οἰκουμένη!
Κάποιος
Λειτουργός ἱερεύς, μοῦ ἀπεκάλυψε μετά συντριβῆς καί δακρύων, ὅτι ἐνῶ
βρισκόταν «προσκαρτερῶν τῇ προσευχῇ», κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας
Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, λέγοντας συνεχῶς τήν Εὐχή «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί ἐνθυμούμενος ὡς ἀστραπή τά γεγονότα πού
συνετέλεσαν στό νά ξεκινήση τόν ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία του, ξαφνικά,
ἡρπάγη ὁ νοῦς του, ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί ἀπό τόν χῶρο τοῦ ναοῦ πού
λειτουργοῦσε. Καί «εἶδε» ἡ ψυχή του «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ
σώματος» οὐκ οἶδεν, «ὁ Θεός οἶδεν» (Β΄ Κορ. ιβ΄: 2), μαζί
μέ τόν Ἰωσήφ ἐξ Ἀριμαθαίας καί τόν νυκτερινόν -γιά τόν φόβον τῶν
Ἰουδαίων- μαθητή τοῦ Κυρίου, Νικόδημον, πῶς πῆραν καί κρατοῦσαν τήν ἁγία
Σινδόνη, τήν ἄκρη τῆς ὁποῖας ἄγγιζε ὑπερφυῶς καί ἡ δική του ψυχή,
προσκλαίουσα.
Εἶδε νά μεταφέρεται ἡ θεϊκή αὐτή ὅρασις μέ ἀνέκφραστο τρόπο στήν ἱερά Ἀποκαθήλωσι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅπου τυλιγμένο στήν Σινδόνη τό ἁγιογραφημένο σέ ξύλο Σῶμα τοῦ Κυρίου μετεβάλλετο (μέσα στήν ἁγία Σινδόνη) σ᾿ ἕνα ἀνάλαφρο εὐλύγιστο ΒΡΕΦΟΣ, τό ὁποῖο σπάραζε μέσα στά χέρια του ὡς Ζῶν Θεός! Γιά νά τοποθετηθῆ ἐν μέσῳ κλαυθμῶν καί νοερᾶς ΕΥΧΗΣ, ἀπό τόν Σταυρό καί μέσα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη στήν κόγχη τοῦ ἁγίου Βήματος, ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης!…
Καί ὅλα αὐτά τά ἐβίωνε ὁ Λειτουργός αὐτός τοῦ Ὑψίστου μέσα στό ἅγιο Βῆμα, τήν ὥρα πού ἐψάλλετο ὁ Τρισάγιος ὕμνος (στό «Δύναμις») καί μετά τήν ἀνάγνωσι τῆς καθιερωμένης εὐχῆς «ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος…»
Παρόμοια πνευματική ἐμπειρία ἔχουν καταμαρτυρήσει στήν ἀναξιότητά μου καί ἄλλοι ἁγιασμένοι Λειτουργοί, μέ πολλή συστολή, συντριβή καί κατάνυξι, ὅπως ὁ πατήρ Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ὁ πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης (Ἁγιος πλέον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ), ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος Γκουντῆς, συλλειτουργός καί συνεφημέριος στόν ἅγιο Ἀθανάσιο Εὐόσμου Θεσσαλονίκης, ὁ πατήρ Εὐάγγελος Χαχόλος στόν ἅγιο Μῆνα Θεσσαλονίκης… (προσωπικές σημειώσεις).
συνεχίζεται…
Εἶδε νά μεταφέρεται ἡ θεϊκή αὐτή ὅρασις μέ ἀνέκφραστο τρόπο στήν ἱερά Ἀποκαθήλωσι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅπου τυλιγμένο στήν Σινδόνη τό ἁγιογραφημένο σέ ξύλο Σῶμα τοῦ Κυρίου μετεβάλλετο (μέσα στήν ἁγία Σινδόνη) σ᾿ ἕνα ἀνάλαφρο εὐλύγιστο ΒΡΕΦΟΣ, τό ὁποῖο σπάραζε μέσα στά χέρια του ὡς Ζῶν Θεός! Γιά νά τοποθετηθῆ ἐν μέσῳ κλαυθμῶν καί νοερᾶς ΕΥΧΗΣ, ἀπό τόν Σταυρό καί μέσα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη στήν κόγχη τοῦ ἁγίου Βήματος, ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης!…
Καί ὅλα αὐτά τά ἐβίωνε ὁ Λειτουργός αὐτός τοῦ Ὑψίστου μέσα στό ἅγιο Βῆμα, τήν ὥρα πού ἐψάλλετο ὁ Τρισάγιος ὕμνος (στό «Δύναμις») καί μετά τήν ἀνάγνωσι τῆς καθιερωμένης εὐχῆς «ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος…»
Παρόμοια πνευματική ἐμπειρία ἔχουν καταμαρτυρήσει στήν ἀναξιότητά μου καί ἄλλοι ἁγιασμένοι Λειτουργοί, μέ πολλή συστολή, συντριβή καί κατάνυξι, ὅπως ὁ πατήρ Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ὁ πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης (Ἁγιος πλέον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ), ὁ πατήρ Κωνσταντῖνος Γκουντῆς, συλλειτουργός καί συνεφημέριος στόν ἅγιο Ἀθανάσιο Εὐόσμου Θεσσαλονίκης, ὁ πατήρ Εὐάγγελος Χαχόλος στόν ἅγιο Μῆνα Θεσσαλονίκης… (προσωπικές σημειώσεις).
συνεχίζεται…
Ἀπό τό βιβλίο:«Ἡ«Εὐχήμέσαστόνκόσμο«
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης