Κεφ. 11ο: μέρος α’
Ὅταν
ὁ στάρετς ἀπευθυνόταν στά πλήθη τῶν Χριστιανῶν πού σάν διψασμένα ἐλάφια
ζητοῦσαν νά ξεδιψάσουν κοντά του, ἄφηνε νά βγαίνουν ἀπό τό στόμα του τά
ρεῖθρα τῆς οὐρανίου σοφίας. «Πάτερ, πῶς πρέπει νά ζοῦμε; Πῶς θά ἐπιτύχουμε τήν σωτηρία μας;» ἐρωτοῦσε ὁ λαός. Κι᾿ ἐκεῖνος σάν τόν Βαπτιστή Ἰωάννη ἀπαντοῦσε: «Νά ζοῦμε χωρίς νά ἀπελπιζώμεθα, χωρίς νά κατακρίνουμε, χωρίς νά πικραίνουμε κανέναν καί ὅλους νά τούς τιμοῦμε».«Πάτερ», ἔλεγε κάποιος, «εἶναι δυνατόν νά ζοῦμε μέσα στόν κόσμο καί νά σωθοῦμε;» «Βεβαίως, μποροῦμε», ἀπαντοῦσε, «ἐάν δέν ζοῦμε μέ τό τραλαλά, ἀλλά μέ τήν ἡσυχία καί τήν ταπείνωσι». Ἀλλές φορές ἡ ἀπάντησις στίς ἐρωτήσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἦταν: «Πρέπει νά ζοῦμε μέ εὐθύτητα, χωρίς ὑποκρισίες καί φαρισαϊσμούς». «Νά ὁμοιάζη ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας μέ τήν πορεία τῆς ρόδας. Στήν ρόδα ἕνα σημεῖο ἐγγίζει στήν γῆ καί τό ὑπόλοιπο μέρος της βρίσκεται ἀνυψωμένο. Ἔτσι ἄς συμβαίνη καί στήν ζωή μας, καί ὄχι νά βυθιζώμεθα ὁλοσχερῶς στά γήϊνα». «Πρέπει νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας χειρότερον ἀπ᾿ ὅλους».
Ἰδιαίτερα ἐπέμενε στήν ἀπόκτησι ταπεινοῦ φρονήματος. Σάν βοσκός λογικῶν προβάτων πού ἦταν, ἔψαλλε συχνά μέ τήν ποιμενική του φλογέρα τά ἐγκώμια τῆς ταπεινοφροσύνης. Μέ παροιμίες, μέ πατερικά ρητά, μέ διαφόρων εἰδῶν ἱστορίες, μέ τρόπο ἤπιο, μέ ὕφος ἐλεγκτικό, «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» ὡδηγοῦσε τό ποίμνιό του στόν δρόμο τῆς ταπεινώσεως.
– Χωρίς τήν ταπείνωσι, ἔλεγε, δέν σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἄν πιστεύσουμε πώς ἀπό δκή μας ἀξία σωζόμεθα, ἔχουμε ἀπατηθῆ. Θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα διδακτικό περιστατικό. Μία ἐπιφανής ἀρχόντισσα, ἀρκετά εὐσεβής ἀλλά ὄχι καί ἀρκετά ταπεινή, καθώς κοιμόταν εἶδε ἕνα συγκλονιστικό ὄνειρο: Πάνω σέ ἔνδοξο θρόνο ὁ δίκαιος Κριτής! Καί ἀπέναντι του πλήθη λαοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ ἴδια. Ὁ Χριστός ἑτοιμαζόταν νά καλέση πλησίον του τούς ἐκλεκτούς. Ἐκείνη πού βασιζόταν στίς ἀρετές της καί στίς καλωσύνες της περίμενε μεγάλες τιμές, ἀλλά ἔπεσε ἔξω στήν πρόβλεψί της. Κάποια ταπεινή χωριατοπούλα ἐκρίθη ἄξια γιά τήν πρώτη θέσι. Δεύτερος ἦταν ἕνας φτωχός χωρικός πού φοροῦσε μάλιστα καί τσαρούχια. Ἀκολούθησαν στήν σειρά πλήθη ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Σέ μιά στιγμή ὁ Κύριος ἔπαυσε νά προσκαλῆ ἄλλους. Ἐκείνη ἐπάνω στήν ἀπελπισία της ἀπεφάσισε νά τόν πλησιάση καί νά τοῦ ὑπενθυμίση τά καλά πού εἶχε κάνει. Ὁ Χριστός ὅμως ἀπέστρεψε ἐντελῶς τό πρόσωπό Του ἀπ᾿ αὐτήν. Ἐξουθενωμένη πλέον, «κάλαμο συντετριμμένος», ἔπεσε στό ἔδαφο, ἔκλαψε καί ἀνεγνώρισε ταπεινά πώς πράγματι δέν τῆς ἄξιζε ἡ οὐράνιος βασιλεία. Νά, ἀγαπητοί μου — ἐδῶ δυνάμωσε τήν φωνή του ὁ στάρετς– τό ταπεινό φρόνημα! Ἔτσι πρέπει νά σκεπτώμεθα ὅλοι. Ὅταν ξύπνησε ἀπό τό ὄνειρο ἡ ἀρχόντισσα, δέν τόλμησε πιά νά φιλοξενήση ὑπερήφανες ἰδέες στήν ψυχή της. Τῆς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό ὄνειρο αὐτό ἕνα ἀξέχαστο μάθημα.
– Μά, πάτερ, ἐρώτησε κάποιος, τόσο πολύ ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια; — Παιδί μου, τοῦ ἀπήντησε, φρόντισε νά περιτυλίξης τόν ἑαυτό σου μέ τήν ταπείνωσι, καί τότε δέν ἔχεις νά φοβηθῆς τίποτε, ἔστω καί ἄν ὁ οὐρανός πέση ἐπάνω στήν γῆ.
Τά λόγια αὐτά τοῦ στάρετς μᾶς δείχνουν πόσο καλά κατεῖχε τά Πατερικά κείμενα. Νά τί γράφει σχετικῶς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Ἐάν κολληθῇ ὁ οὐρανός τῇ γῇ ὁ ταπεινόφρων οὐ θροεῖται»(Λόγος 81ος).Ὁ ποιμενικός του αὐλός ἀπέδιδε πιστά τίς μελῳδίες τῶν μεγάλων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ὥρα πού ἔδινε τήν κοινή εὐλογία στά πλήθη συνήθιζε πάντοτε νά τούς προσφέρη κάποια σύντομη καί ἐπιγραμματική διδασκαλία. «Ὁ Θεός», εἶπε κάποτε, «στέλνει τό ἔλεός του μόνο στούς ταπεινούς». «Ἡ ταπείνωσις», ἀνέφερε σέ ἄλλη περίπτωσι, «τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο ἐμπρός στήν πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας».
Ἐμφορούμενος ἀπό προφητικό πνεῦμα ὁ στάρετ, ἐτόνιζε ὅπως οἱ προφῆτες τῆς Βίβλου, ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν πορεία τῆς ζωῆς μας βάσει ἀπαρασαλεύτων ἠθικῶν νόμων. Ἐδίδασκε πώς στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ συντριβή. Καί ἐάν αὐτός δέν ἀγκαλιάση μόνος του τήν συντριβή καί τήν ταπείνωσι, θά τόν ταπεινώσουν οἱ περιστάσεις, πρᾶγμα πολύ ἀναγκαῖο καί πολύ ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή του. Ὑπεγράμμιζε ἀκόμη ὅτι ἡ ἄνεσις, ἡ εὐημερία καί οἱ ἐπιτυχίες σπρώχνουν τήν ψυχή στήν ὑπερηφάνεια, καί γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραχωρεῖ τίς διάφορες δοκιμασίες καί θλίψεις.
– Παρατηρῆστε τήν μηλλολήνθη (εἶδος κανθάρου), τούς ἔλεγε. Ὅταν εἶναι ζεστός ὁ καιρός καί λάμπη ὁ ἥλιος, τρέχει παντοῦ, βομβίζει, ὑπερηφανεύεται. Ὅλα τά δάση καί τά λειβάδια εἶναι δικά της. Ὅταν ὅμως κρυφθῆ ὁ ἥλιος καί φυσήξη παγωμένος ἄνεμος, ξεχνᾶ τά ὑπερήφανα ταξείδια της, τρυπώνει μέσα στά φύλλα καί οὔτε κἄν ἀκούγεται. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τούς ἀνθρώπους. Ἡ λάμψις τῆς εὐτυχίας φέρνει τήν ἔπαρσι. Ἡ παγωνιά ὅμως τῶν συμφορῶν ὁδηγεῖ στήν ταπείνωσι.
Ὄχι μόνο μέ ὡραῖες παραβολικές εἰκόνες, ἀλλά καί μέ εὐχάριστα ἀνέκδοτα ἐμπέδωνε ὁ στάρετς στόν λαό τίς ὑψηλές αὐτές ἀλήθειες.
Θά γινόταν σ᾿ ἕνα σπίτι ἐπίσημο γεῦμα. Ἕνας ἀπό τούς ὑπηρέτες τοῦ οἰκοδεσπότη πῆγε νά εἰδοποιήση κάποιον προσκεκλημένο, ὁ ὀποῖος τύχαινε νά ἔχη ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Μόλις εἶδε τόν ὑπηρέτη, τοῦ λέει: «Ἐσένα ἔστειλε ὁ κύριός σου γιά νά μέ προσκαλέση; Δέν ὑπῆρχέ κανένα σπουδαιότερο πρόσωπο;» «Στούς σπουδαίους» ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, «ὁ κύριος μου ἔστειλε τούς σπουδαίους. Στήν ἀφεντιά σου ὅμως ἔστειλε ἐμένα». Ἔτσι πῆρε ἕνα καλό μάθημα ὁ ὑπερήφανος καί ἀγέρωχος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Αὐτός βέβαια ἤθελε πάντοτε νά ἐξυψώνη τόν ἑαυτό του· ἔρχονταν ὅμως οἱ περιστάσεις πού τόν ἐταπείνωναν.
Εἶναι ἀλήθεια πώς γιά νά κατακτήση ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ἐκεῖνος πού ἔπεσε σέ σοβαρές ἁμαρτίες, τό πλάτος τοῦ οὐρανοῦ πρέπει νά περάση ὁπωσδήποτε ἀπό τήν στενή πύλη τῆς ταπεινώσεως καί τοῦ πόνου. Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ὁ π. Ἀμβρόσιος ἐδίδασκε:
– Ἀκοῦστε, Χριστιανοί μου, τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γιά νά κερδίσουμε τήν σωτηρία μας.
- Ὁ πρῶτος, νά μήν ἁμαρτάνουμε.
- Ὁ δεύτερος, νά δείχνουμε εἰλικρινῆ μετάνοια.
- Ὁ τρίτος, ἄν δέν μετανοήσαμε πραγματικά, νά ὑπομείνουμε τίς συμφορές πού θά μᾶς βροῦν».
Ὁ
Χριστός, ἀδελφοί μου, συγχωρεῖ τά ἀνομήματά μας. Ἀλλά καί ὁ πόνος
καθαρίζει τήν ψυχή ἀπό τίς κηλῖδες τῆς ἁμαρτίας. Στόν ληστή πού
μετανόησε ὑπεσχέθη ὁ Κύριος τόν Παράδεισο· ὡστόσο ἦρθαν κατόπιν οἱ
στρατιῶτες καί τοῦ συνέτριψαν τά σκέλη, καί σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι
κρεμόταν ἀπό τόν σταυρό τρεῖς ὧρες. Ἔτσι ὑπομένοντας ἀγόγγυστα τόν πόνο
ἐπέτυχε τήν ψυχική του κάθαρσι… Γιά
τήν κάθαρσί του ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά σηκώση βαρύ σταυρό. Τό πόσο βάρος
θά ἔχη ὁ σταυρός δέν τό κανονίζει ὁ Θεός, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Πρόκειται
γιά δένδρο πού φυτρώνει στήν δική μας καρδιά. Ὅσο πιό πολλά θά εἶναι τά
θορυβώδη ὕδατα τῆς καρδιᾶς μας, δηλαδή τά πάθη, τόσο μεγαλύτερη θά
εἶναι ἡ βλάστησίς του… Ἐάν βαδίζη ὁ ἄνθρωπος στόν ἴσιο δρόμο, ὅλα
πηγαίνουν καλά. Ὅταν ὅμως ἐκκλίνει δεξιά ἤ ἀριστερά, χρειάζονται μερικά
σπρωξίματα γιά νά ἐπανέλθη. Αὐτά ἀποτελοῦν τόν σταυρό, καί εἶναι
διαφορετικά στόν καθένα… Συμβαίνει νά θλιβῆ κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἄδικα.
Μπορεῖ λ.χ. νά δοκιμάση μία μεγάλη συκοφαντία. Καί τότε ὅμως δέν πρέπει
νά δυσανασχετήση, γιατί ναί μέν σ᾿ αὐτή τήν περίπτωσι ὑπῆρξε ἀθῶος,
κάποτε ἄλλοτε ὅμως ἔφταιξε καί δέν τιμωρήθηκε. Τώρα λοιπόν ἐξοφλεῖ τά
παλαιά χρέη.
Φιλοσοφῶντας ὁ π. Ἀμβρόσιος πάνω στήν πορεία τῆς ζωῆς του ἔβγαζε σπουδαῖα συμπεράσματα πού τά ἀνέφερε στίς διδασκαλίες του.
– Ἐγώ, εἶπε κάποτε, ἤμουν πολύ φλύαρος. Εἶχα πάθος νά ὁμιλῶ, νά συζητῶ, νά χαριεντίζωμαι μέ τούςἄλλους. Ἀγαποῦσα πολύ τίς συναναστροφές. Καί ὁ Κύριος ἔφερε ἔτσι τά πράγματα πού εἶμαι ἀναγκασμένος σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή νά συζητῶ χωρίς διακοπή. Τώρα ἐπιθυμῶ πολύ τήν ἡσυχία καί τήν σιωπή, ἀλλά δέν τά βρίσκω.
Τό ἀξιόλογο σέ πνευματικότητα συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Μητροπολίτου τοῦ Ροστώφ — 17ος αἰών — δέν ἦταν ἄγνωστο στόν στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁμιλῶντας στόν λαό συχνά τό χρησιμοποιοῦσε. Κάποια φορά πού ἐρωτήθηκε ἄν πρέπει νά δίδεται ἐλεημοσύνη στόν καθένα, ἀπάντησε:
– Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ γράφει: «Ἐάν ἔρθη καί σοῦ
ζητήση ἐλεημοσύνη ἄνθρωπος ἔφιππος, μή τοῦ τήν ἀρνηθῆς. Γιά τό πῶς θά
τήν χρησιμοποιήση, ἐσύ δέν φέρεις εὐθύνη».Φιλοσοφῶντας ὁ π. Ἀμβρόσιος πάνω στήν πορεία τῆς ζωῆς του ἔβγαζε σπουδαῖα συμπεράσματα πού τά ἀνέφερε στίς διδασκαλίες του.
– Ἐγώ, εἶπε κάποτε, ἤμουν πολύ φλύαρος. Εἶχα πάθος νά ὁμιλῶ, νά συζητῶ, νά χαριεντίζωμαι μέ τούςἄλλους. Ἀγαποῦσα πολύ τίς συναναστροφές. Καί ὁ Κύριος ἔφερε ἔτσι τά πράγματα πού εἶμαι ἀναγκασμένος σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή νά συζητῶ χωρίς διακοπή. Τώρα ἐπιθυμῶ πολύ τήν ἡσυχία καί τήν σιωπή, ἀλλά δέν τά βρίσκω.
Τό ἀξιόλογο σέ πνευματικότητα συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Μητροπολίτου τοῦ Ροστώφ — 17ος αἰών — δέν ἦταν ἄγνωστο στόν στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁμιλῶντας στόν λαό συχνά τό χρησιμοποιοῦσε. Κάποια φορά πού ἐρωτήθηκε ἄν πρέπει νά δίδεται ἐλεημοσύνη στόν καθένα, ἀπάντησε:
Κάποια φορά πού ὁ στάρετς ὡμιλοῦσε στόν κόσμο, τοῦ ἀνηγγέλθη ὁ αἰφνίδιος θάνατος ἑνός προσώπου.
– Νά ὁ θάνατος, εἶπε, εἶναι πίσω ἀπό τήν πλάτη μας. Ἐμεῖς ὅμως τόν φανταζόμεθα πίσω ἀπό τά βουνά καί οὔτε κἄν τόν σκεπτόμεθα.
Γιά τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἐδίδασκε καί τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα:
– Ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς νά διορθωθοῦμε. Αὐτό ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο· δέν μπορεῖ νά γίνη ἀμέσως, καί γι᾿ αὐτό μακροθυμεῖ. Τότε διακόπτει ὁ Θεός τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τόν βρίσκη ἑτοιμασμένο γιά τόν οὐρανό ἤ ὅταν δέν βλέπη πιά καμμιά ἐλπίδα διορθώσεως.
Στήν ἐρώτησι, «ὅταν ζοῦμε ἐνάρετα, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν σωτηρία μας;», ἀπαντοῦσε:
Δέν εἶναι σωστό νά τήν θεωροῦμε βεβαία τήν σωτηρία μας. Οὔτε πάλι νά ἀπελπιζώμεθα γι᾿ αὐτήν. Ἡ ὀρθή θέσις βρίσκεται στήν μέση· καί νά ἐλπίζουμε ὅτι θά τήν κερδίσουμε, καί νά φοβούμεθα μήπως τήν χάσουμε. Ἄς μή λησμονοῦμε πώς αὐτοί πού σήμερα ζοῦν ἐνάρετα, μπορεῖ αὔριο, ἄν δέν προσέξουν, νά πέσουν στήν ἁμαρτία.
Γιά νά δείξη πῶς ἐργάζεται ὁ ἐχθρός τῆς σωτηρίας μας, ἔφερνε μία ἐπιτυχημένη εἰκόνα.
—Παρατηρῆστε, ἔλεγε, τήν ἀράχνη. Φαίνεται ἥσυχη καί νωχελική, ἀλλά τά δίχτυα της τά ἔχει στήσει καλά καί περιμένει τήν ἀνύποπτη μυῖγα. Μόλις τήν συλλάβη στήν πλεκτάνη της τρέχει καί τῆς κόβει ἀμέσως τό κεφάλι, ἐνῶ ἐκείνη κτυπᾶ τά φτερά της καί βουΐζει ἀπελπισμένα. Μέ παρόμοιο τρόπο ἐνεργεῖ καί ὁ διάβλος. (Τήν στιγμή αὐτή ὁ στάρετς στρέφεται σέ κάποιον ἀπό τούς ἀκροατάς). Πρόσεξε, (τοῦ λέει), μή πάθης καί σύ ὅ,τι ἡ μυῖγα!
Σχετικά μέ τήν συμπεριφορά πρός τούς ἐχθρούς συμβούλευε:
– Πρέπει ν᾿ ἀγωνιζώμεθα, παρ᾿ ὅλη τήν τήν ἀντίδρασί μας, νά κάνουμε κάποια καλωσύνη πρός τούς ἐχθρούς μας.
– Πάτερ, ἐρώτησε κάποιος, ὅταν ἕνας δέν εἶναι καλά στήν ὑγεία του καί συμβαίνει νά ἐρεθίζεται καί νά ἐκνευρίζεται εὔκολα, ἔχει ἐνοχή γι᾿ αὐτό;
– Ἄκου, ἀδελφέ μου, τοῦ ἀποκρίθηκε. Κανένας δέν πρέπει νά δικαιολογῆ τήν νευρικότητά του. Δέν φταίει σ᾿ αὐτό ἡ ἀρρώστια του, ἀλλά ὁ ἐγωϊσμός του. Ἡ Ἁγία Γραφή, τί μᾶς λέει; «Ὀργή ἀνδρός δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται»(Ἰακ. α΄: 20). Δήλαδή, ἡ ὀργή παρασύρει τόν ἄνθρωπο στό κακό καί δέν τόν ἀφίνει νά πράξη τήν ἀρετή καί τήν δικαιοσύνη πού ἀπαιτεῖ ὁ Θεός. Ἄς προσέξουμε καί τοῦτο: Νά μήν εἴμαστε ποτέ βιαστικοί καί ἀνυπόμονοι. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο θά προφυλασσώμεθα ἀπό τόν ἐκνευρισμό καί τήν ὀργή.
Γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ἀγάπης συνιστοῦσε:
– Ἐάν βλέπης πώς δέν ὑπάρχει μέσα σου ἀγάπη καί ἐπιθυμῆς νά τήν ἀποκτήσης, ἄρχισε νά κάνης ἀγαθοεργίες, ἔστω καί χωρίς ἀγάπη· καί ὁ Κύριος βλέποντας τόν πόθο σου καί τίς προσπάθειές σου θά σοῦ ἐμφυτεύση μέσα σου τήν ἀρετή αὐτή.
Ὅταν ἔβλεπε ὁ στάρετς ἀνθρώπους νά φλυαροῦν συνεχῶς περί ἀρετῆς καί εὐσεβείας, τούς ἀνέφερε τό ρητό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου· «οὐκ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει» (Α΄ Κορ. δ΄: 20). Δηλαδή ὄχι τά ὡραῖα λόγια, ἀλλά ἡ παρουσία τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δείχνει ὅτι ἐγκαθιδρύθηκε μέσα μας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἔλεγε: «Πρέπει λιγώτερο νά φλυαροῦμε καί περισσότερο νά σιωποῦμε». Καί συνέχιζε μέ χάρι: «Κανέναν νά μήν κατακρίνουμε καί ὅλους νά τούς τιμοῦμε».
Συνεχίζεται…
Ἀπότόβιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.