Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο. Αἱ Ἅγιαι Εἰκόνες
1. Η απαγόρευσις της Παλαιάς Διαθήκης
Είναι γνωστόν, ότι εις την Παλαιάν Διαθήκην απαγορεύεται απολύτως η κατασκευή και η λατρεία ειδώλων:
«Δεν
θα κατασκευάσης ποτέ δια τον εαυτόν σου είδωλον ούτε εικόνα από όσα
υπάρχουν εις τον ουρανόν άνω, όσα εις την γην και όσα εις τα ύδατα κάτω
από την γην. Δεν θα προσκύνησης αυτά, ούτε θα τα λατρεύσης· διότι εγώ
είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλότυπος» (Έξοδος 20,4-5). Δεν θα
ακολουθήσετε και δεν θα κατασκευάσετε θεούς χυτούς* εγώ είμαι Κύριος ο
Θεός σας (Λευϊτ. 19,4). «Δεν θα κατασκευάσετε δια τον εαυτό σας
χειροποίητα είδωλα, ούτε γλυπτά, ούτε θα στήσετε ειδωλολατρικήν στήλην,
ούτε θα θέσετε εις την χώραν σας περίοπτον λίθον, ώστε να προσκυνήσετε
αυτόν εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σας» (Λευϊτ. 26,1).
Πώς πρέπει να ερμηνεύσωμεν τα χωρία αυτά;
Μερικοί αιρετικοί διαχωρίζουν το πρώτον μέρος των χωρίων από το δεύτερον και το παρερμηνεύουν.
Είναι, όμως, φανερόν, ότι το κύριον βάρος της σημασίας πίπτει ακριβώς εις την φράσιν:
«Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου».Τα χωρία αυτά θέλουν, δηλαδή, να δηλώσουν, ότι ο μόνος αληθινός Θεός είναι ο Θεός του Ισραήλ, όχι οι ψευδείς θεοί των Εθνών:
«Όλοι
οι θεοί των Εθνών είναι είδωλα, ο δε Θεός ημών είναι ο δημιουργός των
ουρανών», υπογραμμίζει χαράκτηριστικώς η Παλαιά Διαθήκη (Α’
Παραλειπομένων 16,26). «Όλοι οι θεοί των εθνών είναι δαιμόνια, ο δε
Κύριος εδημιούργησε τους ουρανούς» (Ψαλμοί 95,5). «Εγώ πρώτος και εγώ
μετά ταύτα- πλην εμού ουκ εστί Θεός» (Ησαΐας 44,6).
Κατόπιν
της τοποθετήσεως αυτής, ήτο αδύνατον να κατασκευάζωνται και να
λατρεύωνται από τους Ισραηλίτας οι θεοί των εθνών: «Δεν θα προσκύνησης
τους θεούς αυτών, ούτε θα τους λατρεύσης, ούτε θα εκτέλεσης τα έργα τα
οποία εκτελούν εκείνοι, αλλά θα κρημνίσης εκ θεμελίων και θα σύντριψης
εξ ολοκλήρου τας ειδωλολατρικάς των στήλας. Θα λατρεύσης μόνον Κύριον
τον Θεόν σου», λέγει χαρακτηριστικούς η Αγία Γραφή (Έξοδος 23,24-25).
Η
παράβασις της εντολής αυτής είχε βαρυτάτας συνεπείας δι’ ολόκληρον τον
Ισραηλιτικόν λαόν (Γ’ Βασ. 9,6-7) και εθεωρείτο ως έγκλημα, το οποίον
ετιμωρείτο με θάνατον (Έξοδος 22,20. Δευτερονόμιο 17,2-7), ακόμη και
εκείνου ο οποίος θα παρεκίνει άλλον εις την λατρείαν αυτήν (Δευτερονόμιο
13,6-11).
Η
λατρεία του ενός και μόνου αληθινού Θεού δεν αφήνει περιθώρια δι’
«άλλους θεούς και χωνευτά είδωλα» (Γ’ Βασ. 9,6-9. 14,9-10. Της. Ναυή
23,15-16. Α’ Βασ. 7,3. 8,8. Ιερ. 1,16. 2,27. Μαλ. 2,11).
Ο
Θεός του Ισραήλ είναι «ζηλότυπος», δηλαδή μοναδικός. «Αυτοί παρεζήλωσάν
με επ’ ου θεώ, παρώξυνάν με εν τοις ειδώλοις αυτών», αυτοί έγιναν αίτια
να ζηλοτυπήσω, διότι ελάτρευσαν ανύπαρκτον Θεόν, με εξηρέθισαν να
οργισθώ, διότι ελάτρευσαν τα είδωλα (Δευτερονόμιο 32,21. Παράβαλλε
Έξοδος 20,5. 34,14. Δευτερονόμιο 4, 24. 5, 9. 6,15).
Η
μοναδικότης αυτή του Θεού δηλούται και δια του ονόματος του, το οποίον
έδωσεν ο ίδιος ο Θεός εις τον Μωυσή: «Εγώ ειμί ο Ων» (Έξοδος 3,14). Εις
το εβραϊκόν κείμενον αναφέρεται η φράσις «έχγιέ άσέρ έγχιέ» (είμαι
εκείνος ο οποίος είμαι), η οποία σχετίζεται προς το ρήμα «χαγιά», δηλαδή
«είμαι», «υπάρχω», «γίγνομαι», «συμβαίνω».
Το
όνομα, λοιπόν, αυτό δήλοι την απόλυτον ύπαρξιν του Θεού. Αυτός είναι η
αληθής ύπαρξις, η αληθής ζωή (Ιερεμ. 2, 13). Αυτός εξήγαγε τον λαόν Του
από την Αίγυπτον και εις Αυτόν ανήκει η δόξα και η λατρεία. Αυτός είναι ο
μοναδικός Θεός. Όλοι οι άλλοι θεοί είναι εις την πραγματικότητα «ου
θεοί» (Δευτερονόμιο 32,21. Α’ Βας.12,21. Α΄ Βασιλέων 19,18. Β΄
Παραλειπομένων 13,9. Ιερεμ. 2,11. 5,7), δηλαδή ανύπαρκτοι. Δεν πρέπει να
δοξάζονται, ούτε να λατρεύονται. «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου
(Jahwe), αυτό είναι το όνομα μου. Την δόξαν μου δεν θα την δώσω εις
άλλον ούτε τον έπαινόν μου εις τα γλυπτά είδωλα», λέγει ο Θεός εις τον
Προφήτην Ησαΐαν (Ησαΐας 42,8).
Παρ’
όλα τα αυστηρότατα μέτρα, ο κίνδυνος της ειδωλολατρείας δι’ ένα λαόν,
τον οποίον περιτριγύριζαν ειδωλολάτραι, ήτο καταπληκτικώς μεγάλος. Δεν
πρέπει να λησμονώμεν ότι πολλάς φοράς ο Ισραήλ έπεσεν εις Αποστασίαν,
κατεσκεύασε και ελάτρευσε είδωλα αντί του αληθινού Θεού. Τοιαύτα
παραδείγματα Αποστασίας περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 32,4-5. Γ’
Βασ. 12,28. Κριταί 2,13. 3,6. 4,1. 10,16. Α’ Μακκαβαίων 1,15 κ. Οι. )
και ιδιαιτέρως οι Προφήται, οι οποίοι προαναγγέλλουν και φοβέρας
τιμωρίας ως συνέπειαν της τοιαύτης Αποστασίας (Ιδέ Ως. 2,7-15. Ησαΐας
40,19-20. 46,1-7. Ιερεμ. 2,5-13. 27-28. 10,1-16. 16,20 κ. Οι. ).
Δι’
αυτόν τον λόγον ήτο ανάγκη κάθε φοράν να υπενθυμίζεται ο κίνδυνος αυτός
και να υπογραμμίζεται το καθήκον της λατρείας του ενός και μοναδικού
Θεού:
«Κύριον
τον Θεόν σου να φοβήσαι και αυτόν μόνον να λατρεύης και εις αυτόν να
προσκολληθής… Μη πορευθήτε οπίσω από άλλους θεούς, τους όποιους έχουν τα
ολόγυρα σας έθνη, διότι Κύριος ο Θεός σου είναι Θεός ζηλότυπος δια σε.
Μήπως οργισθή εναντίον σου και σε εξολόθρευση από το πρόσωπον της γης… »
(Δευτερονόμιο 6,3-15). «Εντραπήτε πολύ σεις οι οποίοι πιστεύετε εις τα
είδωλα, σεις οι οποίοι λέγετε εις τα χωνευτά: Σεις είσθε οι θεοί μας»
(Ησαΐας 42,17).
«Όπως
μία γυναίκα φαίνεται άπιστος εις τον σύζυγόν της, κατά παρόμοιον τρόπον
ο οίκος Ισραήλ εδείχθη άπιστος προς εμέ, λέγει ο Κύριος. Αλλά
ηκούσθησαν από τα χείλη των υιών του Ισραήλ
κλαυθμοί
και δεήσεις (μετανοίας), ότι εδείχθησαν άδικοι εις την ζωήν των,
ελησμόνησαν τον άγιον Θεόν των. Επιστρέφατε, παιδιά μου, επιστρέψατε
και θα θεραπεύσω τα συντρίμματά σας. Ιδού είμεθα δούλοι σου, διότι συ
είσαι Κύριος ο Θεός μας. Πράγματι ψευδείς ήσαν οι ειδωλολατρικοί
τόποι
των βουνών, ανύπαρκτος η δύναμις των ορέων, μόνον δια Κυρίου του Θεού
μας θα έλθη η σωτηρία εις τον Ισραήλ» (Ιερεμ. 3,20-23).
2. Τα λατρευτικά αντικείμενα της Παλαιάς Διαθήκης
Παρ’
όλα αυτά, υπάρχουν και εις την Παλαιάν Διαθήκην αντικείμενα, τα οποία
κατεσκευάσθησαν κατ’ εντολήν του Θεού και εις τα οποία οι Ισραηλίται
απέδιδον τιμήν.
Είναι
ο γραπτός λόγος του Θεού (Έξοδος 34,1). Είναι διάφορα «ομοιώματα», δια
την κατασκευήν των οποίων ο Θεός δίδει λεπτομερείς οδηγίας: Η Κιβωτός
της Διαθήκης (Έξοδος 25,9-21), η τράπεζα της προθέσεως (Έξοδος 25,
22-29), το θυσιαστήριον (Έξοδος 27,1-8. 30. 1-10), ο χάλκινος λουτήρ
(Έξοδος 30,17-21), η σκηνή του μαρτυρίου (Έξοδος 26,1-37) και άλλα
(Παράβαλλε Και Έξοδος 35,11 και εξής).
Εκείνο,
όμως το οποίον κάμνει ιδιαιτέραν εντύπωσιν είναι η εντολή του Θεού δια
την κατασκευήν διαφόρων άλλων ομοιωμάτων: Αγγέλων, ζώων, φυτών και
μάλιστα εντός του λατρευτικού χώρου.
Ούτω,
βλέπομεν να κατασκευάζωνται με εντολήν του Θεού δύο χερουβίμ με
απλωμένα τα χέρια επάνω από το Ιλαστήριον (Έξοδος 25,17-19. Παράβαλλε
Και Εβραίους 9,5), καθώς και άλλα δύο τεράστια χερουβίμ, τα οποία
ετοποθετήθησαν εις τα Άγια των Αγίων του Ναού του Σολομώντος (Γ’ Βασ.
6,23-28. Παράβαλλε Και Β΄ Παραλειπομένων 3,10-12. 5,8. Ιεζεκ. 9,3. 10,2
και εξής). Επίσης, κατασκευάζονται διάφοροι παραστάσεις, όπως δέκα
ομοιώματα χάλκινων βοών (Γ’Βασ. 7,13), σκαλισταί παραστάσεις λεόντων και
άλλαι ανάγλυφοι παραστάσεις (Γ’ Βασ. 7,16. 22. 28. 30. Β΄
Παραλειπομένων 4,3 και εξής).
Όλα
αυτά μας αποδεικνύουν, ότι ο Θεός με την εντολήν «δεν θα κατασκευάσης
δια τον εαυτόν σου ποτέ είδωλον, ούτε εικόνα», δεν απαγορεύει την χρήσιν
λατρευτικών αντικειμένων. Τα είδωλα απαγορεύονται, όχι όμως τα σύμβολα
και τα λατρευτικά αντικείμενα, εις τα οποία δεν αποδίδεται λατρεία, ούτε
τιμή «καθ’ εαυτά», δηλαδή ανεξαρτήτως από την σχέσιν των με τον ζώντα
Θεόν. Εις Αυτόν μόνον ανήκει η λατρεία μας:
«Αισχύνθητε, αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς, οι λέγοντες τοις χωνευτοίς· υμείς εστέ θεοί ημών» (Ησαΐας 42,17).
3. Η Χριστολογική βάσις των Αγίων εικόνων
Εις
την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός απεκαλύπτετο δια των ακτίστων θείων
ενεργειών και ιδιαιτέρως δια στόματος των Προφητών (Πράξεις 3,21. Β΄
Τιμόθεον 3,16. Α’ Πέτρ. 1,10-12. Β΄ Πέτρου 1,21).
Όμως,
εις την περίοδον της Καινής Διαθήκης ο Λόγος του Θεού εσαρκώθη «και
έμεινε μεταξύ μας και είδομεν την δόξαν του» (Ιωάννης 1,14). Ο ίδιος ο
Πατήρ εφανερώθη εις τους ανθρώπους με το πρόσωπον του Υιού (Ιωάννης
14,9) και ήλθεν εις προσωπικήν σχέσιν μαζί μας. Δι5 αυτό και ημπορούμε
πλέον να εικονίσωμεν τον Θεόν εις το πρόσωπον του Χριστού.
«Εις
την παλαιάν εποχήν», λέγει χαρακτηριστικούς ο άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός, «ο Θεός δεν ημπορούσε καθόλου να εικονισθή, διότι δεν είχε
λάβει ούτε σώμα ούτε μορφήν. Τώρα, όμως, ότε ο Θεός εφανερώθη με σάρκα
και συνανεστράφη με τους ανθρώπους, εικονίζω από τον Θεόν αυτό το οποίον
ημπορώ να ίδω. Αυτόν ο οποίος έγινε ύλη δι’ εμέ και κατεδέχθη να
κατοίκηση εις την ύλην. Και δεν θα παύσω να σέβωμαι την ύλην, με την
οποίαν συνετελέσθη η σωτηρία μου».
Εκείνο,
όμως, το οποίον εικονίζομεν δεν είναι η θεία φύσις του Χριστού, αλλά
καθώς λέγει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, η υπόστασις, το γεγονός του
προσώπου του Χριστού, ο οποίος είναι «εικών του Θεού του αοράτου»
(Κολοσσαείς 1,15. Β΄ Κορινθίους 4,4. Σοφ. Σολ. 7,26).
Κατά
ταύτα, η εικών αποτελεί ορατόν σημείον της αοράτου παρουσίας του Θεού
και βεβαιώνει την παρουσίαν αυτήν μεταξύ των ανθρώπων (Παράβαλλε Ιωάννης
14,9). Η τιμή, λοιπόν, των εικόνων στηρίζεται εις το πλέον βασικόν και
σωτήριον δόγμα της πίστεως μας, εις την ενανθρώπησιν του Χριστού και εις
την αληθινήν παρουσίαν Του ανάμεσα μας. Όπως πιστεύομεν εις την
αληθινήν ενσάρκωσιν και ενανθρώπησιν του Χριστού, διακηρύττομεν αυτό το
γεγονός και με την τιμήν των εικόνων.
Η
εικών αποτελεί ομολογίαν πίστεως εις την θεανθρωπότητα του Χριστού και
ανάγει, μας οδηγεί, εις το πρωτότυπον, εις τον ίδιον τον Χριστόν.
Ταυτοχρόνως, όμως, η εικών εκφράζει και τον βαθύτατον εσωτερικόν πόθον
του ανθρώπου να φθάση εις το ύψος του θεανθρώπου Χριστού και αποτελεί
άριστον κίνητρον δια την εσωτερικήν στροφήν του ανθρώπου προς τον
Θεάνθρωπον Ιησούν.
Τα
ανωτέρω μας βοηθούν να εννοήσωμεν καλύτερον τον μεγάλον κίνδυνον, εις
τον οποίον περιπίπτει κανείς, όταν αρνηθή την τιμήν των Αγίων εικόνων.
Είναι ο κίνδυνος να αρνηθή την ενσάρκωσιν του Χριστού και ολόκληρον το
γεγονός της θείας οικονομίας. Δια τον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος αρνείται
την εξεικόνισιν Εκείνου, ο οποίος «Εσκήνωσεν εν ημίν» και του οποίου
«είδομεν την δόξαν» (Ιωάννης 1,14), παύει πλέον η Εκκλησία, το Σώμα του
Χριστού, να έχη θεανθρώπινον χαρακτήρα και, συνεπώς, αδυνατεί να
προσφέρη την σωτηρίαν εις τον άνθρωπον.
Η
άρνησις, λοιπόν, της εικόνος, η οποία είναι η ορατή και χειροπιαστή
μαρτυρία της σαρκώσεως του Χριστού και του γεγονότος της σωτηρίας του
ανθρώπου μέσα εις το Σώμα Του, έχει καταστρεπτικάς συνεπείας δια τον
άνθρωπον. Δι’ αυτόν τον λόγον, η Εκκλησία μας ταυτίζει την Ορθόδοξον
πίστιν με την τιμήν των εικόνων και ονομάζει Κυριακήν της Ορθοδοξίας την
πρώτην Κυριακήν των νηστειών, κατά την οποίαν εορτάζεται η αναστήλωσις
των Αγίων εικόνων. Κανείς δεν ημπορεί να ονομασθή Ορθόδοξος Χριστιανός
αν δεν τιμά τας Ορθοδόξους εικόνας!
Όλα
αυτά, όμως, δεν σημαίνουν, ότι ημείς οι Ορθόδοξοι ταυτίζομεν την εικόνα
με το πρωτότυπον και ότι λατρεύομεν το ξύλον και τα χρώματα, τα οποία
είναι η εικών και όχι τον Θεόν, ο οποίος είναι το πρωτότυπον.
Η εικών είναι το «σημείον» και όχι ο εικονιζόμενος.
Όμως,
καθώς αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «εκεί όπου ευρίσκεται το
σημείον, εκεί είναι και αυτός ο εικονιζόμενος». Δι’ αυτό τιμώμεν την
εικόνα, χωρίς ποτέ να δίδωμεν εις αυτήν την θέσιν του εικονιζόμενου
προσώπου. Ο ίδιος ο άγιος αναφέρει χαρακτηριστικώς, ότι οποίος θεοποίηση
την εικόνα, αναθεματίζεται (Παράβαλλε Ησαΐας 42,17).
Αυτή
είναι, άλλωστε, και η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως διετυπώθη εις
την Ζ’ οικουμενικήν Σύνοδον. Ότι, δηλαδή, εις τας εικόνας αποδίδομεν
«ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν, όχι όμως την αληθινήν λατρείαν, η
οποία αρμόζει μόνον εις την Θείαν φύσιν».
Όποιος
απονέμει εις τας Αγίας εικόνας λατρείαν και δεν ανάγει την προσκύνησιν
εις τον Θεόν, αυτός δεν μένει πιστός εις την απόφασιν αυτήν της
Οικουμενικής Συνόδου και καταδικάζεται από την Αγίαν Γραφήν, διότι
προσκυνά «είδωλα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, πέτρινα και ξύλινα» (Αποκ.
9,20)· «έργα ανθρωπίνων χειρών, τα οποία στόμα έχουν αλλά δεν ημπορούν
να ομιλήσουν και οφθαλμούς και δεν ημπορούν να ιδούν έχουν αυτιά, αλλά
δεν ακούουν, έχουν ρίνας και δεν ημπορούν να οσφρανθούν… όμοιοι με αυτά
θα γίνουν και εκείνοι οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι οι
οποίοι πιστεύουν εις αυτά» (Ψαλμοί 113,12-16. Παράβαλλε Ψαλμοί
134,15-21).
4. Αι εικόνες των Αγίων της Εκκλησίας μας
Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν τιμά μόνον την εικόνα του Χριστού, αλλά και τας εικόνας των Αγίων.
Εις
την Παλαιάν Διαθήκην, δεν γίνεται λόγος δια το θέμα αυτό. Εις ολόκληρον
αυτήν την περίοδον δεν ήτο δυνατόν να εικονισθή η αληθής φύσις του
ανθρώπου, όστις επλάσθη συμφώνως προς την εικόνα του Θεού. Κανένας δεν
ημπορούσε να ίδη την εποχήν εκείνην την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπον,
εις όλην την καθαρότητα της. Τούτο, διότι όλοι οι άνθρωποι εκληρονόμησαν
την φύσιν του Αδάμ, την εικόνα, δηλαδή, του Θεού εις την κατάστασιν της
πτώσεως και της φθοράς, αχρειωμένην και αλλαγμένην.
Δια
να γνωρίσωμεν τον πραγματικόν άνθρωπον εις το πρόσωπον εκείνων οι
οποίοι φέρουν καθαράν την εικόνα του Θεού, έπρεπε, πρώτον, να σαρκωθή ο
Χριστός, να «κένωση» δηλαδή «τον εαυτόν του» με το να λάβη μορφήν
δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους (Φιλιππισίους 2,7),
«πρωτότοκος αδελφός» (Ρωμαίους 8,29. Κολοσσαείς 1,18. Ψαλμοί 88,28),
ώστε να τους καταστήση και πάλιν «συμμόρφους της εικόνος» Αυτού
(Ρωμαίους 8,29. Παράβαλλε Φιλιπ. 3,21).
Οι
Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ανταπεκρίθησαν εις την κλήσιν του
Θεού, έγιναν «σύμμορφοι της εικόνος του Υιού», εφόρεσαν και πάλιν «την
εικόνα του επουρανίου» (Α’ Κορινθίους 15,49) και αντανακλούν την δόξαν
Αυτού (Β΄ Κορινθίους 3,18).
Αι
εικόνες, λοιπόν, των Αγίων της Εκκλησίας μας δεν αναφέρονται εις την
πεπτωκυϊαν φύσιν του ανθρώπου, αλλά εις τον «καινόν άνθρωπον» (Εφεσίους
2,15. 4,24) και εις την πραγματικότητα της εισόδου του ανθρώπου εις τον
«καινόν αιώνα» (Παράβαλλε Ησαΐας 65,14-17. 66,22. Β΄ Πέτρου 3,13. Αποκ.
21,5). Αι άγιαι εικόνες αναφέρονται εις τον κόσμον της νέας δημιουργίας
του Θεού (Β΄ Κορινθίους 5,17. Γαλ. 6,15), της μεταμορφώσεως, τον οποίον
δεν ημπορεί κανείς να τον αντιληφθή με τας σωματικάς του αισθήσεις.
Είναι ο ηγιασμένος κόσμος δια της χάριτος του Θεού, καθώς λέγει ο άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός· η μαρτυρία και η αληθινή παρουσία του
μεταμορφωμένου κόσμου και η εγγύησις της ολοκληρωτικής μεταμορφώσεως
αυτού κατά την υπόσχεσιν του Κυρίου (Β΄ Πέτρου 3,13. Αποκ. 21,5).
Ο
άνθρωπος ο οποίος έχει χριστοποιηθή, αντανακλά, καθώς ανεφέρθη, «την
δόξαν του Κυρίου» και μεταμορφούται «εις την ιδίαν εικόνα με αυτόν από
δόξης εις δόξαν», πράγμα το οποίον προέρχεται από την αγιαστικήν δύναμιν
του Αγίου Πνεύματος (Β΄ Κορινθίους 3,18). Δι’ αυτόν τον λόγον, οι Άγιοι
της Εκκλησίας μας ακτινοβολούσαν και εις αυτήν ακόμη την ζωήν, μόνον
ότι δεν ημπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τας αισθήσεις των
την δόξαν των Αγίων. Δι’ αυτόν τον κόσμον μαρτυρούν αι άγιαι εικόνες της
Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Οι
άνθρωποι οι οποίοι δεν ζουν την ζωήν του Πνεύματος μέσα εις μίαν διαρκή
Παντηκοστήν, δεν ημπορούν, βεβαίως, να αντιληφθούν το νόημα των Αγίων
εικόνων και να ιδούν εις αυτάς την μεταμόρφωσιν του ανθρώπου και του
κόσμου ολοκλήρου.
Όμως,
αυτήν την πραγματικότητα την ζουν οι πιστοί μέσα εις την Εκκλησίαν και
κανένας δεν έχει το δικαίωμα να στέρηση τας αισθήσεις των από την
συμμετοχήν των εις την πνευματικήν χαράν.
«Οι
Απόστολοι είδον τον Κύριον με τα σωματικά των μάτια και τους Αποστόλους
τους είδον άλλοι και άλλοι είδον επίσης τους μάρτυρας», λέγει
χαρακτηριστικώς ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. «Και εγώ επιθυμώ να τους
ίδω με τα μάτια της ψυχής και του σώματος… Επειδή είμαι άνθρωπος και
περιβάλλομαι με σώμα, επιθυμώ να επικοινωνήσω με τα άγια και να τα ίδω»,
προσθέτει.
Η
συνεχής παρουσία των Αγίων εικόνων αποτελεί άριστον τρόπον επικοινωνίας
μετά των Αγίων οι οποίοι δεν θεωρούνται πλέον ως άνθρωποι του μακρυνού
παρελθόντος, αλλά ως σύγχρονοι ημών και προσωπικοί φίλοι των πιστών.
5. Οι εικονογράφοι της Εκκλησίας μας
Οι
ιεροί εικονογράφοι δια να ζωγραφίσουν μίαν εικόνα του Χριστού η της
Παναγίας έπρεπε να νηστεύσουν προηγουμένως και να ζήσουν ζωήν μεγάλης
ασκήσεως και πλήρους αφοσιώσεως και προσευχής. Με τον τρόπον αυτόν,
απέκτων τας απαραιτήτους πνευματικός εμπειρίας, τας οποίας και εξέφραζον
με τα χρώματα. Συνέβαινε, δηλαδή, κάτι ανάλογον με την αποκάλυψιν του
Μωυσέως.
Ο
Μωυσής έμεινε, καθώς είδομεν, τεσσαράκοντα ημερόνυκτα επάνω εις το
όρος, έζησε ζωήν έντονου ασκήσεως και εγγύτητος με τον Θεόν (Έξοδος
24,15-18) και αφού εφωτίσθη με το Άκτιστον φως της Τριαδικής Θεότητος,
κατήλθε δια να εκπλήρωση τας εντολάς του Θεού (Έξοδος 34,30).
Με
αυτά εννοούμεν διατί δεν ημπορούν να ονομασθούν εικονογράφοι όσοι δεν
έχουν αυτά τα εσωτερικά βιώματα και τας πνευματικάς εμπειρίας. Δι’ αυτό
και τα έργα τους είναι απλοί πίνακες η αντίγραφα ιερών εικόνων, τας
οποίας εθανάτωσε άλλοι, οδηγούμενοι από το Πνεύμα του Θεού.
Αντιθέτως, οι εικονογράφοι της Εκκλησίας μας είχον την συναίσθησιν, ότι
δεν επρόκειτο δια ιδικά των έργα, αλλά δια έργα του Αγίου Πνεύματος.
Εκείνοι εδάνειζον μόνον τα χέρια των. Δι’ αυτόν τον λόγον δεν έγραφαν
ποτέ τα ονόματα των εις τας Αγίας εικόνας. Εσημείωναν μόνον ότι έγιναν
«δια χειρός… », με το χέρι των δηλαδή, το οποίον το είχον δανείσει εις
το Πνεύμα το άγιον δια να το κατευθύνη. Επίστευον ότι η χάρις του Θεού, η
οποία αποκαθιστά εις τον άνθρωπον την φθαρείσαν εικόνα, οδηγεί και το
χέρι των, δια να ζωγραφίση την αναστηλωμένην εικόνα του ζώντος Θεού.
Επίστευον,
επίσης, ότι αι εικόνες, αι οποίαι ήσαν αποτέλεσμα εσωτερικών βιωμάτων,
δεν εξέφραζον καταστάσεις της ζωής αυτής, αλλά καταστάσεις του
μεταμορφωμένου κόσμου. Δι’ αυτόν τον λόγον ο τρόπος κατά τον οποίον
παριστάνονται εις τας εικόνας οι Άγιοι, τα ζώα, τα φυτά και ολόκληρος η
δημιουργία, δεν είναι «φυσικός». Αι άγιαι εικόνες δεν εκφράζουν
«φυσικές» καταστάσεις αυτού του
κόσμου,
αλλά πνευματικές εμπειρίες της Εκκλησίας μας δι’ ένα μεταμορφωμένον
κόσμον, ο οποίος επιστρέφει εις την πρώτην του λαμπρότητα, εις την
«ένδοξον ελευθερίαν των τέκνων του Θεού» (Ρωμαίους 8,21).
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/23.htm