Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο. Ἡ Ἐκκλησία, Σῶμα Χριστοῦ
1. Ο νέος λαός του Θεού
Μερικάς
φοράς, όταν ομιλούμεν δια την Εκκλησίαν, σκεπτόμεθα ότι είναι οργάνωσις
εξυπηρετούσα (ορισμένους σκοπούς εις την ζωήν του ανθρώπου.
Όμως,
η αντίληψις αυτή είναι εσφαλμένη. Διότι η Εκκλησία είναι αυτό το
γεγονός της κοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ των και με τον Θεόν, με
πρότυπον την κοινωνίαν των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δι’ αυτόν
τον λόγον, ο Απόστολος Παύλος ομιλεί δια την «οικονομίαν του μυστηρίου
το οποίον ήτο κρυμμένον από αιώνων εν τω Θεώ, ο οποίος εδημιούργησε τα
πάντα δια του Ιησού Χριστού, δια να γνωρισθή τώρα εις τας αρχάς και τας
εξουσίας εις τα επουράνια, δια της Εκκλησίας, η πολυποίκιλος σοφία του
Θεού, συμφώνως προς τον προαιώνιον σκοπόν τον οποίον επραγματοποίησε δια
του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας» (Εφεσίους 3,9-11. Παράβαλλε
Κολοσσαείς 1,26).
Με
αυτήν την έννοιαν Εκκλησία υπήρχε ήδη μέσα εις τον παράδεισον (Γένεση
3,8) και η πτώσις του ανθρώπου από την πρωταρχικήν αυτήν κοινωνίαν είχεν
ως αποτέλεσμα την μετάθεσιν της Εκκλησίας από τον Παράδεισον εις την
γην.
Εις την Παλαιάν Διαθήκην την Εκκλησίαν
αποτελεί κυρίως ο εκλεκτός λαός του Θεού, ο Ισραήλ, ο οποίος πορεύεται
μέσα από την έρημον, με κατεύθυνσιν την γην της επαγγελίας.
Η
πορεία αυτή δεν είναι άσχετος με το πρόσωπον του Χριστού. «Εξ Αιγύπτου
εκάλεσα τον υιόν μου», λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτου Ωσηέ (Ως.
11,1), και ο ευαγγελιστής Ματθαίος εφαρμόζει τον λόγον αυτόν εις το
πρόσωπον του Κυρίου, ο οποίος συγκροτεί τον νέον λαόν του Θεού, την
Εκκλησίαν (Ματθαίος 2,15. Παράβαλλε Αριθμοί 23,22). Όχι μόνον η έξοδος
από την Αίγυπτον και η πορεία προς την γην της επαγγελίας, αλλά και η
διασπορά του Ισραήλ κατά την βαβυλώνειον αιχμαλωσίαν και η υπόσχεσις της
επιστροφής και της ανασυγκροτήσεως αυτού, χρησιμοποιούνται από τους
προφήτας δια να προαναγγείλουν την συναγωγήν του νέου λαού του Θεού δια
την σύγκρότησιν του σώματος του Χριστού, του ενός σώματος της Εκκλησίας.
Ο
προφήτης Ιερεμίας αναγγέλλει τους θρήνους της Ραχήλ δια τους απογόνους
της, οι οποίοι μετεφέρθησαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα και διακηρύσσει
ότι τα δάκρυα της μητέρας αυτής θα στεγνώσουν και ότι οι θρήνοι της θα
μεταβληθούν εις ανέκφραστον χαράν, δια την επιστροφήν των τέκνων του
Ισραήλ και δια την εγκατάστασιν αυτών εις πατρίδα νέαν, μόνιμον, όχι
πλέον εις τόπον εξορίας.
«Φωνή
ηκούσθη εις την Ραμά, θρήνος και κλάμα και μεγάλος οδυρμός. Η Ραχήλ
έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθή δια τα τέκνα της, διότι δεν υπάρχουν
πλέον. Ο Κύριος, όμως, της είπε: Θα σταματήση πλέον η φωνή τον κλαυθμού
σου, διότι υπάρχει αμοιβή των κόπων σου. Θα επιστρέψουν από την χώραν
των εχθρών και θα είναι διά τα τέκνα σου μόνιμος αυτή η εγκατάστασις»
(Ιερεμίας 38,15-17. Εβραίους Κείμενον: 31,15-17).
Βεβαίως,
ο προφήτης είχεν εδώ υπ’ όψιν του την αιχμαλωσίαν του λαού του Θεού.
Όμως, αυτό το γεγονός, όπως και η επιστροφή δια την οποίαν ομιλεί, είναι
τύπος και εικών ενός άλλου, του γεγονότος της διασποράς του ανθρώπου
μετά την πτώσιν και της συναγωγής του εις τον μοναδικόν λαόν του Θεού,
του γεγονότος, δηλαδή, της συγκροτήσεως της Εκκλησίας εις το πρόσωπον
του Χριστού (Παράβαλλε Και Ματθαίος 2,18).
Το
ίδιον θέμα διαπραγματεύεται και ο προφήτης Ιερεμίας, όταν ομιλή δια την
ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Κύριος θα δώση εις τον λαόν Του
«Διαθήκην Καινήν», όχι ομοίαν με την Διαθήκην του όρους Σινά. Ο νέος
αυτός νόμος του Θεού δεν θα γραφή επί λίθινων πλακών, αλλά εις τας
καρδίας των ανθρώπων:
«Ιδού
έρχονται ημέραι, λέγει ο Κύριος, και θα συνάψω Διαθήκην Καινήν δια τον
οίκον Ισραήλ και τον οίκον Ιούδα. Δεν θα είναι όμοια με την διαθήκην των
προγόνων των… θα δώσω βεβαίως νόμους εις την διάνοιαν αυτών, θα τους
εγχαράξω εις τας καρδίας των, θα είμαι Θεός των και αυτοί θα είναι λαός
μου» (Ιερεμίας 38,31-33. Εβραίους Κείμενον: 31,31-33).
Ποία
είναι η Καινή αυτή Διαθήκη, δια την οποίαν ομιλεί ο προφήτης; Ο
Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την ιδίαν περικοπήν και αναφέρει ότι
μεσίτης της «κρείττονος», της καλυτέρας αυτής Διαθήκης, είναι ο Χριστός
(Εβραίους 8,6-13).
Συμφώνως
προς την ομολογίαν του Σωτήρος Χριστού πρόκειται δια το αίμα του
Κυρίου, το οποίον χύνεται χάριν του νέου λαού του Θεού, χάριν της
Εκκλησίας (Ματθαίος 26,28. Λουκάς 22,20). Αυτή είναι η Καινή Διαθήκη την
οποίαν προαναγγέλλει ο προφήτης.
«Κρατήρα
η Εκκλησία, εκτήσατο την πλευράν σου την ζωηφόρον, εξ ης ο διπλούς
ημίν εξέβλυσε, κρουνός της αφέσεως και γνώσεως, εις τύπον της πάλαι,
της νέας, των δύω άμα, Διαθηκών Σωτήρ ημών», αναφέρει ο ύμνος του Μεγ.
Κανόνος.
Το
αίμα του Κυρίου, «το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών»
(Ματθαίος 26,28), καθιστά και πάλιν δυνατήν την συναγωγήν των
διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού και την συγκρότησιν του λαού Του με την
«νέαν καρδίαν», η οποία οδηγεί τους ανθρώπους εις την μοναδικήν ενότητα
του ενός Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας. Τούτο αποτελεί
καρπόν της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού μεταξύ του νέου αυτού λαού
Του (Α’ Κορινθίους 12,3. Εφ. 1,13-14. 4,30). Δι’ αυτόν τον λόγον
υπογραμμίζει ο προφήτης:
«Τάδε
λέγει Κύριος: Θα τους δεχθώ πάλιν επανερχομένους από τα έθνη, θα τους
συγκεντρώσω από τας χώρας, όπου τους διέσπειρα και θα τους δώσω την γην
του Ισραήλ… Θα δώσω εις αυτούς άλλην καρδίαν και νέον πνεύμα και θα
αποσπάσω την πετρίνην καρδίαν από το σώμα των… »
(Ιεζεκ. 11,17-19).
«Θα
δώσω εις σάς το Πνεύμα μου και θα συντελέσω, ώστε να βαδίζετε συμφώνως
προς τας εντολάς μου να φυλάξετε και να τηρήσετε τα προστάγματα μου»
(Ιεζεκ. 36,27. Παράβαλλε Πράξεις 2,33).
Οι
Προφήται προαναγγέλλουν, λοιπόν, νέαν εποχήν, την εποχήν του
Παρακλήτου, η οποία δεν είναι πλέον η εποχή ενός λαού, αλλά ολοκλήρου
του ανθρωπίνου γένους. Δι’ αυτό και ο Ησαΐας, απευθυνόμενος προς τους
ειδωλολατρικούς λαούς, τους καλεί εν όψει της ημέρας της συγκροτήσεως
του νέου λαού του Θεού, να καταστούν και εκείνοι «νέα κτίσις».
«Εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι», λέγει, «ο Ισραήλ σώζεται υπό του Κυρίου
σωτηρίαν αιώνιον» (Ησαΐας 45,16-17).
Ο
Απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησίαν «όρος Σιών» και «πόλιν Θεού του
ζώντος», «επουράνιον Ιερουσαλήμ» (Εβραίους 12,21) και ο Ιωάννης την
βλέπει να κατέρχεται από τον ουρανόν περιβεβλημένη ολόκληρον την δόξαν
του Θεού (Αποκ. 3,12. 22,10 και εξής). Αυτήν την εικόνα χρησιμοποιούν
και οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης δια να δηλώσουν την δόξαν της
Εκκλησίας και την συγκρότησίν της από όλα τα έθνη και όλους τους λαούς:
«Εις
τους τελευταίους καιρούς, θα γίνη φανερόν το όρος του Κυρίου,
περίβλεπτον από τας κορυφάς των ορέων θα υψωθή υπεράνω από τα βουνά.
Προς αυτό θα σπεύσουν οι λαοί· θα μεταβούν εκεί πολλά έθνη και θα
λέγουν αναμεταξύ τους: Ελάτε, ας αναβώμεν εις το όρος Κυρίου,
και
εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ. Θα μας δείξουν τον δρόμον Του και θα
πορευθώμεν εις τας οδούς Του διότι από την Σιών θα εξέλθη ο νόμος
και
ο λόγος του Κυρίου από την Ιερουσαλήμ. Και θα κρίνη μεταξύ πολλών λαών
και θα ελέγξη έθνη ισχυρά έως μακράν. Τότε θα καταστρέψουν τας
ρομφαίας των και θα μεταβάλουν εις άροτρα και τα δόρατα των θα τα
μεταβάλουν εις Θεριστικά δρέπανα δεν θα σήκωση πλέον το ένα έθνος
εναντίον
του άλλον φονικήν ρομφαίαν και οι λαοί δεν θα μάθουν πλέον να πολεμούν…
Βασιλεύς αυτών θα είναι ο Κύριος εις το όρος Σιών από του νυν και έως
του αιώνος» (Μιχ. 4,1-3 και 7).
Την
ενότητα αυτήν, την αγάπην μεταξύ των πιστών και την χαράν και
ευφροσύνην δια το γεγονός της σωτηρίας περιγράφουν και οι λοιποί
Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης:
«Τότε
θα μεταβάλω τας γλώσσας των λαών εις μίαν, την αρχικήν, ώστε να
επικαλούνται όλοι το όνομα του Κυρίου και να υπηρετούν Αυτόν υπό ένα
ζυγόν. Από τα πέρατα των ποταμών της Αιθιοπίας θα υποδεχθώ τους
διεσπαρμένους μου και αυτοί θα μου προσφέρουν θυσίας» (Σοφ. 3,9-10).
«Χαίρε
σφόδρα κόρη μου, Σιών, κήρυξε την χαράν σου, θυγατέρα μου Ιερουσαλήμ,
ευφραίνου και τέρπου με όλην σου την καρδίαν, κόρη μου Ιερουσαλήμ, διότι
ο Κύριος αφήρεσε τα αδικήματα σου σε ελύτρωσεν από τας χείρας των
εχθρών σου. Ο Κύριος, ο Βασιλεύς του Ισραήλ ευρίσκεται εν μέσω σου, δεν
θα ίδης πλέον συμφοράς… Κύριος ο Θεός σου ευρίσκεται εν μέσω σου,
είναι δυνατός· θα σε σώση, θα σε πλημμυρίση με ευφροσύνην, θα σε
ανακαίνιση με την αγάπην Του, και θα ευφρανθή εις σε εν χαρά, όπως κατά
την ημέραν εορτής… » (Σοφ. 3,14-17).
Η
αίτια, λοιπόν, της χαράς είναι η παρουσία του Κυρίου μέσα εις τον νέον
λαόν Του: «και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν»
(Ιωάννης 14,23), θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του.
Την αλήθειαν αυτήν την προαναγγέλλει επίσης ο προφήτης Ζαχαρίας:
«Τέρπον
και ευφραίνου, κόρη μον Σιών, ιδού έρχομαι και θα κατασκηνώσω εν μέσω
σου, λέγει Κύριος, και την ημέραν εκείνην, θα καταφύγουν προς τον
Κύριον έθνη πολλά και θα γίνουν λαός ιδικός Του και θα κατασκηνώσουν εν
μέσω σου» (Ζαχαρίας 2,14-15).
«Και
θα έλθουν πολλοί λαοί και πολλά έθνη, δια να αναζητήσουν το πρόσωπον
τον Κυρίου παντοκράτορος εν Ιερουσαλήμ και να εξιλεώσουν το πρόσωπον του
Κυρίου» (Ζαχαρίας 8,22).
Την οικουμενικότητα της Εκκλησίας προαναγγέλλει επίσης και ο προφήτης Μαλαχίας:
«Από
ανατολών ηλίου έως δυσμών, θα δοξάζεται το όνομα μον μεταξύ των εθνών
εις κάθε τόπον θα προσφέρεται θυμίαμα εις το όνομα μον, θυσία καθαρά,
διότι θα γίνη πλέον μέγα το όνομα μου μεταξύ των εθνών, λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ» (Μαλ. 1,11).
Εκείνος όμως, ο οποίος ομιλεί με μεγαλυτέραν καθαρότητα δια την Εκκλησίαν είναι ο προφήτης Ησαΐας:
«Να
ευφρανθής εσύ η στείρα, η οποία δεν γεννάς. Βγάλε φωνήν και φώναξε εσύ
που δεν κοιλοπονάς, διότι θα έχη περισσότερα παιδιά η εγκαταλειφθείσα
από αυτήν που έχει τον άνδρα’ διότι είπεν ο Κύριος: Πλάτυνε τον τόπον
της σκηνής σου, έκτεινε τα παραπετάσματα της πλάτυνε την και μη την
λυπηθής. Μάκρυνε τα σχοινιά της και στερέωσε τους πασσάλους της.
Άπλωσε την εις τα δεξιά και εις τα αριστερά, διότι οι απόγονοι σου θα
κληρονομήσουν έθνη και θα κατοίκησης πόλεις ερημωμένας. Μη φοβηθής
επειδή είχες καταισχυνθή. ούτε να εντραπής, διότι είχες ονειδισθή. Θα
λησμονήσης την μακροχρόνιον αισχύνην σου, δεν θα ενθυμηθής πλέον το
όνειδος της χηρείας σου. Διότι ο Κύριος είναι αυτός που σε συνεκρότησε
(οποίων σε), Κύριος των δυνάμεων είναι το όνομα του. λυτρωτής σου
είναι ο ίδιος ο Θεός του Ισραήλ, θα ονομάζεται εις ολόκληρον την
Οικουμένην. Δεν σε εκάλεσεν ως γυναίκα εγκαταλελειμένην και ολιγόψυχον,
ούτε ως γυναίκα, που έχει μισηθή, από τα χρόνια της νεότητας της,
είπεν ο Θεός σου. Επί μικρόν χρόνον σε εγκατέλειψα, όμως θα σε ελεήσω
με μέγα έλεος. Με μικρόν θυμόν απέστρεψα από σε το πρόσωπόν μου, με
αιώνιον, όμως, έλεος θα σε ελεήσω, είπεν ο Κύριος, ο λυτρωτής σου… Δεν
θα λείψη ποτέ το έλεος μου από σε, ούτε θα ατόνηση ποτέ η διαθήκη της
ειρήνης σου. Είπεν ο Κύριος: Θα σου είμαι ελεήμων» (Ησαΐας 54,1-10).
Η
«στείρα» είναι ο νέος λαός του Θεού, η «άνω Ιερουσαλήμ», η οποία δεν
«γέννα» με τρόπον φυσικόν, όπως «εκείνη η οποία έχει τον άνδρα», αλλά
βάσει των υποσχέσεων του Θεού. Δι’ αυτό και τα παιδιά της είναι πλήθος
αμέτρητον (Γαλ. 4,21-31). Διότι, καθώς λέγει εις άλλο σημείον ο
Απόστολος, παιδιά του Αβραάμ (παιδιά της στείρας Σάρρας) είναι οι
άνθρωποι της πίστεως εις τον Χριστόν (Γαλ. 3,7. Ρωμαίους 4,1-25. 9,6-8),
ανεξαρτήτως της καταγωγής των.
Δι’ αυτό και ο Θεός προαναγγέλλει τον ευαγγελισμόν των Εθνών δια των Αποστόλων:
«Θα
Αποστείλω από αυτούς σεσωσμένους εις τα έθνη, εις Θαρσίς, εις Φουδ, εις
Λουδ και Μοσόχ, εις Θοβέλ και εις την Ελλάδα και τας μακρυνάς νήσους,
εις εκείνους που δεν ήκουσαν το όνομα μου, και δεν είδον την δόξαν μου.
Θα αναγγείλουν την δόξαν μου εις τα έθνη, θα οδηγήσουν τους αδελφούς
σας από όλα τα έθνη, δώρον εις τον Κύριον» (Ησαΐας 66,19-20).
2. Και μνηστεύσομαί σε εμαυτώ εις τον αιώνα
Καθώς
αναφέρεται εις την ανωτέρω προφητείαν του Ησαΐου, η κοινωνία μεταξύ του
Θεού και του λαού Του παρομοιάζεται με την κοινωνίαν αγάπης μεταξύ δύο
συζύγων.
Δι’
αυτόν τον λόγον ο Θεός χαρακτηρίζεται εις την Παλαιάν Διαθήκην ως
«ζηλότυπος» (Έξοδος 20,5. Αριθμοί 5,9. Δευτερ. 6,15. Της. Ναυή 24,19.
Ιεζεκ. 39,25 κ. Οι. ).
Κάθε
απιστία συνεπώς, εκ μέρους του λαού του Θεού χαρακτηρίζεται ως πορνεία
και ως μοιχεία (Κριταί 2,17. Β΄ Παράβαλλε 21,11. Ιερ. 3,1. 9. 13. Ιεζεκ.
6,9. 16,36. Ως. 4,11. Μιχ. 1,7).
Δια
να καταστήση ο Θεός σαφή τον στενόν και αποκλειστικόν αυτόν δεσμόν της
αγάπης με τον λαόν Του και να τον παρακίνηση εις επιστροφήν κατά τους
χρόνους της Αποστασίας του, δίδει την εντολήν εις τον προφήτην Ωσηέ να
λάβη δια γυναίκα του πόρνην (Ως. 1,2), η οποία θα εικονίζει και θα
εφανέρωνε την αληθινήν κατάστασιν του Αποστάτου λαού.
Ταυτοχρόνως, όμως, ο Θεός αναγγέλλει με το στόμα του προφήτου, ότι ο
δεσμός αγάπης του Θεού και της απίστου γυναικός, δηλαδή του Αποστάτου
λαού Του, δεν θα διακοπή, ότι ο ίδιος ο Θεός θα εξαγνίση τον λαόν Του
και θα ανανέωση τον δεσμόν της μνηστείας με αυτόν:
«Θα
σε μνηστευθώ τότε ως ιδικήν μου δια παντός· θα σε μνηστευθώ ως ιδικήν
μου εν δικαιοσύνη και εν κρίσει και εν ελέει και εν οικτιρμοίς. Θα σε
μνηστευθώ ως ιδικήν μου εν πίστει, και θα γνωρίσης τον Κύριον… Θα
διασπείρω αυτήν δια τον εαυτόν μου επί της γης και θα ελεήσω την ουκ
ηλεημένην και θα είπω εις τον ου λαόν μου: Συ είσαι λαός μου! Και
εκείνος θα απάντηση: Συ είσαι Κύριος ο Θεός μου» (Ως. 2,21-25).
Αυτά
τα προφητικά λόγια χρησιμοποιεί και ο Απόστολος Παύλος δια να δήλωση
την συγκρότησιν της Εκκλησίας από Ιουδαίους και Εθνικούς (Ρωμαίους
9,24-26).
3. Η κεφαλή και τα μέλη της Εκκλησίας
«Σωτηρίαν
ειργάσω εν μέσω της γης Χριστέ, ο Θεός’ επί Σταυρού τας άχραντους σου
χείρας εξέτεινας, επισυνάγων πάντα τα έθνη κράζοντα· Κύριε, δόξα σοι».
Ο
ύμνος αυτός της έκτης ώρας της Καθαράς Δευτέρας διακηρύσσει ότι ο νέος
λαός του Θεού, η Εκκλησία, συνάγεται και συγκροτείται με την σταυρικήν
θυσίαν του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Κύριος «απέκτησε»
την Εκκλησίαν «δια του ιδίου αίματος» (Πράξεις 20,28). Επάνω, λοιπόν,
εις τον Σταυρόν ο Κύριος ανοίγει τας άχραντους αγκάλας Του δια να δεχθή
και να «συναγάγη εις εν», όλα τα διεσκορπισμένα παιδιά του Θεού (Ιωάννης
11,52).
Όμως,
δεν δυνάμεθα να αποχωρίσωμεν την σταυρικήν θυσίαν από τα άλλα γεγονότα
της ζωής του Χριστού. Δι’ αυτό πρέπει να είπωμεν ότι ο Κύριος, με την
ενσάρκωσίν Του και την επί γης ζωήν Του, με τον θάνατον και την
ανάστασιν Του, την ανάληψιν και την Αποστολήν του Αγίου Πνεύματος,
συνάγει και πάλιν τον διεσκορπισμένον λαόν του Θεού και συγκροτεί την
Εκκλησίαν Του, χαρίζοντας εις αυτήν την πρώτην της αγνότητα και
καθαρότητα.
«Ο
Χριστός», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «είναι κεφαλή της Εκκλησίας και
αυτός είναι σωτήρ του σώματος… Ηγάπησε την Εκκλησίαν και παρέδωκε τον
εαυτόν Του δι’ αυτήν, δια να την αγιάση, αφού την καθαρίση με το λουτρόν
του ύδατος, δια του λόγου, δια να την παρουσίαση εις τον εαυτόν Του
ένδοξον την Εκκλησίαν, χωρίς να έχη κηλίδα η ρυτίδα η τίποτε άλλο από τα
τοιαύτα, αλλά να είναι άγια και άμωμος» (Εφεσίους 5,23-27).
«Αυτός
υπάρχει πριν από όλα και όλα δι’ αυτού συγκρατούνται εις την ύπαρξιν.
Και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας. Είναι η αρχή, ο
πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια να γίνη αυτός ο πρώτος εις όλα, διότι εις
αυτόν ευηρεστήθη να κατοίκηση όλον το πλήρωμα (του Θεού), και δι’ αυτού
να συμφιλίωση μετά του εαυτού του τα πάντα, τόσον τα επίγεια, όσον και
τα επουράνια, αφού έφερε την ειρήνην με το αίμα του σταυρού Του»
(Κολοσσαείς 1,17-20).
Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι το θεανθρώπινον Σώμα του Κυρίου και ο ίδιος ο Χριστός είναι η Κεφαλή.
Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται εις το θαύμα αυτό και
υπογραμμίζει ότι «ο Χριστός ανέλαβε το Σώμα της Εκκλησίας και την
Εκκλησίαν εποίησε Σώμα Του».
Όταν
ομιλώμεν, λοιπόν, δια το «Σώμα του Χριστού», το οποίον είναι η
Εκκλησία, δεν εννοούμεν μόνον τον λαόν του Θεού, χωρίς τον Χριστόν, ή
και μόνον τον Κύριον, χωρίς τον λαόν του Θεού, αλλά και τα δύο μαζί, τον
Χριστόν μαζί με τον λαόν του Θεού, την κεφαλήν, δηλαδή, της Εκκλησίας
μαζί με τα λοιπά μέλη της, που είμεθα ημείς.
Ο
Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις την ιδικήν του διακονίαν και λέγει
χαρακτηριστικώς ότι επιθυμεί να συμπλήρωση εις την σάρκα του «τα
παθήματα του Κυρίου» χάριν «του σώματος αυτού, ο εστίν η Εκκλησία, ης
εγενόμην εγώ διάκονος» (Κολοσσαείς 1,24).
Εις άλλο σημείον προσθέτει:
«Και
όλα υπέταξε κάτω από τα πόδια Του και Αυτόν έδωκε Κεφαλήν υπεράνω όλων
εις την Εκκλησίαν, η οποία είναι το σώμα Του, το συμπλήρωμα (πλήρωμα)
Εκείνου ο οποίος πληροί τα πάντα» (Εφεσίους 1,22-23).
4. Ο εγκεντρισμός των μελών
Η
Εκκλησία του Χριστού δεν αποτελεί προνόμιον ενός ωρισμένου λαού. Είναι ο
νέος λαός του Θεού, εις τον οποίον ημπορούν να ανήκουν όλοι οι
άνθρωποι, από οποιανδήποτε φυλήν και αν προέρχονται. Αρκεί να
«παραλάβουν τον Χριστόν» και να ζήσουν «ριζωμένοι και οικοδομούμενοι εν
αυτώ» (Κολοσσαείς 2,6-7).
«Όπως
ακριβώς το σώμα είναι ένα, αλλά έχει πολλά μέλη, όλα δε τα μέλη του
σώματος, αν και είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα, τοιουτοτρόπως και ο
Χριστός. Διότι εις ένα Πνεύμα όλοι ημείς εβαπτίσθημεν και εγίναμεν ένα
σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι. Και όλοι
με ένα πνεύμα εποτίσθημεν. Το σώμα δεν είναι ένα μέλος αλλά πολλά» (Α’
Κορινθίους 12,12-14. Παράβαλλε Και Γαλ. 3,28. Εφεσίους 4,4-6. Κολοσσαείς
3,11).
Ο
Απόστολος Παύλος ομιλεί δια την πρόσληψιν όλων των ανθρώπων εις την
Εκκλησίαν και χαρακτηρίζει αυτήν ως «ζωήν εκ νεκρών» (Ρωμαίους 11,15)
και ως «παρά φύσιν εμβολιασμόν» του ανθρώπου από την «κατά φύσιν
αγριέλαιον» (αγριεληά) εις την «καλιέλαιον» (ήμερη εληά), δηλαδή εις το
Σώμα του Χριστού. Με τον «εμβολιασμόν» αυτόν ο άνθρωπος γίνεται
«συγκοινωνός της ρίζης και της ποιότητος της ελαίας», δηλαδή μέτοχος της
πλούσιας ζωής του Χριστού (Ρωμαίους 11,17-24).
Χωρίς
τον «εγκεντρισμόν» εις το Σώμα του Χριστού, χωρίς την αναγέννησιν μέσα
εις την Εκκλησίαν, μένει ο άνθρωπος εις την παλαιάν ρίζαν, η οποία τον
αφήνει αλύτρωτον, εις το βασίλειον της φθοράς και του θανάτου. Δι’ αυτόν
τον λόγον αναφέρει ο ίδιος Απόστολος, ότι η αληθινή ζωή είναι κρυμμένη
«συν Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολοσσαείς 3,3). Επίσης ο Απόστολος Ιωάννης
προσθέτει ότι «εκείνος όστις έχει τον Υιόν έχει την ζωήν, εκείνος, όμως,
όστις δεν έχει τον Υιόν του Θεού, δεν έχει την ζωήν» (Α’ Ιωάννης 5,12.
Παράβαλλε Και Ιωάννης 11,25. 14,6. Α’ Ιωάννης 1,2).
5. Η Εκκλησία είναι η σωτηρία μας
Τα
ανωτέρω μας βοηθούν να κατανοήσωμεν ότι η Εκκλησία δεν είναι οργάνωσις,
αλλά ζων οργανισμός* δεν είναι σωματείον αλλά Σώμα: το Θεανθρώπινον, το
αναστημένον και θεωμένον Σώμα του Κυρίου μας.
Η
Εκκλησία είναι ο θεανθρώπινος οργανισμός, η ζωή του Θεού μέσα εις τον
άνθρωπον και μέσα εις τον κόσμον. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός μαζί με
όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι εβαπτίσθησαν «εις ένα πνεύμα» και έγιναν
«ένα σώμα» με τον Χριστόν, «είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι
είτε ελεύθεροι»· μαζί με όλους εκείνους, οι οποίοι εποτίσθησαν «με ένα
πνεύμα» (Α’ Κορινθίους 12,13).
Αυτό
το γεγονός, κατά το οποίον ο άνθρωπος γίνεται «ένα σώμα» με τον
Χριστόν, τον φέρει και πάλιν πλησίον του Τριαδικού Θεού, τον καθιστά
μέτοχον της θείας ζωής (Ιωάννης 17,22-23).
Αυτός
είναι ο λόγος δια τον οποίον πιστεύομεν ότι η Εκκλησία δεν είναι απλούν
εργαστήριον, το οποίον επεξεργάζεται την σωτηρίαν του ανθρώπου. Είναι
κάτι πολύ περισσότερον από εργαστήριον.
Η Εκκλησία είναι αυτή η ιδία η σωτηρία του ανθρώπου.
Ο
Χριστός έγινεν άνθρωπος και εθυσιάσθη «δια να συγκέντρωση εις ένα τα
παιδιά του Θεού, τα οποία ήσαν διεσκορπισμένα» (Ιωάννης 11,52). Η
συγκέντρωσις αυτή των διεσκορπισμένων τέκνων του Θεού «εν Χριστώ» δεν
είναι δευτερεύον γεγονός, αλλά το ίδιον το γεγονός της σωτηρίας.
Δι’ αυτόν τον λόγον είπομεν ότι η Εκκλησία δεν σώζει απλώς, αλλά είναι η σωτηρία.
Τα
ανωτέρω είναι πολύ σημαντικά δια την Χριστιανικήν μας ζωήν και δια την
σωτηρίαν μας. Πρέπει να κατανοήσωμεν, ότι κανένας δεν ημπορεί μόνος του,
«εξ εαυτού», να είναι και να λέγεται Χριστιανός, κεχωρισμένος από την
ενσωμάτωσίν του εις το σώμα του Χριστού, που είναι ταυτοχρόνως και
κοινωνία με τους αδελφούς (Α’ Κορινθίους 12,12-28).
Με
άλλα λόγια, η σωτηρία του κάθε ανθρώπου δεν δύναται να αποτελέση μέλημα
του καθενός, ανεξαρτήτως από την ένταξίν του και την ζωήν του μέσα εις
την Εκκλησίαν. Δια να σωθή, δηλαδή, ο άνθρωπος, δεν φθάνει να πιστεύη
εις τον Θεόν και να είναι βέβαιος δια την υπαρξίν Του. Δεν είναι αρκετόν
να μελετά την Αγίαν Γραφήν και να παρουσιάζη εις την ζωήν του
πειθαρχίαν. Να προσεχή όλους τους κανόνας της ηθικής και της τιμιότητος
και να εφαρμόζη κατά γράμμα τας ηθικάς διδασκαλίας του Χριστού. Όλα
αυτά, εάν δεν είναι αποτελέσματα κάποιου άλλου πράγματος, το οποίον
είναι το βασικώτερον, δεν κάμνουν τον άνθρωπον Χριστιανόν, ούτε ημπορούν
να τον σώσουν.
Τούτο,
διότι «Χριστιανισμός» και «Χριστιανός» σημαίνει ενσωμάτωσιν εις το σώμα
του Χριστού, συμμετοχήν εις την ζωήν της Χριστιανικής κοινότητος, εις
την σύναξιν των πιστών, με σκοπόν την οικοδομήν εις το θεμέλιον «των
Αποστόλων, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, επάνω
εις τον οποίον η όλη οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνει εις ναόν
άγιον εν Κυρίω» και να γίνη «κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι»
(Εφεσίους 2,20-22).
Το
να είσαι, λοιπόν, Χριστιανός, σημαίνει να είσαι «συμπολίτης των Αγίων
και οικείος του Θεού» (Εφεσίους 2,19), σημαίνει να ανήκης εις την
κοινότητα των αδελφών. Δεν φθάνει μόνη της μία πίστις αφηρημένη, η οποία
δεν έχει συνεπείας δια την καθημερινήν ζωήν και δεν μας κοστίζει
τίποτε.
Συμπολίτης των Αγίων και οικείος του Θεού σημαίνει ακόμη διαρκή
προσπάθειαν, διαρκή αγώνα του καθενός ανθρώπου, να κράτηση τον εαυτόν
του καθαρόν από τα πάθη και από κάθε τι, το οποίον προσβάλλει την
κοινωνίαν και ολόκληρον την κοινότητα των αδελφών, με αποτέλεσμα να
μείνη ηνωμένος εις την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις την
αγάπην του Θεού Πατρός και εις την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος και να
αυξάνη εις ναόν άγιον εν Κυρίω.
6. Συνηγμένοι εις το όνομα του Χριστού
Η
Εκκλησία του Χριστού δεν αποτελείται από επί μέρους άτομα, καθένα από
τα οποία ζη την ιδικήν του «θρησκευτική ν» ζωήν, ανεξαρτήτως από την
κοινωνίαν των αδελφών. Ολόκληρος ο λαός του Θεού συγκροτεί το Σώμα της
Εκκλησίας μαζί με τον Χριστόν, ο οποίος είναι η κεφαλή του σώματος της
Εκκλησίας.
Δια
να είναι, συνεπώς, μία θρησκευτική συνάθροισις Εκκλησία, πρέπει να έχη
το ουσιώδες χαρακτηριστικόν γνώρισμα της ενότητος μετά του Κυρίου και
μετά των αδελφών.
Πρέπει,
ακόμη, να γνωρίζωμεν, ότι ο εκκλησιαστικός χαρακτήρ μιας συναθροίσεως
δεν εξαρτάται οπωσδήποτε από τον αριθμόν των παρόντων μελών. Εξαρτάται,
κυρίως, από την παρουσίαν του Χριστού εις την συνάθροισιν αυτήν. Η
παρουσία του Κυρίου εξασφαλίζεται και εάν ακόμη δύο η τρεις άνθρωποι
λάβουν μέρος εις μίαν συνάθροισιν, η οποία θα λάβη χώραν εις το όνομα
του Χριστού (Ματθαίος 18,20).
Πότε, όμως, μία σύναξις γίνεται εις το όνομα του Χριστού;
Όταν
είναι μέσα εις το Πνεύμα του Χριστού και αποτελή συνέχειαν του έργου
του Χριστού, ο οποίος είναι η συναγωγή των διεσκορπισμένων τέκνων του
Θεού «εις εν» (Ιωάννης 11,52). Ο ίδιος ο Χριστός είπεν ότι «ο μη συνάγων
μετ’ εμού σκορπίζει» (Ματθαίος 12,30. Λουκάς 11,23).
Με
άλλα λόγια, μία θρησκευτική συνάθροισις δύναται να ονομασθή Εκκλησία
του Χριστού, μόνον αν έχη ως αποτέλεσμα την ενότητα, όχι την διάσπασιν
του λαού του Θεού.
Δι’
αυτόν τον λόγον ο Απόστολος Παύλος σπεύδει να γράψη εις τους Κορινθίους
πλήρης φροντίδος δια την σωτηρίαν των: «Πρώτον ακούω ότι όταν
συγκεντρώνεσθε ως Εκκλησία (συνερχομένων υμών εν Εκκλησία), υπάρχουν
μεταξύ σας διαιρέσεις» (Α’ Κορινθίους 11,18).
Είναι
δε χαρακτηριστικόν, ότι ο Απόστολος δεν καταδικάζει μόνον εκείνους, οι
οποίοι είχον εκλέξει δια θρησκευτικόν τους αρχηγόν τον ίδιον τον Παύλον ή
τον Απολλώ ή τον Κηφά, αλλά και αυτούς, οι οποίοι υπεστήριζον ότι είναι
οπαδοί του Χριστού, χωρίς να έχουν αγάπην και ενότητα με τους άλλους
αδελφούς (Α’ Κορινθίους 1,12). Η θέσις του Αποστόλου Παύλου εις το θέμα
αυτό είναι σαφής:
«Μεμέρισται ο Χριστός;» (Α’ Κορινθίους 1,13).
Δεν
ημπορεί να είπη κανείς ότι είναι του Χριστού, αν ταυτοχρόνως δεν είναι
και με τους αδελφούς του Χριστού. Δι’ αυτόν τον λόγον το μεγαλύτερον
έγκλημα μέσα εις την Εκκλησίαν είναι το σχίσμα και η αίρεσις.
Όταν,
λοιπόν, ομιλούμεν δια μίαν Χριστιανικήν Εκκλησίαν, όπως π. Χ. Δια την
Εκκλησίαν της Κορίνθου, δεν εννοούμεν ανθρωπίνην οργάνωσιν. Η
Χριστιανική κοινότης είναι αποτέλεσμα της μυστικής συμμετοχής του
ανθρώπου εις το αναστημένον και θεωμένον σώμα του Χριστού, ο οποίος
είναι η κεφαλή ολοκλήρου του σώματος της Εκκλησίας. Πρόκειται, δηλαδή,
δια κοινότητα, την οποίαν καθιέρωσεν ο ίδιος ο Θεός και η οποία
πραγματοποιείται μυστηριακώς, δια του βαπτίσματος και της θείας
ευχαριστίας (Α’ Κορινθίους 12,12-14. 10,16. Εφεσίους 4,4-6).
7. Η πρώτη Χριστιανική κοινότης
Tην
πρώτην Χριστιανικήν κοινότητα την συνέστησεν ο ίδιος ο Χριστός με την
εκλογήν των «δώδεκα», τους οποίους ωνόμασεν «Αποστόλους» (Λουκάς 6,13).
Εις αυτούς έδωσεν «δύναμιν και εξουσίαν» και τους απέστειλε να κηρύττουν
«την Βασιλείαν του Θεού» (Λουκάς 9,1-2. Παράβαλλε Και Ματθαίος 10,5.
Μάρκος 6,7).
Μετά
την ανάστασίν Του έδωσε εντολήν να διαδώσουν το ευαγγέλιον εις όλα τα
έθνη και να βαπτίζουν όσους θα πιστεύσουν (Ματθαίος 28,19. Μάρκος 16,15.
Πρ. Ησαΐας 66,19-21).
«Σεις
είσθε μάρτυρες» του γεγονότος της σωτηρίας, ανέφερε, και προσέθεσεν:
«Και ιδού, εγώ στέλλω εις σάς ό,τι υπεσχέθη ο πατήρ μου· σεις δεν
καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, έως ότου ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους»
(Λουκάς 24,48-49).
Ολίγον
προ της αναλήψεως, ανενέωσεν ο Κύριος αυτήν την υπόσχεσιν: «Θα λάβετε
δύναμιν, όταν έλθη το άγιον Πνεύμα επάνω σας και θα είσθε μάρτυρες μου
εις την Ιερουσαλήμ και εις ολόκληρον την Ιουδαίαν και Σαμάρειαν και
μέχρι των περάτων της γης» (Πράξεις 1,8).
Το
έργον αυτό ήρχισαν οι Απόστολοι την ιδίαν την ημέραν της Πεντηκοστής,
με αποτέλεσμα να «προστεθούν» εις την Εκκλησίαν «περίπου τρεις χιλιάδες
ψυχαί» (Πράξεις 2,41) και να σχηματισθή, με τον τρόπον αυτόν, η
Χριστιανική κοινότης των Ιεροσολύμων.
Ποιον
ήτο το χαρακτηριστικόν γνώρισμα των πρώτων Χριστιανών; Η Αγία Γραφή
αναφέρει ότι τούτο ήτο η κοινωνία με τους δώδεκα Αποστόλους:
«Παρέμεινον δε προσηλωμένοι με πιστότητα εις την διδασκαλίαν των
Αποστόλων και εις την κοινωνίαν και εις την κλάσιν του άρτου και εις τας
προσευχάς», αναφέρουν αι Πράξεις των Αποστόλων (Πράξεις 2,42) και
περιγράφουν την αδελφικήν κοινωνίαν των πρώτων Χριστιανών, η οποία
έφθανε και μέχρι κοινοκτημοσύνης (Πράξεις 2,43-47).
Αυτή, λοιπόν, η Αποστολικής κοινωνία αποτελεί το κύριον γνώρισμα της κοινότητος των Ιεροσολύμων.
8. Κοινότης ορατή
Η
πρώτη Εκκλησία, η οποία ιδρύθη εις τα Ιεροσόλυμα, δεν ήτο αόρατος, αλλά
ορατή και συγκεκριμένη κοινότης και κοινωνία, η οποία περιελάμβανε και
την άσκησιν των Αγίων αρετών του Χριστού.
Κύριον δε χαρακτηριστικόν της ήτο η σύναξις της Κυριακής, με κέντρον την «κλάσιν του άρτου» (Πράξεις 20,7).
Όποιος
ανήκεν εις αυτήν την συγκεκριμένην κοινότητα, οποίος ελάμβανε μέρος εις
τας Χριστιανικάς συνάξεις, ωνομάζετο και ήτο Χριστιανός* οποίος δεν
ανήκε δεν ήτο Χριστιανός.
Αλλ’
η Εκκλησία αυτή, εκτός των Αποστόλων, είχε και άλλα πρόσωπα εις τα
οποία ανετέθησαν ωρισμέναι υπευθυνότητες, ωρισμέναι λειτουργίαι. Αυτοί
ήσαν οι Πρεσβύτεροι και οι Διάκονοι, ή, καθώς αναφέρεται εις άλλα
σημεία, οι Επίσκοποι και οι Διάκονοι (Φιλιππισίους 1,1. Α’ Τιμ. 5,17.
Πράξεις 20,28 κ. Οι. Κ. ). Είχε, δηλαδή, συγκεκριμένην ιεραρχίαν, η
οποία είχε τοποθετηθή όχι από ανθρώπους, αλλά από το Πνεύμα το άγιον
(Πράξεις 20,28).
Πόσον
ορατή και συγκεκριμένη ήτο η Εκκλησία αποδεικνύει και το γεγονός της
Αποστολικής Συνόδου, η οποία έλαβε συγκεκριμένας αποφάσεις, αι όποιαι
έγιναν σεβασταί από όλους ως αποφάσεις της Εκκλησίας με την καθοδήγησιν
του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις 15,22-29). Η Σύνοδος αυτή ήτο το στόμα της
Εκκλησίας, η οποία είναι ο «στύλος» και το «εδραίωμα της αληθείας» (Α’
Τιμ. 3,15).
Ήτο
τόσον ορατή και συγκεκριμένη η Εκκλησία, ώστε εις τα μέλη της να
συμπεριλαμβάνωνται και ασθενικά, ακόμη και νεκρά (Ματθαίος 13,30. 47.
Ιούδα 12. Α’ Κορινθίους 5,1. 11), τα οποία, αν δεν συνέλθουν, θα
αποβληθούν (Ιούδα 23).
9. Η αδιάκοπος συνέχεια της Εκκλησίας
Η
Αποστολική Εκκλησία δεν αποτελεί απλούν επεισόδιον της εποχής των
Αποστόλων, αλλά το γεγονός της έκκλησίας δια μέσου των αιώνων, μέχρι της
παρουσίας του Κυρίου. Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, μένει εις την
Εκκλησίαν «αιωνίως» (Ιωάννης 14,16) και οδηγεί τους ανθρώπους εις την
αλήθειαν, δηλαδή, εις τον Χριστόν, ο οποίος είναι η «Κεφαλή της
Εκκλησίας» και μένει μαζί της «όλας τας ημέρας μέχρι της συντέλειας του
αιώνος» (Ματθαίος 28,20).
Αυτή
η Εκκλησία παρουσιάζει, επομένως, ταυτότητα διδασκαλίας, ζωής και
οργανώσεως δια μέσου των αιώνων και μένει ακατάλυτος και μοναδική
(Ματθαίος 16,18). Τούτο είναι βασικόν και πρέπει ιδιαιτέρως να το
υπόγραμμίσωμεν, διότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι το αμφίσβητούν και
πιστεύουν εις Εκκλησίαν αόρατον χωρίς καμμίαν ορατήν συνέχειαν της
Αποστολικής εποχής μέχρι σήμερον.
Η
εκλογή των Αποστόλων δια να είναι «μάρτυρες» του Χριστού «μέχρι των
περάτων της γης» (Πράξεις 1,8), η παρουσία του Χριστού και του Αγίου
Πνεύματος «μέχρι της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίος 28,20. Ιωάννης
14,15), το γεγονός, τελος, ότι η Εκκλησία, συμφώνως προς την θέλησιν του
Χριστου, είναι ακατάλυτος και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής
(Ματθαίος 16,18) και «εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3,15), αποδεικνύει
ότι η αδιάσπαστος συνέχεια της Εκκλησίας εις την πίστιν, εις την
οργάνωσιν και εις την ζωήν, ήτο σταθερόν θέλημα του Χριστού και των
Αποστόλων.
Επομένως,
η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να γνωρίζη «χάσματα» και «διακοπάς», ούτε
εις την πίστιν της, ούτε εις την οργάνωσιν της ούτε και εις την ζωήν
της. Αυτό είναι το αληθινόν γνώρισμα της Εκκλησίας: Η συνέχισις της
Αποστολικότητός της και εις τα τρία ταύτα.
Το
«λειτούργημα» π. Χ. Των Αποστόλων, δεν είναι κάτι, το οποίον αναφέρεται
απλώς εις την Αποστολικήν εποχήν, αλλά έπρεπε να συνεχισθή. Ήδη εις την
Παλαιάν Διαθήκην προφητεύεται, ότι την «Επισκοπήν» του Ιούδα του
προδότου θα λάβη «έτερος» (Ψαλμοί 108,8). Δι’ αυτό βλέπομεν τους
Αποστόλους να εκλέγουν εις την θέσιν του τον Ματθίαν (Πράξεις 1,26).
«Δι’
αυτόν τον σκοπόν σε αφήκα εις την Κρήτην», γράφει π. Χ. Ο Απόστολος
Παύλος εις τον Τίτον, «δια να διόρθωσης τα ελλιπή και να εγκαταστήσης
εις κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, όπως εγώ σε διέταξα» (Τίτ. 1,5). Και εις
την συνέχειαν καθορίζει τα προσόντα των Πρεσβυτέρων, ενώ εις άλλο
σημείον αναφέρει ότι ο τρόπος της εγκαταστάσεως των είναι η χειροτονία
(Α’ Τιμ. 4,14). Καθιστά δε τον Τιμόθεον προσεκτικόν, ώστε «να μη επιθέτη
τας χείρας» εις κανένα κατά τρόπον εσπευσμένον, χωρίς να εξετάση αν
είναι κατάλληλος δια το αξίωμα αυτό (Α’ Τιμ. 5,22).
10. Η πλήρης αποκάλυψις της Εκκλησίας
Η
επίσημος εγκαινίασις της Εκκλησίας έγινε την ημέραν της Πεντηκοστής,
κατά την οποίαν οι Απόστολοι εβαπτίσθησαν με το Πνεύμα το άγιον (Πράξεις
1,5. 2,4) και ησθάνθησαν τον σύνδεσμον της κοινωνίας και της αγάπης με
τον Χριστόν και με τους αδελφούς εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ήρχισαν να
κηρύττουν χωρίς φόβον δημοσίως το ευαγγέλιον της σωτηρίας «εν Χριστώ»,
με αποτέλεσμα να προστεθούν εις την Εκκλησίαν δια του ιερού βαπτίσματος
τρεις χιλιάδες ψυχαί (Πράξεις 2,41).
Όμως,
η πλήρης αποκάλυψις της Εκκλησίας θα γίνη την εσχάτην ημέραν εις την
ουράνιον Ιερουσαλήμ, όταν θα έλθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας και όταν πλέον
ο λαός του Θεού, η Εκκλησία, θα επανεύρη την πλήρη ενότητα και την
πλήρη κοινωνίαν μετά του Τριαδικού Θεού. Τότε, δεν θα υπάρχη ανάγκη από
Ναούς, «διότι ναός της είναι ο Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ και το
Αρνίον» (Αποκ. 21,22) και η Εκκλησία θα είναι λουσμένη από την δόξαν του
Θεού (Αποκ. 21,9-27).
11. Η αληθινή Εκκλησία
Κατόπιν των όσων αναφέραμεν τίθεται τώρα το ερώτημα: Που ευρίσκεται σήμερον η Αποστολική Εκκλησία;
Η
αληθινή Εκκλησία ευρίσκεται εκεί όπου συνεχίζεται η Αποστολικής
διακονία της ενσωματώσεως των ανθρώπων εις το σώμα του Χριστού, εκεί
όπου μαρτυρείται η Αποστολικής διδαχή, η Αποστολικής οργάνωσις και η
Αποστολικής ζωή. Η Αποστολικής Εκκλησία ευρίσκεται εκεί, όπου δεν
υπάρχουν «χάσματα» και «κενά» (Ματθαίος 28,19-20).
Όπου
υπάρχει ο Επίσκοπος με την Αποστολικήν διαδοχήν και την Αποστολικήν
εξουσίαν, όπου εκείνος τελεί την θείαν ευχαριστίαν και όπου οι πιστοί
κοινωνούν και καθίστανται «σύσσωμα και όμαιμα» μέλη του Χριστού, εκεί
ευρίσκεται η Αποστολική Εκκλησία.
Αυτός
είναι ο λόγος δια τον οποίον εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύομεν,
ότι η Αποστολική Εκκλησία είναι η Ορθόδοξος Εκκλησία. Τούτο, διότι μόνον
αυτή διαφυλάσσει ανόθευτον ολόκληρον την κληρονομίαν της Αποστολικής
Εκκλησίας και αποτελεί συνέχειαν αυτής, χωρίς να υπάρχουν εις την
ιστορίαν της «χάσματα» η «κενά», από την εποχήν των Αποστόλων μέχρι
σήμερον.
12. Ο κίνδυνος της αιρέσεως
Όλα
όσα ανεφέρθησαν μας φανερώνουν ότι εκείνος όστις θα απομακρυνθή από την
Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δηλαδή από τας λατρευτικάς συνάξεις της Εκκλησίας
μας, από την θείαν λειτουργίαν, κινδυνεύει να χάση την σωτηρίαν του.
Δι’ εκείνους οι οποίοι εγκαταλείπουν την Ορθόδοξον σύναξιν, χάριν αιρετικών συναθροίσεων, λέγει ο λόγος του Θεού:
«Έφυγαν
από ημάς, αλλά δεν ανήκαν εις ημάς, διότι εάν ανήκαν εις ημάς, θα είχον
μείνει μαζί μας (ει γαρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεισαν αν μεθ’ ημών), αλλά
έφυγαν δια να φανερωθή ότι δεν είναι όλοι από τους ιδικούς μας» (Α’
Ιωάννης 2,19).
Δι’
αυτόν τον λόγον η Αγία Γραφή παραγγέλλει: «Σας παρακαλώ, αδελφοί, να
προσέχετε εκείνους οι οποίοι δημιουργούν διχόνοιας και σκάνδαλα
αντιθέτως προς όσα έχετε διδαχθή, απομακρυνθήτε από αυτούς, διότι
τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αλλά των
ιδικών των επιθυμιών και με τα γλυκά και ωραία των λόγια εξαπατούν τας
καρδίας των αθώων» (Ρωμαίους 16,17-18. Παράβαλλε Β΄ Τιμόθεον 4,3-4).
«Προσέχετε, λοιπόν, τους εαυτούς σας και ολόκληρον το ποίμνιον, εις το
οποίον το Πνεύμα το άγιον σας ετοποθέτησε Επισκόπους, δια να ποιμαίνετε
την Εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε με το ιδικόν Του αίμα. Διότι
γνωρίζω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θα εισχωρήσουν μεταξύ σας
λύκοι άγριοι και δεν θα λυπηθούν το ποίμνιον, και από σας τους ιδίους θα
εγερθούν άνδρες οι οποίοι θα διαστρέψουν την αλήθειαν δια να παρασύρουν
τους μαθητάς ώστε να ακολουθήσουν αυτούς. Δια τούτο να είσθε άγρυπνοι»
(Πράξεις 20,28-31).
13. Σπουδάζετε ουν πυκνότερον συνέρχεσθαι
Ο
Άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους Χριστιανούς της Εφέσου να πυκνώσουν τας
ευχαριστιακάς των συνάξεις και χρησιμοποιεί λόγους οι οποίοι μας
φανερώνουν πόσον μεγάλην σημασίαν έχει δια την σωτηρίαν των Χριστιανών η
Ορθόδοξος σύναξις δια την τέλεσιν της θείας ευχαριστίας:
«Σπουδάζετε ουν πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις
δόξαν. Όταν γαρ πυκνώς επί το αυτό γίνεσθε, καθαιρούνται αι δυνάμεις του
σατανά, και λύεται ο όλεθρος αυτού εν τη ομόνοια υμών της πίστεως».
Αυτή, λοιπόν, η «ομόνοια της πίστεως», η ενότης των πιστών μέσα εις την
Εκκλησίαν, εξουδετερώνει κάθε επιβουλήν του Σατανά. Δι’ αυτό και είναι
πολύ επικίνδυνον δια κάθε Χριστιανόν, όταν χαλάρωση τον σύνδεσμόν του με
την Εκκλησίαν ή, καθώς αναφέρει ο άγιος Ιγνάτιος, όταν ευρίσκεται
«έκτος του θυσιαστηρίου», μακράν δηλαδή της ενότητος της Εκκλησίας, της
οποίας το κέντρον είναι το ιερόν θυσιαστήριον. «Κανείς ας μη σάς
πλανήση. Εάν κάποιος δεν ευρίσκεται εντός του θυσιαστηρίου, στερείται
του Σώματος του Κυρίου. Διότι εάν η προσευχή ενός η δύο προσώπων έχει
τοιαύτην δύναμιν, πόσον περισσότερον, λοιπόν, η προσευχή του Επισκόπου
και ολοκλήρου της Εκκλησίας;
Όποιος
δεν έρχεται εις την κοινήν σύναξιν, εκείνος φέρεται εγωιστικώς και έχει
καταδικάσει τον εαυτόν του, διότι είναι γραμμένον, ότι ο Θεός
αντιτάσσεται εις τους υπερήφανους (Παροιμίες 3,34. Α’ Πέτρ. 5,5). Ας
προσέξωμεν, λοιπόν, να μη αντιτασσώμεθα εις τον επίσκοπον, δια να είμεθα
υποταγμένοι εις τον Θεόν».
Όποιος
δεν μετέχει εις την ζωήν της Εκκλησίας, οποίος δεν είναι ηνωμένος με
τον επίσκοπον, ο οποίος εκφράζει την ενότητα της Εκκλησίας μέσα εις την
λειτουργικήν ζωήν, αυτός τρέφεται με «ξένην τροφήν», έστω και εάν του
παρουσιάζεται η τροφή αυτή εις το όνομα του Χριστού και εις το πνεύμα,
δήθεν, της Αγίας Γραφής.
«Σας
παρακαλώ, λοιπόν», γράφει ο άγιος Ιγνάτιος προς τους Χριστιανούς των
Τράλλεων της Λυδίας, «όχι εγώ, αλλά η αγάπη του Ιησού Χριστού να
χρησιμοποιήτε μόνον την Χριστιανικήν τροφήν και να αποφεύγετε την ξένην,
η οποία είναι αίρεσις. Είναι άνθρωποι οι οποίοι αναμιγνύουν τον Ιησούν
Χριστόν με τας προσωπικάς των πλάνας και ζητούν να τας παρουσιάσουν
αξιοπίστως, όπως εκείνοι οι οποίοι δίδουν θανάσιμον δηλητήριον
αναμεμιγμένον με κρασί και μέλι και οποίος δεν το γνωρίζει το παίρνει με
ευχαρίστησιν και με αυτό πίνει τον θάνατον. Προφυλαχθήτε, λοιπόν, από
αυτούς τους ανθρώπους. Θα το κατορθώσετε μόνον εάν δεν φουσκώνετε από
εγωισμόν, όταν μένετε αχώριστοι με τον Θεόν, τον Ιησούν Χριστόν και με
τον επίσκοπον και τας εντολάς των Αποστόλων. Αυτός ο οποίος είναι εντός
του θυσιαστηρίου, αυτός είναι καθαρός. Εκείνος, όμως, ο οποίος
ευρίσκεται έξω από το θυσιαστήριον, δηλαδή εκείνος ο οποίος δρα
ανεξαρτήτως από τον επίσκοπον, από το πρεσβυτέριον και τους Διακόνους,
αυτός δεν είναι καθαρός εις την συνείδησιν».
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/12.htm