Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ- ΤΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ».
Ἡ ἄσκηση στό «Βυζάντιο».
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄσκηση γινόταν (καί μάλιστα μέ πολύ μεγάλη ἔνταση) ὄχι μόνο στά Μοναστήρια ἀλλά καί στίς κοσμικές Ἐνορίες, ἀπό τούς χριστιανούς πού ζοῦσαν στόν κόσμο.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος (σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, 4ος αἰῶνας) μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἄσκηση «δὲν ἔγινε μόνο στὶς ἐρήμους καὶ τὰ ὄρη, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὶς πόλεις, στὰ χωριά, στὰ νησιὰ καὶ τὶς Ἐκκλησίες. Τὰ πλήθη τῶν σωζομένων ἐξέλαμψαν, καθένας, ὅπως τοῦ ὅρισε ὁ Θεὸς, φύλαξε τὶς ἐντολές
Του ἀξιοθαύμαστα· Ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι καὶ τὰ ὑπόλοιπα
ἀξιώματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ βασιλεῖς, ἄρχοντες, ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες»81.
Ἡ ἀσκητική καί νηπτική γραμματεία ἦταν τό πλέον διαδεδομένο εἶδος γραπτοῦ λόγου πού μελετοῦσαν ὅλοι. Ἡ Κλῖμαξ τοῦ ἅγιου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη, «ἦταν τὸ προσφιλέστερο ἀνάγνωσμα τῶν ΄΄Βυζαντινῶν΄΄ μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν λαϊκῶν. Λίγα βιβλία διαβάστηκαν περισσότερο ἀπὸ αὐτό. Πλῆθος εἶναι τὰ χειρόγραφα ποὺ μᾶς σώζονται.
Οἱ πολλὲς ἔπειτα
μεταφράσεις του στὴ Συριακή, τὴ Λατινική, τὴν Ἱσπανική, τὴ Γαλλικὴ καὶ
τὶς Σλαβικὲς γλῶσσες μαρτυροῦν τὴν ἐξάπλωση καὶ τὴν ἀκτινοβολία του στὸ
ἐξωτερικό»82. Οἱ Αὐτοκράτορες
ἦσαν προστάτες τῶν μοναχῶν καί πολλοί τελείωσαν τήν ζωή τους ὡς
μοναχοί. Ὁ Ἰουστινιανός, ὅραμα καὶ κατόρθωμα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε «ἡ
ἀντιμετώπιση τῶν βαρβάρων (Γότθων, Βανδάλων, Περσῶν) καὶ ἡ συνένωση ὅλου
τοῦ πολιτισμένου κόσμου»83, ἀνακήρυξε τὸν μοναχισμὸ «πρᾶγμα ἱερὸν καὶ μυστήριον»84.
Ἑπομένως, ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν μπορεῖ ὁ μοναχισμός νά ἀποτελεῖ πρότυπο ζωῆς γιά τούς κοσμικούς,
ἀποδεικνύεται ἀστήρικτος ἱστορικά, ἀλλά καί μετέωρος θεολογικά· καθότι ὁ
μοναχισμός δέν συνιστᾶ τίποτε περισσότερο ἀπό τήν πλήρη τήρηση τῶν
εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι κοινές γιά μοναχούς καί κοσμικούς-λαϊκούς.
Ὅσο ἡ Δύση καί ἡ Ἀνατολή ἦταν ἑνωμένες, ἡ Παράδοση διαφυλάχθηκε ἀνόθευτη σ’ ὅλη τήν Χριστιανοσύνη. Μετά τήν πτώση τῆς Δύσης σέ αἵρεση καί τήν ἔκπτωσή της ἀπό τήν Μία Ἀδιαίρετη καί Καθολική Ἐκκλησία,
ἡ Ἀνατολή ἔγινε ὁ συνεχιστής καί φορέας τῆς μόνης ἀληθινῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τῆς ζωῆς Της.
Ἡ ὅλη ὀργάνωση τοῦ δημόσιου καί ἰδιωτικοῦ βίου στά χρόνια πού ἀκολούθησαν μετά τούς διωγμούς, στό λεγόμενο Βυζάντιο, ἦταν μία προσπάθεια νά βιωθεῖ –ἔστω σ’ ἕναν βαθμό– τό ἰδεῶδες τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας: ὁ Θεῖος Ἔρωτας καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνη μεταξύ τῶν μελῶν τῆς κοινότητας.
Ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία ἔγιναν οἱ δύο πυλῶνες τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀδιάλειπτη λατρεία καί ἡ ἄσκηση ἦσαν τά κύρια ἐνδιαφέροντα τῶν Ρωμηῶν. Μέ ὅλα αὐτά προχωροῦσαν στήν κάθαρση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, στόν φωτισμό καί τήν θέωση.
Αὐτά ἦσαν τό κέντρο, ὁ σκοπός, τῆς ζωῆς τῶν Ρωμηῶν, τούς ὁποίους οἱ
παραχαράκτες τῆς ἱστορίας ἀλλά καί τῆς ὀρθόδοξης πίστης (οἱ Φράγκοι) ὀνόμασαν «Βυζαντινούς».
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού σύν Θεῶ θά ἐκδοθεῖ σύντομα