Η
ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΚΑΙ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ
(ἀπομαγνητοφωνημένο
ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ Ἱερομονάχου
Σάββα Ἁγιορείτη)
Ἡ
μεγάλη χαρά: Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ πάντα.
«Ὁ
Κύριος δέν εἶναι ὅπως ἐμεῖς» διακηρύσσει
ὁ Ἅγιος Σιλουανός καί συνεχίζει:«Εἶναι
ἀπείρως πρᾶος καί σπλαχνικός καί
ἀγαθός. Καί ὅταν Τόν γνωρίσει ἡ ψυχή
καταλαμβάνεται ἀπό ἔκπληξη καί λέγει:
Ἄχ, ποιόν Κύριο ἔχομε! (Τί ἀγαθό Θεό
ἔχουμε!) Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔδωσε στήν
Ἐκκλησία μας νά γνωρίσει πόσο
μεγάλη εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ»1.
Αὐτή
εἶναι ἡ μεγάλη μας χαρά: τό ὅτι ὁ Θεός
μᾶς ἀγαπᾶ παρ’ ὅλη τήν ἁμαρτωλότητά
μας. Δέν εἶναι ἡ χαρά, ἡ ἐγωϊστική ὅτι
εἴμαστε ἀναμάρτητοι.
-Ποιός
εἶναι ἀναμάρτητος;
-Κανένας
παρά μόνον ὁ Θεός. Ἡ μεγάλη μας χαρά
εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι
εὔσπλαχνος καί γίνεται ἵλεως στίς
ἁμαρτίες μας. Χαιρόμαστε διότι ὁ Θεός
μᾶς συγχωράει ἀφοῦ εἶναι Πατέρας μας
Φιλάνθρωπος καί μᾶς δέχεται ὅπως τόν
ἄσωτο υἱό. Δέν μᾶς ἐπιπλήττει· ὅπως
ὁ Πατέρας (στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου
υἱοῦ) δέν ἐπέπληξε τόν ἄσωτο υἱό του.
Δέν τοῦ ἔκανε παρατηρήσεις, ἐνῶ θά
μποροῦσε νά τοῦ πεῖ: «Παλιόπαιδο πού
ἤσουνα τόσα χρόνια... γιατί μοῦ ἔφαγες
τήν περιουσία;» κ.λ.π. Οὔτε κἄν τοῦ
εἶπε: «Τέλος πάντων ἔκανες ὅ,τι ἔκανες,
ἀλλά τί νά σέ κάνω πού εἶσαι παιδί
μου..., σέ συγχωράω».
Δέν
τοῦ εἶπε τίποτα τέτοιο· μόνο τόν
ἀγκάλιασε μέ στοργή. Ἔτσι εἶναι ὁ
Θεός. Μᾶς δέχεται χωρίς νά μᾶς ἐπιπλήξει,
χωρίς νά μᾶς κάνει καμμιά παρατήρηση.
Καί μᾶς δίνει πάλι τήν στολή τήν πρώτη
(τοῦ Βαπτίσματος) ὅπως στόν ἄσωτο καί
μετανοημένο υἱό.
«Ὁ
Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς δέχεται μέ
πραότητα χωρίς ἐπιτίμηση. Ὅπως δέν
μάλωσε ὁ εὐαγγελικός Πατέρας τόν ἄσωτο
γυιό, ἀλλά διέταξε νά τοῦ δώσουν νέα
φορεσιά καί πολύτιμο δαχτυλίδι στό χέρι
καί παπούτσια στά πόδια καί πρόσταξε
νά σφάξουν τό σιτευτό μοσχάρι γιά νά
διασκεδάσουν γιά τήν ἀνευρεσή Του»2,
νά χαροῦν οἱ ἄγγελοι, νά
χαροῦν οἱ δίκαιοι καί οἱ ἅγιοι, νά
χαρεῖ ὅλο τό σύμπαν.
Ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου καί ἡ δαιμονική
ντροπή πρίν τήν ἐξομολόγηση.
Γίνεται
χαρά σ’ ὅλο τό σύμπαν ὅταν ἕνας ἄδικος
ζητάει συγγνώμη ἀπ’ τόν Θεό. Καί εἶναι
βλασφημία νά ντρεπόμαστε νά πᾶμε νά
ποῦμε στόν Θεό «συγγνώμη», ἐπειδή
σκεπτόμαστε ὅτι δέν θά μᾶς συγχωρήσει.
Ὁ φόβος αὐτός καί ἡ ντροπή πηγάζει ἀπό
τήν βλάσφημη σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι
ἕνας ἀφιλάνθρωπος δικαστής καί τιμωρός.
Ὁ λογισμός αὐτός εἶναι ὑποβολή τοῦ
πονηροῦ πνεύματος τό ὁποῖο μᾶς
σιγοψιθυρίζει:« Τί νά πεῖς τώρα στόν
Θεό; Μπορεῖς νά προσευχηθεῖς τώρα;
Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό πού ἔκανες;».
Ἐπίτηδες
τά λέει αὐτά ὁ πονηρός, τάχα γιά νά
ὑπερασπιστεῖ τήν «ἀξιοπρέπεια τοῦ
Θεοῦ»... Ὁ σκοπός του ὅμως εἶναι νά μᾶς
στερήσει τήν ἄφεση, νά
ἀποτρέψει τήν συγχώρεση, πού μέ βεβαιότητα
θά λάβουμε ἄν τήν ζητήσουμε ἀπό τόν
Πανάγαθο Πατέρα καί Κύριο Μας.