Στὴν
Μονὴ Παντοκράτορος ὑπῆρχε ἕνας ἁπλούστατος γέροντας ἀγράμματος ἀλλὰ
πολὺ καλόκαρδος, ὁ πατήρ Πανάρετος, -τὸν προλάβαμε κι μεῖς-. Αὐτὸς ἔκανε
τὸν ταχυδρόμο τοῦ μοναστηριοῦ.
Τότε δὲν εἶχε δρόμους μὲ τὰ ζῶα πηγαίνανε. Αὐτὸς ὅμως ἐπειδὴ ἤτανε δυνατὸς στὸν ὀργανισμό, πήγαινε μὲ τὰ πόδια κάθε μέρα.
Είχε ἕναν μεγάλο σάκκο.
Τοῦ εἶχε ἀναθέσει τὸ Μοναστήρι νὰ ἔρχεται ἐδῶ στὶς Καρυὲς νὰ παίρνη τὸ ταχυδρομεῖο καὶ νὰ τὸ πηγαίνη στὸ Μοναστήρι.
Μάλιστα,
γιὰ νὰ τὸν πειράξουνε λίγο, γιὰ νὰ γελᾶν οἱ πατέρες ἐκεῖ πέρα –ὁ π.
Εὐθύμιος καὶ ἄλλοι προϊστάμενοι-, τοῦ ἀγοράσανε μία ντουντούκα, ὅπως
εἴχανε οἱ παλιοὶ ταχυδρόμοι. «Ντούουου!», φυσοῦσε καὶ σφύριζε.
Τοῦ εἶπαν:«Ὅταν
θὰ ἔρχεσαι πάνω στὸν Σταυρό, ἀπ’ ὅπου φαίνεται τὸ μοναστήρι, θὰ
σφυρίζης, νὰ ἀκοῦμε ὅτι ἔρχεσαι». Αὐτὸς ὅμως εἶχε τέτοια παιδικὴ ψυχή,
ποὺ ἔκανε τόσο μεγάλη χαρά, σὰν νὰ τοῦ εἶχαν δώσει τὸ πιὸ πολύτιμο…
πράγμα, ἐπειδὴ εἶχε πολλὴ ἁπλότητα΄ σὰν παιδὶ ἤτανε.
Μία
μέρα τοῦ λέει ἕνας ἀδελφός της Μονῆς, ὁ γερὸ-Παρθένιος ἀπ’ τὴν Πάρο:
«Σὲ παρακαλῶ πάτερ Πανάρετε, τώρα ποὺ ἀνεβαίνεις στὶς Καρυές, ἐπειδὴ ἔχω
γρίππη, πάρε μου λίγα πορτοκάλια ἀπὸ τὸν Ταλέα νὰ φάω, γιατί μὲ
ταλαιπωρεῖ τώρα λίγες μέρες ἡ ἴωση αὐτὴ¨ γιὰ νὰ δυναμώση ὁ ὀργανισμός
μου. Ἔφθασε στὶς Καρυές.
Ὅμως,
σὰν ἄνθρωπος κι αὐτός, ξέχασε νὰ πάρη τὰ πορτοκάλια. Πῆρε τὸ
ταχυδρομεῖο καὶ ἐπέστρεψε. Ὅταν ὅμως πλησίασε στὸ Μοναστήρι, τὸ
θυμήθηκε, ἀφοῦ ὅμως εἶχε σφυρίξει ὅταν ἔφτασε στὸ ὕψωμα ἀπ’ ὅπου
φαίνεται τὸ Μοναστήρι. «Ἔρχεται ὁ ταχυδρόμος», εἶπαν οἱ πατέρες, ἀλλὰ ἂν
καὶ περνοῦσε ἡ ὥρα δὲ φαινόταν. Μόλις θυμήθηκε τὰ πορτοκάλια, γύρισε
πίσω στὶς Καρυές, -ἡ ἀπόσταση εἶναι μιάμισυ ὥρα ἀνηφόρα-.
Ὁ
καημένος τόση ἀγάπη εἶχε, ποὺ ἀναλογίστηκε: «Πὼς θὰ πάω νὰ παρουσιαστῶ
στὸν γέροντα χωρὶς τὰ πορτοκάλια». Γυρνάει πίσω, παρ’ ὅτι ἦταν
χειμωνιάτικη ἡμέρα καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ βραδυάζη. Παίρνει τὰ πορτοκάλια
κι ἐπιστρέφει. Ὅμως νύχτωσε στὸν δρόμο καὶ τὸν ἔπιασε καὶ μία
χιονοθύελλα ξαφνικά. Ἀναγκάστηκε νὰ καθήση κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο. «Παναγία
μου», ἄρχισε νὰ παρακαλῆ, «σῶσε μὲ νὰ μὴν παγώσω».
Τότε
ἐμφανίζεται ξαφνικὰ μία μαυροφόρα κυρία μὲ ἕνα φαναράκι καὶ τοῦ λέει:
«Γερὸ Πανάρετε, ἀκολούθησε μέ». Τὴν ἀκολουθεῖ ὁ γερὸ-Πανάρετος, καὶ
χωρὶς νὰ καταλάβη τὸ πῶς, βρέθηκε μέσα στὸν περίβολο τοῦ Μοναστηριοῦ.
Μόλις τὸν εἴδανε, τρόμαξαν οἱ πατέρες. «Πῶς; Ποιός;». «Αὐτὸ καὶ αὐτό»,
τοὺς λέει, «μία κυρία μ’ἔφερε».
Μάλιστα
παρήγγειλε σ’ ἕναν ἁγιογράφο μία εἰκόνα τῆς Παναγίας. Σ’ αὐτὴν
εἰκονίζεται ἡ Παναγία νὰ ὁδηγῆ τὸν γερὸ-Πανάρετο στὸ Μοναστήρι. Καὶ ἐγὼ
τὴν εἶδα τὴν εἰκόνα αὐτή, καὶ μοῦ διηγήθηκαν μετὰ οἱ πατέρες τὸ θαῦμα
αὐτό. Αὐτὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας τώρα, ὄχι ἐκεῖνον τὸν καιρό.
Τὰ σημεῖα ἀκολουθοῦν τὴν ἀρετὴ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸς εἶχε τὶς ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης…
Ετήσια ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
Περίοδος Β’ ἔτος 2007 ἀριθ. 32
σὲλ 102-104
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2013/02/blog-post_23.html#more