ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ(2)
(ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)
11. Είπε ακόμα ο αββάς Πέτρος, ο μαθητής του αββά Ησαΐα:
«Άλλη μια φορά πάλι πήγα και τον βρήκα πολύ άρρωστο και βλέποντας πόσο
τον πονούσε η ψυχή μου, μου είπε: ‘‘Μόλις και μετά βίας, πλησιάζοντας
τον θάνατο μέσα σε τέτοιες αρρώστιες, ίσως μπορέσω να κρατήσω στη μνήμη
μου την πικρή εκείνη ώρα. Γιατί η υγεία του θνητού αυτού σώματος δεν
φέρνει ωφέλεια. Το σώμα ζητάει την υγεία για να ξεστρατήσει από τον
Θεό. Αλλιώς, ένα δένδρο που ποτίζεται καθημερινά, είναι δυνατό ποτέ να
ξεραθεί η ρίζα του και να μείνει άκαρπο;’’»
12. Ο αββάς Πέτρος είπε:
«Ρώτησα τον Γέροντα ‘‘τι είναι φόβος Θεού;’’ και μου απάντησε: ‘‘Ένας
άνθρωπος που συμφωνεί με τη γνώμη κάποιου, ενώ είναι απών ο Θεός, αυτός
δεν έχει μέσα του τον φόβο του Θεού’’»
13.
Έλεγε επίσης για τη Θεία Κοινωνία: «Αλίμονό μου, γιατί ενόσω κοινωνώ,
είμαι μαζί με τους εχθρούς του Θεού. Ποια είναι η κοινωνία που έχω μαζί
του; Επομένως κοινωνώ για έλεγχο και καταδίκη μου˙ γιατί αυτό
σημαίνει η φράση ‘‘τα άγια προσφέρονται στους αγίους’’. Εάν όμως είμαι
άγιος, δεν μπορούν τίποτε να μου κάνουν οι εχθροί».
14. Έλεγε ο αββάς Ησαΐας:
«Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα για τη σωτηρία μου.
Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να καθαρίσω τον εαυτό
μου, ώστε να είμαι άξιος να γείρει λίγο προς το μέρος μου ο ελεήμων
Θεός. Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να βγω νικητής
στους πολέμους των εχθρών σου, ώστε Εσύ να βασιλεύσεις μέσα μου».
15. Είπε πάλι: «Αλίμονό μου, που ολόγυρά μου βρίσκεται τ’ όνομά σου, κι όμως εγώ υπηρετώ τους εχθρούς σου.
Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί κάνω αυτά που αηδιάζει ο Θεός, γι’ αυτό και δεν με θεραπεύει».
16.
Είπε ακόμη: «Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί έχω απέναντί μου
κατηγόρους για όσα γνωρίζω και για όσα δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να τα
αρνηθώ. Αλίμονό μου, αλίμονό μου, πώς μπορώ να συναντήσω τον Κύριό μου
και τους αγίους του, αφού οι εχθροί μου δε άφησαν ούτε ένα μέλος μου
καθαρό ενώπιον του Θεού;»
17. Ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος,
έλεγε: «Πόσο μεγάλο φόβο και τρόμο και δυσκολία έχουμε να
αντικρύσουμε, την ώρα που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα! Τότε μας
πλησιάζει στρατιά και δύναμη των αντίθετων δυνάμεων, οι άρχοντες του
σκότους, οι κυρίαρχοι της πονηρίας και αρχές και εξουσίες, τα πονηρά
δηλαδή πνεύματα, και κρατούν την ψυχή σαν σε κάποια δίκη, παρουσιάζοντας
ενώπιόν της όλα τα αμαρτήματα, που είτε με επίγνωση είτε από άγνοια
έκανε, από τη νεαρή ηλικία μέχρι την ώρα που στα ξαφνικά την κατέλαβαν.
Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν για όλα, όσα έκανε. Λοιπόν, ποιον
τρόμο νομίζεις ότι αισθάνεται εκείνη την ώρα, έως ότου βγει η απόφαση
και ελευθερωθεί απ’ αυτά; Αυτή είναι η κρίσιμη ώρα για την ψυχή, μέχρι
να δει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα γι’ αυτήν.
Επίσης
και οι θείες δυνάμεις στέκονται ακριβώς απέναντι στις αντίθετες και με
τη σειρά τους παρουσιάζουν τα καλά της έργα. Σκέψου λοιπόν, η ψυχή μες
στη μέση με τι φόβο και τρόμο στέκεται, έως ότου βγει η απόφαση της
δίκης της από τον δίκαιο Κριτή˙ και αν είναι άξια, οι πρώτοι διώχνονται
επιτιμητικά και την ψυχή την αρπάζουν οι θείες δυνάμεις από τα χέρια
των δαιμόνων και στο εξής κατοικεί αμέριμνη, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει
γραφεί˙ ‘‘Όλοι όσοι θα κατοικούν σε σένα θα ευφραίνονται’’. Έτσι
εκπληρώνεται και άλλος λόγος της Γραφής˙ ‘‘Έφυγε μακριά τους κάθε
πόνος, λύπη και στεναγμός’’. Τότε ελευθερωμένη πια προχωρεί σ’ εκείνη
την απερίγραπτη χαρά και δόξα, στην οποία και θα εγκατασταθεί.
Εάν
όμως βρεθεί να έχει ζήσει με αμέλεια, ακούει τη φοβερότατη φωνή: ‘‘ Να
απομακρυνθεί ο ασεβής, για να μη δει τη δόξα του Κυρίου’’. Τότε την
ψυχή αυτή την περιμένει ημέρα οργής, ημέρα θλίψης και ανάγκης, το
σκοτάδι και η μαυρίλα. Αφού παραδοθεί στην κόλαση και στην αιώνια
φωτιά, θα είναι καταδικασμένη να τιμωρείται στους απέραντους αιώνες.
Τότε πού είναι η καύχηση του κόσμου, πού ή κενοδοξία, πού η καλοπέραση
και η απόλαυση, πού η επίδειξη, πού η ανάπαυση, πού τα μεγάλα λόγια, πού
τα χρήματα και η υψηλή καταγωγή, πού ο πατέρας, πού η μητέρα, πού οι
αδελφοί; Ποιος από αυτούς θα μπορέσει να γλυτώσει αυτήν την ψυχή, που
θα την καίει η φωτιά και πικρά βάσανα θα την κατέχουν;
Αφού
αυτά έτσι έχουν, τι λογής πρέπει να είναι η δική μας ζωή με άγια
αναστροφή και κάθε ευλάβεια προς τον Θεό; Τι αγάπη έχουμε χρέος να
αποκτήσουμε, τι λογής συμπεριφορά, τι τρόπο ζωής, τι λογής πορεία; Ποια
ακρίβεια στην κάθε μας ενέργεια, τι λογής πρέπει να’ ναι η προσευχή
μας, πόση βεβαιότητα να έχουμε;
Αυτά
λοιπόν αφού τα περιμένουμε να συμβούν, ας φροντίσουμε να μας βρει ο
Κύριος ακηλίδωτους και άμεμπτους, με ειρήνη, για να αξιωθούμε να τον
ακούσουμε να λέει: ‘‘Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου και
κληρονομήστε τη βασιλεία, που έχει ετοιμασθεί για σας από τότε που
δημιουργήθηκε ο κόσμος’’».
18. Ο ίδιος ο αββάς Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, την ώρα που πέθαινε είπε: «Καλότυχος είσαι, αββά Αρσένιε, γιατί παντοτινά είχες στη μνήμη σου αυτή την ώρα».
19.
Έλεγαν οι πατέρες ότι κάποια φορά καθώς έτρωγαν οι αδελφοί, μέσα σε μια
κοινωνία αγάπης, γέλασε κάποιος αδελφός πάνω στο τραπέζι. Και
βλέποντάς τον ο αββάς Ιωάννης δάκρυσε
και είπε: «Τι άραγε έχει ο αδελφός αυτός στην καρδιά του και γέλασε,
ενώ όφειλε μάλλον να κλαίει, γιατί γευματίζει σε τράπεζα αγάπης;»
20. Ο αββάς Ισαάκ και ο αββάς Αβραάμ έμεναν
μαζί˙ και μια φορά μπαίνοντας ο αββάς Αβραάμ βρήκε τον αββά Ισαάκ να
κλαίει και του λέει: «Γιατί κλαις;» Και ο Γέροντας απάντησε: «Και πώς
να μην κλάψουμε; Πού μπορούμε να πάμε τώρα; Κοιμήθηκαν οι πατέρες
μας. Τότε δεν μας αρκούσε το εργόχειρο για τα ναύλα που δίναμε στα
πλοία, όταν πηγαίναμε να δούμε τους Γέροντες˙ τώρα όμως ορφανέψαμε και
γι’ αυτό κλαίω».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄. ΚΕΦ. Γ΄ 11-20
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://katanixis.blogspot.gr/2014/04/2.htmlhttp://www.hristospanagia.gr/?p=25797#more-25797