ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέρος γ’

 
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
μέρος γ΄
  Ὅταν ὁ ἱερεύς εἰσέρχεται στόν ναό ἤ στό Ἅγιον Βῆμα, λέγει μυστικά, ἀπό μέσα του, ἤ ψιθυριστά: «Εἰσελεύσομαι, Κύριε, εἰς τόν οἶκον Σου (ἤ εἰς τό Ἅγιόν Σου Βῆμα) καί προσκυνήσω ἐν αὐτῷ τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν μία ἐν Τριάδι Θεότητα, ἐν φόβῳ Σου». Καί τότε, ἄν εἶναι ἕτοιμος, ἁγνός καί καθαρός καί τό θέλει κι ὁ Θεός, πληροῦται ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὐδέποτε ὅμως αὐτή ἡ προσωπική κατάστασις ἀποκαλύπτεται καί φανεροῦται στόν πλησίον. Εἶναι μιά ἐσωτερική ὑπόθεσις τῆς ψυχῆς τοῦ ἱερέως, τοῦ μέλλοντος νά λειτουργήση ἤ νά τελέση κάποια ἀκολουθία.
 Κι ἐσεῖς ὅμως ὅλοι, ὅταν εἰσέρχεσθε στόν ἱερό ναό καί παρακολουθῆτε τό μυστήριον τῆς Θείας Λειτουργίας μέ προσοχή καί Εὐχή εἴτε κοινωνήσετε εἴτε ὄχι, πρέπει μέσα στίς καρδιές σας νά στήνεται οὐράνιο λαμπρό πανηγύρι θείας εὐφροσύνης.
Πρέπει νά βιώνετε τήν θεία Χάρι, μέ ἕνα παράδοξο ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς σας, πού νά ἀγκαλιάζη ὅλο τό πλήρωμα τοῦ ἐκκλησιάσματος. Ὅλα γύρω σας καί μέσα σας ὀφείλουν νά λάμπουν διά Πνεύματος Ἁγίου ἀπό Φῶς οὐράνιο. Νά εἶναι δηλαδή, τρόπον τινά γιορτινά, λαμπροφόρα, χαρούμενα, ἀναστάσιμα, πασχαλινά. Εἶναι ὅμως;…Δυστυχῶς, ἡ πραγματικότης εἶναι διαφορετική. Μέσα μας τά πάντα εἶναι σκοτεινά καί ἀδιάφορα. Μᾶς διακρίνει μιζέρια, κακομοιριά καί ἀφηρημάδα. Καί, τίς πιό πολλές φορές, στήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς χαζεύουν, ἐνῶ ἄλλοι μιλοῦν κι ἄλλοι κατακρίνουν.
 Εἰσερχόμενοι, λοιπόν, μέσα στόν ναό καί ἀνάβοντας τό κεράκι μας, νά παρακαλοῦμε τόν Θεόν νά μᾶς ταρακουνήση λίγο ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά στενάξη μαζί μας μέ «στεναγμούς ἀλαλήτους» (πβ. Ρωμ. Η΄:26) γιά τά χάλια μας, τήν ἁμαρτωλότητά μας καί εἰδικά γιά τήν χλιαρότητα καί τήν ἀδιαφορία πού μᾶς διακρίνει, καί ὄχι νά στεκώμαστε μέσα σ᾿ αὐτόν σάν παγοκολῶνες οὔτε νά μπαίνουμε σάν τοῦβλα καί νά βγαίνουμε ντουβάρια.
  Εὐτυχῶς, βέβαια, ὑπάρχουν καί οἱ εὐλογημένες ἐξαιρέσεις, ὅπου μερικές ψυχές, σ᾿ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους ναούς, ἀπανταχοῦ τῆς γῆς, αἰσθάνονται τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά πλημμυρίζη τά διανοήματά τους, τίς σκέψεις τους, τίς αἰσθήσεις τους, καί νά τούς χαριτώνη αὐτή ἡ εὐλογία ψυχοσωματικά! Καί γιά ὅσες ψυχές κεκοιμημένων τυχόν προσευχήθηκαν στό «Ἄξιόν ἐστι…», τίς αἰσθάνονται κοντά τους, δίπλα τους μέσα τους! Κι ὅταν προσέρχωνται στήν Θεία Κοινωνία, στήν Θεία Μεταλαβιά, ἑνώνονται πνευματικά μαζί τους. Κι ὄχι μόνον μ᾿ αὐτούς ἀλλά καί μέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς τοῦ σύμπαντος κόσμου, γνωστούς καί ἀγνώστους, φίλους καί ἐχθρούς, συγγενεῖς καί γείτονες, γιά νά τραφοῦν ὅλοι ἀπό τόν «ἄρτον τῆς ζωῆς» (πβ. Ἰωάν. Στ΄: 35), ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί –τό παράδοξο– ΜΕ τόν Χριστόν!!! Πού σημαίνει ὅτι στήν ψυχή μας ἤδη ἔχει προηγηθῆ ἡ πνευματική καί κατά Χάριν θεϊκή ἕνωσις μαζί Του. Γιατί εἶναι ὁ προσφέρων καί ὁ προσφερόμενος, ὁ Θύτης καί τό Θῦμα, τό ἐσφαγμένον Ἀρνίον, ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ὁ Ἰησοῦ Χριστός.
  Ἕνας ἐκλεκτός καί σεβάσιος κληρικός, μέ πνευματικότητα, ἦλθε κάποια ἡμέρα τοῦ περασμένου ἔτους στόν ναό, ὅπου ἐφημερεύω, καί μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς:
  «Τήν Ε΄ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, συλλειτουργοῦσα μ᾿ ἕναν νέο σεμνό καί εὐλαβή ἱερέα. Μετά τήν ἀπαγγελία τοῦ “Συμβόλου τῆς Πίστεως”, ὁ συλλειτουργός μου εὑρέθη ἐκ παραδρομῆς στά ἀριστερά τῆς ἁγίας Τραπέζης. Ἀσφαλῶς, θά περίμενε τήν δική μου ἐκφώνησι τῆς Τριαδικῆς εὐλογίας, γιά νά περάση δεξιά, ὅπου καί κανονικά ἵστατο. Μετά τήν ἐκφώνησί μου «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί τοῦ χοροῦ ψάλλοντος ἀργά τό «Ἄξιον καί δίκαιον», ἐγώ γύρισα μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα καί ἄρχισα νά διαβάζω τήν εὐχή «Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ εὐλογεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί εὐχαριστεῖν…», σέ τόνο, πού νά μέ ἀκούη καθαρά ὁ συλλειτουργός μου, πού ὅμως δέν εἶχε μετακινηθῆ ἀπό τήν θέσι του. Ἦτο ἀκίνητος σάν κολώνα καί ἐφαίνετο σάν χαμένος καί πολύ ἔκπληκτος. Στήν ὑπόδειξί μου νά πῆ τήν ἐκφώνησι «Τόν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα…», ἐκεῖνος δέν μέ ἄκουσε καί τήν εἶπα ἐγώ. Ἀκόμη καί στόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων παρέμεινε τελείως ἀκίνητος καί ἄφωνος. Ἐφαίνετο σάν νά ζοῦσε σέ ἄλλον κόσμο.
 Σεβάστηκα τήν κατάνυξί του καί προχώρησα στίς ὑπόλοιπες ἐκφωνήσεις καί εὐχές. Συνῆλθε, ὅταν οἱ ἱεροψάλτες μαζί μέ τόν λαό ἔλεγαν ἀργά καί καθαρά τό “Πάτερ ἡμῶν…”.
 Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία λειτουργία καί μείναμε μόνοι μας στό ἅγιον Βῆμα, μοῦ λέγει μέ πολλή ἁπλότητα καί ἀπορία:
  • Πάτερ μου, ποῖοι ἦσαν αὐτοί οἱ ἱεροψάλτες, κάπου δέκα στόν ἀριθμό, πού εἰσῆλθαν ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν ἐξώπορτα τοῦ Ἱεροῦ, ἄνοιξαν κατόπιν τήν πλαϊνή νότια θύρα τοῦ Ἁγίου Βήματος, ἀνέβησαν στό δεξιό ψαλτῆρι καί ἔψαλλαν τόσο μελωδικά καί τόσο οὐράνια, ὥστε μαρμάρωσα ἀπό τήν γλυκύτητα πού ζοῦσα;
  • Καί τί ἔψαλλαν; τόν ρώτησα.
  • Τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ…», τά «Ἀμήν», τό «Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν…» καί τό «Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς…» Καί μετά ἀπεχώρησαν ἀθόρυβα, ὅπως ἀκριβῶς εἰσῆλθαν.
 Σεβόμενος τό νεαρόν τῆς ἡλικίας του καί ἰδιαιτέρως τήν ἀπειρία του, ἀπάντησα περίπου ὡς ἑξῆς:
  • Εἶναι κάποιοι παράδοξοι, ἀλλά μελωδικότατοι ἱεροψάλτες, πού ἔρχονται καί φεύγουν ὅποτε αὐτοί τό ὁρίζουν, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἤ καί μόνον στήν Δοξολογία τοῦ Ὄρθρου!… ἤ ἄλλοτε, ὅταν ψάλλεται ἡ ὠδή τῆς Θεοτόκου, δηλαδή στήν «Τιμιωτέραν…» Καί ἐπειδή ψάλλουν ὡραιότατα, ἐγώ σιωπηλά τούς τό “ἐπιτρέπω”…
  • Σάν πολύ παράξενα μοῦ τά λέτε, πάτερ!…, εἶπε.
  • Ἔλα, ἀδελφέ μου, ἀνταπάντησα, ἀφοῦ κατανύχθηκες τόσο πολύ, αὐτό ἀρκεῖ… Ἄλλωστε, μπορεῖ κάποτε νά περάσουν καί ἀπό τόν δικό σας Ναό!…
  • Μακάρι…, εἶπε.
 Καί παρ᾿ ὅλον πού ἐγώ προσωπικά τίποτα δέν ἀντελήφθηκα, ὁ λογισμός μοῦ εἶπε νά φυλάξω καί τόν ἀδελφό ἀπό τόν πόλεμο τῶν λογισμῶν, πού θά ἐδέχετο μετά σφοδρότητος «ἐκ δεξιῶν».
  Δέν πέρασαν εἴκοσι μέρες καί ἦλθε ἕνας χριστιανός σέ ἀναπηρικό καροτσάκι γιά Ἐξομολόγησι. Καί τότε ἔκπληκτος μοῦ μίλησε γιά τό ἴδιο γεγονός:
  • Πάτερ μου, πρίν ἀπό τρεῖς ἑβδομάδες, ἐκκλησιάσθηκα στόν ναό σας καί γιά πρώτη φορά στά ἑξῆντα χρόνια ζωῆς πού ἔχω, εἶδα τέτοια χορωδία ἱεροψαλτῶν νά ψάλλη μέ τόση οὐράνια μελωδία, πού νόμιζα ὅτι ὀνειρευόμουν ἤ ὅτι εἶχα μεθύσει!… Γιατί, ὅμως ἔφυγαν μετά τό «Ἄξιόν ἐστιν…» καί τήν θέσι τους τήν πῆραν πάλι οἱ ἱεροψάλτες σας; Ποιοί ἦσαν; Ποῦ ψάλλουν;
  • Ἔφυγαν, ἀπάντησα, γιά νά πᾶνε καί σ᾿ ἄλλους ναούς. Ἔτσι κάνουν πάντοτε. Ψάλλουν ἀπό λίγο, πότε ᾿ δῶ καί πότε ᾿ κεῖ.
  • Θά ξανάρθουν;
  • Αὐτό μόνον ὁ Θεός τό γνωρίζει καί οἱ ἴδιοι.
  Τήν ἄλλη μέρα εἶχα τήν ἴδια μαρτυρία ἀπό γυναῖκα, πού γιά πρώτη φορά ἦλθε στόν ναό μας, λόγῳ μεταθέσεως τοῦ συζύγου της ἀπό κάποια πόλι στήν δική μας, μέ τίς ἴδιες περίπου ἀπορίες».
 Καί ἀφοῦ ὁ ἐν λόγῳ ἀδελφός μου ἱερεύς ἐπεράτωσε τήν διήγησι γιά τήν παράδοξη ἀλλά μή ὁρατή γι᾿ αὐτόν πνευματική ἀγγελική παρουσία, μοῦ εἶπε:
  • Καί ἐπειδή, πάτερ Στέφανε, διάβασα τό βιβλίο σας “Ἐμπειρίες κατά τήν Θεία Λειτουργία”, πεῖτε μου, σᾶς παρακαλῶ, τί σημαίνουν ὅλα αὐτά καί πότε συμβαίνουν καί σέ ποιούς;
Ὄντως ἐξεπλάγην κι ἐγώ, γιατί ἔχουμε τρεῖς διαφορετικούς αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ καταπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος.
  • Τό ὅτι συμψάλλουν, ἀδελφέ μου, οἱ Ἄγγελοι μαζί μας ἀοράτως, αὐτό εἶναι ἀπολύτως βέβαιον, ἀπάντησα, καί τό μαρτυροῦν ἡ ἱερά Παράδοσις καί πλῆθος ἀπό τούς Θεοφόρους Πατέρας.
  • Ἡ ἀναξιότητά μου πιστεύει ἀκόμη ὅτι ὅσοι ἀπό τούς ἐκκλησιαζομένους χριστιανούς, ἀλλά καί τούς Λειτουργούς τοῦ Ὑψίστου, ἔχουν «καρδίαν καθαράν, συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην» καί λάβουν ἀπό τήν θεία Χάρι οὐράνιους ὀφθαλμούς καί οὐράνια ἀκοή, ὅταν λειτουργήσουν δηλαδή ἀπλανῶς οἱ νοερές αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ἔστω καί γιά μιά φορά στήν ζωή τους, μπορεῖ νά γευθοῦν, μυστικά καί ὑπερακατάληπτα, ψίχουλα τινά ἀπό τά ὅσα φοβερά τελεσιουργοῦνται στό μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἄλλωστε, ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ πνευματική θεωρία καθιστᾶ τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο κεχαριτωμένο καί τόν λούζει κυριολεκτικά μέ τό ἄρωμα τῆς θείας Παρουσίας, ὥστε νά αἰσθάνεται, τρόπον τινά, τήν Χάρι αἰσθητῶς (προσωπικές σημειώσεις).
Στίς ἡμέρες μας, ὅμως ἀρκετοί ἀπό τούς λεγομένους νεωτεριστάς, ἀθέους καί δεδηλωμένους ἀπίστους, ἀρνοῦνται τίς θεϊκές ἀποκαλύψεις καί ἔχοντας στά χέρια τους τά μεγάλα τεχνητά μέσα ἐνημέρωσης (καί στηριζόμενοι στήν ἀκροαματικότητα χλιαρῶν χριστιανῶν, αἱρετικῶν, δωδεκαθεϊστῶν κ.λ.π.), διογκώνουν καί διαστρέφουν τήν πραγματικότητα καί μέ τήν καθημερινή ἐπιτηδευμένη παραπληροφόρησι ΘΕΟΜΑΧΟΥΝ κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σκοπός τους δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλά τό πῶς νά σπιλώσουν συνειδήσεις καί νά τίς καταρρακώσουν, κλονίζοντας καί κολάζοντας ἀδύνατες ψυχοῦλες. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἐμπαίζεται. «Θεός οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. Στ΄: 7), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
 Φυσικά, δέν ἐννοῶ ὅτι δέν γίνονται λάθη. Δέν λέω ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ἐπίορκοι, ἀφοῦ ὅλοι μας εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ὅμως «ὁ ἀναμάρτητος… πρῶτος βαλέτω λίθον» (Ἰωάν. Η΄: 7)… Καί ἐπιπλέον, διά μέσου τῆς μετανοίας ὑπάρχουν πολλοί τρόποι διορθώσεως γιά τούς ἁμαρτωλούς. Ἄν τούς ψάξουμε, θά τούς βροῦμε. Καί τότε πολλά μποροῦν νά διορθωθοῦν, χωρίς νά κακοποιοῦνται οἱ συνειδήσεις.
  Ἐντούτοις, παρ᾿ ὅλο πού στήν ἐποχή μας οἱ πνευματικές ἀξίες περιφρονοῦνται καί ἡ Ἐκκλησία διώκεται, ἔρχεται κάποια στιγμή, πού ὁ Θεός κάνει ἕναν “σεισμό” καί ἐκλέγει ἕναν ταπεινό χριστιανό, ἁπλό καί πρᾶο, ἤ ἕναν παπᾶ ἀφανῆ, ὅπως τόν πατέρα Βησσαρίωνα στήν Μονή Ἀγάθωνος, τόν πατέρα Ἰάκωβο τόν Τσαλίκη, τόν πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη, (Ἅγιος πλέον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ), τόν πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, τόν πατέρα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, τόν πατέρα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη καί ἀσκητή τῆς Παναγούδας , τόν πατέρα Γεώργιο Καρσλίδη (Ἅγιος κι᾿ αὐτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ), τόν πατέρα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν πατέρα Χαράλαμπο τόν Διονυσιάτη, τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή καί Σπηλαιώτη, τόν ἀναβιωτή τῆς Νοερᾶς προσευχῆς στίς ἡμέρες μας, καί ἄλλους (καί ἀναφέρομαι μόνο στούς κεκοιμημένους καί ὄχι στούς ἐν ζωῇ), γιά νά μᾶς ταρακουνήση!!! Γιά νά καταλάβουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐχῆς εἶναι πού ἁγιάζει τόν τόπο πού προσεύχεται, δηλαδή τό δωμάτιό του ἤ τό κελλάκι του καί ὄχι ὁ τόπος ἀπό μόνος του τόν προσευχόμενο χριστιανό.
  Βέβαια, πνευματικός σεισμός γίνεται καί σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ὅταν ὁ ἱερεύς λέγη «τά Σά ἐκ τῶν σῶν». Τότε δηλαδή, πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἡ Τρισήλιος Θεότης, ἀνοίγει καί σχίζει τούς οὐρανούς καί, διαπερνῶντας τό Ἅγιο Βῆμα, ἵσταται ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἴτε ὡς γλῶσσα θείου πυρός εἴτε ὡς οὐράνιος Περιστερά, καί μεταβάλει τόν ἄρτον καί τόν οἶνον, τά τίμια Δῶρα, σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ!
  Σ᾿αὐτό τό σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας στόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, γίνεται ἕνας Γάμος, λαμπρός καί οὐράνιος. Κρῖμα ἄν δέν τόν ἀντιλαμβανόμεθα καί δέν τόν βλέπουμε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Κι ὅμως, μέσα ἀπό τήν ἀναίμακτη Θυσία, μέσα ἀπό τήν θεία Προσφορά, τό Πανάγιον Πνεῦμα μᾶς ἑνώνει ΜΕ τόν Χριστόν! Δηλαδή ἡ ψυχή μας, ὡς ἄλλη νύμφη, ἑνώθηκε μέσα στήν νυμφική παστάδα τῆς κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας μας, μετά τοῦ Νυμφίου Ἰησοῦ Χριστοῦ!!!…
  • Καί νά, ἡ μυστική ἕνωσις!
  • Καί νά, ὁ πνευματικός γάμος!
  • Καί νά, τό γεμάτο Φῶς, λαμπρό καί οὐράνιο πανηγύρι. Τώρα, βέβαια, πολύ δικαιολογημένα, ὅλοι ἐμεῖς, πού εἴμεθα ἁμαρτωλοί καί λογοκρατούμενοι, θά ρωτήσουμε: “Μά εἶναι δυνατόν νά γίνωνται αὐτά τά πράγματα σήμερα στήν Θεία Λειτουργία;” Ἀπαντᾶμε μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. Ιη΄: 27). Γιά κεῖνον τόν χριστιανό, πού ἀγαπᾶ τόν Θεόν ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί ἰσχύος καί διανοίας, ὅλα εἶναι δυνατά!
Καί ἡ ἀγάπη:
  1. Πρῶτον: Ἀποδεικνύεται ἀπό τίς θυσίες πού κάνουμε, γιά νά κόψουμε τό ἁμαρτωλό θέλημά μας, κάνοντας ὑπακοή στίς εὐαγγελικές προτροπές καί ἐντολές.
  2. Δεύτερον: Φανερώνεται ἀπό τήν ἀπόλυτη πίστι πού ἔχουμε πρός Αὐτόν. Κι ἄν ἡ πίστις μας εἶναι «ὡς κόκκος σινάπεως» (πβ. Ματθ. Ιζ΄: 20), τότε μετακινοῦμε ἀκόμη καί «ὄρη», δηλαδή τά βουνά τῶν παθῶν μας. Καί νά, τό θαῦμα!
  3. Καί τρίτον: Ἀποκαλύπτεται ἀπό τήν προσευχή πού κάνουμε. Ἀπό τήν ποιότητα τῆς προσευχῆς πού ἔχουμε. Ἀπο τό εἶδος τῆς πνευματικῆς συμμετοχῆς μας στήν θεία Λατρεία. Ἀπό τήν λαχτάρα μας γιά Θεία Κοινωνία. Ἀπό τήν δίψα μας γιά μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαιτέρως τῆς Καινῆς Διαθήκης. “Πότε θά ἔλθη ἡ Κυριακή γιά νά κοινωνήσω; Πότε καί πῶς θά κλέψω μιά ὥρα, γιά νά διαβάσω τό Εὐαγγέλιο; Ἄχ, νά μήν τελείωνε αὐτό τό βράδυ ἡ προσευχή μου…, νά μήν τελείωνε αὐτή ἡ νύχτα!”… Ἄραγε, τά λέμε καμιά φορά αὐτά; Λέμε μέσα μας: “Ἄχ!, πότε θά κερδίσω δέκα καί εἴκοσι λεπτά χρόνο γιά νά καθήσω νά κάνω προσευχή καί ν᾿ ἀγκαλιάσω τόν Θεό Πατέρα μου ἤ νά ριχθῶ μέσα στήν ἀγκαλιά Του”; Τό λέμε αὐτό; Τό φωνάζουμε, τό διψᾶμε, τό ἐπιδιώκουμε; Ἐάν δέν ἔχουμε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἀγωνία καί τήν λαχτάρα γιά προσευχή, πῶς θά ἔχουμε τήν ἀπαίτησι τό Ἅγιον Πνεῦμα νά συμμαρτυρήση καί νά βεβαιώση ὅτι εἴμεθα ὄντως μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγκαλια τῆς θείας εὐσπλαγχνίας Του καί, γιά τήν ἀκρίβεια, ὅτι εἴμεθα παιδιά Του; (πβ. Ρωμ. Η΄: 16). Διψάει ἡ ψυχή μας γιά τό Ὄνομα Του; Κομποσχοινάκι! Πεινάει ἡ καρδιά μας γιά τήν Εὐχούλα, γιά τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»; Ἄν ναί, τότε μόνον ἔχουμε αἴσθησι τῆς ζωντανῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί μέσα μας καί γύρω μας καί σέ ὅλη τήν κτίσι.
Κάποιες μέρες τοῦ 1980, ὁ πατήρ Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος βρέθηκε γιά λόγους ποιμαντικούς στό χωριό Κάτω Τιθορέα τῆς Φθιώτιδος καί φιλοξενήθηκε στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Εὐαγγέλου καί Ζωῆς Κωνσταντίνου.
Τό δεύτερο βράδυ τῆς φιλοξενίας σηκώθηκε ἡ κυρία Ζωή γύρω στά μεσάνυχτα γιά κάποια ἀνάγκη της. Βγαίνοντας στόν διάδρομο, παρατήρησε ὅτι ἀπό τό δωμάτιο ὅπου ἀναπαυόταν ὁ πατήρ Βησσαρίων, ἔβγαινε φῶς.
Τό σπίτι ἦταν παλαιᾶς κατασκευῆς, μέ πόρτες στά ὑπνοδωμάτια, στίς ὁποῖες ὑπῆρχαν μικρά τζαμάκια, πού τά κάλυπταν ὀμορφοκεντημένα κουρτινάκια. Κάποιο λοιπόν ἀπ᾿ αὐτά ἦταν τραβηγμένο καί ἡ νοικοκυρά τοῦ σπιτιοῦ εἶδε νά ἐξέρχεται ἕνα παράδοξο φῶς. Πλησίασε ἀσυναίσθητα καί κοίταξε μέσα. Μαρμάρωσε ἀπό τήν ἔκπληξι!!! Εἶδε τόν πατέρα Βησσαρίωνα γονατιστό, σέ στάσι προσευχῆς, ἀλλά στόν ἀέρα! Ἕνα μέτρο πάνω ἀπό τό ἔδαφος καί λουσμένο μέσα σέ Φῶς!…
Ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν ἔκπληξι καί τόν θαυμασμό, πῆγε καί ξύπνησε τόν ἄνδρα της, σκεπτόμενη ὅτι, ὅταν θά τοῦ διηγεῖτο τί εἶδε, δέν θά τήν πίστευε καί θά τήν ἔλεγε “ὀνειροπαρμένη”.
 Ξύπνησε λοιπόν ὁ ἄνδρας της, ὁ κυρ-Βαγγέλης, σηκώθηκε καί ἀκολούθησε τήν κυρά Ζωή μπροστά στό τζαμάκι τῆς ἐσώπορτας καί ἀντίκρυσε κι αὐτός τήν ἴδια ἀξιοθαύμαστη εἰκόνα: τόν πατέρα Βησσαρίωνα λουσμένο μέσα σέ ὁλόλαμπρο ὡραιότατο πάλλευκο Φῶς, νά προσεύχεται γονατιστός στόν ἀέρα!
Ὅταν ἀπό τήν ἔκπληξι καί τόν θαυμασμό συνῆλθαν, ὁ κυρ-Βαγγέλης σταυροκοπήθηκε πολλές φορές καί εἶπε στήν γυναῖκα του:
  • Δέν θά τό ποῦμε σέ κανέναν, μέχρι πού νά πεθάνη ὁ παππούλης!
(Αὐτό τό γεγονός μοῦ τό διηγήθηκε ἡ ἀνηψιά τοῦ κυρ-Βαγγέλη καί τῆς κυρίας Ζωῆς Κωνσταντίνου, τήν 1-6-2006).
Ἰδού, τό μεγαλεῖο τῆς προσευχῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Ἁγίων της!
 Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
  συνεχίζεται…
Ἀπό τό βιβλίο: » Ἡ «Εὐχή μέσα στόν κόσμο «
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης
 
 http://www.hristospanagia.gr/?p=25157#more-25157
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...